Με επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1995 (στο εξής: επιστολή της 4ης Οκτωβρίου
1995, ή προσβαλλόμενη απόφαση), το αρμόδιο για τον ανταγωνισμό μέλος της
Επιτροπής απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών για απόδοση των προστίμων,
τονίζοντας τα εξής: «In your letter of 24 November 1993 you asked the Commission to review the
position of your clients (the Swedish respondents") in light of the Court's
judgment of 31 March 1993. More specificaly, you requested the Commission to
return the fines relating to the infringements found in the parts of its decision
which had been annulled by the aforesaid judgment. Having received a preliminary
reaction of my services (letter of 4 February 1994 signed by the Director General
for Competition), you reiterated your request in your letters of 8 April, 24 October
and 21 December 1994.
I do not see any possibility to accept your request. Article 3 of the decision
imposed a fine on each of the producers on an individual basis. Consequently, in
point 7 of the operative part of its judgment, the Court annulled or reduced the
fines imposed on each of the undertakings who were applicants before it. In the
absence of an application of annulment on behalf of your clients, the Court did not
and indeed could not annul the parts of Article 3 imposing a fine on them. It
follows that the obligation of the Commission to comply with the judgment of the
Court has been fulfilled in its entirety by the Commission reimbursing the fines paid
by the successful applicants. As the judgment does not affect the decision with
regard to your clients, the Commission was neither obliged nor indeed entitled to
reimburse the fines paid by your clients.
As your clients' payment is based on a decision which still stands with regard to
them, and which is binding not only on your clients but also on the Commission,
your request for reimbursement cannot be granted.»
[«Με την επιστολή σας της 24ης Νοεμβρίου 1993 ζητήσατε από την Επιτροπή να
επανεξετάσει την κατάσταση των πελατών σας (των σουηδών αποδεκτών) βάσει
της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 31 Μαρτίου 1993. Ειδικότερα,
ζητήσατε από την Επιτροπή την απόδοση των προστίμων που αφορούν
παραβάσεις διαπιστωθείσες στα τμήματα εκείνα της αποφάσεως που ακυρώθηκαν
με την απόφαση του Δικαστηρίου. Μετά μια πρώτη απάντηση των υπηρεσιών μου
(επιστολή της 4ης Φεβρουαρίου 1994, που φέρει την υπογραφή του γενικού
διευθυντή ανταγωνισμού), επαναλάβατε το αίτημά σας με τις επιστολές σας της
8ης Απριλίου, 24ης Οκτωβρίου και 21ης Δεκεμβρίου 1994.
Δεν βλέπω καμία δυνατότητα αποδοχής του αιτήματός σας. Το άρθρο 3 της
αποφάσεως επέβαλε πρόστιμα σε κάθε έναν από τους παραγωγούς επί ατομικής
βάσεως. Γι' αυτόν τον λόγο, στο σημείο 7 του διατακτικού της αποφάσεώς του το
Δικαστήριο ακύρωσε ή μείωσε τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε κάθε μία από τις
επιχειρήσεις που άσκησαν προσφυγή ενώπιόν του. Ελλείψει προσφυγής
ακυρώσεως εκ μέρους ενός των πελατών σας, το Δικαστήριο δεν ακύρωσε ούτε
άλλωστε μπορούσε να το πράξει τα τμήματα του άρθρου 3 που τους επέβαλαν
πρόστιμα. Συνεπώς, η Επιτροπή εκπλήρωσε πλήρως την υποχρέωσή της να
συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου, αποδίδοντας τα ποσά των
προστίμων που κατέβαλαν οι προσφεύγουσες των οποίων οι προσφυγές
ευδοκίμησαν. Δεδομένου ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν θίγει τα σημεία
εκείνα της αποφάσεως που αφορούν τους πελάτες σας, η Επιτροπή δεν είχε ούτε
την υποχρέωση ούτε το δικαίωμα να αποδώσει τα ποσά των προστίμων που
κατέβαλαν οι πελάτες σας.
Δεδομένου ότι οι πελάτες σας κατέβαλαν τα ποσά αυτά βάσει αποφάσεως η
οποία εξακολουθεί να ισχύει ως προς αυτούς, και η οποία εξακολουθεί να είναι
δεσμευτική όχι μόνον γι' αυτούς αλλά και για την Επιτροπή, το αίτημά σας για
απόδοση των προστίμων δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»]
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
16. Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15
Δεκεμβρίου 1995 οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.
17. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να
προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και κάλεσε την Επιτροπή να διατυπώσει
τη γνώμη της, κατά την προφορική διαδικασία, ως προς την ενδεχόμενη σημασία
για την παρούσα υπόθεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου
1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 599).
18. Κατά τη συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου 1996 αγόρευσαν οι διάδικοι και
απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, συγκειμένου από τους H. Kirschner,
Πρόεδρο, B. Vesterdorf, C. W. Bellamy, Α. Καλογερόπουλο και A. Potocki,δικαστές.
19. Λόγω του θανάτου του δικαστή Kirschner, στις 6 Φεβρουαρίου 1997, στη
διάσκεψη για την έκδοση της παρούσας απόφασης έλαβαν μέρος οι τρεις
δικαστές που την υπογράφουν, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού
Διαδικασίας.
20. Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
να ακυρώσει την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1995·
να υποχρεώσει την Επιτροπή να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η
εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1993,
ειδικότερα δε να αποδώσει στις προσφεύγουσες τα πρόστιμα που κατέβαλε
εκάστη εξ αυτών ή οι επιχειρήσεις τις οποίες οι προσφεύγουσες
διαδέχθηκαν ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, μέχρι του ύψους
των ποσών που αναφέρονται στο παράρτημα 6 της προσφυγής·
να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει, από της ημερομηνίας
καταβολής των προστίμων από τους σουηδούς αποδέκτες μέχρι της
αποδόσεως των αιτουμένων ποσών, τόκους επί των εν λόγω ποσών:
αρχικώς, με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Ταμείο
Νομισματικής Συνεργασίας στις περιπτώσεις καταβολής προστίμων,
στη συνέχεια δε με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό
Νομισματικό Ινστιτούτο, αμφότερα αυξημένα κατά μιάμιση μονάδα,
ή
με βάση το βασικό επιτόκιο δανεισμού της Εθνικής Τράπεζας του
Βελγίου, αυξημένο κατά μία μονάδα·
μέχρι του ύψους των τόκων που αναφέρονται στο παράρτημα 9 της
προσφυγής·
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
21. Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:
να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·
επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·
να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.
Επί του πρώτου αιτήματος, που αφορά την ακύρωση της αποφάσεως που
φέρεται ότι περιέχεται στην επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1995
Επί του παραδεκτού
Επιχειρήματα των διαδίκων
22. Η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο των αιτημάτων ακυρώσεως με το
αιτιολογικό ότι η απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1995 αποτελεί απλώς επιβεβαίωση
της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό, κατά το μέρος που αυτή αφορά τις
προσφεύγουσες. Από την άποψη αυτή, η εν λόγω επιστολή δεν αποτελεί πράξη
δυνάμενη να προσβληθεί.
23. Η επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1995 δεν περιλαμβάνει κανένα νέο στοιχείο σε
σχέση με την απόφαση για τον χαρτοπολτό που να τροποποιεί τη νομική
κατάσταση των προσφευγουσών. Απλώς επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τον
χαρτοπολτό εξακολουθεί να ισχύει ως προς τις προσφεύγουσες και, συνεπώς, δεν
υπάρχει λόγος αναθεωρήσεως αυτής της αποφάσεως.
24. Καίτοι η προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση μιας νέας αποφάσεως, η οποία
φέρεται να περιέχεται στην επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1995, ωστόσο,
πραγματικός στόχος της είναι η απόφαση για τον χαρτοπολτό. Δεδομένου ότι η
προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως για τον
χαρτοπολτό έχει από μακρού λήξει, η παρούσα προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί
απαράδεκτη.
25. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1995 συνιστά
πράξη δυνάμενη να προσβληθεί, κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης.
26. Πράγματι, από την ανάλυση της επιστολής αυτής πρέπει να συναχθεί ότι συνιστά
νέα απόφαση σε σχέση με την απόφαση για τον χαρτοπολτό. Για πρώτη φορά
εκφράζει την άποψη της Επιτροπής ως προς τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει
της αποφάσεως της 31ης Μαρτίου 1993 και, συνεπεία αυτής της απόψεως, την
απόφασή της να μην αποδώσει τα ποσά των προστίμων που κατέβαλαν οι
προσφεύγουσες και οι επιχειρήσεις τις οποίες αυτές διαδέχθηκαν ως προς τα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.
27. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1995 δεν
περιλαμβάνει κανένα στοιχείο που να μην προκύπτει ήδη από την απόφαση για
τον χαρτοπολτό. Στην απόφαση αυτή η Επιτροπή υπογράμμιζε ότι οι
προσφεύγουσες παρέβησαν κανόνες του ανταγωνισμού, τις διέταξε να παύσουν
τις παραβάσεις και τους επέβαλε πρόστιμα. Αντιθέτως, με την επιστολή της της
4ης Οκτωβρίου 1995 η Επιτροπή, ρητώς και οριστικώς, αποφάσισε για πρώτη
φορά να μην αποδώσει τα ποσά των προστίμων.
28. Πρόκειται για πράξη που επηρεάζει άμεσα και ανεπανόρθωτα τη νομική
κατάσταση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της
11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, ΙΒΜ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, και
απόφαση του Πρωτοδικείου, της 18ης Δεκεμβρίου 1992, Τ-10/92, Τ-11/92, Τ-12/92
και Τ-15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2667).
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
29. Το Πρωτοδικείο επισημαίνει, κατ' αρχάς, ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι
προσφυγές στρεφόμενες κατ' αποφάσεων που έχουν χαρακτήρα απλώς
επιβεβαιωτικό προγενεστέρων αποφάσεων και οι οποίες δεν προσβλήθηκαν
εμπροθέσμως είναι απαράδεκτες (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου
1988, 166/86 και 220/86, Irish Cement κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 6473,
σκέψη 16, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1995, Τ-275/94,
Groupement des cartes bancaires CB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2169,
σκέψη 27). Πράγματι, πράξη η οποία περιορίζεται να επιβεβαιώσει προγενέστερη
πράξη δεν μπορεί να παράσχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να θέσουν
εκ νέου υπό συζήτηση τη νομιμότητα της επιβεβαιούμενης πράξεως (απόφαση της
22ας Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, προαναφερθείσα).
30. ΄Οσον αφορά την παρούσα υπόθεση, διαπιστώνεται ότι με την από 24 Νοεμβρίου
1993 επιστολή τους, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Επιτροπή να
επανεξετάσει, βάσει του σκεπτικού της αποφάσεως της 31ης Μαρτίου 1993, τις
έναντι αυτών έννομες συνέπειες της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό. Ειδικότερα,
ζήτησαν από την Επιτροπή να τους αποδώσει τα ποσά των προστίμων που
αφορούν παραβάσεις διαπιστούμενες στα τμήματα εκείνα της εν λόγω αποφάσεως
που ακυρώθηκαν με την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993.
31. Αυτό το αίτημα επανεξετάσεως απορρίφθηκε με επιστολή της 4ης Οκτωβρίου
1995, με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να
συμμορφωθεί προς την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, αποδίδοντας τα
καταβληθέντα πρόστιμα κατά τo μέτρο που αυτά είχαν ακυρωθεί με την απόφαση
του Δικαστηρίου.
32. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η άρνηση της Επιτροπής να
επανεξετάσει τη νομιμότητα της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό κατά το μέτρο
που αφορά τις προσφεύγουσες συνιστά ή όχι καθαρώς επιβεβαιωτική πράξη,
απαιτείται να εξεταστεί αρχικώς αν, στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 176
της Συνθήκης της επέβαλε την υποχρέωση μιας τέτοιας επανεξετάσεως.
33. Πράγματι, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι μόνο σ' αυτήν την περίπτωση πρέπει να
θεωρηθεί ότι η πράξη η περιεχόμενη στην επιστολή της Επιτροπής της 4ης
Οκτωβρίου 1995, που σιωπηρώς αφορά την έκταση των υποχρεώσεων που της
επιβάλλει το άρθρο 176 της Συνθήκης, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του
Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1993, αποτελεί νέα απόφαση, δυνάμενη να
προσβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως (βλ. σχετικώς την απόφαση του
Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 193/86, 99/86 και 215/86, Αστερίς
κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σημεία 8, 32 και 33), θεωρουμένης
της εν λόγω αποφάσεως ως ληφθείσας εντός νομικού πλαισίου νέου σε σχέση με
εκείνο εντός του οποίου είχε ληφθεί η απόφαση για τον χαρτοπολτό.
34. Δεδομένου ότι το ζήτημα αν η απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993 επιβάλλει
επανεξέταση της νομιμότητας της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό, καθόσον αυτή
αφορά τις προσφεύγουσες, ανάγεται στην ουσία της υποθέσεως, το ζήτημα του
παραδεκτού πρέπει να εξεταστεί μαζί με την επί της ουσίας εξέταση της
υποθέσεως.
Επί της ουσίας
Επιχειρήματα των διαδίκων
35. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ένα και μοναδικό λόγο, που αναφέρεται στο ότι
η Επιτροπή, αρνούμενη να επανεξετάσει βάσει της αποφάσεως της 31ης Μαρτίου
1993 την απόφαση για τον χαρτοπολτό, καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες, και
να αποδώσει τα ποσά των προστίμων που αυτές κατέβαλαν, αγνόησε τις έννομες
συνέπειες της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1993. Ο λόγος
αυτός διακρίνεται σε δύο σκέλη.
36. Το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού συνίσταται στον ισχυρισμό των
προσφευγουσών ότι η Επιτροπή αγνόησε την αρχή του κοινοτικού δικαίου κατά
την οποία μια ακυρωτική απόφαση έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά την
προσβληθείσα πράξη, στην προκειμένη περίπτωση την απόφαση για τον
χαρτοπολτό, άκυρη και χωρίς έννομα αποτελέσματα erga omnes και ex tunc.
37. Από το άρθρο 174, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης προκύπτει ότι οι erga omnes
συνέπειες μιας ακυρωτικής αποφάσεως αφορούν τόσο τις αποφάσεις των
οργάνων, όπως αυτή της προκειμένης υποθέσεως, όσο και τους κανονισμούς,
καθόσον η διάταξη αυτή δεν διακρίνει ως προς τις έννομες συνέπειες μιας
ακυρωτικής αποφάσεως αναλόγως του είδους της πράξεως.
38. Αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, η απόφαση για τον χαρτοπολτό δεν
μπορεί να θεωρηθεί ως δέσμη ατομικών αποφάσεων, αλλά πρέπει να εκληφθεί
ως μία απόφαση, απευθυνόμενη σε πολλές επιχειρήσεις. Η εκτίμηση αυτή
επιβεβαιώνεται από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο με την
απόφασή του της 31ης Μαρτίου 1993, κατά τις οποίες η Επιτροπή δεν
προσπάθησε να εξηγήσει κατά πόσον οι διαπιστωθείσες παραβάσεις των
παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του διατακτικού της αποφάσεώς της
αφορούσαν τον κάθε αποδέκτη ατομικώς, προσδιορίζοντας μεταξύ ποιων
συντελέστηκε η εναρμονισμένη πρακτική και επί ποια χρονικά διαστήματα.
39. Οι erga omnes συνέπειες μιας ακυρωτικής αποφάσεως έχουν, εξάλλου,
καθιερωθεί από πάγια νομολογία [βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης
Δεκεμβρίου 1954, 2/54, Iταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964,
σ. 5, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1955, 3/54, Assider
κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 9, και ISA κατά Ανωτάτης
Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 11, την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης
Ιουνίου 1955, 5/55, Assider κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964,
σ. 13, και την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής,
προαναφερθείσα· τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lagrange τις συναφθείσες
στην απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1963, 28/62, 29/62 και 30/62, Da
Costa en Schaake κ.λπ., Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 891, 899· τις προτάσεις του
γενικού εισαγγελέα Gand τις συναφθείσες στη διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης
Οκτωβρίου 1969, 50/69 R, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969,
σ. 449, 459· τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Dutheillet de Lamothe τις
συναφθείσες στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 1972, 9/71 και
11/71, Compagnie d'approvionnement et des Grands moulins de Paris κατά
Επιτροπής, Συλλογή (μόνο σε ξενόγλωσσσες εκδόσεις) 1972, σ. 391, 411· την
απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Νοεμβρίου 1976, 30/76, Küster κατά
Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1976, σ. 609, καθώς και τις προτάσεις του γενικού
εισαγγελέα Reischl τις συναφθείσες στην απόφαση αυτή· τις αποφάσεις του
Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1980, 76/79, Könecke κατά Επιτροπής, Συλλογή
τόμος 1980/Ι, σ. 349· την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαΐου 1981, 66/80,
International Chemical Corporation, Συλλογή 1981, σ. 1191· την προαναφερθείσα
απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής και την απόφαση του Δικαστηρίου της
2ας Μαρτίου 1989, 359/87, Pinna, Συλλογή 1989, σ. 585, καθώς και τις
συναφθείσες στην απόφαση αυτή προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz, σημεία
13 έως 16 και 29].
40. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, καίτοι ο κοινοτικός δικαστής έχει τη δυνατότητα
να περιορίζει τις erga omnes συνέπειες των αποφάσεών του (βλ., π.χ., αποφάσεις
του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής,
Συλλογή 1995, σ. II-1775, και 36/91, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991,
σ. ΙΙ-1847), το Δικαστήριο δεν έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας στην απόφαση
της 31ης Μαρτίου 1993. Αντιθέτως προς την παράγραφο 4 του άρθρου 1 της
αποφάσεως για τον χαρτοπολτό, οι παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω άρθρου
ακυρώθηκαν χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς τις συνέπειες αυτής της
ακυρώσεως, ώστε οι περιεχόμενες στις διατάξεις αυτές διαπιστώσεις να έχουν
επίσης ακυρωθεί όσον αφορά τις προσφεύγουσες.
41. Το σημείο 7 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, κατά το οποίο «ακυρώνει
τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες», δεν μπορεί, κατά τις
προσφεύγουσες, να μεταβάλει την εκτίμηση αυτή. Η αναφορά στις
«προσφεύγουσες» αποβλέπει απλώς στη διάκριση μεταξύ εκείνων των
επιχειρήσεων των οποίων τα πρόστιμα ακυρώθηκαν εξ ολοκλήρου από το
Δικαστήριο και εκείνων των οποίων το Δικαστήριο επικύρωσε πλήρως ή μερικώς
τα πρόστιμα.
42. Συνεπώς, κατά την άποψη των προσφευγουσών, η απόφαση του Δικαστηρίου της
31ης Μαρτίου 1993 υποχρεώνει την Επιτροπή, προς αποφυγήν κάθε
αδικαιολογήτου πλουτισμού, να ανακαλέσει την απόφαση για τον χαρτοπολτό,
καθόσον με αυτή επιβλήθηκαν στους σουηδούς αποδέκτες πρόστιμα για
παραβάσεις διαπιστούμενες στην εν λόγω απόφαση, και να προβεί στη μερική
απόδοση των ποσών των προστίμων αυτών, εντόκως, με επιτόκιο που να
ισοδυναμεί με το πλεονέκτημα που θα συνιστούσε η ευχέρεια διαθέσεως αυτών
των ποσών.
43. Το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού συνίσταται στον ισχυρισμό των
προσφευγουσών ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 176 της Συνθήκης.
44. Πράγματι, η διάταξη αυτή υποχρεώνει το οικείο όργανο να λάβει τα απαιτούμενα
για την εκτέλεση μιας ακυρωτικής αποφάσεως μέτρα, όχι μόνον έναντι των
διαδίκων, αλλά και έναντι άλλων ενδιαφερομένων μερών. Η υποχρέωση
συμμορφώσεως προς την απόφαση συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, για το καθού
όργανο την υποχρέωση να επανεξετάσει βάσει της αποφάσεως τις παρόμοιες
περιπτώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή υποχρεούται ιδίως να
πράξει τα δέοντα ώστε οι σουηδοί αποδέκτες, οι ευρισκόμενοι σε παρόμοια
κατάσταση με τις ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγούσες, να περιέλθουν στην
ίδια με αυτές κατάσταση (προαναφερθείσα απόφαση της 22ας Μαρτίου 1961,
Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, καθώς επίσης αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης
Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407,
και την προαναφερθείσα Könecke κατά Επιτροπής).
45. Προς τούτο, το οικείο όργανο όφειλε να εξετάσει όχι μόνον το διατακτικό της
αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό της (προαναφερθείσα απόφαση Αστερίς κ.λπ.
κατά Επιτροπής). Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν σχετικώς ότι η απόφαση της
31ης Μαρτίου 1993 περιλαμβάνει σκέψεις γενικής ισχύος που εφαρμόζονται και
επί των διαπιστώσεων των σχετικών με τις παραβάσεις που τους αποδίδονται.
46. Υπογραμμίζουν, ιδίως, ότι το Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1, παράγραφος 1, της
αποφάσεως για τον χαρτοπολτό με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε την
αποδεικτική αξία ορισμένων αποδεικτικών εγγράφων και δεν απέδειξε ότι η
σχετική με τις τιμές εναρμονισμένη πρακτική αποτελούσε τη μόνη αξιόπιστη
εξήγηση των ενδείξεων που επικαλέστηκε περί παράλληλης συμπεριφοράς.
Υπογραμμίζουν, επίσης, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, ακυρώθηκε με το
αιτιολογικό ότι η διαπίστωση της σχετικής παραβάσεως δεν περιλαμβανόταν στην
ανακοίνωση των αιτιάσεων, πράγμα που συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων
άμυνας, καθιστώντας πλημμελή τη διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή έναντι
του καθενός των αποδεκτών της εν λόγω ανακοινώσεως των αιτιάσεων, κατά των
οποίων διατυπώθηκε κατόπιν η κατηγορία συμμετοχής στην εν λόγω παράβαση.
Συνεπώς, όλα τα πρόστιμα που καταβλήθηκαν βάσει αυτών των διαπιστώσεων
έπρεπε να επιστραφούν.
47. Η Επιτροπή τονίζει ότι το κύριο ζήτημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωσηείναι αν η επιχείρηση στην οποία η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο για παράβαση
του δικαίου του ανταγωνισμού και η οποία κατέβαλε το πρόστιμο αυτό, χωρίς να
ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως, μπορεί κατόπιν να ζητήσει
την απόδοση του ποσού του προστίμου με το αιτιολογικό ότι ο κοινοτικός δικαστής
ακύρωσε τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες άσκησαν
εντός της τασσομένης προθεσμίας προσφυγές ακυρώσεως οι οποίες ευδοκίμησαν.
48. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η απάντηση στο ζήτημα αυτό πρέπει να είναι
αρνητική, διότι οι αποφάσεις που επιβάλλουν πρόστιμα είναι ατομικές αποφάσεις
απευθυνόμενες σε συγκεκριμένους αποδέκτες. Μόνο ο ίδιος ο αποδέκτης έχει τη
δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Αν ο
αποδέκτης αποφασίσει να μην ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως εντός των
προβλεπομένων προθεσμιών, η απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 189 της
Συνθήκης, παραμένει έναντι αυτού ισχυρή και δεσμευτική ως προς το σύνολο των
στοιχείων που τη συνθέτουν. Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος που θα υποχρέωνε την
Επιτροπή ή θα της παρείχε τη δυνατότητα να αποδώσει, έστω και εν μέρει, το
ποσό των εν λόγω προστίμων. Αποδοχή του αιτήματος των προσφευγουσών θα
ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 173 της
Συνθήκης προθεσμίας.
49. Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη των προσφευγουσών ότι η ακύρωση από το
Δικαστήριο των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 της αποφάσεως για τον
χαρτοπολτό ισχύει erga omnes, ώστε να υποχρεούται να αποδώσει τα ποσά των
προστίμων που καταβλήθηκαν βάσει των διαπιστώσεων που περιέχονται στις δύο
αυτές παραγράφους.
50. Υποστηρίζει σχετικώς ότι οι προσφεύγουσες συγχέουν το νομικό καθεστώς των
αποφάσεων και εκείνο των κανονισμών. Ενώ οι κανονισμοί αναπτύσσουν έννομες
συνέπειες έναντι κατηγοριών προσώπων που ορίζονται κατά τρόπο γενικό και
αφηρημένο, οι αποφάσεις αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, που
επηρεάζουν τη νομική κατάσταση των ατομικών αποδεκτών. Το γεγονός και μόνον
ότι οι αποφάσεις περί επιβολής προστίμων στις προσφεύγουσες ελήφθησαν
ταυτόχρονα με τις αποφάσεις που αφορούν άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις
ουδόλως μεταβάλλει τον ατομικό χαρακτήρα της κάθε αποφάσεως. Ενώ η
ακύρωση κανονισμού μπορεί να έχει γενικές συνέπειες, η ακύρωση αποφάσεως
επηρεάζει μόνον τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος εκείνου του οποίου η
προσφυγή ευδοκίμησε.
51. Δεδομένου ότι στην πραγματικότητα η απόφαση για τον χαρτοπολτό συνιστά
δέσμη ατομικών αποφάσεων απευθυνομένων σε διαφορετικούς αποδέκτες και
προβλεπουσών πρόστιμα ατομικώς επιβαλλόμενα, η απόφαση της 31ης Μαρτίου
1993 δεν έχει αποτέλεσμα erga omnes, κατά την έννοια που υποστηρίζουν οι
προσφεύγουσες. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από το γράμμα του διατακτικού
της αποφάσεως, κατά το οποίο το Δικαστήριο ακύρωσε ή μείωσε «τα επιβληθέντα
στις προσφεύγουσες πρόστιμα», δηλαδή τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις
επιχειρήσεις που άσκησαν προσφυγή. Το Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να
ακυρώσει τα επιβληθέντα στους σουηδούς αποδέκτες πρόστιμα.
52. Στον ισχυρισμό ότι παρέβη το άρθρο 176 της Συνθήκης, η Επιτροπή αντιτάσσει
ότι εκπλήρωσε πλήρως την υποχρέωση συμμορφώσεως προς την απόφαση της
31ης Μαρτίου 1993, αποδίδοντας τα ποσά των προστίμων που κατέβαλαν οι
προσφεύγουσες των οποίων οι προσφυγές ευδοκίμησαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
΄Οσον αφορά τους σουηδούς αποδέκτες, που άσκησαν την παρούσα προσφυγή,
δεν έχει ούτε την υποχρέωση αλλά ούτε το δικαίωμα να αποδώσει τα ποσά των
προστίμων τους.
53. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι όφειλε
να πράξει τα δέοντα ώστε οι σουηδοί αποδέκτες, οι ευρισκόμενοι σε κατάσταση
παρόμοια με εκείνη αυτών που άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, να
περιέλθουν στην ίδια με αυτούς κατάσταση είναι προφανώς πεπλανημένος.
Πράγματι, οι σουηδοί αποδέκτες δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους
λοιπούς αποδέκτες της αποφάσεως, διότι ακριβώς δεν άσκησαν προσφυγή
ακυρώσεως εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 173 της Συνθήκης
προθεσμίας.
54. Απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή ισχυρίστηκε, κατά την
προφορική διαδικασία, ότι η λύση που δόθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση
Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικώς στην
παρούσα υπόθεση. Πράγματι, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του
πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η παρούσα υπόθεση και του πλαισίου της
υποθέσεως Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής (βλ., πέραν της αποφάσεως της 22ας
Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, προαναφερθείσα, τις αποφάσεις του
Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1959, 32/58 και 33/58, Snupat κατά Ανωτάτης
Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 335, και της 12ης Ιουλίου 1962, 14/61,
Hoogovens κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 779). Πρώτον, η
επιχείρηση Snupat, αντιθέτως προς τους σουηδούς αποδέκτες, έκανε εμπρόθεσμη
χρήση όλων των δυνατοτήτων προσφυγής κατά των βλαπτικών γι' αυτήν
αποφάσεων της Ανωτάτης Αρχής. Δεύτερον, η υπόθεση Snupat αφορούσε ένα
σύστημα εξισώσεως το οποίο, εκ της φύσεώς του, συνέδεε την εκ μέρους της
Ανωτάτης Αρχής αντιμετώπιση των διαφόρων επιχειρήσεων. Πράγματι, οι
χορηγηθείσες σε ορισμένες επιχειρήσεις απαλλαγές είχαν αυτομάτως ως
αποτέλεσμα την καταβολή υψηλότερων εισφορών εκ μέρους άλλων, στις οποίες
περιλαμβανόταν η προσφεύγουσα Snupat. Στην παρούσα υπόθεση δεν υφίσταται
τέτοιος δεσμός μεταξύ των αποδεκτών.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
55. Αρχικώς, πρέπει να εξεταστεί η άποψη των προσφευγουσών ότι η απόφαση της
31ης Μαρτίου 1993 παρήγαγε αποτέλεσμα erga omnes. Κατά τις προσφεύγουσες,
η απόφαση ακύρωσε τις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 1 της αποφάσεως
για τον χαρτοπολτό, χωρίς να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής αυτής της
ακυρώσεως, με αποτέλεσμα οι σχετικές με τις παραβάσεις διαπιστώσεις της
Επιτροπής να ακυρωθούν επίσης έναντι αυτών.
56. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, μολονότι τίποτα δεν
απαγορεύει στην Επιτροπή να αποφανθεί με ενιαία απόφαση ως προς πλείονες
παραβάσεις, ακόμη και όταν ορισμένοι αποδέκτες δεν έχουν σχέση με ορισμένες
από τις παραβάσεις αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση παρέχει σε όλους
τους αποδέκτες τη δυνατότητα να διακρίνουν επακριβώς τις αιτιάσεις που
διατυπώνονται εις βάρους τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου
1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73,
Coöperatieve Vereninging Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975,
σ. 507, σκέψη 111), το Πρωτοδικείο φρονεί ότι η απόφαση για τον χαρτοπολτό,
καίτοι συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε ως μία απόφαση, πρέπει να θεωρηθεί ως
δέσμη ατομικών αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνονται, για κάθε μία από τις
επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνονται, η ή οι παράβαση(-εις) που
διαπιστώθηκε(-αν) εις βάρος της και με τις οποίες επιβάλλονται, ενδεχομένως,
πρόστιμα. Επομένως, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα, εάν το είχε θελήσει, να
λάβει τυπικώς πλείονες χωριστές ατομικές αποφάσεις που να διαπιστώνουν τις
παραβάσεις του άρθρου 85 της Συνθήκης.
57. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το γράμμα του διατακτικού της
αποφάσεως για τον χαρτοπολτό, με την οποία διαπιστώνονται για κάθε
επιχείρηση ατομικά οι παραβάσεις που τη βαρύνουν και με την οποία
επιβάλλονται, κατά συνέπεια, ατομικά πρόστιμα στους αποδέκτες της αποφάσεως
(βλ., ιδίως, τα άρθρα 1 και 3 της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό).
58. Κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης, κάθε μία από τις ατομικές αυτές αποφάσεις
που αποτελεί τμήμα της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό δεσμεύει ως προς όλα τα
μέρη της τους αποδέκτες που ορίζει. Αν κάποιος αποδέκτης δεν άσκησε, δυνάμει
του άρθρου 173, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό,
για το μέρος που τον αφορά, η απόφαση αυτή παραμένει έναντι αυτού ισχυρή και
δεσμευτική (βλ., υπό την αυτή έννοια, την απόφαση του Δικαστηρίου, της 9ης
Μαρτίου 1994, C-188/92, TWD Textilwerke Deggendorf, Συλλογή 1994, σ. Ι-833,
σκέψη 13).
59. Συνεπώς, αν κάποιος αποδέκτης αποφασίσει να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως,
ο κοινοτικός δικαστής επιλαμβάνεται εκείνων μόνον των στοιχείων της
αποφάσεως που τον αφορούν. Αντιθέτως, τα στοιχεία της αποφάσεως που
αφορούν άλλους αποδέκτες, οι οποίοι δεν άσκησαν προσφυγή, δεν
περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της διαφοράς την οποία καλείται να επιλύσει
ο κοινοτικός δικαστής.
60. Ο κοινοτικός δικαστής, στο πλαίσιο μιας προσφυγής ακυρώσεως, μπορεί να
αποφανθεί μόνον επί του αντικειμένου της διαφοράς που οι διάδικοι υπέβαλαν
στην κρίση του. Κατά συνέπεια, απόφαση όπως αυτή για τον χαρτοπολτό μπορεί
να ακυρωθεί μόνον ως προς τα μέρη της που αφορούν τους αποδέκτες εκείνους
των οποίων ευδοκίμησε η ενώπιον του κοινοτικού δικαστή προσφυγή.
61. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι τα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της
αποφάσεως του Δικαστηρίου έχουν την έννοια ότι οι δύο πρώτες παράγραφοι του
άρθρου 1 της αποφάσεως για τον χαρτοπολτό ακυρώνονται μόνον καθόσον
αφορούν τους διαδίκους των οποίων οι προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου
ευδοκίμησαν. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το σημείο 7 του
διατακτικού της αποφάσεως, κατά το οποίο ακυρώθηκαν ή μειώθηκαν μόνον «τα
πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες».