Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 28 Νοεμβρίου 2023 η PB κατά της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) στις 20 Σεπτεμβρίου 2023 στην υπόθεση T-293/22, PB κατά ΕΣΕ

(Υπόθεση C-727/23 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: PB (εκπρόσωπος: N. de Montigny, δικηγόρος)

Αναιρεσίβλητο: Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ)

Αιτήματα

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως και να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

να αποφανθεί το ίδιο επί της υποθέσεως και να ακυρώσει, όπως θα όφειλε να έχει κάνει το Γενικό Δικαστήριο, την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2021, κατά το μέρος που δεν περιλήφθηκε, με αυτήν, το όνομα του ιδίου στον κατάλογο των υπαλλήλων που ανακατατάχθηκαν την περίοδο ανακατάταξης 2021, και

να καταδικάσει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο ίδιος στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Ο αναιρεσείων προβάλλει τις εξής αιτιάσεις, οι οποίες ομαδοποιούνται ανά λόγο αναιρέσεως:

–    το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτα ορισμένα παραρτήματα που προσκομίστηκαν από τον ίδιο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση της κρισιμότητάς τους για την επί της ουσίας εξέταση των ενώπιόν του προβληθέντων λόγων ακυρώσεως·

–    το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον δεν άντλησε την παραμικρή έννομη συνέπεια από την παραδοχή του ΕΣΕ, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είχε ληφθεί υπόψη μόνον η τελευταία έκθεση αξιολόγησης στο πλαίσιο της εξέτασης της επίδικης ανακατάταξης, παρέλειψε να αποφανθεί, παρότι ο ίδιος είχε αντιδράσει με αντιφατικό τρόπο στην προφορική αυτή παραδοχή·

–    το Γενικό Δικαστήριο, παρότι ο ίδιος είχε επικαλεστεί παράβαση των κανονιστικώς προβλεπόμενων μέσων όρων και των εκεί βασιζόμενων ποσοστώσεων που τίθενται με τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις (στο εξής: ΓΕΔ), παρέλειψε να αποφανθεί επί ουσιώδους πλημμέλειας που θίγει ολόκληρη τη διαδικασία ανακατάταξης και επηρεάζει τον ίδιο ανεξαρτήτως της μεμονωμένης εξέτασης του κάθε βαθμού κατάταξης, κατά παραβίαση επίσης της αρχής της ίσης μεταχείρισης·

–    το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση των παραρτημάτων, των πραγματικών περιστατικών και των δεδομένων που υποβλήθηκαν στην κρίση του στη διάρκεια της διαδικασίας, παραμόρφωσε προδήλως ορισμένα στοιχεία και διατύπωσε αντιφατική κρίση, δεδομένου ότι αδίκως και κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν την κατανομή του βάρους αποδείξεως και την εφαρμογή του τεκμηρίου νομιμότητας του οποίου απολαύουν οι πράξεις της Διοίκησης, απαίτησε συστηματικά από τον ίδιο να αποδείξει αρνητικό γεγονός και ερμήνευσε όλως συσταλτικώς την αρχή της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως, προσβάλλοντας έτσι επίσης το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και στην ισότητα των όπλων, το οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε προσφεύγοντα ενώπιόν του·

–    το Γενικό Δικαστήριο, υποπίπτοντας σε αντίφαση, εφάρμοσε μεροληπτικά τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή αποδείξεων όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία προσκομίζονται από τους διαδίκους στο πλαίσιο της άμυνάς τους, απαιτώντας από τον ίδιο να αποδείξει ένα αρνητικό γεγονός, ενώ, από την άλλη, βασίστηκε απλώς στην επίκληση αρνητικού γεγονότος από το ΕΣΕ για να δεχθεί ότι τεκμαιρόταν ότι το ΕΣΕ δεν είχε εφαρμόσει τις ΓΕΔ στις περιπτώσεις που προέκυπτε ότι ήταν παράνομες, όπερ αντιβαίνει στο τεκμήριο ότι η Διοίκηση τηρεί τους κανόνες τους οποίους η ίδια επιβάλλει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο επανειλημμένως, στο πλαίσιο της εξέτασης των κανόνων εσωτερικής λειτουργίας του ΕΣΕ, παρέλειψε να λάβει υπόψη με ποιον τρόπο εφαρμόζονταν στην πράξη οι σχετικοί κανόνες και στηρίχθηκε σε ανυπόστατους ισχυρισμούς του ΕΣΕ, παραμορφώνοντας έτσι τα αποδεικτικά στοιχεία και παραβαίνοντας ταυτόχρονα το άρθρο 54 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ) και των εν ισχύι ΓΕΔ·

–    το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 54 του ΚΛΠ στο ΕΣΕ και της εξέτασης του πρώτου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, κατέληξε εσφαλμένως στο συμπέρασμα ότι το ΕΣΕ έχει «ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως» όσον αφορά την οργάνωση της κάθε περιόδου ανακατάταξης και την απόφασή του επί των ανακατατάξεων, ερμηνεύοντας το ως άνω περιθώριο εκτιμήσεως κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 110, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΚΥΚ) και προς τα όσα προβλέπονται κανονιστικώς και εφαρμόζονται μέσω των ΓΕΔ αναφορικά με τους μέσους όρους και τις ποσοστώσεις, αποκλείοντας οποιοδήποτε ελάττωμα και οποιαδήποτε παρατυπία ή πλημμέλεια κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή των προαναφερθέντων κανόνων·

–    ως προς την εξέταση της έλλειψης αιτιολογίας της βλαπτικής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση και παραβίασε την απαίτηση ατομικής, επαρκούς και σαφούς αιτιολογίας, κρίνοντας ότι μια γενικόλογη αναφορά στην απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, η οποία είχε εκδοθεί κατόπιν μιας μη εξατομικευμένης και μη εμπεριστατωμένης γνωμοδοτήσεως της αρμόδιας για τις ανακατατάξεις ΕΙΕ (επιτροπής ίσης εκπροσώπησης), ήταν αρκετή και μπορούσε να συμπληρωθεί εκ των υστέρων κατά την ένδικη διαδικασία, συγχέοντας τα διάφορα χρονικά σημεία στα οποία ο ίδιος πληροφορήθηκε στοιχεία της αιτιολογίας, παραπέμποντας σε παραρτήματα που προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι ο ίδιος όφειλε να συναγάγει εξ αυτών την ατομική αιτιολογία η οποία τον αφορούσε·

–    το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε την επιχειρηματολογία περί πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως κρίνοντάς την απαράδεκτη λόγω παραβίασης της αρχής της αντιστοιχίας, μολονότι η διοικητική ένσταση περιείχε ήδη στοιχεία που αναφέρονταν σε τέτοιο σφάλμα·

–    το Γενικό Δικαστήριο, και πάλι κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων που διέπουν το παραδεκτό και το λυσιτελές των προβαλλόμενων λόγων, απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως ο οποίος στηριζόταν σε παράλειψη δημοσίευσης έκθεσης που να περατώνει τη διαδικασία ενώπιον της ΕΙΕ, κρίνοντας εσφαλμένως ότι αυτή η έλλειψη μπορούσε να αντισταθμιστεί από την αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα, ενώ οι δύο διαδικασίες εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες και εφαρμόζονται επί διαφορετικών εγγράφων·

–    τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα και παραβίασε, ως εκ τούτου, τις αρχές που διέπουν τη ρύθμιση του ζητήματος των δικαστικών εξόδων, μεταξύ των οποίων και εκείνη της κατά δίκαιη κατανομής τους, καταδικάζοντας τον ίδιο στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης των διαδίκων, χωρίς να λάβει υπόψη ούτε το γεγονός ότι το ΕΣΕ παραβίασε τον σκοπό που υπηρετεί η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ούτε το ότι παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι υπήρξε διαδικαστική πλημμέλεια ούτε το προσκόμισε σε όψιμο στάδιο της ένδικης διαδικασίας στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε εν πολλοίς το Γενικό Δικαστήριο για να αιτιολογήσει την απόφασή του·

–    συνολικώς, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου θίγει τη συνοχή της νομολογίας ως προς την εξέταση διαφόρων νομικών ζητημάτων που υποβλήθηκαν στην κρίση του.

____________