Language of document : ECLI:EU:T:2015:383

Υπόθεση T‑655/11

FSL Holdings κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των μπανανών στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία – Συντονισμός κατά τον καθορισμό των τιμών – Παραδεκτό των αποδείξεων – Δικαιώματα άμυνας – Κατάχρηση εξουσίας – Απόδειξη της παραβάσεως – Υπολογισμός του ύψους του προστίμου»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 16ης Ιουνίου 2015

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη – Νομιμότητα της διαβιβάσεως στην Επιτροπή πληροφοριών συλλεγεισών από εθνικές αρχές – Αξιολόγηση από τα εθνικά δικαστήρια με γνώμονα το εθνικό δίκαιο – Διαβίβαση που δεν έχει κριθεί παράνομη από εθνικό δικαστήριο – Λήψη υπόψη, εκ μέρους της Επιτροπής, των τοιουτοτρόπως διαβιβασθεισών πληροφοριών ως αποδεικτικών στοιχείων – Επιτρέπεται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 12 § 2)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ελεγκτική εξουσία της Επιτροπής – Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Υποχρέωση προσδιορισμού του αντικειμένου και του σκοπού του ελέγχου

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες της Επιτροπής για διενέργεια επαληθευτικών ελέγχων – Χρησιμοποίηση πληροφοριών συλλεγεισών στο πλαίσιο επαληθευτικού ελέγχου – Όρια – Διεξαγωγή έρευνας για την επαλήθευση πληροφοριών συλλεγεισών παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο ελέγχου – Επιτρέπεται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες της Επιτροπής – Εξουσία διασπάσεως διαδικασίας – Διάσπαση ισοδύναμη με την κίνηση νέας διαδικασίας έρευνας – Διακριτική ευχέρεια

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Δυνατότητα πλήρους προβολής των εν λόγω δικαιωμάτων εκ μέρους της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως μόνο μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων – Κατοχή, εκ μέρους της Επιτροπής, χειρόγραφων σημειώσεων συλλεγεισών στο πλαίσιο εθνικών ερευνών – Υποχρέωση σχετικής ενημερώσεως της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας που προηγείται της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η καθής η διαδικασία επιχείρηση – Χορήγηση υπό όρους απαλλαγής από πρόστιμα προ της εκδόσεως της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής – Έκταση – Υπόμνηση, εκ μέρους της Επιτροπής, του προσωρινού χαρακτήρα του διαδικαστικού καθεστώτος που συνεπάγεται η χορήγηση υπό όρους απαλλαγής – Άσκηση παράνομης πιέσεως – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 8, στοιχεία a´ και β΄, 11, στοιχεία α΄ έως γ΄, 15, 16, 18 και 19)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Μείωση του προστίμου έναντι συνεργασίας – Πλήρης απαλλαγή – Προϋποθέσεις – Ολική, διαρκής και άμεση συνεργασία της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως – Έννοια

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημείο 11, στοιχείο a´)

8.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Κατάχρηση εξουσίας – Έννοια

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Νομικό πλαίσιο – Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων – Αυτοπεριορισμός της Επιτροπής κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες της Επιτροπής για διενέργεια επαληθευτικών ελέγχων – Χρησιμοποίηση πληροφοριών συλλεγεισών κατά τη διάρκεια επαληθευτικού ελέγχου διενεργηθέντος στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας – Επιτρέπεται – Υποχρέωση ολικής, διαρκούς και άμεσης συνεργασίας της επιχειρήσεως που αιτείται πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ, ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

11.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση –Χρησιμοποίηση δηλώσεων άλλων επιχειρήσεων που μετέσχον στην παράβαση ως αποδεικτικών μέσων – Επιτρέπεται – Αποδεικτική ισχύς καταθέσεων στις οποίες τα κύρια μέλη συμπράξεως προβαίνουν αυτοβούλως προκειμένου να επωφεληθούν της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

12.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Προσφυγή σε δέσμη ενδείξεων – Λήψη υπόψη στοιχείων κείμενων χρονικώς εκτός της περιόδου παραβάσεως – Επιτρέπεται – Απαιτούμενος βαθμός αποδεικτικής ισχύος μεμονωμένως θεωρούμενων ενδείξεων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

13.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση που συνίσταται στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Απόφαση βασιζόμενη σε έγγραφες αποδείξεις – Υποχρεώσεις, από πλευράς βάρους αποδείξεως, των επιχειρήσεων που αμφισβητούν το υποστατό της παραβάσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

14.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Έγγραφες αποδείξεις – Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου – Κριτήρια – Έγγραφο συνταχθέν σε άμεση σχέση με τα γεγονότα ή από άμεσο μάρτυρα αυτών – Αυξημένη αποδεικτική αξία

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

15.    Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Δυνατότητα εφαρμογής – Συνέπειες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

16.    Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνία αποσκοπούσα στον περιορισμό του ανταγωνισμού – Ταυτόχρονη επιδίωξη θεμιτών σκοπών – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

17.    Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση εκάστης επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά – Κοινοποίηση ευαίσθητων πληροφοριών αίρουσα την αβεβαιότητα ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά ανταγωνιστή – Πληροφορίες δημοσίως γνωστές – Εμπίπτει – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

18.    Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Επιχείρηση που μετέσχε σε συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως – Στοιχείο μη αποκλείον κατ’ ανάγκην τη συμμετοχή της επιχειρήσεως στη συμφωνία

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

19.    Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Δυνατότητα καταλογισμού σε επιχείρηση της συμπεριφοράς των οργάνων της – Προϋποθέσεις – Ενέργεια προσώπου εξουσιοδοτημένου να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

20.    Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Εκτίμηση με γνώμονα τη φύση της παραβάσεως – Συζήτηση μεταξύ ανταγωνιστών περί σημαντικών για την πορεία των τιμών παραμέτρων – Παράβαση εξ αντικειμένου – Απουσία άμεσης σχέσεως μεταξύ της εναρμονισμένης πρακτικής και των τιμών καταναλωτή – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

21.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Έκταση – Άρνηση κοινοποιήσεως εγγράφου – Δικαιολόγηση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

22.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ακροάσεις – Ακροάσεις ορισμένων προσώπων – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρα 10 § 3 και 13)

23.    Συμπράξεις – Σύνθετη παράβαση εμφανίζουσα στοιχεία συμφωνίας και στοιχεία εναρμονισμένης πρακτικής – Ενιαίος χαρακτηρισμός της ως «συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» – Επιτρέπεται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

24.    Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Επαρκής διαπίστωση – Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εξ αντικειμένου και παραβάσεων εξ αποτελέσματος – Κριτήρια βάσει των οποίων είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός συμφωνίας ως εξ αντικειμένου περιορισμού

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

25.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Μη διαπίστωση παραβάσεως εις βάρος άλλου επιχειρηματία τελούντος σε παρεμφερή κατάσταση – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

26.    Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στοιχειοθετούσες ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση λόγω συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη ως όλον – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

27.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση –Απόδειξη της παραβάσεως και της διάρκειάς της βαρύνουσα την Επιτροπή – Όρια του βάρους αποδείξεως – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Έλλειψη αποδείξεων ως προς ορισμένα διαστήματα της συνολικής περιόδου παραβάσεως – Διακοπή της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση – Επαναλαμβανόμενη παράβαση – Συνέπειες επί του καθορισμού του προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

28.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Μέθοδος υπολογισμού λαμβάνουσα υπόψη διάφορα στοιχεία που παρέχουν περιθώριο ευελιξίας – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 9, 12, 13 και 19 έως 23)

29.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού οριζόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής – Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση βάσει της φύσεως της παραβάσεως – Αποτέλεσμα αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής – Κριτήριο μη καθοριστικής σημασίας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 19 έως 24)

30.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθήσει την προηγούμενη πρακτική της στον τομέα λήψεως αποφάσεων – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

31.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εκτίμηση σε συνάρτηση με την ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως – Μη επιβολή κυρώσεως σε άλλον επιχειρηματία – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

1.      Το δίκαιο της Ένωσης δεν δύναται να επιτρέψει αποδείξεις συλλεγείσες κατά καταστρατήγηση της διαδικασίας που προβλέπεται για τη συλλογή τους και που σκοπεί στη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων. Επομένως, η προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ουσιώδης τύπος, κατά την έννοια του άρθρου 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Κατά τη νομολογία, η παράβαση ουσιώδους τύπου έχει συνέπειες, ανεξαρτήτως του αν η παράβαση αυτή προκάλεσε ζημία σε αυτόν που την προβάλλει.

Όσον αφορά ειδικότερα τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 απαγόρευση χρησιμοποιήσεως ως αποδεικτικών μέσων, για σκοπούς άλλους από τον σκοπό για τον οποίο αποκτήθηκαν, πληροφοριών συλλεγεισών από την Επιτροπή και από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών στο πλαίσιο της ασκήσεως των εξουσιών τους διενέργειας ερευνών ανταποκρίνεται σε ειδική ανάγκη, δηλαδή στην ανάγκη διασφαλίσεως, αφενός, των διαδικαστικών εγγυήσεων που είναι συμφυείς με τη συλλογή πληροφοριών από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο των αποστολών τους και, αφετέρου, της δυνατότητας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εν λόγω αρχών. Πάντως, εντεύθεν δεν δύναται αυτοδικαίως να συναχθεί γενική απαγόρευση χρησιμοποιήσεως, από την Επιτροπή, ως αποδεικτικών μέσων πληροφοριών συλλεγεισών από εθνική αρχή στο πλαίσιο του έργου της.

Στο πλαίσιο αυτό, η νομιμότητα της διαβιβάσεως στην Επιτροπή, από εισαγγελέα κράτους μέλους ή από τις αρμόδιες για θέματα ανταγωνισμού αρχές, πληροφοριών συλλεγεισών κατ’ εφαρμογήν του εθνικού ποινικού δικαίου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να ελέγχει τη νομιμότητα, με γνώμονα το εθνικό δίκαιο, πράξεως εκδοθείσας από εθνική αρχή. Συνεπώς, εφόσον η διαβίβαση των επίμαχων εγγράφων δεν κηρύχθηκε παράνομη από εθνικό δικαστήριο, δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούν απαράδεκτα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν από τη δικογραφία.

(βλ. σκέψεις 44-46, 78, 80)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 48-53)

3.      Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, μολονότι οι πληροφορίες που η Επιτροπή συλλέγει κατά τους διενεργούμενους από την ίδια ελέγχους δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από τους δηλωθέντες στην εντολή ελέγχου ή στην απόφαση διενέργειας ελέγχου, παρά ταύτα εξ αυτού δεν δύναται να συναχθεί ότι απαγορεύεται η από την Επιτροπή κίνηση διαδικασίας έρευνας με σκοπό την επαλήθευση ή τη συμπλήρωση στοιχείων που περιήλθαν παρεμπιπτόντως σε γνώση της στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου, στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη συμπεριφορών αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας νέας έρευνας, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να ζητήσει νέα αντίγραφα των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν κατά την πρώτη έρευνα και να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά μέσα στην υπόθεση την οποία αφορά η δεύτερη έρευνα, χωρίς τούτο να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.

Συνεπώς, το γεγονός ότι ζητείται από επιχείρηση να υποβάλει εκ νέου έγγραφα τα οποία αυτή είχε ήδη υποβάλει στο πλαίσιο πρώτης έρευνας δεν συνιστά παράνομη ενέργεια, αλλά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση των εν λόγω εγγράφων στο πλαίσιο δεύτερης έρευνας.

(βλ. σκέψεις 54, 55, 69, 104, 157)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 56, 57, 148)

5.      Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, τα στοιχεία που εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας είναι ακριβώς, αφενός, η αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και, αφετέρου, η πρόσβαση στον φάκελο η οποία παρέχει στον αποδέκτη της εν λόγω ανακοινώσεως τη δυνατότητα να λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής.

Πράγματι, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ενημερώνεται για όλα τα ουσιώδη στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στηρίζεται κατά αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς, μόνο κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δύναται η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να προβάλει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας

Αν η ισχύς των προαναφερθέντων δικαιωμάτων εκτεινόταν στον χρόνο προ της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής θα διακυβευόταν, καθόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα ήταν σε θέση, ήδη κατά το πρώτο στάδιο της έρευνας της Επιτροπής, να προσδιορίσει τις πληροφορίες που είναι γνωστές στην Επιτροπή και, ως εκ τούτου, εκείνες που ακόμη δύναται να αποκρύψει από την Επιτροπή.

Επομένως, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να ενημερώσει την εμπλεκόμενη επιχείρηση, προ της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, για τη διαβίβαση εγγράφων από εθνική αρχή.

(βλ. σκέψεις 94-97)

6.      Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η χορήγηση υπό όρους απαλλαγής συνεπάγεται τη δημιουργία ειδικού διαδικαστικού καθεστώτος, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, υπέρ της επιχειρήσεως που πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου 8 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ), καθεστώτος το οποίο παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα. Πάντως, η εν λόγω υπό όρους απαλλαγή ουδόλως δύναται να εξομοιωθεί με την οριστική απαλλαγή από πρόστιμα η οποία χορηγείται μόνο κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.

Μόνο κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, όταν εκδίδει την τελική απόφαση, η Επιτροπή χορηγεί ή όχι, με την εν λόγω απόφαση, την κατά κυριολεξία απαλλαγή από πρόστιμα στην επιχείρηση στην οποία είχε χορηγήσει την υπό όρους απαλλαγή. Σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο παύει να παράγει τα αποτελέσματά του το διαδικαστικό καθεστώς που απορρέει από την υπό όρους απαλλαγή.

Επομένως, από το σύστημα που προβλέπεται από την ανακοίνωση περί συνεργασίας προκύπτει ότι, προ της τελικής αποφάσεως, η επιχείρηση που ζητεί την απαλλαγή δεν απολαύει της κατά κυριολεξία απαλλαγής από πρόστιμα, αλλά απλώς υπάγεται σε διαδικαστικό καθεστώς δυνάμενο να εξελιχθεί σε απαλλαγή από πρόστιμα κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, αν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει οριστική θέση επί αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

Συναφώς, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που απορρέουν για επιχείρηση από την υπαγωγή της στο διαδικαστικό καθεστώς του αιτούντος απαλλαγή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η υπόμνηση και μόνον, από την Επιτροπή, του εν λόγω καθεστώτος στην επιχείρηση συνιστά άσκηση παράνομης πιέσεως.

(βλ. σκέψεις 116, 119, 120, 146, 154)

7.      Η χορήγηση πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα αποτελεί εξαίρεση από την αρχή της προσωπικής ευθύνης της επιχειρήσεως για την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, εξαίρεση η οποία δικαιολογείται από τον σκοπό διευκολύνσεως της αποκαλύψεως, της διερευνήσεως και της πατάξεως, καθώς και της αποτροπής των πρακτικών που συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι εύλογο να απαιτείται, σε αντάλλαγμα για τη χορήγηση πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα για την παραβατική συμπεριφορά της, η επιχείρηση που ζήτησε την απαλλαγή να προσφέρει στην έρευνα της Επιτροπής συνεργασία που, κατά το γράμμα της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) πρέπει να είναι «πλήρ[ης], ενεργ[ός] και σε διαρκή βάση».

Από τον χαρακτηρισμό της συνεργασίας ως «πλήρους» προκύπτει ότι η συνεργασία που ο αιτών την απαλλαγή οφείλει να προσφέρει στην Επιτροπή προκειμένου να τύχει απαλλαγής πρέπει να είναι ολική, απόλυτη και ανεπιφύλακτη. Ο χαρακτηρισμός της ως «ενεργού» και «σε διαρκή βάση» σημαίνει ότι η συνεργασία αυτή πρέπει να παρέχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και να είναι, κατ’ αρχήν, άμεση.

Εξάλλου, μείωση του προστίμου βάσει της εφαρμοστέας ανακοινώσεως περί συνεργασίας δύναται να δικαιολογηθεί μόνο όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως αποδεικνύουν πραγματική εκ μέρους της συνεργασία.

Όπως προκύπτει από την ίδια την έννοια της συνεργασίας, μόνο όταν η συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως πράγματι μαρτυρεί ένα τέτοιο πνεύμα συνεργασίας δύναται να χορηγηθεί σε αυτήν μείωση βάσει της εφαρμοστέας ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

Η κρίση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο για τη συνεργασία που είναι αναγκαία προς δικαιολόγηση της πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα, στο μέτρο κατά το οποίο η απαλλαγή συνιστά μεταχείριση ακόμη ευνοϊκότερη από την απλώς και μόνο μείωση του προστίμου. Επομένως, η έννοια της «πλήρους, ενεργού και σε διαρκή βάση» συνεργασίας που δικαιολογεί τη χορήγηση πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα προϋποθέτει συνεργασία πραγματική, ολική και χαρακτηριζόμενη από πνεύμα ειλικρίνειας.

(βλ. σκέψεις 122-126)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 139)

9.      Στο δίκαιο του ανταγωνισμού η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) καθορίζει, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή αυτοβούλως δεσμεύθηκε να ακολουθεί για τις ανάγκες της εφαρμογής του προγράμματός της επιεικούς μεταχειρίσεως και, κατά συνέπεια, εγγυάται ασφάλεια δικαίου στις επιχειρήσεις.

Μολονότι η εν λόγω ανακοίνωση περί συνεργασίας δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως κανόνας δικαίου τον οποίο η Επιτροπή οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση, παρά ταύτα η ανακοίνωση αυτή εισάγει κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα πρακτική, από τον οποίο η Επιτροπή δεν δύναται να παρεκκλίνει, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να παράσχει εξήγηση συμβατή με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Υιοθετώντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι στο εξής θα τους εφαρμόζει στις περιπτώσεις τις οποίες αυτοί αφορούν, η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της δικής της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν δύναται να αποστεί από τους κανόνες αυτούς, επειδή τότε θα κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 141-143)

10.    Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι, για την απόδειξη της παραβάσεως, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στην αρχική αίτηση επιχειρήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως σε συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, προέβη σε κατάχρηση της εξουσίας της προκειμένου να ωθήσει την εν λόγω επιχείρηση να βεβαιώσει πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με άλλη υπόθεση. Συγκεκριμένα, το καθήκον συνεργασίας επιχειρήσεως που ζητεί πλήρη απαλλαγή από πρόστιμα εμπεριέχει την υποχρέωση πλήρους, διαρκούς και άμεσης συνεργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, στοιχείο που ενδέχεται επίσης να συνεπάγεται έρευνες της Επιτροπής, καθώς και δηλώσεις της εταιρίας, σε απάντηση ερωτήσεων της Επιτροπής, σχετικές με πραγματικά περιστατικά μη καλυπτόμενα από την αρχική δήλωση, στο μέτρο κατά το οποίο, η απάντηση σε ερωτήσεις αποτελεί σημαντικό μέρος του καθήκοντος συνεργασίας των αιτούντων απαλλαγή.

Εξάλλου, στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή έχει δικαίωμα είτε να χωρίζει είτε να συνδέει διαδικασίες αν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οσάκις δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου στοιχείου προς αμφισβήτηση της εξηγήσεως που η Επιτροπή παρέσχε για τη δικαιολόγηση της αποφάσεώς της ότι τα πραγματικά περιστατικά δύο χωριστών διαδικασιών πρέπει να θεωρηθούν ως δύο προδήλως χωριστές παραβάσεις, η Επιτροπή ορθώς δύναται να θεωρήσει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, κάθε αιτών απαλλαγή οφείλει να συνεργασθεί στις δύο χωριστές έρευνες που μπορούν να ανάγονται στην ίδια αίτηση απαλλαγής και να συνεχίσει να συνεργάζεται ακόμη και μετά τη χορήγηση της τελικής απαλλαγής για την παράβαση ή τις παραβάσεις που αφορούσε η μία εκ των ερευνών.

Επιπλέον, εφόσον η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιήσει στοιχεία μιας υποθέσεως ως σημείο αφετηρίας για έρευνες σε άλλη υπόθεση και εφόσον η υποχρέωση συνεργασίας του αιτούντος απαλλαγή ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εμπερικλείει το καθήκον αντιδράσεως σε νέες περιστάσεις, η εκ μέρους της Επιτροπής χρησιμοποίηση εγγράφου από τον φάκελο άλλης υποθέσεως για την υποβολή ερωτήσεως στην αιτηθείσα απαλλαγή επιχείρηση δεν κρίνεται παράνομη.

(βλ. σκέψεις 147-149, 165)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 151-153, 182, 338-343, 356, 380, 381, 386, 495)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 175-179, 203, 217, 375)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 180, 181, 261-263)

14.    Κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων και το μόνο πρόσφορο κριτήριο για την εκτίμηση των ελευθέρως προσκομιζόμενων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους, η οποία τελεί σε συνάρτηση με την προέλευσή τους, τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν, τον αποδέκτη τους και τον λογικό και αξιόπιστο χαρακτήρα του περιεχομένου τους. Ιδιαίτερη δε σημασία πρέπει να αποδίδεται στο στοιχείο ότι έγγραφο συνετάχθη σε άμεση σχέση με τα γεγονότα ή από άμεσο μάρτυρα αυτών.

(βλ. σκέψεις 182, 183, 197, 222, 229, 344)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 184, 185)

16.    Στο δίκαιο του ανταγωνισμού μια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ως επιδιώκουσα περιοριστικό αποτέλεσμα ακόμη και αν δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά επιδιώκει και άλλους θεμιτούς σκοπούς, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι οι επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων υπηρετούσαν αποκλειστικώς τους εν λόγω θεμιτούς σκοπούς.

(βλ. σκέψεις 220, 230, 306)

17.    Στο δίκαιο του ανταγωνισμού η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών δεν καθίσταται θεμιτή εκ του γεγονότος ότι οι εν λόγω πληροφορίες ή ορισμένες εξ αυτών είναι δημοσίως γνωστές, καθόσον κάθε επιχειρηματίας οφείλει να διαμορφώνει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην εσωτερική αγορά. Μολονότι η επιταγή αυτή της αυτοτέλειας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στην ήδη εκδηλωθείσα ή στην αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, αποκλείει αυστηρώς οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση μεταξύ τους επαφή έχουσα ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά υπαρκτού ή εν δυνάμει ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που οι ίδιοι οι επιχειρηματίες έχουν αποφασίσει ή σχεδιάζουν να υιοθετήσουν στην αγορά.

Στο πλαίσιο αυτό, η άποψη ανταγωνιστή επί στοιχείου σημαντικού για τους όρους προσφοράς και ζητήσεως, το οποίο θα μπορούσε να αποκτηθεί και με άλλους τρόπους, πέραν των συζητήσεων με τις οικείες επιχειρήσεις, καθώς και ο αντίκτυπος της εν λόγω απόψεως επί της πορείας της αγοράς δεν αποτελεί, εξ ορισμού, δημοσιοποιημένη πληροφορία.

Εξάλλου, η τακτική ανταλλαγή πληροφοριών περί των τιμών δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την τεχνητή τόνωση της διαφάνειας σε μια αγορά όπου ο ανταγωνισμός εμφανίζεται ήδη αμβλυμένος συνεπεία ειδικού ρυθμιστικού πλαισίου και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστών.

Επιπροσθέτως, ακόμη και όταν οι σχετικές με τις τιμές πληροφορίες είναι γνωστές στους πελάτες προ της κοινοποιήσεώς τους στους ανταγωνιστές και, επομένως, μπορούν να αποκτηθούν μέσω της αγοράς, το στοιχείο αυτό δεν σημαίνει ότι, κατά τον χρόνο διαβιβάσεως των καταλόγων τιμών στους ανταγωνιστές, οι τιμές αυτές αποτελούν ήδη αντικειμενικό δεδομένο της αγοράς, άμεσα ανακτήσιμο. Η άμεση διαβίβαση παρέχει στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των εν λόγω πληροφοριών κατά τρόπο ευχερέστερο, ταχύτερο και αμεσότερο απ’ ό,τι μέσω της αγοράς. Εξάλλου, αυτή η εκ των προτέρων διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών παρέχει στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να δημιουργούν κλίμα αμοιβαίας βεβαιότητας ως προς τις μελλοντικές πολιτικές τους περί των τιμών.

Τέλος, η απόκτηση και μόνον, εκ μέρους επιχειρήσεως, πληροφοριών διαβιβασθεισών από ανταγωνιστές, πληροφοριών που ένας ανεξάρτητος επιχειρηματίας διαφυλάσσει ως επιχειρηματικό απόρρητο, αρκεί για την απόδειξη προθέσεως νοθεύσεως του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 282, 320-324)

18.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 302)

19.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 303, 304)

20.    Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών δύναται να αντίκειται στους κανόνες ανταγωνισμού οσάκις μετριάζει ή αίρει τον βαθμό αβεβαιότητας σε σχέση με τη λειτουργία της οικείας αγοράς, με αποτέλεσμα περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός τιμής, έστω και αμιγώς ενδεικτικής, επηρεάζει τον ανταγωνισμό, καθώς παρέχει σε όλα τα μέλη της συμπράξεως τη δυνατότητα να προβλέπουν, μετά ευλόγου βαθμού βεβαιότητας, την πολιτική τιμών που οι ανταγωνιστές τους προτίθενται να ακολουθήσουν. Γενικότερα, τέτοιου είδους συμπράξεις συνεπάγονται άμεση παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού εντός της οικείας αγοράς.

Προκειμένου, ειδικότερα, για την αγορά των μπανανών, η αναφορά, στο πλαίσιο διμερών συζητήσεων μεταξύ ενημερωμένων επιχειρηματιών, σε παραμέτρους πολύ σημαντικές για τον καθορισμό της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση, όπως είναι οι καιρικές συνθήκες, τόσο στις χώρες παραγωγής όσο και στις χώρες στις οποίες τα φρούτα προορίζονται με σκοπό την κατανάλωση, ο όγκος των αποθεμάτων στους λιμένες και στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, η κατάσταση των πωλήσεων σε επίπεδο λιανικού εμπορίου και σε επίπεδο επιχειρήσεων ωριμάνσεως και η ύπαρξη προωθητικών εκστρατειών, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη διαμόρφωση κοινής αντιλήψεως περί της αγοράς και της πορείας της από πλευράς τιμών.

Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πραγματικές τιμές που καθορίζονται εν συνέχεια δεν αντιστοιχούν στις ανταλλαγείσες από τα μέρη προθέσεις τιμών, τούτο δεν θεραπεύει τον αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού χαρακτήρα των εν λόγω ανταλλαγών. Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ σκοπεί εξάλλου, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού που εισάγει η Συνθήκη, στην προστασία όχι μόνο των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, κατ’ επέκταση, του ανταγωνισμού αυτού καθ’ εαυτόν.

Ειδικότερα, το γεγονός ότι εναρμονισμένη πρακτική δεν έχει άμεσο αντίκτυπο επί του επιπέδου των τιμών δεν αποκλείει τη διαπίστωση ότι αυτή περιόρισε τον μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, οι πραγματικές τιμές της αγοράς δύνανται να επηρεάζονται από εξωτερικές παραμέτρους, κείμενες εκτός της σφαίρας ελέγχου των μελών συμπράξεως, όπως είναι η πορεία της οικονομίας εν γένει, η εξέλιξη της ζητήσεως στον συγκεκριμένο τομέα ή η διαπραγματευτική δύναμη των πελατών.

(βλ. σκέψεις 328-330, 388, 391, 456, 457, 536, 537)

21.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 400-403)

22.    Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, μεταξύ των εγγυήσεων με τις oποίες η έννομη τάξη της Ένωσης περιβάλλει τις διοικητικές διαδικασίες καταλέγεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως.

Στο πλαίσιο αυτό, η διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει σε ακρόαση μαρτύρων υποδεικνυόμενων από τους ενδιαφερομένους, οσάκις αυτή θεωρεί ότι η διερεύνηση της υποθέσεως υπήρξε επαρκής. Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ], ορίζει ότι οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων κατά των οποίων κινείται διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1/2003 μπορούν να προτείνουν στην Επιτροπή να καλέσει σε ακρόαση πρόσωπα δυνάμενα να επιβεβαιώσουν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις υποβαλλόμενες από τις ίδιες παρατηρήσεις, από το άρθρο 13 του ιδίου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει εύλογο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς την αξιολόγηση του ενδιαφέροντος που ενδέχεται να παρουσιάζει η ακρόαση προσώπων των οποίων η μαρτυρία μπορεί να είναι σημαντική για τη διερεύνηση της υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 405, 406)

23.    Στο δίκαιο του ανταγωνισμού, από την αντιπαραβολή της έννοιας της συμφωνίας με εκείνην της εναρμονισμένης πρακτικής προκύπτει ότι, από υποκειμενικής απόψεως, οι δύο έννοιες καλύπτουν μορφές συμπαιγνίας της αυτής φύσεως, διακρίνονται δε μεταξύ τους μόνο από την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται. Επομένως, καίτοι συγκείμενες από εν μέρει διαφορετικά στοιχεία, οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής δεν είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να υπαγάγει μία εκάστη των διαπιστωθεισών μορφών συμπεριφοράς είτε στην έννοια της συμφωνίας είτε στην έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά δύναται επιτρεπτώς να χαρακτηρίσει ορισμένες εξ αυτών ως «συμφωνίες», άλλες δε ως «εναρμονισμένες πρακτικές».

Ως εκ τούτου, το στοιχείο ότι στην επίδικη παράβαση εμπλέκονται δύο μόνο επιχειρήσεις, εκ των οποίων η μία ήσσονος μεγέθους, και ότι η παράβαση αυτή διήρκεσε μόνο οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να υπαγάγει μία εκάστη των διαπιστωθεισών μορφών συμπεριφοράς είτε στην έννοια της συμφωνίας είτε στην έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά δύναται επιτρεπτώς να χαρακτηρίσει ορισμένες εξ αυτών ως «συμφωνίες», άλλες δε ως «εναρμονισμένες πρακτικές». Στο πλαίσιο αυτό, οσάκις η Επιτροπή αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον επαφές μεταξύ των μερών, δεν μπορεί να απαιτείται από αυτήν να προσδιορίσει επακριβώς το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβε χώρα μία εκάστη των επιμέρους συνεννοήσεων.

(βλ. σκέψεις 418, 419, 453)

24.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 421-431, 469, 471, 472)

25.    Στο δίκαιο του ανταγωνισμού η διαπίστωση παραβάσεως εις βάρος επιχειρήσεων δεν δύναται να αποκλεισθεί εκ του λόγου ότι δεν έχει κινηθεί διαδικασία κατά άλλων επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παράβαση εκ μέρους επιχειρηματία ο οποίος τελεί σε κατάσταση παρεμφερή προς εκείνη των επιχειρήσεων κατά των οποίων κινήθηκε η διαδικασία δεν δύναται να ανατρέψει τη διαπίστωση περί παραβάσεως των εν λόγω επιχειρήσεων εφόσον αυτή έχει αποδειχθεί προσηκόντως.

(βλ. σκέψη 461)

26.    Παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ενδέχεται να απορρέει όχι μόνο από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά ενεργειών ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν δύναται να αμφισβητηθεί εκ του λόγου ότι ένα ή πλείονα στοιχεία αυτής της ακολουθίας πράξεων ή της διαρκούς συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να συνιστούν, μεμονωμένως θεωρούμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Οσάκις οι διάφορες επιμέρους ενέργειες αποτελούν μέρος «συνολικού σχεδίου», λόγω του κοινού τους σκοπού ο οποίος συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις ενέργειες αυτές κατ’ αναλογίαν με τη συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στην παράβαση λαμβανόμενη ως όλον.

Συναφώς, ως ενιαία παράβαση νοείται κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας πλείονες επιχειρήσεις είχαν συμμετοχή σε παράβαση συνιστάμενη σε αδιάλειπτη συμπεριφορά επιδιώκουσα κοινό οικονομικό σκοπό, δηλαδή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ή και σε μεμονωμένες παραβάσεις συνδεόμενες μεταξύ τους λόγω ταυτότητας αντικειμένου (σύνολο στοιχείων υπηρετούντων τον ίδιο σκοπό) και υποκειμένων (ταυτότητα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και εκ μέρους τους συνείδηση της συμμετοχής τους στην εξυπηρέτηση του κοινού σκοπού).

Εξάλλου, η έννοια της ενιαίας παραβάσεως μπορεί να αναφέρεται στον νομικό χαρακτηρισμό αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς που συνίσταται σε συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 478-480, 491)

27.    Στο πεδίο των συμπράξεων η έννοια του συνολικού σχεδίου παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συναγάγει ότι η διάπραξη παραβάσεως δεν διεκόπη ακόμη και αν, ως προς συγκεκριμένη περίοδο, η ίδια δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στην παράβαση αυτή, υπό τον όρον ότι η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε στην παράβαση πριν και μετά την περίοδο αυτή και δεν υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία ή ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η παράβαση διεκόπη καθόσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμο για όλη την παραβατική περίοδο, περιλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος για το οποίο δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως.

Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως, ούτως ώστε να θεωρείται ότι αυτή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη παραβάσεως, επιβάλλεται η αξιολόγηση των αποδείξεων ως όλου, σκοπός της σχετικής με την κατάφαση του διαρκούς χαρακτήρα εξετάσεως δεν είναι να εξακριβωθεί αν η δέσμη αποδείξεων στο σύνολό της δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η παράβαση συνεχίσθηκε αδιαλείπτως καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από τις εν λόγω αποδείξεις, αλλά αν η Επιτροπή προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που δεν απέχουν χρονικά μεταξύ τους, ούτως ώστε να μπορεί δικαιολογημένως να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίσθηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

Αντιθέτως, οσάκις, κατόπιν αξιολογήσεως, στο πλαίσιο της λειτουργίας της οικείας συμπράξεως, του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ δύο εκφάνσεων παραβατικής συμπεριφοράς, μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση διεκόπη, ενώ η επιχείρηση μετέσχε στην παράβαση πριν και μετά τη διακοπή αυτή, η εν λόγω παράβαση δύναται να χαρακτηρισθεί επαναλαμβανόμενη αν —όπως στην περίπτωση της διαρκούς παραβάσεως— υφίσταται ενιαίος σκοπός τον οποίο αυτή επεδίωκε πριν και μετά τη διακοπή. Ένας τέτοιος ενιαίος σκοπός δύναται να συναχθεί από την ταυτότητα των σκοπών των επίμαχων πρακτικών, των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κύριων όρων εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονταν για λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών. Στην περίπτωση αυτή, η παράβαση είναι ενιαία και επαναλαμβανόμενη και, μολονότι η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμο για όλη την παραβατική περίοδο, δεν δύναται να επιβάλει πρόστιμο για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η παράβαση είχε διακοπεί.

(βλ. σκέψεις 481-484, 494, 496)

28.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 502-511)

29.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 508, 525, 528-532, 538, 539)

30.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 548, 549, 552, 553)

31.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 556-558)