Language of document : ECLI:EU:T:2022:276

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 4ης Μαΐου 2022 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αεροπορικές μεταφορές – Μέτρο στήριξης που έλαβε η Ρουμανία – Ενίσχυση για τη διάσωση της TAROM – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Ιδιότητα του ενδιαφερομένου – Προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων – Παραδεκτό – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων – Μέτρο που αποσκοπεί στην αποφυγή κοινωνικών δυσχερειών ή στην αντιμετώπιση της ανεπάρκειας της αγοράς – Αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης – Συνέπειες προγενέστερης ενίσχυσης χορηγηθείσας πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση – Σοβαρές δυσχέρειες – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑718/20,

Wizz Air Hungary Légiközlekedési Zrt. (Wizz Air Hungary Zrt.), με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τους E. Vahida, S. Rating και Ι.‑Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn, V. Bottka και I. Barcew,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg, G. Hesse και D. Petrlík (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Wizz Air Hungary Légiközlekedési Zrt. (Wizz Air Hungary Zrt.), ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2020) 1160 final της Επιτροπής, της 24ης Φεβρουαρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56244 (2020/N) – Ρουμανία – Ενίσχυση για τη διάσωση της TAROM (ΕΕ 2020, C 310, σ. 3), με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφενός, δεν προέβαλε αντιρρήσεις κατά μέτρου ενίσχυσης που χορήγησε η Ρουμανία στην Compania Nationala de Transporturi Aeriene romane «TAROM SA» (στο εξής: TAROM) και η οποία συνίστατο σε δάνειο ύψους 175 952 000 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 36 660 000 ευρώ), επιστρεπτέο στο τέλος περιόδου έξι μηνών, και, αφετέρου, κήρυξε την ενίσχυση αυτή συμβατή με την εσωτερική αγορά (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

2        Η TAROM είναι ρουμανική αεροπορική εταιρία η οποία δραστηριοποιείται με αφετηρία έναν μοναδικό αερολιμένα που βρίσκεται στο διεθνές αεροδρόμιο OTP Henri-Coandă του Βουκουρεστίου (Ρουμανία). Δραστηριοποιείται κυρίως στην αεροπορική μεταφορά επιβατών, φορτίου και αλληλογραφίας. Στις αρχές του 2020 η TAROM απασχολούσε 1 795 άτομα και διέθετε στόλο 25 αεροσκαφών. Η TAROM εκμεταλλευόταν τόσο εθνικές όσο και διεθνείς γραμμές.

3        Στις 19 Φεβρουαρίου 2020 η Ρουμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο ενίσχυσης για τη διάσωση της TAROM, το οποίο συνίστατο σε δάνειο για τη χρηματοδότηση των αναγκών ρευστότητας της εταιρίας, ύψους 175 952 000 RON (περίπου 36 660 000 ευρώ), επιστρεπτέο στο τέλος εξάμηνης περιόδου με δυνατότητα μερικής πρόωρης εξοφλήσεως (στο εξής: μέτρο ενίσχυσης).

4        Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η οικονομική κατάσταση της TAROM είχε επιδεινωθεί σημαντικά κατά τα πέντε προηγούμενα έτη και υπογράμμισε ότι οι συσσωρευμένες ζημίες κατά την περίοδο 2004-2019 ανέρχονταν σε 3 362 130 000 RON (περίπου 715 350 000 ευρώ), υπερβαίνοντας έτσι πλέον του ημίσεος του κεφαλαίου της TAROM.

5        Όσον αφορά την κατάσταση των δικτύων μεταφοράς στη Ρουμανία, η Επιτροπή επισήμανε ότι η γενική κατάσταση και η αξιοπιστία των ρουμανικών σιδηροδρομικών και οδικών δικτύων ήταν ανεπαρκείς και ότι οι αεροπορικές μεταφορές εξακολουθούσαν να είναι απαραίτητες για την περιφερειακή ανάπτυξη στη χώρα, ιδίως δε για τα εσωτερικά δρομολόγια που εκμεταλλεύεται η TAROM.

6        Η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τη Ρουμανία, η έξοδος της TAROM από την αγορά δεν θα καθιστούσε δυνατή τη διασφάλιση των πτήσεων σχετικά με τις κρατήσεις που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, χωρίς οι ανταγωνιστές της TAROM να έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν βραχυπρόθεσμα τις σχετικές συνδέσεις και χωρίς αυτή να επηρεάσει μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων συμπεριλαμβανομένων, κυρίως, των εγχώριων αεροδρομίων.

7        Κατά την εξέταση του μέτρου ενίσχυσης, κατά πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο αυτό συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

8        Κατά δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε αν το μέτρο ενίσχυσης ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

9        Πρώτον, με τις αιτιολογικές σκέψεις 52 έως 57 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι η TAROM ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2014, C 249, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

10      Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 65 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η Ρουμανία αποδείκνυαν ότι το μέτρο ενίσχυσης πληρούσε την προϋπόθεση που προβλέπεται στα σημεία 43 έως 52 των κατευθυντηρίων γραμμών, κατά την οποία η κρατική ενίσχυση πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη στόχου κοινού συμφέροντος.

11      Τρίτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 77 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο ενίσχυσης ήταν πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την αποτροπή της πτώχευσης της TAROM.

12      Τέταρτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 78 έως 85 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο ενίσχυσης ήταν ανάλογο προς τις ανάγκες ρευστότητας της TAROM για περίοδο έξι μηνών.

13      Πέμπτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 86 έως 89 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επληρούτο η προϋπόθεση της εφάπαξ ενίσχυσης, η τήρηση της οποίας απαιτείται από τα σημεία 70 έως 74 των κατευθυντηρίων γραμμών.

14      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις ως προς το μέτρο ενίσχυσης, για τον λόγο ότι ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

17      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς και έχει έννομο συμφέρον ως ενδιαφερομένη κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ως ενδιαφερόμενο μέρος κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).

18      Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής.

19      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή αποφασίζει να μην προβάλει αντιρρήσεις δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, κρίνει όχι μόνον τα επίμαχα μέτρα συμβατά με την εσωτερική αγορά, αλλά επίσης αρνείται σιωπηρώς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, υποχρεούται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, να αποφασίσει την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Σύμφωνα με το γράμμα της τελευταίας αυτής διάταξης, η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 46).

20      Εάν δεν κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας, τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία θα μπορούσαν να καταθέσουν παρατηρήσεις κατά το ως άνω δεύτερο στάδιο, στερούνται αυτής της δυνατότητας. Προς επανόρθωση της κατάστασης αυτής, αναγνωρίζεται στα ενδιαφερόμενα μέρη το δικαίωμα να προσβάλουν, ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την απόφαση της Επιτροπής να μην κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας. Επομένως, προσφυγή για την ακύρωση απόφασης δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την οποία ασκεί ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή όταν ο προσφεύγων επιδιώκει να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη [αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 56, και της 9ης Ιουνίου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (Condor, Covid-19), Τ-665/20, EU:T:2021:344, σκέψη 26].

21      Μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, καταλέγονται ιδίως επιχειρήσεις ανταγωνίστριες του δικαιούχου μέτρου ενισχύσεως [πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 50, και της 9ης Ιουνίου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (Condor, Covid-19), T‑665/20, EU:T:2021:344, σκέψη 28].

22      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι υφίσταται ανταγωνιστική σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και της TAROM, δικαιούχου του μέτρου ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστήριξε, χωρίς να αντικρουστεί, ότι ήταν η μεγαλύτερη αεροπορική εταιρία στη Ρουμανία ως προς τη μεταφορική ικανότητα το 2019. Συγκεκριμένα, αντιπροσωπεύει ποσοστό 40,8 % της μεταφορικής ικανότητας –ενώ η TAROM μόνον 15,3 %– μεταφέροντας περίπου 9,3 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως από και προς τη Ρουμανία, καθώς και στα εσωτερικά δρομολόγια της χώρας. Τόνισε επίσης ότι το πρόγραμμα πτήσεων για το καλοκαίρι του 2020, το οποίο είχε καταρτιστεί πριν από την έναρξη της πανδημίας της COVID‑19, περιελάμβανε 163 γραμμές με αφετηρία έντεκα ρουμανικά αεροδρόμια.

23      Συνεπώς, η προσφεύγουσα είναι ενδιαφερόμενο μέρος που έχει συμφέρον να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

24      Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή στο μέτρο που η προσφεύγουσα προβάλλει, στο πλαίσιο αυτής, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

25      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη συμβολή του μέτρου ενίσχυσης σε σαφώς καθορισμένο στόχο κοινού συμφέροντος, ο δεύτερος πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την τήρηση της προϋπόθεσης της εφάπαξ ενίσχυσης, ο τρίτος την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, ενώ ο τέταρτος παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

26      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επιδιώκει ρητώς τον σεβασμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων της. Συναφώς, επισημαίνεται εξάλλου ότι η προσφεύγουσα δύναται να προβάλει, για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, λόγους ικανούς να αποδείξουν ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά [πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 81· της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 35, και της 9ης Ιουνίου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (Condor, Covid-19), T‑665/20, EU:T:2021:344, σκέψη 31].

27      Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός.

28      Όσον αφορά τον πρώτο και δεύτερο λόγο ακυρώσεως, διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα δικαιούται, προκειμένου να αποδείξει προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της λόγω των αμφιβολιών που θα έπρεπε να εγείρει το επίμαχο μέτρο ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά, να προβάλει επιχειρήματα ώστε να αποδείξει ότι η διαπίστωση περί συμβατότητας του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά στην οποία κατέληξε η Επιτροπή ήταν εσφαλμένη, όπερ, κατά μείζονα λόγο, είναι ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει αμφιβολίες κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει τα επί της ουσίας επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτά είναι ικανά να ενισχύσουν τον λόγο που η ίδια ρητώς προέβαλε σε σχέση με την ύπαρξη αμφιβολιών που δικαιολογούν την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ [πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑287/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:395, σκέψεις 57 έως 60· της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής, T‑135/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:287, σκέψη 77, και της 9ης Ιουνίου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (Condor, Covid-19), T‑665/20, EU:T:2021:344, σκέψη 32].

29      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, υπογραμμίζεται ότι η παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίον ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και ο οποίος δεν σχετίζεται με την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης [απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (TAP, Covid-19), T‑465/20, EU:T:2021:284, σκέψη 29· πρβλ., επίσης, απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67].

 Επί της ουσίας

30      Λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεως που εκτέθηκε στις σκέψεις 25 έως 29 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας

31      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε ανεπαρκή και ελλιπή εξέταση, αφενός, της τήρησης της προϋπόθεσης σχετικά με τη συμβολή της διάσωσης της TAROM σε στόχο κοινού συμφέροντος και, αφετέρου, της τήρησης της προϋπόθεσης της εφάπαξ ενίσχυσης για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Συναφώς, παραπέμπει στο περιεχόμενο των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως της προσφυγής και συνάγει εξ αυτού ότι οι ανεπάρκειες της σχετικής εξέτασης αποκαλύπτουν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

32      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η έκβαση της διαδικασίας έρευνας του μέτρου ενίσχυσης θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν η Επιτροπή είχε σεβαστεί τα διαδικαστικά δικαιώματά της, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του μέτρου αυτού και να γνωστοποιήσει πληροφορίες σχετικές με πραγματικά περιστατικά ή άλλης φύσεως πληροφορίες.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση προσφυγής, αν η Επιτροπή τήρησε δύο από τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου μια ενίσχυση για τη διάσωση προβληματικής επιχείρησης να μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, ήτοι την προϋπόθεση σχετικά με τη συμβολή του μέτρου ενισχύσεως σε στόχο κοινού συμφέροντος και την προϋπόθεση της εφάπαξ ενίσχυσης για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

34      Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑594/18 P, EU:C:2020:742), να επισημάνει ότι από το σημείο 43 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι, για να κηρυχθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών, ένα μέτρο κρατικής ενίσχυσης πρέπει να επιδιώκει στόχο κοινού συμφέροντος. Κατά το ίδιο σημείο, η απαίτηση αυτή εκφράζεται με την προϋπόθεση ότι ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να «επιδιώκει στόχο κοινού συμφέροντος, όπως η πρόληψη κοινωνικών προβλημάτων ή η αντιμετώπιση ανεπαρκειών της αγοράς». Τούτο επιβεβαιώνεται από το σημείο 44 των κατευθυντηρίων γραμμών, κατά το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να καταδείξουν ότι η κατάρρευση του δικαιούχου ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα ή μείζονες ανεπάρκειες στην αγορά. Επομένως, το περιεχόμενο της απαιτήσεως αυτής συνδέεται με την προϋπόθεση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, κατά την οποία το μέτρο ενισχύσεως πρέπει να προορίζεται για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, όπως εξάλλου υποστήριξαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

35      Συνεπώς, η ίδια η ουσία της απαιτήσεως που προβλέπεται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο, εξάλλου, ουδείς εκ των διαδίκων διατείνεται, και οι κατευθυντήριες γραμμές, επιβάλλοντας την εν λόγω απαίτηση, δεν περιόρισαν αδικαιολόγητα το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής όσον αφορά την εξέταση της συμβατότητας μέτρου κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 24). Επιπλέον, από τις σκέψεις 66 και 67 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το γεγονός ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση καθιστά δυνατή την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας της αγοράς μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

–       Επί των κανόνων σχετικά με το βάρος απόδειξης οι οποίοι εφαρμόζονται κατά την εξέταση των απαιτήσεων που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών

36      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις απαιτήσεις που επιβάλλουν τα σημεία 8 και 43 των κατευθυντηρίων γραμμών. Εκτιμά, μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, ότι το ρουμανικό κράτος όφειλε να αποδείξει το υποστατό των αρνητικών συνεπειών τις οποίες επιδιώκει να άρει το μέτρο ενίσχυσης. Συνεπώς, για παράδειγμα, το κράτος αυτό όφειλε να αποδείξει ότι άλλες αεροπορικές εταιρίες δεν θα κατόρθωναν να αναλάβουν ορισμένα δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται σήμερα η TAROM. Η Επιτροπή δέχθηκε εσφαλμένως ότι το ρουμανικό κράτος αποδεικνύει μόνον ότι το μέτρο ενίσχυσης ήταν εύλογο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών.

37      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

38      Συναφώς, καταρχάς, από το γράμμα του σημείου 43 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι η ενίσχυση «επιδιώκει» την πρόληψη κοινωνικών προβλημάτων ή την αντιμετώπιση ανεπαρκειών της αγοράς.

39      Πάντως, το εν λόγω σημείο πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το σημείο 44, στοιχείο βʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών, το οποίο διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να καταδείξουν ότι η κατάρρευση του δικαιούχου της ενίσχυσης «ενδέχεται» να προκαλέσει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα ή μείζονες ανεπάρκειες στην αγορά, ιδίως καταδεικνύοντας ότι υφίσταται «κίνδυνος» διαταραχής στην παροχή μιας σημαντικής υπηρεσίας που δεν μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί και σε τομέα στον οποίο δύσκολα θα μπορούσε να εισέλθει κάποιος ανταγωνιστής.

40      Επομένως, το επίμαχο κράτος μέλος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι, ελλείψει του μέτρου ενίσχυσης, θα προκαλούνταν οπωσδήποτε ορισμένες αρνητικές συνέπειες λόγω της κατάρρευσης του δικαιούχου της ενίσχυσης, αλλά μόνον ότι υφίσταται κίνδυνος επέλευσης των συνεπειών αυτών.

41      Εν συνεχεία, τα στοιχεία που προσκομίζει συναφώς το κράτος μέλος δεν μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, παρά να αφορούν μελλοντικά γεγονότα των οποίων η υλοποίηση δεν είναι βέβαιη κατά τον χρόνο της κοινοποίησης της ενισχύσεως στην Επιτροπή. Επομένως, τα στοιχεία αυτά πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβεί σε μακροπρόθεσμη ανάλυση των αρνητικών συνεπειών της μη λήψεως ενός μέτρου ενίσχυσης.

42      Τέλος, από τη νομολογία προκύπτει ότι η νομιμότητα αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, όπως η προσβαλλόμενη, όταν εκδίδεται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, εξαρτάται από το αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 (αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 80, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 38).

43      Το βάρος αποδείξεως περί του ότι υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, στοιχείο που πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις περιστάσεις έκδοσης της αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων όσο και στο περιεχόμενό της, το φέρει ο αιτών την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων (αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 82, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 40).

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να εκτιμηθεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η εξέταση του αν η Επιτροπή απέδειξε ότι, ελλείψει του μέτρου ενισχύσεως, θα δημιουργούνταν οπωσδήποτε κοινωνικά προβλήματα ή ανεπάρκεια στην αγορά και ότι το μέτρο αυτό θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή ή τη βέβαιη αντιμετώπισή τους. Αντιθέτως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα απέδειξε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, τα οποία θα έπρεπε να την οδηγήσουν σε αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη κινδύνου επέλευσης τέτοιων κοινωνικών προβλημάτων ή ανεπαρκειών στην αγορά ελλείψει του μέτρου ενισχύσεως ή ως προς το αν το μέτρο ενισχύσεως αποσκοπεί στην αποφυγή ή στην αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων.

45      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι απορριπτέο.

–       Επί των ενδείξεων περί της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών

46      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται επίσης παραπομπή στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εξέταση των απαιτήσεων που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών. Πρώτον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη σημασία της TAROM στην εγχώρια αγορά. Δεύτερον, φρονεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εκτιμήσει το ενδεχόμενο αντικαταστάσεως της TAROM στα εν λόγω εσωτερικά δρομολόγια. Τρίτον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εκτιμήσει το μικρό μερίδιο της TAROM στα διεθνή δρομολόγια κατά την εξέταση της συμβατότητας του μέτρου ενίσχυσης.

47      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

48      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 65 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέτασε αν το μέτρο ενίσχυσης πληρούσε τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών, κρίνοντας ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές, έπρεπε να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο είχε ως σκοπό την πρόληψη κοινωνικών δυσχερειών ή την αντιμετώπιση ανεπάρκειας της αγοράς.

49      Στις αιτιολογικές σκέψεις 59 και 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι είχε αποδειχθεί ότι η TAROM διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο για τη διασφάλιση της περιφερειακής συνδεσιμότητας στο εσωτερικό της Ρουμανίας, δεδομένου ότι η εταιρία αυτή εκτελούσε μόνη της πλείονα εσωτερικά αεροπορικά δρομολόγια. Επιπροσθέτως, η παύση των δραστηριοτήτων της TAROM επηρέασε 460 000 επιβάτες οι οποίοι είχαν ήδη πραγματοποιήσει κρατήσεις πτήσεων, εκ των οποίων οι 63 000 αφορούσαν δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται αποκλειστικά η ίδια εταιρία. Όσον αφορά τα δρομολόγια αυτά, η Επιτροπή θεώρησε στις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 62 της εν λόγω απόφασης ότι ήταν λιγότερο πιθανό οι ανταγωνίστριες αεροπορικές εταιρίες να διασφαλίσουν εσωτερικά την εκμετάλλευση, γεγονός το οποίο θα επηρέαζε τη συνδεσιμότητα ρουμανικών περιφερειών λαμβανομένης υπόψη της άσχημης κατάστασης των οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών οι οποίες δεν προσφέρουν πραγματικές και αξιόπιστες εναλλακτικές για τους επιβάτες των εν λόγω δρομολογίων. Στην αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η παύση των δραστηριοτήτων της TAROM θα μπορούσε να είναι επιζήμια για την οικονομική κατάσταση των ρουμανικών περιφερειών, ιδίως για τα περιφερειακά αεροδρόμια, σε σημείο που να οδηγεί σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, δυνάμενη να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Στην αιτιολογική σκέψη 64 της ίδιας αποφάσεως, διαπίστωσε, βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων, ότι υφίστατο συγκεκριμένος κίνδυνος διακοπής των υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς επιβατών στη Ρουμανία και, στην αιτιολογική σκέψη 65 της εν λόγω αποφάσεως, κατέληξε κατ’ ουσίαν στο συμπέρασμα ότι, αποτρέποντας μια επικείμενη και δυνητικώς επαχθή διαδικασία εκκαθαρίσεως, το μέτρο ενίσχυσης θα απέτρεπε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και σημαντική ανεπάρκεια της αγοράς.

50      Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εκτιμήσει το μέγεθος της αγοράς και τη σημασία της TAROM για τα εγχώρια και διεθνή δρομολόγια.

51      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι το σημείο 43 και το σημείο 44, στοιχείο βʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών δεν υποχρεώνουν την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος της επίμαχης αγοράς όταν εξετάζει αν η επίμαχη υπηρεσία είναι «σημαντική». Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η επίμαχη αγορά είναι σχετικά περιορισμένη, τούτο δεν εμποδίζει μια υπηρεσία που παρέχεται στην αγορά αυτή να είναι σημαντική κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών.

52      Εν προκειμένω, η ανάλυση της Επιτροπής στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στη διαπίστωση ότι η παύση της δραστηριότητας της TAROM είναι επιζήμια για τη συνδεσιμότητα των ρουμανικών περιφερειών που εξυπηρετούνται αποκλειστικά από αυτήν καθώς και για την οικονομική κατάσταση των περιφερειών αυτών και ότι, στην περίπτωση αυτή, υφίσταται συγκεκριμένος κίνδυνος διακοπής ορισμένων υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς επιβατών στη Ρουμανία.

53      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο της ελλείψεως εναλλακτικών αξιόπιστων λύσεων λόγω της άσχημης κατάστασης των ρουμανικών οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών, η οποία δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, η περιφερειακή συνδεσιμότητα μέσω εσωτερικών αεροπορικών δρομολογίων και η διεθνής συνδεσιμότητα της Ρουμανίας μπορούσαν βασίμως να θεωρηθούν από την Επιτροπή ως σημαντική υπηρεσία της οποίας η διακοπή θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές δυσχέρειες ή να αποτελέσει ανεπάρκεια της αγοράς, κατά την έννοια του σημείου 44, στοιχείο βʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών.

54      Επιπλέον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αδύναμης παρουσίας της TAROM στην εθνική αγορά αεροπορικών μεταφορών, το ποσό της ενίσχυσης ανά επιβάτη είναι δυσανάλογο, αμφισβητεί κατ’ ουσίαν την αναλογικότητα του μέτρου ενίσχυσης.

55      Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η επιβολή υποχρεώσεων παροχής δημόσιων υπηρεσιών με τις οποίες είχε επιφορτισθεί η TAROM, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εντός αρκετά σύντομου χρονικού διαστήματος ώστε να αποφευχθεί η έξοδος της TAROM από την αγορά, ως προς την οποία δεν αμφισβητείται ότι φαινόταν επικείμενη. Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τέτοιες υποχρεώσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών θα μπορούσαν να αποτρέψουν την παύση της δραστηριότητας της TAROM και τις συνέπειες που θα ανέκυπταν για τη συνδεσιμότητα και την οικονομική δραστηριότητα των οικείων ρουμανικών περιφερειών.

56      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την αντικατάσταση της TAROM στα εσωτερικά δρομολόγια, υπενθυμίζεται ότι η νομιμότητα αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων η οποία ελήφθη κατά το πέρας της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή της Ένωσης με γνώμονα όχι μόνο τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή κατά το χρονικό σημείο που την εξέδωσε, αλλά και τα στοιχεία τα οποία μπορούσε να έχει στη διάθεσή της (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2021, Achemos Grupė και Achema κατά Επιτροπής, C‑847/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:343, σκέψη 41, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 42).

57      Συναφώς, μολονότι, κατά την εξέταση της ύπαρξης μιας κρατικής ενίσχυσης και της νομιμότητάς της, ενδέχεται, κατά περίπτωση, να χρειαστεί η Επιτροπή να μην περιοριστεί απλώς στην εξέταση των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της έχουν γνωστοποιηθεί, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι οφείλει να αναζητεί, με δική της πρωτοβουλία και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης, όλες τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να συνδέονται με την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, ακόμη και αν πρόκειται για πληροφορίες που βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology, C‑57/19 P, EU:C:2021:663, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Στο πλαίσιο αυτό, καταρχάς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ενδεχόμενο αντικατάστασης της TAROM από τους ανταγωνιστές της στα εσωτερικά δρομολόγια που η ίδια εκμεταλλεύεται αποκλειστικά ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο της αιτιολογικής αυτής σκέψης, η οποία παραπέμπει συναφώς στην αιτιολογική σκέψη 17 της ίδιας απόφασης, προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν απίθανο οι ανταγωνίστριες αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη ρουμανική αγορά, οι οποίες είναι κυρίως εταιρίες χαμηλού κόστους, να εισέλθουν στην αγορά αυτή για να εξασφαλίσουν το σύνολο των εσωτερικών δρομολογίων, δεδομένου ότι το εμπορικό συμφέρον των εταιριών αυτών συναφώς φέρεται να είναι μειωμένο. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι η ζήτηση στις εσωτερικές συνδέσεις ήταν χαμηλή όσον αφορά τους επιβάτες ανά πτήση και ότι δεν ήταν αποδοτική η πραγματοποίηση τέτοιων δρομολογίων με αεροσκάφη με μεγαλύτερη χωρητικότητα σε καθίσματα από εκείνα που χρησιμοποιεί η TAROM, όπως τα αεροσκάφη που εκμεταλλεύονται εν γένει οι εταιρίες χαμηλού κόστους. Παρατήρησε ότι το οικονομικό μοντέλο των εταιριών χαμηλού κόστους στηριζόταν στην ποσότητα και σε έναν ομοιογενή στόλο προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το κόστος.

59      Εν συνεχεία, μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αεροπορικές εταιρίες ανταγωνίστριες της TAROM πραγματοποιούσαν τρία από τα επτά εσωτερικά δρομολόγια τα οποία, κατά την απόφαση αυτή, η ίδια εκμεταλλευόταν αποκλειστικά, δεν αμφισβητεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η TAROM εκμεταλλευόταν αποκλειστικά τα υπόλοιπα τέσσερα εσωτερικά δρομολόγια.

60      Επιπλέον, δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι εν λόγω ανταγωνίστριες αεροπορικές εταιρίες εκμεταλλεύονταν τα τρία αυτά εσωτερικά δρομολόγια.

61      Επομένως, αφενός, από το απόσπασμα της ιστοσελίδας αεροπορικής εταιρίας, το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα, μπορεί να διαπιστωθεί μόνον ότι η αεροπορική αυτή εταιρία εκμεταλλευόταν τις τρεις επίμαχες εσωτερικές γραμμές στις 3 Νοεμβρίου 2020, ήτοι μετά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη, στην απόφαση αυτή, τις πληροφορίες που προέκυπταν από το εν λόγω έγγραφο.

62      Αφετέρου, όσον αφορά ένα άλλο έγγραφο που προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το οποίο ορισμένες εσωτερικές και διεθνείς γραμμές τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση θεώρησε ότι η TAROM εκμεταλλεύεται αποκλειστικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και από ανταγωνιστές της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι επρόκειτο για πίνακα τον οποίο η ίδια είχε καταρτίσει και ο οποίος περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα αεροπορικά δρομολόγια για συγκεκριμένη περίοδο προερχόμενες από εταιρία ειδικευμένη στη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων στα διάφορα υφιστάμενα αεροπορικά δρομολόγια.

63      Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτόν είναι αξιόπιστες, γεγονός παραμένει ότι οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνουν ότι η TAROM εκμεταλλευόταν μόνη της αρκετές από τις επίμαχες αεροπορικές γραμμές κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως εξάλλου παραδέχεται και η προσφεύγουσα. Επιπλέον, όσον αφορά τα λοιπά επίμαχα αεροπορικά δρομολόγια, οι πληροφορίες αυτές δεν διευκρινίζουν ότι άλλες αεροπορικές εταιρίες τα εκμεταλλεύθηκαν επίσης με ορισμένη περιοδικότητα –ετήσια ή εποχιακή– και με ορισμένη συχνότητα –ιδίως καθημερινή ή εβδομαδιαία– κατά τρόπον ώστε να περιέρχονται σε ανταγωνιστική θέση σε σχέση με την TAROM. Συγκεκριμένα, ούτε από τον εν λόγω πίνακα ούτε από τα υπομνήματα της προσφεύγουσας προκύπτουν τέτοια πληροφοριακά στοιχεία.

64      Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, το γεγονός ότι άλλες αεροπορικές εταιρίες εκμεταλλεύθηκαν, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους 2019, ορισμένες εσωτερικές και διεθνείς γραμμές δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι οι εταιρίες αυτές θα ήταν σε θέση, σε περίπτωση κατάρρευσης της TAROM, να παρέχουν ευχερώς την υπηρεσία που εκείνη παρέχει ως προς το σύνολο των γραμμών που εκμεταλλεύεται αποκλειστικά.

65      Επιπλέον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επισημαίνει, με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον εν λόγω πίνακα προέρχονται από πηγές που εμπίπτουν στη δημόσια σφαίρα, όπως οι ιστότοποι των αεροπορικών εταιριών, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 57 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν οφείλει να αναζητεί, με δική της πρωτοβουλία και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης, όλες τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να συνδέονται με την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, ακόμη και αν πρόκειται για πληροφορίες που βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα.

66      Επιπροσθέτως, όπως άλλωστε αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όσον αφορά την περίπτωσή της, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι αεροπορικές εταιρίες ανταγωνίστριες της TAROM θα ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν το σύνολο των δρομολογίων που εκμεταλλεύεται αποκλειστικά η εταιρία αυτή σε περίπτωση εξόδου της από την αγορά.

67      Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αντικατάσταση της TAROM ήταν δυνατή σε ορισμένα από τα εν λόγω εσωτερικά ή διεθνή δρομολόγια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε ότι, λαμβανομένης υπόψη της πιθανής και επικείμενης παύσεως της δραστηριότητας της TAROM, η αντικατάσταση αυτή θα μπορούσε να έχει επέλθει βραχυπρόθεσμα, τούτο δε προκειμένου να αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, κάθε διακοπή της υπηρεσίας, και υπό συνθήκες παρεμφερείς προς εκείνες υπό τις οποίες πραγματοποιούνταν τα εν λόγω δρομολόγια.

68      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον δεν αμφισβητείται ότι η TAROM διαθέτει ακτινωτό δίκτυο και, επομένως, ότι είναι σε θέση να προσφέρει σύνδεση με τον αερολιμένα του Βουκουρεστίου στους επιβάτες που προέρχονται από περιφερειακούς αερολιμένες, ενώ οι ανταγωνιστές της που είναι παρόντες στις εσωτερικές γραμμές πλην εκείνων τις οποίες η TAROM εκμεταλλεύεται αποκλειστικά διαθέτουν δίκτυα με απευθείας πτήσεις. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε άλλωστε ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η σύνδεση προς εθνικούς ή διεθνείς προορισμούς με αφετηρία τον αερολιμένα του Βουκουρεστίου είναι ικανή να διασφαλίσει την περιφερειακή συνδεσιμότητα κατά τρόπο ιδιαιτέρως ικανοποιητικό.

69      Επιπροσθέτως, όσον αφορά την προβαλλόμενη πλεονάζουσα μεταφορική ικανότητα που υφίστατο στη Ρουμανία κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, πλέον του ημίσεος των αεροσκαφών εδάφους κατά την ημερομηνία αυτή ανήκαν στην TAROM ούτε ότι, κατά γενικό κανόνα, οι ανταγωνίστριες της TAROM αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες είναι όλες εταιρίες χαμηλού κόστους, χρησιμοποιούν αεροσκάφη με μεγαλύτερη χωρητικότητα μεταφοράς επιβατών σε σχέση με τα αεροσκάφη που χρησιμοποιεί η TAROM για να εξυπηρετήσει τα δρομολόγια που εκμεταλλεύεται αποκλειστικά. Η προσφεύγουσα δεν εξηγεί σε ποιον βαθμό θα ήταν αποδοτικό να πραγματοποιηθούν με τέτοια αεροπλάνα τα επίμαχα εσωτερικά δρομολόγια, τα οποία αφορούν περιορισμένο αριθμό επιβατών.

70      Εν πάση περιπτώσει, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 57 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν όφειλε να αναζητήσει, με δική της πρωτοβουλία και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης, πέραν των πληροφοριών που της υποβλήθηκαν από κράτος μέλος, περαιτέρω πληροφορίες από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί ότι αεροπορικές εταιρίες ανταγωνίστριες της TAROM, παρά τα χαρακτηριστικά τους που μνημονεύονται στη σκέψη 69 ανωτέρω, ήταν διατεθειμένες να εκμεταλλευθούν τα επίμαχα εσωτερικά δρομολόγια.

71      Ειδικότερα, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι ο αριθμός των αεροσκαφών στο έδαφος κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ένδειξη της ύπαρξης πλεονάζουσας ικανότητας στη Ρουμανία κατά την ημερομηνία αυτή, ήταν πληροφορία την οποία η Επιτροπή όφειλε να αναζητήσει με δική της πρωτοβουλία.

72      Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα ότι η πτώχευση αεροπορικής εταιρίας δεν επηρεάζει τη συνδεσιμότητα ενός κράτους μέλους, πρόκειται για επιχείρημα υποθετικό, ακατάλληλο προς απόδειξη του ότι οι συνέπειες της παύσεως της δραστηριότητας της TAROM για τους επιβάτες των εσωτερικών και διεθνών δρομολογίων που αυτή εκμεταλλεύεται θα μπορούσαν να αποφευχθούν, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι ανταγωνίστριες της TAROM αεροπορικές εταιρίες θα μπορούσαν να αναλάβουν τα δρομολόγια αυτά σε περίπτωση κατάρρευσης της TAROM.

73      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εκτιμήσει το μικρό μερίδιο αγοράς της TAROM στα διεθνή δρομολόγια, επισημαίνεται ότι αυτό το μικρό μερίδιο, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν είναι ικανό να επηρεάσει τη διαπίστωση ότι η κατάσταση της TAROM και ο κίνδυνος παύσης δραστηριοτήτων της ίδιας βραχυπρόθεσμα μπορούσαν να θίξουν τη δυνατότητα σύνδεσης της Ρουμανίας στο σύνολό της, και κυρίως τη δυνατότητα σύνδεσης ορισμένων ρουμανικών περιφερειών, καθώς και να δημιουργήσουν ζημία στους επιβάτες που επέλεξαν τις υπηρεσίες εναέριας μεταφοράς της εταιρίας και, σε γενικότερο πλαίσιο, να δημιουργήσουν ζημία στην οικονομική κατάσταση των εν λόγω περιφερειών ή σε ορισμένες υποδομές όπως αυτές των περιφερειακών αεροδρομίων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης.

74      Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της TAROM για τη συνδεσιμότητα των ρουμανικών περιφερειών και των συνεπειών που θα είχε η δυσλειτουργία της στις περιφέρειες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να διατηρεί αμφιβολίες, να καταλήξει, αποκλειστικά και μόνο επί της βάσεως αυτής, ότι το μέτρο ενίσχυσης πληρούσε τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών.

75      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία σχετικά με την εξέταση των απαιτήσεων που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών, τα οποία θα μπορούσαν να αποδείξουν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή σε αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη κινδύνου επέλευσης τέτοιων κοινωνικών προβλημάτων ή ανεπαρκειών στην αγορά ελλείψει του μέτρου ενίσχυσης ή ως προς το αν το μέτρο ενίσχυσης αποσκοπεί στην αποφυγή ή στην αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων.

76      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί των ενδείξεων περί της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά την τήρηση της προϋπόθεσης της εφάπαξ καταβολής του μέτρου ενίσχυσης

77      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται επίσης παραπομπή στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εγκρίνοντας το μέτρο ενίσχυσης, παρέβη την προαναφερθείσα προϋπόθεση της εφάπαξ ενίσχυσης, η οποία προβλέπεται στο σημείο 70 των κατευθυντηρίων γραμμών. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός, αφενός, ότι η TAROM είχε επωφεληθεί από σειρά αυξήσεων κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν έως το 2019, οι οποίες έθεταν σε εφαρμογή ενίσχυση αναδιάρθρωσης την οποία είχε λάβει η τελευταία πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση (στο εξής: ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της TAROM), και, αφετέρου, ότι το σχετικό σχέδιο αναδιάρθρωσης είχε τεθεί σε εφαρμογή έως το 2019, εφόσον και η εν λόγω ενίσχυση είχε τεθεί σε εφαρμογή έως το έτος αυτό. Επιπλέον, το γεγονός ότι μια τέτοια ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση δεν ασκεί επιρροή για την εφαρμογή της προϋποθέσεως της εφάπαξ ενίσχυσης.

78      Η Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

79      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το σημείο 70 των κατευθυντηρίων γραμμών, προκειμένου να μειωθούν ο ηθικός κίνδυνος, τα κίνητρα για την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων και οι ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, οι ενισχύσεις πρέπει να χορηγούνται στις προβληματικές επιχειρήσεις για μία μόνον επιχείρηση αναδιάρθρωσης.

80      Το σημείο 71 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι, εφόσον κοινοποιείται στην Επιτροπή πρόγραμμα ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, το κράτος μέλος πρέπει να διευκρινίζει εάν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει ήδη λάβει κατά το παρελθόν κρατική ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης ή προσωρινή στήριξη αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένων και των ενισχύσεων ίδιας φύσεως που ενδεχομένως χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, καθώς και οποιασδήποτε μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης. Εάν ισχύει αυτό και έχουν παρέλθει λιγότερα από δέκα έτη από τη χορήγηση της ενίσχυσης ή από τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης ή από τη διακοπή της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης (σύμφωνα με το πιο πρόσφατο γεγονός), η Επιτροπή δεν θα επιτρέψει τη χορήγηση περαιτέρω ενισχύσεων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές.

81      Στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 89 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τηρήθηκε η προϋπόθεση της εφάπαξ ενίσχυσης, η οποία προβλέπεται στα σημεία 70 έως 75 των κατευθυντηρίων γραμμών. Προς τούτο, εξέτασε τις συνέπειες μιας σειράς αυξήσεων κεφαλαίου της TAROM που έλαβαν χώρα έως το 2019. Έκρινε ότι αυτές έθεταν σε εφαρμογή την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της TAROM, και τούτο πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση. Συναφώς, επισήμανε ότι η ενίσχυση αυτή, η οποία συνίστατο σε δάνειο και εγγύηση της Ρουμανίας σχετικά με δάνεια συναφθέντα από την TAROM, είχε τεθεί σε εφαρμογή έως το 2019, δεδομένου ότι η Ρουμανία υποκατέστησε την TAROM για την αποπληρωμή των εν λόγω δανείων, και ότι οι οφειλές της τελευταίας από τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτό είχαν μετατραπεί σε αυξήσεις κεφαλαίου που είχε αναλάβει το εν λόγω κράτος.

82      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση της TAROM δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση της εφάπαξ καταβολής. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση σφάλλει ως προς την τήρηση του χρονικού διαστήματος άνω των δέκα ετών, ανεξαρτήτως του ποια περίπτωση του σημείου 71 των κατευθυντηρίων γραμμών θα ληφθεί υπόψη.

83      Πρώτον, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση που προβλέπει το σημείο 71 των κατευθυντηρίων γραμμών, ήτοι την παρέλευση χρονικού διαστήματος μικρότερου των δέκα ετών από την ημερομηνία χορηγήσεως της ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση, από τη νομολογία προκύπτει ότι, από τη στιγμή που το δικαίωμα στη λήψη επιδότησης προερχόμενης από κρατικούς πόρους παρέχεται στον δικαιούχο δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση έχει χορηγηθεί και, συνεπώς, η πραγματική μεταβίβαση των επίμαχων πόρων δεν είναι καθοριστικής σημασίας (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, Magdeburger Mühlenwerke, C‑129/12, EU:C:2013:200, σκέψη 40· της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Arriva Italia κ.λπ., C‑385/18, EU:C:2019:1121, σκέψη 36, και της 20ής Μαΐου 2021, Azienda Sanitaria Provinciale di Catania, C‑128/19, EU:C:2021:401, σκέψη 45).

84      Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και από την απάντηση της Επιτροπής στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της TAROM συνίσταται σε δάνειο και σε διάφορες εγγυήσεις άλλων δανείων, τα οποία χορηγήθηκαν από το ρουμανικό κράτος στην TAROM με πέντε αποφάσεις και διατάξεις της Ρουμανικής Κυβέρνησης που εκδόθηκαν μεταξύ 1997 και 2003. Η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της TAROM εγκρίθηκε στη συνέχεια από το Consiliul Concurenģei (Συμβούλιο Ανταγωνισμού, Ρουμανία) το 2004.

85      Επομένως, η χορήγηση των διαφόρων συστατικών στοιχείων της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση της TAROM πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1997 και 2003, διευκρινιζομένου ότι, όπως προκύπτει από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εγγυήσεις δανείων που χορηγήθηκαν με τον τρόπο αυτό κατέπεσαν όλες αμέσως μετά τη χορήγησή τους.

86      Επιπλέον, η φύση ενός μέτρου κρατικής ενίσχυσης που συνίσταται στην εξασφάλιση δανείων χορηγούμενων στον δικαιούχο της ενίσχυσης συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι, εφόσον καταπίπτει η εγγύηση, οι πληρωμές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο αυτό μπορούν να καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο δανεισμού. Εντούτοις, τούτο δεν επηρεάζει την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης, οπότε όλα τα επιχειρήματα σχετικά με τις εκ των υστέρων πραγματοποιηθείσες εγγυήσεις είναι αλυσιτελή.

87      Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησε το ρουμανικό κράτος, κατ’ εφαρμογήν των εγγυήσεων που αποτελούν το αντικείμενο της ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της TAROM, και οι συνακόλουθες μετατροπές των χρεών της TAROM σε αυξήσεις κεφαλαίου υπέρ του εν λόγω κράτους έως το 2019 αποτελούσαν απλώς εφαρμογή της ενίσχυσης αυτής.

88      Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι προϋποθέσεις κατάπτωσης των εγγυήσεων δανείων καθώς και η μετατροπή των χρεών που δημιουργήθηκαν από πληρωμές στις οποίες προέβη το ρουμανικό κράτος, κατ’ εφαρμογήν των εγγυήσεων αυτών, σε αυξήσεις του κεφαλαίου της TAROM υπέρ του εν λόγω κράτους προβλέπονταν από τις διάφορες αποφάσεις και διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 84 ανωτέρω και, επομένως, ανατρέχουν σε χρόνο πριν ακόμη από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση.

89      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίζεται να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή όφειλε να βεβαιωθεί ότι η κατάπτωση των εγγυήσεων που χορήγησε το ρουμανικό κράτος είχε πραγματοποιηθεί υπό τους αρχικώς συμφωνηθέντες όρους κατά τη χορήγησή τους. Εντούτοις, κατά παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 43 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή ένδειξη περί του ότι οι όροι αυτοί τροποποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των διάφορων επίμαχων εγγυήσεων.

90      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Επιτροπή όφειλε να βεβαιωθεί για τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εφαρμογή της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση της TAROM, εξετάζοντας τις ετήσιες εκθέσεις που τα κράτη μέλη οφείλουν να συντάσσουν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΕ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), και του άρθρου 26 του κανονισμού 2015/1589, προκειμένου να αρθεί κάθε αμφιβολία ως προς την τήρηση της προϋπόθεσης της εφάπαξ καταβολής του μέτρου ενίσχυσης.

91      Ωστόσο, κατά παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 43 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του ότι, αφενός, η Ρουμανία δεν τήρησε την υποχρέωσή της να συντάξει την ετήσια έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κανονισμού 659/1999 και στο άρθρο 26 του κανονισμού 2015/1589 κατά την περίοδο εφαρμογής της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση της TAROM και, αφετέρου, ότι από τις ετήσιες εκθέσεις αυτές προκύπτει ότι η ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που είχαν εγκριθεί από το Συμβούλιο Ανταγωνισμού.

92      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς την τήρηση της προθεσμίας άνω των δέκα ετών, που προβλέπεται στο σημείο 71 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία υπολογίζεται από την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της TAROM.

93      Δεύτερον, όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση που προβλέπει το σημείο 71 των κατευθυντήριων γραμμών, ήτοι την παρέλευση χρονικού διαστήματος μικρότερου των δέκα ετών από τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης και την παύση της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν της κατάπτωσης των εγγυήσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της TAROM και η μετατροπή των χρεών που προέκυψαν από το σχέδιο αυτό σε αυξήσεις του κεφαλαίου της, έως το 2019, αποδεικνύουν, αφενός, ότι η αναδιάρθρωση διήρκεσε έως το έτος αυτό και, αφετέρου, ότι η εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης έπαυσε το ίδιο αυτό έτος.

94      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή της ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της TAROM αποτελούσε μέρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η παύση του οποίου συμπίπτει με τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης.

95      Πρώτον, όσον αφορά την έννοια της «περιόδου αναδιάρθρωσης», επισημαίνεται ότι το σημείο 7 των κατευθυντηρίων γραμμών αναφέρει ότι ενδέχεται μια προβληματική επιχείρηση να είναι σε θέση να προβεί σε αναδιάρθρωση που θα την οδηγήσει να εγκαταλείψει ορισμένες διαρθρωτικά ζημιογόνες δραστηριότητες και θα της παράσχει τη δυνατότητα να αναδιοργανώσει τις εναπομείνασες δραστηριότητες σε μια βάση που της προσφέρει εύλογες προοπτικές μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.

96      Κατά το σημείο 45 των κατευθυντηρίων γραμμών, η αναδιάρθρωση μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: την αναδιοργάνωση και τον εξορθολογισμό των δραστηριοτήτων του δικαιούχου σε αποτελεσματικότερη βάση, μέτρο που κατά κανόνα συνεπάγεται την εγκατάλειψη ζημιογόνων δραστηριοτήτων, την αναδιάρθρωση εκείνων των υφιστάμενων δραστηριοτήτων που μπορούν να καταστούν εκ νέου ανταγωνιστικές και, ενδεχομένως, τη διαφοροποίηση του αντικειμένου προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης νέων βιώσιμων δραστηριοτήτων. Περιλαμβάνει επίσης κατά κανόνα τη χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση με τη μορφή εισφορών κεφαλαίου από νέους ή υφιστάμενους μετόχους και τη μείωση του χρέους από τους υφιστάμενους πιστωτές.

97      Στο πλαίσιο αυτό, το σημείο 47 των κατευθυντηρίων γραμμών διευκρινίζει ότι «η περίοδος αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερη», εξ ου προκύπτει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές στηρίζονται –συμπεριλαμβανομένου του σημείου 71– στην αντίληψη περί βραχείας αναδιαρθρώσεως.

98      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η έννοια της «περιόδου αναδιάρθρωσης» αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ελήφθησαν τα μέτρα που απαριθμούνται στη σκέψη 96 ανωτέρω. Επομένως, διαφέρει, καταρχήν, από εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας τίθεται σε εφαρμογή μέτρο κρατικής ενίσχυσης.

99      Κατά παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 43 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή ένδειξη περί του ότι η περίοδος αναδιάρθρωσης, όπως ορίστηκε στη σκέψη 98 ανωτέρω, έληξε μετά το 2005, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλόμενης απόφασης, και, εν πάση περιπτώσει, σε λιγότερο από δέκα έτη πριν από τη λήψη του μέτρου ενίσχυσης.

100    Δεύτερον, όσον αφορά την έννοια του «σχεδίου αναδιάρθρωσης», υπενθυμίζεται ότι, για να κριθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, ένα σχέδιο ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως πρέπει να συνδέεται με σχέδιο αναδιάρθρωσης που αποσκοπεί στη μείωση ή στον αναπροσανατολισμό των δραστηριοτήτων του (αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑278/92 έως C‑280/92, EU:C:1994:325, σκέψη 67, και της 6ης Απριλίου 2006, Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, T‑17/03, EU:T:2006:109, σκέψη 43· πρβλ., επίσης, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, T‑68/03, EU:T:2007:253, σκέψη 88).

101    Επομένως, το γεγονός ότι μια ενίσχυση αναδιαρθρώσεως συνδέεται με σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν σημαίνει ότι, αυτή καθεαυτήν, η ενίσχυση αποτελεί μέρος του σχεδίου αναδιαρθρώσεως, ενώ η ύπαρξη του σχεδίου συνιστά, αντιθέτως, αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου μια τέτοια ενίσχυση να μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, T‑457/09, EU:T:2014:683, σκέψη 283).

102    Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την έννοια του «σχεδίου αναδιάρθρωσης», όπως χρησιμοποιείται στις κατευθυντήριες γραμμές, των οποίων τα σημεία 45 έως 52 καθορίζουν τους στόχους και το περιεχόμενό του, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης του με ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

103    Συγκεκριμένα, τα σημεία 45 και 46 των κατευθυντηρίων γραμμών απαιτούν, σε περίπτωση τέτοιας ενισχύσεως, το οικείο κράτος μέλος να υποβάλει στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης, οπότε η χορήγηση της ενισχύσεως πρέπει να εξαρτάται από την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Το σημείο 45 των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει τα στοιχεία που μπορεί να περιλαμβάνει ένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως, κανένα δε από τα στοιχεία αυτά δεν έχει σχέση με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση. Όσον αφορά το σημείο 47 των κατευθυντηρίων γραμμών, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ένα τέτοιο σχέδιο έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δικαιούχου εντός εύλογης προθεσμίας και βάσει ρεαλιστικών υποθέσεων.

104    Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές διακρίνουν την έννοια της «εφαρμογής μέτρου ενίσχυσης» από την έννοια της «εφαρμογής σχεδίου αναδιάρθρωσης».

105    Όταν η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της TAROM τέθηκε σε εφαρμογή έως το 2019 σημαίνει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης διήρκεσε επίσης έως το 2019, παραγνωρίζει τόσο το περιεχόμενο της παρατεθείσας στις σκέψεις 100 και 101 ανωτέρω νομολογίας όσο και τη διάκριση μεταξύ της έννοιας της εφαρμογής ενός μέτρου κρατικής ενίσχυσης και της έννοιας της εφαρμογής ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης.

106    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας με την οποία επιχειρεί να αποδείξει ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει αμφιβολίες ως προς την ημερομηνία λήξεως της περιόδου αναδιάρθρωσης ή ως προς την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να απορριφθεί.

107    Τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τις οποίες η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της TAROM συνιστούσε υφιστάμενη ενίσχυση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο Ανταγωνισμού πριν από την ημερομηνία προσχωρήσεως της Ρουμανίας στην Ένωση. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν έλεγξε αν η ενίσχυση αναδιαρθρώσεως συνιστούσε όντως υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του σημείου 4 του τίτλου V της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2005, L 157, σ. 203), το οποίο απαιτεί να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή ενίσχυση τέτοιας φύσεως εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία προσχωρήσεως και περιορίζει τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού υφιστάμενης ενίσχυσης έως το τέλος του τρίτου έτους μετά την εν λόγω ημερομηνία.

108    Εντούτοις, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν ο χαρακτηρισμός της ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της TAROM ως υφιστάμενης ενίσχυσης ασκεί επιρροή για την εφαρμογή της προϋπόθεσης της εφάπαξ ενίσχυσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στον χαρακτηρισμό αυτόν για να εξετάσει αν το μέτρο ενίσχυσης πληρούσε εν προκειμένω την εν λόγω προϋπόθεση. Επομένως, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν είναι ικανή να κλονίσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

109    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε ενδείξεις σχετικά με τη μη τήρηση της προϋπόθεσης της εφάπαξ ενίσχυσης, ικανές να αποδείξουν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή να έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά.

110    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των ενδείξεων περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών σχετικών με την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας

111    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έκβαση της διαδικασίας έρευνας του μέτρου ενισχύσεως θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν η Επιτροπή είχε σεβαστεί τα διαδικαστικά δικαιώματά της, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του μέτρου αυτού και να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή πραγματικά ή άλλης φύσεως στοιχεία.

112    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία αυτή είναι αλυσιτελής προκειμένου να αμφισβητηθεί απόφαση με την οποία η Επιτροπή κηρύσσει κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

113    Συγκεκριμένα, η νομιμότητα αποφάσεως περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας εξαρτάται από το αν η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την εξέταση του μέτρου κρατικής ενίσχυσης που της κοινοποιήθηκε.

114    Η δυνατότητα της προσφεύγουσας να υποβάλει παρατηρήσεις επί του μέτρου ενισχύσεως και να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή πραγματικά στοιχεία ή πληροφορίες άλλης φύσεως δεν είναι ικανή να αποδείξει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να δημιουργήσουν στην Επιτροπή αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά.

115    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 296 ΣΛΕΕ

116    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει καθόσον δεν ανέφερε ούτε τον λόγο για τον οποίο η δραστηριότητα της TAROM έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Ρουμανία ούτε τα μερίδια αγοράς που κατέχει η TAROM στο εθνικό και διεθνές τμήμα της ρουμανικής αγοράς. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ελλιπείς εξηγήσεις ως προς τη δυνατότητα αντικατάστασης των παρεχόμενων από την TAROM υπηρεσιών και είναι αντιφατική και ελλιπής όσον αφορά την εφαρμογή της προϋποθέσεως της εφάπαξ ενίσχυσης.

117    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

118    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου, C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 37) και πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και να καθιστά εμφανή, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, τη συλλογιστική την οποία ακολούθησε η αρχή που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να πληροφορηθούν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Συνεπώς, η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, και της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 79).

119    Επιπλέον, απόφαση εκδοθείσα κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας και κηρύσσουσα ένα μέτρο κρατικής ενισχύσεως συμβατό με την εσωτερική αγορά, η οποία λαμβάνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, πρέπει να περιέχει μόνον τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτιμήσεως της συμβατότητας της οικείας ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 65, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 111).

120    Εν προκειμένω, όσον αφορά, καταρχάς, τις επικρίσεις περί της αιτιολογίας σχετικά με την ιδιαίτερη σημασία των παρεχόμενων από την TAROM υπηρεσιών για τη Ρουμανία, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 64 της προσβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το μέτρο ενισχύσεως πληρούσε τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών, δεδομένου ότι η δραστηριότητα της TAROM, ήτοι οι υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς επιβατών που παρείχε, είχε ιδιαίτερη σημασία για τη Ρουμανία υπό το πρίσμα όσων παρατέθηκαν στη σκέψη 49 ανωτέρω.

121    Όσον αφορά, εν συνεχεία, την έλλειψη μνείας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, των μεριδίων αγοράς που κατείχε η TAROM στα εθνικά και διεθνή τμήματα της ρουμανικής αγοράς, από τις σκέψεις 50 έως 53 και 73 ανωτέρω προκύπτει ότι η αναφορά αυτή δεν ήταν αναγκαία προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να προβεί σε ανάλυση των επιζήμιων συνεπειών της ενδεχόμενης παύσεως της δραστηριότητας της TAROM για το σύνολο του τομέα των αεροπορικών μεταφορών στη Ρουμανία, καθώς και, γενικότερα, για τη ρουμανική οικονομία, και προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο ενισχύσεως ανταποκρινόταν στις προβλεπόμενες απαιτήσεις και στα σημεία 43 και 44 των κατευθυντήριων γραμμών.

122    Όσον αφορά, εξάλλου, την αιτίαση που αφορά την αιτιολογία σχετικά με τη δυνατότητα αντικατάστασης των υπηρεσιών της TAROM, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε, στηριζόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 19 της αποφάσεως αυτής, ότι φαινόταν απίθανο οι ανταγωνίστριες της TAROM αεροπορικές εταιρίες να αναλάβουν πλήρως τα εσωτερικά δρομολόγια που εκμεταλλεύεται αποκλειστικά η TAROM, δεδομένου ότι η βούλησή τους να εισέλθουν στην αγορά αυτή ήταν κατά πάσα πιθανότητα μικρή. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 17 της εν λόγω απόφασης εκτίθεται ότι αυτά τα εσωτερικά δρομολόγια δεν είναι ελκυστικά για τους εν λόγω ανταγωνιστές, οι οποίοι είναι αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους, δεδομένου ότι η ζήτηση για τα δρομολόγια αυτά είναι ασθενής από πλευράς επιβατών ανά πτήση και δεν θα ήταν επικερδής η εκμετάλλευσή τους με αεροσκάφη μεγαλύτερα από τα αεροσκάφη που χρησιμοποιεί η TAROM, όπως εκείνα που εκμεταλλεύονται οι εν λόγω εταιρίες. Στην αιτιολογική σκέψη 18 της ίδιας απόφασης υπογραμμίζεται ότι δεν υφίστανται έγκυρες εναλλακτικές λύσεις για τα δρομολόγια που εκμεταλλεύεται η TAROM όσον αφορά τα πλησιέστερα αεροδρόμια, τον ελάχιστο χρόνο διαδρομής και τον αριθμό ενδιάμεσων σταθμών για τον τελικό προορισμό, δεδομένου ότι οι πτήσεις που προσφέρονται από τους ανταγωνιστές της TAROM για τα διεθνή δρομολόγια είναι δυνατές μόνο με έναν ή δύο ενδιάμεσους σταθμούς. Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνεται ότι οι ανταγωνιστές της TAROM δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν σε λίγους μήνες πρόσθετη μεταφορική ικανότητα για να αναλάβουν τα δρομολόγια που επρόκειτο να εγκαταλειφθούν και ότι, αν το έπρατταν, οι προτεινόμενες υπηρεσίες δεν θα ήταν στο ίδιο επίπεδο με εκείνες της TAROM όσον αφορά τη συχνότητα πτήσεων και την ποιότητα της υπηρεσίας.

123    Όσον αφορά, τέλος, τα επιχειρήματα που αφορούν την αιτιολογία σχετικά με την εφαρμογή της ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της TAROM έως το 2019, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 100 έως 106 ανωτέρω, η εφαρμογή αυτή δεν ασκεί επιρροή επί της αρχής της εφάπαξ ενίσχυσης, της οποίας η τήρηση απαιτείται στα σημεία 70 έως 75 των κατευθυντηρίων γραμμών και, επομένως, επί της συμβατότητας του μέτρου ενισχύσεως ως προς το σημείο αυτό. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να επισημάνει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της TAROM είχε τεθεί σε εφαρμογή έως το 2019.

124    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

125    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

126    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και εκείνα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Wizz Air Hungary Légiközlekedési Zrt. (Wizz Air Hungary Zrt.) καταδικάζεται στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Παπασάββας

Kornezov

Buttigieg

Hesse

 

      Petrlík

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Μαΐου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.