Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 16 Δεκεμβρίου 2021 η AZ κατά της απόφασης την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 6 Οκτωβρίου 2021 στην υπόθεση T-196/19, AZ κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-792/21 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: AZ (εκπρόσωποι: T. Hartmann, D. Fouquet, M. Kachel, Rechtsanwälte)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.    α) να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Οκτωβρίου 2021, στην υπόθεση T-196/19, και να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής SA.34045 (2013/C) (πρώην 2012/NN) της 28ης Μαΐου 2018, υπ’ αριθ. C(2018) 3166, για τα έτη 2012 και 2013·

β) επικουρικώς σε σχέση με το α΄, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, την επίδικη απόφαση της Επιτροπής·

2. επικουρικώς σε σχέση με το αίτημα υπό 1,

α) να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση της Επιτροπής, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτή απόφαση διατάσσεται, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 20 %, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 500 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 15 % και, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 8 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 10 % των δημοσιευθέντων τελών δικτύου, και, κατά τα λοιπά, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του πρωτοδίκως υποβληθέντος αιτήματος 1 α΄ με το οποίο ζητείται να ακυρωθεί επίσης κατά τα λοιπά η επίδικη απόφαση της Επιτροπής·

β) επικουρικώς σε σχέση με το α΄, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, την επίδικη απόφαση της Επιτροπής, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτή απόφαση διατάσσεται, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 20 % των δημοσιευθέντων τελών δικτύου, και, κατά τα λοιπά, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του πρωτοδίκως υποβληθέντος αιτήματος 1 β΄ με το οποίο ζητείται να ακυρωθεί στο σύνολό της [ή «επίσης κατά τα λοιπά»] η επίδικη απόφαση της Επιτροπής όσον αφορά την αναιρεσείουσα·

3. επικουρικώς σε σχέση με το αίτημα υπό 2,

α) να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του πρωτοδίκως υποβληθέντος αιτήματος 1 α΄ περί ακύρωσης της επίδικης απόφασης της Επιτροπής·

β) επικουρικώς σε σχέση με το α΄, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του πρωτοδίκως υποβληθέντος αιτήματος 1 β΄ περί ακύρωσης της επίδικης απόφασης της Επιτροπής όσον αφορά την αναιρεσείουσα·

4. επικουρικώς σε σχέση με το αίτημα υπό 3,

α) να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση της Επιτροπής, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτή απόφαση διατάσσεται, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 20 %, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 500 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 15 % και, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 8 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 10 % των δημοσιευθέντων τελών δικτύου·

β) επικουρικώς σε σχέση με το α΄, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, την επίδικη απόφαση της Επιτροπής, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτή απόφαση διατάσσεται, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 20 % των δημοσιευθέντων τελών δικτύου·

5. επικουρικώς σε σχέση με το αίτημα υπό 4,

α) να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του πρωτοδίκως υποβληθέντος αιτήματος 2 α΄ περί ακύρωσης της επίδικης απόφασης της Επιτροπής, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτή απόφαση διατάσσεται, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 20 %, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 500 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 15 % και, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 8 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 10 % των δημοσιευθέντων τελών δικτύου·

β) επικουρικώς σε σχέση με το α΄, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του πρωτοδίκως υποβληθέντος αιτήματος 2 β΄ περί ακύρωσης της επίδικης απόφασης της Επιτροπής όσον αφορά την αναιρεσείουσα, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτή απόφαση διατάσσεται, για τους καταναλωτές βασικού φορτίου με τουλάχιστον 7 000 ώρες ετήσιας χρήσης, η επιστροφή ποσού άνω του 20 % των δημοσιευθέντων τελών δικτύου·

6.     να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δικηγορικών αμοιβών και των εξόδων ταξιδίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

Πρώτος και δεύτερος λόγος: προσβολή του δικαιώματος ακρόασης και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

Στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη δικονομικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, συγκεκριμένα, προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης της αναιρεσείουσας και παρέβη την υποχρέωσή του περί αιτιολόγησης της απόφασης. Συνεπεία αυτών, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον συνήγαγε ότι υφίσταται μη επιτρεπόμενη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Με το πρώτο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της σχετικά με τον εσφαλμένο χαρακτήρα του πλαισίου αναφοράς που αποτέλεσε τη βάση της εξέτασης του επιλεκτικού πλεονεκτήματος (σκέψεις 8, 117 και 127 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Με το δεύτερο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της προσαύξησης βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της γερμανικής Stromnetzentgeltverordnung (κανονιστικής απόφασης για τα τέλη δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: StromNEV) (σκέψεις 12, 68, 100 και 101 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Με το τρίτο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εξέταση του κρατικού χαρακτήρα των πόρων, τον ισχυρισμό της σχετικά με τη μη επιστροφή όλων των απολεσθέντων εσόδων και των δαπανών που προέκυψαν από τη χορήγηση απαλλαγών από τα τέλη δικτύου (σκέψεις 95 και 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Με το τέταρτο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εξέταση του κρατικού χαρακτήρα των πόρων, τον ισχυρισμό της σχετικά με την ακύρωση της απόφασης της Bundesnetzagentur (Ομοσπονδιακής Ρυθμιστικής Αρχής Δικτύων) του 2011 (σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Τρίτος λόγος: παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη ουσιαστικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης, καθόσον έκρινε ότι η προσαύξηση βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της StromNEV συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Πρώτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει, συναφώς, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό, στο πλαίσιο της εξέτασής του, κριτηρίων περί ενισχύσεων όσον αφορά την ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης που συνιστά ενίσχυση και την ύπαρξη κρατικού ελέγχου (σκέψεις 77, 83, 86 και 101 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στηριζόμενο σε στρεβλή αντίληψη για το εθνικό δίκαιο, χαρακτήρισε την προσαύξηση βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της StromNEV ως φορολογική επιβάρυνση που συνιστά ενίσχυση, μολονότι δεν υφίστατο ούτε υποχρέωση είσπραξης για τους διαχειριστές του δικτύου ούτε υποχρέωση πληρωμής για τους χρήστες του δικτύου ή τους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενεργείας και δεν επεστράφησαν στους διαχειριστές του δικτύου όλα τα απολεσθέντα έσοδα και οι δαπάνες (σκέψεις 68 και 75 έως 115 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στηριζόμενο σε στρεβλή αντίληψη για το εθνικό δίκαιο, έκρινε ότι υφίσταται κρατικός έλεγχος ως προς την προσαύξηση βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της StromNEV, καθώς στηρίχθηκε σε υποχρέωση είσπραξης και σε πλήρη κάλυψη των δαπανών και έκρινε ότι η Bundesnetzagentur (Ομοσπονδιακή Ρυθμιστική Αρχή Δικτύων) καθόρισε το ποσό της προσαύξησης (σκέψεις 100 έως 112 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Τέταρτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στηριζόμενο σε στρεβλή αντίληψη για το εθνικό δίκαιο, καθόρισε ελλιπές και εσφαλμένο πλαίσιο αναφοράς (σκέψεις 8 και 128 έως 131 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Τέταρτος λόγος: παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων

Τέλος, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθόσον παραγνώρισε την παράνομη διαφορετική μεταχείριση που προέκυψε από την επιβληθείσα με την επίδικη απόφαση της Επιτροπής ανάκτηση της ενίσχυσης όσον αφορά τον μεταβατικό κανόνα του άρθρου 32, παράγραφος 7, της StromNEV του 2013 και, ως εκ τούτου, δεν δέχθηκε ότι παραβιάστηκε η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης η οποία κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης (σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

____________