Language of document : ECLI:EU:T:2016:63

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 4ης Φεβρουαρίου 2016 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας — Πρόγραμμα-πλαίσιο για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα — Σύμβαση REACH112 — Επιστροφή προκαταβολών — Επιλέξιμες δαπάνες»

Στην υπόθεση T‑562/13,

Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Σ. Σκλήρη, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις L. Di Paolo και S. Lejeune, επικουρούμενες αρχικώς από την Ε. Πετρίτση και, στη συνέχεια, από την Ε. Ρούσσου, δικηγόρους,

εναγομένης,

με αντικείμενο, αφενός, αγωγή στηριζόμενη στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, με την οποία η ενάγουσα ζητεί, κυρίως, να κριθεί αβάσιμο το αίτημα της Επιτροπής να της επιστρέψει η ενάγουσα το ποσό των 47 197,93 ευρώ που η Επιτροπή τής είχε καταβάλει ως προχρηματοδότηση για τη σύμβαση υπ’ αριθ. 238940 «REsponding to All Citizens needing Help (REACH112)», η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της ενάγουσας, και, επικουρικώς, να κριθεί αβάσιμο το αίτημα της Επιτροπής να της επιστρέψει η ενάγουσα την ως άνω προχρηματοδότηση κατά το ποσό των 13 821,12 ευρώ, το οποίο αφορά τις δαπάνες που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή προς έγκριση για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112, καθώς και, αφετέρου, ανταγωγή με την οποία η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της επιστρέψει εντόκως την προχρηματοδότηση που καταβλήθηκε αχρεωστήτως στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως καθώς και τόκους υπερημερίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, η εταιρία «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης», είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρία ελληνικού δικαίου, συσταθείσα στις 7 Ιανουαρίου 2004 και εδρεύουσα στην Αθήνα (Ελλάδα).

2        Δυνάμει του συμφωνητικού της 28ης Δεκεμβρίου 2010 το οποίο δημοσιεύθηκε στα Βιβλία Εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 17 Ιανουαρίου 2011, η ενάγουσα λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση. Κατόπιν τούτου, ο X, ο οποίος μέχρι την ημερομηνία εκείνη ήταν υπεύθυνος ευρωπαϊκών προγραμμάτων της ενάγουσας (στο εξής: υπεύθυνος προγραμμάτων), διορίστηκε εκκαθαριστής προκειμένου να προβεί στην εκκαθάριση της ενάγουσας.

3        Κατά το καταστατικό της, η ενάγουσα έχει ως εταιρικό σκοπό τη μεταφορά τεχνολογίας, την προώθηση της ίσης μεταχειρίσεως και εντάξεως των ατόμων με αναπηρία στον χώρο της κοινωνίας της πληροφορίας, καθώς και τη βελτίωση της απασχολήσεως των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην Ευρώπη και διεθνώς.

4        Η ενάγουσα συνήψε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, την οποία εκπροσωπούσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διάφορες συμβάσεις με αντικείμενο την εκτέλεση ορισμένων έργων. Οι συμβάσεις αυτές συνάφθηκαν μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή και, αφετέρου, του συντονιστή και των μελών κοινοπραξίας, στην οποία μετείχε και η ενάγουσα. Καθεμία από τις συμβάσεις αυτές περιλαμβάνει, εκτός του κυρίως κειμένου, πολυάριθμα παραρτήματα, εκ των οποίων το πρώτο περιέχει την περιγραφή του προγράμματος το οποίο αφορά η σύμβαση και το δεύτερο τους εφαρμοστέους γενικούς όρους.

5        Για εννέα από τις συμβάσεις αυτές διενεργήθηκε οικονομικός έλεγχος από την Επιτροπή από τις 8 μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 2010.

6        Έξι από τις συμβάσεις αυτές συνάφθηκαν στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου που θεσπίστηκε με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (ΕΕ L 232, σ. 1), και συγκεκριμένα οι συμβάσεις υπ’ αριθ. 027020 «Access to e-Government Services Employing Semantic Technologies», υπ’ αριθ. 035242 «A virtual platform to enhance and organize the coordination among centres for accessibility ressources and support», υπ’ αριθ. 511298 «Ambient Intelligence System of Agents for Knowledge-based and Integrated Services for Mobility Impaired Users», υπ’ αριθ. 034778 «European Unified Approach for Accessible Lifelong Learning», υπ’ αριθ. 045056 «Emergency Monitoring and Prevention» και υπ’ αριθ. 045563 «A wearable system supporting services to enable elderly people to live well, independently and at ease».

7        Δύο άλλες συμβάσεις συνάφθηκαν στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος eTEN, που αφορά τα διευρωπαϊκά δίκτυα τηλεπικοινωνιών και διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 2236/95 του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, περί καθορισμού των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων (ΕΕ L 228, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1655/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1999 (ΕΕ L 197, σ. 1), και συγκεκριμένα οι συμβάσεις υπ’ αριθ. 029255 «NavigAbile: e-inclusion for communication disabilities» και υπ’ αριθ. 517506 «European Recommended Materials for Distance Learning Courses for Educators».

8        Μια τελευταία σύμβαση, η υπ’ αριθ. 224988 «T-Seniority: Expanding the benefits of information society to older people through digital TV channels» (στο εξής: σύμβαση T-Seniority), συνάφθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος υποστηρίξεως της πολιτικής για τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), το οποίο προβλεπόταν από το πρόγραμμα-πλαίσιο για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία, το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 1639/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος-πλαισίου για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (2007-2013) (ΕΕ L 310, σ. 15) (στο εξής: πρόγραμμα-πλαίσιο CIP).

9        Στην οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε και διαβίβασε στην ενάγουσα στις 22 Δεκεμβρίου 2010 περιέχονται οι εξής διαπιστώσεις:

–        επί πολλά συναπτά έτη, η ενάγουσα δεν κατέγραφε ορθώς στα λογιστικά της βιβλία και αρχεία ιδίως τα ακριβή έσοδά της, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ελληνικού δικαίου· ως εκ τούτου, οι λογιστικές της εγγραφές δεν ήταν αξιόπιστες και δεν μπορούσε να γίνει άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με την εκτέλεση του έργου δαπανών και εσόδων, αφενός, και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών της ενάγουσας, αφετέρου,

–        σημαντικό ποσοστό των δελτίων παρουσίας του προσωπικού έφερε σε συστηματική βάση χειρόγραφες διορθώσεις που είχαν γίνει από τον υπεύθυνο προγραμμάτων, εκ των υστέρων και χωρίς τη συναίνεση του προσωπικού· το γεγονός αυτό είχε σημαντικό αντίκτυπο στον χρόνο εργασίας που δηλώθηκε και προκαλούσε αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της καταγραφής των ωρών εργασίας,

–        στα δελτία παρουσίας του υπεύθυνου προγραμμάτων είχαν δηλωθεί υπερβολικές ώρες εργασίας, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονταν με τις ώρες απασχολήσεώς του σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες,

–        η ενάγουσα δήλωσε ψευδώς ότι ο υπεύθυνος προγραμμάτων δεν συμμετείχε στην εκτέλεση μιας άλλης συμβάσεως, η οποία χρηματοδοτούνταν από την Επιτροπή (της συμβάσεως ETSI STF 333),

–        η αιτιολόγηση των εξόδων ταξιδίου δεν παρείχε αξιόπιστη και αντικειμενική εικόνα των συνθηκών και των δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των μετακινήσεων αυτών, καθόσον το κύριο μέρος των εν λόγω ταξιδιών δεν σχετιζόταν άμεσα με τα επίμαχα προγράμματα.

10      Το συμπέρασμα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου ήταν ότι έπρεπε συνεπώς να γίνει δεκτό ότι όλες οι δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί η ενάγουσα κατά την εκτέλεση των συμβάσεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω ήταν μη επιλέξιμες και ότι έπρεπε να αναζητηθούν όλα τα ποσά που είχαν καταβληθεί συναφώς στην ενάγουσα.

11      Λόγω της σοβαρότητας των διαπιστωθεισών παρατυπιών, η έκθεση οικονομικού ελέγχου πρότεινε επίσης την καταγγελία όλων των υπό εκτέλεση συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της ενάγουσας και της Επιτροπής, σύμφωνα με τα άρθρα II.16.2 των μνημονευόμενων στη σκέψη 6 ανωτέρω γενικών όρων, II.7.3 (σοβαρή οικονομική παρατυπία) και II.7.4 (ψευδείς δηλώσεις) των μνημονευόμενων στη σκέψη 7 ανωτέρω γενικών όρων, και II.10.3 (αθέτηση της συμβάσεως και παράλειψη παροχής πληροφοριών) των γενικών όρων της συμβάσεως T-Seniority.

12      Η Επιτροπή, με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, προσδιόρισε επίσης το προς επιστροφή ποσό για καθεμία από τις μνημονευόμενες στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω συμβάσεις και διευκρίνισε ότι οι προσαρμογές, οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω της καταβολής προς την ενάγουσα μη επιλέξιμων ποσών, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μελλοντικές πληρωμές στο πλαίσιο των επιδίκων συμβάσεων ή να λάβουν τη μορφή εντάλματος εισπράξεως. Επιπλέον, ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, πέραν των προσαρμογών αυτών, οι υπηρεσίες της διατηρούσαν τη δυνατότητα να υπολογίσουν το ποσό της οφειλόμενης στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως βάσει του άρθρου II.30 των γενικών όρων των μνημονευόμενων στη σκέψη 6 ανωτέρω συμβάσεων και να εκδώσουν, εφόσον χρειαζόταν, ένταλμα εισπράξεως σε σχέση με την αποζημίωση αυτή.

13      Στις 31 Ιανουαρίου 2011 η ενάγουσα άσκησε, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, αγωγή η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως T‑59/11 και με την οποία ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η ενάγουσα δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα ποσά των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί κατά την εκτέλεση των μνημονευόμενων στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω συμβάσεων, διότι επρόκειτο για επιλέξιμες δαπάνες, και ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να της καταβάλει εντόκως την τελευταία δόση της επιχορηγήσεως που προέβλεπαν ορισμένες από τις συμβάσεις αυτές.

14      Στις 29 Απριλίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε εννέα χρεωστικά σημειώματα για τον προσδιορισμό του προς επιστροφή ποσού για καθεμία από τις μνημονευόμενες στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω συμβάσεις και για τον καθορισμό προθεσμίας 45 ημερών προς επιστροφή των οφειλόμενων ποσών, η οποία έληγε στις 14 Ιουνίου 2011 και μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας τα εν λόγω ποσά θα προσαυξάνονταν με τους προβλεπόμενους από τις εν λόγω συμβάσεις τόκους υπερημερίας, βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες.

15      Στις 13 Μαΐου 2011 η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως, στο οποίο περιλαμβανόταν ανταγωγή, με την οποία η Επιτροπή ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ενάγουσα να της καταβάλει, αφενός, τα αναγραφόμενα στα χρεωστικά σημειώματα της 29ης Απριλίου 2011 ποσά, εντόκως από τις 15 Ιουνίου 2011, βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες, τα οποία αντιστοιχούσαν στην επιστροφή των χρηματοδοτικών συνεισφορών των οποίων υπήρξε αποδέκτης η ενάγουσα, και, αφετέρου, το ποσό των 70 471,47 ευρώ, εντόκως από την ημερομηνία παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας καταβολής που είχε ταχθεί με κάθε χρεωστικό σημείωμα, βάσει του ίδιου επιτοκίου, ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στην αποζημίωση που οφειλόταν δυνάμει των μνημονευόμενων στη σκέψη 6 ανωτέρω συμβάσεων.

16      Στις 20 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε έξι χρεωστικά σημειώματα όσον αφορά τις μνημονευόμενες στη σκέψη 6 ανωτέρω συμβάσεις, με τα οποία καθόριζε σε 70 471,47 ευρώ το συνολικό ποσό που όφειλε η ενάγουσα ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου II.30 των γενικών όρων των εν λόγω συμβάσεων.

17      Με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, Συλλογή, EU:T:2014:679), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα της ενάγουσας και δέχθηκε την ανταγωγή της Επιτροπής.

18      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2014 η ενάγουσα άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2014, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως C‑450/14 P.

 Η επίδικη σύμβαση

19      Παράλληλα με τις εννέα συμβάσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω, η Κοινότητα συνήψε με τις εταιρίες Intelligence for Environment and Security Srl και IES Solutions Srl, καθώς και με 21 άλλες εταιρίες εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, τη σύμβαση υπ’ αριθ. 238940 «REsponding to All Citizens needing Help (REACH112)». Αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως ήταν η εκτέλεση του έργου REACH112. Το έργο αυτό εντασσόταν στο πλαίσιο της εκτελέσεως του προγράμματος υποστηρίξεως της πολιτικής για τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, το οποίο αποτελούσε μέρος του προγράμματος-πλαισίου CIP. Σκοπός του έργου αυτού ήταν να προταθούν εναλλακτικές εφαρμογές έναντι της παραδοσιακής τηλεφωνίας, οι οποίες να είναι προσβάσιμες σε όλους.

20      Το ανώτατο ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης για το έργο REACH112 ανερχόταν σε 4 400 000 ευρώ, αλλά η συνδρομή αυτή δεν θα υπερέβαινε το 50 % των επιλέξιμων δαπανών. Σύμφωνα με την επίδικη σύμβαση, η διάρκεια του έργου ήταν 36 μήνες από την 1η Ιουλίου 2009. Η εκτέλεση του έργου διαιρούνταν σε τρεις περιόδους αναφοράς, καθεμία από τις οποίες είχε διάρκεια 12 μηνών. Η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει καταρχάς στον συντονιστή 2 244 739 ευρώ ως αρχική προχρηματοδότηση εντός 45 ημερών από την ημέρα ενάρξεως της ισχύος της επίδικης συμβάσεως και ο συντονιστής είχε την υποχρέωση να κατανείμει την προχρηματοδότηση μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων της Επιτροπής. Στη συνέχεια, μετά από κάθε περίοδο αναφοράς, εκτός της τελευταίας περιόδου αναφοράς, η Επιτροπή θα κατέβαλλε στον συντονιστή τα ποσά των ενδιάμεσων πληρωμών που θα αντιστοιχούσαν στις δαπάνες που η Επιτροπή θα έκρινε επιλέξιμες κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου αναφοράς. Τέλος, μετά το πέρας της τελευταίας περιόδου αναφοράς, η Επιτροπή θα πραγματοποιούσε την τελική πληρωμή.

21      Αντίστοιχα, ο συντονιστής του έργου REACH112 είχε την υποχρέωση να υποβάλει στην Επιτροπή, για κάθε περίοδο αναφοράς, εντός 60 ημερών από τη λήξη της οικείας περιόδου, μια έκθεση προόδου του έργου, οικονομικές εκθέσεις που θα υποβάλλονταν χωριστά από κάθε μέλος της κοινοπραξίας, μια περιληπτική οικονομική έκθεση που θα περιλάμβανε το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής όλων των μελών της κοινοπραξίας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που ενδεχομένως θα ζητούσε η Επιτροπή. Ο συντονιστής είχε επίσης την υποχρέωση να υποβάλει στην Επιτροπή την τελική έκθεση εντός 60 ημερών από την ολοκλήρωση του έργου.

22      Κατά το άρθρο 7 της επίδικης συμβάσεως, οι υποβαλλόμενες εκθέσεις και τα υποβαλλόμενα έγγραφα έπρεπε να καταρτιστούν στην αγγλική.

23      Το παράρτημα II της επίδικης συμβάσεως, το οποίο επιγραφόταν «Γενικοί όροι», πρόβλεπε τα εξής:

«Άρθρο II.10 Καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου

1.      Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση επιχορήγησης ή τη συμμετοχή δικαιούχου:

a)      για μείζονος σημασίας τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους που επηρεάζουν σημαντικά το έργο (περιλαμβανομένης της περίπτωσης στην οποία είναι αδύνατη η επανέναρξη της εκτέλεσης της σύμβασης κατόπιν αναστολής της εκτέλεσης αυτής για λόγους ανωτέρας βίας),

b)      αν η δυνατότητα αποδοτικής χρήσης των αποτελεσμάτων του έργου μειωθεί σημαντικά.

Με συστημένη επιστολή συνοδευόμενη από απόδειξη παραλαβής η Επιτροπή καθορίζει την πριν από την καταγγελία περίοδο προειδοποίησης, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ένα μήνα.

[…]

2.      Η Επιτροπή δεν αντιτίθεται:

a)      στην καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης την οποία έχει ζητήσει γραπτώς ο συντονιστής σε συνεννόηση με τους λοιπούς δικαιούχους, για τους λόγους που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

b)      στην αποχώρηση δικαιούχου από το έργο, εκτός αν η αποχώρηση αυτή επηρεάζει ουσιωδώς την εκτέλεση του έργου.

Η καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή η αποχώρηση δικαιούχου παράγει αποτελέσματα:

–        κατά την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο αποδοχής της Επιτροπής, το οποίο παραδίδεται με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής·

–        ελλείψει γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής, το αργότερο ένα μήνα μετά την παραλαβή της κοινοποίησης της καταγγελίας των ενδιαφερομένων μερών.

3.      Η Επιτροπή μπορεί να προβεί άμεσα σε καταγγελία της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου, από την ημερομηνία παραλαβής της συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής που έχει αποστείλει η Επιτροπή:

[…]

f)      σε περίπτωση σοβαρής χρηματοοικονομικής παρατυπίας ή απάτης διαπραχθείσας από δικαιούχο.

[…]

Άρθρο II.11 Χρηματοοικονομικές και λοιπές συνέπειες της καταγγελίας

[…]

3.      Σε περίπτωση καταγγελίας, οποιαδήποτε πληρωμή εκ μέρους της Επιτροπής περιορίζεται στις επιλέξιμες δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και έχουν γίνει αποδεκτές μέχρι την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η καταγγελία καθώς και σε κάθε νόμιμη δέσμευση που έχει αναληφθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία και δεν μπορεί να ακυρωθεί.

4.      Κατά παρέκκλιση από την προηγούμενη παράγραφο:

–        σε περίπτωση καταγγελίας κατά το άρθρο II.10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο b, ή παράγραφος 3, στοιχεία b, c, e, f ή g, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου ή μέρους της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν και τη χρησιμότητά τους για την Κοινότητα στο πλαίσιο του παρόντος προγράμματος·

[…]

Άρθρο II.20 Επιλέξιμες δαπάνες — Γενικές αρχές

1.      Επιλέξιμες είναι οι δαπάνες που απαριθμούνται στα άρθρα II.21 και II.22. Οι δαπάνες αυτές πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

–        πρέπει να είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου·

–        πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί όντως από τον δικαιούχο·

–        πρέπει να είναι προσδιορίσιμες και επαληθεύσιμες, να είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία του δικαιούχου και να έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στη χώρα στην οποία έχει την εγκατάστασή του ο δικαιούχος και σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές κοστολόγησης που αυτός εφαρμόζει· οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου που εφαρμόζει ο δικαιούχος πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση αντιστοίχηση των δαπανών και τιμολογίων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά·

–        πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας φορολογικής και [εργατικής] νομοθεσίας·

–        πρέπει να είναι εύλογες, αιτιολογημένες και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά την εξοικονόμηση πόρων και την αποδοτικότητα·

και

–        πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου.

2.      Μη επιλέξιμες δαπάνες είναι ιδίως:

–        το κόστος του χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου·

–        οι προβλέψεις για ενδεχόμενες μελλοντικές ζημίες ή επιβαρύνσεις·

–        οι οφειλόμενοι τόκοι·

–        οι ζημίες από τη μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών·

–        οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις·

–        οι πόροι που έχουν τεθεί στη διάθεση ενός δικαιούχου χωρίς αντιπαροχή·

–        η αξία των καταβολών σε είδος·

–        οι μη αναγκαίες ή αλόγιστες δαπάνες·

–        το marketing, οι πωλήσεις και το κόστος διανομής των προϊόντων και των υπηρεσιών·

–        οι έμμεσοι φόροι, όπως ο ΦΠΑ (εκτός αν ο δικαιούχος της επιχορήγησης αποδείξει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να του επιστραφούν)·

–        οι δαπάνες ψυχαγωγίας και τα έξοδα παράστασης, εκτός από τις εύλογες δαπάνες που έχουν γίνει δεκτές από την Επιτροπή ως απολύτως αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου·

–        όλες οι δαπάνες που πραγματοποιούνται ή αποδίδονται, στο πλαίσιο ιδίως άλλου κοινοτικού, διεθνούς ή εθνικού έργου.

[…]

Άρθρο II.28 Οικονομικός έλεγχος

1.      Η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να διενεργήσει έλεγχο σε σχέση με δικαιούχο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου και εντός της πενταετίας που έπεται της τελικής πληρωμής. Η διαδικασία ελέγχου σε σχέση με δικαιούχο λογίζεται ότι αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία αυτός παραλαμβάνει τη σχετική συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής που του έχει αποστείλει η Επιτροπή.

Η διαδικασία ελέγχου μπορεί να διεξάγεται από εξωτερικούς ορκωτούς ελεγκτές ή από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της OLAF. Η διαδικασία ελέγχου διεξάγεται με εμπιστευτικότητα.

[…]

5.      Βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, η Επιτροπή λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο που κρίνει χρήσιμο, συμπεριλαμβανομένων του μέτρου της ανάκτησης του συνόλου ή μέρους των πληρωμών που έχει διενεργήσει καθώς και της επιβολής κάθε απαιτούμενης κύρωσης.

[…]

Άρθρο II.30 Επιστροφή ποσών στην Επιτροπή και εντάλματα είσπραξης

1.      Όταν ένα ποσό που έχει καταβληθεί από την Επιτροπή στον συντονιστή με την ιδιότητα του αποδέκτη όλων των πληρωμών πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει των διατάξεων της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης, ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος αναλαμβάνει να επιστρέψει στην Επιτροπή το επίμαχο ποσό, σύμφωνα με τους όρους και κατά την ημερομηνία που καθορίζει η Επιτροπή.

2.      Αν η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού δεν εκπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία που έχει καθορίσει η Επιτροπή, το οφειλόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους βάσει του επιτοκίου που ορίζεται με το άρθρο II.5(5). Οι τόκοι υπερημερίας οφείλονται για το χρονικό διάστημα μεταξύ της επομένης της ημερομηνίας που έχει καθοριστεί για την πληρωμή και της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει το σύνολο του οφειλόμενου ποσού.

[…]

4.      Οι δικαιούχοι αποδέχονται ότι, βάσει του άρθρου 256 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εις βάρος προσώπων πλην κρατών απόφαση βεβαίωσης της χρηματικής απαίτησης, η οποία συνιστά εκτελεστό τίτλο.»

24      Το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, της επίδικης συμβάσεως ορίζει ότι «η παρούσα σύμβαση χρηματοδότησης διέπεται από τους συμβατικούς όρους, από τις σχετικές κοινοτικές πράξεις περί [CIP], από τον δημοσιονομικό κανονισμό που ισχύει για τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τους κανόνες εφαρμογής του, από τις λοιπές πράξεις του κοινοτικού δικαίου και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο».

25      Επιπλέον, το άρθρο 10, τρίτο εδάφιο, της επίδικης συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας, κατά την οποία αρμόδια για την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Κοινότητας και των αντισυμβαλλομένων της όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της συμβάσεως αυτής είναι, ανάλογα με την περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο.

 Η εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων

26      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 η Επιτροπή κατέβαλε στον συντονιστή του έργου REACH112 το ποσό των 51 366,40 ευρώ ως προχρηματοδότηση προοριζόμενη για την ενάγουσα.

27      Στις 16 Οκτωβρίου 2009 ο συντονιστής του έργου REACH112 κατέβαλε περαιτέρω στην ενάγουσα το ποσό των 47 197,93 ευρώ, αφού είχε προηγουμένως αφαιρέσει ποσό 64,30 ευρώ ως έξοδα μεταφοράς και ποσό 4 104,17 ευρώ για το ταμείο έκτακτης ανάγκης που προβλεπόταν στη σύμβαση αυτή.

28      Στις 4 Αυγούστου 2010 η ενάγουσα διαβίβασε στον συντονιστή του έργου REACH112 την οικονομική έκθεση για την πρώτη περίοδο αναφοράς της επίδικης συμβάσεως, από την οποία προέκυπτε ότι οι δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί η ενάγουσα για το έργο αυτό και έπρεπε να καλυφθούν από τη συνδρομή της Κοινότητας ανέρχονταν σε 13 821,12 ευρώ. Με έγγραφο της ίδιας ημέρας η ενάγουσα πληροφόρησε τον συντονιστή ότι αποχωρούσε από την κοινοπραξία από τις 30 Ιουνίου 2010 λόγω μεταβολής των δραστηριοτήτων της.

29      Με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε από την ενάγουσα να της επιστρέψει το ποσό των 51 366,40 ευρώ που είχε λάβει ως προχρηματοδότηση στο πλαίσιο της επίδικης συμβάσεως. Επίσης η Επιτροπή ενημέρωνε την ενάγουσα ότι το ποσό αυτό ήταν ενδεχόμενο να αναπροσαρμοστεί μετά τη συνεκτίμηση των δαπανών που είχε υποβάλει η ενάγουσα και που θα γίνονταν τυχόν δεκτές από την Επιτροπή στο πλαίσιο του έργου REACH112. Η Επιτροπή ζητούσε επίσης από τους εκκαθαριστές της ενάγουσας να θεωρήσουν το εν λόγω έγγραφο ως επίσημη αναγγελία απαιτήσεως που έπρεπε να καταχωριστεί στον κατάλογο πιστωτών της ενάγουσας για ποσό 51 366,40 ευρώ. Η Επιτροπή διευκρίνιζε ότι το ποσό αυτό έπρεπε να προστεθεί στο ποσό των 999 366,40 ευρώ που απαιτούσε η Επιτροπή από την ενάγουσα κατόπιν του οικονομικού ελέγχου που είχε διεξαχθεί για τις μνημονευόμενες στις σκέψεις 6 έως 8 συμβάσεις.

30      Στις 19 Απριλίου 2011 η ενάγουσα υπέβαλε απευθείας στην Επιτροπή την οικονομική έκθεση για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112.

31      Ο συντονιστής του έργου REACH112, με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2012, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η συμμετοχή της ενάγουσας στο εν λόγω έργο είχε λήξει την 1η Ιουλίου 2010 και της πρότεινε, εκπροσωπώντας την κοινοπραξία, να γίνει η σχετική τροποποίηση της συμβάσεως. Η Επιτροπή ενέκρινε την τροποποίηση αυτή με έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012.

32      Με επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι είχε λήξει η διαδικασία τροποποιήσεως της επίδικης συμβάσεως που είχε καταστεί αναγκαία κατόπιν του τερματισμού της συμμετοχής της στο έργο REACH112 την 1η Ιουλίου 2010. Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης την ενάγουσα ότι οι δαπάνες που είχε υποβάλει για την πρώτη περίοδο αναφοράς του εν λόγω έργου είχαν απορριφθεί λόγω των παρατυπιών που επισημαίνονταν με τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010. Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης την ενάγουσα για την πρόθεσή της να αναζητήσει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων II.28, παράγραφος 5, και II.30, παράγραφος 1, της επίδικης συμβάσεως, το ποσό των 47 197,93 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθείσα προχρηματοδότηση. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, αν η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός 30 ημερών από την παραλαβή της επιστολής αυτής, οι υπηρεσίες της θα συνέχιζαν τη διαδικασία αναζητήσεως και θα της απέστελλαν χρεωστικό σημείωμα για ποσό 47 197,93 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα θα έπρεπε να αποδώσει πριν από την ημερομηνία που θα αναγραφόταν στο σημείωμα αυτό. Η Επιτροπή διευκρίνιζε επίσης ότι, αν το ποσό δεν επιστρεφόταν πριν από την αναγραφόμενη στο χρεωστικό σημείωμα ημερομηνία, το ποσό που όφειλε η ενάγουσα θα προσαυξανόταν κατά τους τόκους υπερημερίας που θα υπολογίζονταν με βάση το προσδιοριζόμενο στο χρεωστικό σημείωμα επιτόκιο.

33      Η ενάγουσα, με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2013, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι αρνούνταν να επιστρέψει το ποσό των 47 197,93 ευρώ και ουσιαστικά την παρέπεμψε αφενός στο έγγραφο που της είχε αποστείλει στις 30 Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010 και αφετέρου στην υπόθεση Τ‑59/11.

34      Η Επιτροπή, με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2013, ενημέρωσε την ενάγουσα ότι είχε λάβει υπόψη της την άρνηση της ενάγουσας να καταβάλει το οφειλόμενο στο πλαίσιο της επίδικης συμβάσεως ποσό και την εκ μέρους της άρνηση των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου. Η Επιτροπή επισήμανε πάντως ότι η ενάγουσα δεν είχε προβάλει κανένα νέο βάσιμο επιχείρημα ούτε είχε προσκομίσει καμία έγκυρη απόδειξη που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι στην ενάγουσα είχε ήδη δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της σχετικά με το σχέδιο της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, ότι οι παρατηρήσεις της είχαν εξετασθεί και ότι, όπως είχε επισημάνει η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου όφειλαν εντούτοις να παραμείνουν ως έχουν. Η Επιτροπή ενημέρωνε εξάλλου την ενάγουσα ότι γνώριζε ότι είχε ασκήσει αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Τ‑59/11, αλλά τόνισε ότι τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου διατηρούσαν ακόμη την ισχύ τους. Η Επιτροπή προειδοποίησε την ενάγουσα, με το ίδιο έγγραφο, ότι σύντομα θα λάμβανε χρεωστικό σημείωμα για την επιστροφή του ποσού των 47 197,93 ευρώ. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε στην ενάγουσα ότι, κατόπιν των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, θα υπολόγιζε το ποσό της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως βάσει «του άρθρου II.29 της συμβάσεως FP6» και ότι θα απηύθυνε στην ενάγουσα χωριστό έγγραφο.

35      Η ενάγουσα, με έγγραφο που απέστειλε στην Επιτροπή στις 17 Μαΐου 2013, επανέλαβε την άρνησή της να καταβάλει το ποσό των 47 197,33 ευρώ, για τον λόγο ότι η απαίτηση της Επιτροπής δεν ήταν ούτε βέβαιη ούτε εκκαθαρισμένη και ότι, δεδομένου ότι η υπόθεση T‑59/11 εκκρεμούσε ακόμη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το αίτημα της Επιτροπής για επιστροφή του ποσού αυτού ήταν πρόωρο.

36      Στις 19 Ιουλίου 2013 η Επιτροπή απέστειλε έγγραφο στην ενάγουσα, με το οποίο της υπενθύμισε ότι σκόπευε να αναζητήσει το ποσό των 47 197,93 ευρώ, δηλαδή το ποσό της προχρηματοδοτήσεως που είχε λάβει η ενάγουσα στο πλαίσιο της επίδικης συμβάσεως. Η Επιτροπή πάντως στήριζε πλέον την αξίωσή της στα άρθρα II.10, παράγραφος 2, και II.11, παράγραφος 3, της επίδικης συμβάσεως. Στη συνέχεια η Επιτροπή ανέφερε, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση του εγγράφου της 13ης Φεβρουαρίου 2013, ότι η ενάγουσα μπορούσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός 30 ημερών από την παραλαβή του εγγράφου αυτού και ότι, σε περίπτωση μη υποβολής παρατηρήσεων, οι υπηρεσίες της θα συνέχιζαν τη διαδικασία αναζητήσεως και θα απέστελλαν στην ενάγουσα χρεωστικό σημείωμα που θα προσδιόριζε τις σχετικές με την επιστροφή λεπτομέρειες.

37      Η ενάγουσα, με έγγραφο που απέστειλε στην Επιτροπή στις 31 Ιουλίου 2013, επανέλαβε την άρνησή της να καταβάλει το ποσό των 47 197,93 ευρώ, για τον λόγο ότι η νομιμότητα του οικονομικού ελέγχου που διεξήχθη τον Φεβρουάριο 2010 αποτελούσε αντικείμενο προσφυγής που εκκρεμούσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι συνεπώς η απαίτηση της Επιτροπής, η οποία στηριζόταν στα πορίσματα του ελέγχου αυτού, δεν ήταν ούτε βέβαιη ούτε εκκαθαρισμένη.

38      Η Επιτροπή απάντησε στο τελευταίο αυτό έγγραφο της ενάγουσας με επιστολή της 9ης Αυγούστου 2013, η οποία είχε το ίδιο περιεχόμενο με το έγγραφο της 7ης Μαΐου 2013.

39      Στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 324131034643 για την είσπραξη ποσού 47 197,93 ευρώ λόγω του τερματισμού της συμμετοχής της ενάγουσας στο έργο REACH112 την 1η Ιουλίου 2010. Στο χρεωστικό σημείωμα αναφερόταν σαφώς ότι το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στην προχρηματοδότηση που είχε χορηγήσει στην ενάγουσα ο συντονιστής του εν λόγω έργου και ότι οι δαπάνες που αποδεχόταν η Επιτροπή κατόπιν του οικονομικού ελέγχου ανέρχονταν σε 0 ευρώ. Ως καταληκτική ημερομηνία πληρωμής οριζόταν η 28η Οκτωβρίου 2013. Με το ίδιο αυτό σημείωμα διευκρινιζόταν ότι, αν ο τραπεζικός λογαριασμός της Επιτροπής, ο οποίος αναγραφόταν στο σημείωμα εκείνο, δεν πιστωνόταν μέχρι την ημερομηνία αυτή με το προς επιστροφή ποσό, θα υπολογίζονταν τόκοι υπερημερίας με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, και το οποίο θα ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα της καταληκτικής ημερομηνίας πληρωμής, προσαυξημένο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

40      Η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Οκτωβρίου 2013.

41      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως, στο οποίο περιλαμβανόταν ανταγωγή.

42      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η μεν ενάγουσα υπέβαλε υπόμνημα απαντήσεως στις 13 Μαΐου 2014, η δε Επιτροπή υπέβαλε υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 26 Ιουνίου 2014.

43      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, απαιτώντας από την ενάγουσα το ποσό των 47 197,93 ευρώ, το οποίο προκατέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της συμβάσεως REACH112, παραβιάζει την επίδικη σύμβαση·

–        να αναγνωρίσει ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει στην Επιτροπή το ως άνω ποσό·

–        να αναγνωρίσει ότι, σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση της Επιτροπής είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 13 821,12 ευρώ, το οποίο αφορά τις δαπάνες που υπέβαλε η ενάγουσα στην Επιτροπή για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112·

–        να αναγνωρίσει ότι οι γενικοί όροι των συμβάσεων του έκτου προγράμματος-πλαισίου δεν εφαρμόζονται επί της επίδικης συμβάσεως και ότι, επομένως, η ενάγουσα δεν οφείλει, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εν λόγω συμβάσεως, κανένα ποσό ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση·

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, δηλώνοντας την πρόθεσή της να αξιώσει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση βάσει των γενικών όρων των συμβάσεων του έκτου προγράμματος-πλαισίου, παραβιάζει την επίδικη σύμβαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

44      Με το υπόμνημα απαντήσεως η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ανταγωγή της Επιτροπής ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την ανταγωγή της Επιτροπής ως αβάσιμη·

–        επικουρικότερον, να απορρίψει την ανταγωγή της Επιτροπής ως μερικώς αβάσιμη, όσον αφορά το ποσό των 13 821,12 ευρώ.

45      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το τέταρτο και το πέμπτο αίτημα της ενάγουσας ως απαράδεκτα·

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        με την ανταγωγή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ενάγουσα να της καταβάλει το ποσό των 47 197,93 ευρώ, καθώς και τόκους υπερημερίας ύψους 413,79 ευρώ για το διάστημα από 29 Οκτωβρίου 2013 μέχρι 16 Ιανουαρίου 2014 και ύψους 5,17 ευρώ ημερησίως από τις 17 Ιανουαρίου 2014 μέχρι την ημερομηνία ολοσχερούς και πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

46      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ αγωγών.

47      Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 10, τρίτο εδάφιο, της επίδικης συμβάσεως, αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Κοινότητας και των αντισυμβαλλομένων της όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της συμβάσεως αυτής είναι το Γενικό Δικαστήριο.

48      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο να εκδικάσει την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή. Πράγματι, κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, να εκδικάζει αγωγή που έχει ασκηθεί βάσει ρήτρας διαιτησίας συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα την αρμοδιότητά του να εκδικάζει την ανταγωγή η οποία ασκείται στο πλαίσιο της αγωγής αυτής και απορρέει από τον ίδιο συμβατικό δεσμό ή το ίδιο γεγονός στο οποίο στηρίζεται η κύρια αγωγή ή σχετίζεται ευθέως με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον εν λόγω δεσμό ή γεγονός (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, GEF κατά Επιτροπής, T‑29/02, Συλλογή, EU:T:2005:99, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι με την ανταγωγή ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ενάγουσα να καταβάλει εντόκως το ποσό που αναγράφεται στο χρεωστικό σημείωμα το οποίο εκδόθηκε συνεπεία της αποχωρήσεως της ενάγουσας από το έργο REACH112 και των φερόμενων ως μη επιλέξιμων δαπανών που αυτή δήλωσε για την πρώτη περίοδο αναφοράς του εν λόγω έργου.

50      Δεν μπορεί πάντως να αμφισβητηθεί ότι η ανταγωγή αυτή απορρέει από τον συμβατικό δεσμό στον οποίο στηρίζονται τόσο το κύριο αίτημα της ενάγουσας προς το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το αίτημα επιστροφής του συνόλου της προχρηματοδοτήσεως που καταβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως είναι αβάσιμο και ότι, ως εκ τούτου, η ενάγουσα δεν υποχρεούται να επιστρέψει το αναγραφόμενο στο χρεωστικό σημείωμα ποσό, όσο και το επικουρικό αίτημα της ενάγουσας προς το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το αίτημα επιστροφής είναι αβάσιμο κατά το μέρος που αφορά τις δαπάνες που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112. Από τα ανωτέρω έπεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την ανταγωγή αυτή.

 Επί του εφαρμοστέου δικαίου

51      Το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να την επιλύει βάσει του εθνικού ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως. Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, αυτής, η επίδικη σύμβαση διέπεται «από τους συμβατικούς όρους, από τις σχετικές κοινοτικές πράξεις περί [του προγράμματος-πλαισίου CIP], από τον δημοσιονομικό κανονισμό που ισχύει για τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τους κανόνες εφαρμογής του, από τις λοιπές πράξεις του κοινοτικού δικαίου και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο».

52      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστούν οι κανόνες που διέπουν την εκτέλεση και την ερμηνεία των συμβάσεων κατά το βελγικό δίκαιο.

53      Το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα ορίζει ότι «οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων» (πρώτο εδάφιο) και ότι δεν «μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων ή για τους λόγους που επιτρέπονται από τον νόμο» (δεύτερο εδάφιο).

54      Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Το άρθρο 1135 του ως άνω κώδικα προβλέπει ότι «οι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνο εκ του περιεχομένου τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της» και, ως εκ τούτου, απηχεί επίσης την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

55      Το άρθρο 1156 του βελγικού αστικού κώδικα αποτελεί εφαρμογή της ως άνω αρχής κατά την ερμηνεία των συμβάσεων. Ειδικότερα, ορίζει ότι «στις συμβάσεις πρέπει να αναζητείται ποια ήταν η κοινή πρόθεση των συμβαλλομένων μάλλον, παρά να λαμβάνεται υπόψη μόνο η κατά γράμμα έννοια των όρων».

 Επί του παραδεκτού

56      Η ενάγουσα υποστήριξε ότι τα περιλαμβανόμενα στην ανταγωγή αιτήματα της Επιτροπής είναι απαράδεκτα για τον λόγο ότι, καθόσον διατυπώθηκαν με το υπόμνημα αντικρούσεως και όχι με χωριστό δικόγραφο, συνεπάγονται παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων.

57      Σύμφωνα με τη γενικώς αναγνωρισμένη αρχή του δικαίου κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, το παραδεκτό των αιτημάτων που διατύπωσε τόσο η ενάγουσα με την αγωγή της όσο και η Επιτροπή με την ανταγωγή της πρέπει να εκτιμάται βάσει και μόνο του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, Συλλογή, EU:C:1986:501, σκέψη 10).

58      Επισημαίνεται συναφώς ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, ο οποίος είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο υποβολής από την Επιτροπή του υπομνήματός της αντικρούσεως στο οποίο περιλαμβανόταν η ανταγωγή, δεν περιλάμβανε κάποια ιδιαίτερη απαίτηση όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούσε να κατατίθεται ανταγωγή κατόπιν της ασκήσεως αγωγής βάσει ρήτρας διαιτησίας. Επομένως, τίποτε καταρχήν δεν εμπόδιζε τον εναγόμενο, στο πλαίσιο διαφοράς εκ συμβάσεως, να ασκήσει ανταγωγή με το υπόμνημα αντικρούσεως. Συνεπώς, η ως άνω περίσταση δεν μπορεί, αυτή καθαυτήν, να έχει εν προκειμένω ως συνέπεια το απαράδεκτο της ανταγωγής.

59      Επιπλέον, όσον αφορά την αρχή της ισότητας των όπλων, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της αρχής αυτής είναι η διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων. Η εν λόγω αρχή αποτελεί απόρροια της έννοιας της «δίκαιης δίκης» και συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους εύλογη δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου.

60      Εν προκειμένω, η ενάγουσα, με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζει ότι δεν θα έχει την ευκαιρία να απαντήσει στα επιχειρήματα που θα έχει προβάλει η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως όσον αφορά τα αιτήματα της ανταγωγής. Ειδικότερα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, ενώ η Επιτροπή θα μπορεί να έχει διατυπώσει εγγράφως την άποψή της δύο φορές επί των εν λόγω αιτημάτων, η ενάγουσα θα μπορεί να διατυπώσει εγγράφως την άποψή της επί των αιτημάτων αυτών μία μόνο φορά.

61      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της οργανώσεως της έγγραφης διαδικασίας κατά τον Κανονισμό Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ο οποίος είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, η παροχή στον αρχικώς εναγόμενο της δυνατότητας να ασκήσει ανταγωγή συνεπαγόταν κατά λογική αναγκαιότητα ότι ο αρχικώς ενάγων θα μπορούσε να διατυπώσει εγγράφως την άποψή του επί της ανταγωγής αυτής μία μόνο φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

62      Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η έγγραφη διαδικασία συμπληρωνόταν από την προφορική διαδικασία η οποία παρείχε στους διαδίκους όλες τις δυνατότητες άμυνας. Επομένως, εν προκειμένω, τίποτε δεν εμπόδιζε την αρχικώς ενάγουσα να απαντήσει, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως αναφορικά με τα αιτήματα της ανταγωγής, δεδομένου ότι αυτό που ασφαλώς έχει σημασία δεν είναι τόσο το να μπορεί κάθε διάδικος να διατυπώνει εγγράφως την άποψή του για καθένα από τα διατυπωθέντα αιτήματα όσες ακριβώς φορές την έχει διατυπώσει και ο άλλος διάδικος όσο το να διασφαλίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ακούσει την άποψη καθενός από τους διαδίκους αναφορικά με τα αιτήματα αυτά.

63      Επομένως, ο προβαλλόμενος από την ενάγουσα λόγος απαραδέκτου που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

 Επί του αιτήματος να αναγνωριστεί, κατά βάση, ότι, λόγω της μη εφαρμογής των γενικών όρων του έκτου προγράμματος-πλαισίου στην επίδικη σύμβαση, η ενάγουσα δεν οφείλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει της συμβάσεως αυτής και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή αθέτησε την επίδικη σύμβαση δηλώνοντας την πρόθεσή της να απαιτήσει τέτοια αποζημίωση

64      Με το τέταρτο και το πέμπτο αίτημα, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, να αναγνωρίσει ότι, λόγω της μη εφαρμογής στην επίδικη σύμβαση των γενικών όρων που ισχύουν για τις συναπτόμενες δυνάμει του έκτου προγράμματος-πλαισίου συμβάσεις, η ενάγουσα δεν οφείλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει της συμβάσεως αυτής και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή αθέτησε την επίδικη σύμβαση δηλώνοντας την πρόθεσή της να απαιτήσει τέτοια αποζημίωση.

65      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει το τέταρτο και το πέμπτο αίτημα της ενάγουσας, υποστηρίζοντας ότι είναι απαράδεκτα, αβάσιμα και άνευ αντικειμένου.

66      Επισημαίνεται συναφώς ότι η Επιτροπή, στο υπόμνημα αντικρούσεως, δέχθηκε ότι οι γενικοί όροι των συμβάσεων που συνάφθηκαν στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου δεν ήταν εφαρμοστέοι επί της επίδικης συμβάσεως και ότι η αναφορά στο σχετικό με την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση άρθρο II.29 των εν λόγω γενικών όρων, την οποία έκανε η Επιτροπή στο πλαίσιο της αλληλογραφίας της με την ενάγουσα οφειλόταν σε σφάλμα λόγω της ταυτόχρονης εξετάσεως πολλών υποθέσεων που αφορούσαν την ενάγουσα.

67      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των δηλώσεων της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της δίκης (βλ. σκέψη 66 ανωτέρω), παρέλκει η εξέταση του τέταρτου και του πέμπτου αιτήματος της ενάγουσας, δεδομένου ότι αυτά κατέστησαν άνευ αντικειμένου.

 Επί των αιτημάτων να αναγνωριστεί, κατά βάση, ότι το αίτημα της Επιτροπής για επιστροφή της προχρηματοδοτήσεως από την ενάγουσα συνιστά αθέτηση της επίδικης συμβάσεως

68      Με το πρώτο αίτημα που διατύπωσε στο δικόγραφό της, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, ζητώντας της την επιστροφή του συνόλου της προχρηματοδοτήσεως που καταβλήθηκε από τον συντονιστή του έργου REACH112, και συγκεκριμένα του ποσού των 47 197,93 ευρώ, αθέτησε την επίδικη σύμβαση. Η Επιτροπή, με το πρώτο αίτημά της, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το αίτημα επιστροφής δεν συνιστά αθέτηση της επίδικης συμβάσεως.

69      Η ενάγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, προσβολή των χρηστών και συναλλακτικών ηθών καθώς και παραβίαση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

70      Ειδικότερα, η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η επίδικη σύμβαση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αιτιολογεί τις πράξεις που εκδίδει στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εν λόγω συμβάσεως.

71      Η Επιτροπή, όμως, καθόσον, κατά την ενάγουσα, στις επιστολές που της απέστειλε, δικαιολόγησε το αίτημα επιστροφής της προχρηματοδοτήσεως κατά τρόπο ανεπαρκή και αντιφατικό, δεν τήρησε την υποχρέωση που υπείχε να αιτιολογήσει τις πράξεις που εξέδωσε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εν λόγω συμβάσεως.

72      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 10, τρίτο εδάφιο, της επίδικης συμβάσεως, κατ’ εφαρμογήν του οποίου το Γενικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί της υπό κρίση υποθέσεως, αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Κοινότητας και των αντισυμβαλλομένων της όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της συμβάσεως αυτής είναι το Γενικό Δικαστήριο.

73      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, της επίδικης συμβάσεως, όσον αφορά το ουσιαστικό δίκαιο που έχει εφαρμογή στην επίδικη σύμβαση, παραπέμπει στους συμβατικούς όρους, στις πράξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το πρόγραμμα-πλαίσιο CIP, στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 547/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 (ΕΕ L 163, σ. 18), στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού 966/2012 (ΕΕ L 362, σ. 1), στις λοιπές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και, επικουρικώς, στο βελγικό δίκαιο.

74      Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή μπορούσε, εφόσον συνέτρεχε περίπτωση, να ζητήσει από την ενάγουσα να επιστρέψει την προχρηματοδότηση που έλαβε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως, το άρθρο II.30, παράγραφος 1, των γενικών όρων της εν λόγω συμβάσεως ορίζει ότι «ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος αναλαμβάνει να επιστρέψει στην Επιτροπή το επίμαχο ποσό, σύμφωνα με τους όρους και κατά την ημερομηνία που καθορίζει η Επιτροπή».

75      Από τα ανωτέρω έπεται ότι, κατά τους όρους της συμβάσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να προσδιορίσει στον δικαιούχο, πέραν του προς επιστροφή ποσού, τους όρους και την ημερομηνία της επιστροφής αυτής.

76      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το περιεχόμενο και μόνο του χρεωστικού σημειώματος της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή προσδιόρισε σε αυτό, πρώτον, το προς επιστροφή ποσό, ήτοι το ποσό των 47 197,93 ευρώ που αντιστοιχούσε στην προχρηματοδότηση που έλαβε η ενάγουσα, δεύτερον, τον λόγο του αιτήματος επιστροφής, και συγκεκριμένα, αφενός, τον τερματισμό της συμμετοχής της ενάγουσας στο έργο REACH112 από την 1η Ιουλίου 2010 και, αφετέρου, την απόρριψη της αποδόσεως των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως, κατόπιν του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010, καθώς και, τρίτον, την προθεσμία εντός της οποίας το ποσό έπρεπε να επιστραφεί. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης τους όρους της επιστροφής, επισημαίνοντας ότι αυτή έπρεπε να διενεργηθεί με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό και γνωστοποιώντας τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο το ποσό έπρεπε να κατατεθεί.

77      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση που της επέβαλλε το άρθρο II.30, παράγραφος 1, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως.

78      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

79      Πράγματι, μολονότι η φράση «λοιπές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, της επίδικης συμβάσεως, μπορεί να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη, μεταξύ άλλων, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανόμενου, κατά συνέπεια, και του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, αυτού, το οποίο επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, τόσο οι επιστολές που απέστειλε η Επιτροπή στην ενάγουσα όσο και το από 13 Σεπτεμβρίου 2013 χρεωστικό σημείωμα, του οποίου το περιεχόμενο μνημονεύεται στις σκέψεις 29 έως 39 ανωτέρω, δεν μπορούν να αποσπαστούν από την επίδικη σύμβαση, δεδομένου ότι, μέσω αυτών, η Επιτροπή επιδίωκε την επιστροφή της προχρηματοδοτήσεως που καταβλήθηκε στην ενάγουσα από τον συντονιστή του έργου REACH112 στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως.

80      Ως εκ τούτου, λόγω της φύσεώς τους καθεαυτήν, οι ως άνω επιστολές καθώς και το χρεωστικό σημείωμα δεν μπορούν να εκληφθούν ως νομικές πράξεις της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, ως προς τις οποίες ισχύει η υποχρέωση αιτιολογήσεως δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και, όσον αφορά αποφάσεις της διοικήσεως, δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

81      Επιπλέον, στον βαθμό που η επιχειρηματολογία της ενάγουσας μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην απόδειξη παραβιάσεως της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και προσβολής των χρηστών και συναλλακτικών ηθών συνεπεία των επιστολών που απέστειλε η Επιτροπή στην ενάγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοια παραβίαση ή προσβολή δεν συντρέχει εν προκειμένω.

82      Πράγματι, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τις αποσταλείσες στην ενάγουσα επιστολές, τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή, και ειδικότερα το γεγονός ότι με το από 4 Απριλίου 2011 έγγραφό της ζήτησε την επιστροφή ποσού 51 366,40 ευρώ καθώς και ότι με το από 13 Φεβρουαρίου 2013 έγγραφό της επικαλέστηκε, για να στηρίξει το αίτημά της αυτό, τα άρθρα II.28, παράγραφος 5, και II.30, παράγραφος 1, της επίδικης συμβάσεως, διορθώθηκαν με την από 19 Ιουλίου 2013 επιστολή. Πράγματι, στο τελευταίο αυτό έγγραφο, η Επιτροπή, αφενός, υπενθύμισε ότι το ποσό της προχρηματοδοτήσεως του οποίου σκόπευε να ζητήσει την επιστροφή από την ενάγουσα ανερχόταν σε 47 197,93 ευρώ και διευκρίνισε ότι στήριζε την αξίωσή της αυτή στα άρθρα II.10, παράγραφος 2, και II.11, παράγραφος 3, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως και, αφετέρου, παρέσχε στην ενάγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός 30 ημερών, όπως είχε ήδη πράξει με το από 13 Φεβρουαρίου 2013 έγγραφό της.

83      Επισημαίνεται επίσης ότι, μολονότι η Επιτροπή, στις από 7 Μαΐου 2013 και 9 Αυγούστου 2013 επιστολές της, όντως εξέφρασε την πρόθεσή της να υπολογίσει την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση βάσει των διατάξεων των γενικών όρων που ίσχυαν για τις συναπτόμενες στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου συμβάσεις και να απευθύνει σχετικό έγγραφο στην ενάγουσα, εντούτοις ουδέποτε απέστειλε το επίμαχο έγγραφο στην ενάγουσα. Επίσης, από τα δικόγραφα της ενάγουσας προκύπτει ότι αυτή είχε πλήρη επίγνωση του ότι οι ως άνω διατάξεις δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν επί της επίδικης συμβάσεως και ότι επρόκειτο προδήλως για σφάλμα. Εν πάση περιπτώσει, από τις δύο προαναφερθείσες επιστολές προκύπτει ότι η αναφορά την οποία έκανε η Επιτροπή στην πρόθεσή της να υπολογίσει την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση βάσει των διατάξεων των εν λόγω γενικών όρων δεν συνδεόταν προφανώς με το αίτημα επιστροφής της προχρηματοδοτήσεως που καταβλήθηκε στην ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως, αλλά με τη διενέργεια του οικονομικού ελέγχου ο οποίος αφορούσε, μεταξύ άλλων, έξι άλλες συμβάσεις που διέπονταν από τους επίμαχους γενικούς όρους.

84      Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο αίτημα της ενάγουσας, να αναγνωριστεί ότι το αίτημα της Επιτροπής για επιστροφή της προχρηματοδοτήσεως από την ενάγουσα συνιστά αθέτηση της επίδικης συμβάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί των αιτημάτων να αναγνωριστεί, κατά βάση, ότι δεν οφείλεται το ζητούμενο από την Επιτροπή ποσό των 47 197,93 ευρώ και οι σχετικοί τόκοι υπερημερίας ή ότι οφείλεται μόνο ποσό το οποίο δεν περιλαμβάνει τις δαπάνες που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112

85      Με το δεύτερο και το τρίτο αίτημα, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλεται το ζητούμενο από την Επιτροπή ποσό των 47 197,93 ευρώ ή ότι οφείλεται μόνο ποσό το οποίο δεν περιλαμβάνει τις δαπάνες που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του εν λόγω έργου, ήτοι ποσό 13 821,12 ευρώ.

86      Επίσης η ενάγουσα ζητεί, με το υπόμνημα απαντήσεως, την απόρριψη της ανταγωγής της Επιτροπής κατά το μέρος αυτό.

87      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει το δεύτερο και το τρίτο αίτημα της ενάγουσας ως αβάσιμα και, αποφαινόμενο επί της ανταγωγής, να υποχρεώσει την ενάγουσα να καταβάλει το ποσό των 47 197,93 ευρώ, ως κύρια οφειλή, το ποσό των 413,79 ευρώ, ως τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους από την 29η Οκτωβρίου 2013 έως την 16η Ιανουαρίου 2014, και το ποσό των 5,17 ευρώ ημερησίως, ως τόκο υπερημερίας, από τη 17η Ιανουαρίου 2014 έως την ολοσχερή και πλήρη εξόφληση της κύριας οφειλής.

88      Από τα αιτήματα αυτά προκύπτει ότι οι διάδικοι ερίζουν ως προς το αν η ενάγουσα υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή το σύνολο της προχρηματοδοτήσεως που της καταβλήθηκε από τον συντονιστή του έργου REACH112 συν τους σχετικούς τόκους υπερημερίας.

–       Επί του βάρους αποδείξεως

89      Σύμφωνα με γενικώς αναγνωρισμένη αρχή του δικαίου, κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί αρμοδιότητας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 8ης Απριλίου 1992, Επιτροπή κατά Feilhauer, C‑209/90, Συλλογή, EU:C:1992:172, σκέψη 13). Εντούτοις, η αρχή αυτή δεν ισχύει για τους κανόνες που ρυθμίζουν το βάρος αποδείξεως, καθώς και το παραδεκτό, την αξία και την αποδεικτική ισχύ των προβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες δεν είναι δικονομικής αλλά ουσιαστικής φύσεως, καθόσον καθορίζουν τις προϋποθέσεις ασκήσεως, το πεδίο και τους λόγους αποσβέσεως επίδικων δικαιωμάτων. Επομένως, ο καθορισμός δυνάμει της επίδικης συμβάσεως του εφαρμοστέου δικαίου αφορά επίσης τους κανόνες περί αποδείξεως.

90      Το άρθρο 1315 του βελγικού αστικού κώδικα ορίζει ότι όποιος απαιτεί την εκπλήρωση μιας ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της. Αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής του.

91      Εν προκειμένω, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη των επίδικων υποχρεώσεων των οποίων ζητεί την εκπλήρωση και οι οποίες αμφισβητούνται από την ενάγουσα.

92      Κατά το βελγικό δίκαιο, μολονότι η απόδειξη των πραγματικών περιστατικών είναι ελεύθερη, εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 1341 του βελγικού αστικού κώδικα, η απόδειξη πρέπει να είναι έγγραφη όταν αφορά δικαιοπραξία της οποίας η αξία υπερβαίνει τα 750 ευρώ.

93      Δεδομένου ότι οι επίδικες υποχρεώσεις αφορούν ποσά που υπερβαίνουν το ποσό που μνημονεύεται στη σκέψη 92 ανωτέρω, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει εγγράφως την ύπαρξη των υποχρεώσεων αυτών.

–       Επί της φύσεως και της βάσεως των επίδικων υποχρεώσεων

94      Οι επίδικες υποχρεώσεις διακρίνονται τόσο κατά τη φύση τους όσο και κατά τη βάση τους.

95      Κατά πρώτο λόγο, αφορούν την επιστροφή της προχρηματοδοτήσεως ύψους 47 197,93 ευρώ, την οποία κατέβαλε στην ενάγουσα ο συντονιστής του έργου REACH112, λαμβανομένων υπόψη των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010 από τα οποία προκύπτει ο μη επιλέξιμος χαρακτήρας των δαπανών που πραγματοποίησε η ενάγουσα κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως των συμβάσεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα II.10, παράγραφος 2, και II.11, παράγραφος 3, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως.

96      Κατά δεύτερο λόγο, οι επίδικες υποχρεώσεις αφορούν την καταβολή τόκων υπερημερίας λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής του προαναφερθέντος ποσού, υπολογιζόμενων από την ημερομηνία που αναγράφεται στο χρεωστικό σημείωμα (υπ’ αριθ. 3241310346), ήτοι από την 28η Οκτωβρίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο II.30, παράγραφος 2, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως.

97      Λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής φύσεως και διαφορετικής βάσεώς τους, επιβάλλεται η χωριστή εξέταση των δύο ειδών υποχρεώσεων που προσδιορίσθηκαν στις σκέψεις 95 και 96 ανωτέρω.

–       Επί της επιστροφής της προχρηματοδοτήσεως ύψους 47 197,93 ευρώ που κατέβαλε στην ενάγουσα ο συντονιστής του έργου REACH112

98      Κατά κύριο λόγο, η ενάγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε στα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010, ο οποίος αφορούσε την εκτέλεση των συμβάσεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω, προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή της προχρηματοδοτήσεως που καταβλήθηκε από τον συντονιστή του έργου REACH112 και να απορρίψει τις δαπάνες που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του εν λόγω έργου. Κατά την ενάγουσα, η ενέργεια αυτή της Επιτροπής συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της ενάγουσας, παράβαση των διατάξεων της επίδικης συμβάσεως καθώς και παραβίαση των διεθνών κανόνων οικονομικού ελέγχου.

99      Επικουρικώς, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή περί απαγορεύσεως καταχρήσεως δικαιώματος, κατά το μέρος που ζήτησε την επιστροφή των προκαταβληθέντων για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 ποσών βάσει των πορισμάτων οικονομικού ελέγχου ο οποίος αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ένδικης διαφοράς μεταξύ της Κοινότητας και της ενάγουσας.

100    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της ενάγουσας. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι το αίτημά της περί επιστροφής στηρίζεται στα άρθρα II.10, παράγραφος 2, και II.11, παράγραφος 3, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως και, αφετέρου, ότι έκρινε μη επιλέξιμες τις δαπάνες που υποβλήθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112, διότι η ενάγουσα δεν μπόρεσε να αιτιολογήσει την επιλεξιμότητά τους, κατόπιν των σοβαρών και επανειλημμένων παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010.

101    Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά το άρθρο II.1 των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, η προχρηματοδότηση περιλαμβάνει εξ ορισμού κάθε τμήμα της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Ένωσης που προκαταβάλλεται με σκοπό την παροχή αρχικού χρηματοδοτικού κεφαλαίου. Δυνάμει του άρθρου II.27, παράγραφος 1, των εν λόγω γενικών όρων, η προχρηματοδότηση αυτή παραμένει στην κυριότητα της Ένωσης έως την τελική πληρωμή.

102    Όταν, όπως εν προκειμένω, η κοινοπραξία έχει λάβει μόνο προχρηματοδότηση, η τελική πληρωμή αντιστοιχεί, σύμφωνα με το άρθρο II.26, παράγραφος 1, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, στο εγκεκριμένο από την Επιτροπή ποσό για το έργο, λαμβανομένης υπόψη κάθε αναγκαίας αναπροσαρμογής. Ειδικότερα, πρόκειται για εφαρμογή της αρχής που καθιερώνει το άρθρο II.25, παράγραφος 2, των εν λόγω γενικών όρων, κατά την οποία η χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης καταβάλλεται βάσει των δαπανών του δικαιούχου τις οποίες έχει εγκρίνει η Επιτροπή.

103    Κατά το άρθρο II.23 των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, δεκτές γίνονται μόνον οι επιλέξιμες δαπάνες που είναι αιτιολογημένες από τον δικαιούχο.

104    Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου II.10, παράγραφος 2, στοιχείο a, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιταχθεί στην καταγγελία της συμβάσεως την οποία έχει ζητήσει εγγράφως ο συντονιστής του έργου REACH112 σε συνεννόηση με τους λοιπούς δικαιούχους, για μείζονος σημασίας τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους που επηρεάζουν σημαντικά το προαναφερθέν έργο ή αν η δυνατότητα αποδοτικής χρήσεως των αποτελεσμάτων του έργου αυτού μειωθεί σημαντικά.

105    Σε περίπτωση καταγγελίας της επίδικης συμβάσεως κατά το άρθρο II.10, παράγραφος 2, στοιχείο a, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, οι πληρωμές στις οποίες έχει προβεί η Επιτροπή περιορίζονται, σύμφωνα με το άρθρο II.11, παράγραφος 3, των εν λόγω γενικών όρων, «στις επιλέξιμες δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και έχουν γίνει αποδεκτές μέχρι την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η καταγγελία καθώς και σε κάθε νόμιμη δέσμευση που έχει αναληφθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία και δεν μπορεί να ακυρωθεί».

106    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με την από 6 Ιουνίου 2012 επιστολή, ο συντονιστής του έργου REACH112, σε συνεννόηση με όλους τους δικαιούχους, ζήτησε την καταγγελία της επίδικης συμβάσεως κατά το μέρος που αφορούσε την ενάγουσα, μέσω τροποποιήσεως της εν λόγω συμβάσεως με την οποία ως ημερομηνία τερματισμού συμμετοχής της ενάγουσας οριζόταν η 1η Ιουλίου 2010. Επισημαίνεται επίσης ότι η τροποποίηση αυτή έγινε δεκτή από την Επιτροπή με την από 16 Οκτωβρίου 2012 συστημένη επιστολή.

107    Επομένως, δυνάμει του άρθρου II.10, παράγραφος 2, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, η καταγγελία της επίδικης συμβάσεως όσον αφορά την ενάγουσα άρχισε να παράγει αποτελέσματα την 16η Οκτωβρίου 2012.

108    Ως εκ τούτου, βάσει του άρθρου II.11, παράγραφος 3, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, οι πληρωμές της Επιτροπής σε σχέση με την ενάγουσα έπρεπε να περιοριστούν στις επιλέξιμες δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί και είχαν γίνει αποδεκτές από την Επιτροπή μέχρι τη 16η Οκτωβρίου 2012 καθώς και σε κάθε νόμιμη δέσμευση που είχε αναληφθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία και δεν μπορούσε να ακυρωθεί.

109    Πάντως, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, κατά τη 16η Οκτωβρίου 2012, η ενάγουσα είχε υποβάλει στην Επιτροπή μόνο τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί στην οικονομική έκθεση της πρώτης περιόδου αναφοράς του έργου REACH112, ήτοι δαπάνες ύψους 13 821,12 ευρώ.

110    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα άρθρα II.10, παράγραφος 2, και II.11, παράγραφος 3, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, το τμήμα εκείνο της προχρηματοδοτήσεως που έλαβε η ενάγουσα, το οποίο υπερβαίνει τις δαπάνες που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112, και συγκεκριμένα το ποσό των 33 376,81 ευρώ, παραμένει στην κυριότητα της Ένωσης.

111    Βάσει των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αίτημα επιστροφής της Επιτροπής, κατά το μέρος που αφορά το διαλαμβανόμενο στη σκέψη 110 ανωτέρω ποσό, είναι βάσιμο.

112    Μένει να διευκρινιστεί αν η ενάγουσα υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή το τμήμα εκείνο της προχρηματοδοτήσεως που καταβλήθηκε από τον συντονιστή του έργου REACH112, το οποίο δεν υπερβαίνει το διαλαμβανόμενο στη σκέψη 109 ανωτέρω ποσό των δαπανών που δήλωσε για την πρώτη περίοδο αναφοράς του εν λόγω έργου.

113    Επισημαίνεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου II.11, παράγραφος 7, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, η καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως όσον αφορά την ενάγουσα δεν θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που της αναγνωρίζει η εν λόγω σύμβαση προκειμένου να αποδεχθεί ή να απορρίψει, μεταξύ άλλων, τις εκθέσεις, προκειμένου να αποδεχθεί, να περιορίσει ή να απορρίψει δηλωθείσες δαπάνες και προκειμένου να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο ή τεχνική επανεξέταση.

114    Από τα ανωτέρω έπεται ότι το γεγονός ότι η ενάγουσα δήλωσε τις δαπάνες για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 στις 16 Οκτωβρίου 2012 δεν ισοδυναμούσε με αυτόματη αποδοχή των εν λόγω δαπανών από την Επιτροπή, καθόσον αυτή είχε το δικαίωμα να τις απορρίψει.

115    Κατά την Επιτροπή, εν προκειμένω, η απόρριψη των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 οφείλεται στο ότι η ενάγουσα δεν αιτιολόγησε την επιλεξιμότητα των δαπανών αυτών, καθόσον δεν προσκόμισε στοιχεία ή πληροφορίες που να μπορούν να ανατρέψουν τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του 2010 από τα οποία προέκυψαν υπόνοιες σχετικά με την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίδικη σύμβαση κάλυπτε την ίδια χρονική περίοδο με τις συμβάσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω και ότι μία από τις συμβάσεις αυτές, και συγκεκριμένα η σύμβαση T‑Seniority, διεπόταν από τους ίδιους γενικούς όρους με την επίδικη σύμβαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την Επιτροπή, οι απαιτήσεις σχετικά με το σύστημα καταγραφής του χρόνου εργασίας ήταν οι ίδιες για την επίδικη σύμβαση και για τη σύμβαση T‑Seniority. Επιπροσθέτως, κατά την Επιτροπή, η ενάγουσα, όσον αφορά τις δαπάνες για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112, υπέβαλε έξοδα προσωπικού και έξοδα μεταφοράς σχετικά με ορισμένα πρόσωπα τα οποία είχαν συμμετάσχει στις συμβάσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω και ως προς τα οποία διαπιστώθηκαν σοβαρές παρατυπίες κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010, και συγκεκριμένα σε σχέση με τον X, υπεύθυνο του εν λόγω έργου, και με την Y, εκπρόσωπο της ενάγουσας στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως.

116    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η επέκταση των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου του 2010 στις δαπάνες που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 αντιβαίνει στην επίδικη σύμβαση, στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου καθώς και στους διεθνείς κανόνες οικονομικού ελέγχου. Υποστηρίζει επίσης ότι, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η Επιτροπή, αφενός, η εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως είναι μεταγενέστερη του οικονομικού ελέγχου και, αφετέρου, καμία δαπάνη προσωπικού σε σχέση με τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας δεν υποβλήθηκε στο πλαίσιο της επίδικης συμβάσεως, δεδομένου ότι αυτή δεν συμμετείχε στην εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως.

117    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, για να είναι επιλέξιμες, οι δαπάνες που δηλώνει ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, πρέπει να είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου· να έχουν πραγματοποιηθεί όντως από τον δικαιούχο· να είναι προσδιορίσιμες και επαληθεύσιμες· να είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία του δικαιούχου και να έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στη χώρα στην οποία έχει την εγκατάστασή του ο δικαιούχος και σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές κοστολογήσεως που αυτός εφαρμόζει —οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου που εφαρμόζει ο δικαιούχος πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση αντιστοίχηση των δαπανών και τιμολογίων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά· να είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας φορολογικής και εργατικής νομοθεσίας, να είναι εύλογες, αιτιολογημένες και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, ιδίως όσον αφορά την εξοικονόμηση πόρων και την αποδοτικότητα, και να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου.

118    Ο αντισυμβαλλόμενος, προκειμένου να αιτιολογήσει την τήρηση των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας κατά το άρθρο II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, υποχρεούται, βάσει του άρθρο II.23 των ίδιων γενικών όρων, «να τηρεί, σε συστηματική βάση και σύμφωνα με τα συνήθη λογιστικά πρότυπα του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος, τον λογαριασμό του έργου και την κατάλληλη τεκμηρίωση προκειμένου να αποδεικνύει και να αιτιολογεί λεπτομερώς τις δαπάνες και τις ημερομηνίες που εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία του», «[ο] λογαριασμός αυτός πρέπει να φυλάσσεται τουλάχιστον για πέντε έτη μετά την τελική πληρωμή», «[τ]ο σύνολο του χρόνου εργασίας που χρεώνεται στη σύμβαση επιχορήγησης πρέπει να καταγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου και για μέγιστη περίοδο δύο μηνών από τη λήξη της διάρκειας του έργου», «ο χρόνος αυτός πρέπει να πιστοποιείται τουλάχιστον μια φορά ανά μήνα από τον υπεύθυνο του έργου τον οποίο έχει ο ορίσει ο συμμετέχων σύμφωνα με το άρθρο II.3.b του παρόντος παραρτήματος ή από το οικονομικό στέλεχος που έχει δεόντως εξουσιοδοτήσει [η ενάγουσα]» και «[η] τεκμηρίωση αυτή πρέπει να είναι ακριβής, πλήρης και αποτελεσματική».

119    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, βάσει των μνημονευόμενων στις σκέψεις 89 έως 93 ανωτέρω αρχών που διέπουν το βάρος αποδείξεως, απόκειται στην Επιτροπή να προβάλει και να αποδείξει εγγράφως τα στοιχεία που στηρίζουν το βάσιμο του αιτήματός της.

120    Εν προκειμένω, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 δεν πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας κατά το άρθρο II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή οφείλει, αφενός, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και, αφετέρου, να προσκομίσει εγγράφως στοιχεία που να στηρίζουν την εκτίμησή της. Αντιστοίχως, απόκειται στην ενάγουσα να αμφισβητήσει τα επιχειρήματα και τα στοιχεία της Επιτροπής και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου, μεταξύ άλλων, τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο II.23 των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, περαιτέρω δε, η Επιτροπή δύναται ενδεχομένως να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους τα επιχειρήματα της ενάγουσας ή τα προσκομισθέντα από αυτήν αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να απορριφθούν.

121    Πάντως, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010 δεν ασκούν επιρροή σε σχέση με την επιλεξιμότητα των δαπανών που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112.

122    Πράγματι, καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι καμία διάταξη της επίδικης συμβάσεως δεν προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να απορρίψει τις δηλωθείσες από την ενάγουσα δαπάνες λόγω υπονοιών που έχουν προκύψει από οικονομικό έλεγχο που διενεργήθηκε σε σχέση με την εκτέλεση άλλων συμβάσεων.

123    Ειδικότερα, κατά το άρθρο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, η ύπαρξη ή η υπόνοια παρατυπίας εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου στο πλαίσιο άλλης συμβάσεως χρηματοδοτούμενης από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, η οποία είναι σοβαρής φύσεως ή διαπράττεται σε συστηματική βάση κατά τρόπο ώστε να επηρεάζει την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως, παρέχει στην Επιτροπή απλώς τη δυνατότητα να αναστείλει το σύνολο ή μέρος των πληρωμών.

124    Εξάλλου, μολονότι το άρθρο II.28, παράγραφος 5, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, βάσει των πορισμάτων οικονομικού ελέγχου, να εκδώσει ένταλμα εισπράξεως σχετικά με το σύνολο ή με μέρος των πληρωμών που έχουν διενεργηθεί υπέρ δικαιούχου, εντούτοις από το άρθρο II.28, παράγραφος 2, των ως άνω γενικών όρων προκύπτει ότι σκοπός του εν λόγω ελέγχου είναι «να επαληθευτεί η ορθή διαχείριση της σύμβασης, η υλοποίησή της σύμφωνα με τις διατάξεις της και ο σύμφωνος με τη σύμβαση καταλογισμός των δαπανών». Επομένως, ο οικονομικός έλεγχος βάσει του οποίου μπορεί να απορριφθεί η απόδοση των δαπανών που πραγματοποίησε η ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως πρέπει να αφορά την εκτέλεση του έργου REACH112 και όχι την εκτέλεση άλλης συμβάσεως.

125    Περαιτέρω, η απόφαση της 13ης Ιουνίου 2012, Insula κατά Επιτροπής (T‑366/09, EU:T:2012:288), την οποία επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, στερείται σημασίας εν προκειμένω.

126    Πράγματι, με την απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των χρηματοοικονομικών παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο ελέγχου σχετικού με τρεις συμβάσεις επιχορηγήσεως συναφθείσες με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο, η Επιτροπή μπορούσε να έχει εύλογες υπόνοιες ότι ο αντισυμβαλλόμενος αυτός διέπραξε ανάλογης σοβαρότητας παρατυπίες κατά την εκτέλεση όλων των συμβάσεων που τον συνέδεαν με την Επιτροπή και ότι, ως εκ τούτου, ορθώς η τελευταία ζήτησε από τον συντονιστή που είχε οριστεί για τις συμβάσεις οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί, κατά το στάδιο εκείνο, σε έλεγχο να αναστείλει τις πληρωμές υπέρ του εν λόγω αντισυμβαλλόμενου, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα σε διάταξη των γενικών όρων των τελευταίων αυτών συμβάσεων (απόφαση Insula κατά Επιτροπής, σκέψη 125 ανωτέρω, EU:T:2012:288, σκέψεις 211 και 213). Εν προκειμένω, όμως, οι υπόνοιες περί παρατυπίας, τις οποίες προκάλεσαν τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του 2010, σχετικά με την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως, προβλήθηκαν από την Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογηθεί όχι η αναστολή των πληρωμών, όπως θα ήταν δυνατόν δυνάμει του άρθρου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των γενικών όρων της εν λόγω συμβάσεως, αλλ’ αντιθέτως η συνολική απόρριψη της αποδόσεως των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εν λόγω συμβάσεως.

127    Εξάλλου, στην υπόθεση Insula κατά Επιτροπής (σκέψη 125 ανωτέρω, EU:T:2012:288), οι συμβάσεις ως προς τις οποίες πραγματοποιήθηκε αναστολή πληρωμών λόγω υπονοιών για παρατυπίες, τις οποίες προκάλεσε οικονομικός έλεγχος που διενεργήθηκε για άλλες συμβάσεις, αποτέλεσαν οι ίδιες αντικείμενο μεταγενέστερου οικονομικού ελέγχου. Βάσει του δεύτερου αυτού ελέγχου η Επιτροπή ζήτησε την επιστροφή ορισμένων ποσών που είχε καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενό της, λόγω μη επιλεξιμότητας τμήματος των δαπανών που της είχαν υποβληθεί (απόφαση Insula κατά Επιτροπής, σκέψη 125 ανωτέρω, EU:T:2012:288, σκέψεις 62 έως 65 και 213). Διαπιστώνεται όμως ότι, εν προκειμένω, παρά τις υπόνοιες που προκάλεσε ο οικονομικός έλεγχος του 2010 για ενδεχόμενες παρατυπίες εκ μέρους της ενάγουσας στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως, η Επιτροπή δεν διενήργησε οικονομικό έλεγχο σε σχέση με τη σύμβαση αυτή.

128    Τέλος, τα επιχειρήματα της Επιτροπής που στηρίζονται στον οικονομικό έλεγχο του Φεβρουαρίου 2010 με αντικείμενο τις συμβάσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω, αν ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συνδέονται όχι με υπόνοιες, αλλά με συγκεκριμένες διαπιστώσεις αναφορικά με την επίδικη σύμβαση, δεν στηρίζουν επαρκώς τα αιτήματα του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

129    Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση οικονομικού ελέγχου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, με την εξαίρεση και μόνο της περιόδου αναφοράς αριθ. 3 της συμβάσεως υπ’ αριθ. 045563 «A wearable system supporting services to enable elderly people to live well, independently and at ease», η οποία διεπόταν από γενικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους της επίδικης συμβάσεως, ήτοι τους γενικούς όρους των συναπτόμενων δυνάμει του έκτου προγράμματος-πλαισίου συμβάσεων, οι περίοδοι αναφοράς των μνημονευόμενων στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω συμβάσεων οι οποίες λήφθηκαν υπόψη για τις ανάγκες του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010, συμπεριλαμβανομένης της συμβάσεως T‑Seniority, είναι στο σύνολό τους προγενέστερες της ημερομηνίας ενάρξεως εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως, και συγκεκριμένα της 1ης Ιουλίου 2009.

130    Πάντως, αφενός, η Επιτροπή ουδόλως εξηγεί πώς ακριβώς οι δυσλειτουργίες και παρατυπίες σχετικά με το σύστημα καταγραφής χρόνου εργασίας της ενάγουσας καθώς και με τα έξοδα προσωπικού και τα έξοδα μετακινήσεως που διαπιστώθηκαν κατά τον οικονομικό έλεγχο του Φεβρουαρίου 2010 σε σχέση με τις προ της 1ης Ιουλίου 2009 περιόδους αναφοράς των συμβάσεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω αποδεικνύουν την ύπαρξη δυσλειτουργιών και παρατυπιών κατά την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως.

131    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι οι δυσλειτουργίες και παρατυπίες που διαπιστώθηκαν κατά τον οικονομικό έλεγχο του Φεβρουαρίου 2010 διήρκεσαν πέραν της 1ης Ιουλίου 2009 στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως.

132    Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τους πίνακες 6 και 7, που περιλαμβάνονται στις σελίδες 20 και 21 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, οι διαπιστωθείσες παρατυπίες όσον αφορά τον αριθμό ημερών εργασίας που δήλωσε ο X στο πλαίσιο της εκτελέσεως των μνημονευόμενων στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω συμβάσεων δεν είναι μεταγενέστερες του μηνός Ιουνίου 2009. Ομοίως, το μόνο παράδειγμα παρατυπίας όσον αφορά τα έξοδα ταξιδίου που περιλαμβάνεται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου της 22ας Δεκεμβρίου 2010 αφορά ταξίδι που πραγματοποίησε ο X τον Ιανουάριο 2008, όπως προκύπτει από τη σελίδα 21 της εν λόγω εκθέσεως. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την προαναφερθείσα έκθεση δεν προκύπτει ποιες είναι οι παρατυπίες που προσάπτονται στην X, νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των μνημονευόμενων στις σκέψεις 6 έως 8 ανωτέρω συμβάσεων.

133    Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει κανένα άλλο επιχείρημα πέραν εκείνου που αντλεί από τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου 2010 ούτε κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο πέραν της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, προκειμένου να αποδείξει ότι οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 δεν πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας κατά το άρθρο II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως.

134    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στις μνημονευθείσες στη σκέψη 120 ανωτέρω απαιτήσεις προκειμένου να επιτύχει την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως το οποίο φέρει.

135    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, η ενάγουσα πρέπει να υποχρεωθεί να επιστρέψει στην Επιτροπή το τμήμα εκείνο της προχρηματοδοτήσεως που έλαβε από τον συντονιστή του έργου REACH112, το οποίο υπερβαίνει τις δαπάνες που αυτή δήλωσε για την πρώτη περίοδο αναφοράς του εν λόγω έργου, και συγκεκριμένα το ποσό των 33 376,81 ευρώ.

–       Επί της καταβολής τόκων υπερημερίας

136    Η Επιτροπή ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας επί του ζητούμενου με το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241310346 ποσού των 47 197,93 ευρώ, υπολογιζόμενων από την καταληκτική ημερομηνία πληρωμής που ορίζεται στο εν λόγω σημείωμα, ήτοι από την 29η Οκτωβρίου 2013.

137    Υπενθυμίζεται συναφώς, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 135 ανωτέρω, διαπίστωσε το βάσιμο του αιτήματος επιστροφής της Επιτροπής κατά το μέρος που αφορά ποσό 33 376,81 ευρώ.

138    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο II.30, παράγραφος 2, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως, τα ποσά που δεν έχουν εξοφληθεί κατά την ορισθείσα από την Επιτροπή καταληκτική ημερομηνία προσαυξάνονται με τόκους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο II.5, παράγραφος 5, των εν λόγω γενικών όρων.

139    Το άρθρο II.5, παράγραφος 5, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως προβλέπει οι τόκοι υπερημερίας υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως (όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C) και το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα της καταληκτικής ημερομηνίας πληρωμής, προσαυξημένο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

140    Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου II.30, παράγραφος 2, και του άρθρου II.5, παράγραφος 5, των γενικών όρων της επίδικης συμβάσεως προκύπτει ότι τα επίμαχα ποσά προσαυξάνονται με τόκους από την πάροδο της καταληκτικής ημερομηνίας πληρωμής που έχει τάξει η Επιτροπή.

141    Επομένως, η ενάγουσα πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει τους προβλεπόμενους στα ως άνω άρθρα τόκους επί του ποσού των 33 376,81 ευρώ, με αφετηρία την καταληκτική ημερομηνία πληρωμής που όρισε η Επιτροπή στο χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241310346, ήτοι από την 29η Οκτωβρίου 2013.

142    Το επιτόκιο που πρέπει να εφαρμοστεί είναι 4 % και προκύπτει από το επιτόκιο που εφάρμοζε η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως κατά την 1η Οκτωβρίου 2013, ήτοι 0,5 % (ΕΕ 2013, C 286, σ. 1), προσαυξημένο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

143    Οι τόκοι που θα υπολογιστούν βάσει του μνημονευόμενου στη σκέψη 143 ανωτέρω επιτοκίου θα οφείλονται επί του ποσού που διαλαμβάνεται στη σκέψη 141 ανωτέρω μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

144    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

145    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ενάγουσα και η Επιτροπή ηττήθηκαν αμφότερες ως προς διάφορα αιτήματά τους, φέρουν καθεμία τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Παρέλκει η κρίση επί των αιτημάτων της «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης» να αναγνωριστεί ότι, λόγω της μη εφαρμογής των γενικών όρων του έκτου προγράμματος-πλαισίου στην επίδικη σύμβαση, η ενάγουσα δεν οφείλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει της συμβάσεως αυτής και ότι, συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αθέτησε την επίδικη σύμβαση δηλώνοντας την πρόθεσή της να απαιτήσει τέτοια αποζημίωση.

2)      Δέχεται το αίτημα της «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης» να αναγνωριστεί ως αβάσιμη η απαίτηση επιστροφής της προχρηματοδοτήσεως που έλαβε στο πλαίσιο της συμβάσεως υπ’ αριθ. 238940 «REsponding to All Citizens needing Help (REACH112)», κατά το μέρος που το αίτημα αυτό αφορά τις δαπάνες που αυτή δήλωσε για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή της «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης».

4)      Απορρίπτει το αίτημα της Επιτροπής να υποχρεωθεί η «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης» στην επιστροφή της προχρηματοδοτήσεως που έλαβε στο πλαίσιο της συμβάσεως υπ’ αριθ. 238940 «REsponding to All Citizens needing Help (REACH112)», κατά το μέρος που το αίτημα αυτό αφορά τις δαπάνες που δήλωσε η δεύτερη για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112.

5)      Υποχρεώνει την «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης» στην καταβολή προς την Επιτροπή του ποσού των 33 376,81 ευρώ, προσαυξημένου με τόκους υπερημερίας βάσει επιτοκίου 4 % κατ’ έτος, από την 29η Οκτωβρίου 2013 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του ποσού αυτού.

6)      Η «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες — Ισότης» και η Επιτροπή φέρουν η καθεμία τα δικαστικά έξοδά τους.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Φεβρουαρίου 2016.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Η επίδικη σύμβαση

Η εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εφαρμοστέου δικαίου

Επί του παραδεκτού

Επί της ουσίας

Επί του αιτήματος να αναγνωριστεί, κατά βάση, ότι, λόγω της μη εφαρμογής των γενικών όρων του έκτου προγράμματος-πλαισίου στην επίδικη σύμβαση, η ενάγουσα δεν οφείλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει της συμβάσεως αυτής και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή αθέτησε την επίδικη σύμβαση δηλώνοντας την πρόθεσή της να απαιτήσει τέτοια αποζημίωση

Επί των αιτημάτων να αναγνωριστεί, κατά βάση, ότι το αίτημα της Επιτροπής για επιστροφή της προχρηματοδοτήσεως από την ενάγουσα συνιστά αθέτηση της επίδικης συμβάσεως

Επί των αιτημάτων να αναγνωριστεί, κατά βάση, ότι δεν οφείλεται το ζητούμενο από την Επιτροπή ποσό των 47 197,93 ευρώ και οι σχετικοί τόκοι υπερημερίας ή ότι οφείλεται μόνο ποσό το οποίο δεν περιλαμβάνει τις δαπάνες που δηλώθηκαν για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112

– Επί του βάρους αποδείξεως

– Επί της φύσεως και της βάσεως των επίδικων υποχρεώσεων

– Επί της επιστροφής της προχρηματοδοτήσεως ύψους 47 197,93 ευρώ που κατέβαλε στην ενάγουσα ο συντονιστής του έργου REACH112

– Επί της καταβολής τόκων υπερημερίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.