Language of document : ECLI:EU:T:2018:890

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών του ομίλου ARCO – Σύστημα εγγυήσεως για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη των συνεταιρισμών αυτών – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά και απαγορεύουσα την καταβολή των εγγυημένων ποσών στα μέλη των συνεταιρισμών – Αντικείμενο της διαφοράς – Ανάκτηση – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑664/14,

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την C. Pochet και τον J.‑C. Halleux, επικουρούμενους από τον J. Meyers, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn και B. Stromsky,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, της απόφασης 2014/686/ΕΕ της Επιτροπής, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33927 (12/C) (πρώην 11/NN) που εφάρμοσε το Βέλγιο – Σύστημα εγγύησης για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών (ΕΕ 2014, L 284, σ. 53),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, V. Kreuschitz, I. S. Forrester, N. Półtorak και E. Perillo, δικαστές,

γραμματέας: G. Predonzani, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO

1        Οι Acrofin SCRL, Arcopar SCRL και Arcoplus (στο εξής: συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO) είναι αναγνωρισμένοι χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης (στο εξής: χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί) οι οποίοι διέπονται από το βελγικό δίκαιο. Οι συνεταιρισμοί αυτοί, τελούντες και οι τρεις υπό εκκαθάριση, συστάθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930 με σκοπό το συντονισμό των συνεταιριστικών δραστηριοτήτων του Mouvement Ouvrier Chrétien και του Algemeen Christelijk Werknemersverbond και την οικονομική στήριξη των εν λόγω δραστηριοτήτων, δραστηριοποιούμενοι ιδίως σε αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα.

2        Οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO έχουν περισσότερα από 800 000 μέλη, το 99 % των οποίων είναι φυσικά πρόσωπα (στο εξής: συνεταίροι). Κατά το Βασίλειο του Βελγίου, η μέση κεφαλαιακή συμμετοχή των συνεταίρων είναι της τάξεως των 2 000 ευρώ.

3        Το έτος 2001 η Acrofin κατέστη βασικός μέτοχος της Dexia SA, της οποίας κατείχε το 15 % του μετοχικού κεφαλαίου. Στις 3 Οκτωβρίου 2008 μετέσχε στη διάσωση της Dexia, καλύπτοντας μέχρι το ποσό των 350 εκατομμυρίων ευρώ αύξηση μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Από το έτος 2008 οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO δεν έχουν εκδώσει νέα μερίδια. Μεταξύ 2008 και 2011, οι εν λόγω συνεταιρισμοί απώλεσαν το 7 % των συνεταίρων τους.

4        Στις 8 Δεκεμβρίου 2011 οι γενικές συνελεύσεις των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO ενέκριναν τη θέση τους σε εκούσια εκκαθάριση.

 Τοεπίμαχομέτρο

5        Στις 10 Οκτωβρίου 2008 η Βελγική Κυβέρνηση, διά ανακοινωθέντος Τύπου της Γραμματείας του Υπουργού Οικονομικών, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να επεκτείνει στις ασφαλιστικές εταιρίες καθώς και στους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς το τότε υφιστάμενο σύστημα εγγυήσεως υπέρ των καταθετών πιστωτικών ιδρυμάτων και να αυξήσει το ποσό της εν λόγω εγγυήσεως σε 100 000 ευρώ. Προβλέφθηκε συνακόλουθα ότι η συμμετοχή των ως άνω νέων οργανισμών σε ταμείο εγγυήσεων θα είναι προαιρετική. Η πρόθεση αυτή υποβλήθηκε στο βελγικό Κοινοβούλιο με νομοσχέδιο κατατεθέν στις 14 Οκτωβρίου 2008, το οποίο ψηφίστηκε την επομένη με τη διαδικασία του κατεπείγοντος (νόμος της 15ης Οκτωβρίου 2008 σχετικά με μέτρα για την προαγωγή της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ειδικότερα την πρόβλεψη κρατικής εγγυήσεως για τις χορηγούμενες πιστώσεις και λοιπές πράξεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, Moniteur belge της 17ης Οκτωβρίου 2008, σ. 55634).

6        Σε κοινό ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Ιανουαρίου 2009 ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Οικονομικών του Βελγίου επιβεβαίωσαν τη δέσμευση που είχε αναλάβει η προηγούμενη κυβέρνηση να προσφέρει σύστημα εγγυήσεως στα μη θεσμικά μέλη των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών. Το σύστημα αυτό έπρεπε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:

–        την καταβολή προμήθειας εγγυήσεως από τους ενδιαφερόμενους συνεταιρισμούς·

–        τη δέσμευση των θεσμικών μελών να διατηρήσουν τη συμμετοχή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της εγγυήσεως·

–        τον περιορισμό της «ετήσιας αποζημιώσεως» των μελών των συνεταιρισμών, τόσο των ιδιωτών (συνεταίρων) όσο και των θεσμικών μελών·

–        πρόσθετη οικονομική εισφορά καταβαλλομένη από τους ενδιαφερομένους συνεταιρισμούς στην περίπτωση που τα εισπραττόμενα μερίσματα υπερβαίνουν ένα ελάχιστο όριο·

–        τις προς εκπόνηση λεπτομέρειες εφαρμογής που παρέχουν στις αρχές τη δυνατότητα συμμετοχής στα κεφαλαιακά κέρδη σε περίπτωση ανακλήσεως του συστήματος εγγυήσεως.

7        Το βελγικό Κοινοβούλιο εξέδωσε, ακολούθως, τον νόμο της 14ης Απριλίου 2009 ο οποίος τροποποίησε τον νόμο της 2ας Αυγούστου 2002 για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (Moniteur belge της 21ης Απριλίου 2009, σ. 32106), προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να θεσπίσει ένα σύστημα εγγυήσεων υπέρ, μεταξύ άλλων, των συνεταίρων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών οι οποίοι είτε υπόκεινται στην προληπτική εποπτεία της Εθνικής Τράπεζας του Βελγίου είτε έχουν επενδύσει τουλάχιστον το ήμισυ των στοιχείων ενεργητικού τους σε ίδρυμα που υπόκειται σε τέτοια εποπτεία, πράγμα που συμβαίνει στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών όπως εκείνων του ομίλου ARCO.

8        Οι εν λόγω νομοθετικές διατάξεις έχουν περιληφθεί στο άρθρο 36/24, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 για τον καθορισμό του καταστατικού της Εθνικής Τράπεζας του Βελγίου, όπως τροποποιήθηκε. Εκδοθέν βάσει του εν λόγω άρθρου, το βασιλικό διάταγμα της 10ης Οκτωβρίου 2011, περί τροποποιήσεως του βασιλικού διατάγματος της 14ης Νοεμβρίου 2008 για την εφαρμογή του νόμου της 15ης Οκτωβρίου 2008 και την τροποποίηση του νόμου της 2ας Αυγούστου 2002 (Moniteur belge της 12ης Οκτωβρίου 2011, σ. 62641), παρείχε τη δυνατότητα στους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς που το επιθυμούσαν να υποβάλουν αίτηση προσχωρήσεως στο προβλεπόμενο από τα προηγούμενα νομοθετικά μέτρα σύστημα εγγυήσεως. Οι συνεταιρισμοί που επιλέγουν να ενταχθούν στο σύστημα αυτό έπρεπε να καταβάλουν υπέρ του ειδικού ταμείου προστασίας των καταθέσεων, των ασφαλίσεων ζωής και του κεφαλαίου αναγνωρισμένων συνεταιρισμών (στο εξής: ειδικό ταμείο), που θεσπίστηκε με το βασιλικό διάταγμα της 14ης Νοεμβρίου 2008 για την εφαρμογή του νόμου της 15ης Οκτωβρίου 2008 και την τροποποίηση του νόμου της 2ας Αυγούστου 2002 περί της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα και περί των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (Moniteur belge της 17ης Νοεμβρίου 2008, σ. 4088), ετήσια εισφορά η οποία αντιστοιχεί σε 0,15 % του συνολικού εγγυημένου ποσού καθώς και τέλος εγγραφής που αντιστοιχεί σε 0,1 % του ποσού αυτού. Η εγγύηση καταπίπτει μόνο σε περίπτωση πτωχεύσεως του συνεταιρισμού ή αδυναμίας πληρωμής διαπιστωθείσας από τη βελγική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας. Μόνον το καταβεβλημένο κεφάλαιο που έχει καλυφθεί από φυσικά πρόσωπα πριν από την έναρξη ισχύος του βασιλικού διατάγματος της 10ης Οκτωβρίου 2011 καλυπτόταν από την εγγύηση, μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ ανά φυσικό πρόσωπο. Η καταβολή της εγγύησης θα πραγματοποιείτο από το ειδικό ταμείο και, σε περίπτωση εξαντλήσεως των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων του ταμείου αυτού, από το Caisse des Dépôts et Consignations (Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, Βέλγιο).

9        Οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO υπέβαλαν αίτηση προσχωρήσεως στο σύστημα εγγυήσεως στις 13 Οκτωβρίου 2011. Η εν λόγω αίτηση εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο του Βελγίου στις 15 Οκτωβρίου 2011 και η έγκριση αυτή δημοσιοποιήθηκε αυθημερόν. Η αίτηση προσχωρήσεως των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO έγινε επισήμως δεκτή διά του βασιλικού διατάγματος της 7ης Νοεμβρίου 2011 περί παροχής εγγυήσεως για την προστασία του κεφαλαίου αναγνωρισμένων συνεταιρισμών (Moniteur belge της 18ης Νοεμβρίου 2011, σ. 68640), που τέθηκε σε ισχύ την 14η Οκτωβρίου 2011 δυνάμει του άρθρου 3 (στο εξής: εγγύηση ή επίμαχο μέτρο). Ουδείς άλλος χρηματοπιστωτικός συνεταιρισμός αιτήθηκε να προσχωρήσει στο σύστημα εγγυήσεως.

10      Ως εκ τούτου, οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO κατέβαλαν στο ειδικό ταμείο τα προβλεπόμενα ποσά. Η προσχώρησή τους στο σύστημα εγγυήσεως συνοδεύτηκε από πλείονες όρους, όπως, μεταξύ άλλων, τη μη διενέργεια οιασδήποτε νέας δημόσιας προσφοράς νέων μεριδίων σε φυσικά πρόσωπα, τον περιορισμό του επιτοκίου επί των επενδεδυμένων κεφαλαίων και τη δέσμευση των θεσμικών μελών των συνεταιρισμών να μην αποσύρουν τα κεφάλαια που είχαν επενδύσει. Το βασιλικό διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 2011 όριζε επίσης ότι το ειδικό ταμείο θα υποχρεούται να αποζημιώσει τους συνεταίρους μόνο μετά την κατάθεση του τελικού διακανονισμού της εκκαθαρίσεως κατόπιν της ενδεχόμενης εγκρίσεώς του από τις γενικές συνελεύσεις των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO.

11      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω, οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO τέθηκαν σε εκούσια εκκαθάριση στις 8 Δεκεμβρίου 2011.

 Διοικητική διαδικασία

12      Στις 7 Νοεμβρίου 2011 το Βασίλειο του Βελγίου κοινοποίησε την εγγύηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

13      Με επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε το Βασίλειο του Βελγίου για την εκτίμησή της ότι η εγγύηση συνιστούσε ενδεχομένως παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά κρατική ενίσχυση και το κάλεσε να απόσχει από κάθε συμπληρωματική ενέργεια προς θέση της εγγυήσεως σε εφαρμογή. Οι βελγικές αρχές απάντησαν στην επιστολή αυτή με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2011.

14      Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2012, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει σε σχέση με την εγγύηση την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (στο εξής: απόφαση κινήσεως της διαδικασίας). Στις 19 Ιουλίου 2012 η απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, με τίτλο «Κρατική ενίσχυση SA.33927 (2012/C) (πρώην 2011/NN) – Σύστημα εγγύησης για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών – Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ», δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012, C 213, σ. 64). Στην εν λόγω απόφαση, το Βασίλειο του Βελγίου εντέλλεται περαιτέρω από την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), να εξακολουθήσει να απέχει από την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου έως ότου η Επιτροπή λάβει απόφαση για το συμβατό του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά.

15      Το Βασίλειο του Βελγίου υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας έρευνας στις 18 Ιουνίου 2012. Με τα έγγραφα δε της 5ης Δεκεμβρίου 2012 και της 20ής Σεπτεμβρίου 2013 απάντησε σε ερωτήσεις που του είχε θέσει η Επιτροπή.

16      Στις 17 Αυγούστου 2012 οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO απέστειλαν επίσης τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή. Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάσθηκαν από την Επιτροπή στο Βασίλειο του Βελγίου, το οποίο της επισήμανε, με έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012, ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις δεν έχρηζαν σχολιασμού εκ μέρους του.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

17      Στις 3 Ιουλίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/686/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33927 (12/C) (πρώην 11/NN) που εφάρμοσε το Βέλγιο – Σύστημα εγγύησης για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών (ΕΕ 2014, L 284, σ. 53, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση παρασχεθείσα στους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO και ότι η εν λόγω ενίσχυση, που παρανόμως τέθηκε σε εφαρμογή από το Βασίλειο του Βελγίου, δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO ήταν οι πραγματικοί αποδέκτες της επίδικης ενισχύσεως και ότι αυτή αποτελείτο από δέσμη μέτρων που συνίσταντο στην ανακοίνωση της 10ης Οκτωβρίου 2008 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), στο ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Ιανουαρίου 2009 (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), καθώς και στην προσχώρηση των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO στο σύστημα εγγυήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 80 έως 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η εγγύηση είχε παράσχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO, καθόσον τους είχε παράσχει τη δυνατότητα να προσελκύσουν ή να διατηρήσουν κεφάλαια. Διαπιστώνεται, εξάλλου, ο επιλεκτικός χαρακτήρας του εν λόγω πλεονεκτήματος, καθόσον μόνον οι χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί ήταν επιλέξιμοι. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή θεωρεί δυσανάλογη την παρασχεθείσα στους επενδυτές που είχαν αποκτήσει μερίδια των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO εγγύηση, καθόσον καλύπτει το σύνολο των επενδεδυμένων ποσών, δεδομένου του ύψους των ποσών αυτών, γεγονός που αποκλείει οιαδήποτε δικαιολόγηση του επίμαχου μέτρου υπό το πρίσμα των κριτηρίων που έχουν οριστεί για την εκτίμηση της υπάρξεως πλεονεκτημάτων δυνάμενων να δικαιολογηθούν από την γενική οικονομία του φορολογικού συστήματος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα κριτήρια αυτά εφαρμόζονται εν προκειμένω (αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα λοιπά κριτήρια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατέληξε, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι η εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Επιπλέον, όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή έκρινε ότι η μόνη νομική βάση που δύναται να εφαρμοστεί εν προκειμένω είναι το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο δεν ήταν ούτε κατάλληλο ούτε αναγκαίο ούτε ανάλογο προς τον σκοπό αποκαταστάσεως της σοβαρής διαταραχής της βελγικής οικονομίας και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Τέλος, η Επιτροπή όρισε μια μέθοδο υπολογισμού του ύψους του πλεονεκτήματος που πρέπει να ανακτηθεί από τους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO και κάλεσε το Βασίλειο του Βελγίου να της διαβιβάσει τα αναγκαία στοιχεία. Επισήμανε επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εκτιμά ότι βασίμως επέβαλε στο εν λόγω κράτος μέλος να απέχει από κάθε πληρωμή προς τους συνεταίρους βάσει της εγγυήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Κατά συνέπεια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διέταξε το Βασίλειο του Βελγίου να ανακτήσει από τους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO το αθέμιτο πλεονέκτημα που, κατά την άποψή της, είχαν λάβει (άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή διέταξε το Βασίλειο του Βελγίου να αποσύρει τις νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις επί των οποίων στηρίζεται η εγγύηση (αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και του απαγόρευσε να θέσει την εγγύηση σε εφαρμογή υπέρ των συνεταίρων (άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η απαγόρευση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 Εθνικές διαδικασίες και προδικαστικό ερώτημα για την εκτίμηση του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Αμφισβήτηση της εγγυήσεως ενώπιον του εθνικού δικαστή

23      Μεταξύ Δεκεμβρίου 2011 και Ιανουαρίου 2012 ασκήθηκαν ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο) τρεις προσφυγές από φυσικά πρόσωπα, από τον Organisme voor de financiering van pensioenen Ogeo Fund (Οργανισμό χρηματοδοτήσεως των συντάξεων Ogeo Fund, Βέλγιο) και από τον Gemeente Schaarbeek (Δήμο Schaerbeek, Βέλγιο). Με τις προσφυγές αυτές ζητείτο η ακύρωση των βασιλικών διαταγμάτων της 10ης Οκτωβρίου (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) και της 7ης Νοεμβρίου 2011 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Προς τούτο, οι προσφεύγοντες προέβαλαν, κατ’ ουσίαν, ότι τα εν λόγω βασιλικά διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο βελγικό Σύνταγμα, στο μέτρο που επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση στους συνεταίρους, οι οποίοι δύνανται να επωφεληθούν του συστήματος εγγυήσεως που θεσπίσθηκε ειδικότερα δυνάμει των εν λόγω βασιλικών διαταγμάτων, σε σχέση με τους μετόχους-φυσικά πρόσωπα άλλων εταιριών με δραστηριότητες σχετιζόμενες με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, οι οποίοι αποκλείονται από το εν λόγω σύστημα.

24      Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), κρίνοντας ότι τα βασιλικά διατάγματα της 10ης Οκτωβρίου και της 7ης Νοεμβρίου 2011 ερείδονταν στο άρθρο 36/24 του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), ότι, ως εκ τούτου, εντάσσονταν στους περιορισμούς που ο ίδιος ο Βέλγος νομοθέτης είχε θεσπίσει και ότι η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση ήταν αποτέλεσμα νομοθετικού κανόνα, υπέβαλε στο Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) πλείονα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα του άρθρου αυτού προς το βελγικό Σύνταγμα.

25      Πλην όμως, το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο), προκειμένου να αποφανθεί επί των ερωτημάτων αυτών, έκρινε αναγκαίο να επιλυθεί προηγουμένως το ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 36/24 του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς τούτο υπέβαλε στο Δικαστήριο έξι προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑76/15, εκ των οποίων τα πέντε αφορούσαν το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τις υποχρεώσεις που υπέχει εν προκειμένω το Βασίλειο του Βελγίου από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

 Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Vervloet κ.λπ. (C‑76/15)

26      Το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ήταν να εκτιμήσει τη συμβατότητα της εγγυήσεως υπό το πρίσμα των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθώς επίσης των οδηγιών 94/19[/ΕΚ], 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου], με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ 2005, L 79, σ. 9). Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορούσε το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τα υπόλοιπα δε τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα αφορούσαν τη συμβατότητα της εγγυήσεως προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

27      Σε απάντηση των προδικαστικών ερωτημάτων του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου), το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:975), το διατακτικό της οποίας έχει ως εξής:

«1)      Τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας [94/19] έχουν την έννοια ότι δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καθιερώνουν σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των [χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών], όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα, ούτε αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος, εφόσον το σύστημα αυτό δεν υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων που η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθιερώσουν, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, και εφόσον είναι συμβατό με τη Συνθήκη ΛΕΕ, ιδίως με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

2)      Από την εξέταση των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων […] δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της [προσβαλλομένης] αποφάσεως.

3)      Το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα εγγυήσεως όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που αυτό τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διάταξη αυτή».

 Εξελίξεις στο εθνικό δίκαιο

28      Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017 το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε αντισυνταγματικό το άρθρο 36/24 του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998. Το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) στήριξε την απόφασή του, μεταξύ άλλων, στη διαπίστωση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, ότι το εν λόγω μέτρο συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση.

29      Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018 το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ακύρωσε τα βασιλικά διατάγματα της 10ης Οκτωβρίου (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) και της 7ης Νοεμβρίου 2011 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω).

 Υπόθεση T‑711/14

30      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2014 (υπόθεση T‑711/14), οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με την προσφυγή τους, οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO αμφισβητούν, μεταξύ άλλων, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπέρ αυτών καθώς και την εκτίμηση ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά. Οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO βάλλουν περαιτέρω κατά της επιβληθείσας στο Βασίλειο του Βελγίου απαγορεύσεως να καταβάλει τα εγγυημένα ποσά στους συνεταίρους, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

31      Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2018, Arcofin κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑711/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:80), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προμνησθείσα προσφυγή, ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και ως εν μέρει νόμω αβάσιμη. Ειδικότερα, η προσφυγή των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO, στο μέτρο που έβαλε κατά της επιβληθείσας στο Βασίλειο του Βελγίου απαγορεύσεως καταβολής των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους μετά την ολοκλήρωση της εκκαθαρίσεως, απορρίφθηκε ως προδήλως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εν λόγω συνεταιρισμών να προσφύγουν κατά της διατάξεως την οποία προσβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου με την υπό κρίση προσφυγή.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 Έγγραφη διαδικασία

32      Το Βασίλειο του Βελγίου, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 2014, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

33      Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2015, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, διαπιστώνοντας, αφενός, ότι το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) στην υπόθεση C‑76/15 (βλ. σκέψεις 23 έως 26 ανωτέρω) αφορούσε το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως και καλούσε το Δικαστήριο να εκτιμήσει σημαντικό μέρος των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO στην υπόθεση T‑711/14, και εκτιμώντας, αφετέρου, ότι η επίλυση της υπό κρίση ένδικης διαφοράς θα μπορούσε να εξαρτάται από την έκβαση της προσφυγής που άσκησαν οι εν λόγω συνεταιρισμοί, αφού άκουσε τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέστειλε τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

34      Η αναστολή αυτή ήρθη με την έκδοση, στις 21 Δεκεμβρίου 2016, της αποφάσεως Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:975) (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

35      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

36      Την ίδια ημερομηνία, σύμφωνα με το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) κάλεσε τους διαδίκους να προσδιορίσουν τις συνέπειες που, κατά τη γνώμη τους, θα έπρεπε να συναχθούν για την υπό κρίση υπόθεση από την έκδοση της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:975).

37      Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο εν λόγω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

38      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 26ης Ιουνίου 2017, που ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) κάλεσε τους διαδίκους να δηλώσουν, μεταξύ άλλων:

–        ποιες συνέπειες εκτιμούν ότι πρέπει να συναχθούν, στο εθνικό δίκαιο, από την ακύρωση του άρθρου 36/24 του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 από το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο)·

–        ποιες συνέπειες θα μπορούσε να έχει τυχόν ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως επί της προηγουμένης ερωτήσεως.

39      Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της προθεσμίας που τους είχε ταχθεί.

40      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, που ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), μεταξύ άλλων:

–        κάλεσε το Βασίλειο του Βελγίου να λάβει θέση επί ορισμένων στοιχείων των απαντήσεων της Επιτροπής στις αναφερόμενες στη σκέψη 38 ανωτέρω ερωτήσεις·

–        έθεσε εκ νέου στο Βασίλειο του Βελγίου ερώτηση σχετικά με τις έννομες συνέπειες και τη χρησιμότητα που θα είχε τυχόν ακύρωση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένης υπόψη της ακυρώσεως του άρθρου 36/24 του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 από το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο).

41      Το Βασίλειο του Βελγίου απάντησε στις ερωτήσεις αυτές εντός των προθεσμιών που του είχαν ταχθεί, και η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των απαντήσεων αυτών.

42      Κατόπιν προτάσεως του τρίτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Προφορική διαδικασία

43      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

44      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Νοεμβρίου 2017.

45      Με έγγραφο της 13ης Μαρτίου 2018, το Βασίλειο του Βελγίου πληροφόρησε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την έκδοση από το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) της αποφάσεως της 6ης Μαρτίου 2018 που αναφέρεται στη σκέψη 29 ανωτέρω.

46      Με υπόμνημα που κατέθεσε στις 14 Μαρτίου 2018, η Επιτροπή υπέβαλε αίτημα καταργήσεως της δίκης.

47      Με διάταξη του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2018 η προφορική διαδικασία επαναλήφθηκε. Κατά συνέπεια, τα έγγραφα που αναφέρονται στις σκέψεις 45 και 46 ανωτέρω περιελήφθησαν στη δικογραφία και οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις τυχόν εκατέρωθεν παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω εγγράφων. Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή κλήθηκε να λάβει θέση επί ορισμένων επιχειρημάτων που προέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου με το έγγραφο της 13ης Μαρτίου 2018 (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω).

48      Οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

49      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 20ής Απριλίου 2018, που ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή κλήθηκε να λάβει θέση επί ορισμένων επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε επί του αιτήματος καταργήσεως της δίκης που είχε υποβάλει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω).

50      Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο εν λόγω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

51      Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν αυτοβούλως από το Βασίλειο του Βελγίου επί των απαντήσεων της Επιτροπής, περιελήφθησαν στη δικογραφία.

52      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 15 Μαΐου 2018.

 Αιτήματα των διαδίκων

53      Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

54      Η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει, δεδομένου ότι η ένδικη διαφορά έχει απολέσει το αντικείμενό της, ότι παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

55      Κατά την Επιτροπή, η ακύρωση από το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), με την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018 που μνημονεύεται στη σκέψη 29 ανωτέρω, των βασιλικών διαταγμάτων της 10ης Οκτωβρίου (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) και της 7ης Νοεμβρίου 2011 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) καθιστά τυχόν ακύρωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως άνευ οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η αδυναμία του Βασίλειου του Βελγίου να καταβάλει τα εγγυημένα ποσά στους συνεταίρους δεν είναι απόρροια της περιεχομένης στην προσβαλλόμενη διάταξη απαγορεύσεως, αλλά της αναδρομικής εξαφανίσεως, στην εθνική έννομη τάξη του Βελγίου, των πράξεων που αποτελούν τη νομική βάση της εν λόγω καταβολής. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η υπό κρίση ένδικη διαφορά κατέστη άνευ αντικειμένου και ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, ως εκ τούτου, η δίκη πρέπει να καταργηθεί.

56      Το Βασίλειο του Βελγίου αντιτίθεται στο αίτημα αυτό.

57      Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο δικαστής της Ένωσης κηρύσσει άνευ αντικειμένου προσφυγή της οποίας έχει επιληφθεί και, κατά συνέπεια, διαπιστώνει ότι παρέλκει να αποφανθεί έχουν αποσαφηνιστεί με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψεις 41 έως 45 και 47 έως 53). Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, μολονότι το Βασίλειο του Βελγίου βασίμως υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τις διατάξεις των οποίων ζητούν την ακύρωση, γεγονός παραμένει ότι ο δικαστής της Ένωσης, ακόμη και όταν προσφεύγει ενώπιόν του ένα κράτος μέλος, οφείλει να διαπιστώνει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής οσάκις η ακύρωση που ζητείται δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, EU:C:2005:714, σκέψη 25).

58      Συναφώς, αφενός, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι καθίσταται άνευ αντικειμένου προσφυγή που βάλλει κατά πράξεως ανακληθείσας από τον συντάκτη της κατά τη διάρκεια της δίκης (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψεις 47 και 48). Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, αντιθέτως, δεν στερείται του αντικειμένου της προσφυγή κατά πράξεως που ενέχει παρανομία δυνάμενη να επαναληφθεί στο μέλλον υπό συνθήκες ανεξάρτητες της συγκεκριμένης υποθέσεως (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 52).

59      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έχει ανακληθεί και δεν έχει, επομένως, αναδρομικώς εξαφανιστεί. Επομένως, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο ήθελε διαπιστώσει ότι έχει εκλείψει το αντικείμενο της διαφοράς και ότι παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής, με το σκεπτικό ότι η ακύρωση της διατάξεως αυτής θα παρέμενε χωρίς έννομες συνέπειες, το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εξακολουθούσε, παρ’ όλα αυτά, να υφίσταται στην έννομη τάξη της Ένωσης.

60      Δεύτερον, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, χωρίς να αντικρουσθεί επί του σημείου αυτού από το Βασίλειο του Βελγίου, η ακύρωση από το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) των βασιλικών διαταγμάτων της 10ης Οκτωβρίου και της 7ης Νοεμβρίου 2011 κατέστησε αδύνατη τη θέση σε εφαρμογή της προβλεπομένης από τις εν λόγω νομικές πράξεις εγγυήσεως και τούτο ανεξαρτήτως της απαγορεύσεως του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι η ακύρωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επιτρέπει στο Βασίλειο του Βελγίου τη θέση σε εφαρμογή της εγγυήσεως, όπως προβλέπεται στα βασιλικά διατάγματα της 10ης Οκτωβρίου και της 7ης Νοεμβρίου 2011, τα οποία αποτελούσαν τη νομική της βάση.

61      Τρίτον, το Βασίλειο του Βελγίου βασίμως από την πλευρά του υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η διατήρηση σε ισχύ του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως στην έννομη τάξη της Ένωσης δεν στερείται σημασίας. Κατά συνέπεια, η ενδεχόμενη ακύρωση της διατάξεως αυτής δεν στερείται μετά βεβαιότητας κάθε εννόμου αποτελέσματος.

62      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επικοινωνία που είχαν οι διάδικοι μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο του Βελγίου εξετάζει από κοινού με την Επιτροπή μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με την επίδικη εγγύηση, αποβλέποντας στον μετριασμό, για τους συνεταίρους, των συνεπειών της εκκαθαρίσεως των εν λόγω συνεταιρισμών. Πάντως, μολονότι η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι δεν αντιτίθεται καταρχήν σε κάθε μηχανισμό αποζημιώσεως των συνεταίρων και, αφετέρου, ότι υπάρχουν άλλοι λόγοι που δικαιολογούν την αντίθεσή της στα μέτρα που της υποβλήθηκαν και για τα οποία έχουν ξεκινήσει άτυπες διαπραγματεύσεις, γεγονός παραμένει ότι, με την από 7 Μαΐου 2018 απάντησή της, η Επιτροπή επικαλέσθηκε τον κίνδυνο «καταστρατηγήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως». Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να παράγει έννομα αποτελέσματα.

63      Επιπλέον, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι η καλόπιστη εκτέλεση από τα κράτη μέλη των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων συνιστά εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη καταβάλλουν τις αναγκαίες προσπάθειες για να υπερπηδήσουν τυχόν δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2005, Saxonia Edelmetalle και ZEMAG κατά Επιτροπής, T‑111/01 και T‑133/01, EU:T:2005:166, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, ανεξαρτήτως του κινδύνου κίνησης της διαδικασίας λόγω παραβάσεως στον οποίο το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι εκτίθεται σε περίπτωση που η Επιτροπή ήθελε κρίνει ότι τα μέτρα που θα μπορούσε να λάβει υπέρ των πρώην συνεταίρων των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO συνιστούν καταστρατήγηση της απαγορεύσεως του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας απορρέει ότι το εν λόγω κράτος μέλος θα έπρεπε από μόνο του να απέχει από κάθε συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά τέτοια καταστρατήγηση, στην περίπτωση που η επίμαχη διάταξη θα παρέμενε σε ισχύ. Κατά συνέπεια, η ακύρωση της διατάξεως αυτής, σε περίπτωση κατά την οποία η παρούσα προσφυγή αποδειχθεί βάσιμη, δεν στερείται εννόμων αποτελεσμάτων.

64      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και με τα επιχειρήματα που προέβαλε επί της ουσίας για να αιτιολογήσει τη νομιμότητα του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση και μόνον της μη συμβατότητας μέτρου ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά αρκεί για να δικαιολογήσει την απευθυνόμενη στο κράτος μέλος διαταγή να προβεί στην κατάργηση του επίμαχου μέτρου. Επομένως, η Επιτροπή έλαβε, επί του ζητήματος αυτού, γενική και αφηρημένη θέση, οι δικαιολογητικοί λόγοι της οποίας είναι ανεξάρτητοι από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια απαίτηση δεν είναι νόμιμη, οφείλει να αποφανθεί επί της παρούσας διαφοράς προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως ανάλογης πλημμέλειας στο μέλλον (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψεις 50 έως 52).

65      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ακύρωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως στερείται παντελώς εννόμων συνεπειών και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημά της με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.

 Επί της νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως

66      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Βασίλειο του Βελγίου υποχρεούται να συνεχίσει να απέχει, από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως, από κάθε καταβολή βάσει του συστήματος εγγυήσεως. Η οριστική αυτή απαγόρευση πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της επιστολής της 6ης Δεκεμβρίου 2011 (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω) και της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), οι οποίες αμφότερες περιλάμβαναν προσωρινή απαγόρευση με παρόμοιο περιεχόμενο, εν αναμονή της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως προϋπέθετε ότι το Βασίλειο του Βελγίου θα απέσυρε τις νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις που αποτελούσαν τη νομική βάση της εγγυήσεως.

67      Κατά το Βασίλειο του Βελγίου, απαγόρευση καταβολών όπως εκείνη που αποφασίστηκε από την Επιτροπή με το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσε να νοηθεί μόνο σε δύο περιπτώσεις. Θα έπρεπε συνεπώς, κατά μία πρώτη εκδοχή, οι δικαιούχοι των καταβολών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εγγυήσεως, δηλαδή οι συνεταίροι, να έχουν προσδιοριστεί ως αποδέκτες της κρατικής ενισχύσεως που κηρύχθηκε μη συμβατή προς την εσωτερική αγορά, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Άλλως, προκειμένου να είναι δικαιολογημένη, η απαγόρευση της καταβολής των εγγυημένων ποσών θα έπρεπε να είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου της εξαλείψεως των αποτελεσμάτων της κρατικής ενισχύσεως που έχει αναγνωριστεί ως μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

68      Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, απαγορεύοντας, καταρχήν, την καταβολή της εγγυήσεως στους συνεταίρους, χωρίς να εξετάσει αν η απαγόρευση αυτή συνιστούσε αναγκαίο μέτρο για την εξάλειψη των αποτελεσμάτων της ενισχύσεως που έλαβαν οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO, συγχέει την κατάργηση του χορηγηθέντος επιλεκτικού πλεονεκτήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, με την κατάργηση της νομικής πράξεως βάσει της οποίας χορηγήθηκε το επίμαχο πλεονέκτημα. Πλην όμως, η κατάργηση της πράξεως βάσει της οποίας χορηγήθηκε το αθέμιτο πλεονέκτημα δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτή είναι αναγκαία για την εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούνται από την παράνομη ή μη συμβατή ενίσχυση. Η υποχρέωση που επιβάλλει επομένως η Επιτροπή είναι δυσανάλογη.

69      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα συγκεκριμένα επιχειρήματα.

70      Κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

71      Συνακόλουθα, κατά πάγια νομολογία, λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα ενισχύσεως είναι η κατάργησή της μέσω ανακτήσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C‑275/10, EU:C:2011:814, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Συγκεκριμένα, ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την ανάκτηση παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως είναι η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε μέσω μιας τέτοιας ενισχύσεως. Συνακόλουθα, με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο δικαιούχος χάνει το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και αποκαθίσταται η προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C‑275/10, EU:C:2011:814, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Εν προκειμένω, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν η ανάκτηση του πλεονεκτήματος εκ του οποίου οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO άντλησαν αθέμιτο όφελος συνεπάγεται ή όχι την κατάργηση της εγγυήσεως, ήτοι την απαγόρευση οποιασδήποτε καταβολής στους συνεταίρους, στην περίπτωση που η διαδικασία εκκαθαρίσεως, η οποία κινήθηκε πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια για αυτούς του συνόλου ή μέρους της αξίας των μεριδίων τους.

74      Επομένως, σε πρώτο στάδιο, πρέπει να υπομνησθούν τα χαρακτηριστικά της παράνομης κρατικής ενισχύσεως που διαπιστώθηκε από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και, στη συνέχεια, τα μέτρα που επέβαλε η Επιτροπή προς διασφάλιση της ανακτήσεώς της. Σε δεύτερο στάδιο, θα πρέπει να αξιολογηθούν, αφενός, τα επιχειρήματα βάσει των οποίων το Βασίλειο του Βελγίου φρονεί ότι η απαγόρευση καταβολής των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους θα ήταν δυσανάλογη και, αφετέρου, οι δικαιολογητικοί λόγοι που προβάλλει η Επιτροπή προς υπεράσπιση του βασίμου της απαγορεύσεως αυτής.

 Περί της κρατικής ενισχύσεως που προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση

75      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το εξεταζόμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο συνίσταται στην παροχή εγγυήσεως για τα ποσά που επένδυσαν ιδιώτες σε μερίδια συμμετοχής στο κεφάλαιο των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO. Δεδομένου ότι οι συνεταιρισμοί αυτοί έχουν προσχωρήσει στον μηχανισμό που έθεσε σε εφαρμογή η Βελγική Κυβέρνηση (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), τα ποσά που τα φυσικά πρόσωπα - μέλη τους επένδυσαν στο κεφάλαιό τους καλύπτονται, ως εκ τούτου, από εγγύηση μέχρι το ύψος των 100 000 ευρώ (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω). Σύμφωνα με τον μηχανισμό που έχει θεσπισθεί, το ταμείο εγγυήσεων οφείλει να παρέμβει, μετά την περάτωση των εργασιών εκκαθαρίσεως, σε περίπτωση που το υπολειπόμενο κεφάλαιο δεν θα καθιστούσε δυνατή για κάθε συνεταίρο την ανάκτηση των επενδεδυμένων κεφαλαίων μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ.

76      Υπενθυμίζεται επίσης ότι οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO τέθηκαν σε εκούσια εκκαθάριση στις 8 Δεκεμβρίου 2011, ήτοι κατά την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

77      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το επίμαχο μέτρο περιέχει στοιχείο κρατικής ενισχύσεως προς όφελος των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η εγγύηση των μεριδίων τους ώθησε τους συνεταίρους να μην αποσύρουν τις επενδύσεις τους στο κεφάλαιο των εν λόγω συνεταιρισμών. Οι τελευταίοι έτυχαν, υπό τις συνθήκες αυτές, επιλεκτικού πλεονεκτήματος που χρηματοδοτήθηκε από δημόσιους πόρους. Η Επιτροπή θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο πληρούσε όλα τα κριτήρια περί κρατικών ενισχύσεων και ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της άρσεως σοβαρής διαταραχής της βελγικής οικονομίας, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό δεν ήταν ούτε κατάλληλο, ούτε αναγκαίο, ούτε ανάλογο προς τον σκοπό αυτό.

78      Επιπλέον, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι η εν λόγω ενίσχυση είχε τεθεί σε εφαρμογή προτού η ίδια αποφανθεί σχετικά με τον χαρακτηρισμό της και την τυχόν συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, έκρινε ότι η ενίσχυση ήταν, ως εκ τούτου, παράνομη. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:975) (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

79      Δεδομένου ότι η προσφυγή των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίφθηκε με τη διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2018, Arcofin κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑711/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:80) (βλ. σκέψεις 30 και 31 ανωτέρω), και ότι κατά της διατάξεως αυτής δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατίθενται στις σκέψεις 77 και 78 ανωτέρω έχουν καταστεί απρόσβλητες.

80      Επομένως, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, αφενός, ότι το επίμαχο μέτρο περιείχε στοιχείο κρατικής ενισχύσεως προς όφελος των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO και, αφετέρου, ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά και είχε τεθεί σε εφαρμογή προτού η Επιτροπή μπορέσει να προβεί σε εκ των προτέρων έλεγχο, βασίμως διέταξε το Βασίλειο του Βελγίου να προβεί στην ανάκτηση της ενισχύσεως.

81      Πρέπει ως εκ τούτου να υπομνησθούν τα μέτρα που επέβαλε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι βάλλεται μόνον η απαγόρευση καταβολής των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους, δηλαδή στα φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα των μελών των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

 Περί των επιβληθέντων για την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως μέτρων

82      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, προς διασφάλιση της ανακτήσεως της παράνομης και μη συμβατής προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεως όπως προσδιορίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε δύο μέτρα.

83      Πρώτον, η Επιτροπή διέταξε το Βασίλειο του Βελγίου να εκτιμήσει, βάσει ενός τύπου υπολογισμού του οποίου τις αρχές προσδιόρισε, το ποσό του πλεονεκτήματος από το οποίο επωφελήθηκαν οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO και να εγγράψει ισόποση απαίτηση στο παθητικό της εκκαθαρίσεως των εν λόγω συνεταιρισμών. Η συγκεκριμένη μέθοδος ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως δεν αμφισβητείται από το Βασίλειο του Βελγίου, το οποίο θεωρεί ότι το μέτρο αυτό αρκεί για την αποκατάσταση του ανταγωνισμού.

84      Δεύτερον, η Επιτροπή διέταξε περαιτέρω το Βασίλειο του Βελγίου να απέχει από την καταβολή των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους. Συναφώς, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να απευθύνει τη συγκεκριμένη διαταγή στο Βασίλειο του Βελγίου.

85      Από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 71 και 72 ανωτέρω προκύπτει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το αν η διαταγή αυτή ήταν ανάλογη προς τον σκοπό της ανακτήσεως των παρανόμων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων. Με άλλα λόγια, πρέπει να προσδιοριστεί αν η διαταγή αυτή ήταν ενδεδειγμένη και αναγκαία για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως προς τον ανταγωνισμό, δηλαδή για την εξάλειψη, όσον αφορά τους δικαιούχους που προσδιορίζει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος όπως αυτό έχει εκτιμηθεί με την εν λόγω απόφαση.

 Περί του αναλογικού χαρακτήρα της απαγορεύσεως καταβολής των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους

86      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ως αποδέκτες της επίμαχης ενισχύσεως αναγνωρίστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του οποίου επωφελήθηκαν οι εν λόγω συνεταιρισμοί εκτιμήθηκε ως ενίσχυση για τη διατήρηση του υφιστάμενου κεφαλαίου τους. Το πλεονέκτημα αυτό, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε, λόγω της ίδιας της υπάρξεως της εγγυήσεως, τη μορφή κινήτρου, με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των συνεταίρων να αποσύρουν τα μερίδια συμμετοχής τους από το κεφάλαιο των εν λόγω συνεταιρισμών. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι οι ίδιοι οι συνεταίροι δεν θεωρήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποδέκτες κρατικής ενισχύσεως.

87      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Βασίλειο του Βελγίου βασίμως υποστηρίζει ότι η εγγραφή στο παθητικό της εκκαθαρίσεως των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO απαιτήσεως ποσού που αντιστοιχεί στην αξία του μόνου πλεονεκτήματος που προσδιόρισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, αρκούσε για την εξουδετέρωση του εν λόγω πλεονεκτήματος και, ως εκ τούτου, για την αποκατάσταση της καταστάσεως του ανταγωνισμού, που η χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως είχε νοθεύσει (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2002, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑499/99, EU:C:2002:408, σκέψεις 37 και 38).

88      Δεύτερον, όπως μόλις υπομνήσθηκε, επισημαίνεται ότι το μόνο στοιχείο κρατικής ενισχύσεως που προσδιόρισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που η εγγύηση παρέσχε στους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν έκρινε ότι οι συνεταίροι ήταν οι ίδιοι αποδέκτες κρατικής ενισχύσεως και δεν χαρακτήρισε ως τέτοια την εγγύηση, στο μέτρο που αυτή παρείχε πλεονέκτημα υπέρ των συνεταίρων. Επομένως, η επιβληθείσα στο Βασίλειο του Βελγίου απαγόρευση να προβαίνει στις καταβολές που προβλέπονταν από την εγγύηση δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτήν, ως εξυπηρετούσα άμεσα τον σκοπό της ανακτήσεως κρατικής ενισχύσεως από τους αποδέκτες της.

89      Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, η εγγύηση δεν παρέχει πλέον κανένα κίνητρο στα μέλη των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO, οπότε, έκτοτε, αυτοί δεν επωφελούνται πλέον από το πλεονέκτημα που προσδιορίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω της υπάρξεως της εγγυήσεως. Συγκεκριμένα, όπως βεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η έναρξη της εκκαθαρίσεως εμποδίζει τους συνεταίρους να αποσύρουν τις συμμετοχές τους. Εξάλλου, εν προκειμένω, η ίδια η Επιτροπή, καθορίζοντας τον τύπο για τον προσδιορισμό της αξίας του παρασχεθέντος στους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO πλεονεκτήματος, υπολόγισε το εν λόγω πλεονέκτημα μόνο μέχρι την έναρξη των διαδικασιών εκκαθαρίσεως, η οποία, εξάλλου, έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο των εν λόγω συνεταιρισμών από την αγορά. Επομένως, η κατάργηση της εγγυήσεως, στην οποία ζήτησε η Επιτροπή από το Βασίλειο του Βελγίου να προβεί, δεν μπορούσε να έχει συνέπειες ως προς την ανταγωνιστική θέση των συνεταιρισμών που προσδιορίζονταν ως οι αποδέκτες της επίμαχης ενισχύσεως και δεν μπορούσε να συμβάλει στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

90      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται, συνεπώς, ότι η απαγόρευση καταβολής των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της αποκαταστάσεως των συνθηκών ανταγωνισμού που είχαν νοθευτεί εξαιτίας της χορηγήσεως της ενισχύσεως που προσδιορίστηκε εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση.

91      Ουδείς εκ των δικαιολογητικών λόγων που προέβαλε η Επιτροπή, τόσο με την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δύναται να κλονίσει την εκτίμηση αυτή.

 Περί των προβαλλομένων από την Επιτροπή δικαιολογητικών λόγων

92      Πρώτον, με τις αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δικαιολόγησε την απαγόρευση καταβολής των εγγυημένων ποσών λόγω της ανάγκης που απορρέει, κατά την άποψή της, από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να καταργηθεί κάθε μέτρο που ενέχει στοιχείο κρατικής ενισχύσεως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά. Επιπλέον, με τα υπομνήματά της, η Επιτροπή προέβαλε εκτιμήσεις συστημικής φύσεως, σύμφωνα με τις οποίες δεν πρέπει να επιφυλάσσεται σε ένα κράτος μέλος, το οποίο, όπως εν προκειμένω, δεν κοινοποίησε το επίδικο μέτρο πριν από τη θέση του σε εφαρμογή, μεταχείριση λιγότερο αυστηρή σε σχέση με κράτος μέλος που συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως οιουδήποτε μέτρου θα μπορούσε να ενέχει στοιχείο κρατικής ενισχύσεως.

93      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι η άποψη που υποστηρίζει η Επιτροπή φαίνεται να συγχέει την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, η οποία δεν έχει τυπικό χαρακτήρα, αλλά ορίζεται βάσει της συνδρομής των κριτηρίων που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με τη νομική διάταξη η οποία αποτελεί τη νομική βάση και το μέσο θεσπίσεως της ενισχύσεως. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107 ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές ενισχύσεις σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑409/00, EU:C:2003:92, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Πρέπει όμως να παρατηρηθεί, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας J. Kokott στο σημείο 28 των προτάσεών της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV (C‑275/10, EU:C:2011:814), ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι προβλέπει, στον τομέα του ευρωπαϊκού δικαίου των συμπράξεων, το άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι διατάξεις των Συνθηκών της Ένωσης περί των κρατικών ενισχύσεων δεν προβλέπουν ρητώς τις αφορώσες το κύρος των πράξεων έννομες συνέπειες, λόγω της παραβάσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως και της απαγορεύσεως εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η κατάργηση του μέτρου με το οποίο χορηγείται κρατική ενίσχυση συνιστά, κατά γενικό κανόνα, το ενδεδειγμένο μέσο για την εξουδετέρωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε. Ωστόσο, στις περιπτώσεις στις οποίες, όπως εν προκειμένω, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση είναι προς όφελος τρίτων (των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO) έναντι των άμεσων δικαιούχων του επίμαχου μέτρου (των συνεταίρων), η κατάργηση του ίδιου του μέτρου δικαιολογείται μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επαναφορά των πραγμάτων στις συνθήκες ανταγωνισμού που θα επικρατούσαν αν δεν είχε χορηγηθεί η ενίσχυση, την οποία έχουν λάβει οι εν λόγω τρίτοι (πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C‑275/10, EU:C:2011:814, σκέψεις 44 και 45). Πλην όμως, εν προκειμένω, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω, η απαγόρευση καταβολής των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της αποκαταστάσεως των συνθηκών του ανταγωνισμού που έχουν στρεβλωθεί εξαιτίας της παροχής της κρατικής ενισχύσεως που προσδιορίστηκε εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση.

95      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι συνεταίροι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τρίτοι σε σχέση με τους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, δεν κρίνεται πειστικό.

96      Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ουδόλως θεώρησε τους συνεταίρους ως αποδέκτες της επίμαχης ενισχύσεως. Ειδικότερα, από το σημείο 4.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι μοναδικοί «πραγματικοί δικαιούχοι» είναι οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO και ότι η κρατική ενίσχυση που προσδιορίζεται στο σημείο 4.3 της εν λόγω αποφάσεως συνίσταται αποκλειστικά στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του οποίου επωφελήθηκαν οι εν λόγω συνεταιρισμοί.

97      Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO είναι εταιρικές μορφές περιορισμένης ευθύνης και ότι, ως εκ τούτου, ούτε η περιουσία τους ούτε ο σκοπός τους πρέπει να συγχέονται με τα συμφέροντα των μελών τους. Εξάλλου, με τη διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2018, Arcofin κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑711/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:80), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή όσον αφορά τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή, κρίνοντας ότι το έννομο συμφέρον των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO και το έννομο συμφέρον των συνεταίρων ήταν διακριτά. Επομένως, η Επιτροπή αβασίμως υποστηρίζει ότι η ιδιότητα και μόνον των συνεταίρων ως μελών των συνεταιρισμών που είναι αποδέκτες της επίμαχης ενισχύσεως ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την ανάκτηση επιπλέον και από τους συνεταίρους του πλεονεκτήματος του οποίου επωφελήθηκαν οι εν λόγω συνεταιρισμοί και του οποίου η ανάκτηση ήταν διασφαλισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, μέσω της εγγραφής απαιτήσεως του βελγικού Δημοσίου στο παθητικό της εκκαθαρίσεως.

98      Τρίτον, η Επιτροπή δεν μπορεί περαιτέρω να αντλήσει επιχειρήματα από την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, Ελληνική Ναυπηγοκατασκευαστική κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑384/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:650), η οποία δεν αποτελεί νομολογιακό προηγούμενο συγκρίσιμο με την υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, πρώτον, στην εν λόγω υπόθεση, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να διατάξει την κατάργηση της επίδικης εγγυήσεως, χωρίς να προβεί, όπως έπραξε εν προκειμένω, στον προσδιορισμό της αξίας του πλεονεκτήματος, και στο να διατάξει την ανάκτηση αυτού (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, Ελληνική Ναυπηγοκατασκευαστική κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑384/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:650, σκέψεις 133 και 135). Δεύτερον, η επίμαχη εγγύηση στην εν λόγω υπόθεση αφορούσε την προστασία του δικαιούχου της από τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να επιστρέψει κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παρανόμως σε μία εταιρία την οποία ο δικαιούχος της εν λόγω εγγυήσεως σχεδίαζε να εξαγοράσει. Ο άμεσος σκοπός της εγγυήσεως αυτής ήταν, επομένως, να αποτραπεί η ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων, προβλεπομένης της επιστροφής στον αγοραστή κάθε τυχόν ανακτηθείσας ενισχύσεως. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, ιδίως από τη σκέψη 89 ανωτέρω, η απαγόρευση καταβολής των εγγυημένων ποσών στους συνεταίρους δεν επηρεάζει την ανάκτηση του προσδιοριζομένου με την προσβαλλόμενη απόφαση πλεονεκτήματος, ανάκτηση η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω της εγγραφής σχετικής απαιτήσεως του Βελγικού Δημοσίου στο παθητικό της εκκαθαρίσεως των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO.

99      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή, διατάσσοντας το Βασίλειο του Βελγίου να απόσχει από κάθε καταβολή προς τους συνεταίρους βάσει της εγγυήσεως, ενώ είχε επιπλέον διατάξει την ανάκτηση του προσδιοριζομένου με την προσβαλλόμενη απόφαση πλεονεκτήματος μέσω της εγγραφής σχετικής απαιτήσεως στο παθητικό της εκκαθαρίσεως των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO, που θεωρούνται ως οι αποδέκτες της εν λόγω ενισχύσεως, επέβαλε εν προκειμένω στο Βασίλειο του Βελγίου δυσανάλογη υποχρέωση και υπερέβη τις εξουσίες που της απονέμει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

100    Επομένως, το Βασίλειο του Βελγίου βασίμως υποστηρίζει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι παράνομο και πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

101    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Βασιλείου του Βελγίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2014/686/ΕΕ της Επιτροπής, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33927 (12/C) (πρώην 11/NN) που εφάρμοσε το Βέλγιο - Σύστημα εγγύησης για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt NielsenKreuschitzForrester

PółtorakPerillo

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2018.

υπογραφές


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.