Language of document : ECLI:EU:T:2009:194

Υπόθεση T-222/04

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Σύστημα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησαν οι ιταλικές αρχές σε ορισμένες επιχειρήσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών, υπό τη μορφή φορολογικών απαλλαγών και δανείων με προνομιακό επιτόκιο – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά – Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις – Άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Κρατικό μέτρο που συνεπάγεται ελάφρυνση των συνήθων επιβαρύνσεων του προϋπολογισμού μιας επιχειρήσεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολόγηση – Υποχρέωση – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Χαρακτηρισμός του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 253 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως νέας

(Άρθρο 88 ΕΚ, κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημεία i και v)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα που σκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των συνισταμένων στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολών τις οποίες έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν

(Άρθρα 86 § 2 ΕΚ και 87 § 1 ΕΚ)

1.      Η Επιτροπή, όταν ελέγχει αν ενισχύσεις επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, υποχρεούται να εξετάζει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.

Στην περίπτωση ενός συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να περιοριστεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του εν λόγω συστήματος προκειμένου να εκτιμήσει, με τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της, αν το πρόγραμμα αυτό, λόγω των λεπτομερειών που προβλέπει, μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο.

Άλλωστε, κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στην κοινοτική αγορά μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Δεν υφίσταται κάποιο όριο ή κάποιο ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Πράγματι, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μικρό μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου.

Ως προς την προϋπόθεση που αφορά τον επηρεασμό του διακρατικού εμπορίου, το γεγονός ότι μια επιχείρηση η οποία απολαύει κρατικού μέτρου είναι η μόνη που ασκεί δραστηριότητα στην εγχώρια αγορά της ή στην επικράτεια καταγωγής της δεν είναι καθοριστικό. Συγκεκριμένα, το διακρατικό εμπόριο θίγεται από το οικείο μέτρο εφόσον μειώνονται οι πιθανότητες των εγκατεστημένων εντός άλλων κρατών μελών επιχειρήσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην αγορά του οικείου κράτους μέλους.

(βλ. σκέψεις 41-44, 55)

2.      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

Η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όλα τα μέτρα τα οποία, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα.

Συναφώς, συνιστά κρατική ενίσχυση η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών η οποία ελαφρύνει τις δαπάνες που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και, κατά συνέπεια, απονέμει χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα στις εταιρίες που έχουν τύχει της απαλλαγής αυτής σε σχέση με τις εταιρίες που υπόκεινται κανονικά στον φόρο αυτόν.

Εξάλλου, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις τα δάνεια που χορηγεί το Δημόσιο ή ένας ελεγχόμενος από το Δημόσιο οργανισμός σε μια επιχείρηση και τα οποία παρέχουν στην επιχείρηση αυτή δυνατότητα να τύχει ευνοϊκότερων προϋποθέσεων από αυτές των οποίων ετύγχανε στην κεφαλαιαγορά. Συναφώς, είναι θεμιτό να θεωρήσει η Επιτροπή ως επιτόκιο αναφοράς το επιτόκιο που καθορίζεται για την εκτίμηση των συστημάτων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, όπως αυτό δημοσιεύεται περιοδικά στην Επίσημη Εφημερίδα. Πρόκειται περί ευνοϊκών επιτοκίων, ισχυόντων για τις υγιείς επιχειρήσεις, τα οποία θα είχαν χρησιμοποιηθεί, στην περίπτωση που το επίδικο σύστημα είχε κοινοποιηθεί, για τον καθορισμό της υπάρξεως στοιχείων ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 60-61, 63, 67, 70)

3.      Προκειμένου περί αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να περιγράφει με το σκεπτικό της αποφάσεώς της τουλάχιστον τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις αυτές, οσάκις βάσει αυτών αποδεικνύεται ότι οι ενισχύσεις είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Αντιθέτως, δεν υποχρεούται να αποδεικνύει την πραγματική επίδραση ενισχύσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί. Πράγματι, αν είχε την υποχρέωση αυτή, η απαίτηση αυτή θα κατέληγε να ευνοεί τα κράτη μέλη τα οποία καταβάλλουν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, εις βάρος αυτών που γνωστοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους.

(βλ. σκέψη 78)

4.      Τόσο από το περιεχόμενο όσο και από τον σκοπό του άρθρου 88 ΕΚ προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, όσες ενισχύσεις προϋπήρχαν της ημερομηνίας ενάρξεως της Συνθήκης ΕΚ και όσες τέθηκαν νομοτύπως σε εφαρμογή υπό τις συνθήκες που προβλέπονται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ενώ πρέπει να θεωρηθούν ως νέες ενισχύσεις, για τις οποίες υφίσταται η προβλεπόμενη σ’ αυτή την τελευταία διάταξη υποχρέωση κοινοποιήσεως, τα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη θέσπιση ή στην τροποποίηση ενισχύσεων, οι δε τροποποιήσεις μπορούν να αφορούν είτε υφιστάμενες ενισχύσεις είτε αρχικά σχέδια κοινοποιηθέντα στην Επιτροπή. Εφόσον η τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού συστήματος, μεταβάλλεται το σύστημα αυτό σε νέο σύστημα ενισχύσεων. Όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια ουσιώδη τροποποίηση όταν το νέο στοιχείο μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από το αρχικό σύστημα.

(βλ. σκέψεις 90,94)

5.      Μια κρατική παρέμβαση η οποία συνιστά αντιστάθμιση που αντιπροσωπεύει την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι λήπτριες επιχειρήσεις προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, οπότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν τυγχάνουν, στην πραγματικότητα, χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος και, συνεπώς, η παρέμβαση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να περιέρχονται οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη από πλευράς ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριές τους επιχειρήσεις, δεν συνιστά, κατ’ αρχήν, κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ωστόσο, προκειμένου να είναι δυνατό μια τέτοια αντιστάθμιση να μην χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στην απόφαση Altmark. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η προϋπόθεση ότι η λήπτρια επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, υποχρεώσεων οι οποίες πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες, και η προϋπόθεση η αντιστάθμιση να μην υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών

Η προϋπόθεση ότι η λήπτρια επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έχει επίσης εφαρμογή στο πλαίσιο της παρεκκλίσεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, το οποίο αφορά τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα κρατικού μονοπωλίου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ένα μέτρο πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να ανταποκρίνεται, αφενός, στις αρχές του ορισμού και της αναθέσεως της δημόσιας υπηρεσίας και, αφετέρου, στην αρχή της αναλογικότητας.

(βλ. σκέψεις 108-112)