ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE
της 7ης Νοεμβρίου 2019 (1)
Υπόθεση C‑215/18
Libuše Králová
κατά
Primera Air Scandinavia
[αίτηση του Obvodní soud pro Prahu 8
(πρωτοδικείου Πράγας αριθ. 8, Τσεχική Δημοκρατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 5, σημείο 1 – Διεθνής δικαιοδοσία ως προς τις διαφορές εκ συμβάσεως – Τμήμα 4 του κεφαλαίου II – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Πεδία εφαρμογής – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Άρθρα 6 και 7 – Αεροπορικές μεταφορές – Αποζημίωση των επιβατών και παροχή βοήθειας σε αυτούς – Μεγάλη καθυστέρηση πτήσης – Σύμβαση μεταφοράς συνδυάζουσα κατάλυμα, συναφθείσα μεταξύ επιβάτη και διοργανωτή ταξιδίων – Αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά του αερομεταφορέα ο οποίος δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης αυτής – Οργανωμένο ταξίδι – Οδηγία 90/314/ΕΟΚ»
I. Εισαγωγή
1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Obvodní soud pro Prahu 8 (πρωτοδικείο Πράγας αριθ. 8, Τσεχική Δημοκρατία) εντάσσεται στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 (2), από γυναίκα επιβάτη έχουσα την κατοικία της στην περιφέρεια του δικαστηρίου αυτού κατά αεροπορικής εταιρίας εγκατεστημένης στη Δανία, λόγω της σημαντικής καθυστέρησης πτήσης που εκτέλεσε η εν λόγω αεροπορική εταιρία, μολονότι η πτήση είχε πωληθεί στον συγκεκριμένο επιβάτη, σε συνδυασμό με κατάλυμα, από τσεχικό γραφείο ταξιδίων.
2. Κατ’ ουσίαν, ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, πρώτον, αν μια τέτοια αγωγή εμπίπτει στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που έχουν εφαρμογή στις διαφορές εκ συμβάσεως οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (3), μολονότι η ενάγουσα δεν συνήψε σύμβαση με την εναγομένη και μολονότι η σχετική πτήση αποτελούσε μέρος δέσμης υπηρεσιών που είχε πωλήσει τρίτος. Για τους λόγους που εκτίθενται στις παρούσες προτάσεις, εκτιμώ ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.
3. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του τμήματος 4 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 44/2001, το οποίο τμήμα περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 17 του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις καταναλωτών, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο εν λόγω τμήμα, καλύπτουν αγωγή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη. Φρονώ ότι προσήκει αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό.
4. Τρίτον, το Δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει αν, όταν η καθυστέρηση της πτήσης υπήρξε σημαντική, επιβάτης ο οποίος αγόρασε την πτήση αυτή από γραφείο ταξιδίων στο πλαίσιο οργανωμένου ταξιδίου, κατά την έννοια της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ (4), μπορεί να ασκήσει δικαιώματα τα οποία αντλεί από τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 261/2004 έναντι του πραγματικού αερομεταφορέα. Εκτιμώ ότι συναφώς πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.
II. Το νομικό πλαίσιο
1. Ο κανονισμός 44/2001
5. Περιλαμβανόμενο στο επιγραφόμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες» τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 44/2001, το άρθρο του 5, σημείο 1, έχει ως εξής:
«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·
β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:
– εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων […],
– εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·
γ) το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β).»
6. Περιλαμβανόμενο στο επιγραφόμενο «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών» τμήμα 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001, το άρθρο του 15 ορίζει τα εξής:
«1. Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5:
α) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος ή·
β) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή·
γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.
[…]
3. Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς πλην των συμβάσεων, στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος.»
7. Περιλαμβανόμενο στο εν λόγω τμήμα 4, το άρθρο 16, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[η] αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή».
8. Περιλαμβανόμενο στο τέλος του ίδιου τμήματος 4, το άρθρο 17 καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται παρέκκλιση από τις διατάξεις του τμήματος αυτού με συμφωνίες παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας συναφθείσες με καταναλωτή.
9. Ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή ratione temporis εν προκειμένω, μολονότι καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 (5), δεδομένου ότι, αφενός, το τελευταίο αυτό νομοθέτημα έχει, βάσει του άρθρου του 66, παράγραφος 1, εφαρμογή μόνο στις αγωγές που ασκήθηκαν στις 10 Ιανουαρίου 2015 ή αργότερα και, αφετέρου, η αγωγή της κύριας δίκης ασκήθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή (6).
10. Επιπλέον, ο κανονισμός 44/2001 έχει εν προκειμένω εφαρμογή ratione loci, με την επισήμανση ότι οι διατάξεις του δεν δέσμευαν αρχικώς το Βασίλειο της Δανίας, αλλά, πλέον, έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του συγκεκριμένου κράτους μέλους, από την 1η Ιουλίου 2007, δυνάμει συμφωνίας συναφθείσας προς τον σκοπό αυτόν (7).
2. Ο κανονισμός 261/2004
11. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 261/2004 ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός «θεσπίζει, υπό τους ακόλουθους προσδιοριζόμενους όρους, τα ελάχιστα δικαιώματα των επιβατών σε περίπτωση [μεταξύ άλλων] καθυστέρησης της πτήσης τους».
12. Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, «πραγματικός αερομεταφορέας» είναι «αερομεταφορέας που πραγματοποιεί ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει πτήση κατόπιν συμβάσεως με επιβάτη ή για λογαριασμό άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει σύμβαση με τον επιβάτη».
13. Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, επιγραφόμενο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους του 5 και 6:
«5. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε κάθε πραγματικό αερομεταφορέα που παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς σε επιβάτες καλυπτόμενους από τις παραγράφους 1 και 2. Όταν ο πραγματικός αερομεταφορέας που δεν έχει σύμβαση με τον επιβάτη εκπληρώνει υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού, λογίζεται ότι το πράττει για λογαριασμό του προσώπου με το οποίο έχει σύμβαση ο συγκεκριμένος επιβάτης.
6. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα βάσει της οδηγίας [90/314] δικαιώματα των επιβατών. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν οργανωμένο ταξίδι ματαιώνεται για λόγους άλλους από τη ματαίωση της πτήσης.»
14. Όσον αφορά την περιεχόμενη στην τελευταία αυτή διάταξη παραπομπή στην οδηγία 90/314, διευκρινίζεται ότι η εν λόγω οδηγία καταργήθηκε, την 1η Ιουλίου 2018, από την οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 (8), σύμφωνα με το άρθρο της 29. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, εφαρμοστέα εν προκειμένω είναι η οδηγία 90/314.
15. Τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 261/2004 προβλέπουν, αντιστοίχως, το δικαίωμα σε βοήθεια από τον πραγματικό αερομεταφορέα σε περίπτωση σημαντικής καθυστέρησης πτήσης και το δικαίωμα σε κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα αυτά.
III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
16. Η Libuše Králová, κάτοικος Πράγας (Τσεχική Δημοκρατία), συνήψε με την εταιρία FIRO‑tour a.s., γραφείο ταξιδίων εγκατεστημένο στην Τσεχική Δημοκρατία, σύμβαση η οποία περιελάμβανε την πραγματοποίηση πτήσης μεταξύ Πράγας και Keflavik (Ισλανδία), προγραμματισμένης για τις 25 Απριλίου 2013 και ώρα 12:40, καθώς και την παροχή καταλύματος. Η αεροπορική μεταφορά εκτελέστηκε από την Primera Air Scandinavia, εταιρία εδρεύουσα στη Δανία. Η πτήση αυτή είχε καθυστέρηση τεσσάρων ωρών σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης.
17. Στις 24 Ιουλίου 2013, η L. Králová ζήτησε από την Primera Air Scandinavia να αποκαταστήσει τη ζημία που είχε υποστεί λόγω της καθυστέρησης της πτήσης. Ο αερομεταφορέας αρνήθηκε, προβάλλοντας ότι η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν σε έκτακτες και απρόβλεπτες περιστάσεις.
18. Στις 10 Οκτωβρίου 2013, η L. Králová άσκησε αγωγή ενώπιον του Obvodní soud pro Prahu 8 (πρωτοδικείου Πράγας αριθ. 8, Τσεχική Δημοκρατία) με αίτημα να υποχρεωθεί η Primera Air Scandinavia να της καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 400 ευρώ. Προς στήριξη της αγωγής της, η L. Králová επικαλέσθηκε, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 και, επί της ουσίας, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004, όπως ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφαση Sturgeon κ.λπ. (9).
19. Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2014, το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, ιδίως επειδή η Primera Air Scandinavia είναι εγκατεστημένη στο έδαφος του Βασιλείου της Δανίας, στο οποίο δεν έχει εφαρμογή ο κανονισμός 44/2001, και, κατά τα λοιπά, επειδή οι διατάξεις της πράξης αυτής δεν μπορούν να θεμελιώσουν διεθνή δικαιοδοσία των τσεχικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν συνδέονται μεταξύ τους με συμβατική σχέση ούτε, εν πάση περιπτώσει, με σύμβαση συνδυάζουσα ταξίδι και κατάλυμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.
20. Με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2014, το Městský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) απέρριψε την έφεση που είχε ασκήσει η L. Králová, κρίνοντας ότι ο κανονισμός 44/2001 πρέπει να εφαρμοστεί εν προκειμένω, καθόσον δεσμεύει το Βασίλειο της Δανίας από την 1η Ιουλίου 2007 (10), αλλά δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία των τσεχικών δικαστηρίων.
21. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2015, επιληφθέν αίτησης αναιρέσεως κατατεθείσας από την L. Králová, το Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) αναίρεσε την πρωτόδικη και την κατ’ έφεση απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Obvodní soud pro Prahu 8 (πρωτοδικείο Πράγας αριθ. 8), ζητώντας, ειδικότερα, από αυτό να καθορίσει αν η Primera Air Scandinavia μπορούσε να εναχθεί ενώπιον των τσεχικών δικαστηρίων, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 5, σημείο 1, και των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού 44/2001, υποβάλλοντας, εν ανάγκη, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο (11).
22. Σε αυτό το πλαίσιο, με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Μαρτίου 2018, το Obvodní soud pro Prahu 8 (πρωτοδικείο Πράγας αριθ. 8) ανέστειλε τη διαδικασία και έθεσε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Υφίστατο μεταξύ της ενάγουσας [της κύριας δίκης] και της εναγομένης [της κύριας δίκης] συμβατική σχέση κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού [44/2001], μολονότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης και η πτήση αποτελούσε μέρος δέσμης υπηρεσιών παρεχόμενων βάσει συμβάσεως μεταξύ της ενάγουσας και τρίτου (γραφείου ταξιδίων);
2) Μπορεί η σχέση αυτή να χαρακτηριστεί ως σύμβαση με καταναλωτή κατά την έννοια των διατάξεων του τμήματος 4 [του κεφαλαίου II], [το οποίο τμήμα περιλαμβάνει τα] άρθρα 15 έως 17, του κανονισμού [44/2001];
3) Έχει η εναγομένη [της κύριας δίκης] παθητική νομιμοποίηση όσον αφορά αγωγή με αίτημα την ικανοποίηση απαιτήσεων βασισμένων στον κανονισμό [261/2004];»
23. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο η Τσεχική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
IV. Ανάλυση
24. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, όταν αγωγή αποζημίωσης ασκηθείσα από επιβάτη βάσει του κανονισμού 261/2004 (12) αφορά πτήση η οποία αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης ως στοιχείο δέσμης υπηρεσιών πωληθείσας από τρίτον, πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που βασίζεται στον τόπο εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 (Α), ή ο ευνοϊκός προς τον καταναλωτή κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (Β) (13). Εξάλλου, στην περίπτωση που η διεθνής δικαιοδοσία του θα μπορούσε όντως να θεμελιωθεί σε μία από τις εν λόγω διατάξεις, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο επιβάτης αυτός έχει τη δυνατότητα να εναγάγει, για τους σκοπούς άσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον κανονισμό 261/2004, τον πραγματικό αερομεταφορέα ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων αυτών (14), έστω και αν η επίμαχη πτήση πωλήθηκε μέσω γραφείου ταξιδίων και στο πλαίσιο οργανωμένου ταξιδίου κατά την έννοια της οδηγίας 90/314 (15) (Γ) (16).
1. Επί της δυνατότητας εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)
25. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, προκειμένου να καθοριστεί αν οι κανόνες ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας στις «διαφορές εκ συμβάσεως» που προβλέπονται στη διάταξη αυτή (17) έχουν εφαρμογή σε αγωγή αποζημίωσης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ασκήθηκε βάσει του κανονισμού 261/2004 από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα (18), μολονότι ουδεμία σύμβαση συνήφθη μεταξύ της συγκεκριμένης ενάγουσας και της συγκεκριμένης εναγομένης, η δε επίμαχη πτήση αποτελούσε μέρος δέσμης υπηρεσιών οι οποίες παρασχέθηκαν βάσει σύμβασης συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και γραφείου ταξιδίων.
26. Η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προτείνουν να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, και συντάσσομαι με την άποψή τους για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω.
27. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι, όταν πρόκειται για «διαφορές εκ συμβάσεως», πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, σε άλλο κράτος μέλος, ενώπιον «του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Κατά το ανωτέρω άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, όταν πρόκειται για «παροχή υπηρεσιών», ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής η οποία αποτελεί τη βάση της αγωγής ορίζεται, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία. ως «ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών». Κατά το εν λόγω άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο γʹ, το κριτήριο συνδέσμου που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, πρέπει να εφαρμόζεται όταν η επίμαχη συμβατική σχέση δεν συνιστά «παροχή υπηρεσιών», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ (19).
28. Εν προκειμένω, από το σκεπτικό της απόφασής του συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν η διεθνής δικαιοδοσία του όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης μπορεί να απορρέει από το ιδιαίτερο κριτήριο συνδέσμου που προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001, κριτήριο το οποίο έχει ήδη κηρυχθεί εφαρμοστέο σε περίπτωση αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας από επιβάτη κατά αεροπορικής εταιρίας βάσει τόσο της συναφθείσας μεταξύ τους σύμβασης όσο και του κανονισμού 261/2004 (20). Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει εν προκειμένω αν η προσέγγιση αυτή ισχύει επίσης σε συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση, όπου ο αντισυμβαλλόμενος του συγκεκριμένου επιβάτη δεν είναι ο πραγματικός αερομεταφορέας, αλλά γραφείο ταξιδίων το οποίο πώλησε σε αυτόν την επίμαχη πτήση σε συνδυασμό με κατάλυμα.
29. Όπως η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση flightright κ.λπ. (21), επί καταστάσεως συγκρίσιμης με την εξεταζόμενη στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, επρόκειτο, επίσης στην υπόθεση εκείνη, για αγωγές αποζημίωσης, βάσει του κανονισμού 261/2004, λόγω σημαντικής καθυστέρησης πτήσεων που εκτέλεσε πραγματικός αερομεταφορέας ο οποίος δεν είχε συνάψει σύμβαση με τους ενδιαφερόμενους επιβάτες, δεδομένου ότι αυτοί είχαν αγοράσει τα αντίστοιχα αεροπορικά εισιτήριά τους από άλλες αεροπορικές εταιρίες πριν ασκήσουν αγωγή κατά του αερομεταφορέα ο οποίος εκτέλεσε το σκέλος της πτήσης με ανταπόκριση στο οποίο σημειώθηκε η επίμαχη καθυστέρηση (22).
30. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η έννοια «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001, καλύπτει αγωγές αποζημίωσης λόγω σημαντικής καθυστέρησης πτήσης με ανταπόκριση, τις οποίες ασκούν επιβάτες, βάσει του κανονισμού 261/2004, κατά πραγματικού αερομεταφορέα ο οποίος δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενός τους, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω (23).
31. Ευθύς εξαρχής, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η έννοια «διαφορές εκ συμβάσεως» πρέπει να ερμηνεύεται όχι διά παραπομπής στο εθνικό δίκαιο, αλλά αυτοτελώς, και ότι στην έννοια αυτή εμπίπτουν όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση της οποίας η μη εκτέλεση προβάλλεται προς στήριξη της αγωγής. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η εφαρμογή του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, δεν απαιτεί τη σύναψη σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, αλλά προϋποθέτει, εντούτοις, την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου και επί της οποίας στηρίζεται η αγωγή του ενάγοντος, με αποτέλεσμα αυτός ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας να βασίζεται στην αιτία της αγωγής και όχι στην ταυτότητα των διαδίκων (24). Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ένας πραγματικός αερομεταφορέας, όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 3, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 261/2004 –ήτοι μεταφορέας ο οποίος δεν έχει συνάψει σύμβαση με τον ενδιαφερόμενο επιβάτη, αλλά εκπληρώνει υποχρεώσεις που απορρέουν από το νομοθέτημα αυτό και, επομένως, τεκμαίρεται ότι ενεργεί για λογαριασμό εκείνου ο οποίος συνήψε τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη αυτόν– πρέπει να θεωρείται ότι εκπληρώνει υποχρεώσεις που ανέλαβε ελεύθερα έναντι του αντισυμβαλλομένου του επιβάτη, οι οποίες απορρέουν από τη σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς που συνήφθη με τον επιβάτη.
32. Αφετέρου, στην ίδια απόφαση flightright κ.λπ., το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 όσον αφορά τον προσδιορισμό του τόπου παροχής των υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς σε περίπτωση όπως η επίμαχη στις διαφορές των τότε κύριων δικών, ήτοι σε περίπτωση καθυστέρησης πτήσης με ανταπόκριση που εκτέλεσαν δύο αεροπορικές εταιρίες εκ των οποίων η μία δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών (25). Συναφώς, το Δικαστήριο διατύπωσε ορισμένες γενικής φύσεως εκτιμήσεις οι οποίες φρονώ ότι ασκούν επιρροή επίσης εν προκειμένω.
33. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υπενθύμισε τη σημασία της ύπαρξης αρκούντως στενού συνδέσμου μεταξύ του δικάζοντος δικαστηρίου και των πραγματικών στοιχείων κάθε διαφοράς που εμπίπτει στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, λαμβανομένου υπόψη ότι ο σύνδεσμος αυτός επιδιώκεται από το σύνολο των κανόνων ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στη διάταξη αυτή και ότι αυτός ο σκοπός εγγύτητας επιβεβαιώνεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού αυτού (26). Το Δικαστήριο εξακρίβωσε επίσης ότι η επιλεγείσα ερμηνεία όντως ανταποκρινόταν στην αρχή της προβλεψιμότητας, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του εν λόγω κανονισμού και την οποία σκοπούν να διασφαλίσουν αυτοί οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, προκειμένου τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος να μπορούν να προσδιορίσουν ευχερώς το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία. Εξάλλου, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, στο πλαίσιο των εμπορικών συμφωνιών που συνάπτονται ελεύθερα μεταξύ των αερομεταφορέων, όπως οι επίμαχες, ο πραγματικός αερομεταφορέας που δεν έχει συνάψει σύμβαση με τον επιβάτη τεκμαίρεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του αερομεταφορέα που είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ενδιαφερόμενου επιβάτη.
34. Φρονώ ότι οι ως άνω εκτιμήσεις και ερμηνείες στις οποίες κατέληξε το Δικαστήριο μπορούν να εφαρμοστούν, τηρουμένων των αναλογιών, στην υπό κρίση υπόθεση (27), με αποτέλεσμα αγωγή όπως η ασκηθείσα από την ενάγουσα της κύριας δίκης να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001.
35. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση flightright κ.λπ. όπως εν προκειμένω, η αγωγή αποζημίωσης λόγω σημαντικής καθυστέρησης πτήσης στηρίζεται σε υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την αρχική σύμβαση που συνήψε ο ενδιαφερόμενος επιβάτης, της οποίας την πλημμελή εκτέλεση προβάλλει ο επιβάτης προς στήριξη της αγωγής του. Επίσης στην υπό κρίση υπόθεση, ο εναγόμενος είναι πραγματικός αερομεταφορέας ο οποίος δεν είναι εκείνος που συνήψε την επίμαχη σύμβαση με τον ενδιαφερόμενο επιβάτη, καθόσον εν προκειμένω τη σύμβαση συνήψε το γραφείο ταξιδίων, αλλά ανέλαβε ελεύθερα έναντι του προσώπου αυτού να εκτελέσει την πτήση και, επομένως, ανέλαβε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό 261/2004 για λογαριασμό του προσώπου αυτού (28), υποχρεώσεις στις οποίες στηρίζεται η εν λόγω αγωγή. Εκτιμώ ότι συναφώς δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η επίμαχη πτήση πωλήθηκε σε συνδυασμό με κατάλυμα, ήτοι αποτελούσε μέρος «οργανωμένου ταξιδίου» κατά την έννοια της οδηγίας 90/314 (29), καθόσον η ιδιαιτερότητα αυτή ουδόλως μεταβάλλει τον συμβατικό χαρακτήρα των νομικών υποχρεώσεων που προβάλλει η ενάγουσα ή την αιτία της αγωγής της. Επομένως, κατά την άποψή μου, αγωγή, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όντως εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 (30).
36. Ειδικότερα, κατά την άποψή μου, αγωγή του είδους αυτού εμπίπτει στο κριτήριο συνδέσμου που αφορά τις παροχές υπηρεσιών, το οποίο προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, και είναι ο τόπος παροχής της επίμαχης υπηρεσίας αεροπορικής μεταφοράς. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης αυτής στο πλαίσιο αγωγών αποζημίωσης που επιβάτες άσκησαν βάσει του κανονισμού 261/2004 (31), εκτιμώ ότι διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά αγωγή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη έχει το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος εκτέλεσης της καθυστερημένης πτήσης, ο οποίος θεωρείται ότι είναι, κατ’ επιλογήν της ενάγουσας, ο τόπος αναχώρησης ή ο τόπος άφιξης του αεροσκάφους που προβλέπονται στη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ του ενδιαφερόμενου επιβάτη και του γραφείου ταξιδίων (32), με την παρατήρηση ότι ο ένας ή ο άλλος εκ των τόπων αυτών συχνά συμπίπτει, στην πράξη, με τον τόπο κατοικίας του επιβάτη.
37. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση flightright κ.λπ., φρονώ ότι, παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος του επιβάτη, η προτεινόμενη εν προκειμένω ερμηνεία συνάδει προς τους σκοπούς προβλεψιμότητας και εγγύτητας που επιδιώκουν όλοι οι κανόνες ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, στο μέτρο που ο αερομεταφορέας αυτός δέχθηκε να εκπληρώσει για λογαριασμό του εν λόγω αντισυμβαλλομένου τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό 261/2004. Επομένως, εν προκειμένω, δεδομένου ότι ανέλαβε ελεύθερα να εκτελέσει την πτήση που πώλησε το τσεχικό γραφείο ταξιδίων, ο εγκατεστημένος στη Δανία αερομεταφορέας δεν μπορούσε να αγνοεί ούτε τον τόπο αναχώρησης (ευρισκόμενο στην Τσεχική Δημοκρατία) ούτε τον τόπο άφιξης (ευρισκόμενο στην Ισλανδία) του αεροσκάφους και, επομένως, ευλόγως όφειλε να αναμένει, όπως ο συγκεκριμένος επιβάτης, ότι, σε περίπτωση που αναφυεί διαφορά, της διαφοράς αυτής θα επιληφθεί τσεχικό δικαστήριο, το οποίο επιπλέον βρίσκεται σε κατάλληλη γεωγραφική θέση για να αποφανθεί επ’ αυτής.
38. Επομένως, κατά την άποψή μου, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει αγωγή αποζημίωσης ασκηθείσα από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, μολονότι οι διάδικοι αυτοί δεν συνήψαν σύμβαση μεταξύ τους και η πτήση αποτελούσε μέρος δέσμης υπηρεσιών παρασχεθεισών βάσει σύμβασης συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και τρίτου.
2. Επί της δυνατότητας εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο τμήμα 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)
39. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η έννομη σχέση που υφίσταται μεταξύ επιβάτη και του πραγματικού αερομεταφορέα, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001, το οποίο τμήμα περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού αυτού, τα οποία προβλέπουν κανόνες ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας «σε συμβάσεις καταναλωτών».
40. Η Τσεχική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα η απάντηση ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σχέση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμβαση καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, οι διατάξεις του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού θα πρέπει να εφαρμοστούν στο πλαίσιο αυτό. Από την πλευρά μου, εκτιμώ, αντιθέτως, ότι αγωγή όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν καλύπτεται από τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στο εν λόγω τμήμα 4.
41. Ευθύς εξαρχής, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, ειδικότερα, αν η διεθνής δικαιοδοσία του όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο παρέχει σε καταναλωτή το δικαίωμα να εναγάγει τον αντισυμβαλλόμενό του είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κατοικία του εναγομένου.
42. Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δωσιδικία του τόπου κατοικίας του καταναλωτή που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 εξαρτάται από την τήρηση τριών προϋποθέσεων εφαρμογής, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Οι σωρευτικές αυτές προϋποθέσεις είναι, πρώτον, ότι ένας συμβαλλόμενος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ο οποίος ενεργεί για σκοπό δυνάμενο να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, δεύτερον, ότι η σύμβαση μεταξύ ενός τέτοιου καταναλωτή και ενός επαγγελματία έχει όντως συναφθεί και, τρίτον, ότι η σύμβαση αυτή ανήκει σε μία από τις κατηγορίες της παραγράφου 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του εν λόγω άρθρου 15 (33).
43. Εν προκειμένω, οι αμφιβολίες που έχει το αιτούν δικαστήριο δεν αφορούν άμεσα τις τρεις αυτές προϋποθέσεις, των οποίων η τήρηση δεν φαίνεται να αμφισβητείται εν προκειμένω, τουλάχιστον λαμβανομένης υπόψη της σύμβασης που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας της κύριας δίκης και του γραφείου ταξιδίων (34). Εντούτοις, η αμφιβολία του αιτούντος δικαστηρίου πηγάζει από το γεγονός ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη επαγγελματίας δεν είναι εκείνος με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής συνήψε τη σύμβαση από την οποία απορρέουν οι νομικές υποχρεώσεις που αποτελούν αντικείμενο της δίκης αυτής.
44. Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, το τμήμα 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς, πλην εκείνων «στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος», με τη διευκρίνιση ότι η φράση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της έννοιας «οργανωμένο ταξίδι», κατά την οδηγία 90/314 (35). Ως εκ τούτου, επιβάτης ο οποίος αγόρασε απλώς και μόνον ένα αεροπορικό εισιτήριο δεν μπορεί να επικαλεστεί τους κανόνες ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν τις συμβάσεις καταναλωτών οι οποίοι προβλέπονται στο εν λόγω τμήμα 4, εν αντιθέσει προς τον επιβάτη ο οποίος αγόρασε αεροπορικό εισιτήριο στο πλαίσιο οργανωμένου ταξιδίου (36).
45. Εν προκειμένω, η καθυστερημένη πτήση η οποία αποτέλεσε την αιτία της αγωγής αποζημίωσης που άσκησε ο συγκεκριμένος επιβάτης αγοράστηκε σε συνδυασμό με κατάλυμα, οπότε είναι σαφές ότι, αν η αγωγή αυτή στρεφόταν κατά του γραφείου ταξιδίων που πώλησε το αεροπορικό εισιτήριο της συγκεκριμένης πτήσης, θα είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του εν λόγω τμήματος 4. Αντιθέτως, δεν προκύπτει σαφώς ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει επίσης σε περίπτωση αγωγής η οποία, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ασκήθηκε μόνον κατά του τρίτου που συνιστά τον πραγματικό αερομεταφορέα.
46. Στο πλαίσιο αυτό, κατ’ εμέ το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η διεθνής δικαιοδοσία που θα μπορούσε να απορρέει από τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδίου που συνήφθη μεταξύ του καταναλωτή και του γραφείου ταξιδίων, αν αυτό ήταν ο εναγόμενος, θα μπορούσε να επεκταθεί στον πραγματικό αερομεταφορέα (37), με αποτέλεσμα αυτός να μπορεί, όπως το γραφείο ταξιδίων έναντι του οποίου ανέλαβε να εκτελέσει την επίμαχη πτήση, να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του καταναλωτή (38).
47. Η Επιτροπή τάσσεται υπέρ μιας τέτοιας διασταλτικής προσέγγισης, την οποία υποστηρίζει επίσης η L. Králová στην κύρια δίκη. Κατά την Επιτροπή, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, in fine, του κανονισμού 44/2001 και, επομένως, το τμήμα 4 του κεφαλαίου του II πρέπει να εφαρμοστούν στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που υφίστανται, αφενός, μεταξύ του καταναλωτή και του γραφείου ταξιδίων βάσει της σύμβασής τους, η οποία συνδυάζει ταξίδι και κατάλυμα, και, αφετέρου, μεταξύ του εν λόγω γραφείου ταξιδίων και του αερομεταφορέα βάσει της εμπορικής συμφωνίας τους, συνδέονται άρρηκτα, έστω και αν οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν διαφορετικούς συμβαλλομένους. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω.
48. Πρώτον, το γράμμα όλων των διατάξεων του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», με ωθεί, όπως και την Τσεχική Κυβέρνηση, να υιοθετήσω την αντίθετη άποψη από εκείνη που υποστηρίζει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στις διατάξεις αυτές, γίνεται λόγος για «συμβάσεις […] του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή», για «αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή», για «αντισυμβαλλόμενο» στη σύμβαση καταναλωτή ή ακόμη για συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας συναφθείσες «ανάμεσα σε καταναλωτή και αντισυμβαλλόμενο» (39), φράσεις οι οποίες με οδηγούν στην εκτίμηση ότι όχι μόνον η πραγματική σύναψη καταναλωτικής σύμβασης (40) αλλά και η ταυτότητα των διαδίκων (41) είναι καθοριστικής σημασίας για την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο εν λόγω τμήμα, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, όσον αφορά την ειδική διεθνή δικαιοδοσία σε «διαφορές εκ συμβάσεως» (42). Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 16, παράγραφος 1, [του κανονισμού 44/2001] κανόνες περί δικαιοδοσίας στις συμβάσεις καταναλωτών ισχύουν, βάσει του γράμματος του άρθρου αυτού, μόνο σε περίπτωση αγωγής καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλομένου του, γεγονός το οποίο προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την εκ μέρους του καταναλωτή σύναψη συμβάσεως με τον συγκεκριμένο επαγγελματία» (43).
49. Πάντως, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί, για τους σκοπούς εφαρμογής του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001, ότι ο εναγόμενος, ήτοι ο πραγματικός αερομεταφορέας, είναι ο επαγγελματίας με τον οποίο ο καταναλωτής συνήψε τη σχετική σύμβαση. Η Τσεχική Κυβέρνηση υπογραμμίζει, ορθώς κατ’ εμέ, ότι, ακόμη και αν η αγωγή που ασκεί επιβάτης κατά του αερομεταφορέα υπό τέτοιες περιστάσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού (44), τούτο ουδόλως σημαίνει από μόνο του ότι υφίσταται μεταξύ αυτών των διαδίκων σχέση συμβατικού χαρακτήρα κατά την έννοια του τμήματος 4 του κεφαλαίου του II. Η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 5, σημείο 1, διαφέρουν από το πεδίο εφαρμογής και τις προϋποθέσεις εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο εν λόγω τμήμα 4, με τη διευκρίνιση ότι οι δεύτεροι συνιστούν παρέκκλιση από τους πρώτους (45).
50. Δεύτερον, παρατηρώ ότι, παρά ταύτα, η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστήριξε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι, στην απόφαση Maletic, το Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο «αντισυμβαλλόμενος» κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 υπό την έννοια ότι «αφορά, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, και το πρόσωπο που έχει συμβληθεί με τον επιχειρηματία με τον οποίο ο καταναλωτής έχει συνάψει τη σύμβαση αυτή και το οποίο εδρεύει στο έδαφος του κράτους μέλους της κατοικίας του εν λόγω καταναλωτή» (46). Η Επιτροπή αντλεί επίσης επιχείρημα από την απόφαση εκείνη, προς στήριξη της ερμηνείας που προτείνει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά κατ’ εμέ σφάλλει.
51. Όπως το αιτούν δικαστήριο και η Τσεχική Κυβέρνηση, επισημαίνω ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Maletic διέφεραν από πολλές απόψεις από αυτές της υπό κρίση υπόθεσης (47). Πάντως, επ’ ευκαιρία μεταγενέστερης απόφασης (48), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ερμηνεία που δόθηκε στην απόφαση Maletic «στηρίζεται σε συγκεκριμένες περιστάσεις, κατά τις οποίες ο καταναλωτής ήταν εξ αρχής συμβατικώς άρρηκτα συνδεδεμένος με δύο πρόσωπα» (49) και λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, «εάν ο εγκατεστημένος στο κράτος μέλος του καταναλωτή συμβαλλόμενος δεν περιλαμβανόταν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 16, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε αγωγή κατά δύο εις ολόκληρον ευθυνόμενων συμβαλλομένων θα ήταν αρμόδιο μόνον έναντι του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος επιχειρηματία» (50). Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «[η] εν λόγω ερμηνεία δεν μπορεί να ισχύσει υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, από τις οποίες προκύπτει ότι δεν έχει συναφθεί σύμβαση με τον οικείο επαγγελματία» (51).
52. Κατά την άποψή μου, το αρνητικό αυτό συμπέρασμα επιβάλλεται επίσης στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι, αφενός, ο εμπλεκόμενος εν προκειμένω καταναλωτής εξαρχής δεν ήταν συμβατικώς άρρηκτα συνδεδεμένος με δύο αντισυμβαλλόμενους, αλλά συνήψε σύμβαση μόνο με γραφείο ταξιδίων, και, αφετέρου, η αγωγή της κύριας δίκης δεν έχει σκοπό να υποχρεωθούν οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον αποζημίωση, αλλά μόνο να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση ένας επαγγελματίας ο οποίος δεν συνήψε σύμβαση με τον καταναλωτή αυτόν και επιπλέον είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του ως άνω καταναλωτή.
53. Τρίτον, υπογραμμίζω ότι η ερμηνεία που προτείνω δεν αντιβαίνει στους σκοπούς του κανονισμού 44/2001 τους οποίους προβάλλει η Επιτροπή.
54. Όσον αφορά τον κίνδυνο παράλληλων δικών και, επομένως, έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων (52), τον οποίο σκοπεί γενικά να αποτρέψει ο κανονισμός 44/2001, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική του σκέψη 15 και όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Maletic, θα περιοριστώ να διαπιστώσω ότι ο κίνδυνος αυτός δεν υφίσταται σε περίπτωση αγωγής όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη και ότι η πρόληψή του, ούτως ή άλλως, δεν συνιστά βασικό σκοπό του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του εν λόγω κανονισμού.
55. Όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, την οποία το τμήμα 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 επιδιώκει ειδικά μέσω της πρόβλεψης κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας ευνοϊκών για τα συμφέροντα αυτού του αδύναμου μέρους, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού αυτού (53), παρατηρώ ότι η Επιτροπή επικαλείται ρητώς, πλην όμως εσφαλμένως κατά την άποψή μου, τον σκοπό αυτόν προς στήριξη της άποψής της (54).
56. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει ότι οι διατάξεις του τμήματος 4 πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, υπό την έννοια ότι δεν χωρεί ερμηνεία βαίνουσα πέραν των περιπτώσεων οι οποίες ρητώς προβλέπονται από αυτές, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές συνιστούν παρεκκλίσεις (55), και τούτο λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον του κανόνα γενικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (56), αλλά και των κανόνων ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 5, σημείο 1, του ίδιου κανονισμού (57).
57. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, όσον αφορά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, ότι «η προϋπόθεση της συνάψεως συμβάσεως μεταξύ του καταναλωτή και του οικείου επαγγελματία επιτρέπει τη διασφάλιση της προβλεψιμότητας κατά τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας, η οποία είναι ένας από τους σκοπούς του κανονισμού [αυτού], όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 αυτού» (58). Επομένως, το γεγονός ότι ο επαγγελματίας είναι δυνατόν να εναχθεί, βάσει του εν λόγω άρθρου 16, παράγραφος 1, ενώπιον του δικαστηρίου της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η κατοικία του αδύναμου μέρους, ήτοι του καταναλωτή, αντισταθμίζεται από την απαίτηση να έχει συναφθεί μεταξύ τους σύμβαση, από την οποία απορρέει η εν λόγω προβλεψιμότητα.
58. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, οι προστατευτικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο τμήμα 4 του κεφαλαίου II του εν λόγω κανονισμού, και ειδικότερα στο άρθρο του 16, παράγραφος 1, δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε περιστάσεις όπως αυτές της αγωγής της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο, ήτοι όταν ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής δεν συνήψε σύμβαση με τον επαγγελματία κατά του οποίου ασκήθηκε η αγωγή αποζημίωσης.
59. Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι οι διατάξεις του τμήματος 4 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 44/2001, οι οποίες περιλαμβάνουν τα άρθρα του 15 έως 17, πρέπει να ερμηνευθούν την έννοια ότι δεν έχουν εφαρμογή σε μια τέτοια αγωγή.
3. Επί της δυνατότητας επιβάτη, του οποίου η πτήση που αγόρασε στο πλαίσιο οργανωμένου ταξιδίου εμπίπτοντος στην οδηγία 90/314 είχε καθυστέρηση, να εναγάγει τον πραγματικό αερομεταφορέα βάσει των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού 261/2004 (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)
60. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν πραγματικός αερομεταφορέας μπορεί να εναχθεί από επιβάτη προκειμένου ο τελευταίος να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τον κανονισμό 261/2004, μολονότι οι διάδικοι αυτοί δεν συνήψαν σύμβαση μεταξύ τους και η επίμαχη πτήση πωλήθηκε από γραφείο ταξιδίων στο πλαίσιο οργανωμένου ταξιδίου εμπίπτοντος στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 90/314.
61. Έστω και με διαφορετικά επιχειρήματα και για διαφορετικούς λόγους, τόσο η Τσεχική Κυβέρνηση (59) όσο και η Επιτροπή (60) προτείνουν να δοθεί καταφατική απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. Φρονώ και εγώ ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, και τούτο λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που ακολουθούν.
62. Ευθύς εξαρχής, επισημαίνεται ότι οι προβληματισμοί που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο αφορούν, κατά βάση, δύο ζητήματα.
63. Το πρώτο σχετίζεται με τον καθορισμό του αν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό 261/2004 βαρύνουν τον πραγματικό αερομεταφορέα που εκτέλεσε την επίμαχη πτήση για λογαριασμό του προσώπου που συνήψε τη σύμβαση με τον επιβάτη (61) ακόμη και στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το πρόσωπο αυτό πώλησε στον επιβάτη δέσμη υπηρεσιών ταξιδίου, και όχι μόνο μια αεροπορική μεταφορά. Συναφώς, θα περιοριστώ να επισημάνω ότι, κατ’ εμέ, κάλλιστα ισχύει αυτό και θα αρκεστώ να παραπέμψω συναφώς στις εκτιμήσεις όσον αφορά τα διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση flightright κ.λπ. τις οποίες εξέθεσα στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (62). Ομοίως, η Επιτροπή, βασιζόμενη στην απόφαση εκείνη (63), εκτιμά ότι, στο πλαίσιο αυτό, ο επιβάτης μπορεί να εναγάγει τον μεταφορέα ο οποίος εκπληρώνει υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ελεύθερα έναντι του γραφείου ταξιδίων το οποίο πώλησε την πτήση που αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδίου.
64. Το άλλο ζήτημα που εγείρει το αιτούν δικαστήριο, το οποίο κατά την άποψή μου παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες, αφορά τη διάρθρωση μεταξύ των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον κανονισμό 261/2004 και εκείνων που απορρέουν από την οδηγία 90/314 (64), υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης.
65. Παρεμφερής αγωγή αποτέλεσε πρόσφατα αντικείμενο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Aegean Airlines (65), η οποία αφορούσε, ειδικότερα, το δικαίωμα επιστροφής του αντιτίμου του αεροπορικού εισιτηρίου από τον πραγματικό αερομεταφορέα σε περίπτωση ματαίωσης πτήσης, ειδικότερα όταν ο διοργανωτής ταξιδίων (66) έχει πτωχεύσει. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 [(67)] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάτης ο οποίος, δυνάμει της οδηγίας 90/314, έχει έναντι του διοργανωτή του ταξιδίου του δικαίωμα επιστροφής του αντιτίμου του αεροπορικού εισιτηρίου παύει για τον λόγο αυτό να έχει τη δυνατότητα να αξιώσει, επί τη βάσει του εν λόγω κανονισμού, την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου από τον αερομεταφορέα, ακόμη και στην περίπτωση που ο διοργανωτής ταξιδίων δεν είναι από οικονομικής απόψεως σε θέση να επιστρέψει το αντίτιμο του εισιτηρίου και δεν έχει λάβει μέτρα για να εξασφαλίσει την επιστροφή αυτή» (68). Κατά την άποψή μου, η ερμηνεία αυτή ήταν επιβεβλημένη για τους λόγους που εξέθεσα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση εκείνη (69).
66. Υπογραμμίζεται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, έστω και αν το υποβληθέν ερώτημα αφορά το σύνολο των δικαιωμάτων που παρέχει στους επιβάτες ο κανονισμός 261/2004, από την απόφαση περί παραπομπής (70) προκύπτει ότι η αγωγή στην κύρια δίκη στηρίζεται ειδικώς στα άρθρα του 6 και 7, τα οποία προβλέπουν αντιστοίχως τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, σε περίπτωση σημαντικής καθυστέρησης πτήσης, ο πραγματικός αερομεταφορέας πρέπει να παράσχει στον επιβάτη βοήθεια κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα του 8 και 9, καθώς και κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε με την απόφαση Sturgeon κ.λπ., όπου η ζημία που προκλήθηκε λόγω πτήσης που καθυστέρησε τουλάχιστον τρεις ώρες, όπως εν προκειμένω, εξομοιώθηκε με τη ζημία που προκαλείται από πτήση που ματαιώθηκε. Επομένως, στις παρούσες προτάσεις, θα εκθέσω την άποψή μου, ουσιαστικά, επί της ερμηνείας των εν λόγω άρθρων 6 και 7 λαμβανομένων υπόψη τέτοιων περιστάσεων, αλλά υπό το πρίσμα συμπληρωματικών διατάξεων.
67. Όσον αφορά το γράμμα και την οικονομία των κρίσιμων διατάξεων του κανονισμού 261/2004, επισημαίνεται ότι αυτός περιέχει ορισμένες διατάξεις που αφορούν, γενικώς, τη σχέση του νομοθετήματος αυτού με την οδηγία 90/314. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού αυτού επισημαίνεται ότι η προστασία που αυτός παρέχει στους επιβάτες θα πρέπει να ισχύει ακόμη και για τις πτήσεις που αποτελούν μέρος οργανωμένων ταξιδίων, τα οποία καλύπτονται από την ως άνω οδηγία. Εξάλλου, το άρθρο 3, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι αυτός δεν θίγει τα βάσει της οδηγίας 90/314 δικαιώματα των επιβατών (71).
68. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004, το οποίο ερμηνεύθηκε στην απόφαση Aegean Airlines, ορίζει, ειδικώς, ότι το δικαίωμα επιστροφής του αντιτίμου του αεροπορικού εισιτηρίου που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού (72) ισχύει επίσης για τους επιβάτες των οποίων η πτήση αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδίου, εκτός εάν τέτοιο δικαίωμα απορρέει από την οδηγία 90/314, έστω και δυνητικώς (73). Στην απόφαση εκείνη, αφότου μνημόνευσε τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 261/2004 (74) και υπενθύμισε το περιεχόμενο του άρθρου 3, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι, συνεπεία του ανωτέρω άρθρου 8, παράγραφος 2, οι αξιώσεις επιστροφής του αντιτίμου του εισιτηρίου βάσει του ως άνω κανονισμού και βάσει της οδηγίας 90/314 (75) δεν μπορούν να σωρευθούν, δεδομένου ότι μια τέτοια σώρευση θα ήταν ικανή να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη υπερπροστασία του ενδιαφερόμενου επιβάτη, εις βάρος του πραγματικού αερομεταφορέα, ο οποίος, στην περίπτωση αυτή, θα διέτρεχε ειδικότερα τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να αναλάβει μέρος της ευθύνης την οποία ο διοργανωτής ταξιδίων έχει έναντι των πελατών του δυνάμει της σύμβασης που έχει συνάψει με αυτούς (76).
69. Αντιθέτως, τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 261/2004, των οποίων η ερμηνεία ζητείται στην υπό κρίση υπόθεση επειδή έχουν εφαρμογή σε αγωγή κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης λόγω σημαντικής καθυστέρησης πτήσης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν περιέχουν ρητή επιφύλαξη όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 90/314, ισοδύναμη εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού αυτού, η οποία περιορίζεται στις αγωγές για την επιστροφή του αντιτίμου του αεροπορικού εισιτηρίου (77).
70. Κατ’ εμέ, από αυτή τη διαφορά στο γράμμα των διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι το δικαίωμα αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004, το οποίο αφορά τόσο τις πτήσεις που ματαιώνονται όσο και εκείνες που έχουν καθυστέρηση τουλάχιστον τριών ωρών (78), ισχύει όντως για επιβάτη του οποίου η πτήση αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδίου, ανεξαρτήτως των δικαιωμάτων επιστροφής του αντιτίμου του εισιτηρίου ή αποζημίωσης που παρέχει η οδηγία 90/314, λόγω μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης των παροχών που αποτελούν αντικείμενο του εν λόγω οργανωμένου ταξιδίου (79). Με άλλα λόγια, κατά την άποψή μου, ο επιβάτης αυτός μπορεί να ασκήσει, έναντι του πραγματικού αερομεταφορέα, το δικαίωμα για τυποποιημένη αποκατάσταση βάσει του κανονισμού 261/2004 (80) και, έναντι του προσώπου που του πώλησε το οργανωμένο ταξίδι, το δικαίωμα εξατομικευμένης αποκατάστασης βάσει της οδηγίας 90/314, μέχρι τη διαφορά της αξίας των υπηρεσιών που προβλέπονταν στη σύμβαση ταξιδίου και εκείνων που όντως παρασχέθηκαν.
71. Εν προκειμένω, εκτιμώ ότι η ζημία που προκαλεί η σημαντική καθυστέρηση πτήσης, όπως η προβαλλόμενη από την ενάγουσα της κύριας δίκης, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει αυτή καθεαυτήν στο δεύτερο είδος αποκατάστασης, έστω και αν το ωράριο της συγκεκριμένης πτήσης πιθανότατα μνημονευόταν στη συναφθείσα σύμβαση μεταξύ του επιβάτη και του γραφείου ταξιδίων. Εκτιμώ, αντιθέτως, ότι η υποχρέωση αποζημίωσης που έχει βάσει της οδηγίας 90/314 ο διοργανωτής ταξιδίων μπορεί να είναι επακόλουθη μιας τέτοιας καθυστέρησης αν διαπιστωθεί ότι η καθυστέρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πλημμελή εκπλήρωση άλλων παροχών που αποτελούν αντικείμενο του εν λόγω οργανωμένου ταξιδίου. Εντούτοις, όπως επισήμανα στο πλαίσιο της υπόθεσης Aegean Airlines (81), πρέπει να αποφευχθεί να προκύψει υπέρ το δέον αποζημίωση από τη συνδυασμένη εφαρμογή των δικαιωμάτων αποζημίωσης που προβλέπουν ο κανονισμός 261/2004 και η οδηγία 90/314, οπότε, κατ’ εμέ, τα ποσά που οφείλονται βάσει του κανονισμού αυτού θα πρέπει ενδεχομένως να συμψηφιστούν με εκείνα που οφείλονται βάσει της οδηγίας αυτής (82).
72. Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Aegean Airlines και σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που εξέθεσα με τις προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση (83), υπογραμμίζεται ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 261/2004 συνάγεται ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν όχι να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού τους επιβάτες των οποίων η πτήση αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδίου, αλλά να παράσχει σε αυτούς τη δυνατότητα να επωφεληθούν των δικαιωμάτων που παρέχονται από τον κανονισμό αυτόν, διατηρώντας παράλληλα το αρκούντως προστατευτικό σύστημα το οποίο προηγουμένως είχε θεσπίσει, υπέρ των επιβατών αυτών, η οδηγία 90/314. Ειδικότερα, το δικαίωμα σε τυποποιημένη αποζημίωση το οποίο απορρέει από το άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 προφανώς περιλαμβάνεται στα βασικά δικαιώματα τα οποία το νομοθέτημα αυτό παρέσχε στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών, εις βάρος του πραγματικού αερομεταφορέα (84), και δεν έχει, κατ’ εμέ, ισοδύναμο στο σύστημα που θέσπισε η οδηγία 90/314, εις βάρος του διοργανωτή ταξιδίων.
73. Πάντοτε όσον αφορά τη χρονική αυτή διάσταση, πρέπει, κατά την άποψή μου, να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της οδηγίας 2015/2302, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 90/314 (85), δεδομένου ότι η νέα αυτή οδηγία σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια περιέχει διατάξεις που αναφέρουν ακριβώς τον κατάλληλο τρόπο συνδυασμού της οδηγίας αυτής με τον κανονισμό 261/2004 λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων αποζημίωσης ή μείωσης της τιμής τα οποία αυτή προβλέπει (86). Από την εξέταση αυτή προκύπτει, ιδίως, ότι τα ποσά που χορηγούνται δυνάμει της οδηγίας 2015/2302, σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των υπηρεσιών ταξιδίου, και εκείνα που χορηγούνται δυνάμει άλλων παρατιθέμενων πράξεων του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβανομένου του κανονισμού 261/2004, πρέπει να συμψηφίζονται μεταξύ τους προκειμένου να αποφεύγεται η υπέρ το δέον αποζημίωση. Παρεμφερείς εκτιμήσεις περιέχονται σε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον κανονισμό 261/2004 η οποία δημοσιεύθηκε μετά την έκδοση της οδηγίας 2015/2302 (87). Κατ’ εμέ, αυτό δείχνει ότι πλέον ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 μπορεί να ισχύει για τους επιβάτες των οποίων η πτήση αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδίου.
74. Όσον αφορά τους σκοπούς των κρίσιμων διατάξεων (88), από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 261/2004 προκύπτει ότι αυτός αποβλέπει κυρίως στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού, έστω και αν το νομοθέτημα αυτό σκοπεί επίσης να διασφαλίσει ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των προστατευόμενων επιβατών και των συμφερόντων των αερομεταφορέων.
75. Πάντως, το γεγονός ότι σε όλες τις κατηγορίες επιβατών αεροπορικών μεταφορών, περιλαμβανομένων εκείνων των οποίων η πτήση αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδίου, παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμα αποζημίωσης που απορρέει από το άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 στοιχεί πλήρως με τον κύριο σκοπό του (89), χωρίς όμως να θίγει τον δευτερεύοντα σκοπό του, δεδομένου ότι το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού παρέχει στον πραγματικό αερομεταφορέα, ο οποίος βάσει του νομοθετήματος αυτού κατέβαλε αποζημίωση σε επιβάτη, τη δυνατότητα να απαιτήσει με τη σειρά του αποζημίωση, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, από κάθε πρόσωπο το οποίο ευθύνεται για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εν λόγω μεταφορέα (90).
76. Επιπλέον, σε πρακτικό επίπεδο, παρατηρώ ότι, εν αντιθέσει προς τις δυσχέρειες τις οποίες δημιουργεί αγωγή επιστροφής του αντιτίμου αεροπορικού εισιτηρίου βασισμένη στο άρθρο 8 του κανονισμού 261/2004, όπου ο πραγματικός αερομεταφορέας ενδέχεται να δυσκολεύεται να προσδιορίσει την τιμή αγοράς της πτήσης όταν αυτή αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδίου που πώλησε τρίτος (91), αγωγή αποζημίωσης βασισμένη στο άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, υπό τις ίδιες συνθήκες πώλησης, δεν συνεπάγεται τέτοια προβλήματα υπολογισμού, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, το οφειλόμενο στον επιβάτη ποσό καθορίζεται κατ’ αποκοπήν και βάσει ομοιόμορφων κριτηρίων τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο αυτό (92).
77. Διευκρινίζω, τέλος, ότι δεν συμμερίζομαι την άποψη της Τσεχικής Κυβέρνησης ότι τυχόν καταφατική απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να περιοριστεί στις περιπτώσεις στις οποίες η καθυστέρηση είναι καταλογιστέα στον πραγματικό αερομεταφορέα (93), επειδή αυτός θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί από την ευθύνη του αν αποδείξει την ύπαρξη περιστάσεων ανεξάρτητων από τη βούλησή του (94). Εκτιμώ ότι εδώ το κρίσιμο ζήτημα είναι να καθοριστεί αν ο μεταφορέας αυτός μπορεί να εναχθεί με σκοπό την αποζημίωση των επιβατών, και όχι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτός δύναται να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζημίωσης των επιβατών, την οποία έχει, καταρχήν, δυνάμει του κανονισμού 261/2004.
78. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 261/2004 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιβάτης πτήσης η οποία καθυστέρησε τουλάχιστον τρεις ώρες έχει τη δυνατότητα να αξιώσει αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα βάσει του κανονισμού αυτού, ακόμη και αν οι διάδικοι αυτοί δεν είχαν συνάψει σύμβαση και η πτήση αυτή αποτελούσε μέρος υπηρεσιών οργανωμένου ταξιδίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 90/314 και έπρεπε να παρασχεθούν δυνάμει σύμβασης συναφθείσας μεταξύ του επιβάτη αυτού και γραφείου ταξιδίων.
V. Πρόταση
79. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Obvodní soud pro Prahu 8 (πρωτοδικείου Πράγας αριθ. 8, Τσεχική Δημοκρατία) ως εξής:
1) Το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει αγωγή αποζημίωσης ασκηθείσα από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, μολονότι οι διάδικοι αυτοί δεν συνήψαν σύμβαση μεταξύ τους και η πτήση αποτελούσε μέρος δέσμης υπηρεσιών παρασχεθεισών βάσει σύμβασης συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και τρίτου.
2) Οι διατάξεις του τμήματος 4 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 44/2001, οι οποίες περιλαμβάνουν τα άρθρα του 15 έως 17, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν έχουν εφαρμογή σε μια τέτοια αγωγή.
3) Τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιβάτης πτήσης η οποία καθυστέρησε τουλάχιστον τρεις ώρες έχει τη δυνατότητα να αξιώσει αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα βάσει του κανονισμού αυτού, ακόμη και αν οι διάδικοι αυτοί δεν είχαν συνάψει σύμβαση και η πτήση αυτή αποτελούσε μέρος υπηρεσιών οργανωμένου ταξιδίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, και έπρεπε να παρασχεθούν δυνάμει σύμβασης συναφθείσας μεταξύ του επιβάτη αυτού και γραφείου ταξιδίων.