Language of document : ECLI:EU:T:2020:440

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 23ης Σεπτεμβρίου 2020(*)

«Εξωτερικές σχέσεις – Τεχνική συνεργασία – Ηλεκτρονικές επικοινωνίες – Κανονισμός (EE) 2018/1971 – Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες – Άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 – Συμμετοχή των ρυθμιστικών αρχών τρίτων χωρών στο όργανο αυτό – Συμμετοχή της εθνικής ρυθμιστικής αρχής του Κοσσυφοπεδίου – Έννοια τρίτης χώρας – Πλάνη περί το δίκαιο»

Στην υπόθεση T‑370/19,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την S. Centeno Huerta,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Castillo de la Torre, M. Kellerbauer και Θ. Ραμόπουλο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 2019, για τη συμμετοχή της Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής του Κοσσυφοπεδίου στον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (ΕΕ 2019, C 115, σ. 26),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τις M. J. Costeira (εισηγήτρια), πρόεδρο, M. Kancheva και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1211/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και της Υπηρεσίας (ΕΕ 2009, L 337, σ. 1), ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να συγκροτήσει τον BEREC και να του αναθέσει να συμβάλει στην ανάπτυξη και καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με σκοπό να εξασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, ο BEREC όφειλε να ασκεί τα καθήκοντά του, κατά τρόπο ανεξάρτητο, σε συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (στο εξής: ΕΡΑ) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επίσης, ο BEREC όφειλε να προάγει τη συνεργασία μεταξύ των ΕΡΑ καθώς και μεταξύ των ΕΡΑ και της Επιτροπής.

2        Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 1211/2009, ο BEREC απαρτιζόταν από το ρυθμιστικό συμβούλιο. Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, ο BEREC επικουρείτο από την Υπηρεσία, υπό την καθοδήγηση του ρυθμιστικού συμβουλίου. Η Υπηρεσία αποτελείτο, μεταξύ άλλων, από μία επιτροπή διαχείρισης. Τόσο το ρυθμιστικό συμβούλιο όσο και η επιτροπή διαχείρισης απαρτίζονταν από ένα μέλος ανά κράτος μέλος, το οποίο ήταν είτε ο προϊστάμενος είτε διορισμένος υψηλόβαθμος αντιπρόσωπος της ΕΡΑ που είχε ιδρυθεί σε κάθε κράτος μέλος. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, οι ΕΡΑ των κρατών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και των υποψηφίων για ένταξη κρατών είχαν καθεστώς παρατηρητή και εκπροσωπούνταν στο ρυθμιστικό συμβούλιο του BEREC και στην επιτροπή διαχείρισης της Υπηρεσίας. Οι τρίτες χώρες εκτός των χωρών του ΕΟΧ και των υποψηφίων χωρών είχαν αποκλειστεί από τη συμμετοχή στον BEREC και στα όργανά του.

3        Επιπλέον, από το 2001 έως το 2015, η Ένωση υπέγραψε με τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων συμφωνίες σταθεροποίησης και σύνδεσης (στο εξής: ΣΣΣ), οι οποίες περιέχουν ειδικές διατάξεις για τη συνεργασία στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Κοσσυφοπεδίου, αφετέρου (ΕΕ 2016, L 71, σ. 3, στο εξής: ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο), η οποία προβλέπει τέτοιες διατάξεις στο άρθρο 111, το οποίο, υπό τον τίτλο «Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικής επικοινωνίας», ορίζει τα εξής:

«Η συνεργασία εστιάζεται κυρίως σε τομείς προτεραιότητας του κεκτημένου της ΕΕ στον τομέα αυτό.

Τα μέρη ενισχύουν, ειδικότερα, τη συνεργασία στον τομέα των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με απώτερο στόχο να υιοθετήσει το Κοσσυφοπέδιο το κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα αυτό πέντε έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη διασφάλιση και ενίσχυση της ανεξαρτησίας των σχετικών ρυθμιστικών αρχών.»

4        Γενικώς, η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο σκοπεί, μεταξύ άλλων, στη λήψη συγκεκριμένων μέτρων προκειμένου να υλοποιηθεί η ευρωπαϊκή προοπτική του Κοσσυφοπεδίου και η προσέγγισή του με την Ένωση. Εντούτοις, το άρθρο 2 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο διευκρινίζει ότι «[κ]ανένας από τους όρους, τις διατυπώσεις ή τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στην παρούσα συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων και των πρωτοκόλλων της, δεν συνιστά αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητου κράτους από την ΕΕ ούτε συνιστά αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου υπό την ιδιότητα αυτή [από] μεμονωμένα κράτη μέλη, εάν δεν έχουν προβεί σε τέτοια ενέργεια».

5        Στις 6 Φεβρουαρίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Μια αξιόπιστη προοπτική διεύρυνσης για τα Δυτικά Βαλκάνια και αυξημένη δέσμευση της ΕΕ απέναντί τους» [COM(2018) 65 final]. Στην ανακοίνωση αυτή, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή προτίθεται να δρομολογήσει ψηφιακό θεματολόγιο για τα Δυτικά Βαλκάνια, το οποίο θα περιλαμβάνει δράσεις για τη διευκόλυνση της μείωσης των τελών περιαγωγής, για τη στήριξη της εγκαταστάσεως ευρυζωνικών δικτύων, για την ανάπτυξη της ψηφιακής κοινωνίας και, γενικότερα, για τη στήριξη της υιοθέτησης, της εφαρμογής και της επιβολής του κεκτημένου στον τομέα της ψηφιακής ενιαίας αγοράς.

6        Στις 22 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή δημοσίευσε έγγραφο εργασίας με τίτλο «Μέτρα για τη στήριξη του ψηφιακού θεματολογίου για τα Δυτικά Βαλκάνια» [SWD(2018) 360 final]. Ένας από τους πέντε κύριους τομείς που καλύπτει το εν λόγω ψηφιακό θεματολόγιο αφορά τη στήριξη της υιοθέτησης, της εφαρμογής και της επιβολής του κεκτημένου στην ψηφιακή ενιαία αγορά. Μία από τις δράσεις στον εν λόγω κύριο τομέα συνίσταται στην ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στα ρυθμιστικά όργανα ή στις υφιστάμενες ομάδες εμπειρογνωμόνων, όπως ο BEREC, ο οποίος μνημονεύεται ρητώς. Συναφώς, το έγγραφο αυτό διευκρινίζει, στο σημείο 8.3.1, το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα του BEREC, ότι «[μ]ια στενότερη σχέση μεταξύ των ΕΡΑ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Δυτικών Βαλκανίων θα συμβάλει στην προσέγγιση των ρυθμιστικών πρακτικών της περιοχής με εκείνες της Ένωσης […]. Μολονότι τέσσερις από τις έξι οικονομίες των Δυτικών Βαλκανίων είναι επί του παρόντος παρατηρητές του BEREC, το ρυθμιστικό συμβούλιο του BEREC δέχθηκε να συνεργαστεί στενότερα με το σύνολο των έξι ΕΡΑ της περιοχής. Αυτό θα παραμείνει δυνατό στο πλαίσιο της αναθεωρήσεως του κανονισμού [1211/2009]».

7        Στις 11 Δεκεμβρίου 2018, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1971, για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και του Οργανισμού για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC), την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 (ΕΕ 2018, L 321, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός άρχισε να ισχύει στις 20 Δεκεμβρίου 2018.

8        Ειδικότερα, το άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία με όργανα της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς», ορίζει τα εξής:

«1.      Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και για την εκτέλεση των καθηκόντων του, και με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δύνανται να συνεργάζονται με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς, και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς.

Για τον εν λόγω σκοπό, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δύνανται, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, να συνάπτουν ρυθμίσεις συνεργασίας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις.

2.      Το ρυθμιστικό συμβούλιο, οι ομάδες εργασίας και το διοικητικό συμβούλιο είναι ανοικτά στη συμμετοχή ρυθμιστικών αρχών των τρίτων χωρών με κύρια αρμοδιότητα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αν οι εν λόγω τρίτες χώρες έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες με την Ένωση.

Βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, ιδίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, των εν λόγω ρυθμιστικών αρχών των οικείων τρίτων χωρών στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο BEREC, τις οικονομικές συνεισφορές και τη διάθεση προσωπικού στην Υπηρεσία του BEREC. Ως προς τα ζητήματα προσωπικού, οι εν λόγω ρυθμίσεις τηρούν πάντοτε τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

3.      Στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 21, το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει τη στρατηγική του BEREC για τις σχέσεις με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς σχετικά με ζητήματα για τα οποία είναι αρμόδιος ο BEREC. Η Επιτροπή, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC συνάπτουν κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας με σκοπό να διασφαλιστεί ότι ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC λειτουργούν εντός των ορίων της εντολής τους και του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου.»

9        Στις 18 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε έξι αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή των ΕΡΑ των έξι χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στον BEREC. Οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν, μεταξύ άλλων, βάσει του νέου νομικού πλαισίου και, ειδικότερα, του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, που διέπει τη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στα όργανα του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, με σκοπό να διασφαλίσει τη συμμετοχή των ΕΡΑ των έξι αυτών χωρών στις εργασίες του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, σύμφωνα με το προαναφερθέν στις σκέψεις 5 και 6 ψηφιακό θεματολόγιο για τα Δυτικά Βαλκάνια.

10      Μεταξύ των έξι αυτών αποφάσεων περιλαμβάνεται η απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 2019, για τη συμμετοχή της Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής του Κοσσυφοπεδίου στον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (ΕΕ 2019, C 115, σ. 26, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή όρισε ότι η ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου, η οποία έχει ως πρωταρχικό καθήκον την επίβλεψη της καθημερινής λειτουργίας των αγορών δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δύναται να συμμετέχει στο ρυθμιστικό συμβούλιο και στις ομάδες εργασίας του BEREC και στο διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας του BEREC. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται, με παραπομπή στο άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, ότι η Ένωση και το Κοσσυφοπέδιο έχουν συνάψει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Κατά τα λοιπά, η προσβαλλόμενη απόφαση, στην αιτιολογική σκέψη 1, παραπέμπει επίσης στο άρθρο 17 ΣΕΕ.

11      Στις 24 Απριλίου 2019, η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο στην ιρλανδική ρυθμιστική αρχή επικοινωνιών, υπό την ιδιότητά της ως προέδρου του BEREC, στο οποίο εξέθεσε τα κριτήρια που όρισε όσον αφορά τη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC και στην Υπηρεσία του BEREC. Στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, την περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων η οποία αφορά έξι εταίρους που συνήψαν ΣΣΣ με την Ένωση, ήτοι τέσσερις υποψήφιες προς ένταξη στην Ένωση χώρες (την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία), καθώς και δύο δυνητικούς υποψηφίους (τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κοσσυφοπέδιο). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, οι ΣΣΣ θεωρούνται συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 και διευκρινίζει ότι οι έξι αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 18 Μαρτίου 2019 προβλέπουν τις αναγκαίες δεσμευτικές διατάξεις όσον αφορά τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής στον BEREC και στην Υπηρεσία του BEREC.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 2019, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Αυγούστου 2019.

14      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 2019.

15      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2019.

16      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

17      Απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 2020, οι διάδικοι δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Κατόπιν αυτού, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

18      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

20      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971 καθόσον το Κοσσυφοπέδιο δεν αποτελεί «τρίτη χώρα». Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του ως άνω άρθρου στο μέτρο που δεν υφίσταται «συμφωνία» για τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση του εν λόγω άρθρου στο μέτρο που η Επιτροπή απέστη της διαδικασίας η οποία προβλέπεται για τη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών στον BEREC.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που το Κοσσυφοπέδιο δεν αποτελεί «τρίτη χώρα»

21      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καθόσον επέτρεψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου να συμμετέχει στο ρυθμιστικό συμβούλιο και στις ομάδες εργασίας του BEREC, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας του BEREC, παρέβη το άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη επιτρέπει τη συμμετοχή αυτή μόνο στις ΕΡΑ των «τρίτων χωρών». Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, δεδομένου ότι το Κοσσυφοπέδιο δεν αποτελεί από νομικής απόψεως «τρίτη χώρα», δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου αυτού στο Κοσσυφοπέδιο.

22      Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το γράμμα του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 είναι σαφές και επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού αυτού, η οποία επίσης αναφέρεται στη δυνατότητα μιας τέτοιας συμμετοχής των ΕΡΑ των «τρίτων χωρών». Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η συμμετοχή στον BEREC, την οποία προβλέπει το εν λόγω άρθρο 35, παράγραφος 2, προϋποθέτει τη συμμετοχή αρχής συνδεόμενης με φορέα κρατικού χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο στο πλαίσιο ενός κράτους μπορεί να υφίσταται ΕΡΑ. Το Βασίλειο της Ισπανίας διευκρινίζει, επιπλέον, ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη 34 αναφέρει, ως παραδείγματα τρίτων χωρών, τα κράτη μέλη του ΕΟΧ ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) και τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες.

23      Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εξομοίωσε σιωπηρώς το Κοσσυφοπέδιο με «τρίτη χώρα» κατά την έννοια του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971, μολονότι δεν υπάρχει καμία νομική βάση προς τούτο. Παρατηρεί ότι το γεγονός ότι το Κοσσυφοπέδιο συνήψε με την Ένωση ΣΣΣ δεν το καθιστά «τρίτη χώρα» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και ότι το Κοσσυφοπέδιο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τα κράτη μέλη του ΕΟΧ ή της ΕΖΕΣ ούτε με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Επισημαίνει, επίσης, ότι το άρθρο 2 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο επιβεβαιώνει την προσέγγιση αυτή.

24      Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας υπογραμμίζει ότι για την τήρηση του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν είναι αναγκαίο η ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου να μετέχει στον BEREC. Η κατάσταση του Κοσσυφοπεδίου προσιδιάζει στην πέμπτη περίπτωση που μνημονεύεται στο έγγραφο της Επιτροπής της 24ης Απριλίου 2019, ήτοι στην περίπτωση των «λοιπών χωρών». Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό αναφέρεται, γενικώς, στη συνεργασία στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και σκοπεί στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ΕΡΑ, αλλά δεν προβλέπει καμία συμμετοχή στις ευρωπαϊκές δομές στον εν λόγω τομέα.

25      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

26      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εξομοίωσε το Κοσσυφοπέδιο με «τρίτη χώρα», ενώ η διάταξη αυτή προϋποθέτει τη συμμετοχή αρχής συνδεόμενης με φορέα κρατικού χαρακτήρα, κατά τρόπον ώστε ΕΡΑ μπορεί να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο κυρίαρχου κράτους, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου.

27      Επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να εξετάσει το περιεχόμενο της έννοιας της «τρίτης χώρας» κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 και, ειδικότερα, να καθορίσει αν η έννοια αυτή ταυτίζεται με εκείνη του «τρίτου κράτους», όπως υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας.

28      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» ουδόλως ορίζεται στον κανονισμό 2018/1971, ούτε εξάλλου στην κρίσιμη εν προκειμένω νομοθεσία της Ένωσης.

29      Η Συνθήκη ΛΕΕ χρησιμοποιεί τόσο τον όρο «τρίτες χώρες» όσο και τον όρο «τρίτα κράτη» στις διατάξεις της. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές διατάξεις που πραγματεύονται ζητήματα σχετικά με τις εξωτερικές σχέσεις χρησιμοποιούν τον όρο «τρίτες χώρες», διότι η διεθνής κοινότητα δεν αποτελείται μόνον από «κράτη». Ειδικότερα, το πέμπτο μέρος της Συνθήκης ΛΕΕ, με τίτλο «Η εξωτερική δράση της Ένωσης», αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα απαρτίζεται από διάφορες οντότητες και, ως εκ τούτου, περιλαμβάνει τον τίτλο III για τη συνεργασία «με τις τρίτες χώρες» καθώς και τον τίτλο VI για τις σχέσεις «με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες».

30      Επομένως, οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τις «τρίτες χώρες» αποσκοπούν σαφώς στην παροχή της δυνατότητας συνάψεως διεθνών συμφωνιών με οντότητες «άλλες πλην των κρατών». Κατά συνέπεια, η Ένωση δύναται να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες με εδαφικές οντότητες, εμπίπτουσες στην ευέλικτη έννοια της «χώρας», οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν συνθήκες δυνάμει του διεθνούς δικαίου, πλην όμως δεν είναι κατ’ ανάγκην «κράτη» κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου. Η υποστήριξη του αντιθέτου θα ισοδυναμούσε με δημιουργία κενού δικαίου στις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης.

31      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Ένωση έχει συνάψει πλείονες διεθνείς συμφωνίες με οντότητες άλλες πλην των κυρίαρχων κρατών. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τις συμφωνίες που συνάφθηκαν με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), το χωριστό τελωνειακό έδαφος Ταϊβάν, Πένγκου, Κίνμεν και Μάτσου, την Κυβέρνηση της Ειδικής Διοικητικής Περιοχής του Χονγκ Κονγκ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ή ακόμη την Ειδική Διοικητική Περιοχή του Μακάο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

32      Υπογραμμίζεται επίσης ότι η Ένωση έχει συνάψει πλείονες διεθνείς συμφωνίες με το Κοσσυφοπέδιο, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό την ικανότητά του να συνάπτει τέτοιες συμφωνίες. Συγκεκριμένα, η Ένωση συνήψε, μεταξύ άλλων, τη ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δυνάμει του άρθρου 217 ΣΛΕΕ ή ακόμη τη συμφωνία‑πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Κοσσυφοπεδίου σχετικά με τις γενικές αρχές για τη συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου σε προγράμματα της Ένωσης (ΕΕ 2017, L 195, σ. 3), σύμφωνα με το άρθρο 212 ΣΛΕΕ. Η σύναψη των συμφωνιών αυτών ήταν νομικώς δυνατή για τον λόγο και μόνον ότι στην έννοια της «τρίτης χώρας» στις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ αποδόθηκε ευρύ περιεχόμενο, επιτρεπομένου κατ’ αυτόν τον τρόπο στην Ένωση να θεωρήσει το Κοσσυφοπέδιο ως τρίτη χώρα.

33      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η Ένωση δεν έλαβε θέση επί του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου ως κράτους υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, όπως προκύπτει από τις προβλεπόμενες στην αιτιολογική σκέψη 17 και στο άρθρο 2 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο διατάξεις, οι οποίες διευκρινίζουν ότι η συμφωνία αυτή δεν συνιστά αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητου κράτους από την Ένωση ούτε θίγει τις επιμέρους θέσεις των κρατών μελών ως προς το καθεστώς του. Τέτοιες επιφυλάξεις περιλαμβάνονται και σε άλλες πράξεις της Ένωσης που αφορούν το Κοσσυφοπέδιο, όπως η συμφωνία-πλαίσιο που μνημονεύεται στη σκέψη 32 ανωτέρω και οι βασικές πράξεις για τη θέσπιση διαφόρων προγραμμάτων της Ένωσης, όπως οι σχετικές με το Erasmus + ή το Ορίζων 2020, στις οποίες επετράπη στο Κοσσυφοπέδιο να συμμετάσχει ως «τρίτη χώρα».

34      Οι επιφυλάξεις αυτές που διατύπωσε η Ένωση στις σχετικές με το Κοσσυφοπέδιο πράξεις της, αναφερόμενη ρητώς στη μη αναγνώριση του κράτους του Κοσσυφοπεδίου, δεν μπορούν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν το Κοσσυφοπέδιο από την έννοια της «τρίτης χώρας». Αντιθέτως, οι εν λόγω επιφυλάξεις σκοπούν ακριβώς στη διάκριση μεταξύ, αφενός, του καθεστώτος του «κράτους» και, αφετέρου, της ικανότητας του Κοσσυφοπεδίου να αναλαμβάνει δεσμεύσεις δυνάμει του διεθνούς δικαίου, ως υποκείμενο του δικαίου αυτού, το οποίο εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια της «τρίτης χώρας».

35      Επομένως, η έννοια της «τρίτης χώρας» όπως αυτή αποτυπώνεται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε στα άρθρα 212 και 216 έως 218 ΣΛΕΕ, προκειμένου να προσδιορίσει οντότητες υποκείμενες στο διεθνές δίκαιο και δυνάμενες να έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, δεν μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο όταν η ίδια έννοια περιλαμβάνεται σε κείμενο του παράγωγου δικαίου, όπως αυτό του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» στην τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται διαφορετικά από εκείνη η οποία περιλαμβάνεται στις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ.

36      Κατά συνέπεια, η έννοια της «τρίτης χώρας» κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 δεν μπορεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, να ταυτίζεται με την έννοια του «τρίτου κράτους». Η έννοια αυτή της «τρίτης χώρας» έχει ευρύτερο περιεχόμενο, το οποίο βαίνει πέραν των κυρίαρχων και μόνον κρατών, με συνέπεια το Κοσσυφοπέδιο να δύναται να εμπίπτει στην έννοια αυτή της «τρίτης χώρας», χωρίς να θίγεται η θέση της Ένωσης ή των κρατών μελών της όσον αφορά το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητου κράτους. Ομοίως, ως «τρίτη χώρα», το Κοσσυφοπέδιο δύναται επίσης να διαθέτει δημόσιες αρχές, όπως η ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου, οπότε δεν μπορεί βασίμως να γίνει δεκτό το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι «ΕΡΑ είναι δυνατό να υφίσταται μόνο στο πλαίσιο ενός κράτους».

37      Επομένως, η Επιτροπή, κρίνοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Κοσσυφοπέδιο αποτελούσε «τρίτη χώρα» κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, δεν παρέβη τη διάταξη αυτή.

38      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που δεν υφίσταται «συμφωνία» για τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC

39      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που δεν υφίσταται «συμφωνία», κατά την έννοια της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής, για τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στο ρυθμιστικό συμβούλιο, στις ομάδες εργασίας και στο διοικητικό συμβούλιο του BEREC.

40      Το Βασίλειο της Ισπανίας εκτιμά ότι, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, από το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Κοσσυφοπέδιο συνήψε με την Ένωση συμφωνία συμμετοχής στον BEREC. Η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς την ενίσχυση της συνεργασίας, προκειμένου το Κοσσυφοπέδιο να υιοθετήσει το κεκτημένο της Ένωσης, αλλά ουδόλως προβλέπει τη συμμετοχή στις ευρωπαϊκές δομές. Κατά συνέπεια, η συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC συνεπάγεται υπέρβαση της συνεργασίας αυτής και του σκοπού της εν λόγω διατάξεως.

41      Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση και στο από 24 Απριλίου 2019 έγγραφό της, συγχέει, αφενός, τη «συνεργασία» η οποία προβλέπεται στο άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1971, καθώς και στο άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο και, αφετέρου, την «ένταξη» η οποία προβλέπεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιορίζεται σε μια «συνεργασία», αλλά συγκεκριμενοποιεί την «ένταξη» της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC. Η «συνεργασία», όμως, μιας ΕΡΑ με τον BEREC πρέπει να διακρίνεται από την «ένταξή» της ή τη «συμμετοχή» της στις ευρωπαϊκές δομές του BEREC, δεδομένου ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις του εν λόγω άρθρου 35 έχουν διαφορετική φύση και περιεχόμενο.

42      Το Βασίλειο της Ισπανίας συνάγει εξ αυτού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει ένταξη στη δομή του BEREC, η οποία δεν προβλέπεται ούτε από τη ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο ούτε από κάποια άλλη σχετική συμφωνία συναφθείσα με την Ένωση. Επομένως, η «διασταλτική» ερμηνεία του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή, είναι εσφαλμένη.

43      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών και ζητεί την απόρριψη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

44      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι, όσον αφορά το Κοσσυφοπέδιο, υφίστατο «συμφωνία με την Ένωση» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με σκοπό τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στο ρυθμιστικό συμβούλιο και στις ομάδες εργασίας του BEREC, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας του BEREC. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, από το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Κοσσυφοπέδιο συνήψε με την Ένωση «συμφωνία» συμμετοχής στον BEREC.

45      Επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να εξετάσει το περιεχόμενο της έννοιας της κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 «σχετικής συμφωνίας με την Ένωση» και, εν συνεχεία, να καθορίσει αν η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, ιδίως το άρθρο της 111, εμπίπτει στην έννοια αυτή.

46      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1971, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού εξαρτά τη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών στα αρμόδια όργανα του BEREC από τη διττή προϋπόθεση, αφενός, να υπάρχει «συμφωνία» μεταξύ της οικείας τρίτης χώρας και της Ένωσης και, αφετέρου, η συναφθείσα συμφωνία να είναι «σχετική».

47      Πρώτον, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη «συμφωνίας με την Ένωση», από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω φράση προκύπτει ότι αυτή παραπέμπει σε διεθνή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ δύο υποκειμένων του δημοσίου διεθνούς δικαίου, ήτοι της Ένωσης και της οικείας τρίτης χώρας. Επομένως, η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο μπορεί ασφαλώς να συνιστά τέτοια συμφωνία, δεδομένου ότι δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη δυνάμει του δημοσίου διεθνούς δικαίου.

48      Δεύτερον, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση κατά την οποία η συναφθείσα συμφωνία πρέπει να είναι «σχετική», η τελευταία αυτή φράση δηλώνει ότι οι οικείες συμφωνίες πρέπει να περιέχουν διατάξεις που χρησιμεύουν ως βάση για τη συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και της οικείας τρίτης χώρας στον εν λόγω τομέα, εν προκειμένω «στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών», όπως ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971. Η έννοια της ως άνω φράσεως διευκρινίζεται, εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού αυτού, καθόσον σε αυτή γίνεται αναφορά στα «κράτη ΕΟΧ/ΕΖΕΣ και [στις] υποψήφιες για προσχώρηση χώρες» ως παραδείγματα «[τρίτων χωρών που] έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ένωση για τον σκοπό αυτόν».

49      Συναφώς, παρατηρείται ότι, όσον αφορά τις υποψήφιες για ένταξη στην Ένωση χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (ήτοι την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία), οι χώρες αυτές συνήψαν ΣΣΣ με την Ένωση οι οποίες έχουν αντικείμενο αντίστοιχο με εκείνο της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο και οι οποίες περιέχουν παρόμοιες διατάξεις, από την άποψη της διατύπωσης και του πλαισίου, με το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά το άρθρο 104 της ΣΣΣ με την Αλβανία (ΕΕ 2009, L 107, σ. 166), το άρθρο 106 της ΣΣΣ με το Μαυροβούνιο (ΕΕ 2010, L 108, σ. 3) ή ακόμη το άρθρο 106 της ΣΣΣ με τη Σερβία (ΕΕ 2013, L 278, σ. 16), οι οποίες όλες θεωρούνται «σχετικές» συμφωνίες συναφθείσες με την Ένωση κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητεί το Βασίλειο της Ισπανίας. Επομένως, η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, και ειδικότερα το άρθρο της 111, πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως τέτοια «σχετική συμφωνία».

50      Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνεται από την ανάλυση του γράμματος του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, καθώς και του αντικειμένου και του σκοπού της διατάξεως αυτής.

51      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, σημειώνεται ότι αυτό προσφέρεται για ευρεία ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του, καθόσον ορίζει ότι η Ένωση και το Κοσσυφοπέδιο «ενισχύουν, ειδικότερα, τη συνεργασία» τους στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με απώτερο σκοπό το Κοσσυφοπέδιο να υιοθετήσει το κεκτημένο της Ένωσης στον τομέα αυτόν. Επομένως, η ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα αυτόν αποτελεί μέσο με το οποίο η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο επιδιώκει να επιτύχει τον σκοπό της εφαρμογής του κεκτημένου της Ένωσης από το Κοσσυφοπέδιο. Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο αναφέρεται ρητώς στις «ρυθμιστικές αρχές» στον τομέα αυτό, γεγονός που οδηγεί επίσης στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη επιτρέπει το άνοιγμα του BEREC στις εν λόγω αρχές.

52      Δεύτερον, όσον αφορά το αντικείμενο και τον σκοπό του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, υπενθυμίζεται ότι αναφέρονται στην υιοθέτηση από το Κοσσυφοπέδιο του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η υιοθέτηση αυτή του κεκτημένου διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στις εργασίες του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου των τελευταίων, ο οποίος εκτείνεται από την προετοιμασία έως τη συνεπή εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης στον εν λόγω τομέα. Η συμμετοχή αυτή δικαιολογείται μάλιστα κατά μείζονα λόγο όταν οι εργασίες αυτές αποσκοπούν στη θέσπιση νέας ρυθμίσεως της Ένωσης στον εν λόγω τομέα. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2018/1971 απαιτεί από τις ΕΡΑ και την Επιτροπή να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη κάθε κατευθυντήρια γραμμή, γνώμη, σύσταση, κοινή θέση και βέλτιστη πρακτική που έχει εγκρίνει ο BEREC με στόχο τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου της Ένωσης για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Επομένως, στο μέτρο που η κύρια αποστολή του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC συνίσταται στη διασφάλιση της ομοιογενούς εφαρμογής του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 3, παράγραφος 2, και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, του κανονισμού 2018/1971, είναι συνεπές να θεωρείται ότι όλες οι αρχές που έχουν ως αποστολή την εφαρμογή του ίδιου κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα αυτόν μπορούν, τηρουμένων μεταξύ άλλων των προϋποθέσεων του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, να συμμετέχουν στις εργασίες του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC.

53      Επομένως, το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο προβλέπει στενή συνεργασία, όταν αναφέρεται ρητώς στην «ενίσχυση» της συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και του Κοσσυφοπεδίου. Συναφώς, επισημαίνεται ότι στον τίτλο του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971 χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «συνεργασία», οπότε η παράγραφος 1 και η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού σκοπούν στη ρύθμιση τρόπων συνεργασίας που διαφέρουν μεταξύ τους. Πράγματι, η συνεργασία αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή είτε συμφωνίας συνεργασίας δυνάμει της εν λόγω παραγράφου 1, είτε συμμετοχής, η οποία συνοδεύεται από περιορισμένα δικαιώματα, δυνάμει της εν λόγω παραγράφου 2. Η τελευταία αυτή μορφή συνεργασίας αντιστοιχεί στη στενή συνεργασία του ως άνω άρθρου 111, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί με οιαδήποτε «ένταξη» της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στη δομή του BEREC, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας. Επιπλέον, το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο τονίζει ρητώς τη σημασία των «ρυθμιστικών αρχών» και την ανεξαρτησία τους.

54      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο συνιστά «σχετική» συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971.

55      Επομένως, η Επιτροπή, κρίνοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι βάσει του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι το Κοσσυφοπέδιο είχε συνάψει «σχετική συμφωνία με την Ένωση» κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, δεν παρέβη τη διάταξη αυτή.

56      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που η Επιτροπή απέστη της διαδικασίας η οποία προβλέπεται για τη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών στον BEREC

57      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παράβαση του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που η Επιτροπή απέστη της διαδικασίας η οποία προβλέπεται για τη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών στον BEREC. Επιπλέον, η στάση αυτή κατέληξε στην έκδοση νομικής πράξεως χωρίς καμία νομική βάση, η οποία δημιουργεί υποχρεώσεις σε βάρος τρίτων, χωρίς να έχουν απονεμηθεί στην Επιτροπή ειδικές προς τούτο αρμοδιότητες.

58      Ειδικότερα, το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 προβλέπει ότι οι ρυθμίσεις συνεργασίας θεσπίζονται «βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών [συμμετοχής στον BEREC]» και ότι, επομένως, οι διατάξεις αυτές καθορίζουν, καταρχάς, τον τρόπο θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας. Επομένως, θα πρέπει να υφίσταται συμφωνία συμμετοχής μεταξύ της Ένωσης και της τρίτης χώρας, δεδομένου ότι δημιουργούνται νομικές υποχρεώσεις σε βάρος της τρίτης χώρας ενόψει της συμμετοχής της στον BEREC. Ελλείψει, όμως, τέτοιας συμφωνίας, όπως προβάλλεται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή θέσπισε τις εν λόγω διατάξεις μονομερώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση της διαδικασίας καθορισμού των ρυθμίσεων συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971.

59      Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υπογραμμίζει ότι «σχετικές διατάξεις», κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, μπορούν να θεσπιστούν μόνο με τη συμφωνία συμμετοχής στον BEREC. Το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπονται σε μια τέτοια συμφωνία δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να τις θεσπίζει μονομερώς, εκτός του πλαισίου διεθνούς συμφωνίας, αντιθέτως προς όσα αυτή ανέφερε στην από 24 Απριλίου 2019 επιστολή της, με την οποία ανακήρυξε εαυτήν αρμόδια για τη θέσπιση δεσμευτικών ρυθμίσεων συνεργασίας ανάλογα με τις ανάγκες.

60      Επιπλέον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εξέδωσε, στην πραγματικότητα, πράξη η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα χωρίς καμία νομική βάση προς τούτο. Μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ως νομική βάση το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η διάταξη αυτή δεν συνιστά επαρκή νομική βάση, παρέχουσα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδίδει μονομερώς πράξεις οι οποίες προβλέπουν τη συμμετοχή «τρίτων χωρών» στις ευρωπαϊκές δομές. Η εν λόγω διάταξη παρέχει στην Επιτροπή γενική εξουσία ασκήσεως καθηκόντων συντονισμού εν γένει και όχι σε ένα συγκεκριμένο τομέα.

61      Επιπλέον, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, ούτε ο κανονισμός 2018/1971 παρέχει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να θεσπίζει «σχετικές διατάξεις», κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, σε περίπτωση κενού στη συμφωνία συμμετοχής. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεσπίζει, με μονομερή απόφαση, τις σχετικές διατάξεις και τις ρυθμίσεις συνεργασίας που τις θέτουν σε εφαρμογή, χωρίς να της έχει παρασχεθεί σχετική αρμοδιότητα από τον εν λόγω κανονισμό.

62      Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς όσα ανέφερε η Επιτροπή στο από 24 Απριλίου 2019 έγγραφό της, ο κανονισμός 2018/1971 δεν της παρείχε αρμοδιότητα να θεσπίζει δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας ανάλογα με τις ανάγκες. Αφενός, το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεν παρέχει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να θεσπίζει δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας, αλλά μόνον την αρμοδιότητα να εγκρίνει ρυθμίσεις συνεργασίας οι οποίες δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις και τις οποίες έχουν θεσπίσει ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC. Αφετέρου, το άρθρο 35, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού δεν απονέμει κανένα ρόλο στην Επιτροπή, δεδομένου ότι αυτή δεν μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη.

63      Εξ αυτού, το Βασίλειο της Ισπανίας συνάγει ότι, ελλείψει σχετικών διατάξεων στη ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο οι οποίες να καθιστούν δυνατή τη συμμετοχή στον BEREC, η Επιτροπή δεν δύναται να θεσπίσει, με μονομερή απόφαση, διατάξεις αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού της συμμετοχής στον BEREC και προβλέπουσες υποχρεώσεις σε βάρος του Κοσσυφοπεδίου. Τον ρόλο αυτό μπορεί να αναλάβει μόνον το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, το οποίο συστάθηκε με το άρθρο 126 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, στο μέτρο που είναι ο μοναδικός φορέας ο οποίος έχει την εξουσία να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις για το Κοσσυφοπέδιο και για την Ένωση στο πλαίσιο της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, σύμφωνα με το άρθρο 128 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο.

64      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

65      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, στο μέτρο που καθόρισε μονομερώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις «ρυθμίσεις συνεργασίας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στο ρυθμιστικό συμβούλιο και στις ομάδες εργασίας του BEREC, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας του BEREC. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, αυτές οι δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας έπρεπε να θεσπιστούν «βάσει των σχετικών διατάξεων [των] συμφωνιών» συμμετοχής στον BEREC, οπότε μόνον οι ίδιες αυτές συμφωνίες έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο θεσπίσεως των εν λόγω ρυθμίσεων συνεργασίας.

66      Το Βασίλειο της Ισπανίας συνάγει εξ αυτού ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, όχι μόνον απέστη από τη διαδικασία που προβλέπει η εν λόγω διάταξη για τη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC, αλλά εξέδωσε επίσης δεσμευτική νομική πράξη χωρίς καμία νομική βάση, δεδομένου ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είχε τις αναγκαίες προς τούτο αρμοδιότητες.

67      Επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να εξετάσει τη διαδικασία καθορισμού των ρυθμίσεων συνεργασίας που έχουν εφαρμογή στην κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971 συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή ήταν αρμόδια να καθορίσει μονομερώς με την προσβαλλόμενη απόφαση τις εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας και αν η νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση αυτή είναι έγκυρη.

68      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971 έχει ως εξής: «Βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών [συμμετοχής των ΕΡΑ των τρίτων χωρών στον BEREC], θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, ιδίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο [της] συμμετοχής [αυτής] […] συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο BEREC, τις οικονομικές συνεισφορές και τη διάθεση προσωπικού στην Υπηρεσία του BEREC […]».

69      Το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζεται ειδικότερα στην ανωτέρω διατύπωση του άρθρου 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, προκειμένου να υποστηρίξει ότι μόνον οι συμφωνίες συμμετοχής στον BEREC πρέπει να καθορίζουν τον τρόπο θεσπίσεως των εν λόγω «ρυθμίσεων συνεργασίας». Μια τέτοια προσέγγιση, όμως, δύσκολα συμβιβάζεται με την πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής. Πράγματι, αν η φύση, η έκταση και ο τρόπος της συμμετοχής αυτής έπρεπε να έχουν αναλυθεί λεπτομερώς ήδη στις ίδιες τις συμφωνίες συμμετοχής, η εν λόγω διάταξη, η οποία έχει ακριβώς ως αντικείμενο να προβλέψει τη θέσπιση των εν λόγω ρυθμίσεων συνεργασίας, θα στερούνταν της χρησιμότητάς της και, συνεπώς, δεν θα είχε πλέον λόγο ύπαρξης.

70      Επομένως, η φράση «σχετικ[ές] διατάξε[ις] [των] συμφωνιών» του άρθρου 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971 δεν μπορεί να σημαίνει ότι λεπτομερείς διατάξεις για τη συμμετοχή στον BEREC πρέπει να περιλαμβάνονται ήδη στην οικεία συμφωνία συμμετοχής. Η αναφορά στις εν λόγω «σχετικ[ές] διατάξε[ις] [των] συμφωνιών», συνοδευόμενη από τη λέξη «βάσει», σκοπεί μάλλον να καταδείξει ότι η σύναψη των «ρυθμίσεων συνεργασίας» πρέπει να πραγματοποιείται «σύμφωνα» με τις διατάξεις των εν λόγω συμφωνιών συμμετοχής.

71      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, ωστόσο, ότι απαιτείται συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα για τον προσδιορισμό των λεπτομερειών της συμμετοχής των αρχών της στον BEREC, δεδομένου ότι δημιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος των αρχών αυτών. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, όμως, τέτοια συμφωνία δεν υφίσταται όσον αφορά το Κοσσυφοπέδιο.

72      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, υφίσταται «συμφωνία» συμμετοχής συναφθείσα μεταξύ του Κοσσυφοπεδίου και της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971. Επιπλέον, από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 69 και 70 ανωτέρω προκύπτει ότι μια τέτοια συμφωνία δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να περιέχει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τη συμμετοχή στον BEREC. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 2018/1971 δεν απαιτεί η φύση, η έκταση και ο τρόπος της συμμετοχής αυτής να αποτελούν αντικείμενο επίσημης συμφωνίας ή διμερούς πράξεως με την οικεία τρίτη χώρα. Γενικώς, δεν είναι νομικώς αναγκαία η απαίτηση το «άνοιγμα στη συμμετοχή» μιας ΕΡΑ τρίτης χώρας να υπόκειται σε ειδική άδεια η οποία να προβλέπεται στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άνοιγμα και οι «κανόνες εισόδου» που θεσπίστηκαν για τη συμμετοχή στον BEREC δεν συνεπάγονται καμία νομική υποχρέωση σε βάρος της εν λόγω ΕΡΑ, δεδομένου ότι, σε τελική ανάλυση, στην τελευταία απόκειται να λάβει ελεύθερα τη μεταγενέστερη απόφαση για συμμετοχή στον BEREC σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς.

73      Επιπλέον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση ελλείπει, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει τις αναγκαίες αρμοδιότητες για τη θέσπιση των ρυθμίσεων συνεργασίας που έχουν εφαρμογή στη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC και στην Υπηρεσία του BEREC.

74      Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ελλείψει ρητώς διατυπωμένης στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 αρμοδιότητας, έκρινε καταλληλότερη την παραπομπή, με την αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο άρθρο 17 ΣΕΕ.

75      Πράγματι, επισημαίνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως μνημονεύεται το άρθρο 17 ΣΕΕ. Ειδικότερα, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, «[τ]ο άρθρο 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση απαριθμεί τις εξουσίες της Επιτροπής και ορίζει ότι η Επιτροπή προάγει το γενικό συμφέρον της Ένωσης και αναλαμβάνει τις κατάλληλες για τον σκοπό αυτό πρωτοβουλίες, ασκεί συντονιστικά, εκτελεστικά και διαχειριστικά καθήκοντα, όπως προβλέπεται στις Συνθήκες, και εξασφαλίζει την εξωτερική εκπροσώπηση της Ένωσης, με εξαίρεση την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες».

76      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Υπηρεσία του BEREC είναι αποκεντρωμένος οργανισμός της Ένωσης, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Ο οργανισμός αυτός διαθέτει παρεπόμενες αρμοδιότητες οι οποίες κανονικά ανατίθενται στην Επιτροπή στο πλαίσιο των εκτελεστικών καθηκόντων της και των εξουσιών εξωτερικής εκπροσώπησης που διαθέτει, δεδομένου ότι πρόκειται για τη συνεργασία με τις ΕΡΑ των τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΣΕΕ.

77      Επομένως, οι αρμοδιότητες οι οποίες δεν έχουν ρητώς ανατεθεί σε οργανισμό της Ένωσης στο πλαίσιο νομοθετικής πράξεως εξακολουθούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής. Δεδομένου ότι ούτε ο κανονισμός 2018/1971 ούτε καμία άλλη ρύθμιση της Ένωσης απένειμε ρητώς στην Υπηρεσία του BEREC ή σε άλλον οργανισμό την αρμοδιότητα θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας που εφαρμόζονται στη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών, και συγκεκριμένα της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Επιτροπή.

78      Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από τη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 35, παράγραφος 1, και του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Πράγματι, η παράγραφος 1 αναθέτει ρητώς στον BEREC και στην Υπηρεσία του BEREC την εξουσία θεσπίσεως «ρυθμίσεων συνεργασίας», υπό την επιφύλαξη ωστόσο της «προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής», η οποία ασκεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εποπτικό ρόλο, ενώ η παράγραφος 2 δεν προβλέπει αυτή την ανάθεση εξουσίας. Επομένως, η εξουσία αυτή εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, γεγονός το οποίο της επιτρέπει να θεσπίζει «ρυθμίσεις συνεργασίας» δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, εκτός αν η οικεία διεθνής συμφωνία προβλέπει άλλη διαδικασία, όπως συμβαίνει σε σχέση με τα κράτη μέλη του ΕΟΧ.

79      Κατά συνέπεια, στην Επιτροπή απόκειται να θέσει σε εφαρμογή τις απαιτήσεις της νομοθεσίας δυνάμει των εξουσιών που της απονέμει το άρθρο 17 ΣΕΕ και δεν είναι δυνατό να της προσαφθεί ότι, με την αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέπεμψε στην ως άνω διάταξη, ελλείψει αρμοδιότητας ρητώς μνημονευόμενης στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971.

80      Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι μια γενική διάταξη όπως το άρθρο 17 ΣΕΕ, η οποία προβλέπει τη συνεργασία εν γένει, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

81      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τις εξουσίες του Συμβουλίου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 16 ΣΕΕ μπορεί να αποτελέσει τη βάση ορισμένων εξουσιών του Συμβουλίου (απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Συμβούλιο κατά Επιτροπής, C‑660/13, EU:C:2016:616, σκέψη 40). Επομένως, αν τούτο συνέβη στην περίπτωση του άρθρου 16 ΣΕΕ, ουδείς λόγος υπάρχει μια τέτοια ερμηνεία να μη γίνει δεκτή όσον αφορά το άρθρο 17 ΣΕΕ, το οποίο αποτελεί την αντίστοιχη διάταξη για την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, το γεγονός ότι το άρθρο 17 ΣΕΕ αποτελεί γενική διάταξη δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή νομική βάση.

82      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια να θεσπίσει μονομερώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις «ρυθμίσεις συνεργασίας» που έχουν εφαρμογή στη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, με συνέπεια να μη μπορεί να της προσαφθεί ότι, με την απόφαση αυτή, απέστη της διαδικασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Ομοίως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι η εν λόγω απόφαση στερείται νομικής βάσεως.

83      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει επίσης να απορριφθεί και η προσφυγή να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

85      Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Σεπτεμβρίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.