Language of document : ECLI:EU:T:2007:264

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007(*)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως ως κοινοτικού, του εικονιστικού σήματος “La Española” – Ανακοπή του δικαιούχου των εικονιστικών εθνικών και κοινοτικών σημάτων “Carbonell” – Απόρριψη της ανακοπής – Κύρια στοιχεία – Ομοιότητα – Κίνδυνος συγχύσεως – Εξουσία μεταρρυθμίσεως»

Στην υπόθεση T‑363/04,

Koipe Corporación, SL, εδρεύουσα στο San Sebastián (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Fernández de Béthencourt, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τη J. García Murillo,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Aceites del Sur, SA, εδρεύουσα στη Σεβίλλη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους C. L. Fernández-Palacios και R. Jiménez Díaz, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 11ης Μαΐου 2004 (υπόθεση R 1109/2000-4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Koipe Corporación, SL και Aceites del Sur, SA,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, R. García-Valdecasas και V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: B. Pastor, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Μαρτίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), ορίζει:

«1.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώρηση:

[...]

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.»

2        Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

α)      τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας, για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i)      κοινοτικά σήματα,

ii)       σήματα καταχωρημένα σε κράτος μέλος ή, όσον αφορά το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, στο Γραφείο σημάτων της Μπενελούξ […]»

3        Το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώρηση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρηθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος η δε χρησιμοποίηση, χωρίς εύλογη αιτία, του αιτούμενου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

4        To άρθρο 55, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν μια αίτηση με το αυτό αντικείμενο, και για την αυτή αιτία, έχει κριθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων από δικαστήριο κράτους μέλους και η απόφαση αυτή έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου.»

 Ιστορικό της διαφοράς

5        Στις 23 Απριλίου 1996, η εταιρία Aceites del Sur, SA υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού 40/94.

6        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής: αιτούμενο σήμα ή σήμα La Española) είναι το ακόλουθο εικονιστικό σήμα:

Image not foundImage not found

7        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση ανήκουν στις κλάσεις 29 και 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 29: «κρέατα, ψάρια, πουλερικά και κυνήγι· εκχυλίσματα κρέατος· φρούτα και λαχανικά διατηρημένα (κονσέρβες), αποξηραμένα και μαγειρεμένα· ζελέ, μαρμελάδες, κομπόστες, αβγά, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα· έλαια και λίπη βρώσιμα»·

–        κλάση 30: «καφές, τσάι, κακάο, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο, υποκατάστατα καφέ· άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, άρτος, γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, παγωτά· μέλι, σιρόπι μελάσας· μαγιά, μπέικιν πάουντερ· αλάτι, μουστάρδα· σάλτσες (καρυκεύματα)· μπαχαρικά, πάγος.»

8        Στις 23 Νοεμβρίου 1998, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 89/98.

9        Στις 19 Φεβρουαρίου 1999, η εταιρία La Española Alimentaria Alcoyana, SA, άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του αιτουμένου σήματος (στο εξής: πρώτη ανακοπή ή πρώτη διαδικασία ανακοπής). Η πρώτη ανακοπή αφορούσε όλα τα προϊόντα που κάλυπτε η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

10      Ο λόγος που προβλήθηκε στο πλαίσιο της ανακοπής ήταν ο κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, μεταξύ του ζητουμένου σήματος και ενός προγενεστέρου εικονιστικού σήματος που ανήκει στη La Española Alimentaria Alcoyana και απαρτίζεται από ένα εικονιστικό στοιχείο και από το λεκτικό στοιχείο «la española» και προστατεύεται από την κοινοτική καταχώριση αριθ. 15909 και την ισπανική καταχώριση αριθ. 1816147. Το κοινοτικό σήμα αριθ. 15909 καταχωρίστηκε για ορισμένα προϊόντα της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται τα έλαια και τα βρώσιμα λίπη. Το κοινοτικό σήμα αριθ. 15909 καταχωρίστηκε επίσης, όπως και το ισπανικό σήμα αριθ. 1816147, για διάφορα προϊόντα της κλάσης 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας.

11      Στις 23 Φεβρουαρίου 1999, η επιχείρηση Aceites Carbonell, που έγινε Koipe Corporation, SL, άσκησε ανακοπή κατά της καταχώρισης του ζητουμένου σήματος στρεφομένη καθ’ όλων των προϊόντων που αυτή καλύπτει. Ο λόγος που προβλήθηκε στο πλαίσιο της ανακοπής αυτής ήταν ο κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 μεταξύ του ζητουμένου σήματος και του προγενεστέρου εικονιστικού σήματος της προσφεύγουσας, Carbonell (στο εξής: προγενέστερο σήμα ή σήμα Carbonell), που εικονίζεται κατωτέρω:

Image not foundImage not found

12      Ως αποδείξεις της υπάρξεως του προγενεστέρου σήματος, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε τις ισπανικές καταχωρίσεις υπ’ αριθ. 994364, 1238745, 1698613, 28270, 252783, 994365, την κοινοτική καταχώριση υπ’ αριθ. 338681, τις διεθνείς καταχωρίσεις υπ’ αριθ. 244428 και 528639, καθώς και εθνικές καταχωρίσεις, συγκεκριμένα βρετανική, ιρλανδική, δανική και σουηδική. Το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ, αφού εξέτασε τα στοιχεία που προσκομίστηκαν για να αποδειχθεί το βάσιμο των προβαλλομένων δικαιωμάτων, έκρινε ότι η προσφεύγουσα απέδειξε την ύπαρξη μόνον των ακόλουθων τεσσάρων καταχωρίσεων:

–        ισπανική καταχώριση υπ’ αριθ. 994364, της 20ής Οκτωβρίου 1982, για «αγνό ελαιόλαδο», της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας·

–        ισπανική καταχώριση υπ’ αριθ. 1238745, της 20ής Ιουνίου 1988, για «ελαιόλαδο» της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας·

–        ισπανική καταχώριση υπ’ αριθ. 1698613, της 5ης Ιανουαρίου 1994, για «ελαιόλαδο» της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας·

–        κοινοτική καταχώριση υπ’ αριθ. 338681, της 24ης Ιανουαρίου 2000, για «ελαιόλαδο» της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας.

13      Αργότερα, η παρεμβαίνουσα, με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 1999 προς το ΓΕΕΑ, περιόρισε τον αριθμό των προϊόντων για τα οποία ζήτησε την καταχώριση στα ακόλουθα:

–        κλάση 29 : «έλαια και λίπη βρώσιμα»·

–        κλάση 30 : «μαγιονέζα και ξίδι».

14      Η αίτηση καταχωρίσεως απορρίφθηκε στο πλαίσιο της πρώτης ανακοπής για τα προϊόντα της κλάσης 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, με την απόφαση του τμήματος ανακοπών υπ’ αριθ. 259/2000, της 22ας Φεβρουαρίου 2000. Με την απόφαση αυτή το τμήμα ανακοπών απέρριψε πάντως την ανακοπή της La Española Alimentaria Alcoyana όσον αφορά τα προϊόντα της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε από το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ με την απόφαση R 326/2000-4, της 17ης Φεβρουαρίου 2003. Έτσι, η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος της παρεμβαίνουσας αφορά μόνον τα προϊόντα της κλάσης 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας.

15      Η ανακοπή της 23ης Φεβρουαρίου 1999 απορρίφθηκε από το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ με την απόφαση 2084/2000, της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, με το σκεπτικό ότι τα επίδικα σημεία δημιουργούν οπτική εντύπωση εντελώς διαφορετική, δεν εμφανίζουν καθόλου παρόμοια στοιχεία στο φωνητικό επίπεδο και ο συνειρμός που συνδέεται με τη γεωργική φύση και προέλευση των προϊόντων ήταν ασθενής, οπότε αποκλείεται κάθε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

16      Στις 19 Ιανουαρίου 2001, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Στις 11 Μαΐου 2004, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή με την απόφαση R 1109/2000-4 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το τμήμα επικύρωσε την κρίση ότι η οπτική εντύπωση που δημιουργούν τα σημεία αυτά ήταν τελείως διαφορετική. Συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι τα εικονιστικά στοιχεία που απαρτίζονται βασικά από την εικόνα ενός προσώπου που κάθεται μέσα σε έναν ελαιώνα έχουν πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα για το ελαιόλαδο, πράγμα που είχε ως συνέπεια ότι δίνει στα λεκτικά στοιχεία «la española» και «carbonell» πρωταρχική σημασία. Όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων στο φωνητικό και συνειρμικό επίπεδο, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν αρνήθηκε την παντελή έλλειψη σύμπτωσης των λεκτικών στοιχείων ούτε το ασθενές του συνειρμού μεταξύ των συγκρουομένων σημείων. Τέλος, αναγνώρισε ότι το τμήμα ανακοπών όφειλε να αποφανθεί όσον αφορά τη φήμη των προγενεστέρων σημάτων. Έκρινε όμως ότι η εκτίμηση αυτή, καθώς και η εξέταση των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών για να αποδείξουν τη φήμη αυτή, δεν ήταν απόλυτα αναγκαίες, δεδομένου ότι δεν συνέτρεχε μια από τις προϋποθέσεις για την αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως με φημισμένο ή γνωστό σήμα, δηλαδή η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των σημείων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που παρελήφθη στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Αυγούστου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Με επιστολή της 8ης Νοεμβρίου 2004 προς το Πρωτοδικείο, η προσφεύγουσα ζήτησε να περιληφθεί στη δικογραφία βεβαίωση του ισπανικού εμπορικού επιμελητηρίου στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο σχετικά με το γνωστό χαρακτήρα του σήματος Carbonell. Η βεβαίωση απεστάλη στην προσφεύγουσα μετά την άσκηση της προσφυγής, καίτοι είχε ζητηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή. Το Πρωτοδικείο δέχτηκε το αίτημα με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2004.

19      Την 1η Μαρτίου 2005, το ΓΕΕΑ κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως. Στις 17 Ιανουαρίου 2005, η παρεμβαίνουσα κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως. Με επιστολή που κατατέθηκε στις 10 Μαϊου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε την άδεια να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως, το Πρωτοδικείο όμως απέρριψε το αίτημα με απόφαση της 23ης Μαϊου 2005.

20      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Μαρτίου 2007.

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να κηρύξει άκυρο το ζητούμενο σήμα ή, άλλως, να διατάξει την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και την παρεμβαίνουσα στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας και στα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν κατά τη δίκη ενώπιον του τετάρτου τμήματος προσφυγών.

23      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

24      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και να επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα παραιτήθηκε από το αίτημα να κληθεί να παραστεί ο εκπρόσωπός της, καθώς και από την ένσταση απαραδέκτου σχετικά με την ιδιότητα του δικηγόρου του εκπροσώπου της προσφεύγουσας.

 Επί του παραδεκτού

 Επί του παραδεκτού του αιτήματος να κηρύξει το Πρωτοδικείο άκυρο το ζητούμενο σήμα ή, άλλως, να διατάξει την απόρριψή του

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26      Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας, να κηρύξει δηλαδή το Πρωτοδικείο άκυρο το σήμα La Española ή, ενδεχομένως, να διατάξει την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, είναι απαράδεκτο διότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να απευθύνει εντολή στο ΓΕΕΑ στο οποίο και απόκειται να ενεργεί σύμφωνα με το διατακτικό και το σκεπτικό των αποφάσεων [απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑388/00, Institut fur Lernsysteme κατά ΓΕΕΑ – Educational Services (ELS), Συλλογή 2002, σ. II‑4301, σκέψη 19].

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

27      Το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας χωρίζεται σε δύο μέρη. Με το πρώτο μέρος η προσφεύγουσα ζητεί να κηρυχθεί άκυρο το σήμα La Española. Με το δεύτερο μέρος, ζητεί να διαταχθεί η απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος αυτού.

28      Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως του σήματος La Española, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών αρχίζουν να ισχύουν, αν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, από της απορρίψεώς της. Συνεπώς, όπως ορθά παρατηρεί το ΓΕΕΑ, το ζητούμενο σήμα δεν έχει ακόμη καταχωριστεί και δεν μπορεί να ακυρωθεί. Συνεπώς, το πρώτο μέρος του δευτέρου αιτήματος της προσφεύγουσας είναι άνευ αντικειμένου.

29      Όσον αφορά το δεύτερο μέρος του αιτήματος αυτού, η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, το Πρωτοδικείο να εκδώσει την απόφαση που κατά την άποψή της όφειλε να εκδώσει το ΓΕΕΑ, δηλαδή απόφαση που θα διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της ανακοπής και την οποία θα εκτελούσε το ΓΕΕΑ αρνούμενο την καταχώριση του ζητουμένου σήματος.

30      Συνεπώς, η προσφεύγουσα ζητεί τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Πράγματι, το αίτημα αυτό δεν είναι να υποχρεώσει το Πρωτοδικείο το ΓΕΕΑ στην εκτέλεση υποχρεώσεως πράξεως παραλείψεως, πράγμα που θα συνιστούσε εντολή προς αυτό. Αντιθέτως, ζητείται να κρίνει το Πρωτοδικείο, όπως ακριβώς και το τμήμα προσφυγών, αν το ζητούμενο σήμα μπορεί να καταχωριστεί λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Μια τέτοια απόφαση συγκαταλέγεται στα μέτρα που μπορεί να λάβει το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που έχει [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑334/01, MFE Marienfelde κατά ΓΕΕΑ – Vétoquinol (HIPOVITON), Συλλογή 2004, σ. II‑2787, σκέψη 19, και της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑190/04, Freixenet κατά ΓΕΕΑ (Μορφή λευκής φιάλης της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17].

31      Κατά συνέπεια, το δεύτερο μέρος του δευτέρου αιτήματος της προσφεύγουσας είναι παραδεκτό.

 Ως προς την έκταση της εντολής του εκπροσώπου της προσφεύγουσας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Η παρεμβαίνουσα παρατηρεί ότι η εντολή που δόθηκε στον δικηγόρο της προσφεύγουσας δεν του επιτρέπει να την εκπροσωπεί ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κατά την παρεμβαίνουσα, το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο που κατέθεσε η προσφεύγουσα υπέρ του J. Munguía Arsuaga εξουσιοδοτεί τον τελευταίο να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων και όχι ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων. Συνεπώς, η εντολή που δόθηκε στον M. Fernández de Béthencourt, τον δικηγόρο που υπογράφει την προσφυγή στο όνομα και για λογαριασμό της προσφεύγουσας, από τον J. Munguía Arsuaga υπερακοντίζει τις εξουσίες που είχε ο τελευταίος.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

33      Το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου απαιτεί, αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, να επισυνάψει στο δικόγραφο της προσφυγής του αποδεικτικό ότι η εντολή προς τον δικηγόρο δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπό του εξουσιοδοτημένο προς τούτο.

34      Από τα συμβολαιογραφικά πληρεξούσια της 16ης Αυγούστου 2004 υπέρ του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου της προσφεύγουσας, J. Munguía Arsuaga, προκύπτει ότι αυτός είχε την εξουσία να εκπροσωπήσει ο ίδιος την προσφεύγουσα ή να δώσει εντολή σε δικηγόρους να την εκπροσωπήσουν «και στο εθνικό και στο διεθνές επίπεδο», πράγμα που καλύπτει την εκπροσώπηση ενώπιον του Πρωτοδικείου. Συνεπώς, είναι απορίας άξιο πώς η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει την άποψη ότι η εντολή που δόθηκε στον M. Fernández de Béthencourt από τον J. Munguía Arsuaga υπερακοντίζει τις εξουσίες που είχε ο τελευταίος. Είναι προφανές ότι η άποψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

35      Συνεπώς, η υπό κρίση ένσταση πρέπει να απορριφθεί.

 Ως προς την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι η ένσταση του δεδικασμένου που προβλέπει το άρθρο 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, κατά το οποίο η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν μια αίτηση με το αυτό αντικείμενο και για την αυτή αιτία έχει κριθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων από δικαστήριο κράτους μέλους και η απόφαση αυτή έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου, έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

37      Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση της 7ης Ιουλίου 1997 ενός ισπανικού δικαιοδοτικού οργάνου, της Audiencia Provincial της Σεβίλλης, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ισχύ δεδικασμένου κατά την έννοια του άρθρου 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, δεδομένου ότι αφορά τους ίδιους διαδίκους, το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία με την υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση αφορά διαφορά μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας στην οποία η προσφεύγουσα επιχείρησε να στερήσει από την παρεμβαίνουσα τη χρήση ενός ισπανικού σήματος όμοιου με το σήμα La Española βάσει της απαγόρευσης των πράξεων αντιγραφής που προβλέπει ο νόμος 3/1991, της 10ης Ιανουαρίου, de competencia desleal (ισπανικός νόμος 3/91 της 10ης Ιανουαρίου 1991, περί αθέμιτου ανταγωνισμού) (BOE αριθ. 10 της 11ης Ιανουαρίου 1991, σ. 959). Η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι τα δύο συγκρουόμενα σήματα μπορούν να συνυπάρχουν, απορρίπτοντας το αίτημα της προσφεύγουσας. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη όταν απερρίφθη, με διάταξη του Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας) της 16ης Φεβρουαρίου 1999, η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η προσφεύγουσα. Για τον λόγο αυτό, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη.

38      Η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ υποστήριξαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το άρθρο 55 του κανονισμού 40/94 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω διότι δεν υπάρχει ταυτότητα αιτίας και αντικειμένου μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της Audiencia Provincial της Σεβίλλης.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

39      Κατά πάγια νομολογία, το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων είναι ένα αυτοτελές σύστημα το οποίο αποτελείται από σύνολο κανόνων και έχει δικούς του στόχους, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T‑32/00, Messe München κατά ΓΕΕΑ (electronica), Συλλογή 2000, σ. II‑3829, σκέψη 47, και της 24ης Νοεμβρίου 2005, T‑346/04, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), Συλλογή 2005, σ. II‑4891, σκέψη 70].

40      Συνεπώς, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει του κανονισμού 40/94, όπως ερμηνεύεται από τον κοινοτικό δικαστή, και όχι βάσει εθνικής νομολογίας [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψη 53, της 4ης Νοεμβρίου 2003, T‑85/02, Díaz κατά ΓΕΕΑ – Granjas Castelló (CASTILLO), Συλλογή 2003, σ. II‑4835, σκέψη 37, και της 13ης Ιουλίου 2004, T‑115/02, AVEX κατά ΓΕΕΑ – Ahlers (a), Συλλογή 2004, σ. II‑2907, σκέψη 30].

41      Η αρχή της αυτοτέλειας του κοινοτικού συστήματος ισχύει κατά μείζονα λόγο σε υποθέσεις όπως η υπό κρίση, δεδομένου ότι η απόφαση της Audiencia Provincial της Σεβίλλης δεν στηρίζεται σε κανόνες ανάλογους με τους κανόνες του κανονισμού 40/94, αλλά σε νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού.

42      Επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 συνιστά εξαίρεση από την προαναφερθείσα αρχή. Η διάταξη αυτή προβλέπει όμως αποκλειστικά ότι το ΓΕΕΑ πρέπει να θεωρήσει απαράδεκτη την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας που υποβάλλεται κατά κοινοτικού σήματος ήδη καταχωρισμένου, αν μια αίτηση με το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την ακυρότητα ή την έκπτωση του εν λόγω κοινοτικού σήματος, και την ίδια αιτία έχει κριθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων από εθνικό δικαστήριο, η δε σχετική απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

43      Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν ασκεί καμία επιρροή επί του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής, η οποία δεν διατυπώνει αίτημα έκπτωσης ή ακυρότητας και δεν ασκήθηκε ενώπιον του ΓΕΕΑ αλλά ενώπιον του Πρωτοδικείου.

44      Τέλος, επισημαίνεται ως εκ περισσού ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, η υπόθεση που εξετάστηκε από την Audiencia Provincial της Σεβίλλης με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 1997 δεν έχει την ίδια αιτία ούτε το ίδιο αντικείμενο με την υπό κρίση υπόθεση. Όσον αφορά την αιτία, η υπόθεση αφορούσε παράβαση του ισπανικού νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ στην υπό κρίση υπόθεση το επίδικο ζήτημα ανάγεται στον κανονισμό 40/94. Όσον αφορά το αντικείμενο της υπόθεσης εκείνης, διαπιστώνεται ότι η απόφαση της Audiencia Provincial της Σεβίλλης στηρίχθηκε βασικά σε απόφαση του Tribunal Supremo της 10ης Ιουνίου 1987 που δεν είχε διαπιστώσει τη δυνατότητα συνύπαρξης του σήματος Carbonell με το ζητούμενο σήμα. Κατά τούτο, η απόφαση αυτή του Tribunal Supremo αφορούσε αποκλειστικά το ζήτημα του συμβιβαστού ενός σήματος της παρεμβαίνουσας που εμφάνιζε μεγάλη ομοιότητα με το ζητούμενο σήμα με το σήμα La Española που ανήκε στην προσφεύγουσα και είχε καταχωριστεί για «αλλαντικά προϊόντα», υπαγόμενα στην κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας. Επομένως, δεν διαπιστώνεται καμία ομοιότητα ως προς το αντικείμενο, δεδομένου ότι τα επίδικα σήματα είναι διαφορετικά από αυτά που συγκρούονται στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης.

45      Συνεπώς, η υπό κρίση ένσταση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

46      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, που αφορούν παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, αφενός, και της υποχρεώσεως εξετάσεως των αποδείξεων της φήμης του προγενεστέρου σήματος, αφετέρου.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

47      Υπάρχει αντιδικία μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά τις καταχωρίσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη του δικαιώματος ανακοπής που διεκδικεί η προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι πρόκειται όχι μόνο για τις ισπανικές καταχωρίσεις και την κοινοτική καταχώριση που έλαβε υπόψη το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών, αλλά και για τις άλλες καταχωρίσεις που επικαλείται. Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την άποψη αυτή και αντιτάσσουν ότι, δεδομένου ότι η ημερομηνία κατάθεσης της κοινοτικής καταχώρισης αριθ. 338681 της προσφεύγουσας υπήρξε μεταγενέστερη της κατάθεσης του ζητουμένου κοινοτικού σήματος, το τμήμα προσφυγών δεν είχε την υποχρέωση να τη λάβει υπόψη.

48      Το Πρωτοδικείο κρίνει όμως ότι το ζήτημα αυτό είναι άσχετο εν προκειμένω. Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται βασικά στην έλλειψη ομοιότητας μεταξύ του εικονιστικού στοιχείου του σήματος Carbonell και του ζητουμένου σήματος. Το εικονιστικό στοιχείο του σήματος Carbonell όμως είναι το ίδιο σε όλες τις καταχωρίσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα, τόσο αυτές που έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών όσο και αυτές που δεν έλαβε υπόψη.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

49      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το γεγονός ότι τα συγκρουόμενα σήματα είναι εκ πρώτης όψεως γενικώς παρόμοια, και συνεπώς ικανά να προκαλέσουν σύγχυση στην αγορά, ούτε το γεγονός ότι τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως είναι ταυτόσημα με τα προϊόντα που χαρακτηρίζει το προγενέστερο σήμα.

50      Όσον αφορά την ομοιότητα των προϊόντων που καλύπτουν τα συγκρουόμενα σήματα, η προσφεύγουσα επισημαίνει, πρώτον, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα προϊόντα είναι εν μέρει ταυτόσημα (βρώσιμα έλαια και λίπη), εν μέρει πολύ παρόμοια [αλάτι, μουστάρδα, ξύδι, σάλτσες (καρυκεύματα), μπαχαρικά] και, τα υπόλοιπα προϊόντα, διαφορετικά. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν ληφθεί υπόψη, αφενός, ότι η παρεμβαίνουσα περιόρισε τον κατάλογο των προϊόντων με την από 29 Σεπτεμβρίου 1999 επιστολή και, αφετέρου, ότι η καταχώριση του σήματος La Española δεν έγινε δεκτή για τα προϊόντα της κλάσης 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η καταχώριση είναι ταυτόσημα με αυτά που κυκλοφορούν στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα της, δεδομένου ότι το ελαιόλαδο (κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας) που καλύπτεται από το σήμα Carbonell συγκαταλέγεται στα «βρώσιμα έλαια και λίπη» στα οποία αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να εφαρμοστεί η νομολογία κατά την οποία, για τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, η μικρή ομοιότητα μεταξύ των σημείων αντισταθμίζεται από την ταυτότητα των προϊόντων που καλύπτουν τα σήματα αυτά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 17, και της 22ας Ιουνίου 2000, C‑425/98, Marca Mode, Συλλογή 2000, σ. I‑4861, σκέψη 40).

51      Η προσφεύγουσα φρονεί, δεύτερον, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως στην οπτική ανάλυση των συγκρουομένων σημάτων κρίνοντας ότι το εικονιστικό στοιχείο είναι ασθενώς διακριτικό και αποδίδοντας μεγαλύτερη σημασία στο λεκτικό στοιχείο. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών όφειλε να επικεντρώσει περισσότερο τη συγκριτική εξέταση στις ομοιότητες που παρουσιάζουν τα εικονιστικά στοιχεία, που αποτελούν τις κύριες συνιστώσες των συγκρουομένων σημάτων.

52      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η χρήση μιας παράστασης όπως είναι αυτή του προγενεστέρου σήματος δεν είναι αναγκαία και συνήθης για την εμπορία ελαιολάδου. Αντίθετα με την παράσταση ελαιοδένδρων ή ελαιών, η εικόνα μιας γυναίκας σε πρώτο πλάνο με προφανώς παραδοσιακή ενδυμασία δεν είναι κοινή. Συναφώς, προσκομίζει επικυρωμένη από συμβολαιογράφο σειρά φωτογραφιών σχετικά με τα σήματα ελαιολάδου που κυκλοφορούν στο εμπόριο στο ισπανικό έδαφος και κατέχουν από κοινού το 95 % των μεριδίων της αγοράς αυτής, από τις οποίες προκύπτει ότι καμία από τις ετικέτες που φέρουν τα προϊόντα αυτά δεν παριστά γυναίκα, εκτός από τα συγκρουόμενα σήματα.

53      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, αντιθέτως, η ονομασία «la española» δεν έχει διακριτικό χαρακτήρα. Υπογραμμίζει ότι οι λέξεις «España» και «española» χρησιμοποιούνται συχνά και ότι η σημασία τους είναι γνωστή ακόμη και γι’ αυτούς που δεν γνωρίζουν την ισπανική. Για τις χώρες όπου δεν ομιλείται η ισπανική γλώσσα, η ονομασία «la española» γίνεται αντιληπτή ως δηλούσα τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων.

54      Η προσφεύγουσα επισημαίνει επίσης ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται το σήμα ως σύνολο και δεν εξετάζει τις διάφορες πτυχές του. Υπογραμμίζει ότι ο καταναλωτής αγοράζει τα προϊόντα της, στις περισσότερες περιπτώσεις, από μεγάλα καταστήματα, όπου το προϊόν εκτίθεται σε ράφια, όπου το κοινό έχει άμεση πρόσβαση και δεν χρειάζεται να το ζητήσει προφορικά. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι ο καταναλωτής δεν χάνει πολύ χρόνο μεταξύ των διαδοχικών αγορών που πραγματοποιεί σε διάφορα σημεία του καταστήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πράξη αγοράς εμφανίζει χαρακτήρα μαζικό, ασυνείδητο και παρορμητικό, που εντείνεται από το γεγονός ότι τα προϊόντα είναι στοιβαγμένα στο ίδιο σημείο, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο συγχύσεως. Πράγματι, ο καταναλωτής καθοδηγείται περισσότερο από μια εντύπωση παρά από μια άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων. Κατά κανόνα είναι λιγότερο προσεκτικός από τον εξειδικευμένο καταναλωτή. Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι η οπτική επιρροή της ετικέτας στην οποία αναγράφεται το σήμα είναι καθοριστική για την επιλογή του προϊόντος.

55      Η προσφεύγουσα απαριθμεί, τρίτον, δεκαέξι αντιστοιχίες μεταξύ του προγενεστέρου και του ζητουμένου σήματος.

56      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι οι συμπτώσεις αυτές μεταξύ των δύο παραστάσεων δημιουργούν μια σφαιρική εντύπωση πολύ παρόμοια στο οπτικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν ο μέσος καταναλωτής είναι ικανός να αντιληφθεί ορισμένες διαφορές μεταξύ των σημείων, ο κίνδυνος να συσχετίσει τα δύο σήματα είναι υπαρκτός.

57      Η προσφεύγουσα επισημαίνει, τέταρτον, ότι, λόγω της ομοιότητας των συγκρουομένων σημείων, το κοινό μπορεί να θεωρήσει ότι το ζητούμενο σήμα είναι απλή παραλλαγή του σήματος Carbonell. Παρατηρεί ότι, κατά τη νομολογία, είναι δυνατό μια επιχείρηση να χρησιμοποιεί επιμέρους σήματα που προέρχονται από ένα κύριο σήμα και έχουν ένα κοινό κυρίαρχο στοιχείο προκειμένου να διακρίνουν τις διάφορες σειρές προϊόντων της [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Φεβρουαρίου 2004, T‑10/03, Koubi κατά ΓΕΕΑ – Flabesa (CONFORTFLEX), Συλλογή 2004, σ. II‑719, σκέψη 61]. Συναφώς, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι εμπορεύεται διάφορες σειρές ελαιολάδου που χαρακτηρίζονται από την ίδια παράσταση αλλά διαφοροποιούνται με διαφορετικές ονομασίες, όπως «carbonell», «fontana», «finoliva», «sotoliva» και «mezquita».

58      Η προσφεύγουσα παρατηρεί, τέλος, ότι η εικόνα που χρησιμοποιεί είναι ουσιώδης για το Carbonell, διότι επιτρέπει στον καταναλωτή να προσδιορίσει αυτόματα την προέλευση των προϊόντων της, χωρίς μάλιστα να απαιτείται να καταγράψει την ονομασία «carbonell».

59      Το ΓΕΕΑ δέχεται ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δεν έλαβε υπόψη τον περιορισμό του καταλόγου των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως. Αναγνωρίζει ότι το ελαιόλαδο (προϊόν που καλύπτεται από το προγενέστερο σήμα) είναι προϊόν ταυτόσημο με τα βρώσιμα λίπη και έλαια που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως, όταν τα τελευταία αφορούν το ελαιόλαδο. Ωστόσο, το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα φρονούν ότι η πλάνη αυτή δεν είχε σοβαρή επίπτωση επί της προσβαλλομένης αποφάσεως δεδομένου ότι η απόφαση αυτή στηρίζει την απόρριψη της ανακοπής στην έλλειψη ομοιότητας μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων και όχι στο γεγονός ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν ήταν ούτε ταυτόσημα ούτε παρόμοια. Η παρεμβαίνουσα προσθέτει ότι δεν πρέπει να δοθεί σημασία στο γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τα λοιπά προϊόντα, εφόσον το τμήμα ανακοπών, όπως και το τμήμα προσφυγών δεν παύουν να αναγνωρίζουν ότι τα προϊόντα είναι εν μέρει ταυτόσημα.

60      Το ΓΕΕΑ επικυρώνει την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι τα συγκρουόμενα σήματα δημιουργούν διαφορετική οπτική εντύπωση.

61      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα φρονούν ότι πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση διαφορά η νομολογία κατά την οποία η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ακουστική και εννοιολογική ομοιότητα των συγκεκριμένων σημάτων να στηρίζεται στη γενική εντύπωση που δημιουργούν αυτά, λαμβανομένων κυρίως υπόψη των διακριτικών και κυρίων στοιχείων τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 23, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 25). Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι οι εκτιμήσεις του τμήματος ανακοπών όσον αφορά τη γενική εντύπωση που δημιουργούν τα συγκρουόμενα σημεία στον καταναλωτή, τις οποίες υιοθέτησε το τμήμα προσφυγών, συνάδουν προς τη νομολογία. Συγκεκριμένα, λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι αυτά τα εικονιστικά στοιχεία μπορούν να συνδεθούν με το προϊόν και, κατά τούτο, να έχουν μικρότερη επιρροή στην αναγνώριση του σημείου.

62      Το ΓΕΕΑ δέχεται ότι η εικόνα μιας γυναίκας καθισμένης, με παραδοσιακή ενδυμασία μπορεί να είναι διακριτική για τα εν λόγω προϊόντα. Φρονεί, όμως, ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα κοινά εικονιστικά στοιχεία των δύο συγκρουομένων σημάτων δεν έχουν ιδιαίτερη διακριτική ισχύ. Συναφώς, υποστηρίζει ότι ένας μόνον ανταγωνιστής δεν μπορεί να οικειοποιηθεί αποκλειστικά την απεικόνιση ενός αγροτικού φόντου με ελαιόδενδρα (όπως και τον συνδυασμό των χρωμάτων που χρησιμοποιούνται για τον φόντο αυτό), δεδομένου ότι η απεικόνιση αυτή συνδέεται στενά με το προϊόν που προσδιορίζει (ελαιόλαδο) και με την καταγωγή του. Ομοίως, δεν μπορεί να οικειοποιηθεί την ιδέα της παράστασης μιας γυναίκας. Η παρεμβαίνουσα παρατηρεί ότι τα κοινά στα συγκρουόμενα σήματα εικονιστικά στοιχεία αφορούν αντικείμενα γένους και γενικές κατηγορίες αντικειμένων που έχουν ασθενή διακριτική ικανότητα.

63      Η παρεμβαίνουσα αμφισβητεί την αποδεικτική ισχύ της συμβολαιογραφικής πράξης που προσκομίζει η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι κανένα σήμα ελαιολάδου που κυκλοφορεί στο εμπόριο στο ισπανικό έδαφος δεν εικονίζει γυναίκα. Ως αντίθετο παράδειγμα παραθέτει άλλα σήματα που χρησιμοποιούν την εικόνα γυναίκας που φέρει φαρδύ φόρεμα ή τσιγγάνικη ενδυμασία και προσκομίζει συναφώς διάφορα έγγραφα.

64      Το ΓΕΕΑ φρονεί, εν προκειμένω, ότι το λεκτικό στοιχείο των επιδίκων σημείων παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην οπτική εντύπωση που δημιουργούν τα σημεία και ότι είναι προφανές ότι τα στοιχεία «la española» και «carbonell» είναι οπτικώς πολύ διαφορετικά.

65      Το ΓΕΕΑ δέχεται μεν ότι η έκφραση «la española» δεν είναι καθεαυτή διακριτική, πλην όμως αμφισβητεί ότι είναι περιττό να ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση των συγκρουομένων σημάτων, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Κατά το ΓΕΕΑ, πρέπει δηλαδή να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όταν πρόκειται για σύνθετα σήματα που αποτελούνται από στοιχεία εικονιστικά και λεκτικά, το λεκτικό στοιχείο έχει κατά κανόνα θεμελιώδη σημασία διότι διατηρείται ευκολότερα στη μνήμη του καταναλωτή και είναι λιγότερο αόριστο όσον αφορά τον προσδιορισμό του σήματος και τη σύστασή του σε τρίτους. Η παρεμβαίνουσα διευκρινίζει ότι ο κατά κανόνα κυρίαρχος χαρακτήρας του λεκτικού στοιχείου οφείλεται στο γεγονός ότι ο καταναλωτής αναγνωρίζει τα σύνθετα σήματα μέσω του ονόματός τους, ιδίως όταν τα ζητεί προφορικά, και διότι το εικονιστικό στοιχείο είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιττό, όπως, λ.χ., στο πλαίσιο της ραδιοφωνικής διαφήμισης.

66      Η παρεμβαίνουσα υιοθετεί την εκτίμηση ότι οι ονομασίες «la española» και «carbonell» είναι κυρίαρχες. Σχετικά με την πρώτη, προσθέτει ότι το κυρίαρχο αυτό στοιχείο επιτείνεται από το γεγονός ότι το σήμα La Española είναι γνωστό.

67      Το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο από την παρεμβαίνουσα, διαπιστώνει ότι υπάρχουν μεταξύ των επιδίκων σημείων σημαντικές διαφορές γενικού χαρακτήρα της εικονιζόμενης γυναίκας, τόσο από τη στάση της, τα ενδύματά της και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, όσο και από το γεγονός ότι, στην αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, η γυναίκα κρατά στα χέρια της δοχείο, ενώ το σήμα Carbonell την απεικονίζει με τα χέρια σηκωμένα να κρατιέται από ένα κλαδί ελιάς. Ομοίως, παρατηρεί ότι, στο προγενέστερο σήμα, η γυναίκα κάθεται σε τοιχίο στο οποίο βρίσκονται δύο δοχεία σε παραδοσιακή συσκευασία και παρουσίαση, ενώ στην παράσταση του ζητουμένου σήματος δεν φαίνεται το αντικείμενο επί του οποίου κάθεται η γυναίκα.

68      Τέλος, στο εννοιολογικό επίπεδο, το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι ο καταναλωτής θα αντιληφθεί τον όρο «carbonel» ως επώνυμο, ενώ το εικονιστικό στοιχείο θα του δημιουργήσει σύνδεσμο με τη φυσική και παραδοσιακή καταγωγή του προϊόντος. Όσον αφορά το ζητούμενο σήμα, τόσο το εικονιστικό στοιχείο καθεαυτό όσο και η ονομασία «la española» δημιουργούν στο πνεύμα του καταναλωτή προφανή σύνδεσμο με τη φυσική και γεωγραφική καταγωγή του προϊόντος. Το ΓΕΕΑ συμπεραίνει ότι υπάρχει μεταξύ των επιδίκων σημείων σύνδεσμος που μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναφορά στη φυσική καταγωγή των προϊόντων. Το ΓΕΕΑ διευκρινίζει ότι ο σύνδεσμος αυτός απλώς σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά ή την ποιότητα των προϊόντων και όχι με την εμπορική προέλευσή τους.

69      Το ΓΕΕΑ συνάγει εξ αυτού ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά τη σύγκριση των σημείων που το οδήγησε στη διαπίστωση ότι αυτά δεν είναι ούτε ταυτόσημα ούτε παρόμοια και, συνεπώς, δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2004, C‑106/03 P, Vedial κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑9573, σκέψεις 53 και 54). Το ΓΕΕΑ προσθέτει ότι, για τον ίδιο λόγο, η αρχή της αλληλεξάρτησης μεταξύ των παραγόντων δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

70      Διαπιστώνεται εξ αρχής ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών διαπιστώνει (σκέψη 17) ότι τα προϊόντα που καλύπτει το σήμα Carbonell και τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται το ζητούμενο σήμα ήταν εν μέρει ταυτόσημα (βρώσιμα λίπη και έλαια, υπαγόμενα στην κλάση 29 του Διακανονισμού της Νίκαιας), εν μέρει πολύ παρόμοια [αλάτι, μουστάρδα· ξύδι, σάλτσες (καρυκεύματα)· μπαχαρικά, προϊόντα της κλάσης 30 του Διακανονισμού της Νίκαιας] και τα λοιπά προϊόντα διαφορετικά.

71      Ωστόσο, όπως ορθώς παρατήρησε η προσφεύγουσα και όπως δέχτηκαν τόσο το ΓΕΕΑ όσο και η παρεμβαίνουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το τμήμα προσφυγών όφειλε να περιοριστεί, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στο να διαπιστώσει ότι τα προϊόντα που καλύπτει το σήμα Carbonell είναι ταυτόσημα με αυτά που καλύπτει το ζητούμενο σήμα, όταν πρόκειται για το ελαιόλαδο, και ότι υπάρχει πολύ μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων που καλύπτει το σήμα Carbonell και αυτών που καλύπτει το ζητούμενο σήμα, όταν πρόκειται για τα λοιπά βρώσιμα λίπη. Πράγματι, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται, αφενός, λόγω του περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων που έγιναν με την επιστολή της παρεμβαίνουσας της 29ης Σεπτεμβρίου 1999 και, αφετέρου, από την απόφαση του τμήματος ανακοπών της 22ας Φεβρουαρίου 2000 στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας ανακοπής, στην οποία η απόφαση αυτή απορρίπτει την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος La Española, για τα προϊόντα της κλάσης 30 του Διακανονισμού της Νίκαιας, και επικυρώθηκε με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2003 του τετάρτου τμήματος προσφυγών.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι κακώς το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία κατά την οποία, για τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, η μικρότερη ομοιότητα μεταξύ των σημείων μπορεί να αντισταθμιστεί από τον υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων (αποφάσεις Canon, προαναφερθείσα, σκέψη 17, και Marca Mode, προαναφερθείσα, σκέψη 40).

73      Όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών κρίνει ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, δεδομένου ότι τα εικονιστικά στοιχεία τους έχουν χαμηλό διακριτικό χαρακτήρα για το ελαιόλαδο και ότι η σύγκριση των λεκτικών στοιχείων τους, που ήταν τελείως διαφορετικά, αποκτά κατά συνέπεια πρωταρχική σημασία. Για τον λόγο αυτό, χωρίς να εφαρμόσει την προαναφερθείσα νομολογία, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι αποκλείεται ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

74      Το Πρωτοδικείο θα εξετάσει διαδοχικά τις κρίσεις σχετικά με τον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων, τον πρωταρχικό χαρακτήρα των λεκτικών στοιχείων και την ομοιότητα και τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

–       Ως προς τον διακριτικό χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων

75      Στη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών απλώς παρατηρεί, για να στηρίξει την κρίση του σχετικά με τον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων των συγκρουομένων σημάτων, ότι τα σήματα συνίστανται κυρίως σε ένα πρόσωπο καθισμένο σε αγροτικό τοπίο και, συγκεκριμένα, εντός ενός ελαιώνα. Η λακωνική αυτή ανάλυση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το τμήμα προσφυγών συμμερίζεται την ανάλυση του τμήματος ανακοπών κατά την οποία τα εικονιστικά στοιχεία των συγκρουομένων σημάτων έχουν χαμηλό διακριτικό χαρακτήρα διότι είναι συνήθη στον τομέα του ελαιολάδου (σκέψη 9, δεύτερη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

76      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, το τμήμα προσφυγών δεν παρέθεσε καμία διευκρίνιση ως προς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η επίδικη παράσταση ήταν συνηθισμένη στον τομέα του ελαιολάδου και κανένα σήμα, εκτός των συγκρουομένων σημάτων, περιλαμβάνον εικονιστικό στοιχείο παρόμοιο με των σημάτων αυτών.

77      Εξάλλου, από την επικυρωμένη από συμβολαιογράφο σειρά φωτογραφιών που εμφανίζουν σήματα ελαιολάδου τα οποία κυκλοφορούν στο εμπόριο στο ισπανικό έδαφος και κατέχουν από κοινού το 95 % των μεριδίων της αγοράς αυτής που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι κανένα από τα σήματα αυτά δεν χρησιμοποιεί την παράσταση γυναίκας, εκτός των συγκρουομένων σημάτων. Ούτε το ΓΕΕΑ ούτε η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησαν την ακρίβεια του εγγράφου αυτού. Το ΓΕΕΑ ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αμφισβήτησε το παραδεκτό του για τον λόγο ότι δεν προσκομίστηκε στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Το έγγραφο προσκομίστηκε με το δικόγραφο της προσφυγής όπως επιβάλλει το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και σκοπεί, ακριβώς, στο να αποδείξει ότι η ανάλυση που παραθέτει η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τον συνήθη χαρακτήρα των εν λόγω εικονιστικών στοιχείων είναι εσφαλμένη. Συνεπώς, είναι παραδεκτό.

78      Το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας, που στηρίζεται στο γεγονός ότι άλλα ισπανικά σήματα ελαιολάδου χρησιμοποιούν την εικόνα γυναίκας, και κατά το οποίο η εν λόγω απεικόνιση δεν είναι ασυνήθιστη μεταξύ των ισπανικών σημάτων ελαιολάδου δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, από την εξέταση των σημάτων αυτών προκύπτει ότι η παράσταση της γυναίκας που χρησιμοποιούν είναι πολύ διαφορετική αυτής των συγκρουομένων σημάτων. Επιπλέον, τα σήματα αυτά είναι πολύ λίγο αντιπροσωπευτικά της ισπανικής αγοράς ελαιολάδου. Κανένα από τα σήματα αυτά δεν περιέχεται στο μόνο έγγραφο το οποίο προσκομίστηκε στο Πρωτοδικείο και το οποίο δείχνει την κατανομή των διαφόρων σημάτων ελαιολάδου στην Ισπανία, δηλαδή την έκθεση της εταιρίας ερευνών αγοράς AC Nielsen Company SL της 18ης Αυγούστου 2004, την ακρίβεια της οποίας δεν αμφισβήτησε κανένας διάδικος.

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι κακώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το εικονιστικό στοιχείο των συγκρουομένων σημάτων ήταν συνηθισμένο στην ισπανική αγορά ελαιολάδου.

80      Το ΓΕΕΑ, όμως, φρονεί ότι ο λόγος για τον οποίο το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα συγκρουόμενα σήματα έχουν ασθενή διακριτικό χαρακτήρα δεν ήταν η ύπαρξη παρόμοιων σημάτων στην αγορά, αλλά ο ίδιος λόγος για τον οποίο έκρινε ότι υπάρχει ασθενής συνειρμικός σύνδεσμος μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, ότι δηλαδή τα εικονιστικά στοιχεία τους συνδέονται με τη φύση και την αγροτική προέλευση των συγκεκριμένων προϊόντων (σκέψη 9, τέταρτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, ο μέσος καταναλωτής δεν θα έβλεπε στα στοιχεία αυτά ένδειξη της εμπορικής καταγωγής των προϊόντων, αλλά αναφορά στη φυσική και παραδοσιακή παρασκευή τους.

81      Αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να ερμηνευθεί κατά την έννοια που υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα του ΓΕΕΑ.

82      Πρώτον, είναι μεν εύκολο να θεωρηθεί ότι η απεικόνιση ελαιώνα υπονοεί στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με το ελαιόλαδο, πλην όμως δεν συνάγεται το ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά την απεικόνιση καθισμένου προσώπου. Το ίδιο το ΓΕΕΑ αναγνωρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως (σημείο 50), ότι η εικόνα καθισμένης γυναίκας, με παραδοσιακή ενδυμασία, μπορεί να είναι διακριτική για τα εν λόγω προϊόντα. Το Πρωτοδικείο όμως φρονεί ότι κανένας λόγος δεν στηρίζει το συμπέρασμα ότι η εικόνα καθισμένης γυναίκας υπονοεί, στα μάτια του μέσου καταναλωτή, τη φυσική και παραδοσιακή προέλευση του προϊόντος και όχι την εμπορική του προέλευση.

83      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, πάντως, ότι ένας μόνον ανταγωνιστής δεν μπορεί να οικειοποιηθεί την αποκλειστικότητα της απεικόνισης μιας γυναίκας. Το ζήτημα, όμως, αν τα στοιχεία που περιλαμβάνουν ένα σήμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα από άλλους ανταγωνιστές δεν ανάγεται στην εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του εικονιστικού στοιχείου ενός σήματος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑329/02 P, SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑8317, σκέψη 36). Το μόνο κρίσιμο ζήτημα στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής είναι το αν το εξεταζόμενο σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα ή όχι, ερώτημα στο οποίο, όσον αφορά την καθισμένη γυναίκα, το ΓΕΕΑ απάντησε καταφατικά.

84      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν επιδιώκει να οικειοποιηθεί, αφηρημένα, οποιαδήποτε απεικόνιση ελαιώνα ή γυναίκας. Αξιώνει την αποκλειστικότητα σε συγκεκριμένη παράσταση, που αποτελεί μέρος του σήματός της, του συνδυασμού δηλαδή των δύο αυτών στοιχείων. Η προσφεύγουσα δηλαδή δεν αντιτίθεται στην χρήση από την παρεμβαίνουσα της παράστασης γυναίκας στο σήμα της, αλλά στη χρησιμοποίηση μιας παράστασης που θεωρεί υπερβολικά όμοια με τη δική της.

85      Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί σχετικά με το εικονιστικό στοιχείο ενός σήματος ότι η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του μπορεί να γίνει, εν μέρει, για καθέναν από τους όρους ή τα στοιχεία που το συνιστούν, αλλά επιβάλλεται οπωσδήποτε να εξεταστεί και το σύνολο που σχηματίζουν οι όροι και τα στοιχεία αυτά. Πράγματι, μόνον το γεγονός ότι καθένα από τα στοιχεία αυτά, εξεταζόμενο ξεχωριστά, στερείται διακριτικού χαρακτήρα δεν αποκλείει το να διαθέτει τέτοιο χαρακτήρα ο συνδυασμός που αυτά σχηματίζουν (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, προαναφερθείσα, σκέψη 28, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Το ΓΕΕΑ, όμως, και η παρεμβαίνουσα διατυπώνουν ανάλυση του διακριτικού χαρακτήρα του εικονιστικού στοιχείου των συγκρουομένων σημάτων που στηρίζεται σε χωριστή εξέταση εκάστου των στοιχείων που το απαρτίζουν –ιδίως της παράστασης του ελαιώνα και της καθισμένης γυναίκας, καθώς και των δευτερευόντων στοιχείων των συγκρουομένων σημάτων, όπως είναι το κόκκινο πλαίσιο και οι χώροι που καταλαμβάνουν τα ονομαστικά μέρη, καθώς και τα σχήματά τους– χωρίς να λάβουν υπόψη ότι ορισμένα συστατικά στοιχεία που το καθένα χωριστά δεν έχει διακριτικό χαρακτήρα μπορούν, αν συνδυαστούν, να έχουν διακριτικό χαρακτήρα.

87      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα εικονιστικά στοιχεία των συγκρουομένων σημάτων έχουν ασθενή διακριτικό χαρακτήρα.

–       Ως προς τον κυρίαρχο χαρακτήρα των λεκτικών στοιχείων

88      Στη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διευκρινίζει ότι η σύγκριση του λεκτικού στοιχείου των συγκρουομένων σημάτων αποκτά εν προκειμένω πρωταρχική σημασία λόγω του χαμηλού διακριτικού χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων των σημάτων αυτών, έστω και αν το λεκτικό στοιχείο του σήματος La Española έχει καθεαυτό ασθενή διακριτικό χαρακτήρα.

89      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών είναι εσφαλμένη.

90      Πρώτον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι κακώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα εικονιστικά στοιχεία των συγκρουομένων σημάτων έχουν ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η σύγκριση των λεκτικών στοιχείων δεν μπορεί να γίνει βάσει της εκτίμησης αυτής.

91      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, σε περιπτώσεις που το λεκτικό στοιχείο ενός σύνθετου σήματος έχει ισοδύναμη θέση σε σχέση με το εικονιστικό στοιχείο, το τελευταίο δεν μπορεί να θεωρηθεί, στο οπτικό πεδίο, ως δευτερεύον σε σχέση με το άλλο συστατικό του σημείου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, T‑110/01, Vedial κατά ΓΕΕΑ – France Distribution (HUBERT), Συλλογή 2002, σ. II‑5275, σκέψη 53). Αυτό εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο σε περιπτώσεις όπου το εικονιστικό στοιχείο έχει θέση πολύ σημαντικότερη, όσον αφορά την επιφάνεια, από το λεκτικό στοιχείο.

92      Τρίτον, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το λεκτικό στοιχείο «la española» έχει πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται ευρέως στην Ισπανία και γίνεται αντιληπτή ως περιγραφική της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση του Tribunal Supremo της 10ης Ιουνίου 1987, που κατέθεσε στη δικογραφία η παρεμβαίνουσα, το λεκτικό στοιχείο «la española» εμφανίζεται περίπου σε 100 σήματα στην Ισπανία, από τα οποία άνω των δώδεκα αφορούν την κλάση 29 του Διακανονισμού της Νίκαιας. Η ίδια η παρεμβαίνουσα είχε υποστηρίξει, στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας ανακοπής, ενώπιον του τμήματος ανακοπών (βλ. απόφαση του τμήματος ανακοπών υπ’ αριθ. 259/2000, της 22ας Φεβρουαρίου 2000, σ. 3, τελευταίο εδάφιο, και σ. 5, τελευταίο εδάφιο) και ενώπιον του τμήματος προσφυγών (βλ. απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ R 326/2000-4, της 17ης Φεβρουαρίου de 2003, σ. 4, τρίτο και τέταρτο εδάφιο), ότι η λέξη «la española» έχει γίνει συνηθισμένος όρος στην καθομιλουμένη, ότι έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα και ότι αποτελεί κοινή αναφορά στον συγκεκριμένο τομέα.

93      Το ίδιο το ΓΕΕΑ έχει υποστηρίξει, σε άλλες διαδικασίες ανακοπής, αντίθετη άποψη από αυτή που υποστηρίζει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, το τμήμα ανακοπών, με την απόφαση υπ’ αριθ. 259/2000, της 22ας Φεβρουαρίου 2000 (σ. 6, πέμπτο εδάφιο), που επικυρώθηκε από το τέταρτο τμήμα προσφυγών (απόφαση R 326/2000‑4, της 17ης Φεβρουαρίου 2003), στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας ανακοπής και με την απόφαση υπ’ αριθ. 843/2000, της 27ης Απριλίου 2000 (σ. 6, τέταρτο εδάφιο), έκρινε ότι η έκφραση «la española» έχει ασθενή διακριτική ισχύ, διότι αποτελεί συνηθισμένη ονομασία στον τομέα των τροφίμων και συνιστά αναφορά στη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων. Ομοίως, και αντίθετα με ό,τι υποστηρίζεται στην υπό κρίση υπόθεση, το τμήμα ανακοπών έκρινε με την απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2000 ότι επειδή το κοινό στοιχείο των δύο σημάτων έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα την προσοχή του καταναλωτή δεν θα τραβήξει ο όρος «la española», αλλά το εικονιστικό στοιχείο του ζητουμένου σήματος.

–       Ως προς την ομοιότητα των σημάτων και τον κίνδυνο συγχύσεως

94      Το τμήμα προσφυγών φρονεί ότι η σφαιρική οπτική εντύπωση που δημιουργούν τα επίδικα σήματα είναι διαφορετική και, κατά συνέπεια, η σφαιρική εκτίμησή τους δεν αναδεικνύει καμία ομοιότητα μεταξύ τους, πράγμα που αποκλείει κάθε κίνδυνο συγχύσεως.

95      Υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), του οποίου το κανονιστικό περιεχόμενο είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, προκύπτει ότι συνιστά κίνδυνο συγχύσεως ο κίνδυνος να πιστέψει το κοινό ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις (αποφάσεις Canon, προαναφερθείσα, σκέψη 29, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 17). Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως στην αντίληψη του κοινού πρέπει να εκτιμάται συνολικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των ασκούντων εν προκειμένω επιρροή παραγόντων (αποφάσεις SABEL, προαναφερθείσα, σκέψη 22· Canon, προαναφερθείσα, σκέψη 16, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 18).

96      Η εκτίμηση αυτή υποδηλώνει ορισμένη αλληλεξάρτηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των αντιστοίχων προϊόντων ή υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, ο μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμιστεί από υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως (αποφάσεις Canon, προαναφερθείσα, σκέψη 17, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 19).

97      Από την αρχή της αλληλεξάρτησης μεταξύ των παραγόντων προκύπτει επίσης ότι ο υψηλός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των σημάτων ενισχύεται από τον υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή, κατά μείζονα λόγο, από την ταυτότητα των προϊόντων.

98      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία, δύο σήματα είναι παρόμοια οσάκις, κατά την αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού, ταυτίζονται τουλάχιστον, εν μέρει ως προς μία ή πλείονες ουσιώδεις πτυχές [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψη 30, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑168/04, L & D κατά ΓΕΕΑ – Sämann (Aire Limpio), δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 91].

99      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική ομοιότητα των εξεταζομένων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους, καθώς και του γεγονότος ότι ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται κατά κανόνα ένα σήμα ως μια ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (αποφάσεις SABEL, προαναφερθείσα, σκέψη 23, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 25).

100    Όσον αφορά το οπτικό επίπεδο, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τα δύο συγκρουόμενα σήματα έχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία, και συγκεκριμένα:

–        περιλαμβάνουν ετικέτα ορθογώνια, κάθετη και κανονική, του ιδίου μεγέθους που έχει κόκκινο πλαίσιο και στρογγυλεμένες γωνίες στην περιφέρεια·

–        περιλαμβάνουν σε πρώτο πλάνο την εικόνα καθισμένης γυναίκας, τα ενδύματα της οποίας έχουν παρόμοιους χρωματισμούς που φέρουν αμφότερες άσπρη φούστα και υποκάμισο και κόκκινο μαντήλι με σκισμένες άκρες·

–        οι δύο εικονιζόμενες γυναίκας έχουν δεμένα τα μαλλιά, ένα λουλούδι πίσω από το δεξί αυτί και ένα διακοσμητικό χτένι·

–        οι δύο εικονιζόμενες γυναίκες έχουν γυμνούς τους βραχίονες και την κεφαλή στραμμένη προς τα αριστερά, κάθονται δε σε τοίχο χρώματος ώχρας·

–        στο πρώτο πλάνο εικονίζεται κλαδί ελιάς κοντά στην κεφαλή των δύο γυναικών·

–        υπάρχει ένας χώρος που περιλαμβάνει το όνομα του προϊόντος στην άνω ζώνη, που έχει σχήμα κυρτό προς το εξωτερικό της ετικέτας και κοίλο προς το εσωτερικό·

–        η ονομασία του σήματος εμφανίζεται εντός λευκού πλαισίου, σε κόκκινο φόντο και βρίσκεται στο κάτω μέρος της ετικέτας·

–        το σχήμα του πλαισίου είναι επίπεδο προς το κάτω μέρος της ετικέτας και κοίλο προς το εσωτερικό της·

–        η ονομασία του σήματος αναγράφεται με λευκά γράμματα του ιδίου μεγέθους, πάνω στο κόκκινο φόντο του πλαισίου·

–        πίσω από τη γυναίκα εικονίζεται ελιά στο ίδιο σύνολο χρωμάτων, ο ορίζοντας της οποίας καταλαμβάνει αντίστοιχο τμήμα.

101    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η ομοιότητα των εν λόγω εικονιστικών στοιχείων, τόσο στο χρωματικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο του σχεδίου, είναι περισσότερο σημαντική από τις μικρές διαφορές οι οποίες πράγματι δεν φαίνονται παρά μόνο με σχολαστική και ενδελεχή εξέταση.

102    Όσον αφορά το εννοιολογικό επίπεδο, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ίδιο το τμήμα προσφυγών (σκέψεις 9 και 19) κρίνει ότι υπάρχει μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων εννοιολογική σχέση καίτοι ασθενής, που ανάγεται στη φύση και την προέλευση των καλυπτομένων προϊόντων.

103    Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι το σύνολο των κοινών στοιχείων των δύο επιδίκων σημάτων δημιουργεί συνολική οπτική εντύπωση μεγάλης ομοιότητας, δεδομένου ότι το σήμα La Española αντιγράφει με μεγάλη ακρίβεια το ουσιώδες μέρος του μηνύματος και την οπτική εντύπωση που μεταβιβάζει το σήμα Carbonell: τη γυναίκα που φέρει χαρακτηριστικό φόρεμα και κάθεται με ορισμένο τρόπο, κοντά σε ένα κλαδί ελιάς, με τον ελαιώνα στο βάθος, το σύνολο δε αυτό παρουσιάζει σχεδόν πανομοιότυπη διάταξη των χώρων, των χρωμάτων, των σημείων όπου αναγράφονται οι ονομασίες και του τρόπου κατά τον οποίο εμφανίζεται η επιγραφή.

104    Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι αυτή η παρόμοια σφαιρική εντύπωση δημιουργεί στον καταναλωτή, αναπόφευκτα, τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

105    Αυτός ο κίνδυνος συγχύσεως δεν ελαττώνεται από την ύπαρξη διαφορετικού λεκτικού στοιχείου διότι, όπως κρίθηκε ανωτέρω, το λεκτικό στοιχείο του ζητουμένου σήματος έχει πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα δεδομένου ότι αναφέρεται στη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος.

106    Πράγματι, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβεί σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων και πρέπει να βασιστεί στην ατελή εικόνα που διατηρεί στη μνήμη του (απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 26). Το στοιχείο αυτό ενισχύει το βάρος των στοιχείων των επιδίκων σημάτων που είναι ιδιαίτερα εμφανή και γίνονται εύκολα αντιληπτά, όπως είναι, εν προκειμένω, τα εικονιστικά στοιχεία των συγκρουομένων σημάτων (βλ, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση CONFORTFLEX, προαναφερθείσα, σκέψη 45).

107     Πρέπει να σημειωθεί, δεύτερον, ότι ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής του επίμαχου είδους προϊόντος ή υπηρεσίας προσλαμβάνει τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως (αποφάσεις SABEL, προαναφερθείσα, σκέψη 23, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 25). Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτιμήσεως ο μέσος καταναλωτής θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, πλην όμως το επίπεδο της προσοχής του είναι δυνατόν να μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των αντιστοίχων προϊόντων ή υπηρεσιών (απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, προαναφερθείσα, σκέψη 26).

108    Δεδομένου όμως ότι το ελαιόλαδο είναι πολύ συνηθισμένο καταναλωτικό προϊόν στην Ισπανία, το επίπεδο προσοχής του μέσου καταναλωτή έναντι της εξωτερικής εμφάνισης του προϊόντος είναι χαμηλό [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2007, T‑283/04, Georgia-Pacific κατά ΓΕΕΑ (Ανάγλυφο σχέδιο), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41].

109    Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όπως αναγνωρίζει το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ελαιόλαδο αγοράζεται τις περισσότερες φορές σε μεγάλα καταστήματα ή σε καταστήματα όπου τα προϊόντα των διαφόρων σημάτων εκτίθενται σε ράφια. Σε σημεία πωλήσεως αυτού του τύπου, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο καταναλωτής χάνει λίγο χρόνο μεταξύ των διαδοχικών αγορών που πραγματοποιεί σε διάφορα σημεία του καταστήματος και δεν ζητεί προφορικά τα διάφορα προϊόντα που επιθυμεί, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι οι διαφορές μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων στο φωνητικό επίπεδο δεν ασκούν επιρροή στον διαχωρισμό των προϊόντων. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο καταναλωτής καθοδηγείται περισσότερο από μια εντύπωση παρά από μια άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων και συχνά δεν διαβάζει όλες τις ενδείξεις που φέρουν τα δοχεία ελαιολάδου. Στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς παίρνει μια φιάλη η ετικέτα της οποίας του δίνει την οπτική εντύπωση του σήματος που αναζητεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εικονιστικό στοιχείο των συγκρουομένων σημάτων αποκτά αυξημένη σημασία, αντίθετα με την κρίση που διατυπώνει η προσβαλλόμενη απόφαση, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των δύο επιδίκων σημάτων.

110    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν τα συγκρουόμενα σήματα εξετάζονται από την απόσταση και με την ταχύτητα με τις οποίες ο καταναλωτής, σε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα, επιλέγει τα προϊόντα που ζητεί, οι διαφορές μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν, καίτοι οι ομοιότητες είναι εμφανέστερες, δεδομένου ότι ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται το σήμα ως σύνολο και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του.

111    Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, λόγω της ομοιότητας των συγκρουομένων σημάτων και του γεγονότος ότι το λεκτικό στοιχείο του ζητουμένου σήματος έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, ο καταναλωτής μπορεί να αντιληφθεί το ζητούμενο σήμα ως επιμέρους σήμα συνδεόμενο με το σήμα Carbonell που χαρακτηρίζει κάποιο ελαιόλαδο διαφορετικής ποιότητας από αυτό που αποτελεί το αντικείμενο του εν λόγω σήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση CONFORTFLEX, προαναφερθείσα, σκέψη 61). Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το σήμα Carbonell, που κυκλοφορεί στην Ισπανία από το 1904 έχει ταυτιστεί με το ελαιόλαδο στην ισπανική αγορά και η εικόνα που χρησιμοποιεί το χαρακτηρίζει αυτόματα.

112    Βάσει των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι κακώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στην κρίση ότι αποκλείεται κάθε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων (σκέψη 24). Αντιθέτως, από το σύνολο των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των εν λόγω σημάτων.

113    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, πρέπει να γίνει δεκτός.

114    Κατά συνέπεια και χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την έννοια ότι η ασκηθείσα από την προσφεύγουσα προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών είναι βάσιμη και, κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον έχει διατυπώσει σχετικό αίτημα ο νικήσας διάδικος. Κατά το άρθρο 136, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται ως αποδοτέα έξοδα. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των απαραίτητων εξόδων που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Μεταρρυθμίζει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 11ης Μαΐου 2004 (υπόθεση R 1109/2000-4), κατά την έννοια ότι η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών είναι βάσιμη και, κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή.

2)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

Cooke

García-Valdecasas

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J.D. Cooke

Πίνακας περιεχομένων

Νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

Επί του παραδεκτού του αιτήματος να κηρύξει το Πρωτοδικείο άκυρο το ζητούμενο σήμα ή, άλλως, να διατάξει την απόρριψή του

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ως προς την έκταση της εντολής του εκπροσώπου της προσφεύγουσας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ως προς την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ουσίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

– Ως προς τον διακριτικό χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων

– Ως προς τον κυρίαρχο χαρακτήρα των λεκτικών στοιχείων

– Ως προς την ομοιότητα των σημάτων και τον κίνδυνο συγχύσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.