Language of document :

Προσφυγή της 3ης Μαρτίου 2010 - Γερμανία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-104/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: J. Möller και C. von Donat, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2009) 10561 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2009, περί μειώσεως της χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Αναπτύξεως (ΕΤΠΑ), που είχε χορηγηθεί σύμφωνα με την απόφαση C(95) 2529 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1995 και τέλος με την απόφαση C(1999) 3557 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 1999, υπέρ του προγράμματος RESIDER-II, όσον αφορά το ομόσπονδο κράτος του Σάαρ (1994-1999) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή μείωσε τη συνολική χρηματοδότηση του ΕΤΠΑ που χορηγήθηκε για την κοινοτική πρωτοβουλία RESIDER II SAARLAND (1994-999) στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

Πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν υφίσταται καμία νομική βάση για τον κατ' αποκοπήν υπολογισμό και την κατ' επέκταση εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων για την περίοδο χρηματοδοτήσεως 1994-1999.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 1, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί μειώσεως. Μεταξύ άλλων, προσάπτει στην Επιτροπή ότι αλλοίωσε την έννοια της "παρατυπίας". Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές που ήταν επιφορτισμένες με τη διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων είχαν παραβεί τις κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 4253/88 υποχρεώσεις τους. Δεν υφίσταται επαρκής προσδιορισμός των αναγκαίων συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, ούτως ώστε να προβληθεί συστηματική παρατυπία. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δέχθηκε ότι υπάρχουν συστηματικά λάθη στη διαχείριση και στον έλεγχο των ταμείων, βασιζόμενη σε εσφαλμένους πραγματικούς ισχυρισμούς. Διατείνεται, επίσης, ότι σημαντικά στοιχεία των πραγματικών περιστατικών διαπιστώθηκαν και εκτιμήθηκαν κατά μη ορθό τρόπο.

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ως τρίτο λόγο ακυρώσεως ότι οι διαταχθείσες με την προσβαλλομένη απόφαση μειώσεις είναι δυσανάλογες. Διατείνεται σχετικώς ότι η Επιτροπή δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88. Επιπλέον, οι εφαρμοσθείσες δημοσιονομικές διορθώσεις υπερέβησαν τον (ενδεχόμενο) κίνδυνο ζημίας για τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, σωρεύθηκαν εξάλλου συντελεστές διόρθωσης, χωρίς να εξετασθεί σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Η προσφεύγουσα φρονεί επίσης ότι η επιχειρηθείσα κατ' επέκταση εφαρμογή των λαθών είναι δυσανάλογη, διότι συγκεκριμένα λάθη δεν μπορεί να μεταφέρονται σε διαφορετικής φύσεως σύνολο.

Ως τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ισχυρίζεται, σχετικώς, ότι η εν λόγω απόφαση δεν περιλαμβάνει καθορισμό και δικαιολόγηση του ποσού των κατ' αποκοπήν μειώσεων. Επιπλέον, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που επικαλέστηκαν οι γερμανικές αρχές. Επίσης, η Επιτροπή δεν συνήγαγε συμπεράσματα από τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά του ελέγχους που διενήργησαν εξωτερικοί ελεγκτές όσον αφορά την αποδεικτική αξία των πορισμάτων.

Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ως πέμπτο λόγο ακυρώσεως ότι η καθής παραβίασε την αρχή της συνεργασίας, εφόσον επικαλείται πλέον "Δελτία για την επιλεξιμότητα των δαπανών", που καταρτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου χρηματοδοτήσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλομένη απόφαση σε συστηματικές ελλείψεις των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου, αν και διαπίστωσε, κατά την περίοδο χρηματοδοτήσεως, ότι τα συστήματα αυτά μπορούσαν να λειτουργήσουν.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1).