Language of document : ECLI:EU:C:2019:408

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Πρόσθετο Πρωτόκολλο – Άρθρο 59 – Απόφαση 3/80 – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Άρση των ρητρών κατοικίας – Άρθρο 6 – Παροχή λόγω αναπηρίας – Κατάργηση – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα – Προϋπόθεση διαμονής – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος»

Στην υπόθεση C‑677/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (εφετείο αρμόδιο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

M. Çoban

κατά

Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύουσα του πρώτου τμήματος, J.-C. Bonichot, E. Regan, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο M. Çoban, εκπροσωπούμενος από τους R. Akkaya και Z. M. Alaca, advocaten,

–        το Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen, εκπροσωπούμενο από την J. Hut,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και H. S. Gijzen,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. van Beek,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, περί της εφαρμογής των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους Τούρκους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους (ΕΕ 1983, C 110, σ. 60), σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: πρόσθετο πρωτόκολλο). Το Συμβούλιο Συνδέσεως συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του M. Çoban και του Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού διαχειρίσεως των ασφαλίσεων των μισθωτών εργαζομένων, Κάτω Χώρες, στο εξής: Uwv), σχετικά με την απόρριψη από το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο της αιτήσεως του M. Çoban να του χορηγηθεί συμπληρωματική παροχή βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η Συμφωνία Συνδέσεως

3        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνδέσεως, αντικείμενο της συμφωνίας είναι η προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των μερών, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της ανάγκης εξασφαλίσεως της επιταχυνόμενης αναπτύξεως της τουρκικής οικονομίας και της ανυψώσεως του επιπέδου απασχολήσεως και των όρων διαβιώσεως του τουρκικού λαού.

 Το πρόσθετο πρωτόκολλο

4        Το πρόσθετο πρωτόκολλο περιλαμβάνει τον τίτλο ΙΙ που επιγράφεται «Διακίνηση προσώπων και υπηρεσιών», του οποίου το κεφάλαιο Ι αφορά τους «εργαζομένο[υς]».

5        Το άρθρο 39 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, το οποίο αποτελεί τμήμα του κεφαλαίου Ι του τίτλου II, προβλέπει τα εξής:

«1.      Προ του τέλους του πρώτου έτους μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου, το Συμβούλιο Συνδέσεως θεσπίζει διατάξεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως για τους τουρκικής ιθαγένειας εργαζομένους που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητος και τις οικογένειές τους που κατοικούν εντός της Κοινότητος.

[…]

4.      Πρέπει να υπάρχει δυνατότης εξαγωγής στην Τουρκία των συντάξεων γήρατος, θανάτου και αναπηρίας, των καταβληθ[εισών] δυνάμει των διατάξεων που εθεσπίσθησαν κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2.

[…]»

6        Το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, που περιλαμβάνεται στον τίτλο IV αυτού ο οποίος επιγράφεται «Γενικές και τελικές διατάξεις», έχει ως εξής:

«Στους τομείς που καλύπτονται από το παρόν πρωτόκολλο, η Τουρκία δεν μπορεί να απολαύει περισσότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας.»

7        Το άρθρο 62 του πρόσθετου πρωτοκόλλου ορίζει τα εξής:

«Το παρόν πρωτόκολλο και τα παραρτήματά του αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της [Συμφωνίας Συνδέσεως].»

 Η απόφαση 3/80

8        Το άρθρο 2 της αποφάσεως 3/80, που τιτλοφορείται «Προσωπικό πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα απόφαση ισχύει:

–        για τους εργαζόμενους που υπάγονται ή υπήχθησαν [στη νομοθεσία] ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι Τούρκοι υπήκοοι,

–        για τα μέλη των οικογενειών των εργαζομένων αυτών, που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη,

–        για τους επιζώντες των εργαζομένων αυτών.»

9        Το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής καθ’ ύλη», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα απόφαση ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

[…]

β)      παροχές αναπηρίας, περιλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για την διατήρηση ή βελτίωση της ικανότητος βιοπορισμού,

[…]

2.      Η παρούσα απόφαση ισχύει για τα γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με ή χωρίς συνεισφορά, καθώς και για τα συστήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις του εργοδότη ή του πλοιοκτήτη εν σχέσει προς τις παροχές που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

[…]»

10      Το άρθρο 6 της αποφάσεως 3/80, με τίτλο «Άρση της ρήτρας κατοικίας […]», ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Εκτός αν η παρούσα απόφαση προβλέπει άλλως, οι εις χρήμα παροχές αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων, οι συντάξεις εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικής ασθενείας και τα επιδόματα θανάτου, που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, δεν δύνανται να υποστούν καμία μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση, κατάσχεση επειδή ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο όπου ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης.»

 Ο κανονισμός 883/2004

11      Ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό σε ΕΕ 2004, L 200, σ. 1 και σε ΕΕ 2013, L 169, σ. 78), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 43) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), ορίζει στο άρθρο 7, που φέρει τον τίτλο «Άρση των ρητρών κατοικίας», τα εξής:

«Εκτός εάν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, οι παροχές σε χρήμα οι οποίες οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν υπόκεινται σε μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση ή κατάσχεση λόγω του γεγονότος ότι ο δικαιούχος ή τα μέλη της οικογένειάς του κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας που είναι υπεύθυνος για την καταβολή παροχών.»

12      Το άρθρο 70 του κανονισμού 883/2004 προβλέπει τα εξής:

«1.      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων ή/και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, όσο και της κοινωνικής πρόνοιας.

2.      Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα”, νοούνται εκείνες οι οποίες:

[…]

γ)      περιλαμβάνονται στο Παράρτημα X.

3.      Το άρθρο 7 και τα άλλα κεφάλαια του παρόντος τίτλου δεν εφαρμόζονται στις παροχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

4.      Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 παροχές χορηγούνται αποκλειστικά στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν οι ενδιαφερόμενοι και σύμφωνα με τη νομοθεσία του. Οι παροχές αυτές καταβάλλονται από τον φορέα του τόπου κατοικίας και εις βάρος του.»

13      Το παράρτημα X του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα», προβλέπει, όσον αφορά τις Κάτω Χώρες, τις ακόλουθες παροχές:

«[…]

β)      νόμος περί συμπληρωματικών παροχών της 6ης Νοεμβρίου 1986 (TW).»

 Η οδηγία 2003/109

14      Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 6 και 12 της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), έχουν ως εξής:

«(2)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, δήλωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει προσέγγιση του νομικού καθεστώτος των υπηκόων τρίτων χωρών προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών και ότι στα άτομα που έχουν διαμείνει νομίμως σε κράτος μέλος επί περίοδο που θα προσδιορισθεί και τα οποία διαθέτουν άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, θα πρέπει να χορηγείται εντός του εν λόγω κράτους μέλους, σύνολο ενιαίων δικαιωμάτων κατά το δυνατόν παραπλήσιων προς τα δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

(4)      Η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, θεμελιώδους στόχου της Κοινότητας, ο οποίος ορίζεται στη συνθήκη.

[…]

(6)      Το κύριο κριτήριο για την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος θα πρέπει να είναι η διάρκεια διαμονής στην επικράτεια ενός κράτους μέλους. Αυτή η κατοίκηση θα πρέπει να ήταν νόμιμη και αδιάλειπτη ώστε να δείχνει την εδραίωση του προσώπου στη χώρα. Θα πρέπει να προβλεφθεί κάποια ευελιξία ώστε να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις που μπορούν τυχόν να αναγκάζουν το πρόσωπο να αναχωρεί προσωρινά από την επικράτεια.

[…]

(12)      Προκειμένου να συσταθεί ένα πραγματικό μέσο για την ενσωμάτωση του επί μακρόν διαμένοντος στην κοινωνία στην οποία έχει εγκατασταθεί, οι επί μακρόν διαμένοντες θα πρέπει να απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες του κράτους μέλους σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων, δυνάμει των σχετικών όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.»

15      Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει:

α)      τις προϋποθέσεις χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος από ένα κράτος μέλος στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στην επικράτειά του, καθώς και τα συναφή δικαιώματα και

β)      τις προϋποθέσεις διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών υπό καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που τους χορήγησε το καθεστώς αυτό.»

16      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/109 προβλέπει τα εξής:

«1.      Το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος είναι μόνιμο, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 9.

2.      Τα κράτη μέλη χορηγούν στον επί μακρόν διαμένοντα άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος [ΕΕ]. Αυτή η άδεια έχει διάρκεια ισχύος τουλάχιστον πέντε ετών· κατά τη λήξη της, ανανεώνεται αυτοδικαίως κατόπιν αιτήσεως, εφόσον απαιτείται.

[…]»

 Το ολλανδικό δίκαιο

17      Το άρθρο 4a του Toeslagenwet (νόμου περί συμπληρωματικών παροχών), της 6ης Νοεμβρίου 1986 (Stb. 1986, αριθ. 567), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: TW), όριζε τα εξής:

«1.      Στα πρόσωπα του άρθρου 2 δεν χορηγείται επίδομα για όσο διάστημα αυτά δεν διαμένουν στις Κάτω Χώρες.

2.      Στα πρόσωπα του άρθρου 2, στα οποία δεν χορηγείται επίδομα βάσει της παραγράφου 1, χορηγείται επίδομα από την ημερομηνία ενάρξεως της διαμονής τους στις Κάτω Χώρες, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1, 2 ή 3.»

18      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Remigratiewet (νόμου περί επαναπατρισμού), της 22ας Απριλίου 1999 (Stb. 1999, αριθ. 232), προβλέπει τα εξής:

«Τα πρόσωπα που επαναπατρίστηκαν δυνάμει του παρόντος νόμου μπορούν να επιστρέψουν στις Κάτω Χώρες το αργότερο εντός ενός έτους από τον χρόνο εγκαταστάσεώς τους στη χώρα προορισμού.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Ο Μ. Çoban είναι Τούρκος υπήκοος ο οποίος άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες για ορισμένο χρονικό διάστημα.

20      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2006 ο Μ. Çoban σταμάτησε να εργάζεται λόγω ασθενείας.

21      Από τις 18 Δεκεμβρίου 2006, είναι κάτοχος άδειας παραμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/109.

22      Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2008 χορηγήθηκε στον Μ. Çoban επίδομα, δυνάμει του Wet werk en inkomen naar arbeidsvermogen (νόμου για την εργασία και το εισόδημα ανάλογα με την ικανότητα προς εργασία), της 10ης Νοεμβρίου 2005 (Stb. 2005, αριθ. 572), το ύψος του οποίου υπολογίστηκε βάσει ποσοστού ανικανότητας προς εργασία από 45 % έως 55 %. Επιπροσθέτως, το Uwv χορήγησε επίσης στον M. Çoban συμπληρωματική παροχή με τη μορφή αυξήσεως προοριζομένης να του εξασφαλίσει ένα ελάχιστο εισόδημα, δυνάμει του TW.

23      Στις 10 Φεβρουαρίου 2014 ο M. Çoban ενημέρωσε το Uwv σχετικά με την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Τουρκία από την 1η Απριλίου 2014. Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2014, το Uwv κατάργησε, με ισχύ από 1ης Απριλίου 2014, τη συμπληρωματική παροχή που είχε χορηγηθεί προηγουμένως στον M. Çoban.

24      Στο πλαίσιο της αναχώρησής του για την Τουρκία, ο M. Çoban ζήτησε και έλαβε από τις ολλανδικές αρχές επιδόματα προς στήριξη της επιστροφής. Στις 18 Μαρτίου 2014 ο Μ. Çoban επαναπατρίστηκε στην Τουρκία. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, εξακολουθούσε να είναι κάτοχος άδειας παραμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ.

25      Στις 9 Ιουλίου 2014 ο M. Çoban υπέβαλε, από την Τουρκία, νέα αίτηση για τη χορήγηση συμπληρωματικής παροχής δυνάμει του TW. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η νέα αυτή αίτηση σκοπούσε στην εκ νέου χορήγηση της συμπληρωματικής παροχής την οποία είχε καταργήσει ως προς αυτόν το UWV στις 12 Φεβρουαρίου 2014.

26      Με απόφαση της 1ης Αυγούστου 2014, το Uwv απέρριψε την αίτηση αυτή.

27      Ο M. Çoban άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ενώπιον του Uwv, το οποίο, με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2014, επιβεβαίωσε την απόρριψη της αιτήσεως για τη χορήγηση συμπληρωματικής παροχής, βάσει του άρθρου 4a του TW, κατά το οποίο μόνον πρόσωπα που κατοικούν στις Κάτω Χώρες δικαιούνται την παροχή αυτή.

28      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της αποφάσεως του Uwv, στις 20 Οκτωβρίου 2014, ενώπιον του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες).

29      Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι ο M. Çoban δεν βρισκόταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των Τούρκων υπηκόων τους οποίους αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Akdas κ.λπ. (C‑485/07, EU:C:2011:346).

30      Ο M. Çoban άσκησε έφεση κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ενώπιον του Centrale Raad van Beroep (εφετείου αρμόδιου για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες).

31      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο M. Çoban εγκατέλειψε οριστικά τη νόμιμη αγορά εργασίας στις Κάτω Χώρες σε δεδομένη χρονική στιγμή μετά την έναρξη της ανικανότητάς του προς εργασία, οπότε απώλεσε το δικαίωμα διαμονής του στο εν λόγω κράτος μέλος δυνάμει της Συμφωνίας Συνδέσεως. Στο μέτρο που το γεγονός αυτό τον θέτει σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των Τούρκων υπηκόων τους οποίους αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Akdas κ.λπ. (C‑485/07, EU:C:2011:346), ο M. Çoban μπορούσε, καταρχήν, να επικαλεστεί το δικαίωμα να εξαγάγει την επίμαχη στην κύρια δίκη συμπληρωματική παροχή βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80.

32      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με τους Τούρκους υπηκόους τους οποίους αφορούσε η εν λόγω υπόθεση, ο M. Çoban εγκατέλειψε αυτοβούλως τις Κάτω Χώρες. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο προσφεύγων της κύριας δίκης, κατά την ημερομηνία επιστροφής του στην Τουρκία, είχε το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/109, σε αυτό το κράτος μέλος. Επιπλέον, βάσει του νόμου περί επαναπατρισμού, μπορούσε να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος μέλος εντός ενός έτους από την αναχώρησή του.

33      Επομένως, η κατάσταση του M. Çoban παρουσίαζε επίσης ομοιότητες με εκείνη των Τούρκων υπηκόων τους οποίους αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Demirci κ.λπ. (C‑171/13, EU:C:2015:8).

34      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, υπό το πρίσμα της νομολογίας που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2011, Akdas κ.λπ. (C‑485/07, EU:C:2011:346), καθώς και της 14ης Ιανουαρίου 2015, Demirci κ.λπ. (C‑171/13, EU:C:2015:8), ως προς το ζήτημα αν, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, η κατάσταση του M. Çoban δύναται να συγκριθεί λυσιτελώς με εκείνη των υπηκόων της Ένωσης που δεν μπορούν να εξαγάγουν παροχή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Centrale Raad van Beroep (εφετείο αρμόδιο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«[1)]      Πρέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο], της [αποφάσεως 3/80], σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως αυτή του άρθρου 4a του [TW], σύμφωνα με την οποία μια χορηγηθείσα συμπληρωματική παροχή καταργείται όταν ο δικαιούχος εγκαθίσταται στην Τουρκία, ακόμη και αν ο δικαιούχος αυτός εγκατέλειψε αυτοβούλως το έδαφος του κράτους μέλους;

[2)]      Έχει συναφώς σημασία ότι κατά τον χρόνο της αναχωρήσεώς του ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει πια δικαίωμα διαμονής βάσει [της Συμφωνίας Συνδέσεως], αλλά διαθέτει [άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ βάσει της οδηγίας 2003/109];

[3)]      Έχει συναφώς σημασία ότι η εθνική ρύθμιση επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει εντός ενός έτους από την αναχώρησή του και με τον τρόπο αυτό να ανακτήσει το δικαίωμα στη συμπληρωματική παροχή και ότι αυτός διατηρεί τη δυνατότητα αυτή ενόσω διαθέτει [άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ βάσει της εν λόγω οδηγίας];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

36      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80, σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία καταργεί το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή Τούρκου υπηκόου ο οποίος επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του και ο οποίος, κατά την ημερομηνία της αναχώρησής του από το κράτος μέλος υποδοχής, έχει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/109.

37      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της αποφάσεως 3/80 είναι ο συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών, προκειμένου οι Τούρκοι εργαζόμενοι που απασχολούνται ή απασχολήθηκαν εντός της Ένωσης, καθώς και τα μέλη των οικογενειών και οι επιζώντες τους, να λαμβάνουν παροχές χορηγούμενες από τους καθιερωμένους κλάδους των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, Taflan‑Met κ.λπ., C‑277/94, EU:C:1996:315, σκέψη 26).

38      Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως 3/80, αυτή ισχύει για τους εργαζόμενους που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών.

39      Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 3/80, από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως σχετικούς, μεταξύ άλλων, με παροχές αναπηρίας, περιλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για τη διατήρηση ή τη βελτίωση της ικανότητας βιοπορισμού, καθώς και με γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ανταποδοτικού ή μη ανταποδοτικού χαρακτήρα.

40      Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι ο M. Çoban λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας η οποία προβλέπεται από την ολλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη συμπληρωματική παροχή σκοπεί στην αύξηση της εν λόγω συντάξεως προκειμένου να του εξασφαλίσει ένα ελάχιστο εισόδημα. Κατά συνέπεια, η εν λόγω παροχή πρέπει να εξομοιωθεί με παροχή αναπηρίας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 3/80.

41      Επομένως, η απόφαση 3/80 έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης.

42      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80, το οποίο θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 39, παράγραφος 4, του πρόσθετου πρωτοκόλλου, προβλέπει το δικαίωμα των Τούρκων εργαζομένων να διατηρούν, στην Τουρκία ή στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας που είναι υπεύθυνος για την καταβολή παροχών, το ευεργέτημα των εις χρήμα παροχών αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων καθώς και των συντάξεων λόγω εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών που αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών.

43      Η απόφαση 3/80 δεν προβλέπει ούτε παρέκκλιση ούτε περιορισμό όσον αφορά την απαγόρευση των ρητρών κατοικίας που διατυπώνεται στο άρθρο της 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Akdas κ.λπ., C‑485/07, EU:C:2011:346, σκέψη 80).

44      Εν προκειμένω, το Uwv, με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2014, κατάργησε την επίμαχη στην κύρια δίκη συμπληρωματική παροχή, με ισχύ από 1ης Απριλίου 2014, με την αιτιολογία ότι είχε ενημερωθεί από τον M. Çoban σχετικά με την πρόθεση αυτού να επιστρέψει στην Τουρκία κατά την ως άνω ημερομηνία. Στις 9 Ιουλίου 2014, ο M. Çoban υπέβαλε νέα αίτηση, από την Τουρκία, για τη χορήγηση συμπληρωματικής παροχής, η οποία, σύμφωνα με όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, σκοπούσε στην εκ νέου χορήγηση της παροχής την οποία είχε καταργήσει ως προς αυτόν το Uwv.

45      Στο μέτρο που το τελευταίο αυτό αίτημα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης αποσκοπεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, στην αποκατάσταση του δικαιώματός του σε συμπληρωματική παροχή το οποίο είχε αποκτήσει δυνάμει του TW, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 60 και 62 των προτάσεών της, ότι ο M. Çoban, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, επικαλείται το δικαίωμα σε παροχή αναπηρίας κτηθείσα δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάσταση του M. Çoban εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

47      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη συμπληρωματική παροχή συνιστά, καθόσον ο TW περιλαμβάνεται στο παράρτημα Χ του κανονισμού 883/2004, «ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα», κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

48      Κατά το άρθρο 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004, η αρχή της άρσης των ρητρών διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού δεν εφαρμόζεται σε αυτές τις παροχές. Δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού οι παροχές αυτές χορηγούνται αποκλειστικά στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο ενδιαφερόμενος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

49      Εξ αυτού προκύπτει ότι οι πολίτες της Ένωσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 δεν μπορούν να λάβουν ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συμπληρωματική παροχή, παρά μόνον εφόσον κατοικούν στο κράτος μέλος το οποίο τους τη χορήγησε.

50      Ως εκ τούτου, οι πολίτες της Ένωσης εξακολουθούν να υπόκεινται στην κατά το άρθρο 4a του TW προϋπόθεση της κατοικίας στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών προκειμένου να λάβουν συμπληρωματική παροχή δυνάμει της νομοθεσίας αυτής.

51      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου προβλέπει ότι, στους τομείς που καλύπτει το πρωτόκολλο αυτό, η Τουρκία δεν δύναται να απολαύει περισσότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας.

52      Κατά τον τίτλο ΙΙ του πρόσθετου πρωτοκόλλου, το πρωτόκολλο καλύπτει την κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών και, ιδίως, τις διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων τουρκικής ιθαγένειας που διακινούνται εντός της Ένωσης οι οποίες περιλαμβάνονται στην απόφαση 3/80.

53      Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να εξετασθεί, υπό το πρίσμα του άρθρου 59 του εν λόγω πρωτοκόλλου, αν η περίσταση ότι Τούρκος υπήκοος, όπως ο M. Çoban, δύναται να διατηρήσει, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80, το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μετά τη μεταφορά της κατοικίας του στην Τουρκία, ενώ οι πολίτες της Ένωσης εξακολουθούν να υπόκεινται στην προϋπόθεση κατοικίας που προβλέπει το άρθρο 4a του TW προκειμένου να τύχουν του δικαιώματος αυτού, έχει ως αποτέλεσμα ο Τούρκος υπήκοος να απολαύει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από εκείνη που παρέχεται στους πολίτες της Ένωσης σε παρόμοια κατάσταση.

54      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με τη σκέψη 95 της αποφάσεως της 26ης Μαΐου 2011, Akdas κ.λπ. (C‑485/07, EU:C:2011:346), ότι η κατάσταση Τούρκων πρώην εργαζομένων οι οποίοι επέστρεψαν στην Τουρκία μετά την απώλεια του δικαιώματός τους διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής λόγω του ότι περιήλθαν σε αναπηρία σε αυτό δεν δύναται, για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, να συγκριθεί λυσιτελώς με την κατάσταση των υπηκόων της Ένωσης στο μέτρο που αυτοί, έχοντας δικαίωμα να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών και διατηρώντας, επομένως, το δικαίωμά τους διαμονής στο κράτος μέλος που χορηγεί την επίμαχη παροχή, αφενός, δύνανται να επιλέξουν να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους αυτού με συνακόλουθη απώλεια του ευεργετήματος της παροχής αυτής και, αφετέρου, έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν οποτεδήποτε στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

55      Εν προκειμένω, η κατάσταση του M. Çoban δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνη των Τούρκων υπηκόων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία της αναχώρησής του από τις Κάτω Χώρες προς την Τουρκία, ο M. Çoban δεν είχε απολέσει το δικαίωμα διαμονής του στο εν λόγω κράτος μέλος.

56      Πράγματι, από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ο M. Çoban είχε το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στις Κάτω Χώρες, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/109.

57      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/109, το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος είναι μόνιμο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 της οδηγίας σχετικά με την ανάκληση ή την απώλεια του εν λόγω καθεστώτος.

58      Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 6 και 12 της οδηγίας 2003/109, ο βασικός σκοπός της οδηγίας είναι η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη. Ομοίως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας αυτής, χορηγώντας το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στους εν λόγω υπηκόους τρίτων χωρών, η οδηγία επιδιώκει την προσέγγιση του νομικού καθεστώτος των υπηκόων αυτών προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Singh, C‑502/10, EU:C:2012:636, σκέψη 45).

59      Ως εκ τούτου, δυνάμει του καθεστώτος αυτού, ο M. Çoban ήταν σε θέση, κατά την ημερομηνία της αναχώρησής του από τις Κάτω Χώρες προς την Τουρκία, να πληροί την προϋπόθεση κατοικίας στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους την οποία προβλέπει ο TW, προκειμένου να τύχει της επίμαχης στην κύρια δίκη συμπληρωματικής παροχής, με τον ίδιο τρόπο όπως ένας πολίτης της Ένωσης που διαμένει στις Κάτω Χώρες.

60      Επομένως, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, η κατάσταση του M. Çoban πρέπει να θεωρηθεί συγκρίσιμη με εκείνη ενός διαμένοντος στις Κάτω Χώρες πολίτη της Ένωσης που απέκτησε το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή βάσει του TW.

61      Υπό τις συνθήκες αυτές, η περίσταση ότι Τούρκος υπήκοος, όπως ο M. Çoban, δύναται να διατηρήσει, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80, το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μετά τη μεταφορά της κατοικίας του στην Τουρκία, ενώ οι πολίτες της Ένωσης εξακολουθούν να υπόκεινται στην κατά το άρθρο 4a του TW προϋπόθεση κατοικίας στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών προκειμένου να τύχουν του δικαιώματος αυτού, έχει ως αποτέλεσμα ο Τούρκος υπήκοος να απολαύει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από εκείνη που παρέχεται στους πολίτες της Ένωσης σε παρόμοια κατάσταση, γεγονός το οποίο δεν συνάδει με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου.

62      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80, σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία καταργεί το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή Τούρκου υπηκόου ο οποίος επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του και ο οποίος, κατά την ημερομηνία της αναχώρησής του από το κράτος μέλος υποδοχής, έχει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/109.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, περί της εφαρμογής των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους Τούρκους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους, σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία καταργεί το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή Τούρκου υπηκόου ο οποίος επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του και ο οποίος, κατά την ημερομηνία της αναχώρησής του από το κράτος μέλος υποδοχής, έχει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.