Language of document : ECLI:EU:T:2010:274

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2010

Υπόθεση T-485/08 P

Paul Lafili

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Παραδεκτό — Έννοια του διαδίκου ο οποίος ηττήθηκε πρωτοδίκως — Προαγωγή — Κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο — Πολλαπλασιαστικός συντελεστής ανώτερος της μονάδος — Αντιστοιχία της αρχαιότητας στο κλιμάκιο — Άρθρο 7 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑22/07, Lafili κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑271 και II‑A‑1‑1437).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Paul Lafili φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Χρησιμοποίηση έμμεσης αιτιολογίας εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

2.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Μεταβατικοί κανόνες εφαρμοστέοι μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 723/2004 — Πρώτη προαγωγή μετά την 1η Μαΐου 2004 μονίμου υπαλλήλου προσληφθέντος πριν από την ημερομηνία αυτή

[Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), παράρτημα XIII, άρθρα 7 §§ 5 και 7· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου]

1.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ) από το άρθρο του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού αυτού, δεν επιβάλλει στο ΔΔΔ να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε ΔΔΔ επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψη 72)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 18 Μαΐου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 60· 8 Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψη 46· 2 Απριλίου 2009, C‑431/07 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2665, σκέψη 42

2.      Οι πολλαπλασιαστικοί συντελεστές του άρθρου 7 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αποτελούν μεταβατικό μέτρο με σκοπό να διασφαλιστεί το επίπεδο των βασικών μηνιαίων αποδοχών που καταβάλλεται στους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν προσληφθεί υπό τον παλαιό ΚΥΚ, διευκρινιζομένου ωστόσο ότι οι εν λόγω συντελεστές δεν διασφαλίζουν μόνον ότι οι υπάλληλοι στους οποίους έχει εφαρμογή δεν θα υποστούν καμία μείωση των βασικών μηνιαίων αποδοχών τους λόγω της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, αλλά και ότι οι υπάλληλοι αυτοί δεν θα λάβουν καμία αύξηση των αποδοχών αυτών, πλην της ληφθείσας κατά την πρώτη τους προαγωγή, υπολογισθείσας κατά την παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου, και της τυχόν απορρέουσας από μισθολογική προαγωγή αυξήσεως.

Ο συντελεστής έχει έννοια μόνον όταν η αξία του είναι κατώτερη ή ανώτερη της μονάδας. Αντιθέτως, ένας ισοδύναμος με τη μονάδα συντελεστής σημαίνει ότι οι βασικές μηνιαίες αποδοχές του οικείου υπαλλήλου αντιστοιχούν στις βασικές μηνιαίες αποδοχές οι οποίες προβλέπονται στον ΚΥΚ για τον βαθμό και το κλιμάκιό του.

Η αντιστοιχία σε αρχαιότητα του υπολοίπου ενός συντελεστή ανώτερου της μονάδας, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 7, τέταρτη περίοδος, του άρθρου αυτού, καθιστά δυνατή, μετά το πέρας μιας σχετικά σύντομης περιόδου, την ένταξη του οικείου υπαλλήλου στη μισθολογική κλίμακα του ΚΥΚ, χωρίς να θιγούν ούτε τα κεκτημένα δικαιώματα ούτε οι θεμιτές προσδοκίες του εν λόγω υπαλλήλου.

Πάντως, δεν υφίσταται κανείς λόγος που να δικαιολογεί την εφαρμογή της αντιστοιχίας αυτής μόνον στην περίπτωση αποδοχών υπαλλήλου, του οποίου ο συντελεστής υπερβαίνει τη μονάδα κατόπιν εφαρμογής των τριών πρώτων περιόδων της ιδίας παραγράφου και να αποκλείεται η εφαρμογή της στην περίπτωση αποδοχών υπαλλήλου στον οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής αυτός από την πρώτη του προαγωγή, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 723/2004.

Το γεγονός και μόνον ότι η τέταρτη περίοδος του άρθρου 7, παράγραφος 7, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν περιλαμβάνεται σε διαφορετικό εδάφιο των τριών πρώτων περιόδου της ιδίας παραγράφου, οι οποίες αφορούν αποκλειστικώς την υποθετική περίπτωση συντελεστή αρχικώς κατώτερου της μονάδας, στερείται σημασίας. Συγκεκριμένα, η σύνταξη ενός κειμένου δεν παρέχει, αφεαυτή, τη δυνατότητα να αντληθούν συμπεράσματα ως προς τη σημασία του κειμένου.

(βλ. σκέψεις 87, 88, 99, 100 και 105)