Language of document : ECLI:EU:T:2007:220

Υπόθεση T-170/06

Alrosa Company Ltd

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Εθνική αγορά παραγωγής και προμήθειας ακατέργαστων διαμαντιών – Απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που προτείνει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση – Άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Αρχή της αναλογικότητας – Συμβατική ελευθερία – Δικαίωμα ακροάσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά

(Άρθρο 230, εδ. 4, EΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

2.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εξέταση από την Επιτροπή – Δεσμεύσεις των οικείων επιχειρήσεων ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της Επιτροπής από πλευράς ανταγωνισμού

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 85 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 9)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση των παραβάσεων – Εξουσία της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 9 § 1)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση των παραβάσεων – Εξουσία της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 9 § 1)

5.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εξουσία της Επιτροπής

(Άρθρο 82 EΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

1.      Μια απόφαση της Επιτροπής που καθιστά υποχρεωτικές τις ατομικές δεσμεύσεις κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως και προβλέπει τον περιορισμό και, ακολούθως, τη λύση των συμβατικών σχέσεών τους αφορά άμεσα και ατομικά την εν λόγω επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, στο μέτρο που έχει άμεσες και ευθείες συνέπειες στη νομική κατάστασή της, την αναφέρει στις διατάξεις της, εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία η επιχείρηση αυτή είχε καθοριστική συμμετοχή, είναι ικανή να θίξει ουσιαστικά την ανταγωνιστική θέση της στην οικεία αγορά και σκοπεί στη λύση της μακρόχρονης εμπορικής σχέσεως με την εν λόγω επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 38-40)

2.      Μια απόφαση της Επιτροπής που καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις επιχειρήσεων, κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, συνεπάγεται περάτωση της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και επιβολής σχετικών κυρώσεων. Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή αποδοχή εκ μέρους της Επιτροπής μιας προτάσεως που υποβλήθηκε ελεύθερα από μετέχοντα στις διαπραγματεύσεις, αλλά αποτελεί δεσμευτικό μέτρο το οποίο τερματίζει μια παραβατική ή δυνητικώς παραβατική κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή ασκεί το σύνολο των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, με μοναδική ιδιαιτερότητα ότι η υποβολή προτάσεων δεσμεύσεων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις την απαλλάσσει από την υποχρέωση συνεχίσεως της διαδικασίας του άρθρου 85 ΕΚ και, ειδικότερα, από την υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως.

Καθιστώντας υποχρεωτική μια συγκεκριμένη συμπεριφορά επιχειρήσεως έναντι τρίτων, μια εκδοθείσα βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 απόφαση μπορεί εμμέσως να συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα erga omnes τα οποία δεν θα μπορούσε να επιφέρει καθαυτή η εμπλεκόμενη επιχείρηση. Η Επιτροπή, επομένως, είναι ο αποκλειστικός εκδότης της πράξεως, αφ’ ης στιγμής προσδίδει δεσμευτική ισχύ στις προταθείσες από την εμπλεκόμενη επιχείρηση δεσμεύσεις, και, κατά συνέπεια, αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη. Επ’ ουδενί οφείλει να λάβει υπόψη, και a fortiori να λάβει υπόψη καθαυτές, τις προτάσεις δεσμεύσεων που της υποβάλλουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Εξάλλου, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν απαγορεύει την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως για αόριστο χρόνο.

Eπιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας, μολονότι δεν αναφέρεται στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας η τήρηση επιβάλλεται στην Επιτροπή, όταν εκδίδει αποφάσεις οι οποίες καθιστούν υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που προτείνουν επιχειρήσεις βάσει της διατάξεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 87-88, 91-92)

3.      Παρά το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά την επιλογή εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ή του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού και παρά τον ηθελημένο χαρακτήρα των δεσμεύσεων που προτείνουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής διατάξεως, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, οσάκις αποφασίζει να καταστήσει υποχρεωτικές τις εν λόγω δεσμεύσεις.

Δεδομένου ότι ο έλεγχος της αναλογικότητας είναι αντικειμενικός έλεγχος, το κατά πόσον η απόφαση της Επιτροπής είναι ενδεδειγμένη και αναγκαία πρέπει να εκτιμάται από πλευράς του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται, στο πλαίσιο του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003, στην παύση της διαπιστωθείσας παραβάσεως και, στο πλαίσιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, στην άρση των αντιρρήσεων που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εκτιμήσεώς της. Μολονότι, αντιθέτως προς τις εκδοθείσες κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, αποφάσεις, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, να αποδείξει τυπικώς την ύπαρξη παραβάσεως, οφείλει εντούτοις να αποδείξει το υποστατό των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων που δικαιολογούν την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και που της παρέχουν τη δυνατότητα να επιβάλει στην εμπλεκόμενη επιχείρηση την υποχρέωση τηρήσεως ορισμένων δεσμεύσεων, πράγμα που προϋποθέτει ότι η ανάλυση της αγοράς και ο προσδιορισμός της επίμαχης παραβάσεως θα έχουν λιγότερο οριστικό χαρακτήρα από όσο θα είχαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, αλλά θα πρέπει να αρκούν για να εξακριβωθεί αν η δέσμευση είναι ενδεδειγμένη. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί, χωρίς να υπερβεί τις εξουσίες που της απονέμουν τόσο οι κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, όσο και ο κανονισμός 1/2003, να εκδώσει είτε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, είτε βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού απόφαση απαγορεύουσα πλήρως οποιαδήποτε μελλοντική εμπορική σχέση μεταξύ δύο επιχειρήσεων, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της προ της παραβάσεως καταστάσεως.

Επιπλέον, ο βαθμός ελέγχου του Πρωτοδικείου επί των αναλύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή βάσει των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης εξαρτάται, σε κάθε εξεταζόμενη απόφαση, από την ύπαρξη περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο δικαιολογείται από την περιπλοκότητα των οικονομικού χαρακτήρα κανόνων που πρέπει να εφαρμοστούν. Συναφώς, μολονότι η ανάλυση που πρέπει να πραγματοποιήσει η Επιτροπή, στο πλαίσιο τόσο του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 όσο και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ενδέχεται να απαιτεί περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, εντούτοις, σε περίπτωση απουσίας τους, δεν επιτρέπεται, εν πάση περιπτώσει, ο έλεγχος που ασκεί το Πρωτοδικείο επί των αποφάσεων της Επιτροπής να περιοριστεί στην πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 95-97, 99-100, 103-105, 107-110)

4.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως της αναλογικότητας, η ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής η οποία καθιστά υποχρεωτικές τις ατομικές δεσμεύσεις κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως και αφορά τον περιορισμό και, ακολούθως, τη λύση συμβατικών σχέσεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της που συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην παύση πρακτικών οι οποίες εμποδίζουν τη συμβαλλόμενη οικεία επιχείρηση να καταστεί ουσιαστικός ανταγωνιστής στην επίμαχη αγορά και στην εξασφάλιση σε τρίτους προσβάσεως σε εναλλακτική πηγή εφοδιασμού.

Ειδικότερα, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας απαιτεί από το όργανο, οσάκις υφίστανται μέτρα λιγότερο δεσμευτικά από εκείνα που σκοπεύει να καταστήσει υποχρεωτικά και εφόσον γνωρίζει την ύπαρξή τους, να εξετάσει την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις που δικαιολογούν τη δράση της, πριν επιλέξει, στην περίπτωση κατά την οποία τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ακατάλληλα, την περισσότερο δεσμευτική λύση. Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή δεν πρέπει βεβαίως να υποκαταστήσει του συμβαλλομένους στην τροποποίηση των δεσμεύσεων που προτείνουν βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, προκειμένου οι δεσμεύσεις αυτές να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις που διατύπωσε στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εκτιμήσεώς της, έχει όμως τη δυνατότητα να καταστήσει υποχρεωτικές τις προτεινόμενες δεσμεύσεις εν μέρει μόνον ή σε ορισμένο βαθμό. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπορεί να προτείνει στους συμβαλλομένους να της υποβάλουν δεσμεύσεις βαίνουσες πέραν μιας αποφάσεως την οποία θα μπορούσε να εκδώσει βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

Μόνον εξαιρετικές περιστάσεις, όπως η συλλογική δεσπόζουσα θέση των οικείων επιχειρήσεων, μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν μια εκδοθείσα βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 απόφαση περί απόλυτης και οριστικής απαγορεύσεως σε επιχειρήσεις να συνάψουν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους. Συνεπώς, οσάκις δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, μια απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει υποχρέωση λύσεως κάθε άμεσης ή έμμεσης εμπορικής σχέσεως μεταξύ δύο επιχειρήσεων, για αόριστο χρόνο, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

(βλ. σκέψεις 112, 119-121, 131, 139-141)

5.      Δεδομένου ότι το άρθρο 82 ΕΚ δεν έχει ως αντικείμενο την απαγόρευση της δεσπόζουσας θέσεως αλλά μόνον της καταχρήσεώς της, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαιτεί από μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να μην πραγματοποιεί αγορές οι οποίες της παρέχουν τη δυνατότητα να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη θέση της στην αγορά, αν δεν προσφεύγει, στο πλαίσιο αυτό, σε μεθόδους ασυμβίβαστες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Οι ιδιαίτερες ευθύνες μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως δεν πρέπει να συνεπάγονται αμφισβήτηση της υπάρξεως καθαυτής της δεσπόζουσας θέσεως.

(βλ. σκέψη 146)

6.      Στην περίπτωση αποφάσεως της Επιτροπής επιβάλλουσας υποχρέωση λύσεως μιας μακρόχρονης εμπορικής σχέσεως μεταξύ δύο επιχειρήσεων που συνήψαν συμφωνία δυνάμενη να αποτελέσει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, η συνάφεια των δύο διαδικασιών που κίνησε η Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, κατόπιν της κοινοποιήσεως της συμφωνίας αυτής, καθώς και το γεγονός ότι η απόφαση αυτή αναφέρει ρητώς τη συμβαλλόμενη επιχείρηση χωρίς, ωστόσο, να απευθύνεται σε αυτή, πρέπει να έχει ως συνέπεια την αναγνώριση στην εν λόγω επιχείρηση, στο πλαίσιο της εκτιμώμενης στο σύνολό της διαδικασίας, των δικαιωμάτων που παρέχονται σε μια «εμπλεκόμενη επιχείρηση» κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003, μολονότι, stricto sensu, δεν αποτελεί τέτοια επιχείρηση στο πλαίσιο της σχετικής με το άρθρο 82 ΕΚ διαδικασίας. Πράγματι, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως απαιτεί, αφενός, οι επιχειρήσεις που πρότειναν τις εν λόγω δεσμεύσεις στο πλαίσιο του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 να ενημερώνονται σχετικά με τα βασικά επί των πραγματικών περιστατικών στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να ζητήσει την ανάληψη νέων δεσμεύσεων, περιλαμβανομένων των συμπερασμάτων που η Επιτροπή αντλεί από τις παρατηρήσεις τρίτων όσον αφορά τις προτεινόμενες δεσμεύσεις, και, αφετέρου, να μπορούν να διατυπώσουν την άποψή τους επί του σημείου αυτού.

(βλ. σκέψεις 187, 196, 203)