Language of document :

Προσφυγή-αγωγή της 29ης Ιουνίου 2021 – WV κατά ΕΥΕΔ

(Υπόθεση T-371/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: WV (εκπρόσωπος: É. Boigelot, δικηγόρος)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την από 26 Αυγούστου 2020 απόφαση της ΑΔΑ της ΕΥΕΔ με αριθμό [εμπιστευτικό] η οποία κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα από [εμπιστευτικό] και με την οποία η ΑΔΑ της ΕΥΕΔ κρίνει ότι «[η] ποινή της παύσης επιβάλλεται στην [εμπιστευτικό1 , υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), χωρίς μείωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας της υπογραφής της», και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, το σύνολο των προπαρασκευαστικών πράξεων και αποφάσεων·

να υποχρεώσει την καθής-εναγομένη να αποκαταστήσει το σύνολο της ζημίας την οποία υπέστη και θα υποστεί εξαιτίας της εκδόσεως και της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εξαιτίας της όλης καταγγελλομένης συμπεριφοράς της καθής-εναγομένης που κατέληξε στην έκδοση της ως άνω αποφάσεως, η οποία αποτιμάται προσωρινώς και με την επιφύλαξη προσαυξήσεως κατά τη διάρκεια της δίκης, κατ’ ορθή και δίκαιη κρίση, στο ποσό των 3 500 000 ευρώ·

να καταδικάσει την καθής-εναγομένη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 134 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

Ο πρώτος λόγος στηρίζεται στην αναλήθεια των προσαπτόμενων στην ίδια πραγματικών περιστατικών, στη χρήση εσφαλμένων νομικών βάσεων, σε παράβαση των άρθρων 17, παράγραφος 1, 21, παράγραφος 1, 25, 55, παράγραφος 1, και 60 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), καθώς και σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, πλημμελή αιτιολογία, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής «non bis in idem».

Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε τυπικά ελαττώματα και διαδικαστικές πλημμέλειες της πειθαρχικής διαδικασίας και, ιδίως, παράβαση των άρθρων 1, 2 και 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και πλειόνων διατάξεων της αποφάσεως της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2019, για τον καθορισμό των γενικών εκτελεστικών διατάξεων σχετικά με τη διεξαγωγή των διοικητικών ερευνών και των πειθαρχικών διαδικασιών (ΓΕΔ), επανειλημμένες προσβολές των δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) το οποίο κατοχυρώνει την πρόσβαση κάθε προσώπου στον φάκελό του, παράβαση του άρθρου 26, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας που κατοχυρώνεται στον κανονισμό 2018/1725 1 , παράβαση του κανονισμού 2001/1049 2 , παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων που απορρέει από την έννοια της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παράβαση του καθήκοντος για τη διενέργεια αμερόληπτων, αυτόνομων και εμπεριστατωμένων απαλλακτικών ή ενοχοποιητικών ερευνών και παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοικήσεως.

Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της αναλογικότητας της ποινής και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ποινή δεν είναι ανάλογη των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτονται.

Ο τέταρτος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, παράβαση των άρθρων 12 και 22β  του ΚΥΚ, παράβαση του καθήκοντος αρωγής και του άρθρου 24 του ΚΥΚ, κατάχρηση εξουσίας, παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 2019/1937 1 , παράβαση των οδηγιών 2000/78 2 και 2000/43 3 , παράβαση της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και παράβαση του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 1ης Ιουνίου 2017, κατά του αντισημιτισμού [2017/2692 (RSP)] και της δήλωσης του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την καταπολέμηση του αντισημιτισμού, παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΣΕΕ, παράβαση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος των γυναικών, των Συμφώνων των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

____________

1 Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.

1 Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 295, σ. 39).

1 Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

1 Οδηγία (EE) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ 2019, L 305, σ. 17).

1 Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

1 Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ 2000, L 180, σ. 22).