Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 4 Φεβρουαρίου 2022 οι Advansa Manufacturing GmbH, Beaulieu International Group, η Brilen, SA, Cordenka GmbH & Co. KG, Dolan GmbH, Enka International GmbH & Co. KG, Glanzstoff Longlaville, Infinited Fiber Company Oy, Kelheim Fibres GmbH, Nurel SA, PHP Fibers GmbH, Teijin Aramid BV, Thrace Nonwovens & Geosynthetics μονοπρόσωπη ΑΒΕΕ μη υφαντών υφασμάτων και γεωσυνθετικών προϊόντων και Trevira GmbH κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 29 Νοεμβρίου 2021 στην υπόθεση T-741/20, Advansa Manufacturing κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-77/22 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Advansa Manufacturing GmbH, Beaulieu International Group, Brilen, SA, Cordenka GmbH & Co. KG, Dolan GmbH, Enka International GmbH & Co. KG, Glanzstoff Longlaville, Infinited Fiber Company Oy, Kelheim Fibres GmbH, Nurel SA, PHP Fibers GmbH, Teijin Aramid BV, Thrace Nonwovens & Geosynthetics μονοπρόσωπη ΑΒΕΕ μη υφαντών υφασμάτων και γεωσυνθετικών προϊόντων και Trevira GmbH (εκπρόσωποι: D. Haverbeke, L. Ruessmann και P. Sellar, avocats)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Dralon GmbH, Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, και

να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή των νυν αναιρεσειουσών δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για μερική ακύρωση της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 25ης Σεπτεμβρίου 2020 με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μετά το 2021» 1 , ή

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να επιφυλαχθεί όσον αφορά την έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού μέχρι την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, και

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για εξέταση της ουσίας, και

να καταδικάσει τις καθών στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, και

να επιφυλαχθεί ως προς το ζήτημα των δικαστικών εξόδων της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, αφήνοντας τούτο στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την ολοκλήρωση της συνολικής εξέτασης της προσφυγής.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν δύο λόγους αναιρέσεως.

Πρώτος λόγος: ανεπαρκής αιτιολογία.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε την υποχρέωσή του περί επαρκούς αιτιολογήσεως. Πρώτον, με τις σκέψεις 34 έως 48 και 49 έως 51 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν του οι αναιρεσείουσες και να προσδιορίσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της οποίας επελήφθη. Δεύτερον, παρέλειψε να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους μόνον οι αποφάσεις της Επιτροπής που εκδόθηκαν βάσει συγκεκριμένης πράξεως δευτερογενούς δικαίου θα μπορούσαν να αφορούν άμεσα τις αναιρεσείουσες. Τούτο αφορά τη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως.

Δεύτερος λόγος: Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν υφίστατο άμεσος επηρεασμός των αναιρεσειουσών.

Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει σε πάγια νομολογία προκειμένου, στις σκέψεις 26 έως 30 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως, να εκθέσει το κριτήριο του άμεσου επηρεασμού. Στο πλαίσιο του κριτηρίου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει το περιεχόμενο, τη φύση, τον σκοπό και την ουσία της προσβαλλομένης πράξεως, καθώς και το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Παραλείποντας να πράξει τούτο, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της προϋποθέσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ περί «άμεσου επηρεασμού». Τούτο αφορά τις σκέψεις 34 έως 48 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως. Το Γενικό Δικαστήριο δημιούργησε μια κατάσταση κατά την οποία οι αναιρεσείουσες στερούνται ενδίκου βοηθήματος. Το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να ακολουθήσει και να εφαρμόσει ορθά το κριτήριο για την εκτίμηση του άμεσου επηρεασμού, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

Επικουρικώς, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να επιφυλαχθεί να κρίνει επί του παραδεκτού μέχρι την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφοι 7 και 8, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο, αν τούτο δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις, επιφυλάσσεται να εξετάσει ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως και, εν συνεχεία, να ορίσει νέες προθεσμίες για τη συνέχιση της δίκης. Κατά πάγια νομολογία, οι ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις συντρέχουν όταν η εξέταση μαζί με την ουσία της υποθέσεως είναι αναγκαία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τη φύση, το περιεχόμενο και το πλαίσιο της προσβαλλομένης πράξεως, προκειμένου να διαπιστώσει αν αυτή αφορούσε άμεσα τις αναιρεσείουσες. Προς τούτο, είναι αναγκαία η εξέταση της ουσίας της πράξεως και το κατά πόσον επιβάλλει ανεξάρτητες νομικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη. Η εξέταση αυτή και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως επί της ουσίας, σχετικά με την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει το παράρτημα Ι της προσβαλλομένης πράξεως, αλληλεπικαλύπτονται. Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 130, παράγραφοι 7 και 8, του Κανονισμού Διαδικασίας του, καθόσον δεν επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής έως ότου έχει ακούσει τις επιχειρήματα επί της ουσίας.

____________

1 ΕΕ 2020, C 317, σ. 5