Language of document : ECLI:EU:T:2013:595

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 14ης Νοεμβρίου 2013

Υπόθεση T‑455/11 P

Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ)

κατά

Andreas Kalmár

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της Ευρωπόλ — Σύμβαση ορισμένου χρόνου — Απόλυση εργαζομένου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Χρηματική αποζημίωση»

Αντικείμενο:      Αίτηση μερικής αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 26ης Μαΐου 2011, F‑83/09, Kalmár κατά Ευρωπόλ.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και εκείνα στα οποία ο Andreas Kalmár υποβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Παράβαση της απαγορεύσεως αποφάνσεως ultra petita — Νέος χαρακτηρισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης των προβληθεισών από τον νυν αναιρεσίβλητο αιτιάσεων — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας — Αβάσιμοι λόγοι αναιρέσεως

2.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπόλ — Απόφαση επηρεάζουσα την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου — Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως — Όρια — Δικαστικός έλεγχος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπόλ, άρθρο 94 § 1, στοιχείο β΄)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Ρητή απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας — Νομικός χαρακτηρισμός — Λυσιτέλεια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

5.      Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

6.      Αναίρεση — Λόγοι — Ελλιπής αιτιολογία — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. Σκέψεις 26 έως 29)

2.      Μολονότι η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου, ο έλεγχος της τηρήσεως των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψη 33)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψη 163 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Τα αιτήματα που διατυπώνονται κατά της απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα ότι φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου η πράξη κατά της οποίας ασκήθηκε η διοικητική ένσταση και για τον λόγο αυτό τα εν λόγω αιτήματα δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο. Καθόσον απόφαση περί απορρίψεως καταγγελίας επιφέρει διευκρινίσεις όσον αφορά τις αιτιάσεις οι οποίες έγιναν τελικώς δεκτές εις βάρος υπαλλήλου, ο συγκεκριμένος προσδιορισμός των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν εις βάρος του πρέπει να προκύπτει από τον συνδυασμό των αρχικών αποφάσεων και της απορρίψεως της καταγγελίας.

Το ζήτημα του κατά πόσον η απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας συνιστά βλαπτική πράξη ασκεί επιρροή μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή κατά των αρχικών αποφάσεων απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Στην περίπτωση αυτή, ο χαρακτηρισμός της αποφάσεως περί απορρίψεως της καταγγελίας μπορεί να συνεπάγεται εκ νέου κίνηση των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 41 και 42)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 2002, T‑338/00 και T‑376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑301 και II‑1457, σκέψεις 34 και 35· 10 Ιουνίου 2004, T‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑167 και II‑747, σκέψη 31· 14 Οκτωβρίου 2004, T‑389/02, Sandini κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑295 και II‑1339, σκέψη 49· 6 Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1173, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί, χωρίς αυτό να συνιστά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, να κρίνει ότι ένα θεσμικό όργανο δεν διεξήγαγε πλήρη και ενδελεχή έλεγχο των κρίσιμων και μη αμελητέων πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο αποφάσεως απολύσεως, όταν το θεσμικό όργανο αναφέρθηκε λεπτομερώς σε αρνητικό στοιχείο της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στο παρελθόν και δεν έπραξε το ίδιο όσον αφορά τα θετικά στοιχεία που απορρέουν από τον προσωπικό του φάκελο.

(βλ. σκέψεις 64 και 66)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Σεπτεμβρίου 2008, T‑222/07 P, Kerstens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑37 και II‑B‑1‑267, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. Σκέψη 75)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: ETF κατά Landgren, προαναφερθείσα, σκέψη 140

6.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων την οποία υπέχει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, βάσει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού, επιβάλλει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του ώστε να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε τα επιχειρήματά τους, στο δε Γενικό Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

(βλ. σκέψη 76)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Ιουλίου 2009, C‑440/07 P, Επιτροπή κατά Schneider Electric, Συλλογή 2009, σ. I‑6413, σκέψη 135 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία