Language of document : ECLI:EU:F:2008:81

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

της 24ης Ιουνίου 2008

Υπόθεση F-15/05

Carlos Andres κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Αποδοχές – Διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού της ΕΚΤ – Μέθοδος υπολογισμού της ετήσιας αναπροσαρμογής των αποδοχών – Εκτέλεση αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή – Αναδρομικότητα»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΚ, με την οποία ο C. Andres και οκτώ άλλοι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζητούν, ιδίως, την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους για τον Ιούλιο του 2004, κατά το μέτρο που περιέχουν μισθολογική αύξηση που καθορίστηκε κατ’ εφαρμογήν μιας φερόμενης ως παράνομης μεθόδου υπολογισμού της ετήσιας αναπροσαρμογής των αποδοχών και κατά το μέτρο που η αύξηση αυτή δεν ισχύει αναδρομικώς για τα έτη 2001, 2002 και 2003, καθώς και, αφετέρου, την επιδίκαση αποζημιώσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Εκπροσώπηση – Επιτροπή προσωπικού – Διαβούλευση

(Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αριθ. 3/2004, άρθρο 4 § 4· όροι απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 45 και 46)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Εκπροσώπηση – Επιτροπή προσωπικού – Διαβούλευση

(Όροι απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 45 και 46)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως

(Άρθρο 233 ΕΚ)

1.      Από το άρθρο 46 των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκύπτει ότι πρέπει να ζητείται η γνώμη της επιτροπής προσωπικού πριν από κάθε τροποποίηση αυτών των όρων απασχόλησης και των κανόνων επί θεμάτων προσωπικού ή σχετικά με όλα τα συναφή ζητήματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και εκείνα που σχετίζονται με τις αποδοχές. Το πρωτόκολλο συμφωνίας, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ της διοίκησης της Τράπεζας και της επιτροπής προσωπικού, στηριζόμενο ιδίως στο άρθρο αυτό, συγκεκριμενοποιεί το δικαίωμα της επιτροπής προσωπικού στο να ζητείται η γνώμη της και προβλέπει, ιδίως, την ακολουθητέα διαδικασία, αρχής γενομένης από την υποχρέωση της Τράπεζας να της παρέχει πλήρη ενημέρωση. Δεδομένου ότι το δικαίωμα στην ενημέρωση των εργαζομένων και στη διαβούλευση με αυτούς συνιστά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, οι διατάξεις του πρωτοκόλλου συμφωνίας πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της εν λόγω αρχής.

Η έκταση της υποχρέωσης ενημέρωσης που υπέχει η Τράπεζα έναντι της επιτροπής προσωπικού πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τη φύση των στοιχείων. Έτσι, όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία παρασχέθηκαν από τρίτους για τις ανάγκες της ετήσιας γενικής αναπροσαρμογής των μισθών του προσωπικού της Τράπεζας και τα οποία αφορούν τα ποσοστά αύξησης των μισθών και τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τα άτομα που απασχολούνται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, στα κοινοτικά όργανα και σε ορισμένους διεθνείς οργανισμούς, η Τράπεζα δύναται να συμμορφωθεί προς τον κανόνα του συντάκτη, που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της αποφάσεως 3/2004 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφά της, και να αρνηθεί να γνωστοποιήσει τα ως άνω στοιχεία στο σύνολο των μελών της επιτροπής προσωπικού. Η Τράπεζα εκπληρώνει την υποχρέωση ενημέρωσης, την οποία υπέχει, εφόσον παρέχει σε εκπροσώπους που ενεργούν κατά δέουσα εντολή της επιτροπής προσωπικού πρόσβαση στα ως άνω στοιχεία, κατόπιν σχετικής προτάσεως υποβληθείσας από την επιτροπή προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 58 έως 60, 64, 65, 67 και 68)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 6 Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψη 105

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού για την ετήσια γενική αναπροσαρμογή των μισθών του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν συνιστά παρατυπία το γεγονός ότι διοργανώνονται ad hoc συσκέψεις με εκπροσώπους της εν λόγω επιτροπής που ενεργούν κατά δέουσα εντολή αυτής προς τον σκοπό της διαβούλευσης, και όχι με την επιτροπή προσωπικού εν ολομελεία, εφόσον η επιτροπή προσωπικού τηρείται ενήμερη για τα αποτελέσματα των εν λόγω συσκέψεων και οι σχέσεις μεταξύ της εν λόγω επιτροπής και της Τράπεζας στηρίζονται σε υψηλό βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σε ανοικτή επικοινωνία δυναμένη να δικαιολογήσει τον ανεπίσημο χαρακτήρα ορισμένων συσκέψεων.

(βλ. σκέψεις 77 έως 81)

3.      Όταν η εκτέλεση μιας ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως εμφανίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες, το οικείο θεσμικό όργανο δύναται να λάβει κάθε απόφαση που μπορεί να αντισταθμίσει δικαίως το μειονέκτημα που προέκυψε για τους ενδιαφερομένους από την ακυρωθείσα απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, η διοίκηση μπορεί να διεξαγάγει διάλογο με τους ενδιαφερομένους για να επιτευχθεί συμφωνία που να προσφέρει σ’ αυτούς μια δίκαιη αποκατάσταση για την παρανομία της οποίας υπήρξαν θύματα.

Όσον αφορά την εκτέλεση μιας δικαστικής αποφάσεως με την οποία κρίθηκε παράνομη η διαδικασία αναπροσαρμογής των μισθών του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ένα συγκεκριμένο έτος λόγω έλλειψης τακτικής και προσήκουσας διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού, αποτελεί δίκαιη και εύλογη λύση η υιοθέτηση συμβιβαστικής συμφωνίας που συνίσταται, αφενός, στο να διευρυνθεί η διαβούλευση ώστε αυτή να καλύπτει και τα μεταγενέστερα έτη κατά τα οποία επίσης δεν υπήρξε διαβούλευση και, αφετέρου, στο να επεκταθούν οι απορρέουσες από την εν λόγω διαβούλευση μισθολογικές αυξήσεις ώστε να λάβει τις αυξήσεις αυτές το σύνολο του προσωπικού και όχι μόνον οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, έστω και αν ιδιαίτερες δυσχέρειες εμποδίζουν το να προσδοθεί αναδρομική ισχύς στις διαπιστωθείσες αυξήσεις.

(βλ. σκέψεις 121 και 132 έως 136)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 26 Ιουνίου 1996, T‑91/95, De Nil και Impens κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑327 και II‑959, σκέψη 34· 10 Ιουλίου 1997, T‑81/96, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑207 και II‑607, σκέψη 42· 10 Μαΐου 2000, T‑177/97, Simon κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑75 και II‑319, σκέψη 23