Language of document : ECLI:EU:F:2007:230

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2007

Υπόθεση F-73/06

Kris Van Neyghem

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Γενικός διαγωνισμός – Αξιολόγηση της γραπτής δοκιμασίας – Προθεσμία διοικητικής ενστάσεως – Παραδεκτό – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Κ. Van Neyghem ζητεί κατ' ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/A/19/04, της 1ης Ιουνίου 2005, με την οποία δεν έγινε δεκτός στην προφορική εξέταση του εν λόγω διαγωνισμού και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Απόφαση εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προαιρετικός χαρακτήρας – Υποβολή – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Απόφαση εκδοθείσα κατόπιν επανεξετάσεως προγενέστερης αποφάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 1)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ημερομηνία υποβολής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2· κανονισμός 1182/71 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 4)

4.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Απόρριψη υποψηφιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2· παράρτημα III, άρθρο 6)

5.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Αξιολόγηση των ικανοτήτων των υποψηφίων – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

1.      Απόφαση εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού μπορεί να προσβληθεί απευθείας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, χωρίς υποβολή προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 90 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ).

Εντούτοις, εάν ο ενδιαφερόμενος, αντί να προσφύγει απευθείας στον κοινοτικό δικαστή, επικαλεστεί τις διατάξεις του ΚΥΚ και υποβάλλει διοικητική ένσταση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, το παραδεκτό της ένδικης προσφυγής που θα ασκηθεί μεταγενέστερα θα εξαρτηθεί από την τήρηση, εκ μέρους του ενδιαφερόμενου, όλων των διαδικαστικών υποχρεώσεων που συνάπτονται με την άσκηση προηγουμένης ενστάσεως.

(βλ. σκέψεις 36 και 37)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 7 Μαΐου 1986, 52/85, Rihoux κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1555, σκέψη 9

ΠΕΚ: 23 Ιανουαρίου 2002, T‑386/00, Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑13 και II‑55, σκέψη 35· 21 Οκτωβρίου 2004, T‑49/03, Schumann κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑301 και II‑1371, σκέψη 25

2.      Οσάκις υποψήφιος, η αίτηση του οποίου να γίνει δεκτή σε κοινοτικό διαγωνισμό απορρίφθηκε, ζητεί την επανεξέταση της αποφάσεως αυτής βάσει συγκεκριμένης διατάξεως, δεσμευτικής για τη διοίκηση, η βλαπτική πράξη συνίσταται στην κατόπιν της επανεξετάσεως απόφαση της επιτροπής διαγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, ή ενδεχομένως, του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Η κατόπιν της επανεξετάσεως ληφθείσα απόφαση αποτελεί επίσης την αφετηρία της προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεως και την άσκηση προσφυγής, ενώ παρέλκει η διαπίστωση κατά πόσο, σε μία τέτοια κατάσταση, μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί η εν λόγω απόφαση ως αμιγώς επιβεβαιωτική πράξη.

(βλ. σκέψη 39)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 39· 7 Ιουνίου 2005, T‑375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψη 58· 31 Ιανουαρίου 2006, T‑293/03, Giulietti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑5 και II‑A‑2‑19, σκέψη 28

3.      Όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας υποβολής προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως, το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ένσταση «υποβάλλεται» όχι όταν αποσταλεί στο όργανο, αλλά όταν περιέλθει σε αυτό.

Η τρίμηνη προθεσμία, την οποία τάσσει η διάταξη αυτή, εκπνέει στο τέλος της ημέρας εκείνης, του τρίτου μήνα που έπεται αυτού κατά τον οποίο άρχισε η προθεσμία, η οποία φέρει τον ίδιο αριθμό με την ημέρα του γεγονότος ή της πράξεως από τα οποία άρχισε η προθεσμία. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1182/71 περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες, αν η τελευταία ημέρα μιας προθεσμίας είναι, συγκεκριμένα, Σάββατο, η προθεσμία λήγει κατά την εκπνοή της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

(βλ. σκέψεις 43, 45, 47 και 48)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψεις 8 και 13· 15 Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 223, σκέψεις 8 και 9

ΠΕΚ: 25 Σεπτεμβρίου 1991, T‑54/90, Lacroix κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑749, σκέψεις 28 και 29· 26 Σεπτεμβρίου 1996, T‑192/94, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑425 και II‑1229, σκέψη 28· 13 Μαρτίου 1998, T‑247/97, Lonuzzo-Murgante κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑119 και II‑317, σκέψη 38· 30 Μαΐου 2002, T‑197/00, Onidi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑69 και II‑325, σκέψη 47

ΔΔΔ: 15 Μαΐου 2006, F‑3/05, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑9 και II‑A‑1‑33, σκέψη 28· 24 Μαΐου 2007, F‑27/06 και F‑75/06, Lofaro κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 31 και 32, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση που εκκρεμεί ενώπιον του ΠΕΚ

4.      Από το άρθρο 253 ΕΚ και το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και είναι βλαπτική για τον ενδιαφερόμενο πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας βλαπτικής αποφάσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τις απαραίτητες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι και, αφετέρου, να καταστήσει δυνατό τον δικαστικό της έλεγχο.

'Οσον αφορά τις αποφάσεις μιας εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, το οποίο επιβλήθηκε προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών και της αντικειμενικότητας των εργασιών τους, καθόσον αυτές προστατεύονται από εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις, προερχόμενες είτε από τις ίδιες τις κοινοτικές διοικητικές αρχές, είτε από τους ενδιαφερόμενους υποψηφίους, είτε από τρίτους. Συνεπώς, η τήρηση του απορρήτου αυτού αποκλείει τόσο τη δημοσιοποίηση της στάσεως που τήρησαν τα μέλη εξεταστικής επιτροπής όσο και την αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου που αφορά εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως σχετικές με τους υποψηφίους.

Οι συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή αντανακλώνται στους βαθμούς που η εξεταστική επιτροπή δίνει στους υποψηφίους, οι οποίοι αποτελούν την έκφραση της αξίας του καθενός εξ αυτών. Λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου αυτού, η γνωστοποίηση των βαθμών που λαμβάνουν οι υποψήφιοι στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής. Μια τέτοια αιτιολογία δεν θίγει τα δικαιώματα των υποψηφίων. Τους επιτρέπει να πληροφορηθούν την εκτίμηση των επιδόσεών τους και να εξακριβώσουν, ενδεχομένως, ότι πράγματι δεν έλαβαν τον βαθμό που απαιτείτο από την προκήρυξη του διαγωνισμού προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή σε ορισμένες δοκιμασίες ή στο σύνολο των δοκιμασιών.

(βλ. σκέψεις 70 και 74 έως 77)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: Michel κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 22· 4 Ιουλίου 1996, C‑254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψεις 23 και 24

ΠΕΚ: 23 Ιανουαρίου 2003, T‑53/00, Angioli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑13 και II‑73, σκέψη 67· 27 Μαρτίου 2003, T‑33/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑105 και II‑541, σκέψεις 43 και 44· 19 Φεβρουαρίου 2004, T‑19/03, Κωνσταντοπούλου κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑25 και II‑107, σκέψεις 27 και 31 έως 33

5.      Οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού κατά την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων των υποψηφίων, καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται η αποτυχία ενός υποψηφίου σε μία δοκιμασία αποτελούν αξιολογικές κρίσεις. Εντάσσονται, επομένως, στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν οι εξεταστικές επιτροπές, η οποία δεν μπορεί εντούτοις, σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης, να διαφεύγει τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή. Κατά συνέπεια, η εξεταστική επιτροπή δεν υποχρεούται να διευκρινίσει ποίες απαντήσεις των υποψηφίων κρίθηκαν ανεπαρκείς, ούτε να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο σχηματίστηκε η εν λόγω κρίση.

(βλ. σκέψεις 78 και 86)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 16 Ιουνίου 1987, 40/86, Κολυβάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2643, σκέψη 11

ΠΕΚ: 11 Φεβρουαρίου 1999, T‑200/97, Jiménez κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑19 και II‑73, σκέψη 40· Κωνσταντοπούλου κατά Δικαστηρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 34· 5 Απριλίου 2005, T‑336/02, Christensen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑75 και II‑341, σκέψη 25