Language of document : ECLI:EU:T:2016:501

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα )

της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 – Κανονική αξία – Κόστος παραγωγής»

Στην υπόθεση T‑120/14,

PT Ciliandra Perkasa, με έδρα την Τζακάρτα (Ινδονησία), εκπροσωπούμενη από τους F. Graafsma και J. Cornelis, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από την S. Boelaert, εν συνεχεία, από την H. Marcos Fraile, επικουρούμενες από τους R. Bierwagen και C. Hipp, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland, M. França και την A. Stobiecka-Kuik,

και από

το European Biodiesel Board (EBB), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενο από τους O. Prost και M.-S. Dibling, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 315, σ. 2), καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis, πρόεδρο, O. Czúcz (εισηγητή) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: M. Junius, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Απριλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η διοικητική διαδικασία

1        Η προσφεύγουσα, PT Ciliandra Perkasa, είναι ινδονησιακή εταιρία που παράγει και εξάγει βιοντίζελ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Το βιοντίζελ, ένα εναλλακτικό καύσιμο παρεμφερές προς το συμβατικό ντίζελ, παράγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και εισάγεται σε αυτήν σε σημαντικές ποσότητες. Στην Ινδονησία, παράγεται κυρίως από ακατέργαστο φοινικέλαιο (στο εξής: ΑΦΕ), την κύρια πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοντίζελ.

3        Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 17 Ιουλίου 2012 από το European Biodiesel Board (EBB) εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν άνω του 60 % της συνολικής παραγωγής βιοντίζελ της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε, στις 29 Αυγούστου 2012, ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2012, C 260, σ. 8), συμφώνως προς το άρθρο 5 του κανονισμού (EΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός).

4        Η έρευνα σχετικά με τις πρακτικές ντάμπινγκ και την εντεύθεν ζημία αφορούσε την περίοδο μεταξύ 1ης Ιουλίου 2011 και 30ής Ιουνίου 2012 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των κρίσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι το τέλος της περιόδου έρευνας.

5        Η προσφεύγουσα επελέγη προκειμένου να περιληφθεί στο δείγμα Ινδονησίων παραγωγών-εξαγωγέων το οποίο σχηματίστηκε στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας και απήντησε στα συναφή ερωτηματολόγια της Επιτροπής.

6        Στις 27 Μαΐου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 490/2013, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 141, σ. 6, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με τον κανονισμό αυτόν, ανακοίνωσε μεταξύ άλλων αναλυτικές πληροφορίες για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων επιβλήθηκαν προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ. Ο προσωρινός δασμός που ίσχυσε για την προσφεύγουσα ήταν μηδενικός, δεδομένου ότι η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος είχε υπολογιστεί επί τη βάσει στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονταν στις απαντήσεις της στα αναφερθέντα στη σκέψη 5 ανωτέρω ερωτηματολόγια χωρίς αναπροσαρμογή για το κόστος του ΑΦΕ.

7        Κατά την αιτιολογική σκέψη 63 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή υπολόγισε την κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος συμφώνως προς τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 6, του βασικού κανονισμού, στηριζόμενη στο κόστος παραγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων κατά τη διάρκεια της έρευνας, πλέον των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών και άλλων γενικών εξόδων και ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους. Διευκρίνισε επίσης ότι το ζήτημα εάν το εν λόγω κόστος αποτύπωνε κατά τρόπο εύλογο το συνδεόμενο με την παραγωγή του οικείου προϊόντος κόστος θα εξεταζόταν κατά το τελικό στάδιο της έρευνας, διότι δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία σε σχέση με το κατά πόσον το σύστημα διαφοροποιημένης φορολογήσεως των εξαγωγών που ισχύει στην Ινδονησία (στο εξής: σύστημα DET) συμπίεζε τις τιμές φοινικέλαιου, προκαλώντας έτσι στρέβλωση του κόστους στους παραγωγούς βιοντίζελ.

8        Στις αιτιολογικές σκέψεις 64 και 65 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι η έρευνα είχε καταδείξει ότι η εγχώρια αγορά βιοντίζελ της Ινδονησίας ρυθμιζόταν σε μεγάλο βαθμό από το κράτος και, ως εκ τούτου, δεν είχε καταστεί δυνατό να υπολογιστεί το κέρδος με βάση τα πραγματικά δεδομένα των εταιριών οι οποίες είχαν περιληφθεί στο δείγμα, δεδομένου ότι οι εγχώριες πωλήσεις δεν θεωρήθηκαν ως πωλήσεις πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Διευκρίνισε επίσης ότι, ως εκ τούτου, το ποσό του κέρδους που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας είχε καθοριστεί συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

9        Την 1η Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων προτίθετο να συστήσει την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών του οικείου προϊόντος (στο εξής: τελική γνωστοποίηση), σε όλα δε τα μέρη δόθηκε προθεσμία προκειμένου να μπορέσουν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της τελικής γνωστοποιήσεως.

10      Στην τελική γνωστοποίηση, η Επιτροπή πρότεινε να επιβληθεί επί της προσφεύγουσας δασμός αντιντάμπινγκ αντίστοιχος προς τη διαφορά μεταξύ του περιθωρίου ντάμπινγκ και αυτού που διαπιστώθηκε κατά το προσωρινό στάδιο που οφειλόταν σε αναπροσαρμογή του κόστους του ΑΦΕ. Στη συνοδευτική επιστολή, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τη δυνατότητα να προτείνει την ανάληψη δεσμεύσεως.

11      Στις 15 Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα συμμετείχε σε επίσημη ακρόαση στο πλαίσιο της οποίας αμφισβήτησε την ορθότητα της αναπροσαρμογής του κόστους στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή, καθώς και του υπολογισμού του εύλογου περιθωρίου κέρδους για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος.

12      Στις 17 Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της τελικής γνωστοποιήσεως, καθώς και πρόταση αναλήψεως δεσμεύσεων.

13      Στις 8 Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι η πρότασή της περί αναλήψεως δεσμεύσεων δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.

14      Στις 19 Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕE) 1194/2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 315, σ. 2, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

15      Εν πρώτοις, στην αιτιολογική σκέψη 28 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού κατά τα οποία η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος είχε υπολογιστεί συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 6, του βασικού κανονισμού. Συναφώς, το Συμβούλιο επισήμανε ότι οι εγχώριες πωλήσεις δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, δεδομένου ότι η αγορά βιοντίζελ της Ινδονησίας ρυθμιζόταν σε μεγάλο βαθμό από το κράτος.

16      Εντούτοις, όσον αφορά τον υπολογισμό του συνδεόμενου με την παραγωγή του υπό έρευνα προϊόντος κόστους, από τις αιτιολογικές σκέψεις 30, 34 και 66 έως 74 του προσβαλλόμενου κανονισμού συνάγεται ότι, κατόπιν συμπληρωματικής έρευνας, το Συμβούλιο δέχθηκε την πρόταση της Επιτροπής να τροποποιήσει τα συμπεράσματα που διατυπώνονταν στην αιτιολογική σκέψη 63 του προσωρινού κανονισμού. Μεταξύ άλλων επικύρωσε την ανάλυση κατά την οποία το σύστημα DET συμπίεζε στην εγχώρια αγορά την τιμή του ΑΦΕ, ήτοι της κύριας πρώτης ύλης, η οποία καθοριζόταν σε επίπεδο τεχνητά χαμηλό, επηρεάζοντας το κόστος των παραγωγών βιοντίζελ. Δεδομένου ότι το κόστος για την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος δεν αποτυπωνόταν επομένως κατά τρόπο εύλογο στα λογιστικά βιβλία των υπό έρευνα Ινδονησίων παραγωγών, το Συμβούλιο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, να μην λάβει υπόψη το πραγματικό κόστος του ΑΦΕ, που είχε καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των οικείων εταιριών, και να το αντικαταστήσει με την τιμή στην οποία αυτοί θα το είχαν αγοράσει ελλείψει στρεβλώσεως, ήτοι με την τιμή εξαγωγής αναφοράς που είχαν ανακοινώσει οι αρχές της Ινδονησίας και η οποία στηριζόταν στις δημοσιευθείσες διεθνείς τιμές (Ρόττερνταμ, Μαλαισία, Ινδονησία) (στο εξής: τιμή ΕΦΕ).

17      Ως προς τον υπολογισμό των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών και άλλων γενικών εξόδων, το Συμβούλιο προέκρινε μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τη χρήση ενός περιθωρίου κέρδους της τάξεως του 15 %, επικυρώνοντας κατ’ ουσίαν την παρατιθέμενη στην αιτιολογική σκέψη 65 του προσωρινού κανονισμού ανάλυση.

18      Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 142 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού ως προς την ύπαρξη σημαντικής ζημίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

19      Τρίτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 189 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε το παρατιθέμενο στον προσωρινό κανονισμό συμπέρασμα σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών και της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης.

20      Τέταρτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 190 έως 201 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων αντιντάμπινγκ εξακολουθούσε να είναι προς το συμφέρον της Ένωσης.

21      Εν κατακλείδι, το Συμβούλιο αποφάσισε μεταξύ άλλων, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστωθέντων περιθωρίων ντάμπινγκ και του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στη βιομηχανία της Ένωσης, ότι τα ποσά που είχαν κατατεθεί ως προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ, επιβληθέντες με τον προσωρινό κανονισμό, έπρεπε να εισπραχθούν οριστικά (αιτιολογική σκέψη 228 και άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και ότι έπρεπε να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας (άρθρο 1, παράγραφος 1).

22      Με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το ύψος του εφαρμοστέου επί του οικείου προϊόντος οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, ως προς τις εισαγωγές από την Ινδονησία, καθορίστηκε σε 76,94 ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους όσον αφορά την προσφεύγουσα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

24      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 13 Μαΐου και στις 2 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή και το EBB ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

25      Με διάταξη της 17ης Ιουλίου 2014, έγινε δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να παρέμβει.

26      Με επιστολές που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιουλίου και στις 8 Αυγούστου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε όπως ορισμένα έγγραφα και στοιχεία που παρέθετε στα υπομνήματά της τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι του EBB, στην περίπτωση που γινόταν δεκτό το αίτημά του να παρέμβει.

27      Με διάταξη της 22ας Σεπτεμβρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα του EBB να παρέμβει και επιφυλάχθηκε ως προς την απόφασή του επί της αιτήσεως περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

28      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της παρεμβάσεως την 1η Οκτωβρίου 2014.

29      Με επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Οκτωβρίου 2014, το EBB αντέκρουσε τις αιτήσεις περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως της προσφεύγουσας.

30      Με επιστολές που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Οκτωβρίου και στις 3 Νοεμβρίου 2014, το Συμβούλιο ζήτησε να τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι του EBB ορισμένα έγγραφα και στοιχεία που είχε περιλάβει στα υπομνήματά του.

31      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 28η Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Επιτροπής.

32      Το EBB κατέθεσε το υπόμνημά του παρεμβάσεως στις 12 Δεκεμβρίου 2014. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2015, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του εν λόγω υπομνήματος.

33      Με διάταξη της 18ης Μαΐου 2015, οι αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα έγιναν μερικώς δεκτές, οι δε αιτήσεις του Συμβούλιου έγιναν δεκτές.

34      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε εγγράφως ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απήντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

35      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό ως προς αυτή·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

36      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το EBB, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

37      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αντλείται από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως του καθού ως προς το συμπέρασμά του ότι υφίσταται στρέβλωση των τιμών στις οποίες αγόραζε, ο δεύτερος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παραβίαση της συμφωνίας περί της εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ) του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), που προσαρτάται στο παράρτημα 1 A της Συμφωνίας για την Ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), όσον αφορά την προσαρμογή του κόστους παραγωγής του ΑΦΕ, ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ο τέταρτος από έλλειψη νομιμότητας του προσδιορισμού του περιθωρίου εύλογου κέρδους και ο πέμπτος από έλλειψη αιτιολογίας και από παράβαση των καθηκόντων επιμελείας και χρηστής διοικήσεως.

38      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

39      Ο λόγος αυτός διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή (στο εξής, από κοινού: θεσμικά όργανα) δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον, μολονότι έφεραν το σχετικό βάρος αποδείξεως, την ύπαρξη στρεβλώσεως της τιμής του ΑΦΕ από το σύστημα DET προκειμένου να μη λάβουν υπόψη τους τις καταχωρισμένες στα λογιστικά της βιβλία τιμές του ΑΦΕ κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς το σημείο αυτό. Με το δεύτερο σκέλος προβάλλεται ότι η τιμή ΕΦΕ δεν συνιστούσε εύλογη βάση για την αναπροσαρμογή του κόστους του ΑΦΕ στα λογιστικά βιβλία, διότι και η ίδια επηρεαζόταν από την προβαλλόμενη στρέβλωση που προκαλείτο από το σύστημα DET. Το τρίτο σκέλος αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού που προκρίθηκε εν προκειμένω και, μεταξύ άλλων, την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή από τα θεσμικά όργανα της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65).

40      Το πρώτο και το τρίτο σκέλος ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού.

41      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η βάση στην οποία στηρίχθηκαν τα θεσμικά όργανα προκειμένου να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η τιμή του ΑΦΕ που πωλείτο στην εγχώρια αγορά της Ινδονησίας ήταν τεχνητά χαμηλή δεν προκύπτει με σαφήνεια από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, μεταξύ άλλων διότι δεν διευκρινίζονται τα επίπεδα των «διεθνών» τιμών των οποίων γίνεται μνεία. Υποστηρίζει επίσης, στη συνάφεια αυτή, ότι η παραδοχή στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά την οποία το σύστημα DET περιορίζει τις δυνατότητες εξαγωγής του ΑΦΕ αναιρείται από το γεγονός ότι η Ινδονησία εξάγει περίπου το 70 % της συνολικής της παραγωγής ΑΦΕ. Εξάλλου, η τιμή ΕΦΕ δεν συνιστούσε ενδεδειγμένο σημείο αναφοράς προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι τιμές του ΑΦΕ στην Ινδονησία είχαν υποστεί στρέβλωση. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το παραδεκτό των μελετών τις οποίες επικαλέστηκαν τα θεσμικά όργανα προς στήριξη της απόψεώς τους ότι οι τιμές του ΑΦΕ στην Ινδονησία είχαν υποστεί στρέβλωση την οποία είχε προκαλέσει το εν λόγω σύστημα. Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν επέτρεπε την αναπροσαρμογή του κόστους εκ του λόγου και μόνον ότι ήταν χαμηλό. Τέλος, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), δεν μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο στον βαθμό που θα απαιτούσε κάποιου είδους απευθείας παρέμβαση της κυβερνήσεως, δεδομένου ότι η δυνατότητα αναπροσαρμογής του κόστους το οποίο αποτυπωνόταν στα λογιστικά βιβλία αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα και πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

42      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το EBB, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα θεσμικά όργανα απέδειξαν, βάσει του σχετικού βάρους αποδείξεως που έφεραν, την ύπαρξη στρεβλώσεως των τιμών του ΑΦΕ και εφήρμοσαν ορθώς το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, έδωσαν διευκρινίσεις σχετικά με το σύστημα DET και απέδειξαν ότι το σύστημα αυτό είχε προκαλέσει στρεβλώσεις δυνάμει των οποίων οι τιμές του ΑΦΕ επί της εγχώριας αγοράς ήσαν τεχνητά κατώτερες από την τιμή ΕΦΕ για το ΑΦΕ που είχαν ανακοινώσει οι ινδονησιακές αρχές και η οποία στηριζόταν στις δημοσιευθείσες διεθνείς τιμές. Εξάλλου, τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται το ινδονησιακό καθεστώς για τις κατάντη βιομηχανίες έχει αναγνωριστεί και υπολογιστεί σε πλειάδα μελετών. Οι επισημανθείσες διαφορές σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποία εξεδόθη η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), δεν είναι βαρύνουσας σημασίας, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε με την εν λόγω απόφαση τη γενική αρχή κατά την οποία, εάν το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του υπό έρευνα προϊόντος δεν αντανακλάται ευλόγως στα λογιστικά βιβλία των οικείων εταιριών, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας η οποία θα εφαρμοζόταν στα πραγματικά περιστατικά της εξεταζόμενης υποθέσεως. Ως προς τις διάφορες δήθεν πιθανές μορφές κρατικής παρεμβάσεως, το επιχείρημα αυτό επίσης στερείται βασιμότητας, καθώς υπήρξε, εν προκειμένω, ευθεία παρέμβαση του ινδονησιακού κράτους με την οποία καθορίστηκαν οι δασμολογικοί συντελεστές επί των εξαγωγών και επηρεάστηκαν οι δημοπρατήσεις. Επομένως, τα θεσμικά όργανα δεν αναπροσάρμοσαν το κόστος εκ του λόγου και μόνον ότι ήταν χαμηλό, αλλά διότι είχε υποστεί στρέβλωση, πράγμα που είχε ισχυρό αντίκτυπο επί των εγχώριων τιμών του ΑΦΕ και, ως εκ τούτου, στα λογιστικά βιβλία των εταιριών που το παρήγαγαν.

43      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, στο πλαίσιο του καθορισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, τα θεσμικά όργανα δεν υπολόγισαν το κόστος παραγωγής του βιοντίζελ παραπέμποντας στην τιμή του ΑΦΕ η οποία αποτυπωνόταν στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας, αλλά, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 επ. του εν λόγω κανονισμού, αγνόησαν την τιμή αυτή και την αντικατέστησαν με την ΕΦΕ στηριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

44      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, οσάκις ουδεμία πώληση του ομοειδούς προϊόντος έλαβε χώρα στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή οσάκις οι πωλήσεις αυτές είναι ανεπαρκείς ή οσάκις, λόγω της ιδιαίτερης καταστάσεως στην αγορά, οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν μια λυσιτελή σύγκριση, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται επί τη βάσει του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό που αντιστοιχεί στα έξοδα πωλήσεως, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη ή επί τη βάσει των τιμών εξαγωγής, οι οποίες ισχύουν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, προς μια ενδεδειγμένη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές. Η ίδια αυτή διάταξη διευκρινίζει ότι ιδιαίτερη κατάσταση στην αγορά για το υπό εξέταση προϊόν κατά την έννοια της προηγούμενης περιόδου θεωρείται ότι επικρατεί όταν, μεταξύ άλλων, οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές, όταν ασκείται σημαντικό αντισταθμιστικό εμπόριο ή όταν υπάρχουν εργασίες μεταποιήσεως μη εμπορικού χαρακτήρα.

45      Περαιτέρω, από το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού συνάγεται ότι, οσάκις η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το κόστος παραγωγής υπολογίζεται κατά κανόνα επί τη βάσει των λογιστικών βιβλίων του υπό έρευνα μέρους, υπό την προϋπόθεση ότι τα βιβλία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι συνεκτιμούν κατά τρόπο εύλογο τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος.

46      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, εάν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αποτυπώνονται κατά τρόπο εύλογο στα λογιστικά βιβλία του εν λόγω μέρους, αυτές αναπροσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση τις δαπάνες άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, συνεκτιμωμένης οποιασδήποτε άλλης εύλογης βάσεως, περιλαμβανομένων των στοιχείων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

47      Ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού είναι όπως οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του ομοειδούς προϊόντος οι οποίες ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του εν λόγω προϊόντος αντανακλούν τις δαπάνες στις οποίες θα είχε υποβληθεί ένας παραγωγός στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής.

48      Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού συνάγεται ότι τα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους συνιστούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος και ότι η χρησιμοποίηση των στοιχείων που έχουν καταχωριστεί στα εν λόγω βιβλία αποτελεί τον κανόνα, ενώ η αναπροσαρμογή τους ή η αντικατάστασή τους από κάποια άλλη εύλογη βάση την εξαίρεση.

49      Λαμβανόμενης υπόψη της αρχής ότι στις παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από ένα γενικό κανόνα προσήκει συσταλτική ερμηνεία (βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου, C‑15/12 P, EU:C:2013:572, σκέψη 17 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προβαίνει και η προσφεύγουσα, ότι η εξαίρεση που απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

50      Εν προκειμένω, μολονότι δεν αμφισβητεί τους λόγους για τους οποίους τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να προσφύγουν στον υπολογισμό της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, εντούτοις η προσφεύγουσα βάλλει κατά της γενόμενης εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δυνάμει του οποίου, στο πλαίσιο του εν λόγω υπολογισμού, τα θεσμικά όργανα δεν στηρίχθηκαν στις τιμές του ΑΦΕ που αναγράφονταν στα βιβλία της.

51      Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τα θεσμικά όργανα δεν υποστήριξαν ότι τα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας δεν ήσαν σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην Ινδονησία. Αντιθέτως, υποστήριξαν ότι τα λογιστικά βιβλία της δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο το συνδεόμενο με το ΑΦΕ κόστος που απαιτείται για την παραγωγή βιοντίζελ.

52      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 34 και 66 έως 70 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα θεσμικά όργανα έκριναν ότι, καθόσον προέβλεπε την επιβολή διαφορετικών εξαγωγικών φόρων επί του ΑΦΕ και επί του βιοντίζελ, το σύστημα DET είχε προκαλέσει στρέβλωση της τιμής του ΑΦΕ στον βαθμό που το σύστημα αυτό συμπίεζε την τιμή του ΑΦΕ στην εγχώρια αγορά, η οποία καθοριζόταν σε επίπεδο τεχνητά χαμηλό.

53      Στηριζόμενα στην απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), τα θεσμικά όργανα διαπίστωσαν στην αιτιολογική σκέψη 31 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι, οσάκις η ρύθμιση της τιμής των κύριων πρώτων υλών οδηγούσε σε τεχνητά χαμηλή τιμή στην εγχώρια αγορά, ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι το κόστος παραγωγής του οικείου προϊόντος υφίστατο στρέβλωση. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα συναφή δεδομένα που είχαν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των παραγωγών-εξαγωγέων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν εύλογα και έπρεπε, ως εκ τούτου, να χωρήσει η αναπροσαρμογή τους.

54      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 44 της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το φυσικό αέριο παρεχόταν υποχρεωτικώς σε πολύ χαμηλή τιμή στους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς δυνάμει της ρωσικής ρυθμίσεως, το κόστος παραγωγής του οικείου προϊόντος στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση αυτή επηρεαζόταν από τη στρέβλωση της εγχώριας ρωσικής αγοράς ως προς την τιμή του φυσικού αερίου, δεδομένου ότι η τιμή αυτή δεν διαμορφωνόταν από τις δυνάμεις της αγοράς. Έκρινε επομένως ότι τα θεσμικά όργανα δικαιούντο να συμπεράνουν ότι κάποιο από τα στοιχεία των λογιστικών βιβλίων των μερών που άσκησαν προσφυγή στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η εν λόγω απόφαση δεν μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να αναπροσαρμοστεί δια προσφυγής σε άλλες πηγές προερχόμενες από αγορές τις οποίες θεωρούσαν πιο αντιπροσωπευτικές.

55      Εντούτοις, όπως ορθώς υποστήριξε η προσφεύγουσα, εν αντιθέσει προς την κατάσταση που αποτελούσε το αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), από τη δικογραφία δεν συνάγεται ότι η τιμή του ΑΦΕ στην Ινδονησία υπέκειτο σε απευθείας ρύθμιση. Πράγματι, το σύστημα DET που έλαβαν υπόψη τους τα θεσμικά όργανα προέβλεπε απλώς εξαγωγικούς φόρους με διαφορετικούς συντελεστές επί του ΑΦΕ και του βιοντίζελ.

56      Το γεγονός όμως ότι το σύστημα DET δεν ρυθμίζει απευθείας τις τιμές του ΑΦΕ στην Ινδονησία δεν αποκλείει καθ’ εαυτό την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

57      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί, όπως τονίζουν τα θεσμικά όργανα, ότι η διάταξη που αντιστοιχεί στο άρθρο 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού εισήχθη στον προηγούμενο βασικό κανονισμό, ήτοι στον κανονισμό (EΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), με τον κανονισμό (EΚ) 1972/2002 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 (ΕΕ 2002, L 305, σ. 1).

58      Από την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1972/2002 συνάγεται ότι η προσθήκη της διατάξεως που αντιστοιχεί στο άρθρο 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού σκοπούσε να παράσχει κάποια στοιχεία ως προς τις προσήκουσες ενέργειες στην περίπτωση που τα λογιστικά βιβλία δεν ελάμβαναν υπόψη τους κατά τρόπο εύλογο τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος, ιδίως στην περίπτωση που, εξαιτίας των ειδικών συνθηκών της αγοράς, οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επέτρεπαν μια λυσιτελή σύγκριση. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κρίσιμα δεδομένα πρέπει, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, να προέρχονται από πηγές που δεν επηρεάζονται «από τέτοιες στρεβλώσεις».

59      Η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1972/2002 προβλέπει, επομένως, δυνατότητα προσφυγής στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ιδίως στην περίπτωση που οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν μια λυσιτελή σύγκριση λόγω στρεβλώσεως. Εντεύθεν συνάγεται ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί ιδίως να προκύψει λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, όπως είναι αυτές που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, που αφορά τις τεχνητά χαμηλές τιμές του οικείου προϊόντος, χωρίς εντούτοις να περιορίζει αυτό το είδος των καταστάσεων στις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται απευθείας ρύθμιση των τιμών του ομοειδούς προϊόντος ή των κύριων πρώτων υλών αυτού από τη χώρα εξαγωγής.

60      Αντιθέτως, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι κάθε μέτρο των δημοσίων αρχών της χώρας εξαγωγής που ενδέχεται να ασκεί επιρροή επί των τιμών των κύριων πρώτων υλών, και, διά της οδού αυτής, επί των τιμών του οικείου προϊόντος, είναι δυνατό να προκαλεί στρέβλωση λόγω της οποίας επιτρέπεται να μη ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, οι τιμές που είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους. Πράγματι, όπως ορθώς προβάλλει η προσφεύγουσα, εάν κάθε μέτρο λαμβανόμενο από τις δημόσιες αρχές της χώρας εξαγωγής που ενδέχεται να ασκεί επιρροή, έστω και αμελητέα, επί των τιμών των πρώτων υλών μπορούσε να ληφθεί υπόψη, θα υπήρχε ο κίνδυνος να απολέσει πάσα πρακτική αποτελεσματικότητα η αρχή που κατοχυρώνει το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, κατά την οποία τα εν λόγω βιβλία αποτελούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος.

61      Ως εκ τούτου, ένα μέτρο των δημοσίων αρχών της χώρας εξαγωγής δεν μπορεί να οδηγήσει τα θεσμικά όργανα να μη λάβουν υπόψη τους, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, τις τιμές των πρώτων υλών που έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των υπό έρευνα μερών παρά μόνον όταν προκαλεί αισθητή στρέβλωση των τιμών των εν λόγω πρώτων υλών. Τυχόν διαφορετική ερμηνεία της εξαιρέσεως του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η οποία θα επέτρεπε, σε μια κατάσταση όπως η υπό κρίση, να αντικατασταθούν τα δεδομένα αυτά από ένα ποσό δαπανών στηριζόμενο σε άλλη εύλογη βάση, θα μπορούσε να υπονομεύσει κατά τρόπο δυσανάλογο την αρχή κατά την οποία τα εν βιβλία αυτά αποτελούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του εν λόγω προϊόντος.

62      Περαιτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα, οσάκις φρονούν ότι πρέπει να αποστούν του κόστους παραγωγής το οποίο αναγράφεται στα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους προκειμένου να το αντικαταστήσουν με κάποια άλλη τιμή που κρίνουν εύλογη, να στηριχθούν σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, Τ‑249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 180 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Συνεπώς, λαμβανόμενου υπόψη του γεγονότος ότι η δυνατότητα να μη ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, το κόστος παραγωγής του εν λόγω προϊόντος που είναι καταχωρισμένο στα λογιστικά βιβλία των υπό έρευνα μερών, διέπεται από καθεστώς που έχει τον χαρακτήρα εξαιρέσεως (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω), τα θεσμικά όργανα οφείλουν, οσάκις η στρέβλωση την οποία επικαλούνται δεν είναι άμεση συνέπεια του κρατικού μέτρου που της έδωσε το έναυσμα, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), αλλά των αποτελεσμάτων που το εν λόγω μέτρο θεωρείται ότι παράγει στην αγορά, να λαμβάνουν την πρόνοια να περιγράφουν τη λειτουργία της εν λόγω αγοράς και να αποδεικνύουν τα αποτελέσματα του μέτρου επ’ αυτής, χωρίς να στηρίζονται συναφώς σε απλές εικασίες.

64      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξετασθεί εάν τα θεσμικά όργανα απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι οι προϋποθέσεις προκειμένου να αποστούν, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, από τις τιμές του ΑΦΕ που είχαν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας πληρούνταν εν προκειμένω.

65      Πρώτον, όσον αφορά το μέτρο των δημοσιών αρχών της Ινδονησίας που προσδιορίστηκε ως αιτία της στρεβλώσεως των τιμών του ΑΦΕ, όπως τούτο επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην αιτιολογική σκέψη 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού, πρόκειται για το σύστημα DET στον βαθμό που εισάγει διαφορετικά επίπεδα φορολογήσεως επί του ΑΦΕ και του βιοντίζελ, όπως το επιβεβαίωσαν τα θεσμικά όργανα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Από την αιτιολογική σκέψη 69 του εν λόγω κανονισμού συνάγεται ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι εξαγωγές βιοντίζελ φορολογούνταν με συντελεστή που κυμαινόταν μεταξύ 2 και 5 %, ενώ, κατά την ίδια περίοδο, οι φορολογικοί συντελεστές επί των εξαγωγών ΑΦΕ είχαν καθοριστεί μεταξύ 15 και 20 %, προβλεπόταν δε και η φορολόγηση των εξαγωγών με συντελεστή που κλιμακωνόταν από το 5 στο 18,5 % για το εξευγενισμένο φοινικέλαιο που έχει υποστεί λεύκανση και απόσμηση.

66      Δεύτερον, ως προς τα αποτελέσματα του συστήματος DET, το Συμβούλιο προέβαλε μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 30 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι μια συμπληρωματική έρευνα είχε καταδείξει ότι το εν λόγω σύστημα ασκούσε πίεση επί των τιμών των κύριων πρώτων υλών στην αγορά της Ινδονησίας, οι οποίες καθορίζονταν σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο.

67      Μολονότι το Συμβούλιο επισήμανε συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι το σύστημα DET περιόριζε τις δυνατότητες εξαγωγής του ΑΦΕ, δεδομένου ότι μεγαλύτερες ποσότητες του εν λόγω ελαίου ήσαν διαθέσιμες στην εγχώρια αγορά και συμπίεζαν τις τιμές του ΑΦΕ, εντούτοις διαπιστώνεται ότι δεν απέδειξε με τον εν λόγω κανονισμό σε ποια έκταση το σύστημα αυτό, στον βαθμό που περιελάμβανε εξαγωγικούς φόρους με διαφορετικούς συντελεστές επί του ΑΦΕ και επί του βιοντίζελ, είχε προκαλέσει αισθητή στρέβλωση των τιμών αυτής της πρώτης ύλης στην αγορά της Ινδονησίας.

68      Στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο διέλαβε επίσης ότι η διαφορά μεταξύ της τιμής του ΑΦΕ που πωλείτο στην εγχώρια αγορά και της διεθνούς τιμής αναφοράς πλησίαζε σε μεγάλο βαθμό τον επιβαλλόμενο επί του ΑΦΕ φόρο εξαγωγής. Έτσι όμως δεν απέδειξε τις συνέπειες τις οποίες μπορούσε να έχει επί των τιμών της εν λόγω πρώτης ύλης στην αγορά της Ινδονησίας η διαφορά καθ’ εαυτήν μεταξύ του ύψους των φόρων επί του ΑΦΕ και του ύψους του φόρου επί του βιοντίζελ. Πράγματι, η διαπίστωση στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη επιτρέπει στην καλύτερη περίπτωση τη συναγωγή κάποιων συμπερασμάτων ως προς ορισμένες συνέπειες που ήταν δυνατό να έχει η επιβολή εξαγωγικού φόρου επί του ΑΦΕ στην τιμή του, αλλά δεν επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς τις συνέπειες τις οποίες μπορούσε να έχει επί της τιμής του ΑΦΕ στην αγορά της Ινδονησίας η διαφορά μεταξύ του ύψους του φόρου αυτού και του ύψους του φόρου επί του βιοντίζελ.

69      Τα στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιο στις αιτιολογικές σκέψεις 67 και 70 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά τα οποία η τιμή του ΑΦΕ που είχε καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των οικείων εταιριών αντικαταστάθηκε από την τιμή στην οποία οι ενδιαφερόμενες εταιρίες θα είχαν αγοράσει το ΑΦΕ στην εγχώρια αγορά εάν δεν υπήρχε στρέβλωση, ήτοι από την τιμή ΕΦΕ, ομοίως δεν επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς τις συνέπειες τις οποίες μπορούσε να έχει επί της τιμής της εν λόγω πρώτης ύλης στην εν λόγω αγορά η διαφορά μεταξύ του ύψους του φόρου εξαγωγής επί του ΑΦΕ και του ύψους του φόρου εξαγωγής επί του βιοντίζελ. Στον βαθμό που αυτές οι αιτιολογικές σκέψεις θα έπρεπε να ερμηνευθούν ως διαπίστωση του Συμβουλίου κατά την οποία, ελλείψει τέτοιας διαφοροποιήσεως στη φορολόγηση, η τιμή του ΑΦΕ στην αγορά αυτή θα ήταν η ίδια με την τιμή ΕΦΕ, αρκεί η επισήμανση ότι τούτο δεν αποδείχθηκε ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ούτε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

70      Τέλος, από τις αιτιολογικές σκέψεις 73 και 74 του προσβαλλόμενου κανονισμού συνάγεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν αμφισβητούν ότι το ΑΦΕ εξακολουθεί να εξάγεται από την Ινδονησία σε μεγάλες ποσότητες. Δεδομένου όμως αυτού, δεν αρκούσε το συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 68, περί μεγαλύτερης διαθεσιμότητας του ΑΦΕ στην εγχώρια αγορά και περί μειώσεως της τιμής του, άνευ άλλων διευκρινίσεων προς στήριξή του.

71      Ως προς τις οικονομικές μελέτες τις οποίες επικαλέστηκαν τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το παραδεκτό των οποίων δεν χρειάζεται να κριθεί, πρέπει να τονιστεί ότι, βεβαίως, μπορεί να συναχθεί εξ αυτών ότι οι εξαγωγικοί φόροι οδηγούν σε αύξηση των τιμών εξαγωγής του φορολογούμενου προϊόντος σε σχέση προς την τιμή του στην εγχώρια αγορά, στη μείωση των εξαγωγών του εν λόγω προϊόντος καθώς και σε πίεση προς τα κάτω των τιμών του προϊόντος αυτού στην εγχώρια αγορά. Επίσης, μπορεί να συναχθεί εντεύθεν ότι ένα σύστημα εξαγωγικών φόρων που φορολογεί τις κύριες πρώτες ύλες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα προϊόντα σε μια αγορά επομένου σταδίου παραγωγής προστατεύει και ευνοεί τις εγχώριες κατάντη βιομηχανίες παρέχοντάς τους πρώτες ύλες σε επαρκείς ποσότητες και σε οικονομικά συμφέρουσες τιμές.

72      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μελέτες αυτές περιορίζονται στην ανάλυση των συνεπειών των εξαγωγικών φόρων επί των τιμών των κύριων πρώτων υλών και όχι των συνεπειών των διαφορετικών συντελεστών που ισχύουν για τους εξαγωγικούς φόρους επί των πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ.

73      Τα θεσμικά όργανα περιορίστηκαν επομένως να εξηγήσουν τη σχέση μεταξύ των διεθνών τιμών και των εγχώριων τιμών του ΑΦΕ και να παράσχουν στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο του φόρου εξαγωγής επί του ΑΦΕ στη διαθεσιμότητα της εν λόγω πρώτης ύλης στην εγχώρια αγορά και επί της τιμής του, χωρίς εντούτοις να αποδείξουν in concreto τα αποτελέσματα τα οποία το σύστημα DET καθαυτό μπορούσε να έχει επί της τιμής του ΑΦΕ στην εν λόγω αγορά και σε ποιον βαθμό τα αποτελέσματα αυτά διαφέρουν από εκείνα ενός συστήματος φορολογήσεως που δεν διαφοροποιεί τους συντελεστές των εξαγωγικών φόρων επί του ΑΦΕ και επί του βιοντίζελ.

74      Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα θεσμικά όργανα δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη αισθητής στρεβλώσεως της τιμής του ΑΦΕ στην Ινδονησία οφειλόμενης στο σύστημα DET εκ του λόγου ότι εισήγαγε διαφορετικούς συντελεστές για τους φόρους εξαγωγής επί του ΑΦΕ και επί του βιοντίζελ. Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα, εκτιμώντας ότι τα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Ινδονησίων παραγωγών δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο την τιμή του ΑΦΕ και μη λαμβάνοντάς την υπόψη, παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

75      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν τα θεσμικά όργανα, δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό το γεγονός ότι διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, ιδίως όσον αφορά περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις στο πλαίσιο μέτρων εμπορικής άμυνας, καθώς και το γεγονός ότι, για τα ζητήματα αυτά, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να περιορίζει τον έλεγχό του στην εξέταση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την επίμαχη επιλογή, στην έλλειψη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και στην ανυπαρξία καταχρήσεως εξουσίας [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2002, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T-156/11, EU:T:2012:431, σκέψεις 134 έως 136 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

76      Πράγματι, ο διενεργούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος που περιορίζεται στην επισήμανση του κατά πόσον τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζουν τις διαπιστώσεις τους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να τεκμηριώσουν τα εντεύθεν αντλούμενα συμπεράσματα δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν στον τομέα της εμπορικής πολιτικής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C-191/09 P και C-200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 68).

77      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εξετάσει εάν τα θεσμικά όργανα απέδειξαν ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προκειμένου να αποστούν, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, των δαπανών που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του εν λόγω προϊόντος, όπως οι δαπάνες αυτές αποτυπώνονται στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Ινδονησίων παραγωγών, βάσει του κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

78      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το πρώτο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνουν δεκτά, ενώ παρέλκει η εξέταση του δευτέρου σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως που αφορά τον εύλογο χαρακτήρα της τιμής ΕΦΕ ως τιμής αντικαταστάσεως.

79      Πρέπει επίσης να εξεταστεί σε ποιον βαθμό το σφάλμα που διαπιστώθηκε δικαιολογεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού καθόσον αυτός επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα.

80      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν τα θεσμικά όργανα, υπό τις κρινόμενες περιστάσεις, δεν είναι δυνατή η μερική ακύρωση του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνο σε σχέση με το διαπιστωθέν σφάλμα ως προς τη μέθοδο υπολογισμού του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ.

81      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση πράξεως της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη. Η απαίτηση αυτή περί διαχωρισιμότητας δεν πληρούται οσάκις η μερική ακύρωση θα είχε ως συνέπεια να μεταβληθεί η ουσία της (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑29/99, EU:C:2002:734, σκέψεις 45 και 46).

82      Όπως προελέχθη κατά την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο υπολογισμός της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος στον οποίον προέβησαν τα θεσμικά όργανα ερείδεται επί εσφαλμένων εκτιμήσεων. Δεδομένου ότι η κανονική αξία αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τον καθορισμό του ύψους του εφαρμοστέου δασμού αντιντάμπινγκ, το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει καθόσον επιβάλλει ατομικό δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα.

83      Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Δυνάμει του άρθρου 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά του, καθώς και σε αυτά στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής.

85      Η Επιτροπή και το ΕΒΒ φέρουν τα έξοδά τους, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 138, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας, καθόσον αφορά την PT Ciliandra Perkasa.

2)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της PT Ciliandra Perkasa.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το European Biodiesel Board (EBB) φέρουν τα έξοδά τους.

Berardis

Czúcz

Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.