Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 17 Ιουλίου 2024 η Çolakoğlu Metalurji AŞ και η Çolakoğlu Dış Ticaret AŞ κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) στις 8 Μαΐου 2024 στην υπόθεση T-630/21, Çolakoğlu Metalurji και Çolakoğlu Dış Ticaret κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-498/24 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Çolakoğlu Metalurji AŞ, Çolakoğlu Dış Ticaret AŞ (εκπρόσωποι: J. Cornelis, F. Graafsma, advocaten)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 8ης Μαΐου 2024 στην υπόθεση T-630/21, Çolakoğlu Metalurji AŞ και Çolakoğlu Dış Ticaret AŞ κατά Επιτροπής,

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1100 1 της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 2021, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων θερμής έλασης από σίδηρο, μη κραματοποιημένο χάλυβα ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Τουρκίας, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας καθώς και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-630/21.

Επικουρικώς ζητούν:

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο,

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της αναιρετικής δίκης.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν έξι λόγους αναιρέσεως:

Πρώτον, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εφαρμόστηκε εσφαλμένως η εισαγωγική φράση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: βασικός κανονισμός) καθόσον κρίθηκε ότι η προμήθεια που καταβλήθηκε στην ÇOTAŞ αποτελούσε παράγοντα που επηρέαζε τη συγκρισιμότητα των τιμών.

Δεύτερον, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εφαρμόστηκε εσφαλμένως το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού και παραμορφώθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία καθόσον κρίθηκε ότι οι αναιρεσείουσες δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα.

Τρίτον, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύθηκε εσφαλμένως το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, παραμορφώθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία και δεν εφαρμόστηκε ορθώς το δικαίωμα ακροάσεως, καθόσον κρίθηκε ότι το ποσό της προμήθειας μπορούσε να προσαρμοστεί και ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τον ποσοτικό προσδιορισμό του ύψους της προσαρμογής.

Τέταρτον, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύτηκε εσφαλμένως το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο ι΄, του βασικού κανονισμού σχετικά με τη μεταχείριση των πράξεων αντιστάθμισης κινδύνου.

Πέμπτον, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύθηκε εσφαλμένως η σχετική νομολογία του ΠΟΕ καθόσον κρίθηκε ότι δεν απαιτούνταν τριμηνιαίος υπολογισμός.

Έκτον, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραμορφώθηκαν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία καθόσον κρίθηκε ότι (1) δεν αποδείχθηκε ότι οι μεταβολές στο κόστος παραγωγής επηρέασαν τη συγκρισιμότητα των τιμών, (2) οι διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής αφορούσαν έναν μόνο τύπο προϊόντων και (3) η άνιση κατανομή αφορούσε μόνο τρεις από τους 23 τύπους προϊόντων.

____________

1 ΕΕ 2021, L 238, σ. 32.

1 ΕΕ 2016, L 176, σ. 21.