Language of document : ECLI:EU:C:2018:979

Υπόθεση C‑378/17

Minister for Justice and Equality
και
Commissioner of An Garda Síochána

κατά

Workplace Relations Commission

[αίτηση του Supreme Court (Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας– Πρόσληψη αστυνομικών υπαλλήλων – Εθνικό όργανο συσταθέν με νόμο για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα – Εξουσία να αφήσει ανεφάρμοστη την εθνική νομοθεσία η οποία δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης – Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 4ης Δεκεμβρίου 2018

Δίκαιο της Ένωσης – Υπεροχή – Αντίθετο εθνικό δίκαιο – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Εθνικό όργανο συσταθέν με νόμο για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα – Απουσία αρμοδιότητας να αφήσει ανεφάρμοστη την εθνική νομοθεσία η οποία δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)

Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της υπεροχής του δικαίου αυτού, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία ένα εθνικό όργανο το οποίο έχει συσταθεί με νόμο με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει να αφήσει ανεφάρμοστο εθνικό κανόνα δικαίου αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.

Πράγματι, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα δικαστήρια και/ή τα όργανα που είναι αρμόδια για τον έλεγχο του κύρους εθνικής διατάξεως και να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και τις διαδικασίες για την αμφισβήτηση του κύρους αυτού και, σε περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη, για την ακύρωση της εν λόγω διατάξεως καθώς και, ενδεχομένως, για τον προσδιορισμό των συνεπειών της ακυρώσεως αυτής.

Αντιθέτως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ότι τα εθνικά δικαστήρια τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, χωρίς να υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργησή της διά της νομοθετικής οδού είτε διά οιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 17, 21 και 24, καθώς και της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth, C-52/16 και C-113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση που η επιτροπή για τις σχέσεις στον χώρο εργασίας, ως όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από τον εθνικό νομοθέτη η αρμοδιότητα να διασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων στην απασχόληση και την εργασία, όπως αυτή εξειδικεύεται με την οδηγία 2000/78 και τους νόμους περί ίσης μεταχειρίσεως, επιλαμβάνεται διαφοράς που αφορά την τήρηση της αρχής αυτής, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει σε αυτή να διασφαλίσει, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, την έννομη προστασία την οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαίου αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε τυχόν αντίθετη διάταξη της οικείας εθνικής ρύθμισης (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold, C-144/04, EU:C:2005:709, σκέψη 77, της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci, C-555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 53, και της 19ης Απριλίου 2016, DI, C-441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 35).

Αν ένα όργανο όπως η επιτροπή για τις σχέσεις στον χώρο εργασίας, που έχει επιφορτισθεί με την αποστολή να μεριμνά, μεταξύ άλλων, για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2000/78, δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι εθνική διάταξη είναι αντίθετη προς την εν λόγω οδηγία και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποφασίσει να αφήσει τη διάταξη αυτή ανεφάρμοστη, η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης σχετικά με την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία θα υπονομευόταν (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, CIF, C-198/01, EU:C:2003:430, σκέψη 50).

(βλ. σκέψεις 34, 35, 45, 48, 52 και διατακτ.)