Language of document : ECLI:EU:T:1999:37

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 4ης Μαρτίου 1999 (1)

«Συγκέντρωση επιχειρήσεων — Κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 — Κοινή επιχείρηση— Χαρακτηρισμός — Οριστικός ή προπαρασκευαστικός χαρακτήρας τηςαποφάσεως που διαπιστώνει τη συνεταιριστική φύση μιας κοινής επιχειρήσεως— Κριτήρια μιας συγκεντρωτικής κοινής επιχειρήσεως: λειτουργική αυτονομίακαι ανυπαρξία συντονισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων — Δικαίωμα τωνοικείων επιχειρήσεων για ακρόαση — Αιτιολογία»

Στην υπόθεση T-87/96,

Assicurazioni Generali SpA και Unicredito SpA, εταιρίες ιταλικού δικαίου, μεέδρα, αντιστοίχως, την Τεργέστη και το Treviso (Ιταλία), εκπροσωπούμενες απότους Aurelio Pappalardo, δικηγόρο Trapani, και Claudio Tesauro, δικηγόροΝεαπόλεως, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alain Lorang, 51, rueAlbert 1er,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον RichardLyal και τη Fabiola Mascardi, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένης από την

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Umberto Leanza,προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών,επικουρούμενο από τον Ivo M. Braguglia, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεωνστο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής στηνυπόθεση αριθ. IV/M.711 — Generali/Unicredito, της 25ης Μαρτίου 1996, σχετικάμε διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων(διορθωμένο κείμενο, ΕΕ 1990, L 257, σ. 14),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους B. Vesterdorf, Πρόεδρο, C. W. Bellamy, R. M. MouraRamos, J. Pirrung και P. Mengozzi, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 14ης Ιουλίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.
    Με απόφαση της 25ης Μαρτίου 1996, η Επιτροπή διαπίστωσε, κατ' εφαρμογήν τουάρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 τουΣυμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεωνμεταξύ επιχειρήσεων (διορθωμένο κείμενο, ΕΕ 1990, L 257, σ. 13, στο εξής:κανονισμός 4064/89), ότι η δημιουργία μιας κοινής επιχειρήσεως με την επωνυμίαCasse e Generali Vita SpA (στο εξής: CG Vita ή κοινή επιχείρηση), κατ'εφαρμογήν των συμφωνιών που της είχαν κοινοποιηθεί στις 9 Φεβρουαρίου 1996από την Assicurazioni Generali SpA (στο εξής: Generali) και την Unicredito SpA(στο εξής: Unicredito), δεν αποτελούσε συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου3 του κανονισμού 4064/89 — όπως αυτός είχε κατά την έκδοση της αποφάσεωςαυτής, πριν τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της30ής Ιουνίου 1997, την τροποποίηση του κανονισμού 4064/89 (ΕΕ L 180, σ. 1, στο

εξής: κανονισμός 1310/97) — και, επομένως, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογήςτου κανονισμού αυτού (υπόθεση αριθ. IV/M.711 — Generali/Unicredito, στο εξής:προσβαλλομένη απόφαση). Οι προμνημονευθείσες συμφωνίες είχαν περιβληθείτον τύπο ενός εγγράφου προθέσεως, της 10ης Ιανουαρίου 1996, το οποίοσυμπληρώθηκε με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1996 και με εκτελεστικέςσυμφωνίες που υπογράφηκαν την ίδια αυτήν ημερομηνία.

2.
    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αντιμετώπισε, κατόπιν αιτήσεως των κοινοποιησάντωνμερών, την προμνημονευθείσα κοινοποίηση ως αίτηση (αρνητικής πιστοποιήσεως)κατά την έννοια του άρθρου 2 ή ως κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 4του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτουκανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ., 08/001,σ. 25, στο εξής: κανονισμός 17), και τούτο σύμφωνα με το άρθρο 5 τουκανονισμού (ΕΚ) 3384/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά μετις κοινοποιήσεις της, τις προθεσμίες και τις ακροάσεις που προβλέπονται στονκανονισμό 4064/89, ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (ΕΕ L 377, σ. 1, στοεξής: κανονισμός 3384/94). Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 1996, η Επιτροπήπληροφόρησε τις μετέχουσες επιχειρήσεις για τη θέση της υποθέσεως στο αρχείο,με την αιτιολογία ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης δεν ετύγχανε εφαρμογής εφόσονοι κοινοποιηθείσες συμφωνίες δεν μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητώς το μεταξύτων κρατών μελών εμπόριο.

3.
    Κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως στην Επιτροπή των προμνημονευθεισώνσυμφωνιών που προέβλεπαν τον από κοινού, από την Unicredito και την Generali,έλεγχο της εταιρίας CG Vita, η εταιρία αυτή μετονομάστηκε σε Quercia Vita SpAκαι ελεγχόταν αποκλειστικώς από την Unicredito. Σύμφωνα με τα στοιχεία πουπεριείχε το προμνημονευθέν έγγραφο προθέσεως καθώς και το σχετικό με τηνκοινοποίηση της εν λόγω πράξεως έντυπο, βάσει του κανονισμού 4064/89 (στοεξής: έντυπο CO), η εν λόγω εταιρία δεν ασκούσε δραστηριότητα και δεν διέθετεεισέτι την άδεια του Instituto per la Vigilanza sulle Imprese di AssicurazionePrivate e di Interesse Collettivo (στο εξής: ISVAP) (συλλογικού συμφέροντοςόργανο εποπτείας των ιδιωτικών ασφαλίσεων) όπως απαιτούνταν από το ιταλικόνομοθετικό διάταγμα 174, της 17ης Μαρτίου 1995, σύμφωνα με το οποίο η άσκησηδραστηριότητας στον τομέα των ασφαλίσεων εξηρτάτο από τέτοια άδεια, καιτούτο χάριν της προστασίας των καταναλωτών.

4.
    Η επιχείρηση CG Vita έχει ως σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων στον τομέα τηςασφαλίσεως, στους κλάδους «ζωής», «κεφαλαιοποιήσεως» και «επικουρικήςασφαλίσεως», εντός των ορίων, όσον αφορά αυτόν τον τελευταίο κλάδο, τωνδραστηριοτήτων που η ιταλική νομοθεσία επιφυλάσσει αποκλειστικώς στιςασφαλιστικές εταιρίες (σημείο 1.1.1 του εγγράφου προθέσεως). Πιοσυγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 4 του καταστατικού της, η εν λόγωεπιχείρηση έχει ως αντικείμενο την άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλίσεως καιαντασφαλίσεως στους κλάδους που μνημονεύονται στα σημεία Α και Β τουσυνημμένου στο νομοθετικό διάταγμα 174, της 17ης Μαρτίου 1995, πίνακα, στην

Ιταλία και στην αλλοδαπή, και στη συμμετοχή της σε εταιρίες με το ίδιοαντικείμενο. Το πρώτο πενταετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων της CG Vita, πουκαταρτίστηκε κατ' εφαρμογήν της προμνημονευθείσας ιταλικής νομοθεσίαςπροκειμένου να εξεταστεί από το ISVAP, προβλέπει ότι η κοινή επιχείρηση θαδραστηριοποιηθεί κατ' ουσίαν, τουλάχιστον αρχικώς, στον τομέα τωναυτασφαλίσεων, με απλούστατα προϊόντα (στο εξής: πρόγραμμα δραστηριότητας).

5.
    Δυνάμει των άρθρων 6 και 7 του καταστατικού της, η CG Vita διαθέτει εταιρικόκεφάλαιο 2 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών (LIT), το οποίο μπορεί να φθάσειτα 20 δισεκατομμύρια ή, σύμφωνα με το προαναφερθέντα έντυπο CO και τοέγγραφο προθέσεως σε επίπεδο ανώτερο αναλόγως του τομέα δραστηριότητας.Σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση παρατηρήσειςτης Ιταλικής Κυβερνήσεως, η αρχική χρηματοπιστωτική δέσμευση της Generaliπεριοριζόταν τότε στα 300 εκατομμύρια LIT. Το προσωπικό της κοινήςεπιχειρήσεως, που αποτελούνταν, στην αρχή, από 15 άτομα — μεταξύ των οποίωνυπεύθυνος διευθυντής, εμπορικός υπεύθυνος (διευθύνων) και τεχνικοδιοικητικόςυπεύθυνος — επρόκειτο να αυξηθεί κανονικώς για να φθάσει, κατά το πέμπτοοικονομικό έτος, σύμφωνα με περιεχόμενο στο πρόγραμμα δραστηριοτήτωνοργανόγραμμα, τα 23 άτομα. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του καταστατικού της, ηκοινή επιχείρηση ιδρύεται για περίοδο που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2050, μεδυνατότητα παρατάσεως.

6.
    Σύμφωνα με το έγγραφο προθέσεως και το έντυπο CO, η εταιρία Generaliαποτελεί ασφαλιστική εταιρία ασκούσα δραστηριότητες ασφαλίσεως καιαντασφαλίσεως σε όλους τους κλάδους «ζημιών» και στον κλάδο «ζωής». Ελέγχειτον όμιλο Generali, ο οποίος είναι, σύμφωνα με την προσβαλλομένη απόφαση, οπρώτος ασφαλιστικός όμιλος στην Ιταλία.

7.
    Η Unicredito είναι μια χρηματοπιστωτική εταιρία έχουσα ως αντικείμενο, μεταξύάλλων, την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής και την διαχείριση αυτών εντόςεταιριών του τραπεζικού, χρηματοπιστωτικού και ασφαλιστικού τομέα. Είναιεπικεφαλής του τραπεζικού ομίλου Unicredito, ο οποίος σύγκειται από τις εταιρίεςCassa di Risparmio di Verona Vicenza Belluno e Ancona (στο εξής: Cariverona)και Cassa di Risparmio della Marca Trivigiana (στο εξής: Cassamarca), καθώς καιτις υπ' αυτών ελεγχόμενες εταιρίες.

8.
    Στο ανωτέρω έγγραφο προθέσεως της 10ης Ιανουαρίου 1996, η Generali και ηUnicredito δηλώνουν, κατ' αρχάς, την πρόθεσή τους για σύναψη συμφωνιώνσυμμετοχικής και συνεταιριστικής φύσεως στον τραπεζικό, χρηματοπιστωτικό,ασφαλιστικό και παρατραπεζικό τομέα, με σκοπό την ενοποίηση τωνδραστηριοτήτων τους. Υπογραμμίζουν, κατ' ουσίαν, ότι αυτή η πρωτοβουλίαεντάσσεται στη λογική των πλέον προσφάτων εξελίξεων στον τραπεζικό καιασφαλιστικό τομέα, οι οποίες αποσκοπούν στο να ευνοηθεί η διαδικασίαενοποιήσεως μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών τομέων στο πλαίσιο τηςπροοπτικής διευρύνσεως της προσφοράς τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών,ασφαλιστικών και παρατραπεζικών, γενικώς, προϊόντων, και τούτο μέσω της

καλύτερης και πλέον εκτεταμένης χρησιμοποιήσεως των αντιστοίχων δικτύωνδιανομής των επιχειρήσεων, και στο να τονισθεί η σπουδαιότητα της οικονομίας,της αποτελεσματικότητας και του συντονισμού των ενεργειών των διαφόρωνπαραγόντων.

9.
    Στο πλαίσιο αυτό, με σκοπό «τη μεταγενέστερη παγίωση των σχέσεών τουςσυνεργασίας», οι δύο ανωτέρω εταιρίες διασαφηνίζουν ότι σκοπεύουν νααναπτύξουν τις σχέσεις τους «συμμετοχής/συνεργασίας», αφενός, ιδρύοντας τηνκοινή επιχείρηση CG Vita και, αφετέρου, προβλέποντας «συναλλακτικής φύσεωςδραστηριότητες» (σημείο 1 του εγγράφου προθέσεως).

10.
    Μόνο η δημιουργία της επιχειρήσεως CG Vita αποτέλεσε το αντικείμενο τηςανωτέρω κοινοποιήσεως. Η πράξη αυτή συντελέστηκε, σύμφωνα με το έγγραφοπροθέσεως (σημείο 1.1.1), μέσω της αποκτήσεως από την Generali του 50 % τουκεφαλαίου της CG Vita, το οποίο μέχρι τότε κατείχε εξ ολοκλήρου η Unicredito.Οι ως άνω εκτελεστικές συμφωνίες διασαφηνίζουν ότι το διοικητικό συμβούλιοαποτελείται ισομερώς από μέλη το ήμισυ των οποίων διορίζεται από τηνCariverona και την Cassamarca το έτερο δε ήμισυ από την Generali. Σύμφωνα μετο άρθρο 14 του καταστατικού της CG Vita, οι αποφάσεις, επί εμπορικώνθεμάτων, της έκτακτης γενικής συνελεύσεως λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφίατου εταιρικού κεφαλαίου.

11.
    Το έγγραφο προθέσεως αναφέρει ότι το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων τηςEurovita στα οποία έχουν επενδύσει η Cariverona και η Cassamarca και κατέχειη εταιρία Eurovita θα μεταφερθεί, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ αυτών των τριώνεταιριών, από την Eurovita στην CG Vita (σημείο 1.1.2).

12.
    Εξάλλου, το έγγραφο προθέσεως (σημείο 1.1.1) προβλέπει ότι η CG Vitaεμπορεύεται τα δικά της προϊόντα μέσω του δικτύου των υποκαταστημάτωντραπεζών που ελέγχονται από την Unicredito. Θα είναι επίσης δυνατή η σύναψησυμφωνιών με άλλα δίκτυα, τραπεζικά ή μη. Σύμφωνα με στοιχεία πουπεριέχονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων και έχουν επιβεβαιωθεί από τιςμητρικές εταιρίες στις απαντήσεις τους της 29ης Φεβρουαρίου και της 12ηςΜαρτίου 1996 προς την Επιτροπή, όταν αυτή ζήτησε σχετικές πληροφορίες, τοτραπεζικό δίκτυο της Unicredito θα διασφαλίζει τη διανομή των προϊόντων τηςCG Vita στο πλαίσιο συμβάσεων πρακτορείας και όχι συμβάσεων διανομής.

13.
    Το έγγραφο προθέσεως διασαφηνίζει επίσης ότι οι τράπεζες του ομίλουUnicredito θα αναθέσουν στην CG Vita όλες τις καλύψεις σχετικά με τηνασφάλεια ζωής, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τους υπαλλήλους τους(σημείο 1.1.1). Εξάλλου, τα κεφάλαια αυτής της κοινής επιχειρήσεως θακατατεθούν σε τράπεζες του ομίλου Unicredito, οι οποίες θα διαχειρίζονταιεπίσης τις κινητές αξίες που έχουν επενδυθεί ενόψει τεχνικών αποθεματικών(σημείο 1.1.3).

14.
    Προκειμένου περί της ανωτέρω «μεθοδεύσεως δραστηριοτήτων», η Generaliδεσμεύεται, κατ' ουσίαν, να προσφεύγει, προοδευτικώς, κατά τρόπο προνομιακό,στις τραπεζικές και στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες του ομίλου Unicredito, οιοποίες θα της παρέχονται υπό τους καλύτερους όρους της αγοράς. Η εταιρίαUnicredito δεσμεύεται να απευθύνει οδηγίες στις τράπεζες που ελέγχειπροκειμένου αυτές να συνάπτουν όλα τα νέα ασφαλιστήρια, όσον αφορά τονκλάδο «ζημίες», με την Generali, υπό τους καλύτερους όρους της αγοράς.Εξάλλου, οι τράπεζες του ομίλου Unicredito και Generali θα μελετήσουν τηδυνατότητα αναλήψεως κοινών πρωτοβουλιών με σκοπό τον προσδιορισμό και τηντοποθέτηση των προϊόντων ασφαλίσεως του κλάδου «ζημίες», που επίσηςπροορίζονται για την πελατεία των ελεγχομένων από την Unicredito τραπεζών,χωρίς να αποκλείεται η από κοινού σύσταση νέας εταιρίας σ' αυτόν τον ειδικότομέα (σημείο 1.2 του εγγράφου προθέσεως).

15.
    Η Unicredito και η Generali συμφωνούν να συστήσουν μια επιτροπή μελέτης,επιφορτισμένη με την ανάπτυξη αυτών των κοινών πρωτοβουλιών, και νατελειοποιήσουν, εν προκειμένω, τέτοιες νέες πρωτοβουλίες όπως, μεταξύ άλλων,η εγκατάσταση, στα πρακτορεία της Generali, αυτοματοποιημένου συστήματοςπληρωμής· η καθιέρωση συνεργασίας στον τομέα των πιστωτικών καρτών καικαρτών αναλήψεως χρημάτων γενικώς· όσον αφορά το τμήμα τραπεζικώνυπηρεσιών των επιχειρήσεων, την από κοινού δημιουργία υπηρεσιώνπαρεχομένων από τις τράπεζες του ομίλου Unicredito και από την Generali· τηνεξέταση της σκοπιμότητας πραγματοποιήσεως επαφών μεταξύ των τραπεζικώνυποκαταστημάτων της Unicredito και των γραφείων και πρακτορείων της Generali(σημείο 3 του εγγράφου προθέσεως).

16.
    Όσον αφορά την επαγγελματική επιμόρφωση, το έγγραφο προθέσεως αναφέρειότι η Generali θα συνεργαστεί στενά για την οργάνωση δομών όσον αφορά τηνεκπαίδευση του προσωπικού της Unicredito που είναι επιφορτισμένο με τηνπροώθηση και την πώληση προϊόντων ασφαλίσεως. Σύμφωνα με το πρόγραμμαδραστηριότητας της CG Vita, με συμφωνίες μεταξύ της επιχειρήσεως αυτής καιτων μητρικών εταιριών προβλέπεται η οργάνωση για τον σκοπό αυτόσυντονισμένων μαθημάτων από καθηγητές (esperti docenti) της ΣχολήςΕπαγγελματικής Εκπαιδεύσεως Ασφαλίσεως Generali (Scuola di FormazioneProfessionale delle Assicurazioni Generali). Το κόστος της εκπαιδεύσεως αυτής,το οποίο φέρει η οικεία επιχείρηση, θα κλιμακωθεί, σύμφωνα με ταπεριλαμβανόμενα στο πρόγραμμα δραστηριότητας στοιχεία, μεταξύ 500εκατομμυρίων LIT, κατά το πρώτο οικονομικό έτος, και 243 εκατομμυρίων LIT,κατά το πέμπτο οικονομικό έτος.

17.
    Το έγγραφο προθέσεως περιλαμβάνει επίσης συμφωνίες αποκλειστικότητας, οιοποίες, σύμφωνα με την απάντηση της Generali και Unicredito σε σχετική ρητήαίτηση της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, εφαρμόζονται μόνο για τησύσταση της επιχειρήσεως CG Vita μέσω της αποκτήσεως του 50 % τουκεφαλαίου της από την Generali και για τη διανομή των προϊόντων τηςεπιχειρήσεως αυτής μέσω του τραπεζικού δικτύου της Unicredito. Η Generali

ρητώς παραιτείται, στο έγγραφο προθέσεως, να συνάψει, χωρίς τη συγκατάθεσητης Unicredito, συμφωνίες συνεργασίας και/ή συμμετοχής, με παρόμοιοπεριεχόμενο, με άλλες τράπεζες στις ιταλικές περιοχές όπου η παρουσία τωντραπεζών του ομίλου αυτού είναι, όσον αφορά τον αριθμό τους, αρκούντωςέντονη.

18.
    Η Unicredito αναλαμβάνει παρόμοια δέσμευση έναντι της Generali. Πιοσυγκεκριμένα, παραιτείται από την απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, χωρίς τησυγκατάθεση της Generali, μερίδιων συμμετοχής σε άλλες ασφαλιστικές εταιρίεςως σταθερής και λειτουργικής επένδυσης. Από τη δέσμευση αυτή αποκλείεταιενδεχόμενως τέτοιου είδους συμμετοχή σε εταιρίες και/ή τραπεζικά holdings πουδιαθέτουν, με τη σειρά τους, τέτοιου είδους, άμεση ή έμμεση, συμμετοχή σεασφαλιστικές εταιρίες.

19.
    Προκειμένου, ειδικότερα, για τη διανομή των προϊόντων της CG Vita,διασαφηνίζεται, στο ανωτέρω συμπληρωματικό έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου1996, ότι η διάρκεια της επιβληθείσας στην Unicredito αποκλειστικότητας για τηδιανομή αυτή περιορίζεται σε πέντε έτη.

20.
    Τέλος, το πρόγραμμα δραστηριότητας προβλέπει ότι οι ιδρυτικές εταιρίες θαπαρέχουν τη βοήθειά τους, με το αζημίωτο, στην κοινή επιχείρηση σε ορισμένουςτομείς. Σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτές, το ύψος των επιστροφών στις μητρικέςεταιρίες θα ανέλθει σε 800 εκατομμύρια LIT, όσον αφορά το πρώτο οικονομικόέτος, και θα αυξάνεται ετησίως κατά 5 %. Η CG Vita θα επωφελείται, στονμέγιστο δυνατό βαθμό, των σχετικών με συστήματα πληροφορικής υπηρεσιών τωνμητρικών της εταιριών. Οι τεχνικού και διοικητικού χαρακτήρα διαδικασίεςσχετικά με τα ασφαλιστήρια του κλάδου ζωής (έκδοση ασφαλιστηρίων, λογιστικά,ρευστοποίηση, υπολογισμός αποθεματικών ισολογισμού κ.λπ.) διεκπεραιώνονταιαπό την Generali. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον για όσο χρόνο το μέγεθος τουχαρτοφυλακίου δεν θα επιτρέπει την απορρόφηση του κόστους μιας εσωτερικήςυπηρεσίας εξετάσεως, η εσωτερική δραστηριότητα ελέγχου θα ασκείται μέσω τηςυπηρεσίας εσωτερικού λογιστικού ελέγχου της Generali (Ufficio di InternalAuditing). Επιπλέον, για την ιατρική και επαγγελματική εκτίμηση τωνπροτεινομένων κινδύνων, η CG Vita θα μπορεί, «τουλάχιστον κατά την πρώτηπερίοδο ασκήσεως της δραστηριότητάς της», να προσφεύγει στην ιατρικήυπηρεσία επιλογής της Generali. Τέλος, η τεχνικοαναλογιστική βοήθεια θα τηςπαρέχεται επίσης από την Generali, η οποία θα θέσει στη διάθεσή τηςαναλογιστή. Παρ' όλ' αυτά, το πρόγραμμα δραστηριότητας υπογραμμίζει «τηνπρόθεση να καταστεί, με τον καιρό, η διαχείριση της εταιρίας αυτόνομη, [πράγμαπου] θα υλοποιηθεί προοδευτικώς, παράλληλα με την αύξηση του όγκου τωνυποθέσεων».

21.
    Ύστερα από την κοινοποίηση των ανωτέρω περιγραφεισών συμφωνιών, η σχετικήδιαδικασία εξελίχθηκε ως εξής: στις 23 Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή απηύθυνεστις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού

4064/89, μια πρώτη επίσημη αίτηση παροχής πληροφοριών. Υπογράμμισε τηνανάγκη, προκειμένου να μπορέσει να χαρακτηρίσει τη CG Vita ως μια πλήρωςλειτουργούσα κοινή επιχείρηση, α) «να της παρασχεθούν γενικώςσυμπληρωματικές διασαφηνίσεις και επεξηγήσεις σχετικά με τον αυτόνομοχαρακτήρα και την πλήρη λειτουργικότητα [αυτής] της επιχειρήσεως, ιδίως όσοναφορά τους πόρους [της], και να της γνωστοποιηθεί το προβλεπόμενο για τηνπραγματική άσκηση της δραστηριότητάς της timing»· β) να της γνωστοποιηθεί τοβιομηχανικό της πρόγραμμα· γ) να της παρασχεθούν συμπληρωματικέςπληροφορίες σχετικά με την Eurovita και δ) να διευκρινιστεί το χαρτοφυλάκιοσυμβάσεων που θα μεταβιβαστεί στη CG Vita. Οι μητρικές εταιρίες κοινοποίησαντο πρόγραμμα δραστηριότητας στην Επιτροπή και απάντησαν σ' αυτήν την αίτησηπαροχής πληροφοριών με έγγραφο της 29ης Φεβρουαρίου 1996, διασαφηνίζοντας,μεταξύ άλλων, ότι η διανομή των προϊόντων της CG Vita θα διασφαλιζόταν απότα υποκαταστήματα της Unicredito τα οποία θα λειτουργούσαν ως πρακτορεία.

22.
    Στις 4 Μαρτίου 1996 η Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato(αρμόδια ιταλική αρχή επί θεμάτων ανταγωνισμού) απηύθυνε στην Επιτροπήανακοίνωση ζητώντας την παραπομπή της υποθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 9 τουκανονισμού 4064/89. Η Generali και η Unicredito ενημερώθηκαν σχετικά με τηνανακοίνωση αυτή από την Επιτροπή η οποία τους απηύθυνε, στις 6 Μαρτίου 1996,δεύτερη ρητή αίτηση παροχής πληροφοριών προκειμένου, κατ' ουσίαν, ναδιασαφηνιστεί η θέση τους στην αγορά, να περιγραφεί το δίκτυο διανομής τηςGenerali όσον αφορά τα προϊόντα ασφαλίσεως ζωής και να δηλωθούν οι τυχόνισχύουσες συμφωνίες μεταξύ της Generali και άλλων τραπεζικών επιχειρήσεων.Η Generali και η Unicredito απάντησαν στην αίτηση αυτή με έγγραφο της 12ηςΜαρτίου 1996 και, ύστερα από ανεπίσημη συνάντηση με τους υπαλλήλους τηςομάδας ειδικής αποστολής «έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύεπιχειρήσεων» της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού (ΓΔ IV) της Επιτροπής(στο εξής: ομάδα ειδικής αποστολής «συγκεντρώσεις επιχειρήσεων») στις 13Μαρτίου 1996, έδωσαν, με έγγραφο που απηύθυναν στην Επιτροπή στις 15Μαρτίου 1996, διασαφηνίσεις σχετικά, ιδίως, με τον παρεπόμενο χαρακτήρα τηςσυμφωνίας αποκλειστικής διανομής των προϊόντων της κοινής επιχειρήσεως.

23.
    Στις 25 Μαρτίου 1996 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφασηδιαπιστώνουσα ότι η κοινοποιηθείσα πράξη δεν αποτελεί συγκέντρωση κατά τηνέννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, και τούτο για τονλόγο ότι η CG Vita δεν διαθέτει «πραγματική λειτουργική αυτονομία καιχαρακτηρίζεται από μια σειρά στοιχείων συνεργασίας που οδηγούν στοσυμπέρασμα ότι η πράξη είναι, στο σύνολό της, συνεταιριστικής φύσεως»(παράγραφοι 21 και 22).

24.
    Όσον αφορά, κατ' αρχάς, τη λειτουργική αυτονομία, η Επιτροπή δηλώνει, στηνπροσβαλλομένη απόφαση, ότι «οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία πουαυτή διαθέτει δεν της επιτρέπουν να καταλήξει, με αρκετή βεβαιότητα, στοσυμπέρασμα περί της υπάρξεως πραγματικής και επαρκούς λειτουργικήςαυτονομίας όσον αφορά την κοινή επιχείρηση» (παράγραφος 13). Η δήλωση αυτή

στηρίζεται σε δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, «παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση τωνμετεχουσών επιχειρήσεων να καταστήσουν τη διαχείριση της επιχειρήσεωςπροοδευτικώς αυτόνομη (...) το σύνολο σχεδόν των υπηρεσιών που συνδέονται μετη δραστηριότητα παραγωγής και τη διαχείριση των ασφαλιστηρίων (διαδικασίεςεκδόσεως, λογιστικών, ρευστοποιήσεως, υπολογισμού αποθεματικών ισολογισμού,εκτιμήσεως των κινδύνων, αρωγής επί θεμάτων αναλογιστικής τεχνικής κ.λπ.) [θα]διασφαλίζεται από τις οργανωτικές δομές της Generali τουλάχιστον μέχρι τονχρόνο (προφανώς αδύνατο να διευκρινιστεί) κατά τον οποίο η ανάπτυξη τουχαρτοφυλακίου ασφαλίσεων [θα είναι] τέτοια ώστε να επιτρέπει στην κοινήεπιχείρηση να απορροφά το κόστος που συνδέεται με την ανεξάρτητη άσκηση τωνεν λόγω δραστηριοτήτων και υπηρεσιών» (παράγραφος 16). Δεύτερον, αντίθετα,ιδίως, προς την υπόθεση Zurigo/Banco di Napoli (IV/M.543), «το γεγονός ότι ταπροϊόντα ασφαλίσεως της CG Vita δεν [εμφανίζουν] χαρακτηριστικά τέτοια ώστενα μπορούν να διακρίνονται ξεκάθαρα, τόσο όσον αφορά τη φύση όσο και ωςπρος το περιεχόμενό τους, από αυτά που ήδη έχουν τελειοποιηθεί και διατίθενταιστο εμπόριο από την Generali μέσω του τραπεζικού συστήματος [φαίνεται] νααποδυναμώνει έτι περαιτέρω τα επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκεται νααποδειχθεί ο αυτόνομος χαρακτήρας (...) της κοινής επιχειρήσεως»(παράγραφος 17).

25.
    Στη συνέχεια η Επιτροπή εκτιμά, «όσον αφορά το σύνολο της επιχειρήσεως, τηνοικονομική σημασία των στοιχείων συνεργασίας που χαρακτηρίζουν τις ιδρυτικέςεταιρίες όσον αφορά την προνομιακή πρόσβαση στην αγορά των προϊόντωνασφαλίσεως του κλάδου ”ζωής” μέσω του τραπεζικού διαύλου» (παράγραφος 18).Η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι η σχεδιαζόμενη πράξη εντάσσεται σ' έναευρύτερο σχέδιο συνεργασίας μεταξύ της Generali και της Unicredito, όσοναφορά τον τραπεζικό, χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό τομέα και τιςπαρατραπεζικές δραστηριότητες, όπως περιγράφεται στο έγγραφο προθέσεως καιως προς τον οποίο η εν λόγω πράξη αποτελεί απλώς μια από τις σχετικές φάσεις.Επιπλέον, το συμφέρον που έχουν οι μετέχουσες επιχειρήσεις για τηνπραγματοποίηση ευρείας συνεργασίας, στον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικότομέα, φαίνεται να επιρρωννύεται έτι περισσότερο από τις συμφωνίες αμοιβαίαςαποκλειστικότητας — που προβλέπονται στο έγγραφο προθέσεως — συμφωνίες οιοποίες καλύπτουν, κατά την Επιτροπή, το σύνολο των αποτελούντων τοαντικείμενο της συνεργασίας τομέων (παράγραφος 19). Δεύτερον, η Επιτροπήδιαπιστώνει, κατ' ουσίαν, ότι η πράξη εντάσσεται «σ' ένα πλαίσιο αγοράς, σχετικόμε τη διανομή προϊόντων ασφαλίσεως ζωής στην Ιταλία», που ήδηχαρακτηρίζεται, αφενός, από σημαντικότατη επέκταση των συμφωνιώναποκλειστικότητας που συνδέουν, ως μοναδικούς εντολοδόχους, δίκτυαυποκαταστημάτων με διάφορες ασφαλιστικές εταιρίες και, αφετέρου, από τηνταχεία αύξηση της μεσολαβητικής δραστηριότητας που ασκείται από τις τράπεζεςόσον αφορά τη διανομή των προϊόντων ασφαλίσεως ζωής. Στην αλληλουχία αυτή,ο τραπεζικός δίαυλος θα παρουσίαζε, σε όλο και αύξοντα βαθμό, ένα προνομιακόσύστημα διανομής και δη, όσον αφορά ορισμένες περιπτώσεις, ουσιώδες για τηνπρόσβαση στην αγορά της ασφαλίσεως ζωής, και τούτο λόγω των δυσχερειών και

του κόστους που συνδέεται με τη δημιουργία επαρκώς διαδεδομένων και ποικίληςφύσεως δικτύων διανομής (παράγραφος 20).

26.
    Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5Ιουνίου 1996, η Generali και η Unicredito ζήτησαν την ακύρωση τηςπροσβαλλομένης αποφάσεως.

27.
    Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28Φεβρουαρίου 1997, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ τηςΕπιτροπής. Ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος δέχθηκε αυτή τηναίτηση παρεμβάσεως με διάταξη της 21ης Απριλίου 1997.

28.
    Ύστερα από την ανάληψη υπηρεσίας ενός νέου μέλους του Πρωτοδικείου, ηυπόθεση ανατέθηκε εκ νέου, στις 4 Μαρτίου 1998, στο πρώτο πενταμελές τμήμακαι ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής.

29.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε ναπροχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγήαποδείξεων. Ύστερα από αίτημα του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι κατέθεσανορισμένα έγγραφα, πριν από την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως,και τούτο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονταιαπό το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η προφορικήδιαδικασία διεξήχθη στις 14 Ιουλίου 1998.

Αιτήματα των διαδίκων

30.
    Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

—    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

31.
    Η καθής και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

—    επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

—    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

32.
    Η Επιτροπή προτείνει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, και τούτο για τονλόγο ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα

ικανά να θίξουν τα έννομα συμφέροντα των προσφευγουσών. Η προσβαλλομένηαπόφαση έχει τον χαρακτήρα απλής ενδιάμεσης πράξεως, εφόσον αυτή απλώςπροσδιορίζει την ακολουθητέα διαδικασία και τις ουσιαστικές εφαρμοστέες κατάτην εξέταση της επίμαχης πράξεως διατάξεις. Πράγματι, η προσβαλλομένηαπόφαση περιορίζεται στη διαπίστωση ότι μια τέτοια πράξη δεν εμπίπτει στοπεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4064/89 και στη δήλωση ότι η κοινοποίηση θαθεωρηθεί, σύμφωνα με το αίτημα των κοινοποιησασών επιχειρήσεων ως αίτησηαρνητικής πιστοποιήσεως κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 17 ή ωςκοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού. Μόνον ημεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής σχετικά με το συμβατό της εν λόγωπράξεως με το άρθρο 85 της Συνθήκης θα προσδιόριζε την οριστική θέση τουοργάνου αυτού όσον αφορά το ζήτημα αν η πράξη αυτή μπορεί να συντελεστείσύμφωνα με τη διαδικασία που προτείνουν οι κοινοποιήσασες επιχειρήσεις ήσύμφωνα με διαφορετική διαδικασία.

33.
    Υπό το πρίσμα αυτό, το καθού όργανο διακρίνει μεταξύ δύο ειδών αποφάσεωνπου λαμβάνονται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού4064/89. Λαμβάνοντας, όπως συνέβη εν προκειμένω, απόφαση διαπιστώνουσα ότιη κοινοποιηθείσα πράξη δεν αποτελεί συγκέντρωση, η Επιτροπή διατηρεί τηναρμοδιότητά της. Ο νομικός χαρακτήρας αυτής της ενδιάμεσης αποφάσεως θαμπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της τελικής αποφάσεως τηςΕπιτροπής, μετά το πέρας της διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 τηςΣυνθήκης, χωρίς να αποστερηθούν οι κοινοποιήσασες επιχειρήσεις τηςπροστασίας του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, μόνον αν η Επιτροπήεκτιμούσε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκηςκαι ότι, επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση λήψεως αποφάσεως περί εξαιρέσεωςσύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 3, της ίδιας Συνθήκης, θα καθίσταντο εκνέου οι εθνικές αρχές αρμόδιες για την εξέταση της πράξεως.

34.
    Αντιστρόφως, ενώ η Επιτροπή είναι αποκλειστικώς αρμόδια να εξετάζει τιςκοινοτικών διαστάσεων συγκεντρώσεις, μια απόφαση του οργάνου αυτού,σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού 4064/89,διαπιστώνουσα ότι μια πράξη ναι μεν αποτελεί συγκέντρωση πλην όμως δενστερείται κοινοτικών διαστάσεων, θα συνεπαγόταν αυτομάτως την έλλειψηαρμοδιότητας του οργάνου αυτού και θα είχε ως αποτέλεσμα τη δυνατότηταεφαρμογής των εθνικών κανόνων περί ανταγωνισμού. Μια τέτοια απόφαση θαμπορούσε, όπως έχει κρίνει το Πρωτοδικείο με την απόφασή του της 24ηςΜαρτίου 1994, Τ-3/93, Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-121), νααποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 173,τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης.

35.
    Η Ιταλική Δημοκρατία συντάσσεται με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής. Ηπροσβαλλομένη πράξη δεν αποτελεί την τελική πράξη της διαδικασίας πουκινείται με την κοινοποίηση του άρθρου 4 του κανονισμού 4064/89. Πράγματι, ηδιαδικασία αυτή περιλαμβάνει δύο φάσεις. Η πρώτη, η οποία είναι και αναγκαία,

σκοπεί στο να ελεγχθεί αν η κοινοποιηθείσα πράξη αποτελεί συγκέντρωση και,επομένως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Η δεύτερη, πουδιεξάγεται μόνο σε περίπτωση εκδόσεως αρνητικής αποφάσεως μετά το πέρας τηςπρώτης φάσεως, σκοπεί στην εκτίμηση της πράξεως αυτής από πλευράς άρθρου85 της Συνθήκης και καταλήγει στην τελική απόφαση.

36.
    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η προσβαλλομένη απόφαση αποτελεί οριστικήνομική πράξη δυνάμενη να αποτελέσει, όπως προκύπτει από σταθερή επί τουθέματος αυτού νομολογία (προπαρατεθείσα απόφαση Air France κατάΕπιτροπής), το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου

37.
    Κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση μπορεί να προσβληθεί εφόσον μεταβάλλεισαφώς την έννομη κατάσταση των οικείων επιχειρήσεων, παράγοντας οριστικάέννομα αποτελέσματα (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου1981, 60/81, ΙΒΜ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, καθώς και τιςαποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1990, Τ-64/89, Automec κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-367, και την προπαρατεθείσα απόφαση Air Franceκατά Επιτροπής, σκέψεις 43 και 50).

38.
    Ο χαρακτηρισμός μιας οικονομικής πράξεως, ο οποίος γίνεται με ρητή απόφασητης Επιτροπής, εκδιδόμενη μετά το πέρας ειδικής διαδικασίας — θεσπισμένης, ενπροκειμένω, με τον κανονισμό 4064/89 — και συνεπαγόμενη την επιλογή από τοόργανο αυτό μιας διαδικασίας ελέγχου δεν αποτελεί απλό προπαρασκευαστικόμέτρο σχετικά με το οποίο τα δικαιώματα των προσφευγουσών θα μπορούσαν ναπροστατευθούν κατά τρόπο κατάλληλο μέσω προσφυγής ακυρώσεως κατά τηςθέτουσας τέρμα στη διαδικασία αποφάσεως, όταν αυτή η απόφαση ή η προσφυγήπου έχει ασκηθεί κατ' αυτής δεν επιτρέπουν την εξάλειψη των αμετάκλητωνσυνεπειών του χαρακτηρισμού αυτού όσον αφορά τη νομική θέση τωνπροσφευγουσών (βλ., μεταξύ άλλων, υπό παρόμοια έννοια, τις αποφάσεις τουΔικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1992, C-312/90, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή1992, σ. Ι-4117, σκέψεις 19 έως 24, και C-47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή1992, σ. Ι-4145, σκέψεις 26 έως 30, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι μια απόφασηη οποία χαρακτηρίζει ως νέα μια ενίσχυση αποτελεί δεκτική προσβολής πράξη,εφόσον αυτή συνεπάγεται την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας ελέγχου,χαρακτηριζομένης από την αναστολή, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης, της καταβολής της ενισχύσεως για όσο διάστημα αυτή δεν κηρύσσεταισυμβατή με τη Συνθήκη).

39.
    Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η προσβαλλόμενη πράξη, όπως ρητώςπροβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού 4064/89, θέτειτέρμα στη διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού αυτού, η οποία είχε κινηθεί μετην κοινοποίηση των προβλεπουσών τη δημιουργία της επιχειρήσεως CG Vitaσυμφωνιών, διαπιστώνοντας ότι η πράξη αυτή δεν αποτελεί συγκέντρωση για τονλόγο ότι παρουσιάζει τον χαρακτήρα συνεταιρισμού.

40.
    Όμως, σύμφωνα με το άρθρο του 22, παράγραφοι 1 και 2, όπως είχε κατά τηνημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο κανονισμός 4064/89εφαρμόζεται μόνον επί των πράξεων συγκεντρώσεως που προσδιορίζονται στοάρθρο 3 και επί των οποίων δεν τυγχάνει, για τον λόγο αυτό, εφαρμογής οκανονισμός 17.

41.
    Η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία διαπιστώνει ότι η ίδρυση της CG Vita δεναποτελεί συγκέντρωση και αποκλείεται, για τον λόγο αυτό, από το πεδίοεφαρμογής του κανονισμού 4064/89, έχει, όπως είναι επόμενο, ως αποτέλεσμα,μεταξύ άλλων, να εμπίπτει η πράξη αυτή στην απαγόρευση των συμπράξεων τουάρθρου 85 της Συνθήκης και στην αυτόνομη και ξεχωριστή διαδικασία που έχειθεσπίσει ο κανονισμός 17.

42.
    Η απόφαση καθορίζει τα κριτήρια εκτιμήσεως της νομιμότητας της εν λόγωπράξεως καθώς και τη διαδικασία και τις κυρώσεις που ενδεχομένως έχουνεφαρμογή επ' αυτής. Η απόφαση αυτή τροποποιεί έτσι τη νομική θέση τωνπροσφευγουσών καθώς αυτές στερούνται της δυνατότητας να εξεταστεί ηνομιμότητα της επίμαχης πράξεως μόνον υπό το διαρθρωτικό πρίσμα, στο πλαίσιοτης ταχείας διαδικασίας που έχει θεσπίσει ο κανονισμός 4064/89, και τούτοπροκειμένου να ληφθεί οριστική απόφαση σχετικά με το συμβατό της προς τοκοινοτικό δίκαιο.

43.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, και αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, ηπροσβαλλομένη απόφαση δεν αποτελεί απλό προπαρασκευαστικό μέτρο, έναντιτης ελλείψεως νομιμότητας του οποίου θα μπορούσε να διασφαλιστεί στιςπροσφεύγουσες η κατάλληλη έννομη προστασία στο πλαίσιο προσφυγής κατά τηςαποφάσεως σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης. Η επίδικηαπόφαση αποτελεί οριστική απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενοπροσφυγής ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 173 της Συνθήκης, προκειμένου ναδιασφαλιστεί η ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι προσφεύγουσεςαντλούν από τον κανονισμό 4064/89.

44.
    Για όλους αυτούς τους λόγους, η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής πρέπει νααπορριφθεί.

Επί της ουσίας

45.
    Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών μπορούν να καταταγούν σε τρεις λόγουςακυρώσεως, αντλούμενους, αντιστοίχως, από τον προβαλλόμενο ως συνιστώντασυγκέντρωση χαρακτήρα της επιχειρήσεως CG Vita, από την προσβολή τουδικαιώματός τους να ακουστούν κατά τη διοικητική διαδικασία και από τηνέλλειψη αιτιολογίας ή από την ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένηςαποφάσεως.

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμησητης εν λόγω πράξεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

46.
    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η CG Vita έχει τον χαρακτήρασυγκέντρωσης επιχειρήσεων. Αυτή η κοινή επιχείρηση διαθέτει λειτουργικήαυτονομία και δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα τον συντονισμότων ανταγωνιστικών ενεργειών των ιδρυτικών επιχειρήσεων. Έτσι, πληροί τις δύοπροϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο,του κανονισμού 4064/89, όπως αυτό είχε κατά την έκδοση της προσβαλλομένηςαποφάσεως, πριν τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1310/97, και που έχουνδιασαφηνιστεί από την Επιτροπή με την ανακοίνωσή της του 1994 σχετικά με τηδιάκριση μεταξύ κοινών επιχειρήσεων με χαρακτήρα συγκέντρωσης και κοινώνεπιχειρήσεων με χαρακτήρα συνεργασίας βάσει του κανονισμού αυτού, ο οποίοςίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (ΕΕ C 385, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση).

— Επί της προϋποθέσεως σχετικά με τη λειτουργική αυτονομία

47.
    Προκειμένου, κατ' αρχάς, για την προϋπόθεση της λειτουργικής αυτονομίας, οιπροσφεύγουσες υπογραμμίζουν, προεισαγωγικώς, ότι η έννοια αυτή πρέπει ναεκτιμηθεί ενόψει των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς, η οποία είναι, ενπροκειμένω, αυτή της ασφαλίσεως ζωής, και των διαδικασιών βάσει των οποίωνλειτουργούν συνήθως οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, όπως η CG Vita, πουδρουν στην αγορά αυτή.

48.
    Εν προκειμένω, η CG Vita διαθέτει, πρώτον, επαρκείς, όσον αφορά τηχρηματοδότηση, το προσωπικό και τα στοιχεία ενεργητικού, πόρους ώστε να ασκείκατά τρόπο διαρκή τη δραστηριότητά της στον τομέα της ασφαλίσεως ζωής. Αυτάεπιβεβαιώνει η άδεια ασκήσεως δραστηριότητας στον τομέα της ασφαλίσεως πουο ISVAP της χορήγησε στις 17 Δεκεμβρίου 1996, κατόπιν, μεταξύ άλλων, τηςαυξήσεως του εταιρικού της κεφαλαίου από δύο σε δεκαπέντε δισεκατομμύριαLIT, κατ' εφαρμογήν αποφάσεως του διοικητικού της συμβουλίου της 2αςΣεπτεμβρίου 1996. Το οργανόγραμμα αυτής της κοινής επιχειρήσεωςπεριελάμβανε, αρχικώς δεκαπέντε άτομα. Το προσωπικό αυτό αυξήθηκε, κατά τηδιάρκεια των πέντε πρώτων ετών, σε είκοσι τρία άτομα.

49.
    Δεύτερον, η CG Vita επιτελεί έργο το οποίο συνήθως ασκείται από τις άλλεςεπιχειρήσεις που δρουν στην αγορά της ασφαλίσεως ζωής και είναι σε θέσημάλιστα να καθορίζει κατά τρόπο ανεξάρτητο τη δική της εμπορική πολιτική.Πράγματι, η τεχνική και η διαχειριστική βοήθεια που παρέχεται από τις μητρικέςεταιρίες στην CG Vita δεν της αποστερεί τη λειτουργική της αυτονομία. Οιυπηρεσίες που η Generali της παρέχει, με το αζημίωτο, είναι αυτές για τις οποίεςοι ασφαλιστικές εταιρίες αναλόγου μεγέθους συνηθίζουν να απευθύνονται σεάλλες εταιρίες. Ειδικότερα, συνηθίζεται οι εταιρίες ασφαλίσεως ζωής ναπροσφεύγουν στις ιατρικές υπηρεσίες επιλογής του αντασφαλιστή ακόμη και για

συμβάσεις που δεν μεταβιβάζονται. Η CG Vita αναθέτει στην Generali κυρίως τηναντασφάλιση, για το υπερβάλλον ποσό, κινδύνων που υπερβαίνουν ένα όριοκαθορισμένο στα 100 εκατομμύρια LIT, και τούτο στο πλαίσιο συμβάσεως ωςπρος το υπερβάλλον ποσό με πριμοδότηση κινδύνου, πράγμα που αποτελείτρέχουσα πρακτική. Επιπλέον, η χρησιμοποίηση της ιατρικής υπηρεσίας επιλογήςτης Generali ουδόλως θίγει τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων αυτονομία τηςCG Vita όσον αφορά την αποδοχή των κινδύνων. Εξάλλου, το πρόγραμμαδραστηριότητας (σ. 17) έχει εκτιμήσει το αρχικό κόστος του συνόλου της βοήθειαςεπί θεμάτων αναλογισμού, επιλογής κινδύνων, εσωτερικού ελέγχου της εταιρίαςκαι οργανώσεως συστημάτων πληροφορικής στα 800 εκατομμύρια LIT. Σύμφωναμε τις προβλέψεις αυτές, το κόστος αυτό θα αυξάνεται κατά 5 % ετησίως για ναφθάσει τα 942 εκατομμύρια LIT κατά το πέμπτο έτος δραστηριότητας. Τέλος, ηβοήθεια αυτή είναι καθαρώς προσωρινού χαρακτήρα. Δεν πρόκειται να υπερβεί,σύμφωνα με το πρόγραμμα δραστηριότητας, τα τρία πρώτα έτη δραστηριότητας.

50.
    Υπό το πρίσμα αυτό, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δενδιενήργησε εμπεριστατωμένη έρευνα σχετικά με την έκταση και τη διάρκεια τηςυποστήριξης των μητρικών εταιριών. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, με τοδικόγραφό τους προσφυγής, ότι η CG Vita θα προσλάβει, πριν από το πέρας τουπρώτου εξαμήνου δραστηριότητας, ανεξάρτητο αναλογιστή ο οποίος θαεπικουρείται, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, από σύμβουλο της Generali. Ηβοήθεια αυτής της μητρικής εταιρίας σε θέματα εσωτερικού ελέγχου θατερματιστεί «μετά το κλείσιμο του ισολογισμού του πρώτου/δευτέρου έτουςδραστηριότητας». Όσον αφορά τις διαδικασίες οργανώσεως συστημάτοςπληροφορικής, στο πρόγραμμα δραστηριότητας γίνεται πρόβλεψη για το κόστοςσχετικά με την απόκτηση από τη CG Vita ενός σχετικού με διαχείρισηανεξαρτήτου συστήματος πληροφορικής προοριζομένου για τις εταιρίεςασφαλίσεως ζωής, όταν το σύστημα αυτό, το οποίο έχει αγοραστεί από τιςεταιρίες του ομίλου Generali και βρίσκεται υπό διαδικασία εξατομικεύσεως, θαείναι διαθέσιμο κατά τη διάρκεια του 1997.

51.
    Όσον αφορά την παρεχόμενη από την Unicredito βοήθεια στη διανομή, ηπροσβαλλομένη απόφαση δεν παρέχει καμία επεξήγηση. Όμως, η CG Vitaχρησιμοποιεί, για την εμπορία των δικών της προϊόντων, το δίκτυο πωλήσεωναυτής της μητρικής εταιρίας, που ενεργεί ως πράκτορας της κοινής επιχειρήσεως.Κατά πάγια πρακτική, η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου συστήματος διανομής δενθίγει τη λειτουργική αυτονομία μιας κοινής επιχειρήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, τιςαποφάσεις της Επιτροπής της 15ης Ιουνίου 1995, υπόθεση IV/M.586 —Generali/Comit/Flemings, και της 22ας Φεβρουαρίου 1995, υπόθεση IV/M.543 —Zurigo/Banco di Napoli). Εξάλλου, το έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1996, πουσυμπληρώνει το έγγραφο προθέσεως, ρητώς περιορίζει σε πέντε έτη τη διάρκειατης αναληφθείσας από την Unicredito δεσμεύσεως περί αποκλειστικότητας.

52.
    Τρίτον, είναι, εν πάση περιπτώσει, αδύνατη η δημιουργία νεωτεριστικώνπροϊόντων στην αγορά της ασφαλίσεως ζωής. Συναφώς, τα απλοποιημένα

προϊόντα, των οποίων μοναδικός σκοπός τους είναι η διευκόλυνση του έργου τουπωλήτη και τα οποία διατίθενται στο εμπόριο με τη μεσολάβηση του τραπεζικούδικτύου, είναι βασικώς, για τον ασφαλισμένο, όμοια προς αυτά που πωλούνταιαπό τα παραδοσιακά δίκτυα διανομής. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τον τομέαασφαλίσεως ζωής, νέα προϊόντα — ως προς τα οποία η δέσμευση περίαποκλειστικότητας που έχει αναλάβει η επιφορτισμένη με τη διανομή τους μητρικήεταιρία είναι δικαιολογημένη διότι αποδεικνύεται απαραίτητη για την πρόσβασηστην αγορά — είναι αυτά που διατίθενται για πρώτη φορά στην αγορά από μιανέα επιχείρηση.

53.
    Κατ' αυτόν, εξάλλου, τον τρόπο πρέπει να ερμηνευθεί η θέση που είχε λάβει ηΕπιτροπή σε προηγούμενες αποφάσεις της. Συγκεκριμένα, στην προπαρατεθείσααπόφαση Zurigo/Banco di Napoli, η «νεωτεριστικότητα» του προϊόντος της κοινήςεπιχειρήσεως, σε σχέση με τα προϊόντα που προσφέρονταν από τη μητρικήασφαλιστική εταιρία, ήταν αμφισβητούμενη, εφόσον, σύμφωνα με τιςπροσφεύγουσες, αυτή η «νεωτεριστικότητα» περιοριζόταν στον τρόπο πληρωμήςτων ασφαλίστρων. Υπό την ίδια έννοια, η Επιτροπή αναφέρθηκε, με την απόφασήτης Toro Assicurazioni/Banca di Roma, υπόθεση IV/M.707, στο γεγονός ότι «ηκοινή επιχείρηση θα διαθέτει στο εμπόριο προϊόντα υπό το δικό της σήμα», χωρίςνα την ενδιαφέρει η διαφορά ως προς τη φύση και το περιεχόμενο μεταξύ τωνπροϊόντων της και αυτών της Toro (παράγραφος 8 της αποφάσεως).

54.
    Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, η CG Vita διαθέτει στο εμπόριο τα προϊόντατης υπό το δικό της σήμα. Ύστερα από μια συνήθη και μικρή περίοδοπροσαρμογής, τα εν λόγω προϊόντα θα έχουν «εξατομικευθεί» με σκοπό τηδιοχέτευσή τους προς ορισμένες συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών.

55.
    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες απορρίπτουν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι ηCG Vita εμπορεύεται προϊόντα που ήδη διατίθενται από την Generali. Μεμοναδική εξαίρεση τις προσωρινές ασφαλίσεις σε περίπτωση θανάτου, με σταθερόετήσιο κεφάλαιο και ασφάλιστρο — που αποτελούν το περισσότερο πωλούμενοπροϊόν — τα προϊόντα της CG Vita έχουν διαμορφωθεί βάσει των ασφαλιστηρίωντης εταιρίας Eurovita και έχουν σχεδιασθεί και υλοποιηθεί κατά τρόπο όλωςανεξάρτητο των τεχνικών δομών της Generali. Επιπλέον, ένα νέο προϊόν — ηπροσωρινή, σε περίπτωση θανάτου, ασφάλιση του υπολοίπου που οφείλεται ωςετήσιο ασφάλιστρο — δημιουργήθηκε αυτονόμως από τη CG Vita και δεν πωλείταιμεμονωμένως από καμία άλλη εταιρία του ομίλου Generali.

56.
    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη, εν προκειμένω,σε άκαμπτη εφαρμογή της προϋποθέσεως σχετικά με τη λειτουργική αυτονομία.Αντιμετώπισε κατά τρόπο διαφορετικό, χωρίς καμία δικαιολογία, μια κατάστασηκατ' ουσίαν όμοια προς αυτές που είχε εξετάσει στο πλαίσιο προγενεστέρωναποφάσεων. Έτσι, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου καιτης απαγορεύσεως των διακρίσεων και ενεργούσε κατά κατάχρηση εξουσίας.

57.
    Οι προσφεύγουσες στηρίζονται, επί του σημείου αυτού, σε σειρά αποφάσεωνόπου η Επιτροπή αναγνώρισε λειτουργική αυτονομία σε κοινές επιχειρήσεις τωνοποίων οι οικονομικοί δεσμοί με τις μητρικές εταιρίες ήσαν σαφώς στενότεροι απ'όσο αυτοί της CG Vita [απόφαση 93/247/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου1992, περί του συμβατού μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά (υπόθεση αριθ.IV/M.222 — Mannesmann/Hoesch) (EE 1993, L 114, σ. 34)· αποφάσεις της 5ηςΦεβρουαρίου 1996, υπόθεση IV/M.686 — Nokia/Autoliv· της 22ας Νοεμβρίου 1992,υπόθεση IV/M.266 — Rhône Poulenc Chimie/SITA· της 22ας Δεκεμβρίου 1993,υπόθεση IV/M.394 — Mannesmann/Rewe/Deutsche Bank, και της 27ης Νοεμβρίου1995, υπόθεση IV/M.648 — Mc Dermott/ETPM].

58.
    Αντιθέτως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία, εκτιμά ότιη CG Vita στερείται λειτουργικής αυτονομίας, λόγω του μεγέθους και τηςοικονομικής σημασίας της βοήθειας που η Generali και η Unicredito θασυνεχίσουν να της παρέχουν καθώς και λόγω του όλως αβεβαίου χαρακτήρα τηςδιάρκειας αυτής της βοήθειας στο μέλλον.

59.
    Εξάλλου, στην περίπτωση μιας, μη εισέτι λειτουργικής, κοινής επιχειρήσεως, όπωςη CG Vita, πρέπει να ελεγχθεί, προκειμένου να εκτιμηθεί η ικανότητά της να δρακατά τρόπο ανεξάρτητο στη δική της αγορά, αν η επιχείρηση αυτή είναι σε θέσηνα θέτει σε κυκλοφορία στην αγορά προϊόντα τα οποία δεν έχουν εισέτι διατεθείστο εμπόριο από κάποια από τις μητρικές εταιρίες ή τα οποία, ύστερα από τηνίδρυση της κοινής επιχειρήσεως, θα παύσουν να περιλαμβάνονται στοχαρτοφυλάκιο των προϊόντων της εταιρίας αυτής. Συναφώς, η νεωτεριστικότηταενός προϊόντος δεν μπορεί να έγκειται στην απλή αλλαγή του σήματος υπό τοοποίο μια από τις μητρικές εταιρίες το διαθέτει στο εμπόριο.

— Επί της προϋποθέσεως σχετικά με την έλλειψη συντονισμού των ανταγωνιστικώνενεργειών

60.
    Οι προσφεύγουσες αρνούνται ότι η δημιουργία της επιχειρήσεως CG Vitaαποτελεί όργανο συνεργασίας μεταξύ της Generali και της Unicredito.Ισχυρίζονται, κατ' αρχάς, ότι οι άλλες μορφές συνεργασίας που μνημονεύονταιστο έγγραφο προθέσεως ουδεμία έχουν σχέση με τη δραστηριότητα της CG Vita.Αναφέρονται σε προνομιακές αμοιβαίες σχέσεις όσον αφορά τους κύριους τομείςδραστηριότητας της Generali και της Unicredito. Εξάλλου, αυτές οι μορφέςσυνεργασίας είναι καθαρώς υποθετικές.

61.
    Περαιτέρω, καθώς μόνο μία από τις δύο μητρικές επιχειρήσεις θα δρα στηναγορά της CG Vita, αποκλείεται οποιαδήποτε περίπτωση συντονισμού τωνανταγωνιστικών ενεργειών αυτών των δύο μητρικών επιχειρήσεων. Πράγματι, ηGenerali και η Unicredito ασκούν τη δραστηριότητά τους σε όλως ξεχωριστέςαγορές, ενώ ύστερα από τη δημιουργία της CG Vita, η Unicredito ουδόλως θαμετέχει σε εταιρίες ασκούσες δραστηριότητες στις αγορές της ασφαλίσεως ζωής.

62.
    Συναφώς, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, ειδικότερα, τη θέση της ΙταλικήςΚυβερνήσεως ότι, «όσον αφορά μια πολλαπλότητα υποτομέων, οι τράπεζες καιοι ασφάλειες παρέχουν προϊόντα και υπηρεσίες δυνάμενα νααλληλοϋποκαθιστούν». Εν πάση περιπτώσει, η CG Vita δεν δρα σε κανέναν απότους τομείς corporate banking και διαχειρίσεως αποταμιεύσεων στους οποίουςαναπτύσσεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών.

63.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση ουδόλως στηρίζεται στοότι η επίμαχη πράξη εντάσσεται σ' ένα πλαίσιο ευρύτερης συνεργασίας μεταξύτων μητρικών εταιριών. Όντως, τα ευρύτερα σχέδια μελλοντικής συνεργασίας πουμνημονεύονται στο έγγραφο προθέσεως εκτιμήθηκαν μόνον ως δευτερεύουσαςσημασίας στοιχεία σε σχέση με την κύρια επιχειρηματολογία σχετικά με τηλειτουργική αυτονομία της CG Vita. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα σχέδια αυτάμόνο λόγω της ανυπαρξίας επαρκών στοιχείων σχετικά με τη λειτουργικήαυτονομία της CG Vita. Πράγματι, σύμφωνα με το εν λόγω κοινοτικό όργανο, ηανάλυση του συνόλου των μεταξύ των μητρικών επιχειρήσεων σχέσεων πουεκτίθενται στο έγγραφο προθέσεως μπορούσε να παράσχει, μαζί με άλλαστοιχεία, περισσότερες ενδείξεις για τη διαπίστωση, ενδεχομένως, της υπάρξεωςλειτουργικής αυτονομίας. Πράγματι, όσο περισσότερο η κοινή επιχείρηση είναιδυνατό να αποτελεί αποκλειστικώς ένα όργανο συνεργασίας μεταξύ μητρικώνεταιριών που ασκούν δραστηριότητες σε καθέτως συνδεόμενες αγορές, τόσοζωηρότερες είναι οι αμφιβολίες για την αυτονομία της.

64.
    Σύμφωνα με την Ιταλική Κυβέρνηση, από το έγγραφο προθέσεως καταφαίνεταιότι η κοινή επιχείρηση αποτελεί, εν προκειμένω, όργανο συντονισμού τωνανταγωνιστικών ενεργειών των μητρικών εταιριών. Σύμφωνα με τις πλέονπρόσφατες εξελίξεις στην αγορά, αφενός, οι τράπεζες αρχίζουν ναανταγωνίζονται κατά τρόπο άμεσο τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, παρέχονταςπολλά προϊόντα και υπηρεσίες χρηματοοικονομικού περιεχομένου δυνάμενα ναυποκαθιστούν, σε σημαντικό βαθμό, τα ασφαλιστικά προϊόντα. Αφετέρου, οιτράπεζες εμφανίζουν ένα προνομιακό δίκτυο διανομής των προϊόντων αυτών. Ενπροκειμένω, ο συντονισμός μεταξύ των ιδρυτικών επιχειρήσεων περιλαμβάνει,όπως είναι επόμενο, ιδιαίτερη στρατηγική σημασία όσον αφορά την εξάλειψη τουεν δυνάμει ανταγωνισμού σ' αυτές τις συναφείς αγορές και την κατάληψη ενόςπρονομιακού διαύλου διαθέσεως των προϊόντων αυτών.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

65.
    Το άρθρο 3 του κανονισμού 4064/89 προσδιορίζει τις πράξεις συγκεντρώσεως περίτων οποίων γίνεται μνεία στον κανονισμό αυτόν. Ο ορισμός των κοινώνεπιχειρήσεων διέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, κατά την οποία,όπως αυτή ίσχυε πριν από την 1η Μαρτίου 1998 περίοδο,

«2.    Οι πράξεις, συμπεριλαμβανομένης και της σύστασης κοινής επιχείρησης,που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον συντονισμό τηςανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων, που παραμένουν

ανεξάρτητες, δεν αποτελούν συγκέντρωση κατά την έννοια τηςπαραγράφου 1, στοιχείο β´.

    Η δημιουργία κοινής επιχείρησης, η οποία μόνιμα εκπληροί όλες τιςλειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας και δεν συνεπάγεται τονσυντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς, είτε μεταξύ των ιδρυτικώνεπιχειρήσεων, είτε μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και της κοινήςεπιχείρησης, αποτελεί πράξη συγκέντρωσης κατά την έννοια τηςπαραγράφου 1 στοιχείο β´.»

66.
    Οι προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 2 πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φωςτης 23ης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 4064/89, σύμφωνα με την οποία:

«(23)    η έννοια της συγκέντρωσης πρέπει να ορισθεί κατά τρόπο που να καλύπτειμόνο τις συγκεντρώσεις που καταλήγουν σε διαρκή μεταβολή τηςδιάρθρωσης των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων συνεπώς, πρέπει νααποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού οιενέργειες που έχουν ως στόχο ή αποτέλεσμα το συντονισμό τηςανταγωνιστικής συμπεριφοράς ανεξάρτητων επιχειρήσεων, ενέργειες οιοποίες πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με τις κατάλληλες διατάξεις τωνεκτελεστικών κανονισμών των άρθρων 85 ή 86 της Συνθήκης η διάκρισηαυτή πρέπει να γίνεται, ιδίως, σε περίπτωση σύστασης κοινώνεπιχειρήσεων».

67.
    Από το γράμμα του άρθρου 3 προκύπτει ότι μια συγκέντρωση καλύπτεται από τονκανονισμό 4064/89 μόνον εάν, αφενός, διαθέτει λειτουργική αυτονομία και,αφετέρου, δεν έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον συντονισμό τηςανταγωνιστικής συμπεριφοράς των οικείων επιχειρήσεων. Εφόσον λείπει η μιααπό αυτές τις προϋποθέσεις, η κοινή επιχείρηση χαρακτηρίζεται ωςσυνεταιριστική και εξομοιούται προς σύμπραξη.

68.
    Όμως, ο κανονισμός 4064/89 δεν διασαφηνίζει τα κριτήρια που επιτρέπουν ναπροσδιοριστεί σε ποιο βαθμό οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να θεωρούνταιως πληρούμενες.

69.
    Κατά την ερμηνεία των εν λόγω προϋποθέσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη,πρωτίστως, ο σκοπός τους, ο οποίος είναι η οροθέτηση του σχετικού πεδίουεφαρμογής του κανονισμού 4064/89 και του κανονισμού 17, οι οποίοι, σύμφωναμε το άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 4064/89, αποκλείουν ο έναςτην εφαρμογή του άλλου. Στο πλαίσιο του παλαιού κειμένου του κανονισμού4064/89, που έχει εφαρμογή εν προκειμένω, τούτο οδηγεί στο να εκτιμάται ηοικονομική σημασία των στοιχείων συνεργασίας σε σχέση με τις διαρθρωτικέςπτυχές.

70.
    Εν προκειμένω, ενόψει της επιχειρηματολογίας των διαδίκων και των στοιχείωντης δικογραφίας, στο Πρωτοδικείο εμπίπτει ο έλεγχος, στο πλαίσιο εντός τουοποίου εντάσσεται η δημιουργία της επιχειρήσεως CG Vita, του αν η επιχείρησηαυτή διαθέτει ή όχι λειτουργική αυτονομία. Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστείβάσει των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεως τηςαποφάσεως.

71.
    Η προσβαλλομένη απόφαση καταλήγει στην έλλειψη λειτουργικής αυτονομίας τηςCG Vita λόγω, μεταξύ άλλων, του εύρους και της ιδιαίτερης οικονομικήςσημασίας της βοήθειας που της παρέχεται, κατά τρόπο διαρκή, από τις μητρικέςεταιρίες σε θέματα παραγωγής, διαχείρισης και διανομής ασφαλιστηρίων(αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

72.
    Συναφώς, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι ορισμένα επιχειρήματα που οιπροσφεύγουσες επικαλούνται κατά των εκτιμήσεων της προσβαλλομένηςαποφάσεως στηρίζονται σε στοιχεία που δεν περιλαμβάνονταν στο έγγραφοπροθέσεως ή στο πρόγραμμα δραστηριότητας και που δεν είχαν παρασχεθεί στηνΕπιτροπή κατά την υπ' αυτής εξέταση της επίμαχης πράξεως. Τούτο συμβαίνει,συγκεκριμένα, όσον αφορά τα επιχειρήματα τα σχετικά με τον βραχύ χρόνο πουθα διαρκέσει η βοήθεια των μητρικών εταιριών σε θέματα αναλογισμού καιεσωτερικού ελέγχου (βλ., ανωτέρω, σκέψη 50). Τέτοια στοιχεία δεν μπορούν ναληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένηςπράξεως, η οποία πρέπει να εξεταστεί βάσει των στοιχείων που διέθετε ηΕπιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεώς της.

73.
    Εξάλλου, για να εκτιμηθεί η επίπτωση της υποστήριξης των μητρικών εταιριών επίτης λειτουργικής αυτονομίας της CG Vita, πρέπει να ληφθούν υπόψη ταχαρακτηριστικά της οικείας αγοράς και να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η CG Vitaασκεί έργο που συνήθως επιτελείται από τις δρώσες στην ίδια αγορά λοιπέςεπιχειρήσεις.

74.
    Εν προκειμένω, η οικεία αγορά έχει ορισθεί, σύμωνα με την προσβαλλομένηαπόφαση, ως η αγορά της ασφαλίσεως ζωής, θεωρούμενη όχι κατά τρόπο στατικόαλλά στη δυναμική της διάσταση, δηλαδή ως αγορά της ασφαλίσεως ζωήςπροσφεύγουσας, σε σημαντικό βαθμό, για τη διανομή, στον τραπεζικό δίαυλο.Εξάλλου, αυτή η εξέλιξη της οικείας αγοράς επιρρωννύεται από το γεγονός ότιτο μερίδιο των ασφαλιστηρίων ζωής που έχουν συναφθεί μέσω του τραπεζικούτομέα αυξήθηκε, κατά την περίοδο μεταξύ 1991 και 1995, από 4 σε 20 %, όσοναφορά τα έσοδα από τα ασφαλιστήρια ζωής σε εθνικό επίπεδο (αιτιολογικήσκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

75.
    Ενόψει αυτού του χαρακτηριστικού της οικείας αγοράς, οι προσφεύγουσεςισχυρίζονται ότι όταν μια επιχείρηση, που ναι μεν υφίσταται πλην όμως δεν έχειεισέτι καταστεί λειτουργική, ζητεί, όπως συμβαίνει με τη CG Vita, για τη διανομήτων προϊόντων της, τις υπηρεσίες ενός τραπεζικού ομίλου, δεν μπορεί ναθεωρηθεί ως στερούμενη λειτουργικής αυτονομίας για τον λόγο απλώς και μόνον

ότι της έχει επιβληθεί από τον τραπεζικό όμιλο ρήτρα αποκλειστικότητας γιαβραχύ χρόνο, εν προκειμένω πέντε έτη. Εξάλλου, συνάδει με την πρακτική τουοικείου τομέα να απευθύνονται εταιρίες ασφαλίσεως ζωής μεγέθους αναλόγουπρος αυτό της CG Vita σε άλλες εταιρίες όσον αφορά, ιδίως, τη διανομή και τηβοήθεια σε θέματα αναλογισμού, εσωτερικού ελέγχου, ιατρικής υπηρεσίαςεπιλογής και διαδικασιών οργανώσεως συστήματος πληροφορικής.

76.
    Εάν η θέση των προφευγουσών μπορούσε να γίνει δεκτή όσον αφορά τηχρησιμοποίηση κάθε μιας από τις προμνημονευθείσες υπηρεσίες, θεωρούμενηςχωριστά, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η κοινή επιχείρηση εξαρτάται, πέραν μιαςαρχικής περιόδου εκκινήσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας η βοήθεια μπορεί ναθεωρηθεί δικαιολογημένη για να μπορεί η κοινή επιχείρηση να εισδύσει στηναγορά, από τις μητρικές της εταιρίες όσον αφορά την παροχή του συνόλου τωνανωτέρω υπηρεσιών.

77.
    Όμως, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, εν προκειμένω, ότι η λειτουργικότητα τηςκοινής επιχειρήσεως έχει εξασφαλιστεί μέσω της παροχής από τις ιδρυτικέςεπιχειρήσεις του συνόλου σχεδόν των υπηρεσιών που έχουν σχέση με τηδραστηριότητα παραγωγής, διαχειρίσεως και διαθέσεως στο εμπόριο τωνασφαλιστηρίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρόγραμμα δραστηριότητας, ηCG Vita δεν θα είναι σε θέση, τουλάχιστον κατά τα πέντε πρώτα έτη τηςλειτουργίας της, να διαχειρίζεται αυτόνομα τις υπηρεσίες που συνδέονται με τηδραστηριότητα παραγωγής και διαχειρίσεως των ασφαλιστηρίων. Η Generali θαπαρεμβαίνει στις λογιστικές διαδικασίες, τις διαδικασίες εκδόσεωςασφαλιστηρίων, τις διαδικασίες ρευστοποιήσεως, τον υπολογισμό αποθεματικούισολογισμού, την τεχνικοδιοικητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου και, τέλος, τονεσωτερικό έλεγχο της κοινής επιχειρήσεως. Όσο για την Unicredito, η εταιρίααυτή θα θέσει στη διάθεση της CG Vita τις δομές και τις υπηρεσίες πληροφορικήςπου είναι αναγκαίες για τη διάθεση στο εμπόριο των ασφαλιστικών προϊόντων,και τούτο για τη διοχέτευση προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις των κινήσεωνκεφαλαίων. Επιπλέον, έστω και αν το έγγραφο προθέσεως προβλέπει τηθεωρητική, για την κοινή επιχείρηση, δυνατότητα προσφυγής σε άλλους διαύλουςδιανομής, το πρόγραμμα δραστηριότητας αναφέρεται αποκλειστικώς στο δίκτυουποκαταστημάτων του ομίλου Unicredito.

78.
    Εξάλλου, σύμφωνα με τα έγγραφα της δικογραφίας που διέθετε η Επιτροπή κατάτην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι παρεμβάσεις των μητρικώνεταιριών δεν ήσαν χρονικώς περιορισμένες. Μόνο η επιβληθείσα στην Unicreditoρήτρα αποκλειστικότητας για τη διανομή των προϊόντων της CG Vita περιοριζότανγια περίοδο πέντε ετών. Μόλις κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεωςδήλωσαν για πρώτη φορά στο Πρωτοδικείο οι προσφεύγουσες ότι οι παρεμβάσειςτων μητρικών εταιριών, όσον αφορά τη δραστηριότητα παραγωγής καιδιαχειρίσεως της CG Vita, θα περιορίζονταν στα τρία πρώτα έτη δραστηριότητας.

79.
    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε, με τηνπροσβαλλομένη απόφαση, ότι τα στοιχεία που διέθετε δεν της επέτρεπαν νακαταλήξει με αρκετή βεβαιότητα στην ύπαρξη πραγματικής λειτουργικήςαυτονομίας όσον αφορά την κοινή επιχείρηση.

80.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε τιςπροσφεύγουσες κατά τρόπο συνιστώντα δυσμενή διάκριση δεν μπορεί να γίνειδεκτή. Πράγματι, η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει από προγενέστερες αποφάσειςτης Επιτροπής, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ιδίως λόγω τουμεγέθους της βοήθειας που λαμβάνει η CG Vita από τις μητρικές εταιρίες όσοναφορά όλα τα στάδια της δραστηριότητάς της και λόγω της διάρκειας αυτής τηςβοήθειας η οποία δεν περιοριζόταν, κατά τον χρόνο εκδόσεως τηςπροσβαλλομένης αποφάσεως, στη συνήθη αρχική φάση εκκινήσεως.

81.
    Επιπλέον, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, ελλείψει στοιχείων ικανών νααποδείξουν ότι η CG Vita διέθετε σε επαρκή βαθμό λειτουργική αυτονομία, τοπλαίσιο εντός του οποίου δημιουργήθηκε αυτή η κοινή επιχείρηση επιβεβαίωνετην ανυπαρξία αυτονομίας.

82.
    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το έγγραφο προθέσεως σαφώς δηλώνει ότι ηδημιουργία της CG Vita εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνεργασίας τωνδύο μητρικών της εταιριών, έστω και αν, όπως παρατηρούν οι προσφεύγουσες, τοσχεδιαζόμενο στο έγγραφο αυτό σχέδιο συνεργασίας δεν είναι συγκεκριμένο καιλεπτομερές. Πράγματι, αυτό το σχέδιο συνεργασίας ρητώς μνημονεύεται στοέγγραφο προθέσεως (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 9 και 14 έως 18). Το εν λόγωέγγραφο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση των δύο μητρικών εταιριώνγια προσφυγή, κατά τρόπο προνομιακό, στις αντίστοιχες υπηρεσίες τους, τηδέσμευση της Unicredito να απέχει από την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής σεάλλες ασφαλιστικές εταιρίες καθώς και τη δέσμευση της Generali να απέχει απότη σύναψη παρομοίων συμφωνιών συνεργασίας και/ή συμμετοχής με άλλατραπεζικά ιδρύματα. Γενικότερα, το έγγραφο προθέσεως κάνει μνεία τηςπροθέσεως των μετεχουσών επιχειρήσεων «για την πραγματοποίηση αμοιβαίαςενοποιήσεως των δραστηριοτήτων [τους] στο πλαίσιο και με την προσφορά τωναντιστοίχων δυνατοτήτων [τους]», χωρίς όμως να σχεδιάζεται μια τέτοιαενοποίηση μέσω της συγκεντρώσεως των δύο μητρικών εταιριών.

83.
    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η CG Vita, ελλείψει λειτουργικήςαυτονομίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εμφανίζουσα συγκεντρωτικό χαρακτήρα.Κατά συνέπεια, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν άλλες πτυχές τουζητήματος σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων, όπωςπροβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 4064/89,όπως αυτός είχε πριν τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1310/97.

84.
    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την προβαλλόμενηπροσβολή του δικαιώματος των προσφευγουσών να ακουστούν

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

85.
    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να τις ενημερώσεισχετικά με τις «σοβαρές αμφιβολίες» της σχετικά με τη λειτουργική αυτονομία τηςCG Vita όταν έλαβε τις απαντήσεις τους στην πρώτη αίτησή της για παροχήπληροφοριών. Μη ζητώντας συμπληρωματικές εξηγήσεις, π.χ. επ' ευκαιρία τηςδεύτερης αιτήσεως παροχής πληροφορίων της 6ης Μαρτίου 1996 ή της ανεπίσημηςσυναντήσεως της 13ης Μαρτίου 1996, το καθού όργανο δημιούργησε στις οικείεςεπιχειρήσεις την πεποίθηση ότι είχαν δώσει εξαντλητικές απαντήσεις. Ως εκτούτου, οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν τη θέση τουςσχετικά με τη σημασία και τη διάρκεια της βοήθειάς τους προς τη CG Vita καινα τροποποιήσουν, ενδεχομένως, τη συμφωνία τους.

86.
    Η Επιτροπή φρονεί ότι ενημέρωσε επαρκώς τις προσφεύγουσες σχετικά με τιςαμφιβολίες της ως προς τη συγκεντρωτική φύση της επίμαχης πράξεως με την από23 Φεβρουαρίου 1996 πρώτη ρητή αίτησή της για παροχή πληροφοριών. Υπό τιςσυνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες θα είχαν μπορέσει να υπεραμυνθούν τηςθέσεώς τους παρέχοντάς της όλα τα χρήσιμα στοιχεία, με την απάντησή τους σ'αυτήν την πρώτη αίτηση παροχής πληροφοριών, ή κατά τη συνάντηση της 13ηςΜαρτίου 1996, κατά τη διάρκεια της οποίας οι υπάλληλοι της ομάδας ειδικήςαποστολής «συγκεντρώσεις επιχειρήσεων» τις πληροφόρησαν ότι η AutoritàGarante della Concorrenza e del Mercato είχε επίσης εκφράσει αμφιβολίεςσχετικά με τη συγκεντρωτική φύση της κοινής επιχειρήσεως.

Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου

87.
    Ο κανονισμός 4064/89 ρητώς καθιερώνει, στο άρθρο του 18, το δικαίωμα τωνενδιαφερομένων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οικοινοποιήσασες επιχειρήσεις, να ζητούν ακρόαση πριν από την έκδοση ορισμένωναπό τις αποφάσεις που προσδιορίζει. Το εν λόγω άρθρο δεν μνημονεύει τιςαποφάσεις που διαπιστώνουν, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1,στοιχείο α´, ότι η κοινοποιηθείσα πράξη δεν εμπίπτει, όπως συμβαίνει ενπροκειμένω, στον κανονισμό 4064/89.

88.
    Ωστόσο, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή τουκοινοτικού δικαίου (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983,322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 7, καθώς και τηναπόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 1997, Τ-260/94, Air Inter κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-997, σκέψη 59) η οποία, όπως είναι επόμενο,επιβάλλεται να τηρείται, πριν από τη λήψη οποιασδήποτε βλαπτικής για τις οικείεςεπιχειρήσεις αποφάσεως. Εξάλλου, σε συμφωνία με την αρχή αυτή, το άρθρο 11του κανονισμού 4064/89 υπενθυμίζει ότι, στην αίτηση παροχής πληροφοριών, η

Επιτροπή οφείλει να δηλώνει, μεταξύ άλλων, τον σκοπό της αιτήσεώς της.Εξάλλου, ο κανονισμός 3384/94 ορίζει, στην όγδοη αιτιολογική του σκέψη, ότι,ύστερα από την κοινοποίηση μιας πράξεως συγκεντρώσεως, η Επιτροπή «θαδιατηρεί στενή επαφή με αυτά τα μέρη στον βαθμό που απαιτείται για την απόκοινού εξέταση των πρακτικών ή νομικών προβλημάτων τα οποία θα διαπιστώσειμετά από πρώτη εξέταση της υποθέσεως και για την ενδεχόμενη επίλυση αυτώντων προβλημάτων κατόπιν κοινής συμφωνίας».

89.
    Eν προκειμένω, η Επιτροπή σαφώς υπογράμμισε, στην πρώτη αίτησή της παροχήςπληροφοριών, την ανάγκη να της δοθούν περισσότερες διευκρινίσεις σχετικά μετη λειτουργική αυτονομία της CG Vita προκειμένου να μπορέσει να τηχαρακτηρίσει ως κοινή επιχείρηση πλήρους δράσεως (βλ., ανωτέρω, σκέψη 21).

90.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή σαφώς επέστησε την προσοχή τωνπροσφευγουσών, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, σχετικά με τιςδυσχέρειες που έθετε ο χαρακτηρισμός αυτός. Συναφώς, δεν παρίσταται ανάγκηνα ελεγχθεί το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή και αντίθετα προς τουςισχυρισμούς των προσφευγουσών, το εν λόγω κοινοτικό όργανο επανέλαβε τιςσχετικές με την αυτονομία της CG Vita αμφιβολίες του κατά την ανεπίσημησυνάντηση της 13ης Μαρτίου 1996.

91.
    Κατά τα λοιπά, ο κανονισμός 3384/94 προέβλεπε (άρθρο 3, τρίτη αιτιολογικήσκέψη) ότι στα κοινοποιούντα μέρη εναπόκειται να πληροφορούν την Επιτροπήμε ειλικρίνια και λεπτομερώς για τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναικρίσιμα για να ληφθεί η απόφαση σχετικά με την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση.

92.
    Υπό το φως της υποχρεώσεως αυτής, οι σχετικές με τον σεβασμό τωνδικαιωμάτων άμυνας επιταγές δεν επιβάλλουν στην Επιτροπή, σε περίπτωσηανεπαρκούς απαντήσεως σε αίτηση παροχής πληροφοριών, να επαναλάβει τηναίτησή της.

93.
    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την έλλειψη ή τηνανεπάρκεια αιτιολογίας

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

94.
    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε τηνπροσβαλλομένη απόφαση, περιορισθείσα να δηλώσει ότι «οι πληροφορίες καιαποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει δεν της επιτρέπουν να καταλήξει, με αρκετήβεβαιότητα, στο συμπέρασμα περί της υπάρξεως πραγματικής και επαρκούςλειτουργικής αυτονομίας όσον αφορά την κοινή επιχείρηση» (παράγραφος 13).Αιτία αυτής της ελλείψεως αιτιολογίας αποτελεί η ανεπάρκεια της σχετικήςέρευνας.

95.
    Κατά την Επιτροπή, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι σύμφωνηπρος το άρθρο 190 της Συνθήκης. Εν προκειμένω, αυτό που δεν της επέτρεψε ναδιαπιστώσει με αρκετή βεβαιότητα ότι η κοινή επιχείρηση διέθετε λειτουργικήαυτονομία είναι ακριβώς τα στοιχεία που της παρέσχαν οι προσφεύγουσες κατάτη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

96.
    Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι η Επιτροπή προέβη, με την προσβαλλομένηαπόφαση, σε οριστική και επαρκώς αιτιολογημένη εκτίμηση της επίμαχηςπράξεως, στηριζόμενη στις πληροφορίες, επαρκείς εξάλλου, που της είχανπαρασχεθεί.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

97.
    Προκειμένου, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση, για τον προληπτικόέλεγχο μιας πράξεως η οποία, εξ ορισμού, δεν έχει εισέτι συντελεστεί, η Επιτροπήμπορούσε να ελέγξει αν η επιχείρηση CG Vita θα διέθετε λειτουργική αυτονομίαμόνο βάσει των στοιχείων που της είχαν παρασχεθεί από τις προσφεύγουσες.Ενόψει των πληροφοριών και των εγγράφων που το όργανο αυτό διέθετε κατά τηλήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί και το ζήτημα αν ησχετική απόφαση είναι επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη.

98.
    Συναφώς, από την παράγραφο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτεισαφώς ότι η Επιτροπή, προκειμένου να εκτιμήσει τη λειτουργική αυτονομία τηςCG Vita, στηρίχθηκε στην ανάλυση του μεγέθους και της διάρκειας της βοήθειαςπου θα παρεχόταν στην κοινή αυτή επιχείρηση από τις μητρικές της εταιρίες, καιτούτο βάσει των κατατεθέντων στον φάκελο στοιχείων και εγγράφων που τηςείχαν παρασχεθεί από τις προσφεύγουσες (βλ., ανωτέρω, σκέψη 24). Βάσει τηςαναλύσεως αυτής, η οποία εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπήέκρινε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει με αρκετή βεβαιότητα στο συμπέρασμαπερί της υπάρξεως επαρκούς όσον αφορά την κοινή επιχείρηση λειτουργικήςαυτονομίας. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει ναθεωρηθεί ως επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη.

99.
    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

100.
    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικόαίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η καθής έχει υποβάλει τέτοιοαίτημα, οι δε προσφεύγουσες ηττήθησαν, πρέπει αυτές να καταδικαστούν σταδικαστικά έξοδα. Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή.

2)    Καταδικάζει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

3)    Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Vesterdorf
Bellamy
Moura Ramos

Pirrung

Mengozzi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Μαρτίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.