Language of document : ECLI:EU:T:2008:17

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 29ης Ιανουαρίου 2008 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας – Καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, και άρθρο 20, παράγραφος 5, του κανονισμού (EK) 384/96»

Στην υπόθεση T-206/07,

Foshan Shunde Yongjian Housewares      &      Hardware Co. Ltd, με έδρα το Foshan (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis, δικηγόρο, και G. Vallera, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο αρχικά από τους B. O’Connor, solicitor, και P. Vergano, δικηγόρο, στη συνέχεια, από τους O’Connor και E. McGovern, barrister,

καθού,

υποστηριζομένου από τις

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και K. Talabér-Ricz,

Vale Mill (Rochdale) Ltd, με έδρα το Rochdale (Ηνωμένο Βασίλειο),

Pirola SpA, με έδρα το Mapello (Ιταλία),

Colombo New Scal SpA, με έδρα το Rovagnate (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους G. Berrisch και G. Wolf, δικηγόρους,

καθώς και από την

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον I. Braguglia, επικουρούμενο από τον W. Ferrante, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 452/2007 του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2007, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας (ΕΕ L 109, σ. 12), καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος που παράγει η προσφεύγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, προεδρεύοντα, A. W. H. Meij (εισηγητή) και V. Vadapalas, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Tο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: βασικός κανονισμός), ορίζει ότι το αίτημα κάθε ενδιαφερομένου να τύχει της μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται υπέρ των επιχειρήσεων που υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς πρέπει να συνοδεύεται από επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός τηρεί «σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς».

2        Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότης να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας.»

3        Εξάλλου, το άρθρο 20, παράγραφοι 4 και 5, του βασικού κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«4. Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς∙ […] πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. […] Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5. Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος.»

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Η Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware Co. Ltd (στο εξής: προσφεύγουσα) είναι μια εταιρία εγκατεστημένη στο Foshan (Κίνα), η οποία παράγει και εξάγει σανίδες σιδερώματος, με προορισμό, μεταξύ άλλων, την Ευρωπαϊκή Ένωση.

5        Στις 4 Φεβρουαρίου 2006 η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας (ΕΕ 2006, C 29, σ. 2).

6        Στις 23 Φεβρουαρίου 2006 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να αναγνωριστεί υπέρ της ιδίας το καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς. Στις 3 Απριλίου 2006 η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις απαντήσεις της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ.

7        Η Επιτροπή διενήργησε έλεγχο μεταξύ 20 και 23 Ιουνίου 2006 στην έδρα της προσφεύγουσας και στις 26 Ιουνίου 2006 στην έδρα εταιρίας συνδεομένης με την προσφεύγουσα, εγκατεστημένης στο Hong Kong σχετικά με το αν η προσφεύγουσα μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς και με τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας των επίμαχων προϊόντων στην κινεζική αγορά.

8        Με έγγραφο της 11ης Αυγούστου 2006 η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι θεωρούσε ότι η εταιρία αυτή δεν πληρούσε το κριτήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς. Κατά την Επιτροπή, τα λογιστικά έγγραφα της προσφεύγουσας, όπως και οι εκθέσεις λογιστικού ελέγχου, δεν ήταν σύμφωνα προς τα επιβαλλόμενα από τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (International Accounting Standards, στο εξής: ΔΛΠ).

9        Η προσφεύγουσα απάντησε υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις της την 1η Σεπτεμβρίου 2006. Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2006 η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας και πληροφόρησε την τελευταία περί της αποφάσεώς της να μην την υπαγάγει στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς.

10      Στις 30 Οκτωβρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1620/2006, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας (ΕΕ L 300, σ. 13) (στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Ο κανονισμός αυτός επιβεβαίωσε την απόρριψη του αιτήματος περί υπαγωγής της προσφεύγουσας στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς και επέβαλε προσωρινό δασμό ύψους 18,1 % επί των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος που κατασκευάζει η ίδια.

11      Την 1η Δεκεμβρίου 2006 η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί του προσωρινού κανονισμού. Στις 18 Ιανουαρίου 2007 υπέβαλε συμπληρωματικές παρατηρήσεις αφορώσες αποκλειστικά τον προσδιορισμό του καθεστώτος της επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς.

12      Στις 19 Ιανουαρίου 2007 η προσφεύγουσα υπέβαλε προφορικές παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια ακροάσεως στην έδρα της Επιτροπής. Αργότερα, γνωστοποίησε στην Επιτροπή επίσημες στατιστικές σχετικές με τις μηνιαίες κινεζικές εισαγωγές σιδηρουργικών προϊόντων κατά τη διάρκεια των ετών 2004 και 2005.

13      Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007 η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα ένα τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο περιλαμβάνον τη λεγόμενη τελική αποκάλυψη στοιχείων κατά το άρθρο 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και ένα ειδικό πληροφοριακό έγγραφο. Με το πρώτο έγγραφο η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεσή της να υπαγάγει την προσφεύγουσα στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς. Η Επιτροπή θεώρησε, αφενός, ότι οι ελλείψεις όσον αφορά τη λογιστική πρακτική της επιχειρήσεως, που είχαν διαπιστωθεί στο στάδιο των προσωρινών μέτρων, δεν είχαν σημαντικές επιπτώσεις επί των οικονομικών αποτελεσμάτων που απεικόνιζαν τα σχετικά λογιστικά στοιχεία και, αφετέρου, ότι οι ελλείψεις των λογιστικών στοιχείων, πρώτον, δεν δημιουργούσαν πρόβλημα σχετικό με τις πληροφορίες περί εξαγωγικών πωλήσεων, καθόσον η Επιτροπή είχε ήδη δεχθεί τα στοιχεία αυτά όταν ήταν σε θέση να εξακριβώσει την αξιοπιστία τους, και, δεύτερον, δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις, καθόσον αυτές δεν ήταν επαρκώς σημαντικές για να είναι αντιπροσωπευτικές. Έτσι, η Επιτροπή ανέφερε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η κανονική αξία έπρεπε να προσδιοριστεί βάσει του κόστους παραγωγής και ότι το κόστος του χάλυβα ήταν ένα ουσιώδες στοιχείο. Συναφώς, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα επίσημα κινεζικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές χάλυβα, που προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, επιβεβαίωσαν την αξιοπιστία των λογιστικών στοιχείων της επιχειρήσεως σχετικά με το κόστος του χάλυβα και καθιστούσαν δυνατό, με τον τρόπο αυτό, τον υπολογισμό της κανονικής αξίας βάσει μιας αξίας κατασκευασμένης στην Κίνα.

14      Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2007 οι υποβαλόντες την καταγγελία η οποία αποτέλεσε το έναυσμα για την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ γνωστοποίησαν τις παρατηρήσεις τους επί του τελικού γενικού πληροφοριακού εγγράφου της 20ής Φεβρουαρίου 2007. Υποστήριξαν, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε το κριτήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, ότι, εν πάση περιπτώσει, η τελευταία περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να τροποποιούν τον προσδιορισμό καθεστώτος της επιχειρήσεως που ασκεί τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

15      Στις 6 Μαρτίου 2007 η συμβουλευτική επιτροπή που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή) εξέτασε το έγγραφο εργασίας που της είχε διαβιβάσει η Επιτροπή στις 20 Φεβρουαρίου 2007. Πολλά μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής αμφισβήτησαν την αναγνώριση υπέρ της προσφεύγουσας του καθεστώτος της επιχειρήσεως που ασκεί τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς.

16      Με τηλεομοιοτυπία της 23ης Μαρτίου 2007 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα το αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και το αναθεωρημένο ειδικό πληροφοριακό έγγραφο, με τα οποία ανέφερε ότι επανεξέτασε τις από 20 Φεβρουαρίου 2007 παρατηρήσεις της, όσον αφορά την υπέρ της προσφεύγουσας αναγνώριση του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς. Πράγματι, η Επιτροπή θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι η πρακτική της προσφεύγουσας να συμψηφίζει τα έσοδα και τα έξοδα και να καταχωρεί συνοπτικά τις συναλλαγές πωλήσεων στα λογιστικά βιβλία της, σε αντίθεση με την αρχή της αναλήψεως υποχρεώσεων, συνιστούσε παράβαση των ΔΛΠ, ασυμβίβαστη προς τις επιταγές του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

17      Στις 23 Μαρτίου 2007 η Επιτροπή διαβίβασε επίσης στα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής το αναθεωρημένο τελικό έγγραφο εργασίας προς μελέτη. Το έγγραφο αυτό έλαβε την έγκριση της συμβουλευτικής επιτροπής στις 27 Μαρτίου 2007, ύστερα από έγγραφη διαδικασία.

18      Στην προσφεύγουσα τάχθηκε προθεσμία μέχρι τις 29 Μαρτίου 2007 για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του αναθεωρημένου τελικού γενικού πληροφοριακού εγγράφου και του αναθεωρημένου ειδικού πληροφοριακού εγγράφου. Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2007 η Επιτροπή παρέτεινε την προθεσμία αυτή μέχρι τις 2 Απριλίου 2007 κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας και ανέφερε στην τελευταία αυτή εταιρία ότι της είχε παραχωρήσει πρόσβαση στον μη εμπιστευτικό φάκελο της υποθέσεως ήδη από τις 27 Μαρτίου 2007, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι καμία νέα πληροφορία δεν είχε προστεθεί σ’ αυτόν κατά τη διάρκεια των δύο προηγουμένων εβδομάδων.

19      Στις 29 Μαρτίου 2007 η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο την πρόταση οριστικών μέτρων που στηριζόταν στο αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο. Οι αιτιολογίες που προηγούνται της προτάσεως αυτής αναφέρουν ότι είχε πραγματοποιηθεί διαβούλευση με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής κατά τη σύσκεψη της 6ης Μαρτίου 2007.

20      Στις 2 Απριλίου 2007 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων τα οποία είχαν διαβιβαστεί στις 23 Μαρτίου 2007, που περιελάμβαναν την αναθεωρημένη εκτίμηση της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το οποίο η εν λόγω εταιρία δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς και της ζήτησε να μην δεχθεί την άποψη των καταγγελλόντων, κατά την οποία η τελευταία περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού απαγόρευε στην Επιτροπή να αναθεωρήσει την αρχική απόφασή της να μη δεχθεί την υπαγωγή της στο ως άνω καθεστώς.

21      Με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2007 η Επιτροπή απάντησε επιβεβαιώνοντας τα συμπεράσματά της όσον αφορά τη μη πλήρωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την υπαγωγή στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς. Σημείωσε, εξάλλου, ότι η νομολογία περί της εκτιμήσεως των αιτημάτων υπαγωγής στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς δεν επέτρεπε τη νέα εκτίμηση παλαιών πραγματικών περιστατικών.

22      Με έγγραφο της 5ης Απριλίου 2007 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο οριστικά μέτρα στηριζόμενα στο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007, καθόσον το συμπέρασμα όσον αφορά την υπαγωγή στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς στηριζόταν, κατά την προσφεύγουσα, σε νομική πλάνη.

23      Στις 23 Απριλίου 2007 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 452/2007, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σανίδων σιδερώματος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας (ΕΕ L 109, σ. 12) (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Ο προσβαλλόμενος κανονισμός επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 18,1 % επί των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος παραγωγής της προσφεύγουσας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Ιουνίου 2007 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

25      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα να ακολουθηθεί η ταχεία διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 76α, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

26      Στις 10 Ιουλίου 2007, αφού έλαβε γνώση των παρατηρήσεων του Συμβουλίου, το δεύτερο τμήμα του Πρωτοδικείου αποφάσισε να δεχθεί το αίτημα περί της ταχείας διαδικασίας.

27      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο κλήθηκαν να παραστούν σε μια ανεπίσημη συνάντηση με τον εισηγητή δικαστή στις 19 Ιουλίου 2007, προς εκτίμηση των λεπτομερειών εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας.

28      Η Επιτροπή, αρχικά, οι εταιρίες Vale Mill (Rochdale) Ltd, Pirola SpA και Colombo New Scal SpA (στο εξής: παρεμβαίνουσες εταιρίες), στη συνέχεια, και, τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου, με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία στις 28 Αυγούστου, στις 5 και στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, αντιστοίχως.

29      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε ως πρόεδρος στο έκτο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

30      Με τρεις διατάξεις της 3ης Οκτωβρίου 2007, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως. Εξάλλου, στο πλαίσιο των προβλεπομένων στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, οι παρεμβαίνοντες διάδικοι κλήθηκαν να καταθέσουν υπομνήματα παρεμβάσεως, πράγμα το οποίο και έπραξαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

31      Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007 ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου M. Jaeger ορίστηκε προεδρεύων, σύμφωνα με το άρθρο 8, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε αντικατάσταση του κωλυόμενου δικαστή T. Tchipev.

32      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον αυτός επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών σανίδων σιδερώματος παραγωγής της·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

33      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

35      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους, αντλούμενους, αντιστοίχως, από νομική πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και από παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από νομική πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μόνη αιτιολογία που προβάλλεται για να δικαιολογήσει την αιφνίδια μεταβολή της θέσεως της Επιτροπής όσον αφορά τη υπαγωγή στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 4ης Απριλίου 2007, με το οποίο η Επιτροπή εξέθεσε ότι η νομολογία σχετικά με την εξέταση αιτημάτων υπαγωγής σε ένα τέτοιο καθεστώς δεν επέτρεπε νέα εκτίμηση παλαιών πραγματικών περιστατικών. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί είναι αβάσιμα τα συμπεράσματα που εκτίθενται στο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και αφήνει να εννοηθεί ότι, γι’ αυτό, η πρόταση οριστικών μέτρων που διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο δεν στηριζόταν σε καμία αιτιολογία, κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

37      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το ζήτημα αν τα κοινοτικά όργανα μπορούν να μεταβάλλουν τον προσδιορισμό του καθεστώτος μιας επιχειρήσεως έναντι του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού εξετάστηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, T-138/02, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II-4347). Εκθέτει ότι, με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι ratio legis της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού ήταν η μέριμνα να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα του προσδιορισμού του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να λαμβάνεται σχετική απόφαση σε συνάρτηση με το αποτέλεσμά της επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ. Έτσι, δέχθηκε ότι η διάταξη αυτή εμπόδιζε τα κοινοτικά όργανα να επανεκτιμούν πληροφορίες που διέθεταν ήδη κατά τον αρχικό προσδιορισμό του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς. Πάντως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα κοινοτικά όργανα μπορούν να αίρουν την υπαγωγή στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς αν προκύπτει ότι, κατόπιν μεταβολής της πραγματικής καταστάσεως ή κατόπιν αποκαλύψεως νέων στοιχείων, η οικεία επιχείρηση δεν πληροί τα κριτήρια υπαγωγής της στο ως άνω καθεστώς.

38      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κανόνας κατά τον οποίο η τελευταία περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να επανεκτιμούν πληροφορίες που διέθεταν ήδη κατά τον αρχικό προσδιορισμό του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς επιβάλλει να έχει ληφθεί προκαταρκτική απόφαση επί της υπαγωγής αυτής πριν από τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας. Κατά την προσφεύγουσα, σε διαφορετική περίπτωση ο κανόνας αυτός δεν θα είχε νόημα. Όμως, εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβη ταυτόχρονα, αφενός, στην εξέταση του ζητήματος αν η προσφεύγουσα μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς και, αφετέρου, στον προσδιορισμό της κανονικής αξίας.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την προσφεύγουσα δεν υπάρχει κανένας λόγος για διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά το καθεστώς στο οποίο θα υπαχθεί η προσφεύγουσα έναντι του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού και όσον αφορά τις άλλες πτυχές του προσωρινού προσδιορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι οποίες μπορούν να αναθεωρούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία της διατάξεως αυτής αντιβαίνει επίσης προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθόσον υποχρεώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να επιβάλλουν οριστικούς δασμούς με εσφαλμένη βάση. Καθόσον η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αρχικός προσδιορισμός του καθεστώτος στο οποίο έπρεπε να υπαχθεί η προσφεύγουσα ήταν αδικαιολόγητος για τους λόγους που εξέθεσε στο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007, είχε όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να προβεί σε σχετική διόρθωση.

40      Κατά συνέπεια, η πρόταση λήψεως οριστικών μέτρων στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Από τη σχετική παρανομία πάσχει επίσης ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

41      Το Συμβούλιο και οι διάδικοι στους οποίους επετράπη να παρέμβουν υπέρ αυτού αμφισβητούν το βάσιμο του παρόντος λόγου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

42      Πρώτον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή αναθεώρησε την πρότασή της που περιλαμβανόταν στο τελικό πληροφοριακό έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007 με την αιτιολογία ότι δεν της επιτρεπόταν να επανεξετάζει παλαιά πραγματικά περιστατικά.

43      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 14 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο εξέθεσε τα ακόλουθα:

«(12) Μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ένας συνεργασθείς κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίσθηκε ότι έπρεπε να του έχει αναγνωρισθεί ΚΟΑ [καθεστώς οικονομίας της αγοράς]. Η εταιρεία επανέλαβε ότι οι λογιστικές πρακτικές που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού περί του προσωρινού δασμού και που οδήγησαν στην απόρριψη της αναγνώρισης ΚΟΑ για πέντε κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς (τρεις απορρίφθηκαν μόνο γι’ αυτό το λόγο), δεν ήταν τόσο σημαντικές ώστε να επηρεάσουν την αξιοπιστία των λογαριασμών, οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν πλήρεις, και δεν έχουν επίπτωση στον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

(13) Σχετικά με το θέμα αυτό επισημαίνεται ότι, κατά την επιτόπια επίσκεψη επαλήθευσης, διαπιστώθηκε ότι οι προαναφερθείσες λογιστικές πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν από την εταιρεία παραβίαζαν σαφώς τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΛΠ), και ιδίως το ΔΛΠ 1, και δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν επουσιώδεις. Δεν υποβλήθηκε κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο που θα μπορούσε να μεταβάλει τα πορίσματα της αιτιολογικής σκέψης 25 του κανονισμού περί του προσωρινού δασμού.

(14) Ελλείψει οποιασδήποτε άλλης σχετικής τεκμηριωμένης παρατήρησης, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 28 του κανονισμού περί του προσωρινού δασμού.»

44      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ως αιτιολογία για την περιλαμβανόμενη στον προσβαλλόμενο κανονισμό άρνηση τροποποιήσεως του προσδιορισμού του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς, που περιλαμβάνεται και στον προσωρινό κανονισμό, δεν προβαλλόταν το ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού εμπόδιζε την επανεκτίμηση παλαιών πραγματικών περιστατικών, αλλά η μη συμφωνία της λογιστικής της προσφεύγουσας προς τα ΔΛΠ και η έλλειψη νέων στοιχείων ικανών να επηρεάσουν την εκτίμηση αυτή. Κατά συνέπεια, η ως άνω άρνηση οφειλόταν σε εφαρμογή των συγκεκριμένων κριτηρίων του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού αυτού.

45      Διαπιστώνεται, στη συνέχεια, ότι ούτε από το αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και το αναθεωρημένο ειδικό πληροφοριακό έγγραφο προκύπτει ότι η άρνηση της Επιτροπής να προτείνει την υπαγωγή της προσφεύγουσας στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς δικαιολογούνταν με την απαγόρευση επανεκτιμήσεως των παλαιών πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής επί του σημείου αυτού στηρίζονταν αποκλειστικά στη μη συμφωνία της λογιστικής πρακτικής της προσφεύγουσας προς τα ΔΛΠ.

46      Το μοναδικό έγγραφο με το οποίο η Επιτροπή εκθέτει ότι η νομολογία σχετικά με τον προσδιορισμό του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς δεν επιτρέπει την επανεκτίμηση παλαιών πραγματικών περιστατικών είναι, όπως η ίδια η προσφεύγουσα σημειώνει, το έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2007. Πράγματι, με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή εκθέτει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Με τις από 2 Απριλίου 2007 παρατηρήσεις του ο πελάτης σας εξακολουθεί να επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα, που είχαν ήδη προβληθεί πριν από το τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο, σχετικά με τις λογιστικές ανωμαλίες και τη συμφωνία ή την ασυμφωνία τους προς τα ΔΛΠ, αλλά, όπως γνωρίζετε καλά, η νομολογία σχετικά με την εκτίμηση αιτημάτων υπαγωγής στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς δεν επιτρέπει την επανεκτίμηση παλαιών πραγματικών περιστατικών.»

47      Όπως προκύπτει από το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επικαλέστηκε τη νομολογία που απαγορεύει την επανεκτίμηση παλαιών πραγματικών περιστατικών για να απορρίψει τα επιχειρήματα τα οποία η προσφεύγουσα είχε προβάλει πριν από το τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο. Απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε, χωρίς η προσφεύγουσα να προβάλει αντίρρηση επί του σημείου αυτού, ότι τα επιχειρήματα τα οποία αφορά η παρατήρηση αυτή περιλαμβάνονταν στο έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 2006, το οποίο απέστειλε η προσφεύγουσα πριν από τον αρχικό προσδιορισμό του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2006 και τέθηκε σε εφαρμογή με τον προσωρινό κανονισμό.

48      Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι, με το από 4 Απριλίου 2007 έγγραφό της, η Επιτροπή στήριξε την άρνηση αναγνωρίσεως του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς στο ότι, σε αντίθεση προς τα ΔΛΠ, τα λογιστικά στοιχεία της προσφεύγουσας δεν ήταν σύμφωνα προς την αρχή της αναλήψεως υποχρεώσεων, περιελάμβαναν συμψηφισμούς και εξέθεταν τις συναλλαγές από κοινού, αντί να τις παραθέτουν χωριστά. Η Επιτροπή εξέθεσε, συναφώς, ότι οι διενεργηθέντες οικονομικοί έλεγχοι δεν έδωσαν λαβή για καμία παρατήρηση επί των ζητημάτων αυτών. Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η Επιτροπή δήλωσε επίσης ότι οι πληροφορίες περί της τιμής του χάλυβα δεν ήταν ικανές να οδηγήσουν σε νέα εκτίμηση των κενών που είχαν διαπιστωθεί όσον αφορά τη λογιστική της προσφεύγουσας.

49      Έτσι, από το σύνολο του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι η παρατήρηση της Επιτροπής σχετικά με την αδυναμία της να εκτιμήσει εκ νέου παλαιά πραγματικά περιστατικά είναι παρεμπίπτουσα, καθόσον το ως άνω κοινοτικό όργανο στήριξε την άρνησή του να προτείνει την υπαγωγή της ενδιαφερομένης στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς στην εκτίμηση του αν η προσφεύγουσα ικανοποιούσε τα συγκεκριμένα κριτήρια που προβλέπονταν σχετικά.

50      Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή βασίστηκε εν προκειμένω σε μια απαγόρευση επανεξετάσεως παλαιών πραγματικών περιστατικών είναι ανυπόστατος. Δεδομένου ότι, για τον λόγο αυτό, ο πρώτος λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός, παρέλκει η συζήτηση όσον αφορά την ερμηνεία της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού και της σκέψεως 44 της προαναφερθείσας αποφάσεως Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου.

51      Εξάλλου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η μομφή που εξέφρασε η προσφεύγουσα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σχετικά με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως έναντι της ίδιας η οποία οδήγησε στην πρόταση της Επιτροπής, καθώς και σχετικά με την εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων εκτίμηση του αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, δεδομένου ότι ένας τέτοιος λόγος θα ήταν νέος και, επομένως, απαράδεκτος, όπως εξάλλου υποστήριξαν το Συμβούλιο και οι υπέρ αυτού παρεμβάντες διάδικοι. Πράγματι, όπως επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα επιχειρήματα αυτά απλώς αποσκοπούν στη συμπλήρωση του πρώτου λόγου.

52      Κατά τα λοιπά, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί ήταν αβάσιμα τα συμπεράσματά της που περιλαμβάνονταν στο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο, πρέπει να σημειωθεί ότι, δυνάμει της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 253 ΕΚ, η τελική πράξη πρέπει να περιλαμβάνει αιτιολογία μόνο σε σχέση με το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που έχουν σημασία για την εκτίμηση στην οποία προβαίνει η πράξη αυτή. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν έχει ως αντικείμενο να εξηγεί την εξέλιξη της θέσεως του οικείου κοινοτικού οργάνου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και, επομένως, δεν προορίζεται προς δικαιολόγηση της ενδεχόμενης αποκλίσεως της λύσεως που επελέγη με την τελική πράξη σε σχέση με μια προσωρινή θέση περιλαμβανόμενη τα έγγραφα τα οποία είχαν γνωστοποιηθεί στους ενδιαφερομένους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής για να τους δοθεί η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T-464/04, Impala κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-2289, σκέψη 285). Επομένως, στο πλαίσιο αυτό το οικείο κοινοτικό όργανο δεν υποχρεούται ούτε να εξηγήσει γιατί ήταν αβάσιμη μια άποψή την οποία αυτό είχε σε κάποιο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας.

53      Πρέπει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι το τελικό πληροφοριακό έγγραφο δεν αποτελεί βλαπτική πράξη ή πράξη παρέχουσα δικαιώματα στον ενδιαφερόμενο. Όπως προκύπτει από το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, με το έγγραφο αυτό σκοπείται η έκθεση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, των πραγματικών περιστατικών και των ουσιωδών παρατηρήσεων βάσει των οποίων η Επιτροπή προτίθεται να συστήσει τη λήψη οριστικών μέτρων, ώστε το σύνολο των ενδιαφερομένων να ενημερωθεί για τη στάση που προτίθενται να επιδείξουν τα κοινοτικά όργανα και να υποβάλει σχετικές παρατηρήσεις. Όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, η θέση την οποία εκφράζει συναφώς η Επιτροπή, δεδομένου ότι ενδέχεται να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τις υποβαλλόμενες παρατηρήσεις, είναι οπωσδήποτε προσωρινή, σύμφωνα με όσα προβλέπει η τελευταία περίοδος του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

54      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν εξηγεί γιατί τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονταν στο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007 ήταν αβάσιμα και ο ισχυρισμός, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε σχετικές εξηγήσεις, δεν αποτελούν στοιχεία ικανά να οδηγήσουν, αφεαυτά, στην έλλειψη νομιμότητας του προσβαλλόμενου κανονισμού.

55      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι από το άρθρο 20, παράγραφοι 4 και 5, του βασικού κανονισμού, προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να γνωστοποιεί στους ενδιαφερομένους τα τελικά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και τις ουσιώδεις παρατηρήσεις βάσει των οποίων προτίθεται να συστήσει τη λήψη οριστικών μέτρων δέκα ημέρες τουλάχιστον πριν από τη διαβίβαση στο Συμβούλιο της προτάσεως λήψεως οριστικών μέτρων, προκειμένου να παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις εντός της ως άνω δεκαήμερης προθεσμίας και στην Επιτροπή να τις λάβει υπόψη.

57      Όμως, η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο την πρόταση οριστικών μέτρων που στηρίζονταν στο αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο μόλις έξι ημέρες μετά την ανακοίνωσή του στην προσφεύγουσα, χωρίς να αναμείνει τη λήξη τής κατά το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεκαήμερης προθεσμίας και τέσσερις ημέρες πριν από την εκπνοή της ταχθείσας στην προσφεύγουσα προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεών της.

58      Το Συμβούλιο και οι υπέρ αυτού παρεμβάντες διάδικοι αμφισβητούν ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας. Μετά τη διαβίβαση του αναθεωρημένου τελικού γενικού πληροφοριακού εγγράφου, η Επιτροπή έταξε στην προσφεύγουσα προθεσμία έξι ημερών, που παρατάθηκε στη συνέχεια σε δέκα ημέρες, προς υποβολή των παρατηρήσεών της. Επομένως, τηρήθηκε η δεκαήμερη προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Το Συμβούλιο διατείνεται, εξάλλου, ότι ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματοποιείται η διαβίβαση της προτάσεως της Επιτροπής στο Συμβούλιο αποτελεί διαδικαστικό ζήτημα που δεν υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Έτσι, η Επιτροπή δεν παρέβη κάποια διαδικαστική υποχρέωσή της.

59      Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τις παρατηρήσεις της. Το Συμβούλιο σημειώνει ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να εκφράσει την άποψή της επί των ζητημάτων σχετικά με τα κενά που είχαν διαπιστωθεί όσον αφορά τα λογιστικά στοιχεία κατά τους σχετικούς ελέγχους, πράγμα το οποίο και έπραξε. Προσθέτει ακόμη, υποστηριζόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία και τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, ότι το γεγονός ότι η πρόταση της Επιτροπής υποβλήθηκε πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την παραλαβή των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας δεν αποδεικνύει ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν ελήφθησαν υπόψη, δεδομένου ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να τροποποιήσει την πρότασή της πριν την αποδεχθεί το Συμβούλιο, αν η ίδια έκρινε αναγκαίο κάτι τέτοιο

60      Τέλος, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Ιταλική Δημοκρατία και τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τα επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσε να προβάλει και τα οποία θα μπορούσε να εξετάσει η Επιτροπή. Οι παρεμβαίνουσες εταιρίες εκθέτουν ειδικότερα ότι η προσφεύγουσα, με το από 2 Απριλίου 2007 έγγραφό της απλώς επανέλαβε τα προηγούμενα επιχειρήματά της, στα οποία η Επιτροπή είχε ήδη απαντήσει. Θεωρούν, κατά συνέπεια, ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο πριν από τη λήξη της προθεσμίας που της είχε ταχθεί είχε επιπτώσεις επί της δυνατότητάς της να αμυνθεί.

61      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της επί των κενών που παρουσίαζαν τα λογιστικά στοιχεία της και να αποδείξει ότι πληρούσε το κριτήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Οι παρατηρήσεις της εξετάστηκαν και, παράλληλα, απορρίφθηκαν με το έγγραφο της Επιτροπής της 15ης Σεπτεμβρίου 2006, ενώ η εν λόγω εκτίμηση επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια με τον προσωρινό κανονισμό και, στη συνέχεια, περιλήφθηκε στο έγγραφο της 4ης Απριλίου 2007, για να επιβεβαιωθεί εκ νέου με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

62      Κατά την Επιτροπή και τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, η αποστολή της τηλεομοιοτυπίας της 23ης Μαρτίου 2007, που πληροφορούσε την προσφεύγουσα ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής επρόκειτο να υποβάλουν στα μέλη της Επιτροπής πρόταση διαφορετική από εκείνη περί της οποίας γινόταν λόγος στο έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007, δεν ήταν απαραίτητη, καθόσον το άρθρο 20, παράγραφος 4, in fine, του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει την υποχρέωση ενημερώσεως των ενδιαφερομένων παρά μόνον όταν η απόφαση στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικές παρατηρήσεις έναντι εκείνων που περιελάμβανε το τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο. Όμως, το αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και το αναθεωρημένο ειδικό πληροφοριακό έγγραφο δεν περιελάμβαναν κάποιο νέο πραγματικό περιστατικό ή κάποια νέα παρατήρηση.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

63      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, δυνάμει της οποίας οι εμπλεκόμενες σε διαδικασία έρευνας προ της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, επί του υποστατού και της συνάφειας των προβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T-35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II-3663, σκέψεις 288 και 289 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Οι ως άνω νομικές επιταγές τίθενται σε εφαρμογή με το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, που προβλέπει, στην παράγραφο 4, την ανακοίνωση εγγράφως του τελικού γενικού πληροφοριακού εγγράφου. Κατά τη διάταξη αυτή, όταν η τελικώς λαμβανόμενη απόφαση στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό έναντι εκείνων που είχαν ανακοινωθεί με το τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο, «αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν». Το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού εκθέτει περαιτέρω ότι «τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος».

65      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο διατείνεται ότι η διαβίβαση στο Συμβούλιο της προτάσεως οριστικών μέτρων από την Επιτροπή πριν από τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν συνιστά παράβαση της διατάξεως αυτής. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προκύπτει ρητά ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ανακοινώνει στους ενδιαφερομένους το τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο το αργότερο ένα μήνα πριν από τη διαβίβαση της τελικής προτάσεως αποφάσεως στο Συμβούλιο. Ναι μεν το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν διευκρινίζει αν η Επιτροπή πρέπει να αναμένει τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας για να διαβιβάσει στο Συμβούλιο την πρότασή της, η διάταξη αυτή, που περιλαμβάνεται αμέσως μετά την παράγραφο 4, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο που να αντιβαίνει προς τη λογική συνοχή της με την τελευταία αυτή παράγραφο. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής διαβίβαση της προτάσεώς της στο Συμβούλιο δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί πριν από τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας που προβλέπει η διάταξη αυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Νοεμβρίου 1998, T-147/97, Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-4137, σκέψεις 81 έως 83).

66      Η λύση αυτή επιβάλλεται, επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η Επιτροπή θα λαμβάνει όντως υπόψη τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων πριν από τη διαβίβαση της προτάσεώς της στο Συμβούλιο. Συναφώς, το επιχείρημα του Συμβουλίου, που αντλείται από το ότι η η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές τροποποιώντας αργότερα την πρότασή της προς το Συμβούλιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 250, παράγραφος 2, ΕΚ παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να τροποποιεί την πρότασή του προς το Συμβούλιο ώστε, με βάση το κοινοτικό συμφέρον το οποίο προσδιορίζει, να διευκολύνεται η σύγκλιση των απόψεων στο πλαίσιο του κοινοτικού αυτού οργάνου ή, ενδεχομένως, μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών οργάνων που μετέχουν στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψη 36). Επομένως, η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν είναι πρόσφορη για να εξασφαλίζεται η πρόσφορη συνεκτίμηση των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων.

67      Πρέπει να υπογραμμιστεί, εξάλλου, ότι οι παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μπορούν να έχουν σημαντικές συνέπειες για το περιεχόμενο της τελικής πράξεως. Όμως, η περίσταση ότι έχει ήδη υποβληθεί στο Συμβούλιο πρόταση οριστικών μέτρων είναι ικανή να επηρεάσει, αυτή καθαυτή, τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν οι παρατηρήσεις αυτές. Έτσι, δεν μπορεί να αποκλείεται ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να διαβιβάζει στο Συμβούλιο την πρότασή της πριν ακόμα οι ενδιαφερόμενοι της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους θίγει τη δυνατότητα να μπορούν να ληφθούν ουσιαστικά υπόψη οι παρατηρήσεις αυτές.

68      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι παρεμβαίνουσες εταιρίες και η Επιτροπή, η τελευταία ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τους ενδιαφερομένους για τη νέα θέση της, όπως αυτή εκτίθεται με το αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και το αναθεωρημένο ειδικό πληροφοριακό έγγραφο, της 23ης Μαρτίου 2007, καθόσον αυτά περιελάμβαναν νέο ή διαφορετικό σκεπτικό υπό την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο πληροφορίες σχετικά με την τιμή των εισαγωγών χάλυβα δεν ήταν ικανές να επηρεάσουν τις συνέπειες που επρόκειτο να συναγάγει, σχετικά με την υπαγωγή της ενδιαφερομένης εταιρίας στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς, επειδή η προσφεύγουσα δεν τηρούσε τα ΔΛΠ.

69      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, καθόσον αναφέρεται ρητά «σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό», το άρθρο 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού δεν στηρίζει την άποψη που υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, άποψη κατά την οποία μόνον η μεταβολή της εκτιμήσεως πραγματικών στοιχείων τα οποία δεν μεταβλήθηκαν δεν επιβάλλει σχετική ανακοίνωση στους ενδιαφερομένους. Όταν η εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων πρόκειται να πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά, αυτή πρέπει να ανακοινώνεται στους ενδιαφερομένους για να είναι σε θέση να υποβάλουν σχετικά τις παρατηρήσεις τους.

70      Το Πρωτοδικείο παρατηρεί, στη συνέχεια, ότι δεν αμφισβητείται ότι το αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και το αναθεωρημένο ειδικό πληροφοριακό έγγραφο γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα στις 23 Μαρτίου 2007, ενώ η πρόταση λήψεως οριστικών μέτρων διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο στις 29 Μαρτίου 2007, ήτοι έξι ημέρες αργότερα. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς τις επιταγές του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

71      Εντούτοις, η μη τήρηση της δεκαήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού παρά μόνον αν λόγω της παρατυπίας αυτής ενδέχεται η διοικητική διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 30/78, Distillers Company κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 465, σκέψη 26, και απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 331).

72      Συναφώς, όσον αφορά το ζήτημα του προσδιορισμού του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι το αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και το αναθεωρημένο ειδικό πληροφοριακό έγγραφο, που γνωστοποιήθηκαν στις 23 Μαρτίου 2007, περιελάμβαναν νέα πραγματικά στοιχεία, τα οποία δεν είχαν ακόμη περιέλθει σε γνώση της προσφεύγουσας. Με τα έγγραφα αυτά η Επιτροπή απλώς ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να επανεκτιμήσει την προγενέστερη θέση της και, με τον τρόπο αυτό, να διατηρήσει σε ισχύ την απόφαση που είχε λάβει αρχικά στις 15 Σεπτεμβρίου 2006, η οποία είχε τεθεί σε εφαρμογή με τον προσωρινό κανονισμό.

73      Όμως, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, δόθηκε η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις της επί του αρχικού προσδιορισμού του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς (βλ. σκέψεις 9 έως 12 ανωτέρω). Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, που αφορούσαν ιδίως πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την τιμή των εισαγωγών χάλυβα, οδήγησαν μάλιστα την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο επανεκτιμήσεως του αρχικού προσδιορισμού του καθεστώτος επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς. Επομένως, διαπιστώνεται ότι, σε προηγούμενο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή της επί της θέσεως που εξέθεταν, εκ νέου, το αναθεωρημένο τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο και το αναθεωρημένο ειδικό πληροφοριακό έγγραφο, της 23ης Μαρτίου 2007.

74      Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει ειδικότερα τα επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσε να προβάλει αν δεν υφίστατο καμία διαδικαστική παρατυπία και τα οποία δεν είχε ήδη εξετάσει η Επιτροπή. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, πέραν των επιχειρημάτων περί της προβαλλόμενης εφαρμογής της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, από το έγγραφο της 2ας Απριλίου 2007 δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προέβαλε νέα επιχειρήματα σε απάντηση στη θέση της Επιτροπής. Πράγματι, οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επικεντρώνονται επί της σημασίας που έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχαν οι διαπιστωθείσες λογιστικές παρατυπίες καθώς και επί των συνεπειών που έπρεπε να έχουν τα πληροφοριακά στοιχεία περί της τιμής των εισαγωγών χάλυβα, ήτοι επί ζητημάτων περί των οποίων η ίδια είχε ήδη καταστήσει ευρέως γνωστή την άποψή της.

75      Όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στο ίδιο αυτό έγγραφο παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού και την προαναφερθείσα απόφαση Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, εν πάση περιπτώσει τα σχετικά στοιχεία δεν ήταν ικανά να επηρεάσουν το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθόσον, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η άρνηση υπαγωγής της ενδιαφερομένης στο καθεστώς επιχειρήσεως ασκούσας τις δραστηριότητές της σε οικονομία αγοράς στηριζόταν στην εφαρμογή των συγκεκριμένων κριτηρίων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω).

76      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν ήταν ικανή να επηρεάσει το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού και, επομένως, να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας. Επομένως, η εν λόγω παρατυπία δεν μπορεί να θίξει το κύρος του προσβαλλόμενου κανονισμού και να οδηγήσει στην ακύρωσή του. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

77      Κατά συνέπεια, το σύνολο της παρούσας προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

79      Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε και το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνουσες εταιρίες ζήτησαν την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και σε εκείνα του Συμβουλίου των παρεμβαινουσών εταιριών. Η Επιτροπή και η Ιταλική Δημοκρατία φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware Co. Ltd στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και σε εκείνα του Συμβουλίου, της Vale Mill (Rochdale) Ltd, της Pirola SpA και της Colombo New Scal SpA.

3)      Η Επιτροπή και η Ιταλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Jaeger

Meij

Vadapalas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιανουαρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο προεδρεύων

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.