Language of document :

Προσφυγή της 19ης Μαρτίου 2010 - FESI κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-134/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Fédération européenne de l'industrie du sport (FESI) (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: E. Vermulst και Y. Van Gerven, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1294/2009 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Βιετνάμ και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα που αποστέλλονται από την ΕΔΠ Μακάο, ανεξάρτητα από το αν δηλώνονται ως καταγωγής ΕΔΠ Μακάο ή όχι, μετά τη διαδικασία επανεξέτασης εν όψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 1, στο σύνολό του ή, άλλως, κατά το μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα και τα μέλη της, ιδίως τα τέσσερα μέλη της που περιλαμβάνονται στο δείγμα (Adidas AG, Nike European Operations BV, Puma AG και Timberland Europe BV),

να υποχρεώσει το Συμβούλιο να γνωστοποιήσει τα σχετικά με την παραγωγή στοιχεία εκάστου περιλαμβανόμενου στο δείγμα παραγωγού της Ένωσης στα οποία βασίστηκε η δειγματοληπτική επιλογή στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης, καθώς και τα σχετικά με την απασχόληση στοιχεία εκάστου περιλαμβανόμενου στο δείγμα παραγωγού της Ένωσης,

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς.

Πρώτον, υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, παραλείποντας να ζητήσει από τους καταγγέλλοντες παραγωγούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμπληρώσουν έντυπα δειγματοληψίας, εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού 2, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας και παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ζήτησαν από τους καταγγέλλοντες παραγωγούς της ΕΕ να συμπληρώσουν έντυπα δειγματοληψίας και, επομένως, το δείγμα των παραγωγών της ΕΕ επιλέχθηκε, ελλείψει των απαιτούμενων στοιχείων, βάσει περιορισμένων -μη δυνάμενων να αποδειχθούν- στοιχείων που προσκόμισαν οι καταγγέλλοντες. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, συνακόλουθα, δεν μπόρεσε να εξετάσει την καταλληλότητα του δείγματος που επιλέχθηκε. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ επιφύλαξαν διάφορη μεταχείριση σε ευρισκόμενους σε παρόμοιες καταστάσεις ενδιαφερόμενους, χωρίς να συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι και ότι παραβίασαν τη θεμελιώδη αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά την επιλογή του δείγματος των παραγωγών της ΕΕ, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το δείγμα των παραγωγών της ΕΕ δεν συνιστούσε τον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής ή πωλήσεων για τον οποίο μπορούσε λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου υπό την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και ότι το δείγμα αυτό επιλέχθηκε, πρωτίστως, με βάση κριτήρια μη περιλαμβανόμενα στην εν λόγω διάταξη.

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 6.10 της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθόσον δεν εφάρμοσε το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο αυτό της συμφωνίας. Το Συμβούλιο δεν καθόρισε το δείγμα των παραγωγών της ΕΕ που αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο ποσοστό όγκου παραγωγής ή πωλήσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6.10 της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, κατά τον προσδιορισμό της πιθανότητας συνέχισης της ζημίας, παρέβη τα άρθρα 3, παράγραφοι 1, 2 και 5, και 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και εκτίμησε προδήλως εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο εσφαλμένως έκρινε ότι υφίσταται πιθανότητα συνέχισης της ζημίας ελλείψει της επιβολής μέτρων στηριζόμενο στη διαπίστωση ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας επανεξέτασης ("RIP"), η ζημία στην βιομηχανία της ΕΕ συνεχίζεται, όπως προκύπτει από τα μακροοικονομικά στοιχεία τα οποία περιλάμβαναν τα στοιχεία παραγωγών οι οποίοι δεν εντάσσονται στη βιομηχανία της ΕΕ και από μη επαληθευμένα στοιχεία. Επιπροσθέτως, οι μικροοικονομικοί δείκτες αξιολογήθηκαν με βάση στοιχεία μη αντιπροσωπευτικού δείγματος παραγωγών της ΕΕ.

Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, τηρώντας εμπιστευτικότητα όσον αφορά την ταυτότητα των καταγγελλόντων παραγωγών της ΕΕ, παρέβη το άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας καθόσον τήρησε εμπιστευτικότητα χωρίς να υπάρχει λόγος και χωρίς να εξετάσει προσεκτικά το οικείο αίτημα.

Έκτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κατά τον προσδιορισμό του συστήματος των κωδικών ελέγχου προϊόντος ("PCN ") για την ταξινόμηση του προϊόντος περί του οποίου πρόκειται, το Συμβούλιο παρέβη τα άρθρα 2, παράγραφος 10, και 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και παραβίασε την αρχή της επιμέλειας και της χρηστής διοικήσεως. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το σύστημα PCN που χρησιμοποιήθηκε και η νέα ταξινόμηση ορισμένων κατηγοριών υποδημάτων διαρκούσης της έρευνας δεν επέτρεψε τη δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας. Επιπροσθέτως, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το σύστημα αυτό δεν επέτρεψε την αντικειμενική εξέταση τόσο του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά, όσο και των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τους εγχώριους παραγωγούς τέτοιων προϊόντων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι το Συμβούλιο δεν εξέτασε προσεκτικά και αμερόληπτα όλα τα συναφή στοιχεία και τους δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας περί της ανάγκης μεταβολής του συστήματος PCN.

Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, κατά την επιλογή της ανάλογης χώρας, παραβίασε την αρχή της επιμέλειας και της χρηστής διοικήσεως, εκτίμησε προδήλως εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά και παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε σοβαρές διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την επιλογή της Βραζιλίας ως ανάλογης χώρας, καθόσον η επιλογή αυτή, εν προκειμένω, δεν έγινε κατά τρόπο προσήκοντα και εύλογο.

____________

1 - ΕΕ 2009, L 352, σ. 1

2 - Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1)