Language of document : ECLI:EU:T:2013:64

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) 

της 7ης Φεβρουαρίου 2013 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας – Αίτηση επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων – Αίτηση ενδιάμεσης επανεξετάσεως – Παραδεκτό – Κανονική αξία – Τιμή εξαγωγής – Άρθρα 1, 2 και 11, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 [νυν άρθρα 1, 2 και 11, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009]»

Στην υπόθεση T‑84/07,

EuroChem Mineral and Chemical Company OAO (EuroChem MCC), με έδρα τη Μόσχα (Ρωσία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους P. Vander Schueren και B. Evtimov, δικηγόρους, στη συνέχεια από τον Evtimov και τον D. O’Keeffe, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους J.-P. Hix και B. Driessen, επικουρούμενους από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενο από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον H. van Vliet και την K. Talabér-Ritz,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά του κανονισμού (ΕΚ) 1911/2006 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου, καταγωγής Αλγερίας, Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, μετά από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (ΕΕ L 365, σ. 26),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, H. Kanninen (εισηγητή) και M. E. Martins Ribeiro, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Η βασική νομοθεσία αντιντάμπινγκ περιέχεται στον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22)].

2        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1225/2009) ορίζει:

«1.      Δασμός αντιντάμπινγκ μπορεί να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία.

2.      Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής.»

3        Κατά το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2 του κανονισμού 1225/2009):

«1.      Η κανονική αξία βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής.

Ωστόσο, στην περίπτωση που ο εξαγωγέας στη χώρα εξαγωγής δεν παράγει ή δεν πωλεί το ομοειδές προϊόν, η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι πωλητές ή παραγωγοί.

Οι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ μερών που φαίνεται ότι συνδέονται μεταξύ τους ή ότι έχουν συνάψει μεταξύ τους συμψηφιστικό διακανονισμό είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν σε συνήθεις εμπορικές πράξεις και να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν επηρεάζονται από τη μεταξύ των μερών σχέση.

[…]

2. Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος, για εγχώρια κατανάλωση, χρησιμοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εν λόγω πωλήσεων αντιπροσωπεύει ποσοστό 5 % τουλάχιστον του όγκου πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος προς την Κοινότητα.

Εντούτοις, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και μικρότερος όγκος πωλήσεων, όταν, επί παραδείγματι, οι εφαρμοζόμενες τιμές θεωρούνται αντιπροσωπευτικές της οικείας αγοράς.

3. Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν αυτές δεν είναι επαρκείς ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη ή με βάση τις τιμές εξαγωγής, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές. Οι ειδικές συνθήκες της αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου θεωρείται ότι επικρατούν, μεταξύ άλλων, όταν οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές, όταν ασκείται σημαντικό αντισταθμιστικό εμπόριο ή όταν υπάρχουν καθεστώτα τελειοποίησης μη εμπορικού χαρακτήρα.

[…]

5.      Το κόστος υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία που τηρεί το μέρος σε σχέση με το οποίο διεξάγεται έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι αποδεικνύεται πως τα στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Αν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται ευλόγως στα στοιχεία του εν λόγω μέρους, αυτές προσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση το κόστος άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα, ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων των στοιχείων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

Τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σε σχέση με το θέμα της ορθής κατανομής του κόστους λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται πως η εκάστοτε κατανομή του κόστους ανταποκρίνεται σε πάγια πρακτική. Εφόσον δεν υπάρχει καταλληλότερη μέθοδος, προκρίνεται η κατανομή του κόστους με βάση τον κύκλο εργασιών. Το κόστος αναπροσαρμόζεται καταλλήλως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία του κόστους που ευνοούν τη μελλοντική ή/και την τρέχουσα παραγωγή, εκτός αν αυτά αντικατοπτρίζονται ήδη στην κατανομή του κόστους βάσει του παρόντος εδαφίου.

Σε περίπτωση που το κόστος που αντιστοιχεί σε τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους επηρεάζεται από τη χρήση νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων, οι οποίες προϋποθέτουν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης ικανότητας, ως αποτέλεσμα της έναρξης λειτουργίας της επιχείρησης που λαμβάνει χώρα κατά την έρευνα ή κατά τη διάρκεια ενός τμήματος αυτής, ως μέσο κόστος του σταδίου έναρξης λειτουργίας θεωρείται εκείνο που ισχύει, βάσει των προαναφερθέντων κανόνων κατανομής, κατά τη λήξη του εν λόγω σταδίου· το μέσο αυτό κόστος, στην τιμή που έχει προκύψει γι’ αυτό συνυπολογίζεται, για την οικεία χρονική περίοδο, στο μέσο σταθμισμένο κόστος για το οποίο γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4. Η διάρκεια του σταδίου έναρξης λειτουργίας καθορίζεται με βάση τα δεδομένα που ισχύουν για τον εκάστοτε παραγωγό ή εξαγωγέα, αλλά δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ένα ενδεδειγμένο αρχικό τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους. Για τους σκοπούς της αναπροσαρμογής του κόστους που ισχύει κατά την περίοδο έρευνας, λαμβάνονται υπόψη τυχόν πληροφορίες που αφορούν το στάδιο έναρξης λειτουργίας πέραν της ως άνω καθοριζόμενης περιόδου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά έχουν υποβληθεί πριν από την πραγματοποίηση επιτόπιων επαληθεύσεων και εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας.

6.      Τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίο αφορά η έρευνα. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν με αυτή τη βάση, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση:

α)       τον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθορισθεί για άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς τους οποίους αφορά η έρευνα, όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ή συγκεκριμένους τύπους αυτού στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής·

β)       τα πραγματικά ποσά που εφαρμόζονται από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό στην παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής·

γ)       οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το προκύπτον βάσει αυτής ποσό κέρδους δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιούν υπό κανονικές συνθήκες άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί σε σχέση με τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής.

7.      α)       Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Κοινότητα για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης αν χρειάζεται ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

            Μία κατάλληλη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς θα επιλέγεται με εύλογο τρόπο, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη κάθε αξιόπιστη πληροφορία διαθέσιμη κατά τη στιγμή της επιλογής. Επίσης θα λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές προθεσμίες· όπου είναι σκόπιμο, θα χρησιμοποιείται μία τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς η οποία εμπλέκεται στην ίδια έρευνα.

[…]

10.      Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρισμός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τιςμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας […]

[…]

θ)       Προμήθειες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Ο όρος “προμήθειες” εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

[…]»

4        Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 έως 3 και 5, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 11, παράγραφος 1 έως 3 και 5, του κανονισμού 1225/2009) ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

2.      Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας […]

3.      Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή, ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξέτασης.

Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ ή/και ότι είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποίησης του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ […]

[…]

5.      Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4. Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης […]».

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1972/2002 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού (ΕΕ L 305, σ. 1), ορίζουν:

«3)      Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι όταν οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη ή με βάση τις τιμές εξαγωγής, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές. Είναι σκόπιμο να δοθούν διευκρινίσεις για το ποιες συνθήκες πρέπει να θεωρούνται ότι αποτελούν ειδική κατάσταση της αγοράς στην οποία οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης. Αυτές οι συνθήκες μπορούν, για παράδειγμα, να προκύψουν λόγω πρακτικής αντισταθμιστικού εμπορίου και άλλων καθεστώτων τελειοποίησης μη εμπορικού χαρακτήρα ή άλλων εμποδίων της αγοράς. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία από την αγορά είναι δυνατό να μην αντανακλούν ορθά την προσφορά και τη ζήτηση πράγμα που μπορεί να έχει κάποια επίπτωση στο αντίστοιχο κόστος και στις τιμές και μπορεί επίσης να μην αφήσει τις εγχώριες τιμές να ευθυγραμμιστούν με τις τιμές της διεθνούς αγοράς ή με τις τιμές άλλων αντιπροσωπευτικών αγορών. Προφανώς, οποιαδήποτε διευκρίνιση δίνεται σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να μην είναι πλήρης λόγω των πολλών περιπτώσεων πιθανών ειδικών συνθηκών της αγοράς που δεν επιτρέπουν ορθή σύγκριση.

4)       Θεωρείται σκόπιμο να δοθούν ορισμένες οδηγίες για το τι πρέπει να γίνει αν, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96, τα στοιχεία δεν αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος, ειδικότερα σε καταστάσεις όπου λόγω ειδικών συνθηκών της αγοράς οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν την ορθή σύγκριση. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα σχετικά στοιχεία θα πρέπει να λαμβάνονται από πηγές που δεν επηρεάζονται από τέτοιες στρεβλώσεις. Αυτές οι πηγές μπορούν να είναι οι δαπάνες άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, κάθε άλλη εύλογη βάση, όπως οι πληροφορίες από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές. Τα σχετικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να αναπροσαρμοστούν ορισμένα σημεία των στοιχείων του υπό εξέταση μέρους ή, όταν αυτό δεν είναι εφικτό, για τον καθορισμό του κόστους του υπό εξέταση μέρους.»

6        Το άρθρο 2.2.1.1 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: κώδικας αντιντάμπινγκ του 1994) που περιέχεται στο παράρτημα 1Α της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης, καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 1), ορίζει:

«Για την εφαρμογή της παραγράφου 2, το κόστος υπολογίζεται κανονικά με βάση τα στοιχεία που τηρεί ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίον αφορά η έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία ανταποκρίνονται στους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της λογιστικής που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής και αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες τις σχετικές με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Οι αρχές συνεκτιμούν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία για τον ορθό καταλογισμό των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που έχει υποβάλει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός κατά τη διάρκεια της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος τρόπος καταλογισμού είναι αυτός που χρησιμοποιείται παγίως από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό, ιδίως όταν πρέπει να προσδιοριστούν κατάλληλοι χρόνοι αποπληρωμής και απόσβεσης ή να ληφθούν υπόψη οι κεφαλαιακές δαπάνες και οι λοιπές δαπάνες ανάπτυξης. Σε περίπτωση και μόνο που δεν έχουν ήδη ληφθεί υπόψη για τον καταλογισμό των δαπανών βάσει της παρούσας παραγράφου, οι δαπάνες πρέπει να αναπροσαρμόζονται καταλλήλως, ώστε να αντανακλούν από τα έκτακτα έξοδα εκείνα τα οποία ευνοούν τη μελλοντική ή/και την τρέχουσα παραγωγή ή να λαμβάνουν υπόψη τυχόν περιστάσεις, που έχουν ως αποτέλεσμα τα έξοδα κατά την περίοδο έρευνας να επηρεάζονται από πράξεις που εκτελεί δεδομένη επιχείρηση σε αρχικό στάδιο της λειτουργίας της.»

 Ιστορικό της διαφοράς

7        Στις 18 Σεπτεμβρίου 2000, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1995/2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου, καταγωγής Αλγερίας, Λευκορωσίας, Λιθουανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας και για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Δημοκρατίας της Σλοβακίας (ΕΕ L 238, σ. 15). Τα μέτρα που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου (στο εξής: SUNA ή οικείο προϊόν) καταγωγής Λιθουανίας έληξαν μετά τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004.

 Επί της αιτήσεως επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ

8        Στις 20 Ιουνίου 2005, μετά τη δημοσίευση, στις 17 Δεκεμβρίου 2004, ανακοινώσεως για την επικείμενη λήξη της ισχύος ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών μέτρων (ΕΕ C 312, σ. 5), υποβλήθηκε προς την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτηση επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Την αίτηση υπέβαλε η Ευρωπαϊκή ένωση κατασκευαστών λιπασμάτων.

9        Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, ύστερα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υφίστανται επαρκή στοιχεία για την έναρξη επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Αλγερίας, Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, εξέδωσε, στις 22 Σεπτεμβρίου 2005, ανακοίνωση για την έναρξη επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (ΕΕ C 233, σ. 14).

10      Η έρευνα σχετικά με την πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2004 έως τις 30 Ιουνίου 2005 (στο εξής: περίοδος έρευνας για την επανεξέταση). Η εξέταση των τάσεων σχετικά με την εκτίμηση συνέχισης ή επανάληψης της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως το τέλος της περιόδου έρευνας.

11      Στα ενδιαφερόμενα μέρη παρασχέθηκε η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε me την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Έγινε ακρόαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

12      Στις 19 Δεκεμβρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1911/2006 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές SUNA καταγωγής Αλγερίας, Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, μετά από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (ΕΕ L 365, σ. 26) (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Κατά τον κανονισμό αυτόν, το Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει τα μέτρα αντιντάμπινγκ που ίσχυαν στις εισαγωγές SUNA καταγωγής, μεταξύ άλλων, από τη Ρωσία. Επέβαλε, συναφώς, οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου σε υδατικά ή αμμωνιακά διαλύματα που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 3102 80 00, καταγωγής, μεταξύ άλλων, από τη Ρωσία. Η προσφεύγουσα, ρωσική εταιρία παραγωγός-εξαγωγεύς, είναι μία από τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον εν λόγω δασμό αντιντάμπινγκ.

13      Οι αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 63 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως εξής:

«(58)      Εξετάστηκε κατά πόσον το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος αντικατοπτρίζεται ευλόγως στα αρχεία των ενδιαφερομένων μερών. Όσον αφορά τις δαπάνες για φυσικό αέριο, διαπιστώθηκε ότι η εγχώρια τιμή αερίου που κατέβαλλαν οι Ρώσοι παραγωγοί ήταν περίπου το ένα πέμπτο της τιμής εξαγωγής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Από αυτή την άποψη, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι εγχώριες τιμές φυσικού αερίου στη Ρωσία ήταν ελεγχόμενες, και κατά συνέπεια ήταν πολύ χαμηλότερες των τιμών αγοράς που ισχύουν για το φυσικό αέριο στις μη ελεγχόμενες αγορές. Όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, οι δαπάνες για φυσικό αέριο που βαρύνουν τους Ρώσους παραγωγούς προσαρμόστηκαν με βάση πληροφορίες από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές. Η προσαρμοσμένη τιμή βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλούνταν προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία σημειωτέον είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και έχει τιμές που αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

(59)      Η κατασκευή της κανονικής αξίας έγινε βάσει του κατασκευαστικού κόστους του τύπου προϊόντος που εξάγεται, μετά την προσαρμογή για τις δαπάνες φυσικού αερίου που αναφέρθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 58, και αφού προστέθηκε ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα Π&ΓΔ και για τα κέρδη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 6, του βασικού κανονισμού.

(60)      [Τ]α έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος δεν μπόρεσαν να καθοριστούν βάσει της εισαγωγικής φράσης του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, λόγω του ότι οι συνδεδεμένοι κατασκευαστές δεν είχαν αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού, εφόσον στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκαν μόνον αυτοί οι δύο παραγωγοί. Επίσης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο β’, εφόσον θα έπρεπε να προσαρμοστεί και το κόστος κατασκευής όσον αφορά τις δαπάνες φυσικού αερίου για προϊόντα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία εμπορευμάτων, και αυτό για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 58 ανωτέρω. Καθώς αποδείχθηκε αδύνατον να προσδιοριστεί το μέγεθος της αναγκαίας προσαρμογής για όλα τα προϊόντα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται στην εγχώρια αγορά, ήταν επίσης αδύνατον να προσδιοριστεί το περιθώριο κέρδους ύστερα από μια τέτοια προσαρμογή. Συνεπώς, τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού.

(61)      [Τ]α έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν βάσει των σταθμισμένων μέσων εξόδων Π&ΓΔ και του σταθμισμένου μέσου κέρδους από τους ίδιους τρεις βορειοαμερικανούς παραγωγούς. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσό κέρδους που καθορίστηκε με τον τρόπο αυτόν δεν υπερέβαινε το κέρδος που αποκόμιζαν οι Ρώσοι παραγωγοί από τις πωλήσεις της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά τους.

(62)      Διαπιστώθηκε ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις των δύο συνεργασθέντων παραγωγών πραγματοποιούνταν βάσει συμφωνίας αντιπροσώπευσης μέσω δύο συνδεδεμένων εμπόρων, εκ των οποίων ο ένας έδρευε στην Ελβετία και ο άλλος στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Η δεύτερη αυτή εταιρία έπαψε να λειτουργεί στις αρχές του 2005. Η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε βάσει των τιμών εξαγωγής που καταβλήθηκαν στην πράξη ή που είναι καταβλητέες στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στις ΗΠΑ, χώρα που αποτελεί την κυριότερη εξαγωγική αγορά τους.

(63) Στοιχεία από τους δύο συνδεδεμένους εμπόρους έδειξαν ότι οι τιμές εξαγωγής σε τρίτες χώρες ήταν χαμηλότερες από την κατασκευασμένη κανονική αξία στη Ρωσία. Στην πράξη, η έρευνα έδειξε ότι, συνολικά, η διαφορά αυτή στις τιμές κυμαινόταν κατά την ΠΕΕ μεταξύ του 2 % και του 6 %. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως υποδηλώνει την πιθανότητα επανάληψης του ντάμπινγκ στις εξαγωγές στην Κοινότητα, εάν καταργηθούν τα μέτρα.»

 Επί της αιτήσεως μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα

14      Την 1η Αυγούστου 2005, υποβλήθηκε επίσης προς την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αίτηση μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως των μέτρων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 1995/2000. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από δύο ρωσικές εταιρίες παραγωγούς-εξαγωγείς, τη Novomoskovskiy Azot (στο εξής: NAK) και τη Nevinnomyssky Azot (στο εξής: Nevinka), αμφότερες θυγατρικές της προσφεύγουσας (στο εξής, από κοινού: προσφεύγουσα). Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε δύο συμβάντα τα οποία, κατ’ αυτήν, ήταν σημαντικά, δηλαδή την αναγνώριση, το 2002, ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει καθεστώς οικονομίας της αγοράς και τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την 1η Μαΐου 2004, με την είσοδο δέκα νέων κρατών μελών.

15      Με έγγραφο της 10ης Αυγούστου 2005, η Επιτροπή απάντησε στην προσφεύγουσα, ζητώντας της να της προσκομίσει ένα συνολικό υπολογισμό του ντάμπινγκ, βάσει καταλόγων, για κάθε συναλλαγή, εφ’ όλων των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην εσωτερική αγορά και στις εξαγωγές, καθώς και πληροφορίες για το αντίστοιχο κόστος παραγωγής και τα αντίστοιχα αποδεικτικά δικαιολογητικά έγγραφα.

16      Με την από 9 Σεπτεμβρίου 2005 απάντησή της, η προσφεύγουσα διαβίβασε έναν υπολογισμό του ντάμπινγκ υπό τη μορφή πίνακα. Στις 27 Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα προσκόμισε και άλλα έγγραφα, συμπληρωματικούς πίνακες και δικαιολογητικά έγγραφα.

17      Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της αιτήσεώς της και, στις 23 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή της εξήγησε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στην ανεπάρκεια των προσκομισθέντων στοιχείων.

18      Στις 16 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα, με έγγραφο που της απέστειλε, να συμπληρώσει ορισμένα κενά.

19      Η προσφεύγουσα διαβίβασε πληροφοριακά στοιχεία στις 12 Μαΐου, στις 31 Οκτωβρίου και στις 23 Νοεμβρίου 2006, πριν η Επιτροπή κινήσει, στις 19 Δεκεμβρίου 2006, την ενδιάμεση επανεξέταση, με τη δημοσίευση ανακοινώσεως για την έναρξή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 311, σ. 51). Η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή, κατέληξε ότι η αίτηση περιείχε, εκ πρώτης όψεως, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

20      Η επανεξέταση περιορίστηκε αποκλειστικά στην εξέταση του ντάμπινγκ όσον αφορά την προσφεύγουσα. Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2005 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2006.

21      Η δυνατότητα ακρόασης δόθηκε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.

22      Στις 10 Μαρτίου 2008, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 238/2008, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται σε εισαγωγές SUNA καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ L 75, σ. 14). Η εν λόγω επανεξέταση περατώθηκε χωρίς να τροποποιηθούν τα ισχύοντα μέτρα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 13 Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

24      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ειδικότερα το άρθρο του 1, όσον αφορά την προσφεύγουσα και τις θυγατρικές εταιρίες της, όπως αυτές προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 14, στοιχεία α΄ και β΄, του εν λόγω κανονισμού·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

25      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

26      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 7ης Σεπτεμβρίου 2007, επιτράπηκε στην Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως παρεμβάσεως που είχε καταθέσει στις 3 Ιουλίου 2007, να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

27      Κατόπιν καταθέσεως από την προσφεύγουσα ενός συμπληρωματικού στοιχείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο κοινοποίησε, στις 3 Ιανουαρίου 2012, στον Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου παρατηρήσεις αμφισβητώντας ότι το στοιχείο αυτό είναι πρόσφορο.

28      Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2012, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε τους διαδίκους ότι η προφορική διαδικασία περατώθηκε.

 Σκεπτικό

29      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως που αφορούν, αντιστοίχως, παράβαση των άρθρων 1 και 2 του βασικού κανονισμού, καθώς και του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 3, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση των άρθρων 1 και 2 του βασικού κανονισμού

30      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση των άρθρων 1 και 2 του βασικού κανονισμού. Υποδιαιρεί τον λόγο αυτό σε τρία σκέλη με τα οποία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται δεόντως στα στοιχεία και ότι έπρεπε, ως εκ τούτου, να πραγματοποιηθεί προσαρμογή. Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η προσαρμογή της τιμής του ρωσικού αερίου εσφαλμένα υπολογίσθηκε με βάση την τιμή στο Waidhaus (Γερμανία) χωρίς να αφαιρεθεί από το ποσό της προσαρμογής αυτής ο εφαρμοστέος στο ρωσικό αέριο φόρος επί των εξαγωγών ποσοστού 30 %. Τρίτον, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα αφαιρέθηκαν από την τιμή εξαγωγής προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη οι προμήθειες των θυγατρικών εταιριών της, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές αποτελούν μέρος της ενιαίας οικονομικής οντότητας της προσφεύγουσας.

31      Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν το Συμβούλιο και η Επιτροπή (στο εξής: θεσμικά όργανα) προβαίνουν, δυνάμει του βασικού κανονισμού, σε συγκεκριμένες ενέργειες για τη λήψη προστατευτικών μέτρων αντιντάμπινγκ, διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C‑69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑2069, σκέψη 86, και της 29ης Μαΐου 1997, C‑26/96, Rotexchemie, Συλλογή 1997, σ. I‑2817, σκέψη 10· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑2681, σκέψη 131· της 5ης Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑427, σκέψη 72· της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑155/94, Climax Paper κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. II‑873, σκέψη 98· της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, T‑170/94, Shanghai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II‑1383, σκέψη 63, και της 17ης Ιουλίου 1998, T‑118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2991, σκέψη 32).

32      Κατά συνέπεια, κατά τον δικαστικό έλεγχο των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και ότι δεν υπήρξε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809, σκέψη 19· της 7ης Μαΐου 1987, 258/84, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1923, σκέψη 21· της 14ης Μαρτίου 1990, C‑156/87, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑781, σκέψη 63· Rotexchemie, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 11· αποφάσεις Climax Paper κατά Συμβουλίου, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 98· Shanghai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 64, και Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 33).

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου

33      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα επιχειρεί να αποδείξει ότι, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, τα θεσμικά όργανα εφάρμοσαν εσφαλμένα την αρχή της προσαρμογής και τη μέθοδο για τις χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, γεγονός που αντιβαίνει όχι μόνο στο γράμμα του ίδιου του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, αλλά και στη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του βασικού κανονισμού (πρώτη αιτίαση), καθώς και στις διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994 (δεύτερη αιτίαση).

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

34      Κατά την προσφεύγουσα, το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού παρέχει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα να ελέγξουν αν οι κύριες δαπάνες παραγωγής και πώλησης καταχωρίζονται προσηκόντως στα λογιστικά στοιχεία των παραγωγών. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να ελέγξουν αν οι αμοιβές είναι εύλογες σε σχέση με το επίπεδο των τιμών σε άλλη αγορά. Από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρέπει να ελεγχθεί η «αξιοπιστία» των κύριων στοιχείων των δαπανών παραγωγής και πωλήσεως του υπό εξέταση προϊόντος υπό το πρίσμα των τιμών ή της αξίας παρόμοιων εισροών που εξάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή απαντώνται σε ελεύθερα διαμορφούμενες αγορές τρίτων χωρών.

35      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του ίδιου κανονισμού δεν παρέχει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα να επιβάλουν προσαρμογή των τιμών του φυσικού αερίου εν προκειμένω.

36      Εισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί αυτή καθαυτή την επιλογή του Συμβουλίου να προσφύγει στις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του υπό εξέταση προϊόντος.

37      Η διάταξη αυτή καθορίζει, αφενός, τα κριτήρια για τη μη προσφυγή στη μέθοδο προσδιορισμού της κανονικής αξίας που στηρίζεται στις τιμές στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής και, αφετέρου, τις επικουρικές μεθόδους για τον υπολογισμό της αξίας αυτής.

38      Εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα προσέφυγαν στη μέθοδο που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, κατά την οποία η κανονική αξία του προϊόντος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής προσαυξημένο κατά ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα διοικητικά έξοδα και τα λοιπά γενικά έξοδα και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους (στο εξής: κατασκευασμένη κανονική αξία).

39      Οι διάδικοι διαφωνούν όσον αφορά τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, η διαφορά αφορά τον υπολογισμό του κόστους του φυσικού αερίου στην παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος.

40      Δεν αμφισβητείται ότι το φυσικό αέριο αποτελεί το κύριο στοιχείο κόστους του υπό εξέταση προϊόντος και ότι η τιμή του φυσικού αερίου της οποίας επωφελούνταν η προσφεύγουσα για την παραγωγή του εν λόγω προϊόντος ήταν ελεγχόμενη στη Ρωσία. Το κόστος, καθαυτό, του φυσικού αερίου που βάρυνε την προσφεύγουσα δεν αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν υποστηρίζει ότι το κόστος ήταν διαφορετικό από αυτό που καταχωρίστηκε στα λογιστικά στοιχεία της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν υπολόγισε την κανονική αξία του υπό εξέταση προϊόντος με βάση το κόστος αυτό και ότι χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό μία άλλη υψηλότερη τιμή φυσικού αερίου, την οποία έλαβε από άλλη αγορά και όχι από την εσωτερική αγορά της Ρωσίας.

41      Όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του άρθρου 2, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του βασικού κανονισμού, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας βάσει του κόστους παραγωγής, τα έξοδα υπολογίζονται κανονικά βάσει των λογιστικών στοιχείων του υπό έρευνα μέρους.

42      Τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν ότι η δεύτερη από τις δύο αυτές διατάξεις παρέχει δύο διευκρινίσεις, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως δύο προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός ότι τα λογιστικά στοιχεία πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές της συγκεκριμένης χώρας και, αφετέρου, ότι τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Η δεύτερη προϋπόθεση επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να ελέγχουν το κατά πόσον τα λογιστικά βιβλία αντανακλούν σε «ικανοποιητικό βαθμό» το κόστος, ακόμη και αν τηρούνται οι γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές της εν λόγω χώρας και, ενδεχομένως, να προβαίνουν σε προσαρμογές με βάση άλλες πηγές πληροφοριών, πλην των λογιστικών βιβλίων, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού.

43      Το Συμβούλιο δεν υποστήριξε ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση. Αντιθέτως, εκτιμά ότι τα λογιστικά στοιχεία της προσφεύγουσας δεν αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τα έξοδα που συνδέονται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος, δεδομένου ότι η τιμή του φυσικού αερίου ήταν τεχνητά χαμηλή, σαφώς χαμηλότερη από τις τιμές του αερίου σε μη ελεγχόμενες αγορές. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο ορθώς, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, προέβη σε προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου βάσει πληροφοριών που έλαβε από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

44      Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν το Συμβούλιο μπορούσε να απορρίψει το κόστος του φυσικού αερίου, όπως αυτό καταχωρίστηκε στα λογιστικά στοιχεία της προσφεύγουσας, για την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος, με την αιτιολογία ότι το κόστος αυτό ήταν, κατά το Συμβούλιο, τεχνητά χαμηλό λόγω του ελέγχου της τιμής του φυσικού αερίου στη Ρωσία και αν μπορούσε, επομένως, να διορθώσει το κόστος αυτό προς τα άνω λαμβάνοντας υπόψη την τιμή του φυσικού αερίου σε άλλη αγορά την οποία θεωρούσε ως αντιπροσωπευτική.

45      Συναφώς, πρέπει πρώτον να αναφερθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του βασικού κανονισμού ορίζει τη μέθοδο υπολογισμού της κανονικής αξίας στην περίπτωση που δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν αυτές δεν είναι επαρκείς ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά.

46      Η δεύτερη περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις που υφίστανται ειδικές συνθήκες της αγοράς προστέθηκε με τον κανονισμό 1972/2002. Κατά την περίοδο αυτή, ειδικές συνθήκες της αγοράς υφίστανται, μεταξύ άλλων, όταν οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές, όταν ασκείται σημαντικό αντισταθμιστικό εμπόριο ή όταν υπάρχουν καθεστώτα τελειοποίησης μη εμπορικού χαρακτήρα.

47      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1972/2002, η προσθήκη του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού αποσκοπεί στο να διευκρινιστεί ποιες συνθήκες πρέπει να θεωρούνται ότι αποτελούν ειδική κατάσταση της αγοράς στην οποία οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης. Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, οι συνθήκες αυτές μπορούν, για παράδειγμα, να συνδέονται, με την πρακτική αντισταθμιστικού εμπορίου και την ύπαρξη άλλων καθεστώτων τελειοποίησης μη εμπορικού χαρακτήρα ή άλλων εμποδίων της αγοράς. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία από την αγορά είναι δυνατό να μην αντανακλούν ορθά την προσφορά και τη ζήτηση, γεγονός που μπορεί να έχει επίπτωση στο αντίστοιχο κόστος και στις τιμές και μπορεί επίσης να μην αφήσει τις εγχώριες τιμές να ευθυγραμμιστούν με τις τιμές της διεθνούς αγοράς ή με τις τιμές άλλων αντιπροσωπευτικών αγορών.

48      Το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι ειδική κατάσταση της αγοράς υφίσταται, μεταξύ άλλων, όταν οι τιμές στην αγορά της χώρας εξαγωγής είναι τεχνητά χαμηλές.

49      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η μέθοδος της κανονικής αξίας χρησιμοποιήθηκε διότι δεν υπήρχαν επαρκείς ομοειδείς εμπορικές πράξεις στη Ρωσία. Διευκρίνισε ότι μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ευλόγως ότι επικρατούσε ειδική κατάσταση της αγοράς, εφόσον το κόστος του φυσικού αερίου, που ήταν το κύριο στοιχείο κόστους του υπό εξέταση προϊόντος, βρισκόταν υπό έλεγχο και η τιμή του φυσικού αερίου είχε οριστεί τεχνητά στην εσωτερική αγορά σε χαμηλότερη τιμή.

50      Πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αναφέρει μόνον τα κριτήρια βάσει των οποίων απαγορεύεται η προσφυγή στις μεθόδους προσδιορισμού της κανονικής αξίας βάσει της τιμής του προϊόντος στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής. Η διάταξη αυτή δεν ορίζει τον λεπτομερή τρόπο υπολογισμού του κόστους παραγωγής για τον προσδιορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, δεδομένου ότι ο υπολογισμός αυτός ορίζεται στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου.

51      Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι το κόστος παραγωγής υπολογίζεται κατ’ αρχήν με βάση τα λογιστικά στοιχεία που τηρεί το μέρος για το οποίο διεξάγεται έρευνα. Έτσι, ο υπολογισμός της κατασκευασμένης κανονικής αξίας πραγματοποιείται κατ’ αρχήν χρησιμοποιώντας πληροφορίες από τα εν λόγω λογιστικά στοιχεία.

52      Το άρθρο 2, παράγραφος 5, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού περιέχει ειδικές διατάξεις για την κατανομή των εξόδων και των εξόδων της ενάρξεως λειτουργίας. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν δυνατότητες προσαρμογής των εξόδων που καταχωρίστηκαν στα λογιστικά στοιχεία, δεδομένου ότι τα έξοδα αυτά μπορούν να προσαρμοστούν και να κατανεμηθούν διαφορετικά υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

53      Από το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκύπτει επίσης ότι τα λογιστικά στοιχεία του υπό εξέταση μέρους δεν λαμβάνονται υπόψη ως βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, εάν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται σε ικανοποιητικό βαθμό στα εν λόγω στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη δεύτερη περίοδο του εν λόγω εδαφίου, οι δαπάνες προσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση άλλες πηγές πληροφοριών πέραν των εν λόγω στοιχείων. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να ληφθούν από τις δαπάνες άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων ή, όταν δεν υπάρχουν οι πληροφορίες αυτές ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, από κάθε άλλη εύλογη πηγή πληροφοριών, περιλαμβανομένων των πληροφοριών από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

54      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δεύτερη περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού της εν λόγω αξίας, προστέθηκε με τον κανονισμό 1972/2002.

55      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού αυτού, η προσθήκη της εν λόγω δεύτερης περιόδου αποσκοπούσε στο να δοθούν ορισμένες οδηγίες για το τι πρέπει να γίνει αν τα στοιχεία δεν αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος, ειδικότερα σε καταστάσεις όπου λόγω ειδικών συνθηκών της αγοράς οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν την ορθή σύγκριση. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα σχετικά στοιχεία θα πρέπει, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, να λαμβάνονται από πηγές που δεν επηρεάζονται από τέτοιες στρεβλώσεις.

56      Στην ίδια αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1972/2002, διευκρινίζεται ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη οι δαπάνες άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, κάθε άλλη εύλογη βάση, όπως οι πληροφορίες από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές. Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει επίσης ότι τα σχετικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να αναπροσαρμοστούν ορισμένα σημεία των στοιχείων του υπό εξέταση μέρους ή, όταν αυτό δεν είναι εφικτό, για τον καθορισμό του κόστους του υπό εξέταση μέρους.

57      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι υφίστατο ειδική κατάσταση της αγοράς εφόσον η τιμή του φυσικού αερίου, που ήταν το κύριο στοιχείο κόστους του υπό εξέταση προϊόντος, ήταν ελεγχόμενη, οπότε η τιμή αυτή ήταν τεχνητά χαμηλότερη στην εσωτερική αγορά. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η τιμή του φυσικού αερίου στη ρωσική αγορά ήταν ελεγχόμενη και ότι αντιπροσώπευε σημαντικό μέρος του κόστους του υπό εξέταση προϊόντος.

58      Δεδομένου ότι η τιμή του φυσικού αερίου στη Ρωσία ήταν ελεγχόμενη, μπορεί πράγματι να γίνει δεκτό ότι το κόστος παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος επηρεάστηκε από τη στρέβλωση της ρωσικής εσωτερικής αγοράς όσον αφορά την τιμή του φυσικού αερίου, καθόσον η τιμή αυτή δεν διαμορφώθηκε από τις δυνάμεις της αγοράς.

59      Εξάλλου, η ερμηνεία της πρώτης περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, που προβάλλει η προσφεύγουσα, κατά την οποία τα έξοδα παραγωγής υπολογίζονται αποκλειστικά βάσει των λογιστικών στοιχείων του μέρους για το οποίο διεξάγεται έρευνα, θα είχε ως αποτέλεσμα να εμποδιστεί οριστικά η προσφυγή στην κατασκευασμένη κανονική αξία στην περίπτωση, ιδίως, που τα έξοδα παραγωγής επηρεάζονται από ειδική κατάσταση της αγοράς, παρ’ όλο που η χρήση αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

60      Τα θεσμικά όργανα ορθώς κατέληξαν επομένως στο ότι ένα από τα λογιστικά στοιχεία της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο και ότι έπρεπε, επομένως, να προβούν σε προσαρμογή, προσφεύγοντας σε άλλες πηγές πληροφοριών από αγορές που θεώρησαν ως αντιπροσωπευτικότερες και, ως εκ τούτου, να πραγματοποιήσουν προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου.

61      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι μόνον το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να υπολογίσουν την κανονική αξία χωρίς να λάβουν υπόψη τα στοιχεία για τις τιμές και το κόστος στην χώρα εξαγωγής ή καταγωγής, αλλά βάσει στοιχείων για τις τιμές και το κόστος από τρίτη χώρα που έχει οικονομία της αγοράς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως περιορίζεται σε έναν εξαντλητικό κατάλογο χωρών χωρίς οικονομία της αγοράς. Όμως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της έρευνας για την επανεξέταση των μέτρων ενόψει της λήξης τους στην υπό κρίση υπόθεση, η Ρωσική Ομοσπονδία δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των εν λόγω χωρών. Η Ρωσική Ομοσπονδία μετέβη σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς σε εθνικό επίπεδο το 2002 και το καθεστώς αυτό αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για το ότι το κόστος των παραγωγών που είναι εγκατεστημένοι στη χώρα αυτή και αποτελούν αντικείμενο έρευνας είναι αρκούντως αξιόπιστο ώστε να καθίσταται εφικτός ο υπολογισμός της κανονικής αξίας βάσει, ιδίως, του άρθρου 2, παράγραφοι 3 έως 6, του βασικού κανονισμού.

62      Εν προκειμένω, η κανονική αξία δεν υπολογίστηκε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, καθόσον η Ρωσική Ομοσπονδία δεν περιλαμβανόταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, στις χώρες που αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και για τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά είχε εφαρμογή το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του ίδιου κανονισμού. Πάντως, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 53 ανωτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ληφθούν υπόψη πληροφορίες από άλλες αγορές, πλην της αγοράς της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής.

63      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού που προτείνουν τα θεσμικά όργανα θα κατέληγε σε αποτελέσματα που δεν παρουσιάζουν συνοχή μεταξύ τους.

64      Αφενός, ο παραγωγός που επωφελείται από τις χαμηλές τιμές, στην εσωτερική αγορά, των κύριων εισροών των προϊόντων του θα αντιμετωπίσει το δίλημμα είτε να μην αυξήσει τις τιμές του, με τον κίνδυνο όμως, τότε, να θεωρηθεί ως εισάγων στην Ένωση προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, είτε να αυξήσει τις τιμές του, προκειμένου να αποφύγει την έρευνα αντιντάμπινγκ, αλλά με τον κίνδυνο, τότε, να έχει τιμές απαγορευτικές για την εσωτερική αγορά. Οι ίδιοι παραγωγοί, για να αποφύγουν την έρευνα αντιντάμπινγκ, αναγκάζονται να μην εγγράψουν στα λογιστικά στοιχεία τους, κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας τους, το πραγματικό κόστος των εισροών των προϊόντων τους και να καταφύγουν στο μέσο κόστος των εισροών αυτών στις αγορές του εξωτερικού που δεν είναι ελεγχόμενες.

65      Συναφώς, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, η προσέγγισή του, καθώς και η προσέγγιση της Επιτροπής δεν υποχρεώνουν την προσφεύγουσα να αυξήσει την τιμή των πωλήσεών της στην εσωτερική αγορά. Το μέτρο αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν περιορίζει τις δυνατότητες της προσφεύγουσας να διαμορφώσει τις τιμές που επιθυμεί στη ρωσική αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1997, T‑159/94 και T‑160/94, Ajinomoto και NutraSweet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II‑2461, σκέψη 196).

66      Αφετέρου, κατά την προσφεύγουσα, το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος σε χώρα που έχει καθεστώς οικονομίας της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ως πολύ χαμηλό σε σχέση με το κόστος ισοδύναμου προϊόντος στην Ένωση ή σε άλλες αγορές του εξωτερικού. Η έρευνα αντιντάμπινγκ που διεξήγαγαν εν προκειμένω τα θεσμικά όργανα υποκατέστησε αδικαιολόγητα τη ρύθμιση περί κρατικών ενισχύσεων και, ειδικότερα, τον κανονισμό (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 288, σ. 1).

67      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο βασικός κανονισμός και ο κανονισμός 2026/97 αποσκοπούν, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 του δεύτερου, στο να διευκρινισθούν, με επαρκείς λεπτομέρειες, οι διατάξεις για την εφαρμογή αυτών των δύο μέσων εμπορικής άμυνας.

68      Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το υπό κρίση ζήτημα, το οποίο αφορά ρύθμιση που υποχρεώνει την Gazprom να παρέχει στη Ρωσία το φυσικό αέριο σε χαμηλή τιμή, θα έπρεπε να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα των κρατικών ενισχύσεων. Πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα σχετικό στοιχείο.

69      Ούτε, εξάλλου, προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι το γεγονός και μόνον ότι το ζήτημα μπορεί, ενδεχομένως, να εξεταστεί υπό το πρίσμα των κρατικών ενισχύσεων είναι ικανό να εμποδίσει τα θεσμικά όργανα να αναλύσουν την υπό κρίση υπόθεση και υπό το πρίσμα των διατάξεων του βασικού κανονισμού.

70      Όπως επισήμανε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή και το ίδιο έχουν ήδη εξετάσει ορισμένες περιπτώσεις συγχρόνως υπό το πρίσμα των κρατικών ενισχύσεων και του ντάμπινγκ (βλ., ενδεικτικά, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑462/04, HEG και Graphite India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑3685).

71      Επιπλέον, όπως προβλέπουν το άρθρο 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2026/97, κανένα προϊόν δεν υπόκειται συγχρόνως σε δασμό αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικό δασμό με σκοπό την επανόρθωση της ίδιας κατάστασης που προκύπτει από πρακτική ντάμπινγκ ή πρακτική εξαγωγικής επιδότησης.

72      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση είναι αβάσιμη.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως

73      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι διατάξεις του βασικού κανονισμού έχουν ως αντικείμενο την εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994 και ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τις διατάξεις του βασικού κανονισμού κατά τρόπο συνάδοντα με τη συμφωνία αυτή.

74      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, οι συμφωνίες ΠΟΕ, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑76/00 P, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑79, σκέψη 53, και του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑45/06, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2399, σκέψη 87).

75      Ωστόσο, σε περίπτωση που η Ένωση έχει θελήσει να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή σε περίπτωση που η πράξη της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής πράξης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (αποφάσεις του Δικαστηρίου Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 54, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 30, καθώς και απόφαση Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 88).

76      Από την αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, να μεταφερθούν στο κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, οι νέοι και λεπτομερείς κανόνες που περιέχει η συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ειδικότερα, οι κανόνες υπολογισμού του περιθωρίου ζημίας, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των εν λόγω κανόνων (απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 55).

77      Η Κοινότητα εξέδωσε στη συνέχεια τον βασικό κανονισμό για να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994 και, με το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994 (βλ., συναφώς, απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 56).

78      Κατά συνέπεια το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του άρθρου 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994 (βλ., συναφώς, αποφάσεις Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 57, και Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Προς τούτο, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα αναφέρεται σε ένα από τα τελευταία σχέδια πριν από την έκδοση της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994 το οποίο προέβλεπε, όσον αφορά τις διατάξεις οι οποίες αποτελούν σήμερα το άρθρο 2.2.1.1 της εν λόγω συμφωνίας, ότι «τα έξοδα υπολογίζονται, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τα γενικά αποδεκτά λογιστικά πρότυπα της χώρας εξαγωγής, στον βαθμό που οι εν λόγω αρχές αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος». Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι το αρχικό αντικείμενο του άρθρου 2.2.1.1 της εν λόγω συμφωνίας και, κατά συνέπεια, του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ήταν να εξακριβωθεί αν ο παραγωγός για τον οποίο διεξάγεται έρευνα εφαρμόζει ορθούς λογιστικούς κανόνες που αντικατοπτρίζουν αντικειμενικά τα πραγματικά έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε και όχι αν οι τιμές των εισροών που κατέβαλε αντιστοιχούν στις τιμές που καταβάλλονται σε μη ελεγχόμενες αγορές.

80      Ωστόσο, η επίκληση του περιεχομένου της διατάξεως ως αυτή είχε κατά το στάδιο καταρτίσεως του σχεδίου δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η πρόθεση των συντακτών της εν λόγω διατάξεως παρέμεινε αμετάβλητη, κυρίως αν φαίνεται ότι η διατύπωση της διατάξεως στην τελική μορφή της είναι διαφορετική από εκείνη της αντίστοιχης διατάξεως στο στάδιο του σχεδίου, όπως ορθώς το υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, το Συμβούλιο.

81      Δεύτερον, η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994 δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές με το κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του βασικού κανονισμού, το οποίο αποσκοπεί στο να εξασφαλιστεί ότι τα λογιστικά στοιχεία τηρούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεκτές αρχές της λογιστικής της χώρας εξαγωγής και ότι αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος.

82      Ωστόσο, όπως ορθώς υπογράμμισε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διατάξεις της δεύτερης περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν περιλαμβάνονται στη συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994. Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις, οι οποίες αφορούν την περίπτωση που τα έξοδα του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται σε ικανοποιητικό βαθμό στα λογιστικά στοιχεία, δεν μπορεί να ερμηνευθεί εξ ολοκλήρου υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994.

83      Πρέπει να προστεθεί ότι οι κανόνες του ΠΟΕ δεν ορίζουν την έννοια των «ειδικών συνθηκών της αγοράς», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη βάση για να εκτιμήσουν τα θεσμικά όργανα αν τα λογιστικά στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τα έξοδα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 51 έως 60 ανωτέρω.

84      Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση δεν είναι βάσιμη.

85      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου είναι αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου

86      Η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθώς και ελλιπή αιτιολόγηση, καθόσον, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο δέχθηκε τη προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου βάσει της τιμής που είχε στο Waidhaus και δεν αφαίρεσε από το ποσό της προσαρμογής τον εξαγωγικό δασμό ποσοστού 30 % επί του ρωσικού φυσικού αερίου. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, συναφώς, τις τελευταίες περιόδους της αιτιολογικής σκέψης 58 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

87      Οι εν λόγω περίοδοι έχουν ως εξής:

«[Ο]ι δαπάνες για φυσικό αέριο που βαρύνουν τους Ρώσους παραγωγούς προσαρμόστηκαν με βάση πληροφορίες από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές. Η προσαρμοσμένη τιμή βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλούνταν προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία σημειωτέον είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και έχει τιμές που αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.»

88      Η προσφεύγουσα θεωρεί, αφενός, ότι, εάν τα θεσμικά όργανα είχαν επιλέξει διαφορετική βάση, όπως την τιμή εξαγωγής του φυσικού αερίου προς τις Βαλτικές χώρες ή κάθε άλλη αντιπροσωπευτική αγορά στην οποία τα επίπεδα τιμών του φυσικού αερίου βρίσκονταν πλησιέστερα στα δικά της επίπεδα τιμών φυσικού αερίου, το περιθώριο ντάμπινγκ θα ήταν αρνητικό ή διαφορετικό. Τα θεσμικά όργανα έπρεπε αντί της τιμής στο Waidhaus, να επιλέξουν μία «εύλογη βάση», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του βασικού κανονισμού.

89      Η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως προκύπτει από το ότι, πρώτον, οι αντιπροσωπευτικές αγορές που ανέφερε η Επιτροπή ως πιθανές βάσεις για τη προσαρμογή (δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς ή η Ιαπωνία) έχουν τις υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου παγκοσμίως και δεν πλησιάζουν στα επίπεδα τιμών του φυσικού αερίου της προσφεύγουσας.

90      Στη συνέχεια, η προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου έγινε βάσει μιας ενδοκοινοτικής τιμής, δηλαδή βάσει της τιμής στα σύνορα Γερμανίας-Τσεχίας, η οποία αντανακλά όχι μόνο το κόστος παραγωγής και πώλησης του φυσικού αερίου, αλλά και το ενδοκοινοτικό περιθώριο κέρδους στο Waidhaus. Η βάση για τη προσαρμογή που έγινε δεκτή ισοδυναμεί με το να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα στηρίχθηκε για το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής στα σύνορα Γερμανίας-Τσεχίας και ότι αγόραζε το φυσικό αέριο κατευθείαν από την αγορά του Waidhaus. Όμως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα τίθεται στη θέση παραγωγού που παράγει το υπό εξέταση προϊόν στη Ρωσία ενώ, παράλληλα, καταβάλλει εξαγωγικούς δασμούς και υπάγεται στα ενδοκοινοτικά περιθώρια κέρδους, δεν συνιστά «εύλογη βάση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

91      Τέλος, η αγορά του Waidhaus αντανακλά αποκλειστικά τη γεωγραφική θέση του Waidhaus, το οποίο βρίσκεται στο σημείο διέλευσης των μεγάλων ρωσικών αγωγών φυσικού αερίου μεταξύ Ρωσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το πλήθος των συμβάσεων για την προμήθεια φυσικού αερίου καθώς και τον όγκο του διαπραγματευόμενου εκεί φυσικού αερίου. Οι παράγοντες αυτοί δεν είναι πρόσφοροι για να χαρακτηριστούν οι τιμές του φυσικού αερίου στο Waidhaus ως «εύλογη βάση».

92      Η προσφεύγουσα εκτιμά, αφετέρου, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε επίσης σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Συμβούλιο δεν αφαίρεσε τους εξαγωγικούς δασμούς του ρωσικού φυσικού αερίου ποσοστού 30 %, καθώς και τα έξοδα μεταφοράς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 58 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

93      Η συλλογιστική που ακολούθησε το Συμβούλιο είναι ασυνεπής και αντιφατική, διότι, κατά την προσφεύγουσα, όπως ακριβώς οι Ρώσοι καταναλωτές δεν χρειάζεται να πληρώσουν για τη μεταφορά του φυσικού αερίου από τη Ρωσία στο Waidhaus, οπότε αφαιρούνται τα έξοδα μεταφοράς και διανομής του φυσικού αερίου, θα έπρεπε να αφαιρεθεί και το ποσοστό του 30 % που καταβάλλεται ως δασμός κατά την εξαγωγή του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, διότι ο δασμός αυτός ουδέποτε επιβάρυνε την προσφεύγουσα για την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος στη Ρωσία.

94      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, ακόμη και αν τα θεσμικά όργανα είχαν την πρόθεση να επιβάλουν κυρώσεις στο σύστημα των διπλών τιμών που εφαρμόζουν οι ρωσικές αρχές στον τομέα του φυσικού αερίου, τούτο δεν απαλλάσσει τα εν λόγω όργανα από την υποχρέωσή τους να στηρίξουν τη προσαρμογή της τιμής σε εύλογη βάση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

95      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, την επιλογή της τιμής του Waidhaus ως τιμής αναφοράς, πρέπει να τονιστεί ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να λάβουν υπόψη όλες τις πιθανές τιμές αναφοράς στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, αλλά, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την επιλογή της τιμής αναφοράς, οφείλουν να εξετάσουν διεξοδικά τις ενδεχόμενες προτάσεις που υποβάλλουν τα μέρη (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1991, C‑16/90, Nölle, Συλλογή 1991, σ. I‑5163, σκέψη 32).

96      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεχόμενο, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, την επιλογή της τιμής στο Waidhaus, η οποία είναι εύλογη από πολλές απόψεις.

97      Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 58 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην Ένωση. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το Waidhaus είναι γερμανική πόλη που βρίσκεται στο σημείο διέλευσης των σημαντικότερων ρωσικών αγωγών φυσικού αερίου, μεταξύ Ρωσίας και Ένωσης, και αποτελεί, από την άποψη του πλήθους συμβολαίων για προμήθεια φυσικού αερίου και του όγκου του υπό διαπραγμάτευση αερίου, τον κύριο κόμβο του φυσικού αερίου που εξάγουν οι Ρώσοι παραγωγοί στην Ένωση.

98      Η διαπραγματευθείσα τιμή του φυσικού αερίου στο μέρος αυτό είναι επομένως αυτή που τιμολογείται από τους Ρώσους πωλητές στους Ευρωπαίους πελάτες τους και δεν αποτελεί ενδοκοινοτική τιμή, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στο δικόγραφό της.

99      Στη συνέχεια, λαμβανομένου υπόψη του όγκου του φυσικού αερίου και του πλήθους των διαπραγματευθέντων συμβολαίων, ουδόλως προκύπτει ότι η τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου στο Waidhaus δεν διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα των δυνάμεων της αγοράς άνευ στρεβλώσεων.

100    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προσκόμισε την απόφαση της Επιτροπής της 8ης Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/39.401 – EON/GDF) (περίληψη στην ΕΕ C 248, σ. 5), προκειμένου να υποστηρίξει ότι η σύμπραξη για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την ως άνω απόφαση είχε αντίκτυπο στα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει την προσαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Κατ’ αυτήν, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου στο Waidhaus δεν διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα των δυνάμεων της αγοράς.

101    Κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση επίσης, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον είναι παραδεκτό στοιχείο που προσκομίζεται σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, το δε Συμβούλιο αμφισβήτησε μόνον το κατά πόσον το στοιχείο αυτό ήταν πρόσφορο.

102    Χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του εν λόγω στοιχείου, δεδομένου ότι η απόφαση E.ON/GDF (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω) εκδόθηκε μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, αρκεί η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, μολονότι αφορά πράγματι τις πωλήσεις φυσικού αερίου από τη Ρωσία, ωστόσο αφορά μόνον την εξέταση μιας συμφωνίας κατανομής των αγορών στη Γερμανία και στη Γαλλία μεταξύ της E.ON και της GDF για τις πωλήσεις φυσικού αερίου στους πελάτες τους. Η εν λόγω απόφαση δεν εξετάζει τη χονδρική αγορά εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου προς το σύνολο της Ένωσης ούτε τις σχέσεις της E.ON και της GDF με τον προμηθευτή ρωσικού φυσικού αερίου.

103    Τέλος, αν και η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η τιμή του Waidhaus είναι υψηλότερη από την τιμή του φυσικού αερίου που πωλείται στη ρωσική εγχώρια αγορά, αναγνωρίζει ωστόσο, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι μπορεί να είναι χαμηλότερη από την διαπραγματευόμενη τιμή του φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ ή στον Καναδά. Τα θεσμικά όργανα επομένως δεν επέλεξαν ως τιμή αναφοράς την υψηλότερη τιμή της αγοράς. Επίσης, δεν είναι βέβαιο ότι η τιμή του φυσικού αερίου που εξάγεται προς τις χώρες της Βαλτικής δεν είναι ίδια με την τιμή του αερίου που διέρχεται από το Waidhaus.

104    Όσον αφορά, δεύτερον, την απόφαση να μην αφαιρεθούν οι φόροι εξαγωγής που καταβάλλονται στη Ρωσία, καθόσον μόνον τα έξοδα μεταφοράς μπορούν να αφαιρεθούν, η προσφεύγουσα επικαλείται τρεις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν κανονισμοί του Συμβουλίου από τους οποίους τεκμαίρεται ασυνεπής και εσφαλμένη πρακτική λήψεως αποφάσεων εκ μέρους του.

105    Το Συμβούλιο απαντά ότι, στις τρεις περιπτώσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και το ίδιο αφαίρεσαν τους έμμεσους φόρους κατανάλωσης επί των εγχώριων πωλήσεων φυσικού αερίου, αλλά κανέναν εξαγωγικό φόρο. Συναφώς, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι εσφαλμένως αναφέρεται, στην αιτιολογική σκέψη 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1891/2005 του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2005, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3068/92 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσας), καταγωγής Λευκορωσίας, Ρωσίας ή Ουκρανίας (ΕΕ L 302, σ. 14), ότι αφαιρούνται οι τελωνειακοί εξαγωγικοί δασμοί από την τιμή εξαγωγής αερίου. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι ενημερώθηκε από την Επιτροπή ότι, στην πράξη, δεν έγινε καμία προσαρμογή αυτού του είδους.

106    Συναφώς, εκτός από τον κανονισμό 1891/2005, στον οποίο, και ειδικότερα στην αιτιολογική σκέψη του 31, τονίζεται ότι αφαιρέθηκαν οι τελωνειακοί εξαγωγικοί δασμοί, κάτι το οποίο όμως, στην πράξη, δεν συνέβη, οι εν λόγω δασμοί δεν αφαιρέθηκαν στους λοιπούς κανονισμούς επί των οποίων στηρίζεται η προσφεύγουσα.

107    Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 97 του κανονισμού (ΕΚ) 954/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2320/97 και (ΕΚ) αριθ. 348/2000 του Συμβουλίου, τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης και επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και Κροατίας και Ουκρανίας (ΕΕ L 175, σ. 4), που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι η προσαρμογή του κόστους του φυσικού αερίου έγινε με βάση την τιμή του φυσικού αερίου για εξαγωγή στη δυτική Ευρώπη, χωρίς τα έξοδα μεταφοράς και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.

108    Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 54 του κανονισμού (ΕΚ) 1050/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσας) καταγωγής Λευκορωσίας και Ρωσίας (ΕΕ L 191, σ. 1), η προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου έγινε με βάση στοιχεία σχετικά με την τιμή του αερίου προς εξαγωγή, χωρίς να ληφθούν υπόψη το κόστος μεταφοράς, ο ΦΠΑ και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης.

109    Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο δικαιολογεί τη μη αφαίρεση των εξαγωγικών δασμών υποστηρίζοντας ότι η τιμολόγηση της Gazprom δεν επηρεάστηκε από το ποσό των εξαγωγικών δασμών. Προς στήριξη των όσων υποστηρίζει, το Συμβούλιο παρέθεσε, με το παράρτημα B.2 στο υπόμνημα αντικρούσεως, στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των τιμών του ρωσικού φυσικού αερίου, από τα οποία φαίνεται, σε μεγάλο βαθμό, ότι η τιμή αυτή δεν εξαρτάται από το ποσό των εξαγωγικών δασμών. Το Συμβούλιο πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, ότι η Gazprom προσπαθούσε συνεχώς να αυξήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την τιμή του φυσικού αερίου που πωλούσε και ότι η διαμόρφωση της τιμής αυτής δεν επηρεαζόταν από το ποσό των εξαγωγικών δασμών, αλλά μόνο από την τιμή που ήταν διατεθειμένοι να καταβάλουν οι πελάτες της Gazprom. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο επανέλαβε την ανάλυσή του, κατά την οποία σημαντική είναι μόνον η καταβαλλόμενη στο Waidhaus τιμή, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί τι περιλαμβάνει η τιμή αυτή.

110    Πάντως, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ή να αποδείξει κατά πόσον το ποσό των εξαγωγικών δασμών μπορούσε να επηρεάσει την τιμή της Gazprom στο Waidhaus. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο, μην αφαιρώντας τους εν λόγω δασμούς από την πληρωτέα τιμή στο Waidhaus, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

111    Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι το γεγονός ότι σε δύο από τις υποθέσεις που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα είχαν αφαιρεθεί οι τελωνειακοί δεσμοί και ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, αφαιρέθηκαν επίσης τα έξοδα μεταφοράς δεν ασκεί επιρροή στο εάν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εν προκειμένω όσον αφορά τη μη αφαίρεση των εξαγωγικών δασμών.

112    Τέλος, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που βασίζονται σε ελλιπή αιτιολόγηση όσον αφορά τη μη αφαίρεση του εξαγωγικού τέλους επί του ρωσικού φυσικού αερίου ποσοστού 30 %, ενώ παράλληλα αφαιρέθηκαν τα έξοδα μεταφοράς. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που διαβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα και των παρατηρήσεων που αυτή υπέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 2010, T‑410/06, Foshan City Nanhai Golden Step Industrial κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II‑879, σκέψη 127).

113    Εν προκειμένω, στη σελίδα 5 του εγγράφου της Επιτροπής της 12ης Δεκεμβρίου 2006, που απεστάλη στην προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία και επισυνάφθηκε στο παράρτημα A12 του δικογράφου της προσφυγής, υποδείχθηκαν στην προσφεύγουσα οι λόγοι για τους οποίους δεν αφαιρέθηκε το εξαγωγικό τέλος του 30 % επί του ρωσικού φυσικού αερίου, γεγονός που απαλλάσσει το Συμβούλιο από το να παραθέσει τις εξηγήσεις του μέσα στο κείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού σύμφωνα με την υποχρέωση πραγματικής και νομικής αιτιολογήσεως που συνιστά τη βάση του εν λόγω κανονισμού.

114    Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι, συνεπώς, αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου

115    Η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο αφαίρεσε από την τιμή εξαγωγής προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη τις προμήθειες των θυγατρικών της, οι οποίες αποτελούν μέρος της ενιαίας οικονομικής οντότητάς της. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, συναφώς, την αιτιολογική σκέψη 62 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος της που επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, δηλαδή αφαιρεί από την τιμή εξαγωγής τις προμήθειες των θυγατρικών της εταιριών, Eurochem Moscou και Eurochem Trading GmbH.

116    Κατά την προσφεύγουσα, οι διορθώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού δεν είναι υποχρεωτικές ούτε αυτόματες και το μέρος που ζητεί τη προσαρμογή φέρει το βάρος της αποδείξεως.

117    Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί το συναφές πραγματικό πλαίσιο το οποίο τα θεσμικά όργανα έχουν εφαρμόσει, εν προκειμένω, το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής έγινε, στο ίδιο εμπορικό στάδιο, για πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις πλησιέστερες κατά το δυνατό ημερομηνίες και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών.

118    Για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα και οι εταιρίες της παραγωγής δεν πωλούσαν το υπό εξέταση προϊόν απευθείας στους πελάτες στις ΗΠΑ. Εξήγησε ως εξής τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνταν η πώληση. Οι εταιρίες παραγωγής, θυγατρικές της προσφεύγουσας, σύναπταν σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας με την ίδια, η οποία λάμβανε προμήθεια επί των πωλήσεων του προϊόντος, κατ’ εφαρμογή της εν λόγω συμβάσεως. Η προσφεύγουσα, ως αντιπρόσωπος, εξασφάλιζε ότι το προϊόν θα πωληθεί από τις εταιρίες της παραγωγής σε δύο εμπορικές εταιρίες, επίσης θυγατρικές της, από τις οποίες η μία είχε την έδρα της στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, αλλά η δραστηριότητά της διεκόπη το 2005, και η άλλη στην Ελβετία. Οι εμπορικές αυτές εταιρίες πωλούσαν το υπό εξέταση προϊόν στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη με ένα περιθώριο κέρδους.

119    Παρά το ότι η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι αμφισβήτησε τα συμπεράσματα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, φαίνεται ότι το μόνο που προέβαλε είναι ότι κατείχε, διαχειριζόταν και έλεγχε η ίδια όλες τις θυγατρικές εταιρίες της, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών παραγωγής και των δύο εμπορικών εταιριών της. Κατά την προσφεύγουσα, η Eurochem Moscou και η Eurochem Trading ασκούσαν καθήκοντα όμοια με εκείνα πλήρως ενταγμένης υπηρεσίας επιφορτισμένης με τις εξαγωγικές πωλήσεις.

120    Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 62 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής καθορίστηκαν σε επίπεδο «διανομέα».

121    Συναφώς, όσον αφορά την κανονική αξία, η αιτιολογική σκέψη 59 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι η εν λόγω αξία κατασκευάστηκε βάσει του κόστους παραγωγής του τύπου του εξαγόμενου προϊόντος, μετά την προσαρμογή στην τιμή του φυσικού αερίου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 58 του ίδιου κανονισμού, προσαυξημένη με ένα εύλογο ποσό για τις δαπάνες πώλησης, τις διοικητικές δαπάνες και τα λοιπά γενικά έξοδα, καθώς και για τα κέρδη. Η αιτιολογική σκέψη 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού διευκρινίζει ότι τα ποσά που αντιστοιχούν στις δαπάνες πώλησης, στις διοικητικές δαπάνες και στα λοιπά γενικά έξοδα, καθώς και στα κέρδη, καθορίστηκαν με βάση το σταθμισμένο μέσο όρο τριών παραγωγών της Βορείου Αμερικής και το ποσό του κέρδους που προσδιορίστηκε με τον τρόπο αυτόν δεν υπερέβαινε το κέρδος που αποκόμιζαν οι Ρώσοι παραγωγοί από τις πωλήσεις των προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εσωτερική τους αγορά.

122    Όσον αφορά την τιμή εξαγωγής, η αιτιολογική σκέψη 62 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει ότι η τιμή εξαγωγής προσδιορίστηκε βάσει των τιμών εξαγωγής που καταβλήθηκαν ή που είναι καταβλητέες στην πράξη στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στις ΗΠΑ, χώρα που αποτελεί την κυριότερη εξαγωγική αγορά της προσφεύγουσας.

123    Το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές.

124    Ωστόσο, κατά τη νομολογία, τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι προσαρμογή της τιμής εξαγωγής ή της κανονικής αξίας μπορεί να πραγματοποιείται αποκλειστικά για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές όσον αφορά παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και, επομένως, τη συγκρισιμότητά τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2002, T‑88/98, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑4897, σκέψη 94). Με άλλα λόγια, ο λόγος υπάρξεως της προσαρμογής είναι η αποκατάσταση της συμμετρίας μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής.

125    Το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Η δεύτερη περίοδος της εν λόγω διατάξεως διευκρινίζει ότι ως «προμήθειες» νοείται το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται με προμήθεια.

126    Η δεύτερη αυτή περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού προστέθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 1972/2002. Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού, η περίοδος αυτή προστέθηκε για να διευκρινιστεί, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική των θεσμικών οργάνων, ότι αυτές οι προσαρμογές θα πρέπει να γίνονται ακόμη και αν τα μέρη δεν ενεργούν με βάση σχέση αντιπροσωπευόμενου-αντιπροσώπου, αλλά επιτυγχάνουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα ενεργώντας ως αγοραστές και ως πωλητές.

127    Επομένως, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί προσαρμογή μόνο για τις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις, αλλά και για το περιθώριο κέρδους των εμπόρων του προϊόντος αν εκτελούν παρόμοιες εργασίες με τις εργασίες αντιπροσώπου που εργάζεται βάσει προμήθειας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Μαρτίου 2009, T‑299/05, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑565, σκέψη 281).

128    Εν προκειμένω, επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι αντίστοιχοι ρόλοι της προσφεύγουσας, των εταιριών της παραγωγής και των εμπορικών εταιριών της.

129    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι καταβλήθηκαν προμήθειες, σύμφωνα με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας για τις εξαγωγικές πωλήσεις. Το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι η σύμβαση αυτή ήταν καθ’ ολοκληρία σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία προέβλεπε μάλιστα και ρήτρα διαιτησίας.

130    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα δεν απέδειξαν ότι οι προμήθειες αυτές είχαν αντίκτυπο στη συγκρισιμότητα μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας.

131    Πάντως, το Συμβούλιο επισήμανε ότι οι καταβληθείσες προμήθειες αντιπροσώπευαν αντιπαροχή για υπηρεσίες παρασχεθείσες στο πλαίσιο καθηκόντων που μπορούν να εξομοιωθούν με τα καθήκοντα αντιπροσώπου που εργάζεται βάσει προμηθειών και ότι η καταβολή τους δεν αποτελούσε απλή εσωτερική αναδιανομή των κερδών η οποία δεν επηρέαζε τη συγκρισιμότητα των τιμών.

132    Δεν αμφισβητήθηκε ότι το υπό εξέταση προϊόν μεταπωλούνταν από την εμπορική εταιρία, η οποία όριζε την τιμή στην οποία συμπεριλαμβανόταν το περιθώριο κέρδους, έχοντας έτσι τον ρόλο του εμπόρου. Πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τον δικό της ρόλο ούτε τους ρόλους των εταιριών της παραγωγής και των εμπορικών εταιριών της, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 118 ανωτέρω, αλλά υποστήριξε μόνον ότι αυτή και οι εταιρίες της συνιστούσαν ενιαία οικονομική οντότητα.

133    Η προσφεύγουσα παρέπεμψε, εξάλλου, σε ένα πληροφοριακό έγγραφο της Επιτροπής που ανέφερε ότι όλες οι εξαγωγικές πωλήσεις της προσφεύγουσας πραγματοποιούνταν απευθείας μέσω συνδεδεμένων εταιριών. Ωστόσο, η αναφορά αυτή δεν αρκεί για να αμφισβητηθούν σοβαρά οι σχέσεις μεταξύ των εταιριών όπως τις προσδιόρισε το Συμβούλιο.

134    Επομένως, δεν προκύπτει εν προκειμένω παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού ούτε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

135    Συνεπώς το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

136    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμος και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού

137    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού.

138    Διευκρινίζει, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να κινήσουν, να διεξαγάγουν και να περατώσουν την ενδιάμεση επανεξέταση σε συνδυασμό με την επανεξέταση των μέτρων των οποίων επίκειται η λήξη. Η προσφεύγουσα προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία κατά την κατάθεση της αιτήσεώς της για ενδιάμεση επανεξέταση την 1η Αυγούστου 2005 και, εν πάση περιπτώσει, όταν διαβίβασε στην Επιτροπή, στις 9 Σεπτεμβρίου και στις 27 Οκτωβρίου 2005, στοιχεία για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

139    Η προσφεύγουσα προσθέτει, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ότι, υπό το πρίσμα των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων, τα θεσμικά όργανα εσφαλμένως εξέδωσαν τον προσβαλλόμενο κανονισμό και παρέτειναν την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ στο αρχικό τους ύψος. Υπογραμμίζει, συναφώς, ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ των οποίων η ισχύς παρατάθηκε είχαν επιβληθεί κατ’ εφαρμογή μεθοδολογιών που εφαρμόζονταν σε χώρες που δεν είχαν οικονομία της αγοράς και βάσει μίας μικρότερου μεγέθους βιομηχανίας της Ένωσης, εφόσον η Ένωση είχε τότε δεκαπέντε μόνο κράτη μέλη.

140    Το Συμβούλιο ζήτησε να κριθεί απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διότι, κατ’ αυτό, το κύριο επιχείρημα της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο του λόγου αυτού, είναι ότι η Επιτροπή και το ίδιο δεν κίνησαν εγκαίρως την ενδιάμεση επανεξέταση των αρχικών μέτρων. Ο λόγος αυτός δεν στηρίζει το αίτημα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού.

141    Επικουρικώς, το Συμβούλιο προβάλλει αποκλειστική προθεσμία. Υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει σήμερα, την παράλειψη ή την άρνηση κινήσεως της ενδιάμεσης επανεξετάσεως, οι οποίες κατέστησαν απρόσβλητοι. Στηρίζεται προς τούτο στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1994, C‑188/92, TWD Textilwerke Deggendorf (Συλλογή 1994, σ. I‑833), και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C‑239/99, Nachi Europe (Συλλογή 2001, σ. I‑1197).

142    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ένσταση απαραδέκτου προβάλλοντας ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως δεν αφορά μόνο τη μη έγκαιρη κίνηση της ενδιάμεσης επανεξετάσεως, αλλά επίσης τη διατήρηση, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, των μέτρων αντιντάμπινγκ. Επισημαίνει ότι η Επιτροπή ουδέποτε αρνήθηκε να κινήσει την ενδιάμεση επανεξέταση, εφόσον την κίνησε στις 19 Δεκεμβρίου 2006, γεγονός που αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα ασκήσεως ούτε προσφυγής κατά παραλείψεως και συγκεκριμένα κατά της φερόμενης παραλείψεως κινήσεως της εν λόγω επανεξετάσεως ούτε προσφυγής ακυρώσεως κατά της επίσης φερόμενης αρνήσεως κινήσεως της εν λόγω επανεξετάσεως. Προσθέτει ότι οι ανακοινώσεις της Επιτροπής περί κινήσεως των ερευνών δεν ήσαν πράξεις που μπορούσαν να προσβληθούν.

143    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν είχε, κατά την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής, τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά παραλείψεως, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε ήδη κινηθεί. Η προσφεύγουσα δεν είχε επίσης τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

144    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την άρνηση της Επιτροπής να προβεί σε ενδιάμεση επανεξέταση, δεδομένου ότι η εν λόγω επανεξέταση είχε κινηθεί με την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2006. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι αμφισβητεί τη διατήρηση του δασμού αντιντάμπινγκ, καθόσον προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί ενδιάμεσης επανεξετάσεως.

145    Όμως, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, αν η άρνηση ή η παράλειψη της Επιτροπής να κινήσει εγκαίρως ενδιάμεση επανεξέταση ήταν πλημμελής, αυτό δεν σημαίνει ότι η πλημμέλεια αυτή καθιστά πλημμελή και τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος είναι η μόνη πράξη που προσβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής και ζητείται η ακύρωσή του. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός περάτωσε τη διαδικασία που κινήθηκε με την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και δεν αποτελεί απάντηση στην αίτηση ενδιάμεσης επανεξετάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα, στην οποία δόθηκε απάντηση με τον κανονισμό 238/2008.

146    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος καθόσον αφορά ενδεχόμενες πλημμέλειες σχετικές με την αίτηση ενδιάμεσης επανεξετάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

147    Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως βασίζεται στο γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να είχαν εξετάσει από κοινού την αίτηση επανεξετάσεως του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, δεν αναφέρεται με ποιον τρόπο η παράλειψη της από κοινού εξετάσεως επηρέασε τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού. Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ιδίως, τι θα άλλαζε επί της ουσίας της διαφοράς εάν οι δύο αιτήσεις είχαν εξεταστεί από κοινού.

148    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

149    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

150    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου, στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο.

151    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η EuroChem Mineral and Chemical Company OAO (EuroChem MCC) φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Truchot

Kanninen

Martins Ribeiro

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Φεβρουαρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.