Language of document : ECLI:EU:T:2013:260

Υπόθεση T‑154/09

Manuli Rubber Industries SpA (MRI)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών — Έννοια της διαρκούς ή επαναλαμβανόμενης παραβάσεως — Παραγραφή — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Ίση μεταχείριση — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Πρόστιμα — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συνεργασία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 17ης Μαΐου 2013

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή — Δέσμη ενδείξεων — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο — Απόφαση ως προς την οποία ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες — Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· άρθρο 6 § 2 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

2.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού

(Άρθρα 81 EΚ και 253 EΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων — Νομική φύση — Ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς συνεπαγόμενος αυτοδέσμευση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής — Υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 298/11 της Επιτροπής)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Σημαντική προστιθέμενη αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η οικεία επιχείρηση — Περιεχόμενο — Λαμβάνεται υπόψη το χρονικό στοιχείο της παρασχεθείσας συνεργασίας — Ποσοστό μειώσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 298/11 της Επιτροπής, σημεία 23 έως 26)

5.      Συμπράξεις — Σύνθετη παράβαση εμφανίζουσα στοιχεία συμφωνίας και στοιχεία εναρμονισμένης πρακτικής — Ενιαίος χαρακτηρισμός ως «συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» — Επιτρέπεται — Συνέπειες από πλευράς των απαιτουμένων αποδεικτικών στοιχείων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ορισμένα χρονικά διαστήματα της υπό εξέταση συνολικής περιόδου — Δεν ασκεί επιρροή — Διακοπή της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση — Επαναλαμβανόμενη παράβαση — Έννοια — Συνέπειες σε θέματα παραγραφής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 2, 25 § 2 και 31)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Καθορισμός του προστίμου κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως — Συνολικός κύκλος εργασιών της οικείας επιχειρήσεως — Κύκλος εργασιών πραγματοποιηθείς με τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως — Λαμβάνονται υπόψη αντιστοίχως — Όρια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 19 και 20)

8.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις — Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Στοιχεία εκτιμήσεως — Χαρακτηριστικά στοιχεία της παραβάσεως — Περιστάσεις χαρακτηρίζουσες την οικεία επιχείρηση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 20)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κύκλοι εργασιών των οικείων επιχειρήσεων και να διασφαλίζεται η αναλογικότητα των προστίμων με τους κύκλους αυτούς — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2 και 1/2003, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Εφαρμογή προγράμματος για τη συμμόρφωση προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Δεν λαμβάνεται υπόψη επιτακτικώς

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Απειλές και πιέσεις που υφίσταται επιχείρηση — Δεν περιλαμβάνονται — Επιχείρηση που επέδειξε παθητική συμπεριφορά ή μιμήθηκε άλλες επιχειρήσεις — Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως — Έλλειψη πραγματικής εφαρμογής συμφωνίας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

13.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία — Αποτέλεσμα

(Άρθρα 81 § 1 EΚ και 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 §§ 2 και 3, και 31)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 100-107)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 108, 109)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 114, 115)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 116-121, 318-322, 337)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 160-165, 169)

6.      Σε θέματα ανταγωνισμού, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα διαπράξεως της παραβάσεως. Πάντως, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα παύσης της παραβάσεως.

Συναφώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Τέτοια στοιχεία και τέτοιες συμπτώσεις καθιστούν δυνατό να αποκαλυφθούν όχι μόνον η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό μορφών συμπεριφοράς ή συμφωνιών, αλλά και η διάρκεια μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συνεχούς συμπεριφοράς και η περίοδος εφαρμογής μιας συμφωνίας που συνήφθη κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

Περαιτέρω, τέτοια παράβαση μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την αιτιολογία ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία της εν λόγω σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του πανομοιότυπου αντικειμένου τους που συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της.

Όσον αφορά την απουσία αποδείξεων για την ύπαρξη συμφωνίας σε ορισμένα χρονικά διαστήματα ή, τουλάχιστον, για την εφαρμογή της συμφωνίας από την επιχείρηση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η παράβαση για ορισμένα χρονικά διαστήματα δεν εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διήρκεσε για συνολικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όταν η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε περισσότερα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, μεταξύ των οποίων μεσολαβούν κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν έχει σημασία όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, αρκεί οι διάφορες πράξεις που αποτελούν μέρος της παραβάσεως να έχουν μόνον ένα σκοπό και να εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Συναφώς, πολλά κριτήρια είναι λυσιτελή για την εκτίμηση του αν μια παράβαση είναι ενιαία, ήτοι η ταυτότητα του αντικειμένου των επίμαχων πρακτικών, η ταυτότητα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, η ταυτότητα των επιχειρήσεων που μετείχαν σε αυτές και η ταυτότητα των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή τους. Επιπλέον, η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των επίμαχων πρακτικών είναι επίσης στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εξέταση αυτή.

Επομένως, όσον αφορά τη διαρκή παράβαση, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να συναγάγει ότι η παράβαση —ή η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση— δεν διεκόπη, ακόμα και αν δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για την παράβαση σχετικά με ορισμένες συγκεκριμένες περιόδους, καθόσον οι επιμέρους πράξεις οι οποίες συναποτελούν την εν λόγω παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και δύνανται να ενταχθούν στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η δε διαπίστωση αυτή πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη ενός συνολικού σχεδίου. Επομένως, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η έννοια της διαρκούς παραβάσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επιβολής προστίμου για το σύνολο της ληφθείσας υπόψη παραβατικής περιόδου και καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής, ήτοι την ημερομηνία από την οποία έπαυσε η διαρκής παράβαση. Πάντως, οι κατηγορούμενες για συμπαιγνία επιχειρήσεις δύνανται να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο, προβάλλοντας ενδείξεις ή αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύοντα ότι, αντιθέτως, η παράβαση —ή η συμμετοχή τους σε αυτή— δεν συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των ίδιων αυτών περιόδων.

Περαιτέρω, πρέπει να διακριθεί η έννοια της επαναλαμβανόμενης παραβάσεως από την έννοια της διαρκούς παραβάσεως, εφόσον η διάκριση αυτή επιβεβαιώνεται, κατά τα λοιπά, με τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

Επομένως, όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση διεκόπη και η διαπραχθείσα από την επιχείρηση πριν και μετά την περίοδο αυτή παράβαση έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τον κοινό σκοπό των επίμαχων πρακτικών, την ταυτότητα των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων οι οποίες έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κυριότερων λεπτομερειών εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών, η επίμαχη παράβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ενιαία και επαναλαμβανόμενη. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει πρόστιμο για την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας διεκόπη η παράβαση. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003, η διάρκεια της διακοπής δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη, περίπτωση κατά την οποία η επιβολή προστίμου για την προγενέστερη παραβατική περίοδο έχει πράγματι παραγραφεί.

(βλ. σκέψεις 190-201)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 225, 234, 235, 351)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 226)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 260)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 264)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 272)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 286-289)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 345-350)