Language of document :

Προσφυγή της 26ης Απριλίου 2010 - Ferracci κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-192/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Pietro Ferracci (San Cesareo, Ιταλία) (εκπρόσωπος: A. Nucara, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 2010 και με την οποία η καθής απέρριψε τις καταγγελίες του προσφεύγοντος,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακύρωσης και κύρια επιχειρήματα

Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση που περιέχεται, κατά τον προσφεύγοντα, στο έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 2010 και με την οποία η καθής απέρριψε την καταγγελία του προσφεύγοντος.

Η καταγγελία αυτή αφορά την απαλλαγή από τον δημοτικό φόρο επί των ακινήτων, την οποία προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο i, του νομοθετικού διατάγματος 504/1992 και η οποία έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2 bis του νομοθετικού διατάγματος 203/2005, το οποίο έχει μετατραπεί σε νόμο, στις δραστηριότητες που παρατίθενται στο ίδιο αυτό στοιχείο, ανεξάρτητα από την εμπορική ενδεχομένως φύση τους. Κατά τον προσφεύγοντα, με τη διάταξη αυτή χορηγείται κρατική ενίσχυση στους εκκλησιαστικούς φορείς και στις μη κερδοσκοπικές κοινωφελείς οργανώσεις, εφόσον οι φορείς αυτοί και οι οργανώσεις αυτές ασκούν εμπορικές ή, εν πάση περιπτώσει, οικονομικές δραστηριότητες, υπό την έννοια που έχει δοθεί στον όρο αυτό από την κοινοτική νομολογία.

Ο προσφεύγων, προς στήριξη των αιτημάτων του, προβάλλει δύο λόγους:

Πρώτον, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, λόγω παράβασης, κακής εφαρμογής και εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Η καθής δηλαδή, κατόπιν της παραλαβής της καταγγελίας του προσφεύγοντος στις 14 Ιουνίου 2006, κίνησε μια μακροχρόνια προκαταρκτική έρευνα, κατά την οποία υπήρξε εκτεταμένη αλληλογραφία με τον προσφεύγοντα και κατά την οποία η καθής ζήτησε διάφορα στοιχεία από τις εθνικές αρχές, για να καταλήξει τελικά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο συμπέρασμα ότι είναι αναμφισβήτητο ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

Κατά τον προσφεύγοντα, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, μεταξύ των οποίων η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας, ότι η καθής δεν ήταν σε θέση να άρει τις αμφιβολίες που διατυπώνονταν με τις καταγγελίες και ότι η καθής, εν πάση περιπτώσει, έπρεπε τουλάχιστον να διατάξει τη διεξαγωγή ενδελεχούς έρευνας κινώντας την τυπική διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

Εξάλλου, από την προσεκτική ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι η καθής είχε αμφιβολίες για το αν τα επίμαχα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, αλλά αποφάσισε τελικά να απορρίψει τις καταγγελίες χωρίς να κινήσει την τυπική διαδικασία, οπότε πρόσβαλε το δικαίωμα του προσφεύγοντος να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τους δικαιολογητικούς λόγους που θα μπορούσαν να προβάλουν έναντι της Επιτροπής οι ιταλικές αρχές στο πλαίσιο της τυπικής διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, καθώς και το δικαίωμά του να εξεταστεί, όπως ήταν αναγκαίο, η συμβατότητα από την Επιτροπή, προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός στον οποίο στρεβλώνει τον ανταγωνισμό το καταγγελλόμενο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο ότι, κατά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρου 253 της Συνθήκης ΕΚ), είναι αναιτιολόγητη.

____________