Language of document : ECLI:EU:T:2008:21

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Ιανουαρίου 2008 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών – Τόκοι υπερημερίας – Ερημοδικία»

Στην υπόθεση T‑46/05,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, επικουρούμενο από τον N. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Environmental Management Consultants Ltd, σε εκκαθάριση, με έδρα τη Λευκωσία (Κύπρος),

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή που άσκησε η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ, με αίτημα την επιστροφή του ποσού των 31 965,28 ευρώ, το οποίο προκατέβαλε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως IC18-CT98-0273, προσαυξημένου με τους νόμιμους τόκους,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγητή) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 27 Οκτωβρίου 1998, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με την εναγομένη, ως μέλος κοινοπραξίας αποτελούμενης από τέσσερις συμβαλλομένους, τη σύμβαση IC18-CT98-0273 (στο εξής: σύμβαση), η οποία αφορούσε την εφαρμογή ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στο πλαίσιο της συνεργασίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

2        Το πρόγραμμα αυτό εντασσόταν στο πρόγραμμα-πλαίσιο της Επιτροπής σχετικά με τις δράσεις έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης που εγκρίθηκε με την απόφαση 1999/171/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1999, για τη θέσπιση ειδικού προγράμματος για την «Εδραίωση του διεθνούς ρόλου της κοινοτικής έρευνας» (1998-2002) (ΕΕ L 64, σ. 78).

3        Η σύμβαση προέβλεπε την εκτέλεση σχεδίου υπό τον τίτλο «Τεχνολογική ανάπτυξη και επίδειξη διαδικασιών κλειστού βρόχου στην επιμετάλλωση και στη χημεία μετάλλων, με τη χρήση ηλιακής ενέργειας ή απορριπτόμενης θερμότητας για την αποφυγή υδάτινων καταλοίπων και την ελαχιστοποίηση στερεών αποβλήτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν».

4        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της συμβάσεως, το σχέδιο έπρεπε να περατωθεί εντός 30 μηνών από την 1η Νοεμβρίου 1998.

5        Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της συμβάσεως, οι συμβαλλόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να διενεργήσουν τις πράξεις που περιγράφονται στο παράρτημα Ι της συμβάσεως.

6        Η Επιτροπή ανέλαβε, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της συμβάσεως, την υποχρέωση να παράσχει χρηματοδοτική συνδρομή για την ορθή εκτέλεση του σχεδίου, του οποίου οι συνολικές επιλέξιμες δαπάνες ανέρχονταν κατ’ εκτίμηση σε 785 200 ευρώ, ενώ, κατά την παράγραφο 2 της συμβάσεως, η συνδρομή αυτή θα μπορούσε να καλύψει μέχρι και το 50 % των συνολικών επιλέξιμων δαπανών και/ή, ενδεχομένως, το 100 % των πρόσθετων δαπανών μέχρι του ποσού των 538 800 ευρώ.

7        Κατά το άρθρο 4 της συμβάσεως, η καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής της Επιτροπής έπρεπε να πραγματοποιηθεί ως εξής:

–        αρχικώς, με προκαταβολή 299 400 ευρώ εντός δύο μηνών από την τελευταία υπογραφή των συμβαλλομένων μερών,

–        ακολούθως, με περιοδικές καταβολές εντός δύο μηνών από την έγκριση των ενδιάμεσων εκθέσεων προόδου και των καταστάσεων των αντίστοιχων δαπανών, υπό τον όρον ότι η αρχική προκαταβολή και οι περιοδικές καταβολές δεν θα υπερέβαιναν, σωρευτικώς, το 90 % του ανωτάτου προβλεπόμενου ποσού της χρηματοδοτικής συνδρομής της Επιτροπής για το σχέδιο και

–        με καταβολή του υπολοίπου (ήτοι του 10 % της συνολικής χρηματοδοτικής συνδρομής) εντός δύο μηνών από την έγκριση της τελευταίας εκθέσεως, των απαιτούμενων για την περάτωση του σχεδίου λοιπών εγγράφων ή άλλων αποτελεσμάτων και των καταστάσεων των δαπανών της τελικής περιόδου.

8        Το άρθρο 18 του παραρτήματος II της συμβάσεως (στο εξής: χρηματοοικονομικό παράρτημα) αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες. Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του χρηματοοικονομικού παραρτήματος ορίζει ως επιλέξιμες τις πραγματικές δαπάνες, κατά την έννοια των άρθρων 19 και 20 του παραρτήματος αυτού, οι οποίες είναι απαραίτητες για την υλοποίηση του σχεδίου, μπορούν να αποδειχθούν και καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της συμβάσεως. Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 3, του χρηματοοικονομικού παραρτήματος, οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να μην αναλαμβάνουν υπέρμετρες και αλόγιστες δαπάνες για την εκτέλεση του σχεδίου.

9        Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του χρηματοοικονομικού παραρτήματος ορίζει ότι όλες οι ώρες εργασίας που υπολογίζονται στις δαπάνες πρέπει να καταχωρίζονται και να βεβαιώνονται.

10      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως, ο συντονιστής του σχεδίου, ήτοι η περιορισμένης ευθύνης εταιρία Gesellschaft für Umweltverträgliche Verfahrensinnovation, όφειλε να υποβάλλει στην Επιτροπή περιοδικές εκθέσεις προόδου, σε δύο αντίγραφα, κάθε δώδεκα μήνες από 1ης Νοεμβρίου 1998. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, έπρεπε επίσης να διαβιβασθεί στην Επιτροπή συνολική κατάσταση δαπανών σε δύο υπογεγραμμένα αντίγραφα, το αργότερο τρεις μήνες από της εγκρίσεως της τελευταίας περιοδικής εκθέσεως.

11      Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του χρηματοοικονομικού παραρτήματος προβλέπει ότι όλες οι καταβολές τις οποίες πραγματοποιεί η Επιτροπή λογίζονται ως προκαταβολές μέχρι την έγκριση των οικείων αποτελεσμάτων που καθορίζονται με το σχέδιο ή, ελλείψει ρητής μνείας περί συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, μέχρι την έγκριση της τελικής εκθέσεως.

12      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του χρηματοοικονομικού παραρτήματος, σε περίπτωση που η προβλεπόμενη χρηματοδοτική συνδρομή για το έργο υπολείπεται του συνολικού ποσού που πράγματι κατέβαλε η Επιτροπή, οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να της επιστρέψουν αμέσως τη διαφορά.

13      Στις 21 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή προκατέβαλε στον συντονιστή του σχεδίου το ποσό των 299 400 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 4 της συμβάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 7).

14      Στις αρχές Μαΐου του 1999, ο συντονιστής του σχεδίου πτώχευσε και η εκτέλεση του σχεδίου, η οποία είχε ξεκινήσει στις 5 Φεβρουαρίου 1999, διακόπηκε.

15      Στις 8 Νοεμβρίου 1999, η Επιτροπή υπενθύμισε στον συντονιστή του σχεδίου ότι υπείχε από τη σύμβαση την υποχρέωση να της υποβάλει κατάσταση δαπανών και τεχνική έκθεση και έταξε προς τούτο προθεσμία ενός μηνός.

16      Η Επιτροπή, καθόσον δεν έλαβε καμία απάντηση στο από 8 Νοεμβρίου 1999 έγγραφό της, ενημέρωσε την εναγομένη με επιστολή της 16ης Ιουνίου 2000 ότι αποφάσισε να καταγγείλει τη σύμβαση, αφού διαπίστωσε ότι τα τρία υπόλοιπα μέλη της κοινοπραξίας δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσουν το σχέδιο. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε την εκ μέρους της καταγγελία της συμβάσεως με συστημένη επιστολή της στις 20 Οκτωβρίου 2000.

17      Με τις από 16 Ιουνίου και 20 Οκτωβρίου 2000 επιστολές της, η Επιτροπή ζήτησε από την εναγομένη να της υποβάλει απευθείας εντός προθεσμίας ενός μηνός κατάσταση δαπανών και τεχνική έκθεση σχετικά με τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 1999.

18      Στις 20 Ιανουαρίου 2001, η εναγομένη απέστειλε στην Επιτροπή κατάσταση δαπανών για την περίοδο από 1ης Νοεμβρίου 1998 έως 30 Απριλίου 2000. Οι δαπάνες ανέρχονταν σε 106 770 ευρώ, εκ των οποίων η Επιτροπή όφειλε να καλύψει το 50 %, ήτοι 53 385 ευρώ.

19      Στις 6 Ιουνίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε το υπ’ αριθ. 3240303394 χρεωστικό σημείωμα (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα) για ποσό 31 965,28 ευρώ επ’ ονόματι της εναγομένης, την οποία κάλεσε να το εξοφλήσει έως τις 31 Ιουλίου 2001. Με το χρεωστικό σημείωμα, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι υπολόγισε τις δαπάνες προσωπικού μόνο για την περίοδο από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 1999, η οποία αντιστοιχούσε, κατά την εκτίμησή της, στην πραγματική διάρκεια των εργασιών που εκτελέσθηκαν για το σχέδιο, και συνυπολόγισε το κόστος του εξοπλισμού από της ενάρξεως της εφαρμογής του σχεδίου.

20      Η Επιτροπή, καθόσον δεν έλαβε καμία απάντηση από την εναγομένη, την όχλησε σε τέσσερις περιπτώσεις: στις 7 Μαρτίου, στις 10 Ιουλίου, στις 27 Σεπτεμβρίου, με συστημένη επιστολή, και στις 25 Νοεμβρίου 2002, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

21      Η εναγομένη δεν αντέδρασε ούτε στην αποστολή του χρεωστικού σημειώματος ούτε στις τέσσερις οχλήσεις.

 Διαδικασία και αιτήματα της Επιτροπής

22      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή άσκησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Φεβρουαρίου 2005, την υπό κρίση αγωγή, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 238 ΕΚ.

23      Δεδομένου ότι η εναγομένη δεν υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο, με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του στις 7 Φεβρουαρίου 2006, να δεχθεί τα αιτήματά της, σύμφωνα με το άρθρο 122, παράγραφος, 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Γραμματεία του Πρωτοδικείου επέδωσε την αίτηση αυτή στην εναγομένη.

24      Διαπιστώνεται, πράγματι, ότι η εναγομένη δεν υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως, καίτοι τόσο το εισαγωγικό δικόγραφο όσο και η αίτηση της Επιτροπής περί εκδόσεως ερήμην αποφάσεως της κοινοποιήθηκαν προσηκόντως. Επομένως, το Πρωτοδικείο πρέπει να εκδώσει ερήμην απόφαση. Δεδομένου ότι η αγωγή είναι αναμφιβόλως παραδεκτή και οι σχετικές διατυπώσεις τηρήθηκαν κανονικά, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 122, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να εξετάσει αν τα αιτήματα της ενάγουσας φαίνονται βάσιμα.

25      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 44 056,81 ευρώ, ήτοι κεφάλαιο 31 965,28 ευρώ και τόκους υπερημερίας ύψους 12 091,53 ευρώ, που κατέστησαν απαιτητοί στις 31 Ιανουαρίου 2005,

–        να υποχρεώσει την εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 9,62 ευρώ ημερησίως, ως τόκους υπολογιζόμενους από 1ης Φεβρουαρίου 2005 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής και

–        να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της επιστροφής μέρους της προκαταβολής

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

27      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, της συμβάσεως, οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να της επιστρέψουν αμέσως τη διαφορά μεταξύ του ποσού που εισέπραξαν από αυτήν και του ποσού που όφειλε να τους καταβάλει.

28      Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εναγομένη πρέπει να της επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των 31 965,28 ευρώ.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

29      Το άρθρο 7 του χρηματοοικονομικού παραρτήματος περιέχει ρήτρα διαιτησίας βάσει της οποίας το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να επιληφθεί κάθε διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και των συμβαλλομένων σχετικής με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της συμβάσεως.

30      Επιπλέον, από το άρθρο 23, παράγραφος 3, του παραρτήματος αυτού προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να επιστρέψουν αμέσως στην Επιτροπή τη διαφορά, σε περίπτωση που η συνολική χρηματοδοτική της συνδρομή υπολείπεται του αθροίσματος των γενομένων καταβολών.

31      Υπογραμμίζεται ότι, κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής, η συνολική χρηματοδοτική της συνδρομή για το επίμαχο σχέδιο ανέρχεται σε 23 404,72 ευρώ.

32      Όσον αφορά τις καταβολές τις οποίες η Επιτροπή πραγματοποίησε υπέρ της εναγομένης στο πλαίσιο του επίμαχου σχεδίου, από τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι ο συντονιστής του σχεδίου εισέπραξε 299 400 ευρώ ως προκαταβολή. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η Επιτροπή, ο συντονιστής του σχεδίου κατέβαλε, ακολούθως, στην εναγομένη το ποσό των 55 370 ευρώ. Μολονότι αυτές οι πληροφορίες της Επιτροπής δεν στηρίζονται σε κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο, διαπιστώνεται ότι η εναγομένη ουδέποτε αμφισβήτησε το χρεωστικό σημείωμα και τις προαναφερθείσες στην ανωτέρω σκέψη 20 τέσσερις οχλήσεις.

33      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η εναγομένη, εφόσον δεν αμφισβήτησε ούτε ότι η Επιτροπή της προκατέβαλε το ποσό των 55 370 ευρώ ούτε ότι η χρηματοδοτική συνδρομή της Επιτροπής ανερχόταν σε 23 404,72 ευρώ, εισέπραξε αδικαιολογήτως 31 965,28 ευρώ.

34      Επομένως, τα αιτήματα της Επιτροπής πρέπει να γίνουν δεκτά, στο μέτρο που αφορούν την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού των 31 965,28 ευρώ.

 Επί των τόκων

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

35      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε στις 6 Ιουνίου 2001 για ποσό 31 965,28 ευρώ που έπρεπε να καταβληθεί έως τις 31 Ιουλίου 2001. Συνεπώς, ζητεί, πλέον του κεφαλαίου, τόκους υπολογιζόμενους από 6ης Ιουνίου 2001 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής.

36      Από το άρθρο 10 της συμβάσεως προκύπτει ότι στην υπό κρίση διαφορά έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επομένως, δεδομένου ότι στην υπό κρίση διαφορά εφαρμόζεται το γερμανικό δίκαιο, η Επιτροπή παραπέμπει, κατ’ αρχάς, στο άρθρο 247 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα, στο εξής: BGB). Η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου έχει ως εξής: «Το βασικό επιτόκιο είναι 3,62 %. Κατά την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους, το επιτόκιο αυτό αυξάνεται ή μειώνεται κατά τις ποσοστιαίες μονάδες που αντιστοιχούν στις διακυμάνσεις του επιτοκίου αναφοράς από της τελευταίας τροποποιήσεως του βασικού επιτοκίου. Το επιτόκιο αναφοράς είναι εκείνο που εφάρμοσε η [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] στην πλέον πρόσφατη κύρια πράξη της αναχρηματοδοτήσεως πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου». Κατά την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, «[η] Deutsche Bundesbank δημοσιεύει το βασικό επιτόκιο στο Bundesanzeiger μετά [την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους]».

37      Ακολούθως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι εφαρμοστέα επιτόκια είναι τα εξής:

–                 1,21 % από 1ης Ιανουαρίου 2005·

–                 1,13 % από 1ης Ιουλίου 2004·

–                 1,14 % από 1ης Ιανουαρίου 2004·

–                 1,22 % από 1ης Ιουλίου 2003 και

–                 1,97 % από 1ης Ιανουαρίου 2003.

38      Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 288, παράγραφος 2, του BGB, «επί χρηματικής υποχρεώσεως οφείλεται τόκος υπερημερίας». Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι η διάταξη αυτή ορίζει, όσον αφορά τις πράξεις στις οποίες δεν μετέχει καταναλωτής, ότι «οσάκις πρόκειται για εξόφληση απαιτήσεων, εφαρμόζεται το βασικό επιτόκιο, αυξημένο κατά 8 %».

39      Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να της καταβληθεί το ποσό των 12 091,53 ευρώ, που αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας για την περίοδο από 6 Ιουνίου 2001 έως 31 Ιανουαρίου 2005. Οι τόκοι για την περίοδο αυτή υπολογίζονται ως εξής:

–        από 6 Ιουνίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, με επιτόκιο 11,62 %, ήτοι 5 851, 39 ευρώ·

–        από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2003, με επιτόκιο 9,97 %, ήτοι 1 580,37 ευρώ·

–        από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003, με επιτόκιο 9,22 %, ήτοι 1 485,71 ευρώ·

–        από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2004, με επιτόκιο 9,14 %, ήτοι 1 468,80 ευρώ·

–        από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004, με επιτόκιο 9,13 %, ήτοι 1 455,22 ευρώ, και

–        από 1 Ιανουαρίου έως 31 Ιανουαρίου 2005, με επιτόκιο 9,21 %, ήτοι 250,04 ευρώ.

40      Για τον μετά τις 31 Ιανουαρίου 2005 χρόνο και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής, η Επιτροπή ζητεί να εφαρμοσθεί επιτόκιο 9,21 %, οπότε οι τόκοι ανέρχονται σε 9,62 ευρώ ημερησίως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

41      Η Επιτροπή διευκρίνισε με το χρεωστικό σημείωμα ότι το σχετικό ποσό έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τις 31 Ιουλίου 2001. Εντούτοις, από το χρεωστικό σημείωμα δεν προκύπτει ότι μετά την ημερομηνία αυτή οφείλονται τόκοι υπερημερίας.

42      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, του χρηματοοικονομικού παραρτήματος δεν προβλέπει ότι οφείλονται και τόκοι υπερημερίας, πλέον του ποσού που η εναγομένη υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή, καθόσον καταβλήθηκε αχρεωστήτως.

43      Ελλείψει συμβατικής ρήτρας περί τόκων και δεδομένου ότι η σύμβαση διέπεται από το γερμανικό δίκαιο, πρέπει να εφαρμοσθεί το άρθρο 288 του BGB, κατά το οποίο, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης υποχρεώσεως που αφορά χρηματική οφειλή, ο δανειστής δικαιούται τόκους υπερημερίας.

44      Όσον αφορά τον καθορισμό της κρίσιμης ημερομηνίας για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 284, δεύτερο εδάφιο, του BGB, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, να ληφθεί υπόψη η επόμενη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε για την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού. Δεδομένου ότι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με το χρεωστικό σημείωμα ήταν η 31η Ιουλίου 2001, το αίτημα της Επιτροπής περί καταβολής τόκων επί του ποσού των 31 965,28 ευρώ, υπολογιζομένων από 1ης Αυγούστου 2001, είναι εν προκειμένω βάσιμο.

45      Όσον αφορά το ακριβές ύψος του επιτοκίου των τόκων υπερημερίας, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 288 του BGB, πρόκειται για το βασικό επιτόκιο, αυξημένο κατά 5 %.

46      Εντούτοις, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με τον Gesetz zur Modernisierung des Schuldrechts (νόμο για τον εκσυγχρονισμό του ενοχικού δικαίου), της 26ης Νοεμβρίου 2001, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2002.

47      Το άρθρο 288 του BGB, όπως τροποποιήθηκε με τον Gesetz zur Modernisierung des Schuldrechts, προβλέπει ειδικό ετήσιο επιτόκιο για τους τόκους υπερημερίας σε σχέση με πράξεις στις οποίες δεν μετέχει καταναλωτής. Πρόκειται για το βασικό επιτόκιο, αυξημένο κατά 8 %.

48      Για την περίοδο από 1 Αυγούστου 2001 έως 31 Ιανουαρίου 2005, το βασικό επιτόκιο με την αντίστοιχη προσαύξηση ήταν το εξής:

–        4,26 % για την περίοδο από 1 έως 31 Αυγούστου 2001, αυξημένο κατά 5 μονάδες, ήτοι 9,26 %·

–        3,62 % για την περίοδο από 1 Σεπτεμβρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2001, αυξημένο κατά 5 μονάδες, ήτοι 8,62 %·

–        2,57 % για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2002, αυξημένο κατά 8 μονάδες, ήτοι 10,57 %·

–        2,47 % για την περίοδο από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2002, αυξημένο κατά 8 μονάδες, ήτοι 10,47 %·

–        1,97 % για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2003, αυξημένο κατά 8 μονάδες, ήτοι 9,97 %·

–        1,22 % για την περίοδο από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003, αυξημένο κατά 8 μονάδες, ήτοι 9,22 %·

–        1,14 % για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2004, αυξημένο κατά 8 μονάδες, ήτοι 9,14 % ;

–        1,13 % για την περίοδο από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004, αυξημένο κατά 8 μονάδες, ήτοι 9,13 %, και

–        1,21 % για την περίοδο από 1 έως 31 Ιανουαρίου 2005, αυξημένο κατά 8 μονάδες, ήτοι 9,21 %.

49      Για τον μετά την 1η Φεβρουαρίου 2005 χρόνο και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής, το επιτόκιο των νόμιμων τόκων υπολογίζεται βάσει του άρθρου 288 του BGB, με ανώτατο όριο το 9,21 %.

50      Συνεπώς, η εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 31 965,28 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, με το νόμιμο επιτόκιο, υπολογιζομένων βάσει των ως άνω διατάξεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον ο νικήσας διάδικος υπέβαλε σχετικό αίτημα. Εφόσον η εναγομένη ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,


ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)


αποφασίζει:


1)      Υποχρεώνει την Environmental Management Consultants Ltd να επιστρέψει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ποσό των 31 965,28 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζομένων:

–        με ετήσιο επιτόκιο 9,26 % από 1 έως 31 Αυγούστου 2001·

–        με ετήσιο επιτόκιο 8,62 % από 1 Σεπτεμβρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2001·

–        με ετήσιο επιτόκιο 10,57 % από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2002·

–        με ετήσιο επιτόκιο 10,47 % από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2002·

–        με ετήσιο επιτόκιο 9,97 % από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2003·

–        με ετήσιο επιτόκιο 9,22 % από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003·

–        με ετήσιο επιτόκιο 9,14 % από 1 Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2004·

–        με ετήσιο επιτόκιο 9,13 % από 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004·

–        με ετήσιο επιτόκιο 9,21 % από 1 έως 31 Ιανουαρίου 2005 και

–        με το νόμιμο επιτόκιο, το οποίο υπολογίζεται βάσει του άρθρου 288 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα) και δεν μπορεί να υπερβεί το 9,21 %, από 1ης Φεβρουαρίου 2005 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής.






2)      Καταδικάζει την Environmental Management Consultants στα δικαστικά έξοδα.




Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Ιανουαρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

       Η Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

E. Coulon

 

       I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.