Language of document : ECLI:EU:T:2016:748

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2016 (*)

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Ελληνικές αγορές προμήθειας λιγνίτη και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας – Απόφαση θεσπίζουσα ειδικά μέτρα για τη διόρθωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών παραβάσεως του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ – Άρθρο 86, παράγραφος 3, ΕΚ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αναλογικότητα – Συμβατική ελευθερία»

Στην υπόθεση T‑421/09 RENV,

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Π. Ανέστη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Π. Μυλωνόπουλο και Κ. Μπόσκοβιτς,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Θ. Χριστοφόρου, επικουρούμενο από τον Α. Οικονόμου, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως C(2009) 6244 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2009, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των δυσμενών για τον ανταγωνισμό συνεπειών της παραβάσεως που διαπιστώθηκε στην απόφαση της Επιτροπής της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της ΔΕΗ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Μαρτίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί της προσφεύγουσας

1        Η προσφεύγουσα Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ) ιδρύθηκε με τον νόμο 1468 της 2ας/7ης Αυγούστου 1950 (ΦΕΚ Α΄ 169) ως δημόσια επιχείρηση ανήκουσα αποκλειστικά στο Ελληνικό Δημόσιο. Με τον νόμο 2414/1996, περί εκσυγχρονισμού των δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών (ΦΕΚ Α΄ 135), μετατράπηκε σε μετοχική εταιρία, αποκλειστικός μέτοχος της οποίας εξακολουθούσε πάντως να είναι το Ελληνικό Δημόσιο.

2        Η προσφεύγουσα είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να παράγει, να μεταφέρει και να προμηθεύει ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα μέχρι τη θέσπιση των πρώτων μέτρων για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει του νόμου 2773/1999, σχετικά με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΦΕΚ Α΄ 286), με τον οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, μεταξύ άλλων, η οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20). Δυνάμει του νόμου αυτού καθώς και του προεδρικού διατάγματος 333/2000 (ΦΕΚ Α΄ 278), η προσφεύγουσα μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία από 1ης Ιανουαρίου 2001, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου δεν μπορούσε, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 3, του νόμου 2773/1999, να είναι κατώτερη του 51 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της εταιρίας. Η συμμετοχή αυτή ανερχόταν σε 51,12 % κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

 Επί της αγοράς του λιγνίτη στην Ελλάδα

3        Ο λιγνίτης είναι ορυκτό με κύριο στοιχείο τον άνθρακα το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και του οποίου η Ελλάδα, με γνωστά αποθέματα ανερχόμενα σε 4 500 εκατομμύρια τόνους την 1η Ιανουαρίου 2005, ήταν ο πέμπτος παραγωγός στον κόσμο και ο δεύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

4        Δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως παραχωρήθηκαν σε άλλες, πέραν της προσφεύγουσας, οντότητες στην Ελλάδα, πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τα μικρού και μεσαίου μεγέθους λιγνιτωρυχεία της Αχλάδας, της Βεύης και του Αμύνταιου/Βεγόρας τα οποία αντιπροσώπευαν την 1η Ιανουαρίου 2007 συνολικά αποθέματα 210,5 εκατομμυρίων τόνων.

5        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959 της 12ης/13ης Νοεμβρίου 1959 (ΦΕΚ Α΄ 250), η προσφεύγουσα έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμεταλλεύσεως λιγνίτη στον νομό Αρκαδίας, τα αποθέματα του οποίου ανέρχονται σε περίπου 250 εκατομμύρια τόνους. Η ισχύς των εν λόγω δικαιωμάτων, η οποία ανανεώθηκε το 1976, θα λήξει στις 5 Μαρτίου 2026 και θα μπορούσε να ανανεωθεί για περίοδο 25 ετών.

6        Με το νομοθετικό διάταγμα 210/1973 (ΦΕΚ Α΄ 277) θεσπίστηκε στην Ελλάδα μεταλλευτικός κώδικας, ο οποίος τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον νόμο 274/1976 (ΦΕΚ Α΄ 50). Τα άρθρα 143 και 144 του εν λόγω κώδικα προβλέπουν ότι τα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως δημοσίων κοιτασμάτων χορηγούνται ταυτόχρονα, είτε κατόπιν δημοπρασίας είτε, σε επείγουσες περιπτώσεις και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, με απευθείας σύμβαση.

7        Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 134/1975, της 23ης/29ης Αυγούστου 1975 (ΦΕΚ Α΄ 180), ορίζει ότι «δι’ αποφάσεως του [Έλληνα] Υπουργού Βιομηχανίας δύνανται να ορίζωνται […] περιοχαί […] εις ας [η προσφεύγουσα] θα έχη το αποκλειστικόν δικαίωμα αναζητήσεως, ερεύνης και εκμεταλλεύσεως στερεών καυσίμων ορυκτών υλών». Με διάφορες υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν βάσει της ανωτέρω διατάξεως, παραχωρήθηκαν στην προσφεύγουσα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως των κοιτασμάτων λιγνίτη στις περιοχές, αφενός, Αμύνταιου, Προσήλιου‑Τριγωνικού και Κομνηνών, μέχρι το 2018, τα οποία αντιστοιχούσαν σε 378 εκατομμύρια τόνους αποθεμάτων και, αφετέρου, Φλώρινας, μέχρι το 2024, τα οποία αντιστοιχούσαν σε περίπου 140 εκατομμύρια τόνους αποθεμάτων.

8        Με τον νόμο 134/1975 περί συγχωνεύσεως της επιχειρήσεως ΛΙΠΤΟΛ AE με την προσφεύγουσα περιήλθε στην τελευταία το σύνολο των δικαιωμάτων της ΛΙΠΤΟΛ όσον αφορά την αναζήτηση και εκμετάλλευση λιγνίτη στην περιοχή της Πτολεμαΐδας. Η ισχύς των εν λόγω δικαιωμάτων, τα οποία αφορούσαν αποθέματα περίπου 1 500 εκατομμυρίων τόνων, ανανεώθηκε το 1976 μέχρι τις 5 Μαρτίου 2026 και θα μπορούσε να ανανεωθεί για συμπληρωματική περίοδο 25 ετών.

9        Με υπουργικές αποφάσεις του 1985 και του 1994, εκδοθείσες βάσει του νόμου 134/1975, παραχωρήθηκαν στην προσφεύγουσα μόνο δικαιώματα αναζητήσεως για τα λιγνιτικά κοιτάσματα της Δράμας και της Ελασσόνας τα οποία αντιπροσώπευαν περίπου 1 000 εκατομμύρια τόνους αποθεμάτων. Η ισχύς των δικαιωμάτων αυτών έληξε το 2005.

10      Από το 1985 και μετά, δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως χορηγήθηκαν και σε άλλες επιχειρήσεις πέραν της προσφεύγουσας για επτά μικρά κοιτάσματα λιγνίτη.

11      Στο πλαίσιο αυτό, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, επί συνόλου σχεδόν 4 500 εκατομμυρίων τόνων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα, τα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως που είχαν παραχωρηθεί στην προσφεύγουσα αφορούσαν περίπου 2 200 εκατομμύρια τόνους· 85 εκατομμύρια τόνοι ανήκαν σε τρίτους και περίπου 220 εκατομμύρια τόνοι αποθεμάτων ήταν δημόσια κοιτάσματα των οποίων η αναζήτηση και εκμετάλλευση ανήκε σε τρίτους, ανεφοδίαζαν όμως μερικώς τους σταθμούς της προσφεύγουσας. Επομένως, κανένα δικαίωμα εκμεταλλεύσεως δεν είχε ακόμη παραχωρηθεί επί περίπου 2 000 εκατομμυρίων τόνων αποθεμάτων λιγνίτη.

 Επί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα

 Άδειες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και κατασκευής μονάδων ηλεκτροπαραγωγής

12      Η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας άνοιξε εν μέρει στον ανταγωνισμό με τον νόμο 2773/1999 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω), με τον οποίο, αφενός, καθιερώθηκε απαίτηση περί προηγούμενης αδείας για την κατασκευή μονάδων παραγωγής και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, χορηγούμενης με απόφαση του Έλληνα Υπουργού Ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) και, αφετέρου, προβλέφθηκε φορέας διαχειρίσεως των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, υπό την ονομασία Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ (ΔΕΣΜΗΕ).

13      Το άρθρο 15, παράγραφος 4, του νόμου 2773/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23, παράγραφος 9, του νόμου 3175/2003, παρέσχε στον ΔΕΣΜΗΕ τη δυνατότητα να διεξάγει διαγωνισμούς, σε ορισμένους εκ των οποίων δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχει η προσφεύγουσα, για την κατασκευή και λειτουργία, έναντι επιχορηγήσεως, μονάδων παραγωγής που να εξασφαλίζουν επαρκή ισχύ παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

14      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42 του νόμου 2773/1999, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα ενιαία άδεια για το σύνολο των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ιδιοκτησίας της οι οποίες κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου αυτού βρίσκονταν σε λειτουργία ή ήταν υπό κατασκευή. Με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του νόμου 2941/2001 (ΦΕΚ A΄ 201) σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του νόμου 3377/2005 (ΦΕΚ A΄ 202), η ισχύς της εν λόγω άδειας παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

15      Επιπλέον, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, παράγραφος 12, του νόμου 3175/2003, η προσφεύγουσα έλαβε άδεια παραγωγής για μέγιστη συνολική ισχύ 1 600 megawatt (MW) προκειμένου να προβεί στην αντικατάσταση παλαιών μονάδων, χωρίς να προσδιορίζονται οι τεχνολογίες που οφείλει να χρησιμοποιήσει. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η αντικατάσταση αυτή αφορά 1 200 MW από μονάδες φυσικού αερίου και μόνον 400 MW από λιγνιτικές μονάδες. Τον Νοέμβριο του 2007, η προσφεύγουσα ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να υποβάλει αίτηση για άδειες ηλεκτροπαραγωγής για δύο μονάδες καύσης λιγνίτη, με την ονομασία Φλώρινα II και Πτολεμαΐδα V.

16      Όσον αφορά τις λιγνιτικές μονάδες, όλες οι υφιστάμενες μονάδες ανήκουν στην προσφεύγουσα. Τρεις αιτήσεις για την κατασκευή τέτοιων μονάδων οι οποίες υποβλήθηκαν από τρίτες επιχειρήσεις απορρίφθηκαν, καθόσον η ΡΑΕ έκρινε ότι οι οικονομικές δυνατότητες των αιτούντων και οι σχετικές ποσότητες λιγνίτη είτε δεν ήταν επαρκείς είτε δεν αποδεικνύονταν επαρκώς. Μια τέταρτη αίτηση, η οποία υποβλήθηκε από την EFT Hellas ΑΕ, εξακολουθούσε να εκκρεμεί κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Τέλος, μια πέμπτη αίτηση, για μονάδα ισχύος 460 MW, είχε υποβληθεί στις 26 Μαρτίου 2007 από την ΗΡΩΝ ΑΕ, η σχετική δε άδεια χορηγήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2009.

17      Όσον αφορά άλλες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής πέραν των λιγνιτικών, η προσφεύγουσα έλαβε, στις 16 Ιουλίου 2003, άδεια ηλεκτροπαραγωγής για μία μονάδα φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου, ισχύος 400 MW, στο Λαύριο και, στις 4 Νοεμβρίου 2003, άδεια για μία μονάδα αεριοστρόβιλου ισχύος 120 MW, μέχρις ότου τεθεί σε λειτουργία η προαναφερθείσα μονάδα του Λαυρίου.

18      Έντεκα ανταγωνιστές της προσφεύγουσας έλαβαν άδειες για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με βάση το φυσικό αέριο, συνολικής ισχύος 4 114 MW, κατόπιν πρόσκλησης για υποβολή προσφορών που δημοσίευσε η ΡΑΕ το 2001 και η οποία απέκλειε, μεταξύ άλλων, τις λιγνιτικές μονάδες. Από το 2001 εκδόθηκαν πρόσθετες άδειες για μονάδες συνδυασμένου κύκλου φυσικού αερίου, καθώς και για μία μονάδα αεριοστροβίλου ανοικτού κυκλώματος. Συνολικά, τον Μάρτιο του 2006, είχαν χορηγηθεί προς άλλες επιχειρήσεις, πέραν της προσφεύγουσας, 21 άδειες οι οποίες αντιπροσώπευαν συνολική ισχύ 5 930 MW, για μη λιγνιτικές μονάδες. Εντούτοις, είχε υλοποιηθεί η κατασκευή μίας μόνο μονάδας.

19      Όσον αφορά τις μονάδες συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού και τις μονάδες που λειτουργούν με βάση ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με τον νόμο 2773/1999 προβλέφθηκε υπέρ αυτών προτεραιότητα αποστολής εάν η ισχύς τους ήταν χαμηλότερη από 50 MW, ρυθμιζόμενη τιμή αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και απαλλαγή από την υποχρέωση αδειοδοτήσεως για πολύ μικρά σχέδια. Εν συνεχεία, προκειμένου να διευκολυνθεί περαιτέρω η ανάπτυξη των εν λόγω μονάδων, με τον νόμο 3468/2006 (ΦΕΚ A΄ 129) καταργήθηκε το όριο των 50 MW, έγινε ελκυστικότερη η τιμή αγοράς, βελτιώθηκε η διαδικασία αδειοδοτήσεως και αυξήθηκαν τα όρια κάτω από τα οποία δεν ήταν απαραίτητη η χορήγηση αδείας.

 Εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας

20      Το ελληνικό διασυνδεδεμένο σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: ΕΔΣ), το οποίο περιλαμβάνει την ηπειρωτική Ελλάδα και ορισμένα νησιά που συνδέονται με την ηπειρωτική χώρα, συνδεόταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, με το σύστημα μεταφοράς της Ιταλίας, με μέγιστη ισχύ διασύνδεσης 500 MW, και με το σύστημα μεταφοράς των χωρών βορείως της Ελλάδας, ήτοι της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (στο εξής: χώρες βορείως της Ελλάδας), με μέγιστη ισχύ διασύνδεσης 600 MW. Η συνολική ισχύς διασύνδεσης ανερχόταν, επομένως, σε 1 100 MW. Μία νέα διασύνδεση, της τάξεως των 200 MW, η οποία θα συνέδεε το ΕΔΣ με το τουρκικό σύστημα, αναμενόταν να τεθεί σε λειτουργία το 2008.

21      Στο μέτρο που, αφενός, ένα σημαντικό μέρος της ισχύος διασύνδεσης με τις χώρες βορείως της Ελλάδας είχε παραχωρηθεί στην προσφεύγουσα μέχρι την 1η Ιουλίου 2007 και, αφετέρου, ένα μέρος της ισχύος διασύνδεσης με την Ιταλία το διαχειριζόταν ο διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς της Ιταλίας, μέγιστη ισχύς 500 MW (200 MW από τις χώρες βορείως της Ελλάδας και 300 MW από την Ιταλία) μπορούσε θεωρητικώς να χρησιμοποιηθεί, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, για εισαγωγές από ανταγωνιστές της προσφεύγουσας οι οποίοι αναμενόταν στο εγγύς μέλλον να έχουν πρόσβαση σε 900 MW, αντιστοιχούσε δε σε 7,5 % της συνολικής εγχώριας εγκατεστημένης ισχύος και σε 6,9 % του αθροίσματος της συνολικής εγχώριας ισχύος και της εισαγωγικής ισχύος.

 Υποχρεωτική ημερήσια αγορά

22      Με τον νόμο 3175/2003 καθιερώθηκε, από τον Μάιο του 2005, υποχρεωτική ημερήσια αγορά για όλους τους πωλητές και τους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΔΣ. Στην εν λόγω αγορά, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας υποβάλλουν από την προηγούμενη ημέρα προσφορές (που περιλαμβάνουν τιμή και ποσότητα ενέργειας), ενώ οι προμηθευτές και αυτοπρομηθευόμενοι πελάτες υποβάλλουν δηλώσεις φορτίου για να καλύψουν τις ανάγκες των πελατών τους. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, ο ΔΕΣΜΗΕ καταρτίζει το ωριαίο πρόγραμμα φόρτισης των μονάδων για την επόμενη ημέρα. Συναφώς, λαμβάνει πρωτίστως υπόψη την πρόβλεψη των εγχύσεων ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παράγεται από μονάδες που λειτουργούν με βάση ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, από μονάδες συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας και από ορισμένες υδροηλεκτρικές μονάδες στις οποίες δίνεται προτεραιότητα. Εν συνεχεία, λαμβάνει υπόψη την ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς, μεταξύ των οποίων οι τροφοδοτούμενοι με λιγνίτη, φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Όσον αφορά τις τελευταίες αυτές μονάδες, οι ωριαίες τιμές προσφοράς των παραγωγών πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσες με το μεταβλητό κόστος της μονάδας. Οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με το χαμηλότερο μεταβλητό κόστος εντάσσονται κατά προτεραιότητα στο σύστημα. Η τιμή στην οποία προσφέρεται η ηλεκτρική ενέργεια από την εκάστοτε τελευταία ακριβότερη μονάδα παραγωγής η οποία εντάχθηκε στο πρόγραμμα κατανομής για την ικανοποίηση της συγκεκριμένης ζήτησης, αποκαλούμενη «οριακή τιμή του συστήματος», είναι η τιμή η οποία τελικώς καταβάλλεται σε όλους τους παραγωγούς και εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας των οποίων οι προσφορές έγιναν δεκτές.

 Επί της διοικητικής διαδικασίας

23      Στις 5 Μαρτίου 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2008) 824 τελικό, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της προσφεύγουσας (στο εξής: απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008). Με το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου 134/1975 και οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν του νόμου αυτού για τη χορήγηση στην προσφεύγουσα δικαιωμάτων αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη αντέβαιναν στο άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, κατά το μέτρο που είχαν απονείμει και διατηρήσει σε ισχύ υπέρ της προσφεύγουσας προνομιακά δικαιώματα για την εκμετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση σε πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και να παρέχεται στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει στην ελληνική αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας μέσω του αποκλεισμού ή της παρακωλύσεως της εισόδου νέων ανταγωνιστών στην εν λόγω αγορά.

24      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 1 της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008 περιέχει ένα εκ παραδρομής σφάλμα, δεδομένου ότι αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου 134/1975. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η απόφαση αφορά τη διάταξη της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

25      Σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008, εντός προθεσμίας, αντιστοίχως, δύο μηνών και οκτώ μηνών από την κοινοποίηση της οικείας αποφάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε, αφενός, να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα τα οποία προτίθετο να λάβει με σκοπό τη διόρθωση των δυσμενών για τον ανταγωνισμό συνεπειών των κρατικών μέτρων που παρατίθενται στο άρθρο 1 και, αφετέρου, να θέσει σε εφαρμογή τα εν λόγω μέτρα.

26      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008, στο πλαίσιο της υποθέσεως ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑169/08).

27      Μετά την κοινοποίηση της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008 ακολούθησε ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η τελευταία, με επιστολές της 20ής Μαΐου, της 13ης Οκτωβρίου και της 12ης Δεκεμβρίου 2008, αφενός, επανέλαβε την άποψή της ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστατο παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και, αφετέρου, πρότεινε τη θέσπιση ορισμένων μέτρων για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον λιγνίτη.

28      Με επιστολές της 25ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία και την προσφεύγουσα την πρόθεσή της να καταστήσει δεσμευτικά τα επιβαλλόμενα μέτρα εκδίδοντας απόφαση βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 3, ΕΚ. Η Ελληνική Δημοκρατία και η προσφεύγουσα υπέβαλαν συναφώς τις παρατηρήσεις τους με επιστολές της 18ης και της 26ης Μαρτίου 2009.

 Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

29      Στις 4 Αυγούστου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 6244 τελικό, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της παραβάσεως που διαπιστώθηκε στην απόφαση της Επιτροπής της 5ης Μαρτίου 2008 σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της προσφεύγουσας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

30      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι παρατηρήσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα με την από 26 Μαρτίου 2009 επιστολή της δεν κλόνιζαν τα συμπεράσματα που περιέχονται στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με την ανάγκη λήψης των διορθωτικών μέτρων (αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, είχε κρίνει ότι, προκειμένου οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας να είναι σε θέση να την ανταγωνιστούν στη δευτερογενή αγορά, πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον ποσοστό 40 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα και επισήμανε ότι ούτε η προσφεύγουσα ούτε η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβήτησαν συγκεκριμένα το εν λόγω ποσοστό (αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

32      Εξάλλου, η Επιτροπή έκρινε ότι ούτε από τις πληροφορίες που υπέβαλε η προσφεύγουσα ούτε από τις πληροφορίες που η ίδια είχε στη διάθεσή της προέκυπτε ότι ήταν εφικτή η ενδεχόμενη προμήθεια λιγνίτη μέσω εισαγωγών (αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

33      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που διαβίβασαν η προσφεύγουσα και η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008, έκρινε ότι οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας είχαν δυνατότητα πρόσβασης τουλάχιστον στο 38,5 % του συνόλου των δυνητικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων ελληνικού λιγνίτη (αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

34      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι ήταν απαραίτητο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας να αποκλειστεί η προσφεύγουσα από τις διαδικασίες παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων της Δράμας, της Ελασσόνας, της Βεγόρας και της Βεύης (στο εξής: κοιτάσματα ΔΕΒΒ), εκτός αν δεν υπήρχε άλλη αξιόπιστη προσφορά, και, αφετέρου, ότι ο εξορυσσόμενος από τα εν λόγω κοιτάσματα λιγνίτης δεν μπορούσε να διατεθεί στην προσφεύγουσα, εκτός αν δεν υποβαλλόταν άλλη αξιόπιστη προσφορά αγοράς από κάποιον ανταγωνιστή της και για όσο χρονικό διάστημα η προσφεύγουσα κατείχε δικαιώματα εκμετάλλευσης για περισσότερο από το 60 % των αποθεμάτων λιγνίτη για τα οποία έχουν παραχωρηθεί δικαιώματα (αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Για να διορθωθούν τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό κρατικά μέτρα που διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, η Ελληνική Δημοκρατία λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου:

α)      να χορηγήσει δικαιώματα εκμετάλλευσης επί των [κοιτασμάτων ΔΕΒΒ], μέσω διαγωνισμών σε άλλες επιχειρήσεις, πλην της [προσφεύγουσας], εκτός εάν δεν υποβληθεί άλλη αξιόπιστη προσφορά,

β)      να απαγορεύσει στους κατόχους δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων της Δράμας, της Ελασσόνας και της Βεγόρας να πωλούν τον εξορυσσόμενο λιγνίτη [στην προσφεύγουσα], εκτός αν δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη προσφορά αγοράς των ποσοτήτων λιγνίτη, και για όσο χρονικό διάστημα η [προσφεύγουσα] κατέχει δικαιώματα εκμεταλλεύσεως για περισσότερο από το 60 % του συνόλου των αποθεμάτων λιγνίτη, για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια εκμεταλλεύσεως στην Ελλάδα, και

γ)      να διοργανώσει νέα διαδικασία παραχώρησης σε περίπτωση ακύρωσης της υπό εξέλιξη διαδικασίας παραχώρησης δικαιωμάτων επί του κοιτάσματος Βεύης. Κατά την εν λόγω διαδικασία, δεν πρόκειται να ληφθεί υπόψη ενδεχόμενη προσφορά της [προσφεύγουσας], εκτός αν δεν υποβληθεί άλλη αξιόπιστη προσφορά, και θα απαγορεύεται στον κάτοχο του δικαιώματος να πωλεί τον εξορυσσόμενο λιγνίτη [στην προσφεύγουσα], εκτός αν δεν υποβληθεί άλλη αξιόπιστη προσφορά αγοράς, και για όσο χρονικό διάστημα η [προσφεύγουσα] κατέχει δικαιώματα εκμεταλλεύσεως για περισσότερο από το 60 % του συνόλου των αποθεμάτων λιγνίτη για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια εκμεταλλεύσεως στην Ελλάδα.»

36      Το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ότι, αν η Ελληνική Δημοκρατία κρίνει ότι δεν έχει υποβληθεί καμία αξιόπιστη προσφορά και σκοπεύει να παραχωρήσει δικαιώματα εκμεταλλεύσεως στην προσφεύγουσα, πρέπει να υποβάλει την πρόταση αυτή προς έγκριση στην Επιτροπή.

37      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ότι οι διαδικασίες διαγωνισμού που αποβλέπουν στην εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της αποφάσεως αυτής προκηρύσσονται και τίθενται σε εφαρμογή το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 6 μηνών από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα δε δικαιώματα εκμεταλλεύσεως χορηγούνται στην πράξη στους επιλεγέντες υποψηφίους το αργότερο εντός 12 μηνών από την εν λόγω κοινοποίηση.

38      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι οι προθεσμίες των 6 και των 12 μηνών, αντιστοίχως, ισχύουν και για το κοίτασμα της Βεύης, εφόσον προκηρυχθεί νέα διαδικασία παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του κοιτάσματος αυτού και εφαρμόζονται από την ημερομηνία οριστικής ακυρώσεως της διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008.

39      Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποβάλλει ανά τρίμηνο έκθεση στην Επιτροπή για τις ενέργειες που έχει αναλάβει για την εφαρμογή των μέτρων που περιγράφονται στο άρθρο 1 (στο εξής: επιβαλλόμενα μέτρα).

40      Τέλος, το άρθρο 2, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ότι, σε περίπτωση αδυναμίας της Ελληνικής Δημοκρατίας να τηρήσει τις προθεσμίες που προβλέπουν οι ως άνω παράγραφοι 1 και 2 του ίδιου άρθρου, λόγω ιδίως απρόβλεπτων περιστάσεων που αυτή δεν μπορεί να ελέγξει, το εν λόγω κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή αμελλητί αιτιολογημένο αίτημα παρατάσεως των αντίστοιχων προθεσμιών.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

41      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Οκτωβρίου 2009, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

42      Στις 23 Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως με το οποίο ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Φεβρουαρίου 2010 η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας.

44      Με διάταξη της 16ης Απριλίου 2010, ο πρόεδρος του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

45      Με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑421/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:450), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα. Η Ελληνική Δημοκρατία καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδά της.

46      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

47      Με απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Επιτροπή κατά ΔΕΗ (C‑554/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2085), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον αυτού και επιφυλάχθηκε επί των δικαστικών εξόδων.

 Διαδικασία και αιτήματα κατόπιν της αναπομπής

48      Κατόπιν της αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 2014 (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω) και σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, της 2ας Μαΐου 1991, η υπόθεση ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα, με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2014. Σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, της 2ας Μαΐου 1991, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπομνήματα γραπτών παρατηρήσεων, αντιστοίχως, στις 3 Οκτωβρίου 2014, στις 25 Νοεμβρίου 2014 και στις 21 Ιανουαρίου 2015.

49      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

50      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Μαρτίου 2016.

51      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

53      Με σημερινή απόφασή του στην υπόθεση T‑169/08 RENV (ΔΕΗ κατά Επιτροπής), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008.

 Σκεπτικό

54      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν, πρώτον, πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό των σχετικών αγορών, δεύτερον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την αναγκαιότητα των επιβαλλόμενων μέτρων, τρίτον, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της συμβατικής ελευθερίας και της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό των σχετικών αγορών

55      Υπενθυμίζεται ότι με την αιτιολογική σκέψη 158 της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα κρατικά μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής αφορούσαν δύο διακριτές αγορές, ήτοι την πρωτογενή αγορά και τη δευτερογενή αγορά. Κατά την Επιτροπή, τα εν λόγω μέτρα, καθόσον παρείχαν δικαιώματα εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη σχεδόν αποκλειστικά στην προσφεύγουσα και απέκλειαν ή παρεμπόδιζαν την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην πρωτογενή αγορά, της παρείχαν τη δυνατότητα να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε στη δευτερογενή αγορά.

56      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της της 26ης Μαρτίου 2009, η προσφεύγουσα εξέφρασε τη διαφωνία της με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 όσον αφορά τον ορισμό των αγορών τις οποίες αφορά η εν λόγω απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησε από την Επιτροπή να μην εκδώσει νέα απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86, παράγραφος 3, ΕΚ, να λάβει υπόψη την εξέλιξη των αγορών αυτών και να καταργήσει την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επέστησε την προσοχή σε ορισμένες εξελίξεις στη δευτερογενή αγορά. Καταρχάς, πρόκειται για σχέδια των ανταγωνιστών της σχετικά με την εγκατάσταση νέων μονάδων φυσικού αερίου, εν συνεχεία, για τη χορήγηση από το ελληνικό Υπουργείο Ανάπτυξης στην ΗΡΩΝ, στις 23 Ιανουαρίου 2009, άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από σχεδιαζόμενη λιγνιτική μονάδα ηλεκτροπαραγωγής και, τέλος, για ένα άρθρο σχετικά με το εν λόγω σχέδιο, με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2009, το οποίο δημοσιεύθηκε στον Τύπο.

57      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η προσφεύγουσα με την επιστολή της 26ης Μαρτίου 2009 και έκρινε ότι αυτή δεν είχε επικαλεστεί νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία να δικαιολογούν την επανεξέταση των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων που παρατίθενται στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την οριοθέτηση των σχετικών αγορών.

58      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει ότι η οριοθέτηση των αγορών στην οποία προέβη η Επιτροπή με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 είναι εσφαλμένη, γεγονός το οποίο έχει αντίκτυπο επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

59      Η Επιτροπή απαντά ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, στο μέτρο που δεν αφορά ευθέως τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά εκείνη της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν την επανεξέταση της αποφάσεως αυτής χωρίς να επικαλείται νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία, κατά τη νομολογία, είναι αναγκαία προκειμένου να μπορεί να ζητηθεί η επανεξέταση. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

60      Ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί απευθείας στην ουσία του.

61      Επισημαίνεται ότι όλα τα σφάλματα που επικαλούνται η προσφεύγουσα και η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως αφορούν την οριοθέτηση της πρωτογενούς αγοράς. Επικρίνουν την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 καθόσον, με τις αιτιολογικές σκέψεις 161, 168 και 169 αυτής, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρωτογενής αγορά αποτελούσε μια διακριτή αγορά προϊόντος της οποίας η γεωγραφική διάσταση ήταν εθνική. Συναφώς, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο επιχειρήματα. Υποστηρίζει ότι η πρωτογενής αγορά, αφενός, δεν είναι δυνατό να περιορίζεται στην προμήθεια λιγνίτη αλλά πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα καύσιμα βάσει των οποίων παράγεται η ηλεκτρική ενέργεια και, αφετέρου, ότι καλύπτει όχι μόνον τον λιγνίτη που παράγεται στην Ελλάδα αλλά και τον λιγνίτη που παράγεται σε ορισμένες χώρες βορείως της Ελλάδας και στο Κοσσυφοπέδιο. Τα ως άνω επιχειρήματα, ωστόσο, είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα με αυτά που περιλαμβάνονται στην πρώτη και την τέταρτη αιτίαση του πρώτου επιμέρους σκέλους του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση, ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑169/08 RENV). Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά απορρίφθηκαν στην εν λόγω υπόθεση (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, ΔΕΗ κατά Επιτροπής, T-169/08 RENV, σκέψεις 66 έως 73 και 84 έως 100) και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε συναφώς νέα επιχειρήματα σχετικά με την παρούσα υπόθεση, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί με το ίδιο σκεπτικό (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑501/01, EU:C:2003:603, σκέψη 18).

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την αναγκαιότητα των επιβαλλόμενων μέτρων

62      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα δεν είναι αναγκαία, διότι ουδεμία παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 82 ΕΚ υφίσταται της οποίας οι συνέπειες πρέπει να διορθωθούν. Συναφώς, επικαλείται διάφορα επιχειρήματα τα οποία κατατάσσει σε τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την ύπαρξη τεσσάρων εσφαλμένων παραδοχών επί των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το δεύτερο σκέλος αφορά την ύπαρξη νέων πραγματικών στοιχείων σε σχέση με εκείνα τα οποία εξετάστηκαν με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μη επιβολή οποιουδήποτε διορθωτικού μέτρου, ενώ το τρίτο σκέλος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του μεριδίου κοιτασμάτων της προσφεύγουσας.

63      Η Επιτροπή φρονεί ότι ορισμένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα σκοπούν να αποδείξουν ότι η απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ήταν παράνομη. Στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά δεν αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι απαράδεκτα. Εξάλλου, τα εν λόγω επιχειρήματα, καθώς και τα λοιπά επιχειρήματα που προβλήθηκαν, είναι αβάσιμα.

64      Τα τρία σκέλη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν απευθείας στην ουσία τους.

 Επί του πρώτου σκέλους

65      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι αρνήθηκε να τροποποιήσει τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, παρά τα νομικά και πραγματικά επιχειρήματα που η προσφεύγουσα είχε προβάλει στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας καθώς και στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε κατά της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008. Παραλείποντας να λάβει υπόψη της τα επιχειρήματα αυτά, η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση επί τεσσάρων εσφαλμένων παραδοχών. Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε αιτιάσεις τις οποίες η Επιτροπή αμφισβητεί.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

66      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται κατ’ ανάγκην στην προκείμενη που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 222 της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008, κατά την οποία ο λιγνίτης ήταν το πλέον ελκυστικό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΔΣ. Ωστόσο, η προκείμενη αυτή είναι εσφαλμένη. Προς στήριξη της θέσεώς της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρία επιχειρήματα τα οποία η Επιτροπή αμφισβητεί.

67      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι είχε επανειλημμένως επισημάνει στην Επιτροπή το σφάλμα αυτό, υπογραμμίζοντας τη σημασία, αφενός, όλων των καυσίμων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, της εισαγόμενης ενέργειας η οποία εισέρχεται στην ημερήσια αγορά με χρονική προτεραιότητα. Η προσφεύγουσα παραπέμπει σε διάφορα έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής από τα οποία προκύπτει, κατ’ αυτήν, ότι η Ελλάδα εισάγει σημαντικές και διαρκώς αυξανόμενες ποσότητες ηλεκτρισμού.

68      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα είχε επισημάνει στην Επιτροπή τον υποτιθέμενο εσφαλμένο χαρακτήρα κάποιου συμπεράσματος δεν αρκεί καθαυτό για να αποδειχθεί ότι το συμπέρασμα είναι εσφαλμένο.

69      Εξάλλου, η παραπομπή από την προσφεύγουσα σε έγγραφα τα οποία ενδεχομένως αποδεικνύουν τη διαρκώς αυξανόμενη σημασία των εισαγωγών ηλεκτρισμού στο ΕΔΣ δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, κρίνοντας ότι ο λιγνίτης ήταν το πλέον ελκυστικό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην εν λόγω αγορά. Πράγματι, η ύπαρξη των εισαγωγών αυτών δεν είναι σε καμία περίπτωση ασύμβατη με τον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χαρακτήρα του λιγνίτη ως καυσίμου στην εν λόγω αγορά.

70      Επομένως, το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

71      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον έκρινε ότι η ύπαρξη κάποιου ενδιαφέροντος των ανταγωνιστών της για πρόσβαση στον λιγνίτη προς διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου τους αποδείκνυε ότι ο λιγνίτης ήταν απολύτως απαραίτητος ή έστω πιο ανταγωνιστικός από άλλα καύσιμα.

72      Το επιχείρημα αυτό, το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί, στερείται πραγματικής βάσεως. Ασφαλώς, στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας είχαν ανάγκη πρόσβασης σε μια ελάχιστη ποσότητα αποθεμάτων λιγνίτη προκειμένου να «σχηματίσoυν ισορροπημένα χαρτοφυλάκια παραγωγής». Εντούτοις, από την ίδια αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την πρόσβαση αυτή είναι η ανάγκη, αφενός, να έχουν πρόσβαση σε κάποια «ισχύ βασικού φορτίου» και, αφετέρου, να μπορούν να ασκούν ανταγωνιστική πίεση στην προσφεύγουσα σε περιόδους εκτός αιχμής.

73      Εξάλλου, η Επιτροπή ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ανέφερε ότι η πρόσβαση στον λιγνίτη ήταν απολύτως απαραίτητη προκειμένου να είναι δυνατή η πρόσβαση στη δευτερογενή αγορά. Η Επιτροπή διαπίστωσε απλώς ότι ο λιγνίτης ήταν ένα ιδιαίτερα ελκυστικό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΔΣ.

74      Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

75      Τρίτον, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει ότι ο λιγνίτης δεν είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικός ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΔΣ, ιδίως σε σύγκριση με το φυσικό αέριο, λαμβανομένου υπόψη του αυξανόμενου κόστους παραγωγής, ιδίως όσον αφορά τις μονάδες νέας κατασκευής, του κόστους που συνδέεται με τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις και το οποίο επιβαρύνει τις λιγνιτικές μονάδες, καθώς και του υψηλού πάγιου κόστους που συνδέεται με την κατασκευή μιας λιγνιτικής μονάδας. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο με εκείνο που περιλαμβάνεται στην πέμπτη αιτίαση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑169/08 RENV). Δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, ΔΕΗ κατά Επιτροπής, T‑169/08 RENV, σκέψεις 152 έως 172) και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε συναφώς νέα επιχειρήματα σχετικά με την παρούσα υπόθεση, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί, εν προκειμένω, με το ίδιο σκεπτικό.

76      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως

77      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην προκείμενη κατά την οποία η δημιουργία από κράτος μέλος απλής ανισότητας ευκαιριών μεταξύ επιχειρήσεων ανταγωνιστικών σε ορισμένο τομέα δραστηριότητας αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 82 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 86 ΕΚ. Η προκείμενη αυτή δεν είναι σύμφωνη με τη νομολογία και, επομένως, είναι εσφαλμένη.

78      Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο ρητώς απέρριψε το επιχείρημα αυτό, το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί, με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Επιτροπή κατά ΔΕΗ (C‑553/12 P, EU:C:2014:2083). Συγκεκριμένα, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι, σε περίπτωση που η ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρηματιών και, κατά συνέπεια, η νόθευση του ανταγωνισμού οφείλεται σε κρατικό μέτρο, το εν λόγω μέτρο συνιστά παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ.

79      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως

80      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κακώς χρησιμοποίησε το δίκαιο του ανταγωνισμού για να προσβάλει νομίμως δημιουργηθείσες καταστάσεις κατά την προ της απελευθέρωσης της δευτερογενούς αγοράς εποχή, ήτοι την παραχώρηση στην προσφεύγουσα δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως δημόσιων κοιτασμάτων λιγνίτη η οποία δεν συνιστούσε διακριτική μεταχείριση σε βάρος των ανταγωνιστών της.

81      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, τα οποία η Επιτροπή αμφισβητεί, στερούνται πραγματικής βάσεως.

82      Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφαση ζητείται απλώς από την Ελληνική Δημοκρατία να λάβει ορισμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανισότητας ευκαιριών μεταξύ της προσφεύγουσας και των ανταγωνιστών της που διαπιστώθηκε με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008. Τα μέτρα αυτά δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως δημόσιων κοιτασμάτων λιγνίτη τα οποία έχουν ήδη παραχωρηθεί στην προσφεύγουσα, αλλά σκοπούν να διασφαλίσουν στους ανταγωνιστές της επαρκή πρόσβαση στα κοιτάσματα λιγνίτη για τα οποία δεν έχουν ακόμη παραχωρηθεί δικαιώματα.

83      Όσον αφορά τη διαπιστωθείσα με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ανισότητα ευκαιριών, υπενθυμίζεται ότι αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα έχει σχεδόν αποκλειστική πρόσβαση στον λιγνίτη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΔΣ, ενώ πρόκειται για το πλέον ελκυστικό προς τον σκοπό αυτό καύσιμο. Το γεγονός ότι η ανισότητα αυτή ευκαιριών μπορεί να εξηγηθεί από ιστορικούς λόγους, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κάτι τέτοιο αποδείχθηκε, δεν σημαίνει πάντως ότι δεν είναι υπαρκτή και ότι οι συνέπειές της δεν πρέπει να διορθωθούν.

84      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τέταρτης αιτιάσεως

85      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαπιστωθείσα με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ανισότητα ευκαιριών δεν υφίστατο στην πράξη, στο μέτρο που οι επίμαχες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες ευνοούσαν την προσφεύγουσα στο πλαίσιο των διαδικασιών παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης επί των δημοσίων κοιτασμάτων λιγνίτη ήταν ουσιαστικά ανενεργές ήδη από το 1994 και καταργήθηκαν τυπικά με την έκδοση του νόμου 3734/2009. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί, είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο με εκείνο που περιλαμβάνεται στην πρώτη αιτίαση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑169/08 RENV). Δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, ΔΕΗ κατά Επιτροπής, T-169/08 RENV, σκέψεις 118 έως 131) και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε συναφώς νέα επιχειρήματα σχετικά με την παρούσα υπόθεση, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί με το ίδιο σκεπτικό.

86      Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της πέμπτης αιτιάσεως

87      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις εξελίξεις στη δευτερογενή αγορά οι οποίες κατέστησαν περιττή τη θέσπιση των επιβαλλόμενων μέτρων. Το επιχείρημα αυτό, το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί, είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο με εκείνο που περιλαμβάνεται στο πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑169/08 RENV). Δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, ΔΕΗ κατά Επιτροπής, T-169/08 RENV, σκέψεις 174 έως 194) και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε συναφώς νέα επιχειρήματα σχετικά με την παρούσα υπόθεση, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί με το ίδιο σκεπτικό.

88      Επομένως, η πέμπτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

89      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους

90      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν θεώρησε τις πληροφορίες τις οποίες η ίδια και η Ελληνική Δημοκρατία είχαν παράσχει στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ως νέα στοιχεία σε σχέση με εκείνα τα οποία είχαν εξεταστεί με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, ικανά να δικαιολογήσουν τη μη επιβολή οποιουδήποτε προβλεπόμενου διορθωτικού μέτρου. Ειδικότερα, η Επιτροπή είχε ενημερωθεί ότι αρκετοί νέοι σταθμοί παραγωγής επρόκειτο να ενταχθούν στο ΕΔΣ, γεγονός το οποίο θα αύξανε τις ανταγωνιστικές πιέσεις τις οποίες η προσφεύγουσα δεχόταν από σημαντικούς, γαλλικούς και ιταλικούς, ομίλους επιχειρήσεων. Η Επιτροπή κακώς εξέτασε μόνον αν η χορήγηση στην ΗΡΩΝ άδειας για την κατασκευή μιας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής με βάση τον λιγνίτη μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη επιβολή των προβλεπόμενων διορθωτικών μέτρων.

91      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

92      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 12, 16, 17 και 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε, με βάση τα στοιχεία που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της 26ης Μαρτίου 2009, το αίτημα αυτής περί μη εκδόσεως αποφάσεως για την επιβολή διορθωτικών μέτρων. Θεωρώντας ότι τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούσαν νέα ουσιώδη στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έθεταν υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα των μέτρων για τη διόρθωση της παραβάσεως που διαπιστώθηκε με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008.

93      Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα δεν σκοπούν να διασφαλίσουν την εγκατάσταση συγκεκριμένου αριθμού μονάδων ή παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΔΣ, ούτε να περιορίσουν το μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας στη δευτερογενή αγορά. Τα μέτρα αυτά σκοπούν αποκλειστικά στην εξάλειψη της ανισότητας ευκαιριών μεταξύ της προσφεύγουσας και των ανταγωνιστών της που διαπιστώθηκε με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008.

94      Ωστόσο, η κατασκευή μονάδων φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων η εκμετάλλευση ανήκει σε μεγάλες επιχειρήσεις, και η σχετική απώλεια μεριδίων αγοράς την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν τη μη ύπαρξη ανισότητας ευκαιριών στο ΕΔΣ σε βάρος των ανταγωνιστών της. Τα ανωτέρω αποδεικνύουν μόνον, αφενός, ότι τα εμπόδια για την είσοδο δεν είναι τέτοια ώστε οποιοσδήποτε ανταγωνισμός να αποκλείεται και, αφετέρου, ότι η διαπιστωθείσα ανισότητα ευκαιριών δεν μπορεί, αυτή καθεαυτή, να διασφαλίσει πλήρως τη θέση της προσφεύγουσας στη δευτερογενή αγορά. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι, αν δεν υφίστατο η διαπιστωθείσα ανισότητα, η θέση αυτή δεν θα είχε αποδυναμωθεί περαιτέρω.

95      Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι η θέση της στη δευτερογενή αγορά αποδυναμώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην κατέχει πλέον δεσπόζουσα θέση, γεγονός το οποίο θα απέκλειε την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 86 ΕΚ.

96      Επομένως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας καθώς και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να αποδείξουν ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα δεν ήταν πλέον αναγκαία.

97      Η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε ως εκ τούτου να αποδείξει ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά δεν δικαιολογούσαν τη μη επιβολή των προβλεπόμενων μέτρων.

98      Επομένως, το υπό κρίση σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους

99      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή, με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανταγωνιστές της έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε ποσοστό 40 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα. Χωρίς να αμφισβητεί ειδικά το συμπέρασμα αυτό, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον υπολογισμό του μεριδίου κοιτασμάτων που αυτή διαθέτει. Συγκεκριμένα, μεταξύ αυτών, είχε συμπεριλάβει τα κοιτάσματα Ανατολικού Πεδίου, Κομνηνών και Προαστίου, τα οποία είναι αμφίβολης οικονομικής εκμεταλλευσιμότητας λόγω του ιδιαίτερα υψηλού κόστους εκμετάλλευσης και τα οποία δεν είχαν συμπεριληφθεί στον επιχειρησιακό σχεδιασμό της για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, πράγμα το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή με επιστολή της 8ης Αυγούστου 2008. Κατά την προσφεύγουσα, τα κοιτάσματα ΔΕΒΒ, τα οποία θα διατίθεντο στους ανταγωνιστές της, αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα ποσοστό 45 % του συνόλου των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων, καθόσον από τις έρευνες που είχε διενεργήσει η ίδια και το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ελλάδα) προκύπτει ότι τα εν λόγω κοιτάσματα είναι οικονομικά πλήρως εκμεταλλεύσιμα.

100    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

101    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, η Επιτροπή δεν έκρινε ότι στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας έπρεπε να διατεθεί ποσότητα λιγνίτη αντιπροσωπεύουσα ποσοστό ακριβώς 40 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων. Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, η Επιτροπή ανέφερε απλώς ότι οι ανταγωνιστές έπρεπε να διαθέτουν πρόσβαση σε «τουλάχιστον» 40 % των εν λόγω αποθεμάτων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, καθόρισε απλώς έναν κατά προσέγγιση ελάχιστο στόχο, γεγονός το οποίο παρείχε τη δυνατότητα να καθοριστούν μεταγενέστερα με ευελιξία οι προϋποθέσεις πρόσβασης στα κοιτάσματα που έπρεπε να τεθούν στη διάθεση των εν λόγω ανταγωνιστών.

102    Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα θέτουν, στην πράξη, στη διάθεση των ανταγωνιστών της ποσοστό 45 % των εκμεταλλεύσιμων ποσοτήτων λιγνίτη, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη εκτιμήσεως η οποία δικαιολογεί την ακύρωσή της.

103    Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ήταν αυτή η οποία πρότεινε στην Επιτροπή να παραχωρηθούν στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων ΔΕΒΒ, εκτός εάν δεν υποβαλλόταν άλλη αξιόπιστη προσφορά. Επομένως, η Επιτροπή δεν προέβη η ίδια, με την εν λόγω απόφαση, σε εξέταση των αποθεμάτων που περιλάμβανε κάθε ένα από τα ελληνικά κοιτάσματα που δεν είχαν παραχωρηθεί προκειμένου να διασφαλίσει στους εν λόγω ανταγωνιστές συγκεκριμένο ποσοστό αποθεμάτων. Όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε απλώς προσήκουσα την πρόταση της Ελληνικής Δημοκρατίας, στο μέτρο που μπορούσε να διασφαλίσει στους εν λόγω ανταγωνιστές ποσότητα λιγνίτη κατώτερη μεν αυτής που περιλαμβάνεται στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ως κατά προσέγγιση ελάχιστος στόχος, αλλά προσεγγίζουσα αυτή.

104    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ακριβές ποσοστό των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη που περιλαμβάνονται στα κοιτάσματα ΔΕΒΒ, σε σύγκριση με το σύνολο, δεν ήταν καθοριστικό για την Επιτροπή. Η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι, αν η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι το ποσοστό αυτό ήταν ελαφρώς υψηλότερο, και όχι ελαφρώς χαμηλότερο, από τον κατά προσέγγιση ελάχιστο στόχο του 40 % των αποθεμάτων που καθορίστηκε με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, δεν θα είχε κρίνει ότι τα εν λόγω κοιτάσματα πρέπει να διατεθούν στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας.

105    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε διευκρινίσει, με την επιστολή της 8ης Αυγούστου 2008 που απέστειλε στην Επιτροπή, ότι το ζήτημα κατά πόσον ένα λιγνιτικό κοίτασμα περιείχε εκμεταλλεύσιμα αποθέματα εξαρτάτο από την τιμή των λοιπών καυσίμων που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι, κατά συνέπεια, οι ποσότητες των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη ήταν μεταβλητές. Μολονότι είναι ασφαλώς αληθές ότι η Ελληνική Δημοκρατία, στην ίδια επιστολή, διευκρίνισε ότι τα κοιτάσματα Προαστίου, Ανατολικού Πεδίου και Κομνηνών ήταν αμφίβολης οικονομικής εκμετάλλευσης, πάντως δεν υποστήριξε ότι τα κοιτάσματα αυτά έπρεπε να μη ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη. Αντιθέτως, από επιστολή που η Ελληνική Δημοκρατία απέστειλε στην Επιτροπή στις 13 Ιουνίου 2008 προκύπτει ότι θεωρούσε εύλογη την εφαρμογή στα κοιτάσματα των οποίων η «οικονομική εκμετάλλευση [ήταν] αμφίβολη» ενός «συντελεστή βαρύτητας» 50 %, βάσει του οποίου, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το ποσοστό εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων στο οποίο διασφαλιζόταν καταρχήν πρόσβαση των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας ανερχόταν σε ποσοστό 41,7 % του συνόλου.

106    Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε επισημάνει, σε επιστολή που είχε αποστείλει στις 20 Μαΐου 2008 στην Επιτροπή, ότι τα κοιτάσματα της Δράμας, της Ελασσόνας, της Βεύης και της Βεγόρας αντιπροσώπευαν ποσοστό περίπου 40 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων στην Ελλάδα.

107    Υπό το φως του συνόλου των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

108    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως καθόσον παρέλειψε να απαντήσει στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που περιλαμβάνονται στην από 26 Μαρτίου 2009 επιστολή της. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν απάντησε στα επιχειρήματα περί προσδιορισμού της επίμαχης αγοράς προϊόντων και δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον ορισμό της επίμαχης γεωγραφικής αγοράς. Η Επιτροπή απέρριψε, επίσης, συνολικά και αδικαιολόγητα και άλλα επιχειρήματα της προσφεύγουσας τα οποία αφορούσαν, για παράδειγμα, τις προϋποθέσεις επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως οι οποίες δεν πληρούνταν, τον υπολογισμό του ποσοστού 40 % και το κόστος του εισαγόμενου λιγνίτη που ήταν υψηλότερο.

109    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξατομικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της πράξεως αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, Hoek Loos κατά Επιτροπής, T‑304/02, EU:T:2006:184, σκέψη 58).

110    Η Επιτροπή, κατά την αιτιολόγηση των αποφάσεων που εκδίδει προς εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι προς στήριξη του αιτήματός τους, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδεις για την όλη οικονομία της αποφάσεως (αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 1993, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑7/92, EU:T:1993:52, σκέψη 31, και της 27ης Νοεμβρίου 1997, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑224/95, EU:T:1997:187, σκέψη 57).

111    Καταρχάς διαπιστώνεται, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν είναι αρκετά σαφή και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αφορούν παράβαση ουσιώδους τύπου, λόγω ελλείψεως ή ανεπαρκούς αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ, ενώ σε άλλες την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

112    Όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σχετικά με τον ορισμό των επίμαχων αγορών, επισημαίνεται ότι, με την επιστολή της 26ης Μαρτίου 2009, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη τόσο κατά τον ορισμό της αγοράς προϊόντων όσο και κατά τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς. Εν συνεχεία, αναφέρθηκε σε ορισμένες εξελίξεις στην αγορά οι οποίες αφορούσαν διάφορα σχέδια για την κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με βάση το φυσικό αέριο και μιας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής με βάση τον λιγνίτη.

113    Καταρχάς, η Επιτροπή, στις σκέψεις 12 έως 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τόνισε ότι η προσφεύγουσα είχε επιστήσει την προσοχή της σε ορισμένες εξελίξεις στη δευτερογενή αγορά. Εν συνεχεία, επισήμανε ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν συνιστούσαν νέα ουσιώδη περιστατικά και ότι ουδείς λόγος συνέτρεχε για την αναθεώρηση των διαπιστώσεων και των συμπερασμάτων στα οποία είχε καταλήξει με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008. Με την αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε τους λόγους για τους οποίους η πρωτογενής αγορά ήταν εθνική καθώς και ότι η σχεδόν αποκλειστική πρόσβαση σε λιγνίτη υπέρ της προσφεύγουσας συνιστούσε πλεονέκτημα στη δευτερογενή αγορά το οποίο δημιουργούσε ανισότητα ευκαιριών μεταξύ αυτής και των ανταγωνιστών της λόγω των χαρακτηριστικών του λιγνίτη ως καυσίμου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, η Επιτροπή πρόσθεσε ότι η προσφεύγουσα περιοριζόταν στην επίκληση των στοιχείων αυτών χωρίς να παρέχει άλλες πληροφορίες, ότι δεν αποδείκνυε ότι οι ανταγωνιστές της είχαν πρόσβαση σε λιγνίτη από γειτονικές χώρες υπό όρους που θα τους επέτρεπαν να της ασκούν ουσιαστικά ανταγωνιστική πίεση και ότι δεν εξέταζε το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας της παραγόμενης από καύση λιγνίτη ενέργειας σε σύγκριση με άλλες πηγές χρησιμοποιούμενες για την παραγωγή ενέργειας.

114    Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, συνάγεται ότι η Επιτροπή παρέσχε επαρκή στοιχεία προς αιτιολόγηση των απαντήσεών της στις παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η προσφεύγουσα με την επιστολή της 26 Μαρτίου 2009, όσον αφορά τις πρόσφατες εξελίξεις στη δευτερογενή αγορά.

115    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις της 26ης Μαρτίου 2009, δεν επικαλέστηκε κανένα άλλο στοιχείο, πλην των στοιχείων που μόλις αναφέρθηκαν και στα οποία η Επιτροπή απάντησε, προς στήριξη της γενικής αιτιάσεώς της ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τον ορισμό των σχετικών αγορών. Επομένως, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε συναφώς. Συγκεκριμένα, ελλείψει νέων και ουσιωδών στοιχείων τα οποία να δικαιολογούν την αναθεώρηση από την Επιτροπή των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να αιτιολογήσει εκ νέου τον ορισμό των επίμαχων αγορών τον οποίο είχε δεχθεί με την εν λόγω απόφαση.

116    Όσον αφορά το επιχείρημα περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με τις προϋποθέσεις επεκτάσεως δεσπόζουσας θέσεως οι οποίες δεν πληρούνταν, αυτό πρέπει να απορριφθεί με το ίδιο σκεπτικό. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις της 26ης Μαρτίου 2009, απλώς επανέλαβε τα επιχειρήματά της τα οποία είχαν ήδη συζητηθεί διεξοδικά στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008. Επομένως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει νέα αιτιολογία συναφώς.

117    Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με τον υπολογισμό του ποσοστού 40 %, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρθηκε καν στο εν λόγω ποσοστό ούτε το αμφισβήτησε στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και ότι δεν επικαλέστηκε συναφώς κανένα νέο και ουσιώδες στοιχείο. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον αρκέστηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να επαναλάβει την αιτιολογία που είχε εκθέσει στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσοστού αυτού 40 % και κατά την οποία, αφενός, οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας είχαν ανάγκη «το χαρτοφυλάκιο ηλεκτροπαραγωγής τους να περιλαμβάνει κάποιες μονάδες ισχύος βασικού φορτίου» και να «έχουν τη δυνατότητα να ασκούν ανταγωνιστική πίεση στην προσφεύγουσα σε περιόδους εκτός αιχμής» και, αφετέρου, ποσοστό 40 % των αποθεμάτων λιγνίτη αντιπροσώπευε «τουλάχιστον ένα τρίτο της ισχύος παραγωγής βασικού φορτίου».

118    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο αναφέρεται στο κόστος του εισαγόμενου λιγνίτη, η προσφεύγουσα επικρίνει την εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία ο σταθμός ηλεκτροπαραγωγής της ΗΡΩΝ θα είχε μειωμένη ανταγωνιστικότητα λόγω του ότι ο εισαγόμενος λιγνίτης θα είχε κατά 30 % υψηλότερο κόστος από τον εγχώριο εξαιτίας του κόστους μεταφοράς. Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή βασίζει το «εύρημά» της στην αιτιολογική σκέψη 12 της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2008, ωστόσο, η αιτιολογική αυτή σκέψη ουδόλως αναφέρεται στο κόστος του εισαγόμενου λιγνίτη έναντι του εγχώριου. Επιπλέον, η Επιτροπή συγκρίνει σωρευτικά το κόστος του λιγνίτη του Κοσσυφοπεδίου με το κόστος του εγχώριου λιγνίτη, μολονότι το συνολικό κόστος της ηλεκτροπαραγωγής βάσει λιγνίτη στην Ελλάδα διαφέρει ανάλογα με το κοίτασμα.

119    Από την προηγούμενη σκέψη προκύπτει ρητώς ότι η προσφεύγουσα, με τα επιχειρήματά της, δεν βάλλει κατά της ελλείψεως ή της ανεπάρκειας της αιτιολογίας υπό την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ, αλλά κατά των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το κόστος του εισαγόμενου λιγνίτη. Κατά συνέπεια, η εξέταση των ως άνω επιχειρημάτων στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι αλυσιτελής.

120    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της συμβατικής ελευθερίας και της αρχής της αναλογικότητας

121    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους

122    Η προσφεύγουσα, μολονότι παραδέχεται ότι δεν επικαλέστηκε την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τον ρόλο της στη δευτερογενή αγορά «με τη λογική» της εν λόγω διατάξεως. Εάν η Επιτροπή είχε ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, δεν θα είχε υιοθετήσει ούτε την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ούτε την προσβαλλόμενη απόφαση, τουλάχιστον κατά το μέτρο που προβλέπουν μέτρα τα οποία θίγουν τις αρχές της συμβατικής ελευθερίας και της αναλογικότητας.

123    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

124    Αρκεί να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι αόριστα και ουδόλως τεκμηριώνονται. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, κατά το οποίο οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των Συνθηκών ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί, ενώ ούτε η Ελληνική Δημοκρατία ούτε η ίδια είχαν επικαλεσθεί την εν λόγω διάταξη στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

125    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με ποιο τρόπο η εφαρμογή των επιβαλλόμενων μέτρων θα εμπόδιζε την εκπλήρωση ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί.

126    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους εάν ο ρόλος της στη δευτερογενή αγορά είχε ληφθεί σοβαρότερα υπόψη, τούτο θα είχε ως συνέπεια η Επιτροπή να μην υιοθετήσει είτε την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 είτε την προσβαλλόμενη απόφαση ή ακόμη τα επιβαλλόμενα μέτρα.

127    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους

128    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση απαγορεύει στους ιδιώτες οι οποίοι μελλοντικά θα αποκτήσουν δικαιώματα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων ΔΕΒΒ (στο εξής: μελλοντικοί δικαιούχοι) να της πωλούν λιγνίτη, περιορίζει τη συμβατική ελευθερία τόσο των μελλοντικών δικαιούχων όσο και τη δική της. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα προτάθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία, μόνον η δική της συμβατική ελευθερία θα μπορούσε ευλόγως να περιοριστεί. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα της προσφεύγουσας και των μελλοντικών δικαιούχων για σεβασμό της συμβατικής ελευθερίας τους και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

129    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

130    Κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης. Προς τον σκοπό αυτό, ο δικαστής της Ένωσης εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις στη σύναψη των οποίων συνέβαλαν ή στις οποίες προσχώρησαν τα κράτη μέλη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Gouvernement de la Communauté française και gouvernement wallon, C‑212/06, EU:C:2008:178, σκέψη 55).

131    Όπως προκύπτει από το σημείο 225 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2009:555), η συμβατική ελευθερία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Είναι απόρροια της ιδιωτικής αυτονομίας του ατόμου. Συνδέεται επίσης αναπόσπαστα με την επιχειρηματική ελευθερία, η οποία προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα με το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε μια Ένωση που δεσμεύθηκε να τηρεί την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό (άρθρο 4, παράγραφος 1, ΕΚ και άρθρο 98 ΕΚ· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, CIF, C‑198/01, EU:C:2003:430, σκέψη 47), είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται η συμβατική ελευθερία. Στο πλαίσιο αυτό, η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει στις επιχειρήσεις δικαίωμα συμβατικής ελευθερίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Société thermale d’Eugénie-les-Bains, C‑277/05, EU:C:2007:440, σκέψη 21, και της 28ης Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑518/06, EU:C:2009:270, σκέψη 66).

132    Πάντως, κατά τη νομολογία, οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών επιτρέπονται εφόσον επιδιώκουν σκοπό γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλοι για τη διασφάλιση της υλοποίησης του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Gouvernement de la Communauté française και gouvernement wallon, C‑212/06, EU:C:2008:178, σκέψη 55).

133    Εν προκειμένω, τα μέτρα τα οποία κατά την προσφεύγουσα παραβιάζουν την αρχή της συμβατικής ελευθερίας θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 3, ΕΚ, κατά το οποίο η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 86 ΕΚ και απευθύνει, εφόσον είναι ανάγκη, κατάλληλες οδηγίες ή αποφάσεις προς τα κράτη μέλη. Επομένως, ο μόνος αποδέκτης των εν λόγω μέτρων είναι η Ελληνική Δημοκρατία η οποία οφείλει καταρχήν να παραχωρήσει, μέσω διαγωνισμού, τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων ΔΕΒΒ σε άλλες επιχειρήσεις πλην της προσφεύγουσας, καθώς και να απαγορεύσει την πώληση σε αυτή του εξορυσσόμενου από τα εν λόγω κοιτάσματα λιγνίτη μέχρι τη στιγμή κατά την οποία θα πληρούται ορισμένη προϋπόθεση. Επομένως, τα επιβαλλόμενα μέτρα σκοπούν τον περιορισμό του περιθωρίου εκτιμήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά την παραχώρηση ή μη δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως ορισμένων κοιτασμάτων, την ταυτότητα των μελλοντικών δικαιούχων και, τέλος, τις προϋποθέσεις εκμεταλλεύσεως των οικείων κοιτασμάτων.

134    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα δεν επηρεάζουν άμεσα ούτε την ικανότητα της προσφεύγουσας προς σύναψη συμβάσεων ούτε αυτή των μελλοντικών δικαιούχων. Εξάλλου, οι τελευταίοι δεν προσδιορίζονται καν με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ουδεμία υποχρέωση επιβάλλει σε συγκεκριμένους ιδιώτες.

135    Είναι ασφαλώς αληθές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει έμμεσους περιορισμούς στη συμβατική ελευθερία των μελλοντικών δικαιούχων, στο μέτρο που αυτοί, προκειμένου να αποκτήσουν δικαιώματα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων ΔΕΒΒ, θα πρέπει να αποδεχθούν την απαγόρευση πωλήσεως του εξορυσσόμενου από τα εν λόγω κοιτάσματα λιγνίτη στην προσφεύγουσα, εκτός εάν δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη προσφορά αγοράς των ποσοτήτων, και για όσο χρονικό διάστημα η προσφεύγουσα κατέχει δικαιώματα εκμετάλλευσης για περισσότερο από το 60 % του συνόλου των αποθεμάτων λιγνίτη για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια εκμετάλλευσης στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της διαδικασίας παραχωρήσεως των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης επί των οικείων κοιτασμάτων, να προβλέψει την εν λόγω απαγόρευση ως προϋπόθεση για την εκμετάλλευσή τους.

136    Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί καταρχάς ότι τόσο ο αποκλεισμός της προσφεύγουσας από τους μελλοντικούς δημόσιους διαγωνισμούς για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης λιγνίτη όσο και η απαγόρευση που επιβάλλεται στους μελλοντικούς δικαιούχους περί πωλήσεως λιγνίτη στην προσφεύγουσα δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα εν λόγω δύο μέτρα εξαρτώνται από δύο προϋποθέσεις. Κατά την πρώτη, θα πρέπει να μην υπάρχει άλλη αξιόπιστη προσφορά εκ μέρους ανταγωνιστή της προσφεύγουσας. Κατά τη δεύτερη, οι περιορισμοί αυτοί ισχύουν μόνο για όσο χρονικό διάστημα η προσφεύγουσα θα κατέχει δικαιώματα εκμετάλλευσης για περισσότερο από το 60 % του συνόλου των αποθεμάτων λιγνίτη για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια εκμετάλλευσης στην Ελλάδα.

137    Εξάλλου, παρά την ύπαρξη των επιβαλλόμενων μέτρων, η προσφεύγουσα είναι ελεύθερη να προβεί στην αγορά λιγνίτη από άλλους φορείς εκμετάλλευσης ελληνικών κοιτασμάτων που έχουν παραχωρηθεί ή θα παραχωρηθούν στο μέλλον, πέραν αυτών τους οποίους αφορούν τα εν λόγω μέτρα, καθώς και από φορείς εκμετάλλευσης κοιτασμάτων ευρισκομένων εκτός της ελληνικής επικράτειας. Οι μελλοντικοί δικαιούχοι είναι επίσης ελεύθεροι να πωλούν λιγνίτη σε οποιαδήποτε ελληνική επιχείρηση, πλην της προσφεύγουσας, ή να τον εξαγάγουν.

138    Η προσφεύγουσα διατηρεί ομοίως πλήρη ελευθερία κινήσεων όσον αφορά, αφενός, την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων τα οποία της έχουν παραχωρηθεί και, αφετέρου, τη χρήση του εξορυσσόμενου από τα εν λόγω κοιτάσματα λιγνίτη.

139    Επομένως, ο μοναδικός περιορισμός της συμβατικής ελευθερίας της προσφεύγουσας και των μελλοντικών δικαιούχων που προκύπτει από την εφαρμογή των επιβαλλόμενων μέτρων είναι έμμεσος και συνίσταται απλώς στην έλλειψη δυνατότητας της προσφεύγουσας να αγοράσει από τους μελλοντικούς δικαιούχους, καταρχήν, ορισμένες ποσότητες λιγνίτη οι οποίες, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είχαν ακόμη διατεθεί στην αγορά.

140    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν μέτρα που συνεπάγονται έναν τέτοιο περιορισμό μπορούν να υιοθετηθούν με βάση το άρθρο 86, παράγραφος 3, ΕΚ, πράγμα το οποίο απαιτεί να προσδιοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία της οποίας μνεία γίνεται στη σκέψη 132 ανωτέρω.

141    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ήτοι τη διασφάλιση ανόθευτου ανταγωνισμού στην αγορά. Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί αυτοί σκοπούν στην αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 παραβάσεως και, επομένως, στη διόρθωση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που επισημάνθηκαν με την εν λόγω απόφαση.

142    Δεύτερον, οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι κατάλληλοι για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, στο μέτρο που εξασφαλίζουν στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας ελάχιστη πρόσβαση στον λιγνίτη ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΔΣ.

143    Τρίτον, το ζήτημα αν οι περιορισμοί αυτοί υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ταυτίζεται με το ζήτημα κατά πόσον οι περιορισμοί αυτοί, καθώς και γενικότερα το σύνολο των επιβαλλόμενων μέτρων, είναι αναλογικοί. Το ζήτημα αυτό πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

144    Επομένως, δεδομένου ότι το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως μπορεί να γίνει δεκτό μόνον εφόσον το τρίτο σκέλος γίνει δεκτό, πρέπει να εξετασθεί το τελευταίο αυτό σκέλος.

 Επί του τρίτου σκέλους

145    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, επισημαίνει ότι είναι πρόδηλο ότι μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, εντελώς νέα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως ο αποκλεισμός της από διαγωνισμούς για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης νέων λιγνιτικών κοιτασμάτων, δεν συνιστούν ούτε κατάλληλο ούτε αναγκαίο μέτρο για την αποφυγή των δυνητικών επιπτώσεων που απορρέουν από την εκ μέρους της κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στη δευτερογενή αγορά. Τα πραγματικά γεγονότα που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δείχνουν ότι, προοδευτικά, στην εν λόγω αγορά, αφενός, μειώνεται το ποσοστό συμμετοχής του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, εισέρχονται σημαντικοί ανταγωνιστές. Επομένως, τα επιβαλλόμενα μέτρα υπερβαίνουν το κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι το περαιτέρω άνοιγμα της εν λόγω αγοράς. Ο δυσανάλογος χαρακτήρας των εν λόγω μέτρων ενισχύεται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εξακολουθεί να επιβαρύνεται με σειρά δυσανάλογων υποχρεώσεων προκειμένου να εξασφαλισθεί η κάλυψη της ζήτησης. Τα επιβαλλόμενα μέτρα καταλήγουν στην «προικοδότηση» των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας και, «[απαλλάσσοντάς] τους από τις όποιες ανταγωνιστικές πιέσεις, […] στο αντίθετο αποτέλεσμα από τον στόχο των άρθρων [86 και 82 ΕΚ]». Ομοίως, ενώ σκοπός του δικαίου του ανταγωνισμού είναι η προστασία των καταναλωτών, ο αποκλεισμός της προσφεύγουσας από την πρόσβαση σε νέα κοιτάσματα λιγνίτη δεν βελτιώνει την κατάσταση του τελικού καταναλωτή. Τέλος, ο αδικαιολόγητος περιορισμός της επιχειρηματικής δραστηριότητας της προσφεύγουσας συνιστά ευθεία και δυσανάλογη προσβολή των συμφερόντων των μετόχων της και δύναται να έχει αρνητικές συνέπειες για την επιχειρηματική δραστηριότητά της και, συνακόλουθα, για τους καταναλωτές.

146    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

147    Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν των ορίων του πρόσφορου και του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ, όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές (αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1984, Denkavit Nederland, 15/83, EU:C:1984:183, σκέψη 25, και της 11ης Ιουλίου 1989, Schräder HS Kraftfutter, 265/87, EU:C:1989:303, σκέψη 21).

148    Η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, αποτελεί κριτήριο νομιμότητας για κάθε πράξη των οργάνων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή ως αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa, C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 36).

149    Επομένως, ενώ, κατά τη νομολογία, ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), του οποίου το άρθρο 7 προβλέπει ότι τα μέτρα που επιβάλλει η Επιτροπή προκειμένου να τεθεί τέλος σε παράβαση των διατάξεων των άρθρων αυτών πρέπει να είναι ανάλογα προς τη διαπραχθείσα παράβαση και αναγκαία για την παύση της, δεν τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά το άρθρο 86 ΕΚ (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, UFEX κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑60/05, EU:T:2007:269, σκέψη 191), πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα που θεσπίζει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 3, ΕΚ πρέπει να τηρούν τη αρχή της αναλογικότητας.

150    Εν προκειμένω, όσον αφορά, καταρχάς, τον επιδιωκόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση σκοπό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αυτός δεν αφορούσε ευθέως το περαιτέρω άνοιγμα της δευτερογενούς αγοράς ή την προώθηση των συμφερόντων των καταναλωτών, αλλά τη διασφάλιση στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας προσβάσεως σε επαρκείς ποσότητες λιγνίτη και, συνακόλουθα, σε ορισμένη ισχύ ηλεκτροπαραγωγής με βάση τον λιγνίτη, προκειμένου να εξαλειφθεί η ανισότητα ευκαιριών μεταξύ της προσφεύγουσας και των ανταγωνιστών της που είχε διαπιστωθεί με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008.

151    Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να προστεθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης αποσκοπούν στην προστασία όχι αποκλειστικά των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά της δομής της αγοράς και, με τον τρόπο αυτό, του ίδιου του ανταγωνισμού (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 38 και 39, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 63). Επομένως, η αναλογικότητα των επιβαλλόμενων μέτρων δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν οι τελικοί καταναλωτές στη δευτερογενή αγορά είναι σε θέση να αποκομίσουν άμεσα οφέλη από την εξάλειψη αυτής της ανισότητας ευκαιριών.

152    Εν συνεχεία, όσον αφορά το ζήτημα εάν τα επιβαλλόμενα μέτρα είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού στον οποίο αναφέρεται η σκέψη 150 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντίθετα προς όσα κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προοδευτική μείωση του ποσοστού συμμετοχής του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη δευτερογενή αγορά και η είσοδος σε αυτή ορισμένων ανταγωνιστών δεν είναι ικανές, αυτές καθεαυτές, να αποδείξουν ότι, ακόμη και αν τα επιβαλλόμενα μέτρα δεν είχαν θεσπισθεί, η διαπιστωθείσα με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ανισότητα ευκαιριών θα είχε εξαλειφθεί.

153    Εξάλλου, πρώτον, επισημαίνεται ότι το ποσοστό της παραγόμενης από λιγνίτη ηλεκτρικής ενέργειας στη δευτερογενή αγορά ανερχόταν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, περίπου σε 50 %. Συγκεκριμένα, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου που τέθηκε συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιουλίου 2011, η προσφεύγουσα και η Ελληνική Δημοκρατία επισήμαναν ότι το ποσοστό της παραγόμενης από λιγνίτη ηλεκτρικής ενέργειας στη δευτερογενή αγορά αντιπροσώπευε, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, λίγο λιγότερο από 50 %, ενώ η Επιτροπή υποστήριξε ότι το ποσοστό αυτό, κατά το ίδιο χρονικό σημείο, ανερχόταν περίπου σε 57 %. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, η προσφεύγουσα κατέχει επίσης δεσπόζουσα θέση στη δευτερογενή αγορά, δεδομένου ότι το μερίδιό της στην εν λόγω αγορά παραμένει πάνω από 85 %. Επομένως, ακόμη και αν το ποσοστό συμμετοχής του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ισοδυναμεί με ποσοστό το οποίο τείνει να μειώνεται λόγω της συνεχούς αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, πάντως δε αμφισβητείται ότι το ποσοστό αυτό παρέμενε ιδιαίτερα υψηλό κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

154    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 134/1975, βάσει του οποίου παραχωρήθηκε στην προσφεύγουσα το μεγαλύτερο μέρος των δικαιωμάτων της εκμεταλλεύσεως λιγνίτη, καταργήθηκε με το άρθρο 36, παράγραφος 3, του νόμου 3734/2009, η προσφεύγουσα εξακολουθεί να απολαύει δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως που της είχαν παραχωρηθεί. Ομοίως, από την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 προκύπτει ότι μόνον δικαιώματα εκμεταλλεύσεως ορισμένων μικρών κοιτασμάτων είχαν παραχωρηθεί, κατόπιν διαγωνισμών σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 2, του ελληνικού μεταλλευτικού κώδικα, και μάλιστα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν παρήγαγαν ηλεκτρική ενέργεια, αλλά πωλούσαν την παραγωγή τους στην προσφεύγουσα.

155    Επομένως, η κατάργηση του άρθρου 3, παράγραφος 3, του νόμου 134/1975 δεν μπορούσε να εξασφαλίσει στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες λιγνίτη προκειμένου να εξαλειφθεί η διαπιστωθείσα με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ανισότητα ευκαιριών.

156    Αντιθέτως, ο αποκλεισμός της προσφεύγουσας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αφενός, από τη χορήγηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως επί νέων παραχωρούμενων κοιτασμάτων και, αφετέρου, από την αγορά του εξορυσσόμενου από τα κοιτάσματα αυτά λιγνίτη μπορεί να εγγυηθεί στους ανταγωνιστές της τέτοια πρόσβαση, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.

157    Συγκεκριμένα, οι ανταγωνιστές θα αποκτούσαν με τον τρόπο αυτό πρόσβαση σε ποσοστό περίπου 40 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα, έστω και αν η δυνατότητα πραγματικής χρησιμοποιήσεως των εν λόγω αποθεμάτων κατ’ ανάγκην θα καθυστερούσε, λαμβανομένων υπόψη του χρονικού διαστήματος που απαιτείται για την ολοκλήρωση των διαγωνισμών που η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να οργανώσει και των αναγκαίων εργασιών για την έναρξη της εξορυκτικής δραστηριότητας.

158    Εντούτοις, προκειμένου η χορήγηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως να έχει πράγματι ουσιαστικές συνέπειες επί του ανταγωνισμού στη δευτερογενή αγορά, απαιτείται επίσης ο λιγνίτης που εξορύσσεται από τους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας να μην πωλείται σε αυτή, κατά τρόπον ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο η προσφεύγουσα, παρά την έλλειψη δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, να μπορεί να τον χρησιμοποιήσει για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Επομένως, μόνη η παραχώρηση σε ανταγωνιστές της προσφεύγουσας δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη δεν αρκεί, αυτή καθεαυτή, προκειμένου οι ανταγωνιστές να είναι σε θέση να ασκήσουν ανταγωνιστικές πιέσεις στην προσφεύγουσα όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη και, συνακόλουθα, στη δευτερογενή αγορά.

159    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την προσβαλλόμενη απόφαση σκοπού.

160    Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα εάν τα μέτρα αυτά ήταν τα λιγότερο επαχθή για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει κανένα λιγότερο επαχθές μέτρο το οποίο θα μπορούσε να εξαλείψει τη διαπιστωθείσα με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008 ανισότητα ευκαιριών.

161    Όσον αφορά την ανάγκη να εξασφαλισθεί στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας κατά προσέγγιση ελάχιστο ποσοστό 40 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 31 και 99 ανωτέρω, ο υπολογισμός του ποσοστού αυτού δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την προσφεύγουσα ούτε από την Ελληνική Δημοκρατία στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ικανό να θέσει εν αμφιβόλω το εν λόγω ποσοστό. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διασφάλιση στους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας προσβάσεως σε μικρότερο ποσοστό των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη θα αρκούσε για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την προσβαλλόμενη απόφαση σκοπού.

162    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα θα εξακολουθήσει να έχει, μόνη αυτή, πρόσβαση σε ποσοστό περίπου 60 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα, τα οποία, εξάλλου, είναι τα μόνα που αποτελούν ήδη αντικείμενο εκμεταλλεύσεως και, επομένως, καθιστούν δυνατή την άμεση εκμετάλλευση του λιγνίτη ως καυσίμου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη δευτερογενή αγορά. Εξάλλου, η προσφεύγουσα θα έχει τη δυνατότητα να αγοράζει τον εξορυσσόμενο από τα νέα παραχωρούμενα κοιτάσματα λιγνίτη μόλις τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως που διαθέτει θα αντιπροσωπεύουν ποσοστό μικρότερο από 60 % των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων. Επομένως, ελλείψει προσκομίσεως από την προσφεύγουσα ή την Ελληνική Δημοκρατία οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου περί του αντιθέτου, ουδείς λόγος συντρέχει να θεωρηθεί υπερβολικό το ποσοστό 40 % των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων που προορίζονται για παραχώρηση προς τους ανταγωνιστές της.

163    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει τον δυσανάλογο χαρακτήρα των επιβαλλόμενων μέτρων.

164    Κατά συνέπεια, το υπό κρίση σκέλος και, συνακόλουθα, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

165    Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα απορρίφθηκαν, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

166    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

167    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

168    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ) στα δικαστικά έξοδά της καθώς και σε εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Ελληνική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Δεκεμβρίου 2016.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Collins

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Επί της προσφεύγουσας

Επί της αγοράς του λιγνίτη στην Ελλάδα

Επί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα

Άδειες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και κατασκευής μονάδων ηλεκτροπαραγωγής

Εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας

Υποχρεωτική ημερήσια αγορά

Επί της διοικητικής διαδικασίας

Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Διαδικασία και αιτήματα κατόπιν της αναπομπής

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό των σχετικών αγορών

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την αναγκαιότητα των επιβαλλόμενων μέτρων

Επί του πρώτου σκέλους

– Επί της πρώτης αιτιάσεως

– Επί της δεύτερης αιτιάσεως

– Επί της τρίτης αιτιάσεως

– Επί της τέταρτης αιτιάσεως

– Επί της πέμπτης αιτιάσεως

Επί του δεύτερου σκέλους

Επί του τρίτου σκέλους

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της συμβατικής ελευθερίας και της αρχής της αναλογικότητας

Επί του πρώτου σκέλους

Επί του δεύτερου σκέλους

Επί του τρίτου σκέλους

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.