Language of document : ECLI:EU:C:2021:145

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 25ης Φεβρουαρίου 2021 (1)

Υπόθεση C458/19 P

ClientEarth

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Σύμβαση του Aarhus – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα – Εσωτερική επανεξέταση – Απόρριψη – Αντικείμενο της επανεξετάσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 – Καταχώριση, αξιολόγηση, αδειοδότηση και περιορισμοί των χημικών προϊόντων – Απαίτηση αδειοδοτήσεως – Εκτελεστική απόφαση C(2016) 3549 τελικό, με την οποία χορηγείται άδεια για χρήσεις του φθαλικού δις(2-αιθυλεξυλ)εστέρα (DEHP) – Υπέρτερα κοινωνικοοικονομικά οφέλη – Συνεκτίμηση των κινδύνων»







Περιεχόμενα



I.      Εισαγωγή

1.        Ο φθαλικός δις(2-αιθυλεξυλ)εστέρας (DEHP) είναι ένας κοινώς καλούμενος πλαστικοποιητής που προστίθεται σε συνθετικά υλικά από χλωριούχο πολυβινύλιο (PVC). Ο DEHP συνδέεται με σοβαρούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Ως εκ τούτου, η χρήση της ουσίας αυτής προϋποθέτει αδειοδότηση, βάσει του κανονισμού REACH (2), επί της οποίας αποφαίνεται η Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως του χρήστη.

2.        Η ClientEarth είναι μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) που ασχολείται με την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, στρέφεται, ως τρίτος, κατά μιας τέτοιας αδείας που χορήγησε η Επιτροπή σε τρεις επιχειρήσεις ανακυκλώσεως για τη χρήση ανακυκλωμένων αποβλήτων PVC (ανακυκλωμένου PVC) που περιέχουν DEHP. Για τον σκοπό αυτόν, η ClientEarth υπέβαλε στην Επιτροπή, σύμφωνα με τον κανονισμό Aarhus (3), αίτηση επανεξετάσεως της αδείας και, στη συνέχεια, προσέβαλε ανεπιτυχώς την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

3.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, λοιπόν, παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να δώσει απάντηση για πρώτη φορά σε ορισμένα ζητήματα σχετικά με τη διαδικασία επανεξετάσεως του κανονισμού Aarhus και με τη διαδικασία αδειοδοτήσεως που προβλέπει ο κανονισμός REACH. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για τον έλεγχο της σταθμίσεως βάσει της οποίας εκδίδεται η άδεια και, επομένως, για τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο συγκεκριμένο πλαίσιο, καθώς και για τον έλεγχο της εξετάσεως των εναλλακτικών επιλογών. Επιπλέον, αμφισβητείται σε ποιον βαθμό η αίτηση επανεξετάσεως οριοθετεί το αντικείμενο της διαφοράς και κατά πόσον τρίτοι μπορούν να επικαλεστούν ελλείψεις της αιτήσεως του χρήστη για τη χορήγηση αδείας, προκειμένου να προσβάλουν το κύρος της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η Σύμβαση του Aarhus

4.        Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus (4) προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη εξασφαλίζουν στο κοινό πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, οι εν λόγω διαδικασίες προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση. Επίσης, οι διαδικασίες αυτές είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές.

Β.      Ο κανονισμός Aarhus

5.        Ο κανονισμός Aarhus μεταφέρει, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο της Ένωσης το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus όσον αφορά τα όργανα ή τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus προβλέπει, συναφώς, διαδικασία εσωτερικής επανεξετάσεως:

«1.      Οιαδήποτε μη κυβερνητική οργάνωση η οποία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 11 δικαιούται να ζητήσει εσωτερική επανεξέταση από το όργανο ή τον οργανισμό της Κοινότητας που εξέδωσε διοικητική πράξη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος ή, σε περίπτωση προβαλλόμενης διοικητικής παράλειψης, θα έπρεπε να είχε εκδώσει την πράξη αυτή.

[…] Στην αίτηση αναφέρονται οι λόγοι της επανεξέτασης.

2.      Το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξετάζει την αίτηση, […]. Το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας εκθέτει τους λόγους του σε γραπτή απάντηση […].

3.      […]»

6.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού Aarhus αναφέρεται στη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης:

«Η μη κυβερνητική οργάνωση η οποία υπέβαλε αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 10 δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της [Σ]υνθήκης.»

7.        Η διάταξη αυτή διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού Aarhus:

«Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προηγούμενα αιτήματα για εσωτερική επανεξέταση δεν ικανοποιήθηκαν, η ενδιαφερόμενη μη κυβερνητική οργάνωση θα πρέπει να μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της [Σ]υνθήκης.»

Γ.      Ο κανονισμός REACH

8.        Ο κανονισμός REACH αποτελεί ένα σύνολο κανόνων σχετικών με την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον που συνδέονται με την παρασκευή, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση χημικών ουσιών. Για ορισμένες ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία, ο κανονισμός προβλέπει περιορισμούς στη χρήση ή ακόμη και απαγόρευση χρήσης υπό την επιφύλαξη χορηγήσεως αδείας, την κοινώς καλούμενη «απαίτηση αδειοδοτήσεως».

9.        Το άρθρο 3, σημείο 24, του κανονισμού REACH ορίζει ότι ως χρήση νοείται «οποιαδήποτε μεταποίηση, ενσωμάτωση σε μείγμα (τυποποίηση), κατανάλωση, αποθήκευση, διατήρηση, κατεργασία, πλήρωση περιεκτών, μεταφορά μεταξύ περιεκτών, ανάμειξη, παραγωγή αντικειμένου, ή οποιαδήποτε άλλη χρησιμοποίηση».

10.      Στο άρθρο 55 του κανονισμού REACH παρατίθεται ο σκοπός της απαίτησης αδειοδοτήσεως:

«Σκοπός του παρόντος τίτλου είναι να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ότι οι κίνδυνοι από τις ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία ελέγχονται επαρκώς και ότι οι ουσίες αυτές αντικαθίστανται προοδευτικά από κατάλληλες εναλλακτικές οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες ουσίες ή τεχνολογίες. Προς τούτο, όλοι οι παρασκευαστές, εισαγωγείς και μεταγενέστεροι χρήστες που αιτούνται άδειες προβαίνουν σε ανάλυση των εναλλακτικών λύσεων και εξετάζουν τους κινδύνους τους καθώς και την τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα της υποκατάστασης.»

11.      Βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, η χρήση ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία και οι οποίες έχουν εγγραφεί στο παράρτημα XIV προϋποθέτει αδειοδότηση. Οι ιδιότητες των ουσιών αυτών καθορίζονται στο άρθρο 57. Σε αυτές συγκαταλέγονται η τοξικότητα στην αναπαραγωγή (στοιχείο γʹ) και οι ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής (στοιχείο στʹ). Το άρθρο 58 ρυθμίζει τη διαδικασία εγγραφής στο παράρτημα XIV η οποία θεμελιώνει και την απαίτηση αδειοδοτήσεως.

12.      Το άρθρο 59 του κανονισμού REACH προβλέπει ένα ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας καθορισμού απαίτησης αδειοδοτήσεως. Βάσει αυτού, οι ουσίες που μπορεί να χρήζουν αδειοδοτήσεως λόγω των ανησυχητικών ιδιοτήτων τους καταρχάς προσδιορίζονται και εγγράφονται στον λεγόμενο κατάλογο υποψήφιων ουσιών.

13.      Το άρθρο 60 του κανονισμού REACH καθορίζει τις προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως:

«1.      Η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις αιτήσεις αδειοδότησης σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, άδεια χορηγείται όταν ο κίνδυνος που παρουσιάζει για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον η χρήση μιας ουσίας, εξαιτίας των εγγενών ιδιοτήτων της που ορίζονται στο παράρτημα XIV, ελέγχεται επαρκώς, σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 6.4, και όπως τεκμηριώνεται στην έκθεση χημικής ασφάλειας του αιτούντος λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της επιτροπής αξιολόγησης κινδύνων του άρθρου 64 παράγραφος 4 στοιχείο α). Κατά τη χορήγηση της άδειας και με κάθε όρο που επιβάλλεται εντός αυτής, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της όλες τις απορρίψεις, εκπομπές και απώλειες, περιλαμβανομένων των κινδύνων που απορρέουν από διαδεδομένες ή διάχυτες χρήσεις, που είναι γνωστές κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση.

Η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου από τη χρήση ουσίας σε ιατροτεχνολογικό προϊόν […]

3.      […]

4.      Εάν δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια δυνάμει της παραγράφου 2 […], επιτρέπεται να χορηγείται άδεια μόνον όταν καταδεικνύεται ότι τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη υπερτερούν των κινδύνων από τη χρήση της ουσίας για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον και όταν δεν υπάρχουν κατάλληλες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται αφού εξετασθούν όλα τα στοιχεία που ακολουθούν και αφού ληφθούν υπόψη οι γνωμοδοτήσεις της επιτροπής αξιολόγησης κινδύνων και της επιτροπής κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης που αναφέρονται στο άρθρο 64 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β):

α)      ο κίνδυνος από τις χρήσεις της ουσίας, περιλαμβανομένης της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας των προτεινόμενων μέτρων διαχείρισης του κινδύνου·

β)      τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση της ουσίας και οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες από την άρνηση χορήγησης άδειας, όπως καταδεικνύονται από τον αιτούντα ή άλλους ενδιαφερομένους·

γ)      η ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών που υποβάλλει ο αιτών δυνάμει του άρθρου 62 παράγραφος 4 στοιχείο ε) ή οιοδήποτε σχέδιο υποκατάστασης υποβάλλεται από τον αιτούντα δυνάμει του άρθρου 62 παράγραφος 4 στοιχείο στ), και κάθε ενδεχόμενη συμβολή τρίτων δυνάμει του άρθρου 64 παράγραφος 2·

δ)      οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον, τυχόν εναλλακτικών ουσιών ή τεχνολογιών.

5.      Κατά την εκτίμηση του κατά πόσον υπάρχουν κατάλληλες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες, λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή όλες οι σχετικές πτυχές, μεταξύ άλλων:

α)      εάν η μετάβαση σε εναλλακτικές επιλογές θα οδηγήσει σε μείωση των συνολικών κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των μέτρων διαχείρισης κινδύνου·

β)      η τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα των εναλλακτικών επιλογών για τον αιτούντα.

6.      Μια χρήση δεν αδειοδοτείται εφόσον η άδεια θα συνιστούσε χαλάρωση ενός περιορισμού που ορίζεται στο παράρτημα XVΙΙ.

7.      Άδεια χορηγείται μόνον εφόσον η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 62.

8. […]»

14.      Το άρθρο 62, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH περιέχει διάφορες απαιτήσεις σχετικά με την αίτηση αδειοδοτήσεως:

«4.      Η αίτηση αδειοδότησης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

[…]

γ)      αίτηση αδειοδότησης, η οποία προσδιορίζει την ή τις χρήσεις της ουσίας για τις οποίες ζητείται άδεια και η οποία καλύπτει τη χρήση της ουσίας σε μείγματα ή/και την ενσωμάτωσή της σε αντικείμενα, ανάλογα με την περίπτωση·

δ)      έκθεση χημικής ασφάλειας σύμφωνα με το παράρτημα Ι, εφόσον δεν έχει υποβληθεί στο πλαίσιο της καταχώρισης, η οποία καλύπτει τους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή/και το περιβάλλον από τη χρήση της ουσίας, λόγω των εγγενών ιδιοτήτων της ουσίας ή των ουσιών που προσδιορίζονται στο παράρτημα XIV·

ε)      ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών που εξετάζει τους κινδύνους τους και την τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα της υποκατάστασης και περιλαμβάνει, εφόσον ενδείκνυται, πληροφορίες σχετικά με οιεσδήποτε σχετικές δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης από τον αιτούντα·

στ)      […]»

15.      Το άρθρο 64 του κανονισμού REACH ρυθμίζει τη διαδικασία αδειοδοτήσεως:

«1.      […]

2.      Ο Οργανισμός δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο του γενικές πληροφορίες σχετικά με τις χρήσεις για τις οποίες έχει παραλάβει αιτήσεις και για τις αναθεωρήσεις αδειών […] και καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι μπορούν να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες.

3.      Κατά την εκπόνηση της γνώμης, κάθε επιτροπή από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 ελέγχει πρώτα ότι η αίτηση περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο άρθρο 62 και αφορούν θέματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Εφόσον απαιτείται, οι επιτροπές, διαβουλευόμενες μεταξύ τους, ζητούν από κοινού από τον αιτούντα επιπλέον πληροφορίες ώστε η αίτηση να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 62. Η επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο, να ζητά από τον αιτούντα ή τρίτους να υποβάλλουν, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, πρόσθετες πληροφορίες για ενδεχόμενες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες. Κάθε επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη τις τυχόν πληροφορίες που έχουν υποβληθεί από τρίτους.

4.      Κάθε σχέδιο γνώμης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      επιτροπή αξιολόγησης κινδύνων: αξιολόγηση του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου ή/και το περιβάλλον που ενέχουν η ή οι χρήσεις της ουσίας, συμπεριλαμβανομένης της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας των μέτρων διαχείρισης του κινδύνου, όπως περιγράφονται στην αίτηση και, ανάλογα με την περίπτωση, αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν οι ενδεχόμενες εναλλακτικές ουσίες·

β)      επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης: αξιολόγηση των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και της διαθεσιμότητας, της καταλληλότητας και της τεχνικής σκοπιμότητας των εναλλακτικών λύσεων που συνδέονται με την ή τις χρήσεις της ουσίας, όπως περιγράφονται στην αίτηση, όταν υποβάλλεται αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 62, καθώς και τυχόν πληροφοριών που υποβάλλουν οι τρίτοι σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

5.      […]»

16.      Η αιτιολογική σκέψη 69 του κανονισμού REACH διευκρινίζει την απαίτηση αδειοδοτήσεως:

«Για να εξασφαλίζεται επαρκώς υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις συναφείς ομάδες ανθρώπινων πληθυσμών και πιθανώς ορισμένους ευπαθείς υποπληθυσμούς, καθώς και του περιβάλλοντος, οι ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία θα πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, να αντιμετωπίζονται με μεγάλη προσοχή. Άδειες θα πρέπει να χορηγούνται μόνον όταν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αιτούνται άδεια αποδεικνύουν στην αρμόδια για την αδειοδότηση αρχή ότι ελέγχονται επαρκώς οι απορρέοντες από τη χρήση της ουσίας κίνδυνοι για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον. Άλλως, χρήσεις είναι δυνατόν ακόμη να επιτρέπονται εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη από τη χρήση της ουσίας υπερτερούν των κινδύνων που συνδέονται με τη χρήση της και ότι δεν υπάρχουν κατάλληλες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες οικονομικά και τεχνικά βιώσιμες. […]».

17.      Η αιτιολογική σκέψη 81 του κανονισμού REACH αφορά τον ρόλο των τρίτων στη διαδικασία αδειοδοτήσεως:

«Για να ακολουθείται μια εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά την αδειοδότηση των χρήσεων ορισμένων ουσιών, ο Οργανισμός θα πρέπει να γνωμοδοτεί σχετικά με τους κινδύνους που ενέχουν αυτές οι χρήσεις και για το εάν η ουσία ελέγχεται ή όχι επαρκώς, καθώς και σχετικά με κάθε κοινωνικοοικονομική ανάλυση που του υποβάλλεται από τρίτους. Η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις γνωμοδοτήσεις αυτές όταν εξετάζει τη χορήγηση αδειοδότησης.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά

Α.      Ο χαρακτηρισμός του DEHP

18.      Με τον κανονισμό (ΕΕ) 143/2011 (5), η Επιτροπή καταχώρισε στο παράρτημα XIV του κανονισμού REACH τον DEHP, μια ένωση που χρησιμοποιείται κυρίως για να καθιστά μαλακά τα πλαστικά από PVC. Η Επιτροπή στήριξε τη ρύθμιση αυτή στο γεγονός ότι η εν λόγω ουσία έχει τοξικές για την αναπαραγωγή ιδιότητες κατά την έννοια του άρθρου 57, στοιχείο γʹ, του κανονισμού REACH. Έκτοτε, η χρήση του DEHP προϋποθέτει χορήγηση αδείας εκ μέρους της Επιτροπής.

19.      Επιπλέον, στις 26 Αυγούστου 2014, η Δανία υπέβαλε έκθεση σύμφωνα με την οποία ο DEHP προκαλεί μεγάλη ανησυχία και λόγω των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής (6). Ως εκ τούτου, στις 12 Δεκεμβρίου 2014, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) ενημέρωσε την υφιστάμενη ένδειξη σχετικά με τον DEHP στον λεγόμενο κατάλογο υποψήφιων ουσιών, χαρακτηρίζοντάς τον ως ουσία που προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία κατά την έννοια του άρθρου 57, στοιχείο στʹ, του κανονισμού REACH, διότι έχει ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής που μπορούν να επιφέρουν σοβαρές συνέπειες στο περιβάλλον (7). Κατόπιν της επίμαχης επανεξετάσεως της αδείας, η Επιτροπή έκρινε επίσης, στις 4 Ιουλίου 2017, ότι επιβάλλεται ο ως άνω χαρακτηρισμός του DEHP και λόγω των ενδοκρινικών του επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου (8). Μέχρι σήμερα, όμως, η Επιτροπή δεν έχει θεσπίσει ακόμη απαίτηση αδειοδοτήσεως λόγω των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής του DEHP.

Β.      Η διαδικασία αδειοδοτήσεως

20.      Στις 13 Αυγούστου 2013 τρεις εταιρίες ανακυκλώσεως αποβλήτων υπέβαλαν κοινή αίτηση αδειοδοτήσεως για τη διάθεση στην αγορά του DEHP για τις ακόλουθες χρήσεις:

–        «σύνθεση μαλακού ανακυκλωμένου χλωριούχου πολυβινυλίου (PVC) περιέχοντος DEHP σε ενώσεις και ξηρά μείγματα·

–        βιομηχανική χρήση ανακυκλωμένου μαλακού PVC περιέχοντος DEHP στην επεξεργασία πολυμερών με καλανδράρισμα, εξώθηση, συμπίεση και χύτευση με έγχυση για την παρασκευή προϊόντων από PVC».

21.      Οι αιτούσες δεν παράγουν DEHP, αλλά ανακυκλώνουν απόβλητα PVC που περιέχουν ήδη DEHP. Με βάση την αίτηση, ο DEHP δεν έχει καμία συγκεκριμένη λειτουργική σημασία για τις αιτούσες, αλλά συνιστά πρόσμειξη, σε μεγάλο βαθμό ανεπιθύμητη, των αξιοποιούμενων αποβλήτων. Ωστόσο, μπορεί να είναι επωφελής για την περαιτέρω μεταποίηση του ανακυκλωμένου υλικού.

22.      Η αίτηση αυτή στηριζόταν στο άρθρο 60, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH, ήτοι στον επαρκή έλεγχο του κινδύνου χρήσεως.

23.      Στις 22 Οκτωβρίου 2014 η επιτροπή αξιολογήσεως κινδύνων και η επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης του ECHA συνέταξαν έγγραφο που περιείχε το κοινό και ενοποιημένο κείμενο των γνωμοδοτήσεών τους (9). Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH, διότι δεν αποδεικνύεται ο επαρκής έλεγχος του κινδύνου χρήσεως. Τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη όμως υπερτερούν του εναπομένοντος κινδύνου. Ως εκ τούτου, μπορεί να χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 4.

24.      Στις 16 Ιουνίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση C(2016) 3549 τελικό, με την οποία ενέκρινε, με ορισμένες εξαιρέσεις, τις ζητούμενες χρήσεις του DEHP με βάση το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH (στο εξής: απόφαση περί χορηγήσεως αδείας).

25.      Στο άρθρο 2 της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας η Επιτροπή καθόρισε τη διάρκεια της περιόδου αναθεωρήσεως της αδείας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 60, παράγραφος 9, στοιχείο εʹ, του κανονισμού REACH, σε τέσσερα έτη από την ημερομηνία λήξεως που καθορίζεται στο παράρτημα XIV του κανονισμού REACH, ήτοι μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 2019.

26.      Στην αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ο κανονισμός REACH δεν εφαρμόζεται ως προς τα απόβλητα. Κατά συνέπεια, η «άδεια προς διάθεση στην αγορά και προς χρήση ενώσεων και ξηρών μειγμάτων ανακυκλωμένου μαλακού PVC περιέχοντος DEHP σύμφωνα με το άρθρο 64 του [κανονισμού REACH] έχει εφαρμογή στον βαθμό που οι ως άνω ενώσεις και τα ξηρά μείγματα έχουν παύσει να αποτελούν απόβλητα, σύμφωνα με άρθρο 6 [της οδηγίας για τα απόβλητα (10)]».

Γ.      Η διαδικασία επανεξετάσεως

27.      Με έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2016, η ClientEarth ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει την απόφαση περί χορηγήσεως αδείας δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού Aarhus.

28.      Με την προσβαλλόμενη απόφαση C(2016) 8454 τελικό της 7ης Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως (στο εξής: απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως).

IV.    Η ένδικη διαδικασία και τα αιτήματα

29.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, ClientEarth κατά Επιτροπής (T‑108/17, EU:T:2019:215), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η ClientEarth κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής επί της αιτήσεως επανεξετάσεως. Ο ECHA παρενέβη στη διαδικασία αυτή υπέρ της Επιτροπής.

30.      Η ClientEarth άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑108/17,

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτής,

ή, επικουρικώς

–        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑108/17, και

–        να κρίνει την προσφυγή ακυρώσεως παραδεκτή και βάσιμη και συνεπώς να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως, εν πάση περιπτώσει δε,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων των τυχόν παρεμβαινόντων, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό.

31.      Η Επιτροπή και ο ECHA ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

32.      Οι διάδικοι υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, ενώ ο ECHA συντάχθηκε απλώς με τα επιχειρήματα της Επιτροπής. Το Δικαστήριο δεν διεξήγαγε επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

33.      Κατόπιν ερωτήσεως του Δικαστηρίου, οι διάδικοι γνωστοποίησαν ότι μία από τις αιτούσες επιχειρήσεις υπέβαλε έκθεση αναθεωρήσεως και ζήτησε με τον τρόπο αυτόν την παράταση ισχύος της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας, ενώ οι δύο άλλες επιχειρήσεις δεν υπέβαλαν αντίστοιχο αίτημα.

V.      Νομική εκτίμηση

34.      Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αφορά τον συνδυασμό δύο περίπλοκων διαδικασιών στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης.

35.      Αφετηρία αποτελεί μια απόφαση περί χορηγήσεως αδείας την οποία έλαβε η Επιτροπή με βάση το άρθρο 60 του κανονισμού REACH. Η απόφαση αυτή ελήφθη μετά από αίτηση αδειοδοτήσεως που υπέβαλαν τρεις επιχειρήσεις. Με την απόφαση περί χορηγήσεως αδείας, η Επιτροπή επιτρέπει στις εν λόγω επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν ορισμένη ουσία, τον DEHP, έναν κοινώς καλούμενο πλαστικοποιητή, για συγκεκριμένους σκοπούς. Ελλείψει τέτοιας αδείας, απαγορεύεται κάθε χρήση της, διότι η ως άνω ουσία έχει ιδιότητες τοξικές για την αναπαραγωγή. Ωστόσο, η Επιτροπή εγκρίνει τις ζητούμενες χρήσεις, διότι εκτιμά ότι τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη υπερτερούν των κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση της ουσίας για την ανθρώπινη υγεία ή για το περιβάλλον.

36.      Πρέπει να σημειωθεί ότι η αίτηση αδειοδοτήσεως δεν είχε ως σκοπό τη λήψη τέτοιας αδείας, η οποία στηρίζεται σε στάθμιση δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH, αλλά αποσκοπούσε σε έγκριση λόγω επαρκούς ελέγχου των κινδύνων για την αναπαραγωγή λόγω τοξικότητας του DEHP σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 2. Ωστόσο, κατόπιν εξετάσεως της αιτήσεως συνήχθη το συμπέρασμα ότι τέτοιος έλεγχος δεν αποδεικνυόταν από την αίτηση.

37.      Η ClientEarth βάλλει κατά της αδείας με βάση τον κανονισμό Aarhus. Για τον σκοπό αυτόν, υπέβαλε κατ’ αρχάς αίτηση επανεξετάσεως ενώπιον της Επιτροπής, όπως προβλέπει το άρθρο 10 του κανονισμού, και προέβαλε τις εικαζόμενες πλημμέλειες της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας. Οι αιτιάσεις αυτές συνδέονται, εν μέρει, με ελλείψεις που αφορούν την αίτηση αδειοδοτήσεως και έγκεινται στο ότι η αίτηση δεν σκοπούσε σε σχετική στάθμιση και δεν αποδείκνυε επαρκή έλεγχο του κινδύνου. Επιπλέον, η ClientEarth αμφισβητεί και πτυχές της σταθμίσεως στην οποία η Επιτροπή θεμελίωσε τη χορήγηση αδείας.

38.      Οι προϋποθέσεις παραδεκτού για την αίτηση επανεξετάσεως βάσει των άρθρων 10 και 11 του κανονισμού Aarhus δεν τίθενται εν αμφιβόλω.

39.      Εντούτοις, με την προσβαλλόμενη απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση επανεξετάσεως. Η ClientEarth προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση με προσφυγή την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

40.      Οι δύο αυτές αλληλένδετες διαδικασίες διαμορφώνουν την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Κατ’ αρχάς θα διερευνήσω το έννομο συμφέρον της ClientEarth (βλ. κατωτέρω υπό A) και, εν συνεχεία, θα εξετάσω τον έκτο λόγο αναιρέσεως ο οποίος αφορά τη μη συνεκτίμηση άλλων κινδύνων από ουσίες κατά τη σχετική στάθμιση (βλ. κατωτέρω υπό Β). Τούτο προκειμένου να καταλήξω στην πρότασή μου να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως.

41.      Επομένως, η κρίση επί της αιτήσεως αναιρέσεως είναι δυνατή, από τυπικής απόψεως, και χωρίς την εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει μόνο μία αίτηση αναιρέσεως σχετική με τη διαδικασία επανεξετάσεως (11) και πολλά από τα ζητήματα που τίθενται δεν έχουν διευκρινισθεί ακόμη. Συνεπώς, η διαπίστωση άλλων νομικών σφαλμάτων του Γενικού Δικαστηρίου έχει σημασία για μελλοντικές διαδικασίες, μολονότι αυτά δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (βλ. κατωτέρω υπό Γ).

Α.      Έννομο συμφέρον

42.      Το έννομο συμφέρον της ClientEarth θα ήταν αμφίβολο εάν η απόφαση περί χορηγήσεως αδείας δεν ίσχυε πλέον λόγω παρελεύσεως του προβλεπόμενου χρόνου ή λόγω καταργήσεώς της από την Επιτροπή. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, δεν θα ήταν βέβαιο αν η ClientEarth μπορεί να αντλήσει όφελος από την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως (12).

43.      Το άρθρο 2 της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας προέβλεπε περίοδο αναθεωρήσεως έως τις 21 Φεβρουαρίου 2019. Δεδομένου ότι, εν τω μεταξύ, η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει νέα άδεια, είναι πιθανό η άδεια να έχει λήξει.

44.      Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις συγκλίνουσες πληροφορίες που παρέχουν οι διάδικοι, η απόφαση περί χορηγήσεως αδείας εξακολουθεί να ισχύει για μία τουλάχιστον αιτούσα δυνάμει του άρθρου 61, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, καθόσον αυτή υπέβαλε εμπρόθεσμα έκθεση αναθεωρήσεως επί της οποίας εκκρεμεί ακόμη η απόφαση της Επιτροπής.

45.      Δεδομένου, λοιπόν, ότι η απόφαση περί χορηγήσεως αδείας εξακολουθεί να ισχύει, η ευδοκίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως και της αρχικής προσφυγής θα μπορούσε, εν τέλει, να επιφέρει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως και, ως εκ τούτου, να εξασφαλίσει στην ClientEarth το επιδιωκόμενο όφελος.

46.      Κατά συνέπεια, η ClientEarth εξακολουθεί να έχει το αναγκαίο έννομο συμφέρον.

Β.      Έκτος λόγος αναιρέσεως: συνεκτίμηση άλλων κινδύνων της ουσίας κατά τη σχετική στάθμιση

1.      Εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως

47.      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η ClientEarth αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τους κινδύνους από ουσίες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σταθμίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH.

48.      Το έρεισμα του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως συνίσταται στο ότι ο DEHP υπόκειται, μέχρι σήμερα, σε αδειοδότηση μόνο λόγω τοξικών ιδιοτήτων για την αναπαραγωγή κατά την έννοια του άρθρου 57, στοιχείο γʹ, του κανονισμού REACH. Επιπλέον, πάντως, ο ECHA και η Επιτροπή συμπεριέλαβαν τον DEHP στον κοινώς καλούμενο κατάλογο υποψήφιων ουσιών ως ουσία που προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία βάσει του άρθρου 59 και λόγω των ιδιοτήτων του ενδοκρινικής διαταραχής κατά την έννοια του άρθρου 57, στοιχείο στʹ, ήτοι λόγω των ορμονικών του συνεπειών, αλλά δεν υφίσταται ακόμη καμία υποχρέωση αδειοδοτήσεως για τον λόγο αυτόν (13).

49.      Μολονότι οι ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του DEHP ήταν ήδη γνωστές κατά την έκδοση της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στην βαλλόμενη σκέψη 289 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επιτροπές αξιολόγησης κινδύνων και κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης του ECHA και η Επιτροπή έλαβαν υπόψη μόνον τις τοξικές ιδιότητες του DEHP για την αναπαραγωγή στο πλαίσιο της σταθμίσεως που προβλέπει το άρθρο 60, παράγραφος 4.

50.      Επομένως, επιβάλλεται να διευκρινιστούν οι κίνδυνοι μιας ουσίας που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε περίπτωση σταθμίσεως με βάση το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH.

51.      Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, παραδείγματος χάρη στο γερμανικό, το γαλλικό, το δανικό, το ισπανικό και το ιταλικό κείμενο, η σχετική χρήση μπορεί να επιτραπεί όταν τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη υπερτερούν των κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση της ουσίας για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον. Η διατύπωση, λοιπόν, του συγκεκριμένου λόγου αδειοδοτήσεως διαφέρει από το άρθρο 60, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH, το οποίο αφορά ρητώς μόνον έναν κίνδυνο, ήτοι τον κίνδυνο που θεμελιώνει την απαίτηση αδειοδοτήσεως. Κατά συνέπεια, στις ανωτέρω γλωσσικές αποδόσεις, το γράμμα του άρθρου 60, παράγραφος 4, συγκρινόμενο με τον άλλον λόγο αδειοδοτήσεως, συνηγορεί υπέρ της συνεκτιμήσεως του συνόλου των κινδύνων μιας ουσίας στο πλαίσιο της σχετικής σταθμίσεως. Αντιθέτως, σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, παραδείγματος χάρη στο αγγλικό, το ολλανδικό ή το πορτογαλικό κείμενο, στην παράγραφο 4 γίνεται μνεία μόνο περί του κινδύνου. Βεβαίως, τα κείμενα αυτά μπορούν να ερμηνευθούν ομοίως υπό την έννοια της συνολικής συνεκτιμήσεως, αλλά η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν είναι τόσο επιτακτική όσο στην περίπτωση των πρώτων από τις προαναφερθείσες γλωσσικές αποδόσεις.

52.      Πάντως, στις σκέψεις 218 έως 223 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται στη σχέση μεταξύ των δύο λόγων αδειοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 2 και παράγραφος 4, του κανονισμού REACH, καθώς και στην οριοθέτηση μεταξύ του καταλόγου υποψήφιων ουσιών και των λόγων που θεμελιώνουν την απαίτηση αδειοδοτήσεως, προκειμένου να περιορίσει τη στάθμιση μόνο στους κινδύνους που θεμελιώνουν την απαίτηση αδειοδοτήσεως.

53.      Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εκτίμησε ότι η χορήγηση αδείας λόγω επαρκούς ελέγχου του κινδύνου βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH αφορά αποκλειστικώς τον κίνδυνο στον οποίο στηρίζεται η απαίτηση αδειοδοτήσεως. Ο αιτών οφείλει να παράσχει πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 62, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, μόνον ως προς τον κίνδυνο αυτόν. Αν αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος κίνδυνος ελέγχεται επαρκώς, άλλοι κίνδυνοι δεν μπορούν να αποκλείσουν την αδειοδότηση, ακόμη και αν η ουσία περιλαμβάνεται ήδη στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών λόγω των κινδύνων αυτών. Η εγγραφή ουσίας στον κατάλογο υποψήφιων ουσιών συνιστά απλώς στάδιο μιας διαδικασίας η οποία δύναται να καταλήξει, στο μέλλον, σε απαίτηση αδειοδοτήσεως, αλλά δεν επιβάλλεται να καταλήξει σε τέτοια απαίτηση.

54.      Επομένως, η πρωταρχική λειτουργία της σταθμίσεως κατά το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH έγκειται, επίσης, στην υπέρβαση του κινδύνου που θεμελιώνει την απαίτηση αδειοδοτήσεως. Πράγματι, ελλείψει του κινδύνου αυτού, δεν θα υφίστατο απαίτηση αδειοδοτήσεως.

55.      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο και η Επιτροπή δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη μιας χρήσεως δεν εξαρτώνται μόνον από τα πλεονεκτήματα της χρήσεως αυτής, αλλά και από τους λοιπούς κινδύνους της για το περιβάλλον και την υγεία. Οι κίνδυνοι αυτοί, δηλαδή, συνιστούν επίσης κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Όταν προκαλούν βλάβες στο περιβάλλον ή στην υγεία, επιβαρύνουν την κοινωνία και συνεπάγονται οικονομικό κόστος. Κατά συνέπεια, οι κίνδυνοι μειώνουν τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη και, για τον λόγο αυτόν, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να εκτιμηθεί αν τα οφέλη υπερτερούν του κινδύνου που θεμελιώνει την απαίτηση αδειοδοτήσεως.

56.      Τούτο καθίσταται ιδιαιτέρως σαφές στο πλαίσιο της εξετάσεως εναλλακτικών επιλογών η οποία είναι επίσης αναγκαία σε περίπτωση χορηγήσεως αδείας δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH. Κατά το άρθρο 60, παράγραφος 5, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη «όλες τις σχετικές πτυχές» και, μεταξύ άλλων, κατά το στοιχείο αʹ, τους «συνολικούς κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον». Οι συνολικοί αυτοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν, κατ’ ανάγκη, το σύνολο των πιθανών κινδύνων που συνδέονται με την εναλλακτική επιλογή και τη ζητούμενη χρήση. Δεν χωρεί παραπομπή σε εναλλακτική επιλογή η οποία δεν προκαλεί μεν τον κίνδυνο που θεμελιώνει την απαίτηση αδειοδοτήσεως, αλλά ενέχει άλλους σοβαρότερους κινδύνους. Επίσης, δεν είναι εύλογο να λαμβάνονται υπόψη τέτοιοι άλλοι κίνδυνοι μόνο για τις εναλλακτικές επιλογές και όχι ως προς τη ζητούμενη άδεια. Τούτο δεν θα καθιστούσε δυνατή, εν τέλει, τη σύγκριση των συνολικών κινδύνων η οποία απαιτείται ως βάση για την εξέταση των εναλλακτικών επιλογών.

57.      Στην προκειμένη περίπτωση, η επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης έλαβε υπόψη ρητώς και άλλους κινδύνους συνδεόμενους με τις εναλλακτικές επιλογές, καθόσον επισήμανε ότι η αποφυγή της διαθέσεως αποβλήτων PVC που περιέχουν DEHP σε χώρους υγειονομικής ταφής ή μέσω καύσης συνιστά κοινωνικοοικονομικό πλεονέκτημα της ζητηθείσας αδείας (14).

58.      Επομένως, η στάθμιση θα ήταν ελλιπής εάν λαμβάνονταν μεν υπόψη τα πλεονεκτήματα μιας χρήσεως στο σύνολό τους, αλλά, σε σχέση με τα μειονεκτήματα, εξεταζόταν μόνον ο κίνδυνος που θεμελιώνει την απαίτηση αδειοδοτήσεως.

59.      Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή παρέπεμψε και στις επεξηγήσεις της σχετικά με την πρόταση του κανονισμού REACH, όπου είχε επισημάνει ομοίως ότι δεν θα λαμβάνονταν υπόψη άλλες συνέπειες πλην εκείνων που θεμελιώνουν την απαίτηση αδειοδοτήσεως. Τέτοιου είδους συνέπειες θα μπορούσαν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο των σχετικών περιορισμών. Η Επιτροπή δικαιολόγησε τη θέση αυτή επικαλούμενη την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας (15).

60.      Για λόγους αποτελεσματικότητας θα είναι δυνατό να παραλειφθούν κατά τη στάθμιση αμελητέοι, εξεζητημένοι ή υποθετικοί κίνδυνοι. Δεν αποκλείεται, ιδίως, στο πλαίσιο της σταθμίσεως, η μη συνεκτίμηση ορισμένων κινδύνων ως ήσσονος σημασίας, εφόσον αυτοί ελέγχονται αποδεδειγμένα επαρκώς μέσω περιορισμών. Τέτοια περιοριστική προσέγγιση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό των βασικών στοιχείων για την εκτίμηση περίπλοκων επιστημονικών καταστάσεων και σταθμίσεων (16). Ωστόσο, οι κίνδυνοι, λόγω των οποίων μια ουσία έχει θεωρηθεί ότι προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία και έχει εγγραφεί στον κατάλογο υποψήφιων ουσιών σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού REACH, συνιστούν, κατ’ ανάγκη, κρίσιμα στοιχεία κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως τα οποία η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας (17).

61.      Εξάλλου, η συνολική συνεκτίμηση των κρίσιμων κινδύνων μιας χρήσεως για την υγεία και το περιβάλλον συνάδει με την αρχή της προφυλάξεως στην οποία στηρίζεται ο κανονισμός REACH, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 και το άρθρο 1, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Η αιτιολογική σκέψη 69 τονίζει ότι ιδίως οι άδειες υπόκεινται στην αρχή αυτή.

62.      Η ορθή εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως προϋποθέτει, πρώτον, τον προσδιορισμό των δυνητικώς αρνητικών συνεπειών της εφαρμογής των επίμαχων ουσιών στην υγεία και, δεύτερον, συνολική εκτίμηση του κινδύνου για την υγεία βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας (18). Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους (19).

63.      Τέλος, όπως ορθώς επισημαίνει η ClientEarth, μια τέτοια συνολική στάθμιση είναι σαφώς εγγύτερη και προς τον σκοπό της διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας (20) σε σύγκριση με τη στάθμιση που αγνοεί ορισμένους κινδύνους.

64.      Το συμπέρασμα τούτο δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η εγγραφή μιας ουσίας στον κατάλογο υποψήφιων ουσιών λόγω πρόσθετων κινδύνων δεν επιβάλλει τη συμπλήρωση εκκρεμούσας αιτήσεως αδειοδοτήσεως όσον αφορά τους κινδύνους αυτούς. Η εγγραφή αυτή ουδόλως ασκεί επιρροή στη διαδικασία αδειοδοτήσεως (21).

65.      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό στην απόφασή του που εξέδωσε επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά της εν λόγω προηγούμενης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (22). Το Δικαστήριο, λοιπόν, δεν έχει αποφανθεί ακόμη επί του ζητήματος αυτού.

66.      Δεύτερον, επιβάλλεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της εγγραφής μιας ουσίας στον κατάλογο υποψήφιων ουσιών και, αφετέρου, των κινδύνων που συνδέονται με τη χρήση της ουσίας αυτής. Η εγγραφή –από αυστηρώς τυπικής απόψεως– δεν έχει άμεσες επιπτώσεις σε εκκρεμή διαδικασία αδειοδοτήσεως. Τούτο όμως δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση των κινδύνων στους οποίους οφείλεται η εγγραφή, όπως και όλων των άλλων κρίσιμων κινδύνων, στο πλαίσιο της κοινωνικοοικονομικής σταθμίσεως. Συναφώς, η εγγραφή στον κατάλογο υποψήφιων ουσιών έχει σημασία μόνο στο μέτρο που επιβεβαιώνει τους κινδύνους και τη σοβαρότητά τους.

67.      Τέλος, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της αιτήσεως επανεξετάσεως και την αναφέρει ακροθιγώς στο υπόμνημα αντικρούσεως, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Η Επιτροπή επισήμανε, στην απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως, ότι η αρχή αυτή αποκλείει τη συνεκτίμηση των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής, δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές διαπιστώθηκαν ένα έτος μετά την υποβολή της αιτήσεως αδειοδοτήσεως. Επομένως, δεν είναι εύλογο για τον αιτούντα να λάβει υπόψη τους κινδύνους αυτούς στην αίτησή του (23).

68.      Κατά πάγια νομολογία όμως η νομιμότητα αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που αυτή διαθέτει κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως (24). Συνεπώς, ακόμη και αν ο αιτών δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη ορισμένες κρίσιμες για την απόφαση πληροφορίες, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις αγνοήσει, εφόσον λάβει γνώση αυτών πριν από την απόφαση. Όσον αφορά, πάντως, την απόφαση περί χορηγήσεως αδείας και, κυρίως, την προσβαλλόμενη απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως, η Επιτροπή είχε ήδη στη διάθεσή της την έκθεση της Δανίας σχετικά με τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του DEHP και ο ECHA είχε αναγνωρίσει ήδη τους σχετικούς περιβαλλοντικούς κινδύνους, καθόσον, για τον λόγο αυτόν, είχε συμπεριλάβει τον DEHP στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών (25).

69.      Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, διότι επιτρέπει να μη ληφθούν υπόψη οι ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του DEHP κατά τη στάθμιση με βάση το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH. Στην πλάνη αυτή στηρίχθηκε η απόρριψη των αιτημάτων της προσφυγής και, ως εκ τούτου, η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της.

2.      Εξέταση της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

70.      Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

71.      Όσον αφορά τη μη συνεκτίμηση άλλων κινδύνων που συνδέονται με τον DEHP, η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του DEHP κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της αιτήσεως επανεξετάσεως. Δεδομένου ότι δεν το έπραξε, η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί, επίσης, στο σύνολό της.

72.      Επιπλέον, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι, μολονότι η απόφαση περί χορηγήσεως αδείας ενέχει το ίδιο ελάττωμα, δεν θα επηρεαζόταν άμεσα από την ακύρωση της αποφάσεως επί της αιτήσεως επανεξετάσεως. Ασφαλώς, κατά την εκτίμηση της αιτήσεως επανεξετάσεως η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη ότι η χορήγηση αδείας στηρίζεται σε ελλιπή στάθμιση. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Επιτροπή να προβεί, αντ’ αυτού, σε χορήγηση νέας αδείας, με βάση την έκθεση αναθεωρήσεως που υπέβαλε η εναπομείνασα αιτούσα (26), δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH, με αποτέλεσμα να μην έχει λόγο υπάρξεως και η αίτηση επανεξετάσεως της ClientEarth. Πράγματι, οι επιτροπές αξιολόγησης κινδύνων και κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης του ECHA κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι νέες πληροφορίες αποδεικνύουν επαρκή έλεγχο των τοξικών για την αναπαραγωγή κινδύνων (27).

Γ.      Επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως

73.      Οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως αφορούν το παραδεκτό των επιχειρημάτων που προβάλλονται στο πλαίσιο προσφυγής στηριζόμενης σε αίτηση επανεξετάσεως, τις απαιτήσεις μιας αιτήσεως αδειοδοτήσεως, τον βαθμό αποδείξεως που απαιτείται για τέτοια προσφυγή, την εξέταση των εναλλακτικών επιλογών, την έκθεση χημικής ασφάλειας καθώς και την αρχή της προφυλάξεως.

1.      Πρώτος λόγος αναιρέσεως: παραδεκτό των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων 

74.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το περιεχόμενο προσφυγής βάλλουσας κατά της απορρίψεως αιτήσεως επανεξετάσεως δυνάμει του κανονισμού Aarhus. Η ClientEarth, πρώτον, αμφισβητεί ότι αντικείμενο της προσφυγής μπορεί να αποτελέσει μόνον η προσβαλλόμενη απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως και όχι η αίτηση αδειοδοτήσεως (βλ. κατωτέρω υπό αʹ) και, δεύτερον, βάλλει κατά του ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την επιχειρηματολογία της στους λόγους και στα επιχειρήματα που είχε προβάλει με την αίτηση επανεξετάσεως (βλ. κατωτέρω υπό βʹ).

α)      Πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως: αντικείμενο της προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της αιτήσεως επανεξετάσεως 

75.      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ClientEarth αμφισβητεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου οριοθέτηση του αντικειμένου προσφυγής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού Aarhus. Επιβάλλεται να διευκρινισθεί αν η ClientEarth δύναται με την προσφυγή της να προβάλει και ελλείψεις της αιτήσεως αδειοδοτήσεως για την οποία εκδόθηκε η υπό επανεξέταση απόφαση περί χορηγήσεως αδείας της Επιτροπής.

76.      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μόνον η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της αιτήσεως επανεξετάσεως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της προσφυγής εκ μέρους του αιτούντος την επανεξέταση. Όσον αφορά τις ελλείψεις στην αίτηση αδειοδοτήσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, στη σκέψη 54, ότι η ClientEarth μπορεί να τις επικρίνει μόνο στο μέτρο που οι ελλείψεις αυτές ενσωματώθηκαν στην απόφαση της Επιτροπής επί της αιτήσεως επανεξετάσεως.

77.      Επομένως, είναι κρίσιμο το αν και κατά πόσον μια ΜΚΟ μπορεί να καταστήσει τις ελλείψεις αιτήσεως αδειοδοτήσεως αντικείμενο διαδικασίας επανεξετάσεως.

78.      Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού Aarhus, ορισμένες ΜΚΟ μπορούν, με αιτιολογημένη αίτηση, να ζητήσουν εσωτερική επανεξέταση από το θεσμικό όργανο της Ένωσης που εξέδωσε διοικητική πράξη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος. Βάσει της διατάξεως αυτής, το αντικείμενο της αιτήσεως επανεξετάσεως αφορά την επαναξιολόγηση της σχετικής πράξεως (28), εν προκειμένω δηλαδή της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας.

79.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως διοικητικής πράξεως αποσκοπεί στη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα ή (ιδίως) της ελλείψεως βασιμότητας της οικείας πράξεως (29). Στη συνέχεια, η ΜΚΟ δύναται να προσφύγει στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 12 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus. Μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως. Συναφώς, μπορεί να προβάλει αναρμοδιότητα, παράβαση ουσιώδους τύπου, παραβίαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους ή κατάχρηση εξουσίας (30).

80.      Στο πλαίσιο αυτό, πάντως, η παράβαση ουσιώδους τύπου αφορά διατάξεις που εφαρμόζονται κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως. Επομένως, δεν έχει διευκρινισθεί ακόμη το κατά πόσον με την αίτηση επανεξετάσεως μπορούν να προβληθούν τυπικές ή διαδικαστικές πλημμέλειες της διαδικασίας αδειοδοτήσεως.

81.      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus απαιτεί μόνον τη δυνατότητα προσβολής λόγω παραβάσεως διατάξεων σχετικών με το περιβάλλον. Η διατύπωση αυτή είναι πιο στενή σε σχέση με το άρθρο 9, παράγραφος 2, το οποίο καθιστά δυνατή την προσβολή της ουσιαστικής και τυπικής νομιμότητας.

82.      Δεδομένου ότι τα άρθρα 10 έως 12 του κανονισμού Aarhus μεταφέρουν στο δίκαιο της Ένωσης μόνον το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως, οι κανόνες αυτοί έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να καταστήσουν δυνατή την προβολή της παραβάσεως διατάξεων σχετικών με το περιβάλλον και όχι την πλήρη προσβολή της ουσιαστικής και τυπικής νομιμότητας μιας πράξεως.

83.      Καθόσον όμως η αίτηση αδειοδοτήσεως πρέπει να προσδιορίζει τη χρήση (άρθρο 62, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού REACH) και να περιλαμβάνει έκθεση χημικής ασφάλειας (άρθρο 62, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ) και ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών (άρθρο 62, παράγραφος 4, στοιχείο εʹ), οι σχετικές διατάξεις αφορούν το περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, σκοπός των πληροφοριών αυτών είναι, μεταξύ άλλων, η ανάδειξη των περιβαλλοντικών κινδύνων της ζητούμενης χρήσης και των εναλλακτικών επιλογών της.

84.      Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές έχουν σημασία και για τη συμμετοχή τρίτων στη διαδικασία αδειοδοτήσεως. Πράγματι, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH, ο ECHA δημοσιεύει γενικές πληροφορίες σχετικά με τις χρήσεις για τις οποίες έχει παραλάβει αιτήσεις. Καθορίζει, μάλιστα, προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι μπορούν να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες. Επίσης, το άρθρο 60, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, το άρθρο 64, παράγραφος 3, τέταρτη περίοδος, και παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, και η αιτιολογική σκέψη 81 προβλέπουν τη συνεκτίμηση πληροφοριών που έχουν υποβληθεί από τρίτους. Η ClientEarth επισημαίνει ότι συμμετείχε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στις διαδικασίες αδειοδοτήσεως.

85.      Εξάλλου, όπως αναγνωρίζει και το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 103 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η χορήγηση αδείας δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 7, του κανονισμού REACH επιτρέπεται μόνον εάν η αίτηση πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 62. Τούτο καλύπτει, ιδίως, την έκθεση χημικής ασφάλειας και την ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών.

86.      Εάν μια άδεια δεν θα έπρεπε να χορηγηθεί για τον λόγο ότι η αίτηση δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 62, παράγραφος 4, στοιχεία δʹ και εʹ, του κανονισμού REACH, οι ΜΚΟ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν τέτοιες ελλείψεις στο πλαίσιο επανεξετάσεως και επακόλουθης προσφυγής. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η Επιτροπή αποδεχθεί ρητώς τις ελλείψεις, αυτό δεν μπορεί να επηρεάσει το παραδεκτό τέτοιων επιχειρημάτων στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως.

87.      Κατά συνέπεια, η ClientEarth ορθώς βάλλει κατά των σκέψεων 234 έως 236 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στις συγκεκριμένες σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει ως απαράδεκτο το επιχείρημα ότι η ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών που περιέχεται στην αίτηση αδειοδοτήσεως είναι ανεπαρκής, επειδή η λειτουργία του DEHP δεν διευκρινίζεται περαιτέρω στην αίτηση αδειοδοτήσεως. Πράγματι, ανεξαρτήτως του τι δήλωσαν ή δεν δήλωσαν οι αιτούσες στην αίτηση αδειοδοτήσεως, η Επιτροπή έχει ορίσει ρητώς μια λειτουργία του DEHP για τους σκοπούς της αδειοδοτήσεως. Η εν λόγω διαπίστωση περί απαραδέκτου πάσχει πλάνη περί το δίκαιο υπό το πρίσμα της προεκτεθείσας συλλογιστικής.

88.      Εντούτοις, στις σκέψεις 63 έως 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ανέπτυξε επικουρική αιτιολογία, την οποία δεν αμφισβήτησε η ClientEarth, και ανέφερε, με πειστικό τρόπο, ότι η επίμαχη ουσία δεν απαιτείται να επιτελεί ειδική λειτουργία προκειμένου να αποδειχθεί η χρήση της.

89.      Επομένως, η επιχειρηματολογία της ClientEarth σχετικά με την έλλειψη μνείας της λειτουργίας του DEHP στην αίτηση αδειοδοτήσεως ήταν, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη και η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του παραδεκτού του επιχειρήματος αυτού δεν θέτει εν αμφιβόλω την εν λόγω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

β)      Δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως: αντικείμενο της διαδικασίας επανεξετάσεως 

90.      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ClientEarth αντιτάσσεται στο ότι, κατά τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως επί αιτήσεως επανεξετάσεως μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς μόνον οι λόγοι και τα επιχειρήματα που έχει προβάλει ήδη ο προσφεύγων με την αίτηση επανεξετάσεως.

91.      Στο πλαίσιο επιφανειακής εξετάσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε πρόσφατα επί του ζητήματος αυτού, κατά τρόπο απολύτως παρεμφερή, στην απόφαση TestBioTech. Κατά την εν λόγω απόφαση, προσφυγή κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση επανεξετάσεως δεν μπορεί να στηρίζεται σε νέους λόγους ή σε αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αίτηση επανεξετάσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, η απαίτηση περί αιτιολογήσεως της αιτήσεως αυτής, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού Aarhus, θα στερούνταν την πρακτική της αποτελεσματικότητα και θα τροποποιείτο το αντικείμενο της κινηθείσας με την οικεία αίτηση διαδικασίας (31).

92.      Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου συνάδει με τη λοιπή νομολογία του σχετικά με το αντικείμενο της διαδικασίας. Το αντικείμενο της διαφοράς σε διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους οριοθετείται από το έγγραφο οχλήσεως και την αιτιολογημένη γνώμη (32), όπως το αντικείμενο της διαδικασίας στον τομέα των σημάτων καθορίζεται από τα αιτήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται στο EUIPO (33). Επίσης, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής (34). Τέλος, όπως επισημάνθηκε ήδη, η νομιμότητα αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως (35), ήτοι, μεταξύ άλλων, βάσει του περιεχομένου της αιτήσεως επί της οποίας αποφαίνεται.

93.      Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει ήδη κατ’ αυτόν τον τρόπο και το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus που μεταφέρθηκε στο δίκαιο της Ένωσης με τον κανονισμό Aarhus. Βάσει της ερμηνείας αυτής, η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει κανόνα αποκλεισμού ο οποίος επιβάλλει την προβολή αντιρρήσεων ως προς την τήρηση των σχετικών περιβαλλοντικών διατάξεων ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Μια τέτοια ρύθμιση παρέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες συνθήκες, να προσδιορισθούν ταχύτερα τα επίμαχα σημεία και, ενδεχομένως, να επιλυθούν ήδη στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να παρέλκει η άσκηση προσφυγής. Τέτοιος κανόνας αποκλεισμού, λοιπόν, μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως, ήτοι στη δημιουργία αποτελεσματικών δικαστικών μηχανισμών. Επίσης, συνάδει απολύτως με το πνεύμα του άρθρου 9, παράγραφος 4, βάσει του οποίου, οι διαδικασίες που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 9, παράγραφος 3, πρέπει να εξασφαλίζουν «κατάλληλη και αποτελεσματική» επανόρθωση και να είναι «δίκαιες» (36).

94.      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η ClientEarth συμφωνεί ρητώς με τη διαπίστωση της αποφάσεως TestBioTech. Ωστόσο, επικαλείται ορθώς την προαναφερθείσα νομολογία σχετικά με την οριοθέτηση του αντικειμένου της διαδικασίας, κατά την οποία, πρώτον, νέα επιχειρήματα σχετικά με τους ήδη προβληθέντες λόγους είναι παραδεκτά (37) και, δεύτερον, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα αντιδράσεως στην αιτιολογία απορριπτικής αποφάσεως (38).

95.      Αμφότερες οι περιπτώσεις προβολής νέων επιχειρημάτων συνάδουν με τον σκοπό της εξασφαλίσεως επαρκών και αποτελεσματικών μέσων ένδικης προστασίας, όπως αυτός κατοχυρώνεται στην αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού Aarhus και στο άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Aarhus. Ο σκοπός αυτός απορρέει επίσης από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

96.      Αντιθέτως, η διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι υπερβολικά περιοριστική, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ως απαράδεκτη όχι μόνον –ορθώς– την προβολή νέων λόγων ακυρώσεως, αλλά και –εσφαλμένως– την προβολή νέων επιχειρημάτων εν γένει.

97.      Εντούτοις, για να τεθεί εν αμφιβόλω η απόφαση, θα πρέπει και η εφαρμογή της διαπιστώσεως αυτής σε σχέση με την επιχειρηματολογία της ClientEarth να πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

98.      Η ClientEarth υπογραμμίζει, συναφώς, την απόρριψη των επιχειρημάτων σχετικά με την έννοια της χρήσης, τη χρήση των αποβλήτων και την ποσοτικοποίηση των κοινωνικοοικονομικών οφελών.

i)      Έννοια της χρήσης

99.      Στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει ως απαράδεκτο το επιχείρημα της ClientEarth ότι η έννοια της «χρήσης» συνεπάγεται την προσθήκη ή την «ενεργό» αξιοποίηση μιας συγκεκριμένης ουσίας σε «βιομηχανική διαδικασία». Το επιχείρημα αυτό δεν περιλαμβάνεται με επαρκή σαφήνεια στην αίτηση επανεξετάσεως και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να το αντιληφθεί.

100. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η αίτηση επανεξετάσεως αφορούσε το αν η αίτηση αδειοδοτήσεως προσδιόριζε με επαρκή σαφήνεια τις επιδιωκόμενες χρήσεις του DEHP. Στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μάλιστα, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει σε επιχείρημα που προέβαλε η ClientEarth στην αίτηση επανεξετάσεως, κατά το οποίο η χρήση του DEHP προϋποθέτει ότι η ουσία αυτή χρησιμοποιείται «σε μείγμα» ή προστίθεται «σε προϊόν». Εν συνεχεία, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως.

101. Όταν η ClientEarth απαιτεί, στην προσφυγή της, την «ενεργό» αξιοποίηση συγκεκριμένης ουσίας σε «βιομηχανική διαδικασία», πρέπει να θεωρηθεί –τουλάχιστον στην παρούσα διαδικασία– ότι πρόκειται απλώς για περαιτέρω ανάπτυξη της αντιρρήσεως που είχε προβάλει με την αίτηση επανεξετάσεως. Πράγματι, πρόκειται για το ίδιο ζήτημα, δηλαδή για το αν η αίτηση αδειοδοτήσεως και η άδεια έχουν ως αντικείμενο χρήσεις του DEHP κατά την έννοια του κανονισμού REACH.

102. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα σχετικά επιχειρήματα της ClientEarth είναι απαράδεκτα πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

103. Εντούτοις, η πλάνη αυτή ασκεί επιρροή μόνον εφόσον και η επικουρική απόρριψη του συγκεκριμένου επιχειρήματος ως αβάσιμου, στις σκέψεις 63 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Κατά την ανάλυση του τρίτου λόγου ακυρώσεως όμως θα καταστεί σαφές ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση (βλ. σχετικά, κατωτέρω, υπό 4, ιδίως σημεία 143 και 144.).

ii)    Επιχειρήματα σχετικά με τη χρήση αποβλήτων

104. Η ClientEarth προσάπτει, επίσης, στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 74, 75, 85 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε ως απαράδεκτα διάφορα επιχειρημάτων που αφορούν το γεγονός ότι η Επιτροπή επέτρεψε τη χρήση υλικού προερχόμενου από απόβλητα. Η Επιτροπή ενέκρινε διαδικασία ανακυκλώσεως, παραβίασε το δίκαιο περί αποβλήτων και καθόρισε εσφαλμένως τον αποχαρακτηρισμό τους.

105. Εν προκειμένω, παρέλκει η εξέταση σχετικά με το αν τα επιχειρήματα αυτά βρίσκονται όντως εκτός των ορίων που θέτει το αντικείμενο της δίκης. Τούτο επειδή τα ως άνω επιχειρήματα είναι αβάσιμα επί της ουσίας, διότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH, ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται για τα απόβλητα. Επομένως, η απόφαση περί χορηγήσεως αδείας δεν μπορεί να ρυθμίσει τα συγκεκριμένα ζητήματα που άπτονται του δικαίου περί αποβλήτων, ορίζει μάλιστα ρητώς, στην όγδοη αιτιολογική της σκέψη, ότι δεν τα ρυθμίζει. Αντιθέτως, η απόφαση προϋποθέτει ότι τα μεταποιημένα απόβλητα PVC έχουν αποχαρακτηρισθεί ήδη πριν από την εγκεκριμένη χρήση τους.

106. Ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης όσον αφορά τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων PVC που περιέχουν DEHP, η σχετική κρίση απόκειται στα κράτη μέλη (39), για τα οποία προβλέπονται αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την πρόληψη επιβλαβών επιπτώσεων στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία (40). Συνεπώς, ενδεχόμενη παραβίαση του δικαίου περί αποβλήτων εμπίπτει στην ευθύνη του κράτους μέλους που διαπιστώνει τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων.

107. Εν τέλει, λοιπόν, το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές.

iii) Κοινωνικοοικονομικά οφέλη – ποσοτικοποίηση του κινδύνου

108. Τέλος, η ClientEarth βάλλει κατά της σκέψεως 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει ως απαράδεκτο το επιχείρημα ότι η μη ποσοτικοποίηση του κινδύνου για την υγεία των εργαζομένων θέτει εν αμφιβόλω τη σχετική κοινωνικοοικονομική στάθμιση.

109. Πράγματι, μολονότι η αίτηση επανεξετάσεως επέκρινε την κοινωνικοοικονομική στάθμιση, δεν περιείχε μνεία στην έλλειψη ποσοτικοποιήσεως του κινδύνου για την υγεία των εργαζομένων. Ομοίως, δεν είναι αντιληπτό ποιο στοιχείο από τις επικρίσεις που περιέχει η αίτηση αναπτύσσεται περαιτέρω με το εν λόγω επιχείρημα. Καθόσον αμφισβητήθηκε η συνεκτίμηση ορισμένων κινδύνων, οι αντιρρήσεις δεν αφορούσαν την ποσοτικοποίηση των κινδύνων, αλλά το γεγονός ότι παραλείφθηκαν πλήρως από τη στάθμιση (βλ. σχετικά, ανωτέρω, υπό Β, σημεία 51 επ.)

110. Το Γενικό Δικαστήριο, λοιπόν, ορθώς έκρινε τη συγκεκριμένη αντίρρηση ως απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

2.      Τέταρτος λόγος αναιρέσεως: απαιτήσεις σχετικά με την αίτηση αδειοδοτήσεως 

111. Δεδομένου ότι η αίτηση επανεξετάσεως αδείας μπορεί να στηριχθεί και στο γεγονός ότι η άδεια βασίσθηκε σε ανεπαρκή στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην αίτηση αδειοδοτήσεως (41), οι απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της εν λόγω αιτήσεως παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Αποτελούν αντικείμενο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως.

112. Όπως επισημάνθηκε ήδη, η άδεια με βάση το άρθρο 60, παράγραφος 7, του κανονισμού REACH χορηγείται μόνον εφόσον η αίτηση πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 62 (42). Το άρθρο 62, παράγραφος 4, ορίζει τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει η αίτηση. Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, έκθεση χημικής ασφάλειας (στοιχείο δʹ) και ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών (στοιχείο εʹ). Η έκθεση χημικής ασφάλειας πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος Ι και να καλύπτει ιδίως τους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή/και το περιβάλλον από τη χρήση της ουσίας, λόγω των εγγενών ιδιοτήτων της ουσίας ή των ουσιών που προσδιορίζονται στο παράρτημα XIV. Η ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών πρέπει να εξετάζει τους κινδύνους τους και την τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα της υποκαταστάσεως και να περιλαμβάνει, εφόσον ενδείκνυται, πληροφορίες σχετικά με οιεσδήποτε σχετικές δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης από τον αιτούντα.

113. Οι διάδικοι και το Γενικό Δικαστήριο δέχονται ότι ο έλεγχος των απαιτήσεων αυτών επί της αιτήσεως αδειοδοτήσεως πρέπει να διακρίνεται από την εκτίμηση των προϋποθέσεων αδειοδοτήσεως βάσει του άρθρου 60, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού REACH. Η ClientEarth όμως προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν επιβάλλει στην Επιτροπή, σε σχέση με την έκθεση χημικής ασφάλειας, να εξετάσει επί της ουσίας τις πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται με την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 62 και το παράρτημα Ι.

114. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται στο γεγονός ότι το γράμμα των εν λόγω διατάξεων δεν προβλέπει τέτοια υποχρέωση της Επιτροπής.

115. Η διαπίστωση αυτή όμως δεν είναι ορθή.

116. Βεβαίως, δεν υφίσταται διάταξη που να επιβάλλει στην Επιτροπή να εξετάζει επί της ουσίας τις υποβαλλόμενες πληροφορίες. Ωστόσο, το άρθρο 64, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του κανονισμού REACH ορίζει ρητώς ότι οι επιτροπές αξιολόγησης κινδύνων και κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης του ECHA ελέγχουν πρώτα αν η αίτηση περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο άρθρο 62 και αφορούν θέματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. Η δεύτερη περίοδος προβλέπει ότι ζητούν από τον αιτούντα επιπλέον πληροφορίες, εφόσον απαιτείται.

117. Για να εκπληρώσουν το καθήκον αυτό, οι επιτροπές οφείλουν να εκτιμούν επί της ουσίας τις πληροφορίες που υποβάλλονται με την αίτηση. Συναφώς, πρέπει να προλαμβάνουν και την εξέταση των προϋποθέσεων αδειοδοτήσεως με βάση το άρθρο 60, παράγραφοι 2 ή 4. Εντούτοις υφίστανται δύο στάδια, καθόσον οι επιτροπές λαμβάνουν υπόψη, στις γνωμοδοτήσεις τους σχετικά με την άδεια, και τη δική τους εξειδικευμένη γνώση καθώς και πληροφορίες που δεν υποβλήθηκαν από τον αιτούντα, αλλά από τρίτους, σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 64, παράγραφος 3, τρίτη και τέταρτη περίοδος.

118. Όπως προκύπτει από το άρθρο 85, παράγραφος 7, και το άρθρο 88, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 95 του κανονισμού REACH, οι επιτροπές είναι ανεξάρτητες κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Πάντως, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις γνωμοδοτήσεις τους, όταν χορηγεί άδεια χρήσης με βάση το άρθρο 60, παράγραφοι 2 ή 4, του κανονισμού REACH. Σε περίπτωση δε που οι επιτροπές διαπιστώσουν ανεπάρκεια των υποβληθεισών πληροφοριών, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει τη ζητούμενη χρήση της ουσίας μόνον εάν εκθέσει, συγχρόνως, τους λόγους για τους οποίους η αξιολόγηση των επιτροπών δεν είναι ορθή. Η Επιτροπή, λοιπόν, είτε συντάσσεται με τα συμπεράσματα των επιτροπών ως προς την πληρότητα των πληροφοριών που υποβλήθηκαν είτε προβαίνει σε δική της εκτίμηση των πληροφοριών επί της ουσίας.

119. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάσει επί της ουσίας την έκθεση χημικής ασφάλειας που υποβάλλεται με την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 62 και το παράρτημα Ι, δεν λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 60, 62 και 64 του κανονισμού REACH και, ως εκ τούτου, πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

120. Ωστόσο, η πλάνη αυτή μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μόνον εάν αντιστοιχεί σε πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της αιτήσεως επανεξετάσεως. Πράγματι, σημαντική έλλειψη στον φάκελο της αιτήσεως αδειοδοτήσεως πρέπει να καθίσταται αντιληπτή το αργότερο στην απόφαση περί χορηγήσεως αδείας. Από την εξέταση του πέμπτου λόγου αναιρέσεως θα προκύψει ότι αυτό δεν ισχύει εν προκειμένω ως προς την έκθεση χημικής ασφάλειας (βλ. σχετικά, κατωτέρω, υπό 5, ιδίως σημείο 154).

3.      Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: απαιτήσεις αποδείξεως για τους αιτούντες κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως 

121. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ClientEarth βάλλει κατά των απαιτήσεων αποδείξεως που έχει θέσει το Γενικό Δικαστήριο ως προς τη διαδικασία επανεξετάσεως.

122. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο αιτούμενος την εσωτερική επανεξέταση διοικητικής πράξεως δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος οφείλει να αναφέρει τα ουσιώδη πραγματικά στοιχεία ή τα νομικά επιχειρήματα τα οποία δύνανται να δικαιολογήσουν εύλογες αμφιβολίες, δηλαδή ουσιώδεις όσον αφορά την εκτίμηση στην οποία προέβη το θεσμικό όργανο ή το όργανο της Ένωσης με την οικεία πράξη (43). Στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου αναιρέσεως, η ClientEarth επικαλείται το κριτήριο αυτό.

123. Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται, ομοίως, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στον ίδιο βαθμό αποδείξεως, η ClientEarth αντιτάσσεται στην εφαρμογή του όσον αφορά αιτιάσεις σχετικές με την έκθεση χημικής ασφάλειας που υποβλήθηκε με την αίτηση αδειοδοτήσεως και την ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών στην οποία προέβη η επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης.

α)      Πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως: η έκθεση χημικής ασφάλειας που περιλαμβάνεται στην αίτηση αδειοδοτήσεως 

124. Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η ClientEarth αμφισβητεί την απόρριψη των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν κατά της εκθέσεως χημικής ασφάλειας η οποία υποβλήθηκε με την αίτηση αδειοδοτήσεως. Ο απαιτούμενος, συναφώς, βαθμός αποδείξεως είναι υπερβολικά υψηλός.

125. Στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ClientEarth δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι η έκθεση χημικής ασφάλειας που υποβλήθηκε με την αίτηση αδειοδοτήσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 60, παράγραφος 7, του άρθρου 62, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, και του παραρτήματος I του κανονισμού REACH.

126. Το Γενικό Δικαστήριο όμως δεν στήριξε τη διαπίστωση αυτή σε εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων ή σε συγκεκριμένο βαθμό αποδείξεως, αλλά στο γεγονός ότι η πληρότητα της αιτήσεως αδειοδοτήσεως δεν πρέπει να εξετάζεται επί της ουσίας, παρά μόνον από τυπικής απόψεως, όπως μαρτυρεί ιδίως η σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η εν λόγω αιτίαση σε σχέση με τις απαιτήσεις αποδείξεως ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

127. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιρρήσεις κατά των σκέψεων 148 έως 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ClientEarth όφειλε να αμφισβητήσει εμπεριστατωμένα την εκτίμηση της επιτροπής κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης για να προβάλει ελλείψεις της εκθέσεως χημικής ασφάλειας. Στο σημείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται επίσης, τουλάχιστον εμμέσως, στη διαπίστωσή του ότι οι απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα της αιτήσεως αδειοδοτήσεως είναι μόνον τυπικής φύσεως. Στον βαθμό που απαιτεί εμπεριστατωμένες αιτιάσεις, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται στις εκτιμήσεις της Επιτροπής ή της επιτροπής κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης, οι οποίες μπορούν να αμφισβητηθούν μόνον επί της ουσίας και αποτελούν τη βάση της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας.

128. Οι αιτιάσεις κατά του απαιτούμενου βαθμού αποδείξεως στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και για τον λόγο αυτόν είναι αβάσιμες.

129. Βεβαίως, από τις επισημάνσεις σχετικά με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προέκυψε ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με τον έλεγχο του περιεχομένου της αιτήσεως πάσχει πλάνη περί το δίκαιο (βλ., ανωτέρω, υπό 2, ιδίως σημεία 115 επ.). Η εξέταση όμως του πέμπτου λόγου αναιρέσεως θα καταστήσει σαφές ότι η αξιολόγηση της εκθέσεως χημικής ασφάλειας από τις επιτροπές του ECHA και από την Επιτροπή δεν παρέχει έρεισμα για καμία αμφισβήτηση στο πλαίσιο της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας (βλ. κατωτέρω, υπό 5, ιδίως σημείο 154), και, ως εκ τούτου, η ως άνω πλάνη περί το δίκαιο δεν μπορεί να συνεπάγεται αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

β)      Δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως: ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών 

130. Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά την ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών στην οποία προέβη η επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης. Συναφώς, η ClientEarth προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στη σκέψη 248 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απαίτησε από την ClientEarth να προσκομίσει αποδείξεις, προκειμένου να ανατρέψει την εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων σχετικά με την απουσία εναλλακτικών επιλογών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να απαιτεί πλήρη ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών στο πλαίσιο της αιτήσεως επανεξετάσεως, αντί να ζητεί την ανάλυση αυτή στο στάδιο της αιτήσεως αδειοδοτήσεως. Τούτο σημαίνει ότι η αίτηση επανεξετάσεως θα πρέπει να αποδεικνύει ότι η προς επανεξέταση απόφαση είναι παράνομη.

131. Εντούτοις, με το επιχείρημα αυτό, η ClientEarth παραλείπει να λάβει υπόψη το κριτήριο ελέγχου που εφαρμόζουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης σε περίπτωση προβολής αντιρρήσεων επί της ουσίας, όταν οι αρχές της Ένωσης αξιολογούν περίπλοκα επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα για τον καθορισμό της φύσεως και της εκτάσεως των μέτρων που λαμβάνουν. Πιο συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια και ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων, που είναι τα μόνα στα οποία η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναθέσει την αποστολή αυτή (44).

132. Συνεπώς, οι επί της ουσίας αντιρρήσεις κατά της εκτιμήσεως αυτής των οργάνων της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύουν πρόδηλη πλάνη, κατάχρηση εξουσίας ή πρόδηλη υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας.

133. Αντιθέτως προς την άποψη της ClientEarth, το γεγονός ότι τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί στο πλαίσιο μιας δικαστικής αποφάσεως την οποία παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο (45) υπολείπονται του αναγκαίου μέτρου για την απόδειξη της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως δεν συνεπάγεται ότι σε άλλες περιπτώσεις ισχύουν συναφώς πιο περιορισμένες σχετικές απαιτήσεις.

134. Πάντως, το κριτήριο αυτό δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην να μπορεί να κλονιστεί οριστικά επί της ουσίας η εκτίμηση των οργάνων της Ένωσης. Αντιθέτως, ακόμη και στο πλαίσιο περίπλοκων αποφάσεων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή και ενδεχόμενη κατάχρηση εξουσίας (46). Ιδίως για να εξακριβωθεί αν το αρμόδιο όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγξει αν το εν λόγω όργανο εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της επίδικης υποθέσεως, τα οποία προβάλλονται προς στήριξη των συμπερασμάτων που συνάγονται από αυτά (47).

135. Ασφαλώς, η ευρεία διακριτική ευχέρεια καλύπτει, σε ορισμένο βαθμό, και τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων (48), αλλά αρκεί να αποδειχθεί ότι η εκτίμηση δεν έλαβε υπόψη προδήλως κρίσιμες περιστάσεις. Επομένως, η αίτηση επανεξετάσεως μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες ως προς την εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε. Πιο συγκεκριμένα, μολονότι τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, οφείλουν να αποδείξουν, τουλάχιστον, ότι είχαν επίγνωση των αμφιβολιών αυτών και να παραθέσουν τους λόγους για τους οποίους κατέληξαν, εντούτοις, στην εκτίμησή τους.

136. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, οι ενδείξεις που προέβαλε η ClientEarth όσον αφορά τις αμφιβολίες τις οποίες εξέτασαν οι επιτροπές στο πλαίσιο της αξιολογήσεως δεν δύνανται να αποδείξουν την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Αντιθέτως: οι εκτιμήσεις αυτές μαρτυρούν ακριβώς ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έλαβαν υπόψη τις περιστάσεις αυτές κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας.

137. Καθόσον, με την αιτίαση αυτή, η ClientEarth βάλλει εμμέσως κατά του γεγονότος ότι η Επιτροπή δέχθηκε ως επαρκή τα στοιχεία της αιτήσεως αδειοδοτήσεως σχετικά με την εξέταση των εναλλακτικών επιλογών, χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί από το Γενικό Δικαστήριο, ισχύει ομοίως το συμπέρασμα του τέταρτου λόγου αναιρέσεως: καταρχήν, επιβάλλεται επί της ουσίας εξέταση της πληρότητας της αιτήσεως αδειοδοτήσεως (βλ. σχετικά, κατωτέρω, υπό 2, ιδίως σκέψεις 115 επ.). Ωστόσο, από την εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως θα προκύψει ότι η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας δεν παρέχει έρεισμα για αμφισβήτηση (βλ. σχετικά, ακολούθως, υπό 4). Επομένως, τυχόν πλάνη περί το δίκαιο στην οποία μπορεί να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση της εξετάσεως της αιτήσεως αδειοδοτήσεως σε σχέση με την εξέταση των εναλλακτικών επιλογών δεν είναι κρίσιμη.

4.      Τρίτος λόγος αναιρέσεως: εναλλακτικές επιλογές για τη ζητούμενη χρήση 

138. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η ClientEarth αμφισβητεί την εκτίμηση των αιτιάσεών της σχετικά με την εξέταση των εναλλακτικών επιλογών στο πλαίσιο της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας.

139. Το άρθρο 60, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του κανονισμού REACH προβλέπει ότι άδεια μπορεί να χορηγείται όταν υφίστανται υπέρτερα κοινωνικοοικονομικά οφέλη και δεν υπάρχουν κατάλληλες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες. Κατά τη δεύτερη περίοδο, η απόφαση αυτή λαμβάνεται αφού ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, η ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών που υποβάλλει ο αιτών δυνάμει του άρθρου 62, παράγραφος 4, στοιχείο εʹ, καθώς και ενδεχόμενες πληροφορίες τρίτων σχετικά με εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 2.

140. Η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε εναλλακτική ουσία ή τεχνολογία αποκλείει τη χορήγηση αδείας, καθόσον οι ουσίες που υπόκεινται σε αδειοδότηση πρέπει να αντικαθίστανται από κατάλληλες εναλλακτικές οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες ουσίες ή τεχνολογίες, σύμφωνα με το άρθρο 55, πρώτη περίοδο, του κανονισμού REACH. Στην εκτίμηση αυτή αποσκοπεί, κατά τη δεύτερη περίοδο, η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως.

141. Το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε με συνέπεια, παραδείγματος χάρη στις σκέψεις 71, 91, 238, 242 και 243 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η άδεια χορηγήθηκε για τον DEHP υπό την ιδιότητά του ως πλαστικοποιητή που περιέχεται στο ανακυκλωμένο υλικό από PVC το οποίο διατίθεται στην αγορά αφού το PVC παύσει πλέον να αποτελεί απόβλητο. Στη σκέψη 91, διαπίστωσε ότι δεν είναι εσφαλμένο να θεωρηθεί ως ενδεχόμενη εναλλακτική επιλογή η χρήση άλλων μειγμάτων που δεν περιέχουν καθόλου την ως άνω ουσία ή η χρησιμοποίηση άλλων μεθόδων με τις οποίες η λειτουργία της επίμαχης ουσίας μπορεί να εξασφαλίζεται με άλλους τρόπους.

142. Η ClientEarth αντιτάσσει ότι η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων εξαρτάται από τη λειτουργία του DEHP η οποία συνίσταται στην αύξηση της ευκαμψίας και της ελαστικότητας του PVC. Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία αδειοδοτήσεως σκοπεί στη μείωση και στη μακροπρόθεσμη αντικατάσταση της χρήσεως της οικείας ουσίας, εν προκειμένω του DEHP. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, ακόμη και αν υπήρχαν ασφαλείς εναλλακτικοί πλαστικοποιητές, η επεξεργασία του DEHP θα μπορούσε να επιτραπεί για όσο χρόνο υφίστανται απόβλητα PVC που περιέχουν DEHP. Στην πραγματικότητα, όμως, θα έπρεπε να αναζητηθούν εναλλακτικοί πλαστικοποιητές ή εναλλακτικές επιλογές για το PVC που περιέχει DEHP.

143. Ωστόσο, οι ανωτέρω σκέψεις δεν είναι πειστικές. Για την εκτίμηση των εναλλακτικών ουσιών και τεχνολογιών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συγκεκριμένη χρήση για την οποία ζητείται άδεια. Συναφώς, το άρθρο 3, σημείο 24, του κανονισμού REACH ορίζει την έννοια της χρήσης κατά τρόπο ευρύ ως «οποιαδήποτε μεταποίηση, ενσωμάτωση σε μείγμα (τυποποίηση), κατανάλωση, αποθήκευση, διατήρηση, κατεργασία, πλήρωση περιεκτών, μεταφορά μεταξύ περιεκτών, ανάμειξη, παρασκευή προϊόντος ή οποιαδήποτε άλλη χρησιμοποίηση».

144. Με βάση την προκειμένη άδεια, ο DEHP δεν πρέπει να χρησιμοποιείται γενικά για την παρασκευή PVC, αλλά από επιχειρήσεις ανακυκλώσεως ως συστατικό ανακυκλωμένου PVC. Το αν υπάρχουν άλλοι κατάλληλοι πλαστικοποιητές για το PVC έχει δευτερεύουσα σημασία για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, είναι κρίσιμο το αν αυτές μπορούν να στραφούν σε άλλα είδη ανακυκλωμένου υλικού, είτε πρόκειται για ανακυκλωμένο PVC χωρίς DEHP είτε για ανακυκλωμένο υλικό άλλων συνθετικών υλών.

145. Επομένως, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

146. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι η δυνατότητα αντικαταστάσεως του DEHP δεν έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά την εξέταση των εναλλακτικών επιλογών, ενδέχεται να είναι ουσιαστική στο πλαίσιο της συνολικής κοινωνικοοικονομικής σταθμίσεως. Εάν ο DEHP θα μπορούσε να αντικατασταθεί με ευνοϊκούς όρους από ουσίες λιγότερο επικίνδυνες, τα πλεονεκτήματα της χρήσης του ανακυκλωμένου PVC που περιέχει DEHP θα ήταν πιο περιορισμένα απ’ ό,τι αν δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Συγχρόνως, θα μειωνόταν και η διαθεσιμότητα του ανακυκλωμένου PVC που περιέχει DEHP, καθόσον η εμπορία νέου PVC με DEHP θα ήταν λιγότερο ελκυστική (49) ή θα εμποδιζόταν μέσω περιορισμών δυνάμει του άρθρου 67 του κανονισμού REACH (50). Τέλος, η ζήτηση ανακυκλωμένου PVC με DEHP θα ελαττωνόταν, ομοίως, ή θα έπαυε εντελώς. Οι εκτιμήσεις αυτές όμως δεν αποτελούν αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως.

5.      Πέμπτος λόγος αναιρέσεως: η έκθεση χημικής ασφάλειας στο πλαίσιο της σχετικής σταθμίσεως 

147. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορά το αν η στάθμιση κατά το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH μπορούσε να πραγματοποιηθεί βάσει της υποβληθείσας εκθέσεως χημικής ασφάλειας.

148. Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 60 του κανονισμού REACH προβλέπει δύο βάσεις για τη χορήγηση αδείας. Δυνάμει της παραγράφου 2, άδεια μπορεί να χορηγηθεί, εάν ο κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον ελέγχεται επαρκώς. Τούτο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι η έκθεση χημικής ασφάλειας τεκμηριώνει τον έλεγχο αυτόν. Αντιθέτως, αν δεν εξασφαλίζεται επαρκής έλεγχος του κινδύνου, η παράγραφος 4 επιτρέπει τη χορήγηση αδείας, εφόσον αποδεικνύεται ότι τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη υπερτερούν των κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση της ουσίας για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον και δεν υφίστανται κατάλληλες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες.

149. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή έκρινε, όπως και η επιτροπή αξιολόγησης κινδύνων, ότι από την αίτηση αδειοδοτήσεως δεν αποδεικνυόταν επαρκής έλεγχος του κινδύνου που διατρέχουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι μεταποιούν το ανακυκλωμένο PVC που περιέχει DEHP (51). Συνεπώς, δεν ήταν δυνατή η χορήγηση αδείας σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH.

150. Αντιθέτως, η Επιτροπή χορήγησε την άδεια βάσει της σταθμίσεως που προβλέπει το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH.

151. Εντούτοις, η ClientEarth υποστηρίζει ότι τέτοια στάθμιση δεν ήταν δυνατή λόγω ελλείψεων της εκθέσεως χημικής ασφάλειας.

152. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βάλλει, αφενός, κατά της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αντίρρηση αυτή θα μπορούσε να θίξει μόνον άδεια χορηγηθείσα δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 2, του κανονισμού REACH, αλλά όχι άδεια η οποία στηρίζεται στο άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH. Αφετέρου, επικρίνει τις διαπιστώσεις στις σκέψεις 135 και 136, κατά τις οποίες οι υποβληθείσες πληροφορίες ήταν, εν πάση περιπτώσει, επαρκείς για τους σκοπούς της σταθμίσεως.

153. Η εκτίμηση της ClientEarth πρέπει να γίνει δεκτή στο μέτρο που οι ελλείψεις της εκθέσεως χημικής ασφάλειας μπορούν να αποκλείσουν την εφαρμογή του άρθρου 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH. Για να διαπιστωθεί ότι τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη μιας χρήσεως υπερτερούν των κινδύνων, επιβάλλεται να προσδιορισθούν οι κίνδυνοι αυτοί με επαρκή ακρίβεια. Τούτο υπογραμμίζει το άρθρο 60, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, κατά το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος από τις χρήσεις της ουσίας, περιλαμβανομένης της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας των προτεινόμενων μέτρων διαχείρισης του κινδύνου. Εάν η εφαρμογή του άρθρου 60, παράγραφος 2, αποκλείεται για τον λόγο ότι οι κίνδυνοι αυτοί δεν περιγράφονται επαρκώς, τούτο θα μπορούσε επίσης να αντιταχθεί σε άδεια χορηγηθείσα λόγω υπέρτερων οφελών.

154. Αν η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απέρριπτε μια τέτοια αιτίαση, θα έπασχε πλάνη περί το δίκαιο. Ωστόσο, οι διαπιστώσεις στις σκέψεις 135 και 136 συνηγορούν υπέρ του ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε πρόθεση να προβεί σε τόσο ευρεία εκτίμηση στη σκέψη 132. Αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, τουλάχιστον, ως επικουρική αιτιολογία, προκειμένου να στηρίξουν την απόφαση ως προς το συγκεκριμένο σημείο. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει με πειστικό τρόπο, στις σκέψεις 135 και 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών παρέχουν, τουλάχιστον, τη δυνατότητα να συναχθούν επαρκή συμπεράσματα σχετικά με τον κίνδυνο για τους εργαζομένους, ώστε να πραγματοποιηθεί η σχετική στάθμιση.

155. Καθόσον η ClientEarth αντιτείνει ότι η αξιολόγηση των κινδύνων δεν αφορά ειδικώς την επιτρεπόμενη χρήση, ερμηνεύει εσφαλμένως τη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Σύμφωνα με τη σκέψη αυτή, οι υποβληθείσες πληροφορίες δεν αφορούν μεν ειδικώς τη συγκεκριμένη χρήση, αλλά τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο από τις εν λόγω πληροφορίες να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με τους κινδύνους της χρήσης αυτής.

156. Το αν είναι ορθή η πραγματική αξιολόγηση των δεδομένων συνιστά ζήτημα που άπτεται της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων και δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του αναιρετικού ελέγχου.

157. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

6.      Έβδομος λόγος αναιρέσεως: αρχή της προφυλάξεως 

158. Ο έβδομος λόγος αναιρέσεως αφορά την αρχή της προφυλάξεως. Μολονότι η ClientEarth επικρίνει τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 284 και 295 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία της ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της προφυλάξεως δεν είναι αντίθετη προς τις διαπιστώσεις αυτές ή προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της.

159. Καθόσον η ClientEarth υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 60, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τηρεί την αρχή της προφυλάξεως, ερμηνεύει εσφαλμένως την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, στις σκέψεις 290 έως 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση της αλληλεπιδράσεως μεταξύ της αρχής της προφυλάξεως και της θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας.

160. Επομένως, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Δ.      Συμπέρασμα της νομικής εκτιμήσεως

161. Συνοψίζοντας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η προσβαλλόμενη απόφαση επί της αιτήσεως επανεξετάσεως πρέπει να ακυρωθεί, διότι αμφότερες δέχθηκαν να μη ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της κοινωνικοοικονομικής σταθμίσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας, οι ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του DEHP. Οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου που αφορούν το παραδεκτό των αιτιάσεων σχετικά με την αίτηση αδειοδοτήσεως, καθώς και τον έλεγχο του περιεχομένου της αιτήσεως, αλλά και την απαράδεκτη προβολή νέων επιχειρημάτων, πάσχουν επίσης πλάνη περί το δίκαιο, αλλά δεν οδηγούν, εν τέλει, στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

VI.    Δικαστικά έξοδα

162. Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

163. Βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

164. Εξάλλου, κατά το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον αν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Τούτο ισχύει για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο ECHA στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

165. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα του ECHA ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εξακολουθεί να ισχύει το σκεπτικό που παρατίθεται στη σκέψη 310 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

166. Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ClientEarth και τα δικά της δικαστικά έξοδα. Αντιθέτως, ο ECHA φέρει τα δικαστικά έξοδά του και στις δύο δίκες.

VII. Πρόταση

167. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4ης Απριλίου 2019, ClientEarth κατά Επιτροπής (T‑108/17, EU:T:2019:215).

2)      Ακυρώνει την απόφαση C(2016) 8454 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 7ης Δεκεμβρίου 2016.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ClientEarth καθώς και τα δικά της δικαστικά έξοδα. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1)· κρίσιμο είναι το κείμενο ως έχει κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΕ) 2016/217 της Επιτροπής της 16ης Φεβρουαρίου 2016 (ΕΕ 2016, L 40, σ. 1).


3      Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13).


4      Σύμβαση του 1998 για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (ΕΕ 2005, L 124, σ. 4), η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1).


5      Κανονισμός της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2011, για την τροποποίηση του παραρτήματος XIV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) (ΕΕ 2011, L 44, σ. 2).


6      Που καλείται επίσης «ενδοκρινικός διαταράκτης». Τέτοιες ουσίες επηρεάζουν την ορμονική ισορροπία.


7      Η προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2017, Deza κατά ECHA (T‑115/15, EU:T:2017:329), και του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2019, Deza κατά ECHA (C‑419/17 P, EU:C:2019:52).


8      Εκτελεστική απόφαση C(2017) 4462 τελικό (https://echa.europa.eu/documents/10162/88c20879-606b-03a6-11e4-9edb90e7e615).


9      Το έγγραφο αυτό φέρει τα στοιχεία «ECHA/CER/CASE opinion Νο AFA-0-0000004151-87-17/D» και τον τίτλο «Γνωμοδότηση σχετικά με αίτηση χορήγησης αδείας για τη χρησιμοποίηση του φθαλικού δις(2-αιθυλεξυλ)εστέρα (DEHP): Σύνθεση ανακυκλωμένου μαλακού PVC περιέχοντος DEHP σε ενώσεις και ξηρά μείγματα».


10      Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3).


11      Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719). Αντιθέτως, οι αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4), και Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe (C‑404/12 P και C‑405/12 P, EU:C:2015:5), καθώς και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630), αφορούσαν τη δυνατότητα εφαρμογής της διαδικασίας αυτής.


12      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Bayer CropScience και Bayer κατά Επιτροπής (C‑499/18 P, EU:C:2020:735, σημεία 57 επ. και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.


14      Γνωμοδότηση της 22ας Οκτωβρίου 2014 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9), τμήμα 10, σ. 17.


15      Τέταρτο εδάφιο των σχολίων επί του άρθρου 57 της προτάσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση και την αδειοδότηση των χημικών προϊόντων και για τους περιορισμούς που επιβάλλονται σε αυτά (Reach), για τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) {σχετικά με τους ανθεκτικούς οργανικούς ρύπους} {SEC(2003) 1171}/* COM(2003) 644 τελικό – COD 2003/0256 */.


16      Αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, Roquette Frères κατά Συμβουλίου (138/79, EU:C:1980:249, σκέψη 25), της 25ης Ιουνίου 1997, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑285/94, EU:C:1997:313, σκέψεις 22 και 23), και της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 73).


17      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψη 77), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 57), καθώς και της 22ας Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Bilbaína de Alquitranes κ.λπ. (C‑691/15 P, EU:C:2017:882, σκέψη 35).


18      Αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Δανίας (C‑192/01, EU:C:2003:492, σκέψη 51), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 75), καθώς και της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και σκέψη 94).


19      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Verlezza κ.λπ. (C‑487/17 έως C‑489/17, EU:C:2019:270, σκέψη 57). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen (C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψη 134), της 10ης Οκτωβρίου 2019, Luonnonsuojeluyhdistys Tapiola (C‑674/17, EU:C:2019:851, σκέψη 66), και της 24ης Οκτωβρίου 2019, Prato Nevoso Termo Energy (C‑212/18, EU:C:2019:898, σκέψη 58).


20      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 1, 3 και 7 του κανονισμού REACH και τη νομική βάση του, το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ (νυν άρθρο 114, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ), καθώς και άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και άρθρα 35 και 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.


21      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2017, Deza κατά ECHA (T‑115/15, EU:T:2017:329, σκέψη 145).


22      Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2019, Deza κατά ECHA (C‑419/17 P, EU:C:2019:52).


23      Τμήμα 3.2, σημείο i, της προβαλλομένης αποφάσεως επί της αιτήσεως επανεξετάσεως.


24      Αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1979, Γαλλία κατά Επιτροπής (15/76 και 16/76, EU:C:1979:29, σκέψη 7), της 10ης Ιουλίου 1986, Βέλγιο κατά Επιτροπής (234/84, EU:C:1986:302, σκέψη 16), της 17ης Μαΐου 2001, IECC κατά Επιτροπής (C‑449/98 P, EU:C:2001:275, σκέψη 87), της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast (C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψεις 54 επ.), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 37).


25      Βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.


26      Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


27      Committee for Risk Assessment (RAC) και Committee for Socio-economic Analysis (SEAC), Opinion on a Review Report for: Formulation of recycled soft PVC containing DEHP in compounds and dry-blends (ECHA/RAC/SEAC: AFA‑O‑0000006672-71-01/D) της 30ής Νοεμβρίου 2018.


28      Αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψη 37), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψη 63).


29      Αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψη 38), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψη 64).


30      Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψη 38).


31      Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψη 39).


32      Αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑191/95, EU:C:1998:441, σκέψη 55), και της 14ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑535/07, EU:C:2010:602, σκέψη 41).


33      Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul (C‑29/05 P, EU:C:2007:162, ιδίως σκέψεις 53 και 54).


34      Αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 59), της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 35), και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, De Masi και Βαρουφάκης κατά ΕΚΤ (C‑342/19 P, EU:C:2020:1035, σκέψη 34).


35      Βλ. τις σχετικές παραπομπές στην υποσημείωση 24.


36      Αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψεις 88 και 89), και της 14ης Ιανουαρίου 2021, Stichting Varkens in Nood (C‑826/18, EU:C:2021:7, σκέψη 63).


37      Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑377/99, EU:C:2002:504, σκέψη 68), επί αιτήσεως αναιρέσεως, αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 178), της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 66), της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 114), και της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑330/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:601, σκέψη 33), καθώς και επί διαδικασίας παραβάσεως, αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑494/01, EU:C:2005:250, σκέψη 38), και της 11ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑576/10, EU:C:2013:510, σκέψεις 31 και 32).


38      Επί αιτήσεως αναιρέσεως, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 64), της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 63), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Erste Bank der österreichischen Sparkassen κατά Επιτροπής (C‑125/07 P, C‑133/07 P και C‑137/07 P, EU:C:2009:576, σκέψη 310).


39      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi (C‑60/18, EU:C:2019:264, σκέψεις 20 και 21).


40      Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2019, Prato Nevoso Termo Energy (C‑212/18, EU:C:2019:898, σκέψη 58).


41      Βλ., ιδίως, σημείο 83 των παρουσών προτάσεων.


42      Βλ. σημείο 85 των παρουσών προτάσεων.


43      Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψη 69).


44      Αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Nickel Institute (C‑14/10, EU:C:2011:503, σκέψη 60), και Etimine (C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60), καθώς και διατάξεις της 22ας Μαΐου 2014, Bilbaína de Alquitranes κ.λπ. κατά ECHA (C‑287/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:599, σκέψη 19), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ECHA (C‑288/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2176, σκέψη 25), Cindu Chemicals κ.λπ. κατά ECHA (C‑289/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2175, σκέψη 25), και Rütgers Germany κ.λπ. κατά ECHA (C‑290/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2174, σκέψη 25). Βλ., επίσης, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2017, Deza κατά ECHA (T‑115/15, EU:T:2017:329, σκέψεις 163 και 164), και του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2019, Deza κατά ECHA (C‑419/17 P, EU:C:2019:52, σκέψη 82).


45      Απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ (C‑546/12 P, EU:C:2015:332).


46      Αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψη 76), και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 56).


47      Αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψη 77), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 57), και της 22ας Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Bilbaína de Alquitranes κ.λπ. (C‑691/15 P, EU:C:2017:882, σκέψη 35).


48      Αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, Roquette Frères κατά Συμβουλίου (138/79, EU:C:1980:249, σκέψη 25), της 25ης Ιουνίου 1997, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑285/94, EU:C:1997:313, σκέψεις 22 και 23), και της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 73).


49      Μέχρι σήμερα, εκτός από την επίδικη άδεια, υφίσταται μόνο μία ακόμη άδεια για τη χρήση του DEHP σε κινητήρες αεροσκαφών, ενώ τρεις υποβληθείσες αιτήσεις αδειοδοτήσεως εκκρεμούν από το 2013 (https://echa.europa.eu/applications-for-authorisation-previous-consultations?diss=true&search_criteria_ecnumber=204-211-0&search_criteria_casnumber=117-81-7&search_criteria_name=Bis%282-ethylhexyl%29+phthalate). Οι αιτήσεις αυτές όμως επιτρέπουν στον κατασκευαστή να συνεχίσει να εμπορεύεται DEHP για τις ζητούμενες χρήσεις, δυνάμει του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού REACH.


50      Το σημείο 51 του παραρτήματος XVII του κανονισμού REACH απαγόρευε τη χρήση σε παιχνίδια και αντικείμενα παιδικής φροντίδας μέχρι τις 7 Ιουλίου 2020. Έκτοτε, η χρήση απαγορεύεται γενικώς πλην ορισμένων παρεκκλίσεων.


51      Πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας.