Language of document : ECLI:EU:C:2019:967

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Νοεμβρίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2014/59/ΕΕ – Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων – Εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση– Αρχή εξυγίανσης – Εθνικό ταμείο – Άρθρα 103 και 104 – Υποχρέωση συνεισφοράς – Εκ των προτέρων συνεισφορές και έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές – Υπολογισμός – Εκπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 – Άρθρα 12 και 14 – Έννοια της “αλλαγής καθεστώτος” – Επιρροή στην υποχρέωση συνεισφοράς»

Στην υπόθεση C‑255/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Λατίου, Ιταλία) με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

State Street Bank International GmbH

κατά

Banca d’Italia,

παρισταμένης της:

Banco delle Tre Venezie SpA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Safjan, L. Bay Larsen (εισηγητή) και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Απριλίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η State Street Bank International GmbH, εκπροσωπούμενη από τον S. Dettori, avvocato,

–        η Banca d’Italia, εκπροσωπούμενη από τους M. Mancini, D. Messineo και L. Sciotto, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. A. Sampol Pucurull,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci και K.‑P. Wojcik καθώς και από την A. Steiblytė,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της State Street Bank International GmbH (στο εξής: SSBI) και της Banca d’Italia, με αντικείμενο την καταβολή συνεισφορών στο εθνικό ταμείο εξυγίανσης στην Ιταλία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2014/59

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 105 της οδηγίας 2014/59 έχουν ως εξής:

«(103)[…] Παρά τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην παροχή ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ακόμη και σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, είναι σημαντικό να καθιερώσουν τα κράτη μέλη ρυθμίσεις χρηματοδότησης, προκειμένου να αποφευχθεί τα κεφάλαια που χρειάζονται για τέτοιους σκοπούς να προέρχονται από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Ο χρηματοοικονομικός κλάδος, στο σύνολό του, θα πρέπει να είναι εκείνος που χρηματοδοτεί τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(104)      Κατά γενικό κανόνα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τις εθνικές τους χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω ταμείων που ελέγχονται από τις αρχές εξυγίανσης, τα οποία θα χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. […]

(105)      Κατ’ αρχήν, οι συνεισφορές θα πρέπει να εισπράττονται από τον κλάδο πριν από και ανεξάρτητα από κάθε πράξη εξυγίανσης. Όταν η προηγούμενη χρηματοδότηση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απώλειες ή το κόστος το οποίο συνεπάγεται η χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης, θα πρέπει να συγκεντρώνονται πρόσθετες συνεισφορές για την ανάληψη του επιπλέον κόστους ή ζημίας.»

4        Το άρθρο 100, παράγραφοι 1, 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη καθιερώνουν μία ή περισσότερες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των εργαλείων και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης.

[…]

4.      Για τον σκοπό που προβλέπεται στην παράγραφο 3, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις διαθέτουν ιδίως:

α)      την εξουσία να συγκεντρώνουν συνεισφορές εκ των προτέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 103, με προοπτική να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που αναφέρεται στο άρθρο 102·

β)      την εξουσία να συγκεντρώνουν έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104, εφόσον οι συνεισφορές που καθορίζονται στο στοιχείο α) είναι ανεπαρκείς, και

γ)      την εξουσία να συνάπτουν δάνεια και να λαμβάνουν άλλες μορφές στήριξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105.

5.      Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 6, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τις εθνικές του χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω ταμείου, η χρήση του οποίου μπορεί να ενεργοποιηθεί από την αρχή εξυγίανσής του, για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 101, παράγραφος 1.»

5        Το άρθρο 102, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών τους ρυθμίσεων ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν επίπεδα-στόχους άνω του ποσού αυτού.»

6        Το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεισφορές εκ των προτέρων», ορίζει τα εξής:

«1.      Προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συνεισφορές καταβάλλονται τουλάχιστον άπαξ ετησίως από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση.

[…]

4.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η υποχρέωση εξόφλησης των συνεισφορών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι εκτελεστή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και ότι οι οφειλόμενες συνεισφορές εξοφλούνται πλήρως.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλη υποχρεωτική λογιστική, υποβολή εκθέσεων και άλλες υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων συνεισφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης τη λήψη μέτρων για την κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των συνεισφορών. […]

5.      Τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 101, παράγραφος 1.

[…]

7.      Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της προσαρμογής των συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου […]

[…]

8.      Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 115 […]

[…]».

7        Το άρθρο 104 της ως άνω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι συγκεντρώνονται έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, προκειμένου να καλύπτονται τα επιπλέον ποσά. Οι εν λόγω έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές κατανέμονται μεταξύ των ιδρυμάτων σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο άρθρο 103, παράγραφος 2.

[…]

2.      Για τις συνεισφορές που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφοι 4 έως 8.

[…]».

8        Το άρθρο 130, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2015.

[…]».

 Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63

9        Το άρθρο 4 του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν τις ετήσιες συνεισφορές που πρέπει να καταβληθούν από κάθε ίδρυμα ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 14 και εφαρμόζοντας τη μέθοδο που παρατίθεται στο παρόν τμήμα.

2.      Η αρχή εξυγίανσης ορίζει την ετήσια συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο-στόχο που πρέπει να επιτευχθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και με βάση το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός της.»

10      Το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νεοεποπτευόμενα ιδρύματα ή αλλαγή καθεστώτος», προβλέπει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο ίδρυμα μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά καθορίζεται με εφαρμογή της μεθοδολογίας που παρατίθεται στο τμήμα 3 για το ποσό της ετήσιας συνεισφοράς του, που υπολογίζεται κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου συνεισφοράς με παραπομπή στον αριθμό των πλήρων μηνών της περιόδου συνεισφοράς για τους οποίους εποπτεύεται το ίδρυμα.

2.      Μια αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς δεν επηρεάζει την ετήσια καταβλητέα συνεισφορά κατά το συγκεκριμένο έτος.»

11      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Τα ιδρύματα παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης τις τελευταίες εγκεκριμένες διαθέσιμες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς, μαζί με τη γνωμοδότηση που υποβάλλεται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο, σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 182, σ. 19)].»

12      Το άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει τα εξής:

«1.      […] Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 1, όσον αφορά τις συνεισφορές που [πρέπει να καταβληθούν] το 2015, οι αρχές εξυγίανσης κοινοποιούν σε κάθε ίδρυμα την απόφασή τους για τον προσδιορισμό της ετήσιας [συνεισφοράς] που πρέπει να καταβληθεί από αυτό το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου 2015.

2.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 4, και όσον αφορά τις συνεισφορές που πρέπει να καταβληθούν το 2015, το πληρωτέο ποσό βάσει της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 καταβάλλεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

3.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 14 παράγραφος 4, και όσον αφορά τις πληροφορίες που παρέχονται στην αρχή εξυγίανσης το 2015, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο παρέχονται το αργότερο μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2015.

4.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16 παράγραφος 1, τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων γνωστοποιούν στην αρχή εξυγίανσης έως την 1η Σεπτεμβρίου 2015 τις πληροφορίες σχετικά με το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά την 31η Ιουλίου 2015.»

13      Από το άρθρο 21 του ως άνω κανονισμού προκύπτει ότι αυτός εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015.

 Το ιταλικό δίκαιο

14      Το άρθρο 78 του νομοθετικού διατάγματος 180/2015, της 16ης Νοεμβρίου 2015, που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2014/59 (GURI αριθ. 267 της 16ης Νοεμβρίου 2015), ορίζει τα εξής:

«Για να καταστεί δυνατή η επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης […] συνιστώνται στο πλαίσιο της Banca d’Italia ένα ή περισσότερα ταμεία εξυγίανσης […]»

15      Το άρθρο 81 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος έχει ως εξής:

«1.      Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2024, ο συνολικός προϋπολογισμός των ταμείων εξυγίανσης ισούται με το 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων που προκύπτουν κατά την ημερομηνία κλεισίματος του τελευταίου εγκριθέντος ετήσιου ισολογισμού των ιδρυμάτων που είναι υπόχρεα προς καταβολή των συνεισφορών. […]

2.      Για να επιτευχθεί το επίπεδο που ορίζεται στην παράγραφο 1, οι συνεισφορές υπολογίζονται και συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 82 σε ετήσια βάση, όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά, λαμβανομένου επίσης υπόψη του προκυκλικού αντικτύπου που η καταβολή τους μπορεί να έχει στη χρηματοοικονομική κατάσταση των υπόχρεων ιδρυμάτων.»

16      Το άρθρο 82, παράγραφος 1, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Οι τράπεζες με καταστατική έδρα στην Ιταλία και τα ιταλικά υποκαταστήματα τραπεζών οι οποίες εδρεύουν εκτός Ένωσης καταβάλλουν ετησίως τακτικές συνεισφορές στα ταμεία εξυγίανσης, των οποίων το ποσό καθορίζεται από την Banca d’Italia σε συμφωνία με τα οριζόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.»

17      Το άρθρο 83, παράγραφος 1, του ως άνω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Εάν ο συνολικός προϋπολογισμός δεν επαρκεί για τη στήριξη των μέτρων του άρθρου 79, παράγραφος 1, οι τράπεζες με καταστατική έδρα στην Ιταλία και τα ιταλικά υποκαταστήματα τραπεζών οι οποίες εδρεύουν εκτός Ένωσης καταβάλλουν στα ταμεία εξυγίανσης έκτακτες συνεισφορές για την κάλυψη των πρόσθετων βαρών στο μέτρο που καθορίζεται από την Banca d’Italia.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Η SSBI είναι τράπεζα που έχει την καταστατική έδρα της στη Γερμανία.

19      Μέχρι τις 5 Ιουλίου 2015, ασκούσε τις δραστηριότητές της στην Ιταλία μέσω της State Street Bank SpA (στο εξής: SSB Ιταλίας).

20      Από τις 6 Ιουλίου 2015, κατόπιν συγχωνεύσεως με απορρόφηση, η SSBI, η οποία απορρόφησε την SSB Ιταλίας, εξακολούθησε να ασκεί τη δραστηριότητά της στο ιταλικό έδαφος μέσω υποκαταστήματος.

21      Κατά τα έτη 2015 και 2016, η Banca d’Italia, ως αρχή εξυγίανσης, ζήτησε από την SSBI να καταβάλει, για το έτος 2015, εκ των προτέρων συνεισφορές (στο εξής: τακτικές συνεισφορές) και έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές (στο εξής: έκτακτες συνεισφορές). Ειδικότερα, με χρεωστικά σημειώματα της 23ης και της 26ης Νοεμβρίου 2015 καθώς και της 1ης Απριλίου και της 25ης Μαΐου 2016, η Banca d’Italia ζήτησε από την SSBI να καταβάλει το ποσό των 1 275 606 ευρώ ως τακτικές συνεισφορές  και το ποσό των  3 826 819 ευρώ ως έκτακτες συνεισφορές.

22      Κατά των πράξεων αυτών η SSBI άσκησε, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, προσφυγή ακυρώσεως με την οποία αμφισβητούσε την υποχρέωση καταβολής τόσο της τακτικής όσο και της έκτακτης συνεισφοράς.

23      Προς στήριξη της προσφυγής της, προέβαλε σειρά επιχειρημάτων, μεταξύ των οποίων, ιδίως, το επιχείρημα ότι ασκούσε τις δραστηριότητές της στο ιταλικό έδαφος αποκλειστικώς μέσω υποκαταστήματος κατά το χρονικό σημείο που της επιβλήθηκε η υποχρέωση καταβολής των εν λόγω συνεισφορών και ότι, κατά συνέπεια, υπέκειτο στην υποχρέωση συνεισφοράς όχι στην Ιταλία αλλά στη Γερμανία.

24      Επιπλέον, η SSBI προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η σύσταση, στις 22 Σεπτεμβρίου 2015, ενός ανεξάρτητου οργάνου μέσω του οποίου η Banca d’Italia ασκεί τον ρόλο της ως αρχή εξυγίανσης καθώς και η σύσταση, στις 18 Νοεμβρίου 2015, του ιταλικού ταμείου εξυγίανσης είναι μεταγενέστερες της εν λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να επιβληθεί στην SSBI καμία υποχρέωση συνεισφοράς.

25      Κατά την άποψή της, ούτε από το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει υποχρέωσή της να συνεισφέρει στο ιταλικό ταμείο εξυγίανσης. Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 4, του ως άνω κανονισμού ενισχύουν την άποψή της ότι βάση αναφοράς για την αρχή εξυγίανσης έπρεπε να αποτελέσει η κατάσταση της SSBI όχι στις 31 Δεκεμβρίου 2014 αλλά στις 31 Ιουλίου 2015.

26      Επομένως, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν έχει εφαρμογή στην SSBI ως προς το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου έως 5 Ιουλίου 2015, πράγμα που συνεπάγεται ότι η SSBI ουδόλως υποχρεούται να καταβάλει συνεισφορές.

27      Επικουρικώς, η SSBI κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να υποβληθεί μόνο στις τακτικές συνεισφορές που αντιστοιχούν στο διάστημα κατά το οποίο η SSB Ιταλίας άσκησε τις δραστηριότητές της στην Ιταλία.

28      Η Banca d’Italia αντέκρουσε τα επιχειρήματα της SSBI επιβεβαιώνοντας ότι η SSBI υπείχε υποχρέωση συνεισφοράς. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι η γερμανική αρχή εξυγίανσης δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τη συγχώνευση με την οποία απορροφήθηκε η SSB Ιταλίας και ότι, αντιθέτως προς τα όσα προέβαλε η SSBI, αν αυτή δεν υπείχε υποχρέωση συνεισφοράς στην Ιταλία, θα εξέφευγε από την υποχρέωση συνεισφοράς τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία.

29      Ως εκ τούτου, η Banca d’Italia επιβεβαίωσε την εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση, του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δεδομένου ότι η υποχρέωση συνεισφοράς στο ιταλικό ταμείο εξυγίανσης βαρύνει όλες τις τράπεζες που έχουν την έδρα τους στην Ιταλία καθώς και, επιπλέον, όλα τα υποκαταστήματα τραπεζών οι οποίες εδρεύουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Λατίου, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει στην “αλλαγή καθεστώτος”, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 12 του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού] δεν επηρεάζει την υποχρέωση συνεισφοράς, να περιληφθεί και η συγχώνευση διά απορροφήσεως ενός ιδρύματος, το οποίο προηγουμένως εποπτευόταν από μια εθνική αρχή εξυγιάνσεως, από την εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους μητρική εταιρία, η οποία συγχώνευση έλαβε χώρα κατά την περίοδο συνεισφοράς, και ισχύει ο κανόνας αυτός επίσης στην περίπτωση κατά την οποία η συγχώνευση και η συνακόλουθη διάλυση του ιδρύματος έλαβαν χώρα το έτος 2015, σε χρονικό σημείο στο οποίο τόσο η εθνική αρχή εξυγιάνσεως όσο και το εθνικό ταμείο δεν είχαν ακόμη συσταθεί επίσημα από το κράτος μέλος και οι συνεισφορές δεν είχαν ακόμη υπολογιστεί;

2)      Πρέπει το ίδιο άρθρο 12 του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού], σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ίδιου κανονισμού και με τα άρθρα 103 και 104 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, και στην περίπτωση της συγχωνεύσεως διά απορροφήσεως από εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους μητρική εταιρία κατά τη διάρκεια του έτους συνεισφοράς, ένα ίδρυμα υποχρεούται στην πλήρη καταβολή της συνεισφοράς για εκείνο το έτος και όχι σε αναλογία με τους μήνες κατά τους οποίους το ίδιο ίδρυμα εποπτευόταν από την αρχή εξυγιάνσεως του πρώτου κράτους μέλους, αναλογικά με όσα ισχύουν για το “νεοεποπτευόμενο” ίδρυμα της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου 12 του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού];

3)      Μήπως, σύμφωνα με την οδηγία 2014/59, τον [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό] και τις αρχές που διέπουν το Σύστημα των εργαλείων αντιμετώπισης των τραπεζικών κρίσεων, οι ίδιοι κανόνες που προβλέπονται για την τακτική συνεισφορά και ιδίως το άρθρο 12, παράγραφος 2, του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού] έχουν εφαρμογή, όσον αφορά τον χρόνο του ακριβούς καθορισμού των οντοτήτων που υποχρεούνται στην καταβολή συνεισφοράς και τον υπολογισμό της συνεισφοράς, και ως προς την έκτακτη συνεισφορά, λαμβανομένων υπόψη της φύσεώς της και των προϋποθέσεων που έχουν καθοριστεί για την επιβολή της;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος και επί του δευτέρου ερωτήματος

31      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος και με το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έννοια της «αλλαγής καθεστώτος» πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα πράξη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία ίδρυμα το οποίο προηγουμένως τελούσε υπό την εποπτεία εθνικής αρχής εξυγίανσης παύει, διαρκούσης της περιόδου συνεισφοράς, να υπόκειται στην εποπτεία της αρχής αυτής κατόπιν διασυνοριακής συγχωνεύσεως με απορρόφηση από τη μητρική του εταιρία, και αν επομένως η πράξη αυτή δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την υποχρέωση του ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο των τακτικών συνεισφορών που οφείλονται για το επίμαχο έτος συνεισφοράς.

32      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι, κατά πάγια νομολογία, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο (απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Tarola, C‑483/17, EU:C:2019:309, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν περιέχει ρητή παραπομπή στα δίκαια των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της «αλλαγής καθεστώτος». Ο όρος αυτός πρέπει να θεωρηθεί, για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας σε όλα τα κράτη μέλη.

34      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γράμμα της, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει [πρβλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, PF (Γενικός Εισαγγελέας της Λιθουανίας), C‑509/18, EU:C:2019:457, σκέψη 28].

35      Όσον αφορά, πρώτον, τη γραμματική ερμηνεία της κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έννοιας της «αλλαγής καθεστώτος», επισημαίνεται ότι ο όρος αυτός μπορεί να καλύπτει, όπως προκύπτει από το σημείο 58 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής ή πραγματικής κατάστασης του ιδρύματος ικανή να ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 2, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

36      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 επιβεβαιώνεται από τη φράση «συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού ιδρύματος», από την οποία προκύπτει ότι η μεταβολή του μεγέθους του ιδρύματος, η οποία είναι κρίσιμη για την εφαρμογή των διατάξεων υπέρ των μικρών ιδρυμάτων, αποτελεί μία απλώς από τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην εν λόγω διάταξη.

37      Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ορίζει ότι τα νέα ιδρύματα που έχουν τελέσει υπό εποπτεία μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς καταβάλλουν στο ταμείο εξυγίανσης κράτους μέλους μόνο prorata temporis τακτικές συνεισφορές, υπολογιζόμενες με βάση τον αριθμό των πλήρων μηνών της περιόδου συνεισφοράς για τους οποίους έχει εποπτευθεί το ίδρυμα.

38      Επομένως, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος δεν επηρεάζει την υποχρέωση του ως άνω ιδρύματος να καταβάλει ετήσιες τακτικές συνεισφορές κατά το συγκεκριμένο έτος, αναφέρεται γενικώς στις ενδεχόμενες αλλαγές ενός ιδρύματος, ενώ το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αποσαφηνίζει τη μέθοδο υπολογισμού που εφαρμόζεται, κατ’ εξαίρεση, σε ίδρυμα που υπέκειτο σε εποπτεία μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς.

39      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθόσον εισάγει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και δεν επιδέχεται ερμηνεία που να βαίνει πέραν της μοναδικής αυτής περιπτώσεως την οποία προβλέπει ρητώς ο εν λόγω κανονισμός (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C‑145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 74, και της 6ης Ιουνίου 2019, Weil, C‑361/18, EU:C:2019:473, σκέψη 43 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Κατά συνέπεια, το ωφέλημα του υπολογισμού της συνεισφοράς κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καταρχήν δεν παρέχεται για πράξη η οποία συνιστά αλλαγή καθεστώτος, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

41      Τρίτον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκουν η οδηγία 2014/59 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, από το άρθρο 102, παράγραφος 1, και το άρθρο 103, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προκύπτει ότι η ετήσια είσπραξη των τακτικών συνεισφορών των ιδρυμάτων προβλέφθηκε ώστε να διασφαλιστεί ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων των κρατών μελών ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους.

42      Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού υποχρεώνουν την εθνική αρχή εξυγίανσης να υπολογίσει τις οφειλόμενες συνεισφορές με βάση τα λογιστικά στοιχεία των τελευταίων εγκεκριμένων και πιστοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οι οποίες ήταν διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς, συνοδευόμενα από τη γνωμοδότηση που υποβάλλεται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο.

43      Συναφώς, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών του, αν οι εθνικές αρχές εξυγίανσης όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη την εξέλιξη της νομικής και οικονομικής κατάστασης των ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της οικείας χρήσης, δύσκολα θα μπορούσαν να υπολογίσουν κατά τρόπο αξιόπιστο τις τακτικές συνεισφορές του επόμενου έτους και, κατά συνέπεια, να επιδιώξουν τον σκοπό επίτευξης, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τουλάχιστον του 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος κράτους μέλους.

44      Επομένως, προκειμένου να παρασχεθεί στις εθνικές αρχές εξυγίανσης η δυνατότητα να υπολογίσουν τις συνεισφορές και, ως εκ τούτου, να επιτύχουν τον σκοπό που επιδιώκουν η οδηγία 2014/59 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, η προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού έννοια της «αλλαγής καθεστώτος» πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως περιλαμβάνουσα, μεταξύ άλλων, τη διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση που έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς.

45      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 επιβεβαιώνεται επίσης από τον σκοπό του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), την υλοποίηση του οποίου σκοπούν να προετοιμάσουν επίσης η οδηγία 2014/59 και ο ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός.

46      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η δημιουργία το 2015 των εθνικών ταμείων εξυγίανσης, όπως προβλέπεται από την ως άνω οδηγία και τον ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό, συνδυάστηκε με την πρόβλεψη, το 2016, ενός ταμείου εξυγίανσης ενιαίου για τα μετέχοντα στην τραπεζική ένωση κράτη μέλη, με βάση τον κανονισμό 806/2014, το οποίο έχει σκοπό να αντικαταστήσει προοδευτικά τα εθνικά ταμεία εξυγίανσης. Η διακυβερνητική συμφωνία, η οποία παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με την υλοποίηση του ενιαίου αυτού ταμείου εξυγίανσης, ορίζει, στο άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 5, ότι οι εισφορές που εισπράττονται σύμφωνα με τα άρθρα 103 και 104 της οδηγίας 2014/59 πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας αυτής, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 2016, πρέπει επίσης να μεταφερθούν στο εν λόγω ενιαίο ταμείο εξυγίανσης.

47      Υπό το πρίσμα αυτό, η έννοια της «αλλαγής καθεστώτος» δεν μπορεί να περιορίζεται στις αλλαγές τις οποίες υφίσταται ίδρυμα εντός ενός κράτους μέλους, κατ’ αποκλεισμό των αλλαγών οι οποίες αφορούν περισσότερα κράτη μέλη, όπως είναι οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις με απορρόφηση. Για τον ίδιο λόγο, το επιχείρημα ότι το απορροφώμενο ίδρυμα δεν θα μπορεί να ωφεληθεί από το ταμείο εξυγίανσης του κράτους μέλους στο οποίο κατέβαλε τακτικές συνεισφορές είναι οπωσδήποτε απορριπτέο.

48      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έννοια της «αλλαγής καθεστώτος» πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα πράξη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία ίδρυμα παύει, διαρκούντος του έτους, να υπόκειται στην εποπτεία της εθνικής αρχής εξυγίανσης κατόπιν διασυνοριακής συγχωνεύσεως με απορρόφηση από τη μητρική του εταιρία, πράγμα που σημαίνει ότι η πράξη αυτή δεν ασκεί επιρροή στην υποχρέωση του ως άνω ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο των τακτικών συνεισφορών που οφείλονται για το επίμαχο έτος συνεισφοράς.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

49      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση ιδρύματος, το οποίο ευρίσκεται σε ένα κράτος μέλος, από τη μητρική του εταιρία, η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, και η συνακόλουθη εξαφάνιση του απορροφηθέντος αυτού ιδρύματος έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 2015, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ούτε η εθνική αρχή εξυγίανσης ούτε το εθνικό ταμείο είχαν ακόμη επισήμως συσταθεί από το πρώτο κράτος μέλος, οι δε συνεισφορές δεν είχαν ακόμη υπολογιστεί.

50      Πρέπει, καταρχάς, να επισημανθεί ότι ο ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός ήταν δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ίσχυε άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη από την 1η Ιανουαρίου 2015. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω κανονισμός ίσχυε κατά την ημερομηνία της διασυνοριακής συγχωνεύσεως με απορρόφηση του οικείου ιδρύματος από τη μητρική του εταιρία.

51      Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2014/59, η οποία, στα άρθρα 101 έως 104, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ιδρύουν εθνικά ταμεία εξυγίανσης που υπόκεινται στη διαχείριση εθνικών αρχών και χρηματοδοτούνται με την άντληση συνεισφορών, προβλέπει, στο άρθρο 130, παράγραφος 1, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν και να δημοσιεύσουν, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή και να εφαρμόσουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2015.

52      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το ιταλικό μέτρο περί μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο τέθηκε σε ισχύ μόλις στις 16 Νοεμβρίου 2015 και κατά συνέπεια ούτε η εθνική αρχή εξυγίανσης ούτε το εθνικό ταμείο είχαν ακόμη επισήμως συσταθεί στην Ιταλία κατά την ημερομηνία της διασυνοριακής συγχώνευσης με απορρόφηση του οικείου ιδρύματος από τη μητρική του εταιρία.

53      Επισημαίνεται πάντως ότι στο άρθρο 20 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχουν συμπεριληφθεί μεταβατικές διατάξεις για τη ρύθμιση των προθεσμιών είσπραξης των τακτικών συνεισφορών του πρώτου έτους συνεισφοράς, δηλαδή του 2015.

54      Ειδικότερα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, όσον αφορά τις συνεισφορές που πρέπει να καταβληθούν το 2015, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης μπορούν να κοινοποιήσουν σε κάθε ίδρυμα την απόφασή τους για τον προσδιορισμό της ετήσιας συνεισφοράς εισφοράς που πρέπει να καταβληθεί από αυτό το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου 2015.

55      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Banca d’Italia, υπό την ιδιότητά της ως ιταλικής εθνικής αρχής εξυγίανσης, συνέστησε το εθνικό ταμείο εξυγίανσης στις 18 Νοεμβρίου 2015 και ζήτησε από τα ιδρύματα, στα οποία περιλαμβανόταν και η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, αντιστοίχως στις 23 και στις 26 Νοεμβρίου 2015, να καταβάλουν τις τακτικές και τις έκτακτες συνεισφορές.

56      Επομένως, το Ιταλικό Κράτος μετέφερε την οδηγία 2014/59 στο εθνικό του δίκαιο σε χρονικό σημείο το οποίο, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 20 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθιστούσε δυνατό στην Banca d’Italia, ως εθνική αρχή εξυγίανσης, να ζητήσει την καταβολή των τακτικών συνεισφορών των ιδρυμάτων από το έτος 2015 σύμφωνα με το άρθρο 102 και το άρθρο 103, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

57      Το γεγονός ότι το οικείο ίδρυμα είχε παύσει να υφίσταται, κατόπιν διασυνοριακής συγχωνεύσεως με απορρόφηση, κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Banca d’Italia ζήτησε την καταβολή των συνεισφορών, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό, λόγω του γεγονός ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης οφείλουν να υπολογίσουν τις οφειλόμενες τακτικές συνεισφορές με βάση τα λογιστικά στοιχεία των τελευταίων εγκεκριμένων και πιστοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οι οποίες ήταν διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς.

58      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση ιδρύματος, το οποίο ευρίσκεται σε ένα κράτος μέλος, από τη μητρική του εταιρία, η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, και η συνακόλουθη εξαφάνιση του απορροφηθέντος αυτού ιδρύματος έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 2015, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ούτε η εθνική αρχή εξυγίανσης ούτε το εθνικό ταμείο είχαν ακόμη επισήμως συσταθεί από το πρώτο κράτος μέλος, οι δε συνεισφορές δεν είχαν ακόμη υπολογιστεί.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

59      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2014/59 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ίδρυμα ευρισκόμενο σε κράτος μέλος και συγχωνευθέν, μέσω απορρόφησής του, με μητρική εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος σε ημερομηνία προγενέστερη της επιβολής έκτακτης συνεισφοράς από την εθνική αρχή εξυγίανσης του πρώτου κράτους μέλους υποχρεούται σε καταβολή της συνεισφοράς αυτής.

60      Η Banca d’Italia υποστηρίζει ότι στο ερώτημα αυτό δίνει απάντηση ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, ιδίως με το άρθρο του 12, παράγραφος 2. Εντούτοις, από τον ίδιο τον τίτλο του ως άνω κανονισμού προκύπτει ότι αυτός αφορά τις συνεισφορές εκ των προτέρων, δηλαδή τις ετήσιες συνεισφορές. Άλλωστε το άρθρο 12, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού αναφέρει μόνο την ετήσια συνεισφορά.

61      Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα μπορεί επομένως να συναχθεί μόνον από την ερμηνεία του άρθρου 104 της οδηγίας 2014/59, το οποίο αφορά, όπως δηλώνει ο τίτλος του, τις «Έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων». Ούτε όμως το γράμμα του άρθρου 104 της ως άνω οδηγίας ούτε οι έχουσες εφαρμογή στις τακτικές συνεισφορές παράγραφοι 2 και 4 έως 8 του άρθρου της 103, στις οποίες παραπέμπει το εν λόγω άρθρο 104, περιέχουν ενδείξεις όσον αφορά την ημερομηνία που θα χρησιμεύσει ως ημερομηνία αναφοράς για τον καθορισμό των ιδρυμάτων που υποχρεούνται σε καταβολή της έκτακτης συνεισφοράς και για τον υπολογισμό του ύψους της συνεισφοράς αυτής. Κατά συνέπεια, το άρθρο 104 της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί με γνώμονα το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände, C‑649/17, EU:C:2019:576, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι συγκεντρώνονται έκτακτες συνεισφορές από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, σε περίπτωση που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

63      Όπως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 86 και 87 των προτάσεών του, κατά τον τρόπο αυτό η έκτακτη συνεισφορά διαφέρει από την τακτική συνεισφορά όσον αφορά το χρονικό σημείο και τον σκοπό της είσπραξής της. Ειδικότερα, είναι δυσχερώς προβλέψιμη η ημερομηνία κατά την οποία συγκεντρώνονται οι έκτακτες συνεισφορές, κατά το μέτρο που τούτο εξαρτάται από την ημερομηνία των πράξεων εξυγίανσης εκ των οποίων προέκυψε το έλλειμμα του εθνικού ταμείου. Οι έκτακτες συνεισφορές δεν μπορούν επομένως να προγραμματιστούν με τον ίδιο τρόπο όπως και οι τακτικές συνεισφορές, οι οποίες υπολογίζονται με βάση τα λογιστικά στοιχεία των τελευταίων εγκεκριμένων και πιστοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οι οποίες ήταν διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς και εισπράττονται για το ημερολογιακό έτος συνεισφοράς.

64      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς επίσης δεν έχει σημασία υπό το πρίσμα του σκοπού της έκτακτης συνεισφοράς. Ειδικότερα, αυτή η εκ των υστέρων επιβάρυνση αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι όλα τα ιδρύματα που υπόκεινται στην εποπτεία της εθνικής αρχής κατά την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίζεται η επιβολή της, συνεισφέρουν λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της πραγματικής οικονομικής τους δυνατότητας και της πραγματικής τους έκθεσης στον κίνδυνο οικονομικής ανεπάρκειας κατά την ως άνω ημερομηνία. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να καταβάλει την εν λόγω συνεισφορά ίδρυμα το οποίο, κατά την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε η επιβολή της, είχε παύσει να υπόκειται στην εποπτεία της εθνικής αρχής κατόπιν της συγχωνεύσεώς του, μέσω απορρόφησης, με μητρική εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

65      Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, ενώ η τακτική συνεισφορά οφείλεται από όλα τα ιδρύματα στα οποία παρέχεται κάλυψη από το εθνικό σύστημα εξυγίανσης, τουλάχιστον για ένα μέρος του έτους, η επιβολή έκτακτης συνεισφοράς σε ίδρυμα το οποίο έχει παύσει να καλύπτεται από το εθνικό σύστημα εξυγίανσης δικαιολογείται μόνο σε μικρότερο βαθμό από κίνδυνο τον οποίο διατρέχει το σύστημα εξαιτίας της δραστηριότητας του ιδρύματος αυτού.

66      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 104 της οδηγίας 2014/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ίδρυμα ευρισκόμενο σε κράτος μέλος και συγχωνευθέν, μέσω απορρόφησής του, με μητρική εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος σε ημερομηνία προγενέστερη της επιβολής έκτακτης συνεισφοράς από την εθνική αρχή εξυγίανσης του πρώτου κράτους μέλους δεν υποχρεούται σε καταβολή της συνεισφοράς αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, έννοια της «αλλαγής καθεστώτος» πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα πράξη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία ίδρυμα παύει, διαρκούντος του έτους, να υπόκειται στην εποπτεία της εθνικής αρχής εξυγίανσης κατόπιν διασυνοριακής συγχωνεύσεως με απορρόφηση από τη μητρική του εταιρία, πράγμα που σημαίνει ότι η πράξη αυτή δεν ασκεί επιρροή στην υποχρέωση του ως άνω ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο των τακτικών συνεισφορών που οφείλονται για το επίμαχο έτος συνεισφοράς.

2)      Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση ιδρύματος, το οποίο ευρίσκεται σε ένα κράτος μέλος, από τη μητρική του εταιρία, η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, και η συνακόλουθη εξαφάνιση του απορροφηθέντος αυτού ιδρύματος έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 2015, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ούτε η εθνική αρχή εξυγίανσης ούτε το εθνικό ταμείο είχαν ακόμη επισήμως συσταθεί από το πρώτο κράτος μέλος, οι δε συνεισφορές δεν είχαν ακόμη υπολογιστεί.

3)      Το άρθρο 104 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ίδρυμα ευρισκόμενο σε κράτος μέλος και συγχωνευθέν, μέσω απορρόφησής του, με μητρική εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος σε ημερομηνία προγενέστερη της επιβολής έκτακτης συνεισφοράς από την εθνική αρχή εξυγίανσης του πρώτου κράτους μέλους δεν υποχρεούται σε καταβολή της συνεισφοράς αυτής.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.