Language of document : ECLI:EU:T:2011:338

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2011

Υπόθεση T‑283/08 P

Παύλος Λογγινίδης

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτοι υπάλληλοι — Σύμβαση αορίστου χρόνου — Απόλυση — Αιτιολογία — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Δικαιώματα άμυνας»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 24ης Απριλίου 2008, F‑74/06, Λογγινίδης κατά Cedefop (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑125 και II‑A‑1‑655)

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο αναιρεσείων φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Cedefop.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείογ΄)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Απαράδεκτο — Έλεγχος εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων — Υποχρέωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αιτιολογεί την εκτίμησή του των αποδεικτικών στοιχείων — Περιεχόμενο

(Άρθρο 225 Α ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

3.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, δεύτερη περίοδος, και 90 § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 11 § 1)

4.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείο γ΄)

5.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως — Υποχρέωση κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 47, στοιχείο γ΄, 49 § 1, και 50α)

6.      Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, στοιχείο γ΄)

7.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Εκτίμηση της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας του αρμόδιου οργάνου — Εκτίμηση in concreto

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

1.      Υφίσταται υποχρέωση αιτιολογήσεως της αρμόδιας αρχής κατά την απόλυση έκτακτου υπαλλήλου με σύμβαση αορίστου χρόνου. Το βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της εν λόγω υποχρεώσεως φέρει η αρμόδια αρχή. Πράγματι, η αρχή του τεκμηρίου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης ουδόλως απαλλάσσει το οικείο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης από την υποχρέωση προσκομίσεως της αποδείξεως της οποίας φέρει το βάρος, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου και τους εφαρμοστέους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν το βάρος και τον τρόπο αποδείξεως, οσάκις η νομιμότητα πράξεώς του αμφισβητείται στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως.

(βλ. σκέψεις 38 και 39)

Παραπομπή: ΓΔΕΕ, 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 143 έως 171· ΔΔΔΕΕ, 26 Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑123 και II‑A‑1‑459, σκέψεις 73 και 74

2.      Kατά το άρθρο 225 Α ΕΚ και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και μπορεί να στηρίζεται σε λόγους αναιρέσεως που αφορούν την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, τις πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου διαδίκου και την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το κατ’ αναίρεση δικάζον δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Το κατ’ αναίρεση δικάζον δικαστήριο δεν είναι επομένως αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Πράγματι, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι κανόνες διαδικασίας που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον έλεγχο του κατ’ αναίρεση δικάζοντος δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών.

Πράγματι, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο για την εκτίμηση της αξίας που πρέπει να προσδοθεί στα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία και δεν μπορεί να υποχρεούται να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του ως προς την αξία κάθε αποδεικτικού στοιχείου που του έχει υποβληθεί. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις του κατά τρόπο που να παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, και τούτο ιδίως όσον αφορά το ενδεχόμενο παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 42 έως 44 και 59)

Παραπομπή: ΔΕΕ, 6 Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 51· 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 106· 16 Ιουλίου 2009, C‑440/07 P, Επιτροπή κατά Schneider Electric, Συλλογή 2009, σ. I‑6413, σκέψη 103· ΓΔΕΕ, 26 Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑53 και II‑B‑1‑313, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Απόφαση περί απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος με σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς αιτιολογημένη αν και οι λόγοι της δεν διατυπώθηκαν εγγράφως, αλλά ανακοινώθηκαν στον ενδιαφερόμενο κατά τη διάρκεια συζητήσεως με την ιεραρχία του.

Οι προϋποθέσεις αυτές δεν αντιβαίνουν προς το άρθρο 11, παράγραφος 1, του ΚΛΠ και το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, εφόσον, ναι μεν οι διατάξεις αυτές συνεπάγονται, κατ’ αρχήν, ότι μια βλαπτική ατομική απόφαση εκθέτει όλους τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε, ώστε να καθίσταται δυνατό στον αποδέκτη της να εκτιμήσει το βάσιμο αυτής και στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει, ενδεχομένως, τον έλεγχό του νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως, πλην όμως η γνώση, εκ μέρους του ενδιαφερομένου, του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε μια απόφαση είναι δυνατόν να αποτελεί αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 67 και 68)

Παραπομπή: ΓΔΕΕ, ETF κατά Landgren, προπαρατεθείσα, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΔΔΔΕΕ, Landgren κατά ETF, προπαρατεθείσα, σκέψη 79

4.      Υπό την επιφύλαξη της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή, αυτή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα της καταγγελίας των συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων αορίστου χρόνου. Συνεπώς, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στη διαπίστωση της μη υπάρξεως πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψη 84)

Παραπομπή: ΓΔΕΕ, ETF κατά Landgren, προπαρατεθείσα, σκέψη 162 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή ουδόλως υποχρεούται, σε περίπτωση πταίσματος δυνάμενου να δικαιολογήσει την απόλυση εκτάκτου υπαλλήλου, να προκρίνει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας αντί της μονομερούς καταγγελίας της συμβάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού. Μόνον όταν η εν λόγω αρχή προτίθεται να απολύσει έκτακτο υπάλληλο χωρίς προειδοποίηση σε περίπτωση σοβαρής παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει, μπορεί να κινηθεί, όπως προβλέπει το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπει το παράρτημα IX του ΚΥΚ και εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους.

Το άρθρο 50α του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού δεν επιβάλλει υποχρέωση αλλά παρέχει μόνο την ευχέρεια στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή να κινήσει πειθαρχική διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεως εκ μέρους του εκτάκτου υπαλλήλου των υποχρεώσεων που αυτός υπέχει.

(βλ. σκέψεις 100 και 102)

6.      Από το άρθρο 11 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται, συγκεκριμένα, η αίτηση αυτή. Δεν πληροί την απαίτηση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία δεν περιλαμβάνει επιχειρηματολογία σκοπούσα ειδικώς να προσδιορίσει την πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενέχει η επίμαχη απόφαση ή διάταξη.

(βλ. σκέψη 112)

Παραπομπή: ΓΔΕΕ, 9 Σεπτεμβρίου 2010, T‑17/08 P, Andreasen κατά Επιτροπής,, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΓΔΕΕ, 16 Σεπτεμβρίου 2010, T‑52/10 P, Lebedef κατά Επιτροπής,, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

7.      Στο πλαίσιο των κανόνων που εφαρμόζονται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, η επιτροπή προσφυγών είναι το διοικητικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί το καθήκον να απαντά σε όλες τις διοικητικές ενστάσεις που ασκούνται από το οικείο προσωπικό σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα ενός τέτοιου οργάνου, του οποίου η σύνθεση ορίζεται ισομερώς, μεταξύ των μελών του προσωπικού, δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται in abstracto. Δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, στο ειδικό πλαίσιο δεδομένης διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, παρά μόνο λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως αυτών που αφορούν το πρόσωπο του ασκήσαντος την ένσταση, το αντικείμενο της ενστάσεώς του και τις τυχόν σχέσεις που ο ίδιος καθώς και, ενδεχομένως, το ή τα πρόσωπα που η ένστασή του θέτει υπό αμφισβήτηση διατηρούν με τα μέλη της επιτροπής προσφυγών.

(βλ. σκέψεις 114 και 115)