Language of document : ECLI:EU:F:2011:131

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑98/10

Francesca Cervelli

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Επίδομα αποδημίας — Αίτηση επανεξετάσεως — Νέα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά — Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη»

Αντικείμενο:      Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η F. Cervelli ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της αιτήσεώς της για επανεξέταση της αποφάσεως να μην της αναγνωρισθεί το ευεργέτημα του επιδόματος αποδημίας.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Η προσφεύγουσα φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προσφυγή κατά της αρνήσεως επανεξετάσεως απρόσβλητης αποφάσεως — Παραδεκτό — Προϋπόθεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

Απόφαση η οποία δεν προσβλήθηκε από τον αποδέκτη της εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας καθίσταται απρόσβλητη έναντι αυτού. Εντούτοις, η επέλευση νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήσεως για επανεξέταση προγενέστερης αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη.

Προσφυγή ασκηθείσα κα κατά αποφάσεως απορρίπτουσας την αίτηση για επανεξέταση αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη κρίνεται παραδεκτή αν η αίτηση στηρίζεται σε νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Αντιθέτως, αν η αίτηση δεν στηρίζεται σε τέτοια περιστατικά, η προσφυγή κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αιτούμενη επανεξέταση πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Οι έννομες συνέπειες μιας ακυρωτικής αποφάσεως αφορούν, εκτός από τους διαδίκους, μόνον τα πρόσωπα τα οποία θίγονται άμεσα απ’ την ακυρωθείσα πράξη αυτή καθεαυτή και μια τέτοια απόφαση δύναται να αποτελέσει νέο πραγματικό περιστατικό μόνον έναντι αυτών των προσώπων.

Εξάλλου, απόφαση η οποία δεν προέρχεται από το θεσμικό όργανο που είναι εργοδότης του ενδιαφερομένου, αλλά από άλλο θεσμικό όργανο, δεν θα πρέπει κατεξοχήν να λογίζεται ως νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Συναφώς, μολονότι, κατά την αρχή της ομοιογένειας της δημόσιας διοικήσεως, όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συνθήκης του Άμστερνταμ, όλοι οι υπάλληλοι όλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης υπόκεινται στις ίδιες διατάξεις, εντούτοις η αρχή αυτή δεν συνεπάγεται ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να χρησιμοποιούν κατά τον ίδιο τρόπο τη διακριτική ευχέρεια που τους αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, ενώ απεναντίας, όσον αφορά τη διοίκηση του προσωπικού τους, απολαύουν της αρχής της αυτονομίας.

(βλ. σκέψεις 19, 20 και 23 έως 25)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Σεπτεμβρίου 1985, C‑231/84, Valentini κατά Επιτροπής, σκέψη 14· 8 Μαρτίου 1988, C‑-125/87, Brown κατά Δικαστηρίου, σκέψη 13

ΠΕΚ: 16 Σεπτεμβρίου 1997, T‑220/95, Gimenez κατά Επιτροπής των Περιφερειών, σκέψη 72· 24 Μαρτίου 1998, T‑232/97, Becret-Danieau κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 43· 7 Φεβρουαρίου 2001, T‑186/98, Inpesca κατά Επιτροπής, σκέψεις 40, 47 και 48· 16 Σεπτεμβρίου 2009, T‑271/08 P, Boudova κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 48