Language of document : ECLI:EU:T:2023:834

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 20ής Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Γερμανικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου – Απόφαση με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έννοια της “ενιαίας πράξης συγκέντρωσης” – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δικαίωμα ακροάσεως – Οριοθέτηση της αγοράς – Περίοδος ανάλυσης – Εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού – Πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως – Δεσμεύσεις – Υποχρέωση επιμέλειας»

Στην υπόθεση T‑53/21,

EVH GmbH, με έδρα το Halle (Saale) (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους I. Zenke και T. Heymann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Meessen και J. Szczodrowski, επικουρούμενους από τους T. Funke και A. Dlouhy, δικηγόρους,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

E.ON SE, με έδρα το Essen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Grave, C. Barth και D.‑J. dos Santos Goncalves, δικηγόρους,

και την

RWE AG, με έδρα το Essen, εκπροσωπούμενη από τους U. Scholz, J. Ziebarth και J. Siegmund, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, J. Svenningsen, C. Mac Eochaidh, J. Martín y Pérez de Nanclares (εισηγητή) και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα EVH GmbH ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2019) 6530 final της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση M.8870 – E.ON/Innogy) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

2        Η E.ON SE είναι εταιρία γερμανικού δικαίου η οποία, κατά τον χρόνο κοινοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης, δραστηριοποιούνταν σε όλη την αλυσίδα προμήθειας ενέργειας, μεταξύ άλλων στους τομείς της παραγωγής, της χονδρικής πώλησης, της μεταφοράς, της διανομής, της λιανικής πώλησης και των συνδεόμενων με την ενέργεια δραστηριοτήτων (όπως τα συστήματα μέτρησης, η ηλεκτροκίνηση) (στο εξής: αγορά ενέργειας). Η E.ON δραστηριοποιείται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Τσεχική Δημοκρατία, η Δανία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

3        Η Innogy SE (στο εξής από κοινού με την E.ON: συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις), θυγατρική της RWE AG, στην οποία ανήκει κατά πλειοψηφία, είναι εταιρία γερμανικού δικαίου που δραστηριοποιείται σε όλη την αλυσίδα προμήθειας ενέργειας, ήτοι επί της παραγωγής, της διανομής, της λιανικής πώλησης και των συνδεόμενων με την ενέργεια δραστηριοτήτων, όπως τα συστήματα μέτρησης ή η ηλεκτροκίνηση. Η Innogy δραστηριοποιείται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Κροατία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, οι Κάτω Χώρες, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

4        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία γερμανικού δικαίου, η οποία δραστηριοποιείται σε όλα τα επίπεδα της αλυσίδας προμήθειας ενέργειας. Η διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις αποτελεί μέρος των κύριων δραστηριοτήτων της. Εκμεταλλεύεται δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου μέσω της εταιρίας EVH Netz.

Β.      Το πλαίσιο της συγκέντρωσης

5        Η επίμαχη εν προκειμένω συγκέντρωση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας σύνθετης ανταλλαγής στοιχείων ενεργητικού μεταξύ της RWE και της E.ON, την οποία οι δύο εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ανήγγειλαν στις 11 και 12 Μαρτίου 2018 (στο εξής: συνολική πράξη συγκέντρωσης). Συγκεκριμένα, μέσω της πρώτης πράξης, η RWE επιθυμεί να αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο ή τον από κοινού έλεγχο ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής της E.ON. Η δεύτερη πράξη, ήτοι η επίμαχη εν προκειμένω συγκέντρωση, συνίσταται στην απόκτηση από την E.ON του αποκλειστικού ελέγχου των δραστηριοτήτων διανομής και λιανικού εμπορίου καθώς και ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής της innogy, η οποία ελέγχεται από την RWE. Με την τρίτη πράξη προβλέπεται ότι η RWE αποκτά συμμετοχή ύψους 16,67 % στην E.ON.

6        Με έγγραφο της 17ης Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι επιθυμούσε να μετάσχει στη διαδικασία σχετικά με την πρώτη και τη δεύτερη πράξη συγκέντρωσης και, κατά συνέπεια, να λάβει τα σχετικά με αυτές έγγραφα. Στο πλαίσιο αυτό, διατύπωσε επίσης επικριτικές παρατηρήσεις ως προς τις δύο αυτές πράξεις συγκέντρωσης.

7        Στις 26 Ιουνίου 2018 διεξήχθη σύσκεψη μεταξύ του εκπροσώπου της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας εξέθεσε στην Επιτροπή τις ανησυχίες της εντολέως του όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη πράξη συγκέντρωσης και την επιθυμία της να μετάσχει στις σχετικές διαδικασίες.

8        Στις 28 Αυγούστου 2018 διεξήχθη κατ’ ιδίαν συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας, κατά τη διάρκεια της οποίας η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την πρώτη και τη δεύτερη πράξη συγκέντρωσης.

9        Η πρώτη πράξη συγκέντρωσης κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 22 Ιανουαρίου 2019 (στο εξής: συγκέντρωση M.8871). Η Επιτροπή εξέδωσε, ως προς την πρώτη αυτή πράξη, την απόφαση C(2019) 1711 final, της 26ης Φεβρουαρίου 2019, με την οποία συγκέντρωση κηρύχθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση M.8871 – RWE/E.ON Assets) (στο εξής: απόφαση M.8871).

10      Η τρίτη πράξη κοινοποιήθηκε στην Bundeskartellamt (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων, Γερμανία), η οποία την ενέκρινε με απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019 (υπόθεση B8-28/19, στο εξής: συγκέντρωση B8‑28/19).

Γ.      Η διοικητική διαδικασία

11      Στις 31 Ιανουαρίου 2019 κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), πρόταση συγκέντρωσης μέσω της οποίας η E.ON επιθυμούσε να αποκτήσει, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, τον αποκλειστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων διανομής και των δραστηριοτήτων που αφορούν λύσεις για τους πελάτες και ορισμένες εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της innogy, η οποία ελέγχεται από την RWE.

12      Στο πλαίσιο της εξέτασης της εν λόγω συγκέντρωσης, η Επιτροπή διενήργησε μια πρώτη έρευνα αγοράς, απευθυνόμενη στους ανταγωνιστές των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων (στο εξής: πρώτη έρευνα αγοράς), και, ως εκ τούτου, διαβίβασε την 1η Φεβρουαρίου 2019 ερωτηματολόγιο σε ορισμένες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, στο οποίο η προσφεύγουσα απάντησε στις 8 Φεβρουαρίου 2019.

13      Στις 8 Φεβρουαρίου 2019 η Επιτροπή προέβη στη δημοσίευση της προηγούμενης κοινοποίησης της εν λόγω συγκέντρωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση M.8870 – E.ON/Innogy) (ΕΕ 2019, C 50, σ. 13, στο εξής: συγκέντρωση M.8870), σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004.

14      Την ίδια ημέρα, με επιστολή της, η προσφεύγουσα επανέλαβε την επιθυμία της να συμμετάσχει στη διαδικασία που διεξήγε η Επιτροπή και, στο πλαίσιο αυτό, να τύχει ακροάσεως από την Επιτροπή.

15      Η συγκέντρωση περιλαμβάνει δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο αντιστοιχεί στην εκ μέρους της E.ON απόκτηση της innogy στο σύνολό της. Το δεύτερο στάδιο υλοποιείται μέσω, αφενός, της αποξένωσης της E.ON από το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας της innogy, από έντεκα εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου που εκμεταλλεύεται η innogy στην Τσεχική Δημοκρατία και στη Γερμανία και από τη συμμετοχή ύψους 49 % της innogy στην Kärtner Energieholding Beteiligungs GmbH και, αφετέρου, της μεταβίβασης αυτών των στοιχείων ενεργητικού στην RWE.

16      Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, η Επιτροπή έκρινε ότι η συγκέντρωση M.8870 δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά και τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξέτασης, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004.

17      Στις 14 Μαρτίου 2019 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα αίτηση παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 139/2004. Με την αίτηση παροχής πληροφοριών ζητήθηκαν έγγραφα σχετικά με έρευνες που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στους πελάτες της μεταξύ 2016 και 2018 όσον αφορά τη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στη Γερμανία (στο εξής: αίτηση παροχής πληροφοριών). Η προσφεύγουσα απάντησε στην αίτηση αυτή στις 21 Μαρτίου 2019.

18      Στις 18 Μαρτίου 2019 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα την κίνηση της διαδικασίας (ΕΕ 2019, C 102, σ. 2), σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004.

19      Στις 12 Απριλίου 2019 η προσφεύγουσα απέστειλε επιστολή στον σύμβουλο ακροάσεων με την οποία του ζήτησε να της αναγνωριστεί η ιδιότητα του ενδιαφερόμενου τρίτου προκειμένου να της παρασχεθεί δυνατότητα ακρόασης στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με τη συγκέντρωση M.8870. Ο τελευταίος δέχθηκε το αίτημά της με έγγραφο της 23ης Απριλίου 2019.

20      Κατά τη διάρκεια ενημερωτικής σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε στις 27 Μαΐου 2019, η Επιτροπή ενημέρωσε τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις σχετικά με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της έρευνας αγοράς και το εύρος των προκαταρκτικών της επιφυλάξεων.

21      Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στον ανταγωνισμό που εντοπίστηκαν από την Επιτροπή κατά την ενημερωτική σύσκεψη της 27ης Μαΐου 2019, η E.ON πρότεινε στις 20 Ιουνίου 2019 την ανάληψη δεσμεύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004.

22      Η Επιτροπή διενήργησε δεύτερη έρευνα αγοράς, σχετικά με τις δεσμεύσεις που πρότεινε η E.ON (στο εξής: δεύτερη έρευνα αγοράς), και, ως εκ τούτου, στις 21 Ιουνίου 2019 διαβίβασε σε ορισμένες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, δύο ερωτηματολόγια, εκ των οποίων το ένα αφορούσε τις προτεινόμενες δεσμεύσεις για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση και το άλλο τις προτεινόμενες δεσμεύσεις για την αγορά της ηλεκτροκίνησης. Η προσφεύγουσα απάντησε στην έρευνα αυτή στις 26 Ιουνίου 2019.

23      Η E.ON υπέβαλε το τελικό κείμενο των δεσμεύσεών της στις 3 Ιουλίου 2019.

Δ.      Προσβαλλόμενη απόφαση

24      Δεδομένου ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι δεσμεύσεις που πρότεινε η E.ON αρκούσαν για να αρθούν οι σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, δεν απέστειλε κοινοποίηση αιτιάσεων στην E.ON και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ 2020, C 379, σ. 16), η Επιτροπή κήρυξε τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά και τη Συμφωνία ΕΟΧ.

25      Η συγκέντρωση συνεπάγεται σημαντικές επικαλύψεις μεταξύ των δραστηριοτήτων της E.ON και της innogy, ιδίως στη Γερμανία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέτασε τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στις αγορές του εν λόγω κράτους.

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

II.    Αιτήματα των διαδίκων

74      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

75      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την RWE και την E.ON, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

76      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν έξι λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά την εσφαλμένη κατάτμηση της ανάλυσης της συνολικής πράξης συγκέντρωσης, ο δεύτερος παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο τρίτος προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, ο τέταρτος προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο πέμπτος πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ο έκτος παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας.

[παραλειπόμενα]

E.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

170    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η συγκέντρωση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, ενώ θα έπρεπε να έχει κηρύξει τη συγκέντρωση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αναζητήσει το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων που θα της είχαν παράσχει τη δυνατότητα να προβλέψει τον αντίκτυπο που θα είχε η συγκέντρωση, συμπεριλαμβανομένων των πολυάριθμων κάθετων επιπτώσεων, και να εξετάσει, ειδικότερα, τις θεωρίες περί ζημίας σχετικά με την ψηφιακή οικονομία και τα δεδομένα που προκύπτουν από τον εξαιρετικά μεγάλο όγκο δεδομένων πελατών στα οποία έχει πρόσβαση η E.ON και από την παρουσία της στους διαύλους των πυλωρών.

1.      Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

171    Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, κηρύσσονται ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά οι συγκεντρώσεις που ενδέχεται να παρακωλύουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης μιας δεσπόζουσας θέσης.

172    Όσον αφορά τις υποχρεώσεις απόδειξης, από την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψεις 50 έως 53), συνάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να λάβει θέση είτε επιτρέποντας την υπό εξέταση πράξη συγκέντρωσης είτε απαγορεύοντάς την, ανάλογα με την εκτίμησή της σχετικά με την οικονομική εξέλιξη που είναι πιθανότερο να προκαλέσει η επίμαχη πράξη συγκέντρωσης. Συνεπώς, πρόκειται για εκτίμηση πιθανοτήτων και όχι για υποχρέωση της Επιτροπής να αποδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι η συγκέντρωση δεν θέτει προβλήματα στον ανταγωνισμό (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 47).

173    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει συνολικώς το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού. Συναφώς, ενδέχεται να δώσει έμφαση σε ορισμένα στοιχεία και να μη λάβει υπόψη άλλα. Η εξέταση αυτή και η παρατιθέμενη αιτιολόγησή της αποτελούν αντικείμενο του ασκούμενου από το Γενικό Δικαστήριο ελέγχου νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψη 136).

174    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, οι ουσιαστικοί κανόνες του κανονισμού 139/2004, ειδικότερα δε το άρθρο 2, παρέχουν στην Επιτροπή ορισμένη διακριτική ευχέρεια, ιδίως όσον αφορά τις εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως. Κατά συνέπεια, ο εκ μέρους του δικαστή έλεγχος της άσκησης της ευχέρειας αυτής, ο οποίος έχει ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο των κανόνων περί των συγκεντρώσεων, πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο στηρίζεται στους οικονομικής φύσεως κανόνες που αποτελούν μέρος του καθεστώτος των συγκεντρώσεων (βλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

175    Εντεύθεν συνάγεται ότι ο εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης έλεγχος αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των πράξεων συγκεντρώσεως περιορίζεται στην εξακρίβωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και στην έλλειψη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

176    Τούτου δοθέντος, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Πράγματι, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval, C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 39, και της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 54).

177    Υπενθυμίζεται επίσης ότι το ζήτημα του κατά πόσον η ουσιαστική εκτίμηση ότι η επίμαχη συγκέντρωση δεν δημιουργούσε προβλήματα συμβατότητας με την εσωτερική αγορά, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, εμπίπτει στην εξέταση της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης εκτίμησης. Πράγματι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε στην προαναφερθείσα διάταξη για την έκδοση της απόφασής της, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του σχεδίου συγκέντρωσης επί του ανταγωνισμού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 48).

178    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

179    Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την εσφαλμένη οριοθέτηση της περιόδου ανάλυσης, το δεύτερο σκέλος αφορά τον εσφαλμένο ορισμό των σχετικών αγορών και το τρίτο σκέλος αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης. Ωστόσο, πριν από την εξέταση αυτών των τριών σκελών, πρέπει να εξεταστούν οι επικρίσεις που διατυπώνει η προσφεύγουσα σχετικά με τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τους σκοπούς της ανάλυσής της.

2.      Επί των στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τους σκοπούς της ανάλυσής της

α)      Επί των πληροφοριών που παρείχαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις και επί του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων

180    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά στα στοιχεία που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, χωρίς να προβεί σε κριτική εξέταση των στοιχείων αυτών, και ότι αγνόησε άλλες πηγές πληροφοριών, ιδίως τις προερχόμενες από την αγορά αποκλίνουσες παρατηρήσεις.

181    Πρώτον, τα αποτελέσματα των ερευνών αγοράς που διεξήγαγε η Επιτροπή, καθώς και τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ήτοι οι δημοσίως διαθέσιμες αναφορές, η μελέτη LBD, η μελέτη του Οκτωβρίου 2020 που διεξήγαγε το Büro für Energiewirtschaft und technische Planung GmbH (BET), με τίτλο «Kurzgutachten zu den Ergebnissen der Marktbefragung im Zusammenhang mit der Neuaufteilung der Geschäftsfelder zwischen E.ON und RWE/innogy» (Συνοπτική μελέτη εμπειρογνωμοσύνης επί των αποτελεσμάτων της έρευνας αγοράς σχετικά με τη νέα κατανομή των τομέων δραστηριότητας μεταξύ της E.ON και της RWE/innogy, στο εξής: μελέτη BET), και η μελέτη της 13ης Ιανουαρίου 2021 που πραγματοποιήθηκε από την Innoplexia, με τίτλο «Digitale Marktbeobachtung. Deutschlandweite Erhebung zur Untersuchung von dominanten Stellungen deutscher Energieversorger» (Ψηφιακό παρατηρητήριο της αγοράς. Έρευνα σε επίπεδο Γερμανίας για τη δεσπόζουσα θέση των Γερμανών προμηθευτών ενέργειας, στο εξής: μελέτη Innoplexia), διαψεύδουν, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή. Συνεπώς, εάν η Επιτροπή είχε προβεί στις αναγκαίες προκαταρκτικές ενέργειες, θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει απορρίψει τα συμπεράσματα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων.

182    Δεύτερον, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι οι μελέτες BET και Innoplexia δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους για τον λόγο ότι εκπονήθηκαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μελέτη BET εμπνέεται από τη λογική της γενικής έρευνας της Επιτροπής και με αυτήν επιδιώκεται μόνον να επιβεβαιωθεί το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής, ενώ η μελέτη Innoplexia ποσοτικοποιεί την επιθετική διαδικτυακή παρουσία της E.ON, την οποία κατήγγειλαν ρητώς οι ανταγωνιστές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, με αποτέλεσμα οι δύο αυτές μελέτες να μην μπορούν να χαρακτηριστούν ως νέα πραγματικά περιστατικά που ανέκυψαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

183    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON και την RWE, ισχυρίζεται ότι συγκέντρωσε το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων που της παρείχαν τη δυνατότητα να προβλέψει τον αντίκτυπο της συγκέντρωσης στην εσωτερική αγορά. Συναφώς, η Επιτροπή όχι μόνον διέθετε ίδια γνώση της αγοράς, δημόσιες πληροφορίες και στοιχεία που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, αλλά και πληροφορίες που προέρχονταν από τρίτους. Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι μελέτες BET και Innoplexia είναι απαράδεκτες, διότι δεν υφίσταντο κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, η Επιτροπή αμφισβητεί τη σημασία, τη συνοχή και την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα.

184    Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο θα αναλύσει τη γενική αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη άλλες δημόσιες πληροφορίες ή πληροφορίες προσκομισθείσες από τρίτους και στηρίχθηκε αποκλειστικά στις πληροφορίες που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει το παραδεκτό καθώς και τη σημασία, τη συνοχή και την αξιοπιστία των μελετών που προσκόμισε η προσφεύγουσα, στο μέτρο που επιδιώκουν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη όλα τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης.

185    Κατά πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά στις πληροφορίες που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις χωρίς να προβεί σε κριτική εξέταση των πληροφοριών αυτών και ότι δεν έλαβε υπόψη άλλες πηγές πληροφοριών, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν επισημαίνει την ύπαρξη νομικού κανόνα ο οποίος να απαγορεύει στην Επιτροπή να στηριχθεί στα στοιχεία που προσκόμισαν οι ίδιες οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή, αντιθέτως, να την υποχρεώνει να διεξαγάγει τη δική της έρευνα αγοράς, ανεξαρτήτως των στοιχείων που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 126).

186    Ομοίως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, λόγω της επιτακτικής ανάγκης ταχύτητας και των αυστηρών προθεσμιών εντός των οποίων πρέπει να ενεργεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, δεν μπορεί να υποχρεωθεί, εφόσον δεν υφίστανται ενδείξεις περί ανακρίβειας των προσκομισθέντων πληροφοριακών στοιχείων, να εξακριβώσει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέρχονται σε αυτή. Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή, λόγω της υποχρεώσεως επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως που υπέχει στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οφείλει να μη λαμβάνει υπόψη της στοιχεία ή πληροφορίες που δεν μπορούν να θεωρηθούν ειλικρινή, εντούτοις η προαναφερθείσα επιτακτική ανάγκη ταχύτητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προβαίνει η ίδια σε απολύτως λεπτομερή έλεγχο της γνησιότητας και της αξιοπιστίας όλων των στοιχείων που περιέρχονται σε αυτήν, καθώς η διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων στηρίζεται αναγκαστικά, σε ορισμένο βαθμό, στην εμπιστοσύνη (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Polskie Linie Lotnicze «LOT» κατά Επιτροπής, T‑240/18, EU:T:2021:723, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

187    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η σχετική με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων νομοθεσία προβλέπει διάφορα μέτρα για την αποτροπή και την τιμωρία της διαβιβάσεως ανακριβών ή παραπλανητικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, όχι μόνον τα κοινοποιούντα μέρη υποχρεούνται ρητώς, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004, να ενημερώνουν με ειλικρίνεια την Επιτροπή για όλα τα γεγονότα και τις περιστάσεις που είναι κρίσιμα για τη λήψη αποφάσεως, υποχρέωση που κατοχυρώνεται με το άρθρο 14 του κανονισμού 139/2004, αλλά επιπλέον η Επιτροπή μπορεί να ανακαλεί, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 8, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 139/2004, απόφαση κηρύσσουσα τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά, εφόσον αυτή στηρίζεται σε ανακριβή στοιχεία για τα οποία είναι υπεύθυνη μία από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή εφόσον η έκδοσή της προκλήθηκε δολίως (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Polskie Linie Lotnicze «LOT» κατά Επιτροπής, T‑240/18, EU:T:2021:723, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

188    Συνεπώς, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να στηρίζεται αποκλειστικά στις πληροφορίες που προσκομίζουν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, εφόσον δεν υφίστανται ενδείξεις περί ανακρίβειάς τους, και στον βαθμό που αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση μιας σύνθετης κατάστασης.

189    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίστηκε εν μέρει στα στοιχεία που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις. Εντούτοις, από την ανάγνωση του συνόλου της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η εμπιστοσύνη της Επιτροπής στα στοιχεία που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν ήταν αδικαιολόγητη. Αντιθέτως, στο μέτρο που η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αξιοπιστία των στοιχείων που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις στην Επιτροπή, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν από τα λοιπά στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεση της Επιτροπής. Ενδεικτικά, στα σημεία 81 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή προέβη σε κριτική εξέταση –υπό το πρίσμα της μελέτης LBD– των δηλώσεων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, όσον αφορά τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Ομοίως, στο σημείο 230 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή εξέτασε τους ισχυρισμούς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων σχετικά με τη μεταξύ τους σχέση ανταγωνισμού στο πλαίσιο διαγωνισμών παραχώρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, από την άποψη ορισμένων ανταγωνιστών. Εξάλλου, στο σημείο 293 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή συνέκρινε επίσης τις πληροφορίες που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια της δικής της έρευνας αγοράς, όσον αφορά τις πιθανές συνέπειες αποκλεισμού των ανταγωνιστών από ιστοτόπους σύγκρισης τιμών, με τις δικές της γνώσεις σχετικά με την αγορά. Επιπλέον, στο σημείο 191 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέτασε τις παρατηρήσεις των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων λαμβάνοντας υπόψη και άλλες κρίσιμες πληροφορίες, όπως τις εκθέσεις της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων, όσον αφορά τις ιδιαιτέρως υψηλές τιμές των πρατηρίων καυσίμων που βρίσκονται σε αυτοκινητοδρόμους σε σύγκριση με τα πρατήρια καυσίμων που βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτοκινητοδρόμους και εκτός αυτοκινητοδρόμων.

190    Υπό αυτές τις συνθήκες, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έλεγξε τα στοιχεία που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που διέθετε. Συνεπώς, το σύνολο των πληροφοριών που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή περιλάμβανε όχι μόνο τα στοιχεία των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, αλλά και άλλες δημόσιες πληροφορίες και λοιπές πληροφορίες που συνελέγησαν από τρίτους μέσω αιτήσεων παροχής πληροφοριών, ερευνών αγοράς ή συνεντεύξεων, όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από τα σημεία 12, 13, 21 ή 58 της προσβαλλόμενης απόφασης.

191    Κατά συνέπεια, χωρίς να προδικάζεται, στο παρόν στάδιο, το κατά πόσον η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη, σε όλα τα συγκεκριμένα τμήματα της ανάλυσής της, το σύνολο των κρίσιμων για την ανάλυση αυτή στοιχείων, συνάγεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο προσπάθησε γενικώς να συγκεντρώσει τα κρίσιμα στοιχεία που θα του καθιστούσαν δυνατό να προβλέψει τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης και ότι διασταύρωσε τα στοιχεία αυτά.

192    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι στην Επιτροπή απόκειται να κρίνει αν οι πληροφορίες που διαθέτει αρκούν για την ανάλυση της κατάστασης από πλευράς ανταγωνισμού (απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής, T‑162/10, EU:T:2015:283, σκέψη 109) και να εκτιμήσει συνολικώς το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού. Κατ’ εφαρμογήν αυτής της συνολικής εκτίμησης, η Επιτροπή μπορεί να δώσει έμφαση σε ορισμένα στοιχεία και να μη λάβει υπόψη άλλα. Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ελέγχει τη νομιμότητα της εν λόγω εξέτασης και της αιτιολόγησής της (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψη 136).

193    Συναφώς, η προσφεύγουσα περιορίζεται να αναφέρει, κατ’ ουσίαν, ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά είναι εσφαλμένες ή ελλιπείς καθώς δεν έλαβε υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της και ότι έδωσε έμφαση σε ορισμένα από αυτά, ενώ δεν έλαβε υπόψη άλλα, πράγμα που εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει, συγκρίνοντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία μεταξύ τους και αναφέροντας, κατά γενικό τρόπο, τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μη δεχθεί ορισμένα στοιχεία.

194    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις τρεις μελέτες που προσκόμισε η προσφεύγουσα, οι οποίες αναφέρονται στη σκέψη 181 ανωτέρω, σημειώνεται ότι έχει κριθεί ότι η νομιμότητα μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 260 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται, κατά πάγια νομολογία, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, KPN κατά Επιτροπής, T‑691/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:43, σκέψη 141 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

195    Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξετασθεί με βάση τα πραγματικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο της έκδοσής της και όχι με βάση τα πραγματικά στοιχεία που είναι μεταγενέστερα της έκδοσης αυτής (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής, T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψη 204).

196    Επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2019. Όσον αφορά τη μελέτη LBD, η οποία φέρει ημερομηνία 9 Μαΐου 2019, η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς στη μελέτη αυτή στην προσβαλλόμενη απόφαση στα σημεία 81, 83, 84 και 86, καθώς και στις υποσημειώσεις 79, 80, 84, 85, 90 έως 92 και 315. Κατά συνέπεια, όχι μόνο είναι κρίσιμη η μελέτη αυτή για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά επίσης δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν την έλαβε υπόψη της κατά την εξέταση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης.

197    Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η μελέτη BET, η οποία φέρει ημερομηνία Οκτωβρίου του 2020, και η μελέτη Innoplexia, η οποία φέρει ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 2021, είναι μεταγενέστερες της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

198    Εντούτοις, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί γενικά τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, EDP κατά Επιτροπής, T‑87/05, EU:T:2005:333, σκέψη 158), προκειμένου να μη λάβει υπόψη τις δύο αυτές μελέτες στο πλαίσιο της ανάλυσης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

199    Πράγματι, στο μέτρο που με την προσκόμιση ενός συνημμένου εγγράφου δεν επιδιώκεται η μεταβολή του νομικού και πραγματικού πλαισίου που έχει τεθεί υπόψη της Επιτροπής ενόψει της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά η ανάπτυξη επιχειρημάτων, στο πλαίσιο, απλώς, των δικαιωμάτων άμυνας, το εν λόγω συνημμένο έγγραφο πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτό (απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 63).

200    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι μελέτες BET και Innoplexia εκπονήθηκαν ειδικώς προκειμένου να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά συνέπεια, δυνάμει της νομολογίας που αναφέρεται στη σκέψη 199 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν δύναται να ισχυριστεί ότι οι μελέτες BET και Innoplexia πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτες εκ μόνου του λόγου ότι εκπονήθηκαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να αναλυθεί το περιεχόμενό τους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν συνιστούν ή όχι απόπειρα μεταβολής του νομικού ή πραγματικού πλαισίου που ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

201    Αντιθέτως, η Επιτροπή δύναται να επικαλεστεί υπέρ της, ως προς ορισμένα ζητήματα, το ότι σε ένα συνημμένο έγγραφο δεν λαμβάνονται υπόψη οι ρητές δηλώσεις ή οι παραλείψεις των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, EDP κατά Επιτροπής, T‑87/05, EU:T:2005:333, σκέψη 158). Ομοίως, η ανάλυση ενός συνημμένου εγγράφου ως προς ένα συγκεκριμένο ζήτημα μπορεί να βασίζεται σε πληροφοριακά στοιχεία που υπήρχαν κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 198 ανωτέρω. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν εμποδίζει τον προσφεύγοντα, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς του, να επικαλεστεί ανάλυση που περιλαμβάνεται σε συνημμένο έγγραφο και η οποία διενεργήθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάλυση αυτή βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης αυτής.

202    Πρώτον, όσον αφορά τη μελέτη BET, αυτή περιέχει, στο τμήμα 2, κριτική της μεθοδολογίας που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας αγοράς. Η κριτική αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματολογίας στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Συνεπώς, το τμήμα αυτό της μελέτης BET είναι παραδεκτό.

203    Αντιθέτως, το τμήμα 3 της μελέτης BET αναφέρεται στα αποτελέσματα έρευνας αγοράς που διεξήγαγε η BET μεταξύ 29ης Ιουλίου και 18ης Αυγούστου 2020, δηλαδή σχεδόν ένα ολόκληρο έτος μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως προκύπτει από το σημείο 41 του τμήματος 3 της εν λόγω μελέτης.

204    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν υποστήριξε, ότι η γνώμη των συμμετεχουσών επιχειρήσεων ήταν η ίδια με εκείνη που θα είχαν υποστηρίξει αν είχαν ερωτηθεί κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Λαμβανομένης υπόψη, εξάλλου, της δυναμικής φύσης της αγοράς ενέργειας, είναι εύλογο να αναμένεται ότι οι απαντήσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη μελέτη BET, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, είχαν μεταβληθεί παράλληλα με τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας. Επιπλέον, οι απαντήσεις δόθηκαν σε ένα πλαίσιο στο οποίο η συγκέντρωση είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Κατά συνέπεια, η ανάλυση των απαντήσεων πραγματοποιήθηκε βάσει πραγματικών στοιχείων τα οποία δεν μπορούσαν να είναι στη διάθεση της Επιτροπής κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορούσε να γνωρίζει ποια θα ήταν η άποψη των παραγόντων της αγοράς περίπου ένα έτος αργότερα, ιδίως μετά την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης.

205    Δεδομένου ότι η κατάσταση της αγοράς ενέργειας κατά τον χρόνο που εκπονήθηκε η μελέτη BET ήταν οπωσδήποτε διαφορετική από την κατάστασή της κατά τον χρόνο που η Επιτροπή διεξήγαγε τις δικές της έρευνες, η σημασία και η αποδεικτική αξία των αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν στη μελέτη BET βάσει των μεταγενέστερων αυτών στοιχείων είναι, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένες. Πράγματι, η χρήση των στοιχείων αυτών δεν εντάσσεται μόνο στην ανάπτυξη επιχειρημάτων στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, αλλά συνιστά, τουλάχιστον εν μέρει, απόπειρα μεταβολής του πραγματικού πλαισίου που υπήρχε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης από την Επιτροπή, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 199 ανωτέρω.

206    Δεύτερον, όσον αφορά τη μελέτη Innoplexia, επισημαίνεται ότι η συλλογή των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια. Αφενός, από τις 4 έως τις 17 Δεκεμβρίου 2020 πραγματοποιήθηκε καθημερινή συλλογή δεδομένων σε ολόκληρη τη Γερμανία στη μηχανή αναζήτησης Google και στους δύο ιστοτόπους σύγκρισης «Check24» και «Verivox». Αφετέρου, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην έρευνα και δεδομένα από ιστοτόπους σύγκρισης που να αφορούν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, η Innoplexia προέβη σε διαρκή σάρωση δεδομένων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

207    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η μηχανή αναζήτησης Google καθώς και οι ιστότοποι σύγκρισης «Check24» και «Verivox» παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των προσφορών που προτείνουν οι επιχειρήσεις σε δεδομένη χρονική στιγμή. Συνεπώς, οι πλατφόρμες αυτές υπόκεινται στην ίδια μεταβαλλόμενη δυναμική με την αγορά ενέργειας.

208    Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν υποστήριξε, ότι τα αποτελέσματα που προέκυψαν θα ήταν τα ίδια εάν τα στοιχεία είχαν συλλεγεί κατά την περίοδο κατά την οποία η Επιτροπή πραγματοποίησε τη δική της ανάλυση. Συνεπώς, όπως διαπιστώθηκε και για τη μελέτη BET, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι τα αποτελέσματα αυτά έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου καθώς έχει μεταβληθεί η ίδια η αγορά ενέργειας.

209    Επιπλέον, από την εν λόγω μελέτη προκύπτει ότι η Innoplexia διέθετε δεδομένα από τη διαρκή σάρωση ιστοτόπων, οι οποίοι λειτουργούν κατ’ απομίμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς ως προς την αναζήτηση πληροφοριών και καθιστούν δυνατή την επεξεργασία πολλών εκατομμυρίων αιτήσεων ανά ημέρα επί σειρά ετών. Ωστόσο, ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δεδομένα σύγχρονα της έρευνας αγοράς της Επιτροπής, η Innoplexia επέλεξε να χρησιμοποιήσει στοιχεία του 2020.

210    Δεδομένου ότι η ανάλυση της μελέτης Innoplexia βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε δεδομένα του 2020, δηλαδή μεταγενέστερα της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η χρήση των δεδομένων αυτών συνιστά, τουλάχιστον εν μέρει, απόπειρα μεταβολής του πραγματικού πλαισίου που ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από την Επιτροπή, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 199 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι παραδεκτές, η σημασία και η αποδεικτική αξία των αναλύσεων αυτών είναι, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένες.

211    Τέλος, οι μελέτες BET και Innoplexia που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν αναφέρουν στοιχεία τα οποία η Επιτροπή φέρεται να μην έλαβε υπόψη της κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, οι μελέτες αυτές δεν αποτελούν τα στοιχεία μέσω των οποίων θα κατορθώσει η προσφεύγουσα να αποδείξει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της ορισμένα δεδομένα.

β)      Επί της πρώτης έρευνας αγοράς της Επιτροπής

212    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο σχεδιασμός, η μορφή, η προθεσμία και το περιεχόμενο της πρώτης έρευνας αγοράς που διενήργησε η Επιτροπή δεν ήταν τα βέλτιστα.

213    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διεξαγωγή της πρώτης έρευνας αγοράς ήταν ορθή.

214    Πρώτον, όσον αφορά το δείγμα που ελήφθη υπόψη για τους σκοπούς της πρώτης έρευνας αγοράς, από την υποσημείωση 52 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στην πρώτη έρευνα αγοράς συμμετείχαν 161 επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων, πέραν από σημαντικούς ανταγωνιστές, όπως η EnBW και η Vattenfall, βρίσκονταν και περισσότερες από 50 δημοτικές επιχειρήσεις διαφόρων μεγεθών, συνεταιρισμοί δημοτικών επιχειρήσεων, εταιρίες στις οποίες μόνον οι δήμοι ή οι δημοτικές τους επιχειρήσεις κατείχαν μερίδια, εταιρίες στις οποίες τόσο οι δημοτικές επιχειρήσεις όσο και ανεξάρτητοι προμηθευτές κατείχαν μερίδια, εταιρίες στις οποίες μόνον ανεξάρτητοι προμηθευτές κατείχαν μερίδια, ανεξάρτητοι προμηθευτές καθώς και νεοεισερχόμενοι στην αγορά.

215    Συνεπώς, η Επιτροπή επέλεξε ένα ευρύ φάσμα παραγόντων της αγοράς για να απαντήσουν στην έρευνα αγοράς που διεξήγαγε.

216    Προκειμένου να προσδιοριστεί το ορθό μέγεθος του δείγματος για τους σκοπούς μίας έρευνας αγοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πρώτον, το μέγεθος του πληθυσμού στο οποίο θα διεξαχθεί η έρευνα, δεύτερον, το επίπεδο εμπιστοσύνης, το οποίο συνίσταται στο ποσοστό που υποδεικνύει τον βαθμό βεβαιότητας με τον οποίο ο πληθυσμός θα επιλέξει μια απάντηση που βρίσκεται μεταξύ δύο συγκεκριμένων τιμών, και, τρίτον, το περιθώριο σφάλματος, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσοστό που υποδεικνύει κατά πόσον τα αποτελέσματα της έρευνας ενδέχεται να αντανακλούν τη γνώμη του συνολικού πληθυσμού.

217    Εν προκειμένω, ο συνολικός πληθυσμός αποτελείται από περίπου 2 500 επιχειρήσεις των οποίων η γνώμη θα μπορούσε να είναι χρήσιμη. Λαμβανομένου υπόψη ενός επιπέδου εμπιστοσύνης ύψους 95 %, το οποίο αντιστοιχεί στο γενικώς ισχύον στη βιομηχανία επίπεδο, και ενός περιθωρίου σφάλματος ύψους 10 %, η κατάλληλη επιλογή ως προς το μέγεθος του δείγματος θα ήταν να απαντήσουν 93 επιχειρήσεις στην έρευνα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, υποβάλλοντας ερωτήσεις σε 383 επιχειρήσεις της αγοράς ενέργειας, εκ των οποίων ορισμένες ήταν αναμενόμενο να μην απαντήσουν, επιδίωξε τον σχηματισμό ενός αρκούντως αντιπροσωπευτικού δείγματος.

218    Ομοίως, δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι επικοινώνησε μόνο με 383 επιχειρήσεις, δεδομένου ότι η υλικοτεχνική υποστήριξη και η οργάνωση μιας τέτοιας έρευνας συνιστούν σημαντική προσπάθεια, όπως και η μεταγενέστερη επεξεργασία των πληροφοριών, τούτο δε κατά μείζονα λόγο αν ληφθούν υπόψη οι περιορισμένοι πόροι της Επιτροπής και η επιτακτική ανάγκη ταχύτητας στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ταχύτητας που διέπει τη διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εφόσον 161 από τις 383 ερωτηθείσες επιχειρήσεις απάντησαν πράγματι στην πρώτη έρευνα αγοράς, το δείγμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως αντιπροσωπευτικό και ικανό να παρέχει κρίσιμα αποτελέσματα επί των οποίων η Επιτροπή θα μπορούσε να στηρίξει τα συμπεράσματά της.

219    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικρίνει τη διαβίβαση του ερωτηματολογίου στην αγγλική γλώσσα. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι οι ερωτήσεις είχαν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, αλλά ότι τίποτε δεν εμπόδιζε τις αποδέκτριες επιχειρήσεις να απαντήσουν στη γερμανική γλώσσα.

220    Στην απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Brugg Kabel και Kabelwerke Brugg κατά Επιτροπής (T‑441/14, EU:T:2018:453), οι προσφεύγουσες υποστήριζαν ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη και τα δικαιώματα άμυνάς τους, διότι τους επέδωσε τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και την ανακοίνωση αιτιάσεων αποκλειστικά στα αγγλικά στο πλαίσιο διαδικασίας συμπράξεως, ενώ μία από τις προσφεύγουσες είχε ζητήσει επανειλημμένως να διεξάγεται η επικοινωνία στα γερμανικά. Στις σκέψεις 46 έως 50 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άρνηση της Επιτροπής να απευθύνει τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών στην Brugg Kabel AG στη γερμανική γλώσσα δεν την εμπόδισε να εκφράσει λυσιτελώς την άποψή της ως προς τις πληροφορίες που ζητήθηκαν από την Επιτροπή, ιδίως διότι η Επιτροπή ουδόλως απαίτησε από την Brugg Kabel να απαντά στις αιτήσεις πληροφοριών στην αγγλική.

221    Η a fortiori εφαρμογή της νομολογίας αυτής οδηγεί το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το ερωτηματολόγιο της πρώτης έρευνας αγοράς, το οποίο, καθαυτό, δεν μπορούσε να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων στις επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν, μπορούσε να συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα. Επιπλέον, εάν οι επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν προβλήματα μετάφρασης, θα μπορούσαν να ζητήσουν παράταση της προθεσμίας για γλωσσικούς λόγους. Τέλος, επισημαίνεται ότι τίποτα δεν τις εμπόδιζε να εκφράσουν λυσιτελώς την άποψή τους, δεδομένου ότι ήταν σε θέση να απαντήσουν στα γερμανικά στις ερωτήσεις που τέθηκαν στα αγγλικά.

222    Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη, επιπλέον, της επιτακτικής ανάγκης ταχύτητας, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεώνεται να μεταφράζει τα ερωτήματα στις γλώσσες που ζητούν οι ερωτώμενες επιχειρήσεις.

223    Επαλλήλως, επισημαίνεται ότι η λύση αυτή είναι κατά μείζονα λόγο εύλογη στο μέτρο που η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνες αγοράς στις διάφορες σχετικές γεωγραφικές αγορές, συμπεριλαμβανομένης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνεπώς, το να υποχρεούται η Επιτροπή να μεταφράζει τα ερωτηματολόγιά της στις γλώσσες των κρατών μελών στο έδαφος των οποίων διεξάγει τις έρευνες αγοράς θα συνιστούσε μια απαίτηση δυσανάλογη από άποψη κόστους για τις υπηρεσίες της Επιτροπής και μη συμβατή με την επιβαλλόμενη σε αυτήν επιτακτική ανάγκη ταχύτητας.

224    Τρίτον, πρέπει να αναλυθούν η πολυπλοκότητα του ερωτηματολογίου και η ταχθείσα από την Επιτροπή προθεσμία απάντησης. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή πρέπει να συγκεράσει την ανάγκη διεξαγωγής πλήρους έρευνας προκειμένου να έχει στη διάθεσή της όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμησή της με την επιτακτική ανάγκη ταχύτητας που επιβάλλεται σε αυτήν. Επομένως, αφενός, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έθεσε 228 ερωτήσεις. Αφετέρου, μολονότι η προθεσμία απάντησης ήταν σύντομη, το γεγονός ότι 161 επιχειρήσεις απάντησαν εμπροθέσμως, καθώς και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μπορούσαν να ζητήσουν παράταση της προθεσμίας, αρκεί για να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το καθήκον της επιμέλειας που υπέχει συναφώς.

225    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η πρώτη έρευνα αγοράς διεξήχθη ορθώς. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει, αυτή καθαυτήν, από πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

3.      Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένη οριοθέτηση της περιόδου αναλύσεως

226    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, σε παλαιότερες εκτιμήσεις χωρίς να προβεί σε καμία πρόβλεψη, και τούτο όσον αφορά, ειδικότερα, την αγορά της ηλεκτροκίνησης και την αγορά των υπηρεσιών μέτρησης.

227    Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα επικρίνει την οριοθέτηση της περιόδου ανάλυσης όσον αφορά, πρώτον, την αγορά της ηλεκτροκίνησης και, δεύτερον, την αγορά των υπηρεσιών μέτρησης.

228    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

229    Όσον αφορά, ειδικότερα, την αγορά των υπηρεσιών μέτρησης, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τον αντίκτυπο που θα προκαλούσε στο μέλλον το γεγονός ότι η E.ON, χάρη στη συγκέντρωση και τις δραστηριότητες που θα ήταν σε θέση να αναπτύξει στην αγορά των υπηρεσιών μέτρησης, θα συνέλεγε μεγάλο όγκο δεδομένων που θα της καθιστούσαν δυνατό να προτείνει πρωτοποριακές λύσεις στους καταναλωτές.

230    Υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά αν η συγκέντρωση είναι ικανή να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 139/2004.

231    Ο έλεγχος των συγκεντρώσεων εκ μέρους της Επιτροπής απαιτεί μια ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης μιας αγοράς, η οποία συνίσταται στο να εξετάζεται κατά ποιον τρόπο μια τέτοια συγκέντρωση θα μπορούσε να μεταβάλει τους παράγοντες που καθορίζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή, προκειμένου να εξακριβωθεί αν το αποτέλεσμα θα είναι να δημιουργηθεί σημαντικό εμπόδιο για τον πραγματικό ανταγωνισμό. Η εν λόγω ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης μιας αγοράς απαιτεί να εικάσει κανείς τις διάφορες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος, προκειμένου να επιλέξει εκείνες που είναι οι πιο πιθανές (αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2009, Qualcomm κατά Επιτροπής, T‑48/04, EU:T:2009:212, σκέψη 88, και της 9ης Μαρτίου 2015, Deutsche Börse κατά Επιτροπής, T‑175/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:148, σκέψη 62· πρβλ., επίσης, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval, C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 43).

232    Επιπλέον, όπως υπενθυμίστηκε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 94 ανωτέρω, η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της συμβατότητας πράξης συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων προς την εσωτερική αγορά πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνον βάσει των πραγματικών και νομικών περιστάσεων οι οποίες υφίσταντο κατά τον χρόνο κοινοποίησης της εν λόγω πράξης και όχι βάσει υποθετικών στοιχείων των οποίων η οικονομική σημασία δεν μπορεί να αξιολογηθεί κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης έγκρισης (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑279/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:384, σκέψη 327 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

233    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι αναμένεται από την Επιτροπή να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης σε μια περίοδο της οποίας η μέγιστη διάρκεια δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ορίζοντα επέλευσης, με επαρκή βαθμό βεβαιότητας, ορισμένων γεγονότων. Όσο πιο απομακρυσμένο χρονικά είναι το γεγονός που πρέπει να προβλεφθεί τόσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα όσον αφορά την επέλευσή του. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να προβαίνει σε ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης βάσει στοιχείων των οποίων τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα δεν είναι σε θέση να προβλέψει με εύλογο περιθώριο σφάλματος.

234    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη στην ανάλυσή της στοιχεία σχετικά με την προοπτική εξέλιξης της αγοράς τα οποία χαρακτηρίζονταν από ικανοποιητικό βαθμό προβλεψιμότητας ώστε να είναι κρίσιμα.

235    Πρώτον, όσον αφορά τον τομέα της ηλεκτροκίνησης, από το σημείο 183 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την παράλληλη εξέλιξη του αριθμού των σταθμών επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων και των ίδιων των πωλήσεων ηλεκτρικών οχημάτων, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 27 % ετησίως μέχρι το 2029. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, στο σημείο 193 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι παράγοντες της αγοράς ανέμεναν ότι θα υφίστατο σημαντική αύξηση των σταθμών υπερταχείας επαναφόρτισης και διαφοροποίηση μεταξύ των τιμών των σταθμών ταχείας και υπερταχείας επαναφόρτισης, και, στο σημείο 199, ότι οι παράγοντες της αγοράς ανέμεναν ότι ο τομέας των σταθμών επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων θα αναπτυσσόταν κατά τον ίδιο τρόπο με τον τομέα των παραδοσιακών πρατηρίων καυσίμων, στον οποίο οι συνθήκες ανταγωνισμού σε τοπικό επίπεδο επηρεάζουν τη στρατηγική των εταιριών καυσίμων. Ομοίως, στο σημείο 385 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε τις εξελίξεις που αναμένονται στην αγορά εγκατάστασης και εκμετάλλευσης σταθμών συνήθους και ταχείας επαναφόρτισης, η οποία εξελίσσεται ταχέως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προβλέπεται η είσοδος νέων επιχειρήσεων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της Deutsche Telekom, η οποία ανακοίνωσε πρόσφατα την πρόθεσή της να ενσωματώσει σταθμούς επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων στα κιβώτια διανομής του τηλεφωνικού δικτύου, ή της Volkswagen, η οποία ανακοίνωσε επίσης την πρόθεσή της να εισέλθει στην αγορά της ηλεκτροκίνησης και η οποία σκοπεύει να προχωρήσει στην κατασκευή δημόσιων σταθμών επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων στις εγκαταστάσεις των 4 000 συνεργαζόμενων αντιπροσωπειών αυτοκινήτων και πρατηρίων καυσίμων στην Ευρώπη.

236    Συνεπώς, από τα σημεία 183, 193, 199 και 385 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε, κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων της πράξης συγκέντρωσης επί του ανταγωνισμού, στην εξέταση της κατάστασης κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά έλαβε υπόψη την εξέλιξη που αναμένεται στον τομέα της ηλεκτροκίνησης.

237    Δεύτερον, όσον αφορά τον τομέα των υπηρεσιών μέτρησης, στον οποίο η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η δεσπόζουσα θέση της E.ON θα της προσέδιδε επίσης ηγετική θέση στο πεδίο των λύσεων για τους πελάτες βάσει της αξιοποίησης των δεδομένων, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα τις εξελίξεις που θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη της η Επιτροπή, ούτε την περίοδο που ήταν κρίσιμη συναφώς. Αντιθέτως, περιορίζεται να υποστηρίξει ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τις προβλέψεις της περί ζημιογόνων αποτελεσμάτων, η ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς εκ μέρους της Επιτροπής είναι εσφαλμένη.

238    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ανέλυσε πράγματι ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες της συγκέντρωσης στο πεδίο αυτό και ανέφερε, στο σημείο 423 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι συμπληρωματικά δεδομένα, πέραν μιας κρίσιμης ποσότητας, μπορεί να μην απέφεραν κατ’ ανάγκην προστιθέμενη αξία. Επίσης, η Επιτροπή επισήμανε στο σημείο 424 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι υφίστατο σημαντική αβεβαιότητα ως προς την ελάχιστη ποσότητα (και το είδος) των δεδομένων που απαιτούνταν για την ανάπτυξη νέων ενεργειακών λύσεων.

239    Επομένως, η Επιτροπή δεν διέθετε στοιχεία που να της παρέχουν τη δυνατότητα να προβεί σε ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης βάσει περιόδου μεγαλύτερης από εκείνη που έλαβε υπόψη. Συνεπώς, δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτίμησης κατά την οριοθέτηση της περιόδου ανάλυσης για την προοπτική εξέλιξης της αγοράς.

240    Τέλος, στο σημείο 432 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε τα όρια της ανάλυσής της, αναφέροντας ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας βρισκόταν σε στάδιο ριζικών αλλαγών και ότι, ακόμη και μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, δεν υπήρχε συναίνεση ως προς τρόπο με τον οποίο επρόκειτο τελικά να εξελιχθεί η αγορά.

241    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας όσον αφορά την εξέλιξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εν γένει, η Επιτροπή δεν μπορούσε ευλόγως να επεκτείνει την ανάλυσή της σχετικά με τις προοπτικές εξέλιξης της αγοράς σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που έλαβε υπόψη. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την οριοθέτηση της περιόδου ανάλυσης.

242    Επομένως, το πρώτο σκέλος που αφορά εσφαλμένη οριοθέτηση της περιόδου ανάλυσης πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του δευτέρου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τον εσφαλμένο ορισμό των σχετικών αγορών

243    Εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβη στον ορισμό των σχετικών αγορών στη Γερμανία στο τμήμα 7.1 της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Επιτροπή ανέλυσε, μεταξύ άλλων, τον ορισμό των αγορών προϊόντων και των γεωγραφικών αγορών στους ακόλουθους τομείς: παραγωγή και χονδρική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας (τμήμα 7.1.1), διανομή ηλεκτρικής ενέργειας ή δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας (τμήμα 7.1.2), λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας (τμήμα 7.1.3), λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση (τμήμα 7.1.4), διανομή φυσικού αερίου ή δίκτυα φυσικού αερίου (τμήμα 7.1.5), λιανική προμήθεια φυσικού αερίου (τμήμα 7.1.6), υπηρεσίες μέτρησης (τμήμα 7.1.7) και ηλεκτροκίνηση (τμήμα 7.1.8).

α)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τον εσφαλμένο ορισμό των αγορών λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

244    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά στον τομέα της λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις και ότι όρισε τις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

245    Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή όρισε τη σχετική αγορά προϊόντων κατά τρόπο ανακριβή, καθόσον δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την άποψη των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της βασικής παροχής ήταν διαφορετική από την αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις βάσει ειδικών συμβάσεων.

246    Δεύτερον, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του γεωγραφικού ορισμού της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, θεωρώντας εσφαλμένα ότι η αγορά των πελατών με ειδικές συμβάσεις ήταν εθνική και όχι τοπική. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της την αύξηση των τοπικών μεριδίων αγοράς της E.ON ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης, τα οποία ενίοτε έφθαναν το 70 % και άνω.

247    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

248    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ανέλυσε, μεταξύ άλλων, τον ορισμό των αγορών λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στα τμήματα 7.1.3 και 7.1.6 της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατέληξε, στο σημείο 91 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω απόφασης:

–        η αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες θα θεωρηθεί ως έχουσα εθνική διάσταση·

–        η αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της βασικής παροχής θα θεωρηθεί ως χωριστή αγορά προϊόντων και ως έχουσα τοπική διάσταση που περιορίζεται στην οικεία ζώνη προμήθειας βασικής παροχής·

–        η αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις βάσει ειδικών συμβάσεων θα θεωρηθεί ως χωριστή αγορά προϊόντων και ως έχουσα εθνική διάσταση με τοπικά στοιχεία.

249    Στο σημείο 129 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι η δομή και η λειτουργία της αγοράς λιανικής προμήθειας φυσικού αερίου παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες με εκείνες της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

1)      Επί του ορισμού της σχετικής αγοράς προϊόντων

250    Όσον αφορά τη σχετική αγορά προϊόντων, η Επιτροπή ανέλυσε την αγορά των προϊόντων όσον αφορά τη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στο τμήμα 7.1.3.2 (σημεία 52 έως 62) και όσον αφορά τη λιανική προμήθεια φυσικού αερίου στο τμήμα 7.1.6.1 (σημεία 130 έως 133) της προσβαλλόμενης απόφασης.

251    Διαπιστώνεται, εκ προοιμίου, ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέλυσε διάφορες πηγές πληροφοριών προκειμένου να ορίσει τις αγορές προϊόντων όσον αφορά τη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Επομένως, δεν ανέλυσε μόνον την άποψη των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων (σημεία 51, 55, 58 και 132), αλλά έλαβε επίσης υπόψη την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων, καθώς και την πρακτική της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων και της Bundesnetzagentur (BNetzA, Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων, Γερμανία) (σημεία 52 έως 54, 58, 130 και 131), τις πληροφορίες που προέρχονταν από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων (σημείο 50), την εφαρμοστέα νομοθεσία (σημεία 47, 51, 56 και 133), μία έκθεση του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) (σημείο 59), τις απαντήσεις των ανταγωνιστών στην πρώτη έρευνα αγοράς (σημεία 58 και 60), καθώς και τα εσωτερικά έγγραφα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων (σημείο 61). Συνεπώς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με την ίδια. Πράγματι, το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στο ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά μάλλον στο ότι η προσφεύγουσα δεν συμφωνεί με την ανάλυση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων από την Επιτροπή.

252    Ως προκαταρκτική παρατήρηση, επισημαίνεται ότι, κάνοντας διάκριση μεταξύ της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της βασικής παροχής και στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων, η Επιτροπή προέβη σε στενότερο ορισμό των σχετικών αγορών σε σχέση με τον ορισμό στον οποίο θα είχε προβεί αν δεν είχε διακρίνει μεταξύ του εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής και στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων. Συναφώς, επισημαίνεται επίσης, όπως προκύπτει από τα σημεία 55 και 132 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις είχαν επίσης την άποψη, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι δεν ενδείκνυτο να γίνει διάκριση μεταξύ του εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής και στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων.

253    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν η Επιτροπή είχε εξετάσει τη συμπεριφορά των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων, θα είχε διαπιστώσει ότι οι πελάτες βασικής παροχής δεν επεδείκνυαν αδράνεια και ότι υπήρχε γενικώς διαπερατότητα μεταξύ των τιμολογίων βασικής παροχής και των ειδικών τιμολογίων λόγω του υποκατάστατου χαρακτήρα των ομοειδών αγαθών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

254    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται στη σκέψη 251 ανωτέρω, ανέλυσε ορισμένα στοιχεία καθοριστικά από την άποψη της ζήτησης.

255    Συνεπώς, η Επιτροπή προέβη σε διάκριση στην αγορά προϊόντων μεταξύ των πελατών βασικής παροχής και των πελατών με ειδικές συμβάσεις, διότι δεν υπήρχε δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης. Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των νοικοκυριών στα οποία η χρέωση του εφοδιασμού πραγματοποιείται σύμφωνα με το βασικό τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας μειώνονται σταθερά, από περίπου 59 % το 2007 σε 37 % το 2012, 31 % το 2016 και 28 % το 2017 (σημείο 50 της προσβαλλόμενης απόφασης), η Επιτροπή έκρινε ότι τα τιμολόγια βασικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου δεν περιορίζονταν κατ’ ουσίαν από τα τιμολόγια των ειδικών συμβάσεων και ότι, ως εκ τούτου, τα δύο είδη συμβάσεων αποτελούσαν δύο χωριστές αγορές προϊόντων (σημεία 62 και 133 της προσβαλλόμενης απόφασης).

256    Συναφώς, η Επιτροπή στήριξε μεγάλο μέρος της ανάλυσής της στην αδράνεια των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, ανέπτυξε ένα εισαγωγικό μέρος πριν το τμήμα 7.1.3.1 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου εξηγεί την έννοια της αδράνειας των πελατών, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι, μετά την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία το 1998, σημαντικό ποσοστό πελατών, ιδίως τα νοικοκυριά και οι μικρές επιχειρήσεις, παρέμεινε στον κατεστημένο προμηθευτή παρά την ύπαρξη ανταγωνιστικότερων προσφορών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές λιανικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (σημείο 48 της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατά την Επιτροπή, η επίδραση αυτή του κατεστημένου φορέα είναι ιδιαίτερα έντονη για τους πελάτες στους οποίους εξακολουθούν να εφαρμόζονται συμβάσεις βασικής παροχής, οι οποίοι δεν επιδιώκουν να αλλάξουν προμηθευτή και παραμένουν στα ακριβότερα τιμολόγια βασικής παροχής του κατεστημένου φορέα (σημείο 50 της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατά την Επιτροπή, μια συγκέντρωση όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί παρά να έχει περιορισμένο ή μηδαμινό αντίκτυπο στο άμεσο διάστημα στους καταναλωτές αυτούς (σημείο 49 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν και για τον τομέα του φυσικού αερίου (σημείο 133 της προσβαλλόμενης απόφασης).

257    Συνεπώς, μολονότι η Επιτροπή δεν αναφέρεται στον ομοιογενή χαρακτήρα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, τον οποίο δεν αμφισβητεί, παρατήρησε, εντούτοις, ότι το 2017, παρά τη σταδιακή μείωση του αριθμού των συμβάσεων βασικής παροχής και τους εν γένει ευνοϊκότερους όρους των ειδικών συμβάσεων, το 28 % των νοικοκυριών εξακολουθούσε να έχει αυτό το είδος σύμβασης για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.

258    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε επαρκώς την ύπαρξη ορισμένου βαθμού αδράνειας των πελατών βασικής παροχής, των οποίων η ζήτηση είναι πιο ανελαστική, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι, παρά τους ευνοϊκότερους όρους των ειδικών συμβάσεων, ένα μέρος της ζήτησης εξακολουθεί να είναι απρόθυμο να προβεί σε αλλαγή σύμβασης.

259    Είναι αληθές ότι η σταδιακή μείωση των συμβάσεων βασικής παροχής λόγω της σύναψης ειδικών συμβάσεων εκ μέρους των πελατών υποδεικνύει έναν ορισμένο βαθμό δυνατότητας υποκατάστασης της ζήτησης μεταξύ συμβάσεων βασικής παροχής και ειδικών συμβάσεων. Ωστόσο, εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης της Επιτροπής να παρατηρήσει ότι εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλος αριθμός συμβάσεων βασικής παροχής που τείνουν να καταδείξουν την ύπαρξη χωριστής αγοράς προϊόντων. Συνεπώς, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, η Επιτροπή δεν αρκέστηκε να διαπιστώσει ότι τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου ήταν ομοιογενή, αλλά ανέλυσε επίσης την κατάσταση του ανταγωνισμού και ιδίως τη διάρθρωση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά. Κατά συνέπεια, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

260    Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη εσφαλμένη εφαρμογή του ελέγχου «small but significant non transitory increase of price» (μικρή αλλά σημαντική και μη προσωρινή αύξηση των τιμών, στο εξής: έλεγχος SSNIP), λόγω της εσφαλμένης παρουσίασης των αποτελεσμάτων της πρώτης έρευνας αγοράς καθώς και λόγω της έλλειψης ευρείας κλίμακας ελέγχου SSNIP και ποσοτικής εκτίμησης του ελέγχου SSNIP που συνήθως απαιτείται, υπενθυμίζεται ότι ο εν λόγω έλεγχος, σύμφωνα με το σημείο 17 της ανακοινώσεως της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1997, όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση για τον ορισμό της αγοράς), θέτει το ζήτημα αν μία αύξηση τιμών από 5 σε 10 % θα οδηγούσε τους πελάτες βασικής παροχής να επιλέξουν ειδικές συμβάσεις.

261    Συναφώς, στο σημείο 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε, στηριζόμενη στην πρώτη έρευνα αγοράς, ότι, ενώ ορισμένες από τις επιχειρήσεις που απάντησαν ανέφεραν ότι μια τέτοια αύξηση της τιμής των συμβάσεων βασικής παροχής θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση του επιπέδου μετάβασης στις ειδικές συμβάσεις, σχεδόν το 70 % των ανταγωνιστών απάντησαν ότι η αύξηση της μετάβασης θα ήταν μάλλον μικρή ή αμελητέα. Ως αποτέλεσμα, η πλειονότητα των παραγόντων της αγοράς θεώρησε ότι δεν θα υπήρχε δυνατότητα υποκατάστασης ως προς τη ζήτηση σύμφωνα με τον έλεγχο SSNIP.

262    Μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε ποσοτική ή εκτεταμένη ανάλυση πέραν των απαντήσεων των ανταγωνιστών, υπενθυμίζεται ότι στην Επιτροπή απόκειται να κρίνει αν οι πληροφορίες που διαθέτει αρκούν για την ανάλυση της κατάστασης από πλευράς ανταγωνισμού (απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής, T‑162/10, EU:T:2015:283, σκέψη 109).

263    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι δεν απαιτείται ιεράρχηση μεταξύ «μη τεχνικών αποδεικτικών στοιχείων» και «τεχνικών αποδεικτικών στοιχείων», αλλά ότι η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει συνολικώς το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού και ότι, συναφώς, ενδέχεται δώσει έμφαση σε ορισμένα στοιχεία και να μη λάβει υπόψη άλλα (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2015, Deutsche Börse κατά Επιτροπής, T‑175/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:148, σκέψη 133).

264    Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές εκτιμήσεις της πλειονότητας των επιχειρήσεων που απάντησαν στην πρώτη έρευνα αγοράς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι οι πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της ήταν επαρκείς για την ανάλυση από απόψεως ανταγωνισμού της δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ συμβάσεων βασικής παροχής και ειδικών συμβάσεων λόγω μιας μικρής αλλά σημαντικής και διαρκούς αυξήσεως των τιμών των συμβάσεων βασικής παροχής.

265    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τον έλεγχο SSNIP. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει ποια συγκεκριμένα στοιχεία θα έπρεπε να έχει αναλύσει η Επιτροπή και δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η ποσοτική ανάλυση δεν ήταν κρίσιμη.

266    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει ότι το ποσοστό αλλαγής προμηθευτή είχε παραμείνει στάσιμο όχι λόγω της αδράνειας των πελατών, αλλά λόγω της συμφωνίας κατάτμησης της αγοράς μεταξύ της E.ON και της RWE, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών της. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, ανέλυσε, στο σημείο 287 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα ποσοστά εκτροπής από την E.ON προς την innogy στη ζώνη όπου η E.ON ήταν ΔΣΔ [Διαχειρίστρια Συστημάτων Διανομής] μεταξύ 2015 και 2018, πολύ πριν από τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ E.ON και RWE.

267    Τέταρτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις εφάρμοζαν διαφορετικούς μηχανισμούς καθορισμού των τιμολογίων βασικής παροχής και των ειδικών τιμολογίων, ενώ στην πραγματικότητα εφάρμοζαν τοπικά τιμολόγια για τον καθορισμό όχι μόνο των ειδικών τιμολογίων αλλά και των τιμολογίων βασικής παροχής.

268    Επισημαίνεται ότι, στα σημεία 51 και 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή πράγματι επισήμανε ότι οι κανόνες για τη σύναψη συμβάσεων βασικής παροχής και οι κανόνες για τις ειδικές συμβάσεις ήταν διαφορετικοί. Πράγματι, στη Γερμανία, η νομοθεσία προβλέπει ότι μπορεί να υπάρχει μόνον ένας προμηθευτής βασικής παροχής ανά ζώνη προμήθειας και ότι η επιχείρηση που θα συνιστά τον προμηθευτή βασικής παροχής πρέπει να προσδιορίζεται κάθε τρία χρόνια από τον αρμόδιο ΔΣΔ. Επομένως, η βασική παροχή υπόκειται σε ειδική ρύθμιση. Ο προμηθευτής βασικής παροχής υποχρεούται εκ του νόμου να συνάπτει συμβάσεις βασικής παροχής, μπορεί να καταγγείλει μια σύμβαση βασικής παροχής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενώ ο πελάτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή με προειδοποίηση μόνο δύο εβδομάδων. Επιπλέον, οι προμηθευτές βασικής παροχής υποχρεούνται εκ του νόμου να μετακυλίουν τις μη ανακτήσιμες νόμιμες δαπάνες, δηλαδή τους φόρους, τα τέλη παραχώρησης, τις προσαυξήσεις και τις εισφορές, με εξαίρεση τα τέλη δικτύου, και αντιμετωπίζουν περιορισμούς στις αυξήσεις των τιμών, διότι δεν επιτρέπεται η αύξηση του περιθωρίου κέρδους. Τέλος, η διακύμανση των τιμών στις αγορές χονδρικής μπορεί να αντανακλάται μόνο σε περιορισμένο βαθμό στις τιμές λιανικής στο πλαίσιο της βασικής παροχής.

269    Επομένως, ο καθορισμός των τιμολογίων και η τιμολογιακή πολιτική στο πλαίσιο της βασικής παροχής και των ειδικών συμβάσεων δεν αποτελούν, εν τέλει, συγκρίσιμα μεγέθη και η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διάκριση μεταξύ των τιμολογίων βασικής παροχής και των τιμολογίων των ειδικών συμβάσεων ήταν επίσης προφανής λόγω του ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ακολουθούσαν διαφορετικές πολιτικές τιμολόγησης και προσαρμογής των τιμών για τα δύο είδη τιμολογίων. Προς επίρρωση των ισχυρισμών της, η Επιτροπή στηρίχθηκε όχι μόνο στις διαφορές του κανονιστικού πλαισίου, αλλά και στα εσωτερικά έγγραφα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, τα οποία, κατά την πρακτική της Επιτροπής, αποτελούν γενικώς σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία, με υψηλή αποδεικτική αξία, διότι δεν έχουν υποστεί επεξεργασία από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις για τους σκοπούς της συγκέντρωσης, αλλά αποτελούν έγγραφα που περιέχουν μη επεξεργασμένες πληροφορίες.

270    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον παρέλειψε να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο ο ορισμός της αγοράς προϊόντων επηρεάστηκε από το γεγονός ότι οι πελάτες δεν απέδιδαν σημασία στον νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασής τους, από την απλή και δωρεάν δυνατότητα μετάβασης από σύμβαση βασικής παροχής σε ειδική σύμβαση και από τις αλλαγές προμηθευτή στις οποίες πράγματι προέβησαν οι πελάτες, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι διαφορές του κανονιστικού πλαισίου που εντοπίστηκαν από την Επιτροπή και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 268 ανωτέρω έχουν άμεσο αντίκτυπο στη δυνατότητα υποκατάστασης από πλευράς ζήτησης. Πράγματι, η υποχρέωση σύναψης συμβάσεων και οι περιορισμοί στον καθορισμό των τιμολογίων μειώνουν την ομοιογένεια των συμβάσεων. Μολονότι είναι αληθές ότι το τελικό προϊόν, ήτοι η ηλεκτρική ενέργεια ή το φυσικό αέριο, είναι ομοιογενές, γεγονός παραμένει ότι υφίστανται διαφορές ως προς τα τιμολόγια μεταξύ των συμβάσεων βασικής παροχής και των ειδικών συμβάσεων και ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 261 και 264 ανωτέρω, η μεγάλη πλειονότητα των ανταγωνιστών των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων θεωρούσε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα υποκατάστασης από πλευρά ζήτησης μεταξύ των εν λόγω συμβάσεων.

271    Εξάλλου, όσον αφορά την ευχέρεια αλλαγής σύμβασης, η Επιτροπή ανέφερε στο σημείο 59 της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει της έκθεσης του ACER που αναφέρεται στη σκέψη 251 ανωτέρω, ότι η αντίληψη περί του χαμηλού ύψους του χρηματικού κέρδους που θα μπορούσε να προκύψει από την αλλαγή προμηθευτή, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους νέους προμηθευτές, η αντίληψη που έχει δημιουργηθεί για την πολυπλοκότητα της διαδικασίας αλλαγής και το επίπεδο ικανοποίησης από τον τρέχοντα προμηθευτή αναγνωρίστηκαν ως οι πλέον σημαντικοί παράγοντες που επιδρούν στη συμπεριφορά των καταναλωτών κατά τρόπο αποθαρρυντικό όσον αφορά την αλλαγή σύμβασης. Συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν η αλλαγή προμηθευτή είναι τόσο ευχερής όσο υποστηρίζει η προσφεύγουσα, υπάρχει σημαντικός αριθμός πελατών οι οποίοι, παρά τα θεωρητικά πλεονεκτήματα, διατηρούν τις συμβάσεις βασικής παροχής που έχουν συνάψει.

272    Έκτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παρέκκλιση από την πρακτική της Επιτροπής ως προς τη λήψη αποφάσεων, η Επιτροπή ανέλυσε, στα σημεία 52 έως 54 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων καθώς και εκείνη της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων.

273    Εν προκειμένω, από τα σημεία 53 και 133 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά το παρελθόν, η Επιτροπή δεν έχει αποφανθεί οριστικώς επί του ζητήματος αν οι ειδικές συμβάσεις και τα τιμολόγια βασικής παροχής αφορούν χωριστές αγορές. Για παράδειγμα, στην απόφαση C(2015) 9088 final της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2015, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση M.7778 – Vattenfall/ENGIE/GASAG), η Επιτροπή αξιολόγησε τον αντίκτυπο της συγκέντρωσης στα νοικοκυριά και στις μικρές επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη, σε εθνικό επίπεδο, αφενός, τους πελάτες βασικής παροχής και τους πελάτες ειδικών συμβάσεων αδιακρίτως, και, αφετέρου, τους πελάτες ειδικών συμβάσεων εξεταζόμενους μεμονωμένα. Ωστόσο, στην εν λόγω απόφαση η Επιτροπή άφησε ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της αγοράς προϊόντων. Πράγματι, στο σημείο 19 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στην περίπτωση αυτή, το ζήτημα του ακριβούς ορισμού της υπό εξέταση αγοράς προϊόντων μπορούσε να παραμείνει ανοικτό, δεδομένου ότι η σχεδιαζόμενη πράξη συγκέντρωσης δεν δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, ανεξαρτήτως του καθορισμού των ορίων της σχετικής αγοράς.

274    Επομένως, εν προκειμένω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παρεξέκλινε από την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων. Αντιθέτως, η Επιτροπή θεώρησε τις προηγούμενες εκτιμήσεις της ως κρίσιμο στοιχείο ανάλυσης. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει, διαπίστωσε, στα σημεία 56 έως 62 και 133 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι λόγω των συνθηκών της αγοράς κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν αναγκαίος ο στενότερος ορισμός της αγοράς προϊόντων.

275    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, όταν η Επιτροπή αποφαίνεται επί της συμβατότητας συγκεντρώσεως προς την εσωτερική αγορά βάσει κοινοποιήσεως και φακέλου που αφορούν ειδικά την πράξη αυτή, ο προσφεύγων δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητα των διαπιστώσεων αυτών με το αιτιολογικό ότι διαφέρουν από τις διαπιστώσεις που έγιναν προηγουμένως σε άλλη υπόθεση, βάσει διαφορετικής κοινοποιήσεως και διαφορετικού φακέλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι αγορές αναφοράς στις δύο υποθέσεις είναι παρεμφερείς, ή ακόμη και πανομοιότυπες Συνεπώς, στο μέτρο που ο εν λόγω προσφεύγων επικαλείται αναλύσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή σε προηγούμενη απόφαση, το σχετικό τμήμα της επιχειρηματολογίας του προβάλλεται αλυσιτελώς (απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, T‑251/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:296, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

276    Πάντως, ούτε η Επιτροπή ούτε, κατά μείζονα λόγο, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύονται από τις διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών και από τις οικονομικές εκτιμήσεις που περιέχονται σε προγενέστερη απόφαση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ανάλυση που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι διαφορετική από εκείνη που πραγματοποιήθηκε σε προηγούμενη απόφαση, χωρίς η διαφορά αυτή να δικαιολογείται αντικειμενικώς, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στην παρούσα διαδικασία μόνον αν αυτή, και όχι η προγενέστερη απόφαση, έπασχε από σφάλματα. Επομένως, εναπόκειται πάντοτε στον προσφεύγοντα να αποδείξει για ποιον λόγο οι περιλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήσεις είναι, αυτές καθαυτές και ανεξαρτήτως εκείνων που περιλαμβάνονται στην προγενέστερη απόφαση, εσφαλμένες (απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, T‑251/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:296, σκέψη 79).

277    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις σχετικά με τις σχετικές αγορές τις οποίες πραγματοποίησε σε παλαιότερες αποφάσεις της (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Topps Europe κατά Επιτροπής, T‑699/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:2, σκέψη 93).

278    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά τον εσφαλμένο ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων ως προς τη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

2)      Επί του ορισμού της γεωγραφικής αγοράς

279    Στο σημείο 90 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω απόφασης, παρά την ύπαρξη τοπικών στοιχείων ανταγωνισμού, η αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων ήταν εθνική, αν και η Επιτροπή εξέτασε επίσης τις επιπτώσεις της συγκέντρωσης σε τοπικό επίπεδο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και σε τοπική βάση, η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνισμού. Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στο σημείο 147 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω απόφασης, η αγορά λιανικής προμήθειας φυσικού αερίου σε νοικοκυριά στο πλαίσιο της βασικής παροχής έπρεπε να θεωρηθεί ως χωριστή αγορά προϊόντων και ως έχουσα τοπική διάσταση, περιοριζόμενη στην οικεία ζώνη βασικής παροχής, ενώ η αγορά λιανικής προμήθειας φυσικού αερίου σε νοικοκυριά στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων έπρεπε να θεωρηθεί ως χωριστή αγορά προϊόντων και ως έχουσα εθνική διάσταση.

280    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου στα νοικοκυριά στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων έπρεπε να έχει οριστεί ως τοπική αγορά και όχι ως εθνική αγορά με τοπικά στοιχεία.

281    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή επανέλαβε επί λέξει τη μη τεκμηριωμένη άποψη των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων σχετικά με την τοπική οριοθέτηση της αγοράς χωρίς να λάβει υπόψη στοιχεία που απέκλιναν από την άποψη αυτή και χωρίς να διεξάγει δικές της έρευνες με δικά της μέσα, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, ότι η Επιτροπή ανέλυσε την πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων στα σημεία 63 έως 65 της προσβαλλόμενης απόφασης, την πρακτική της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων στα σημεία 66 και 67 της απόφασης αυτής, τη γνώμη των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στο σημείο 68 αυτής καθώς και ότι προέβη στην ανάλυσή της στα σημεία 69 έως 90 της προσβαλλόμενης απόφασης.

282    Όσον αφορά, αφενός, τη γεωγραφική αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων, η Επιτροπή δεν έλαβε μόνο υπόψη, για τους σκοπούς της ανάλυσής της, την άποψη των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων (σημεία 78, 83, 84 και 88). Πράγματι, εξέτασε επίσης την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων (σημεία 69 και 70), την πρακτική της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων (σημεία 69, 74, 85 και 86), τις πληροφορίες που προέρχονταν από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων (σημεία 80, 82, 83 και 86), την εφαρμοστέα νομοθεσία (σημείο 66), τις απαντήσεις των ανταγωνιστών στην πρώτη έρευνα αγοράς (σημεία 74 έως 76, 79 και 80), το ερωτηματολόγιο εμπεριστατωμένης εξέτασης που απευθυνόταν στους πελάτες των ΜΜΕ και των πολύ μικρών επιχειρήσεων στη Γερμανία (σημείο 85), τις παρατηρήσεις των ανταγωνιστών (σημεία 75, 79, 81, 84 και 87) και τη μελέτη LBD (σημεία 81, 84 και 87). Επιπλέον, η Επιτροπή πραγματοποίησε τις δικές της αναλύσεις (σημείο 88). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε διασταύρωση των διαφόρων διαθέσιμων πηγών πληροφοριών κατά τον γεωγραφικό ορισμό της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

283    Όσον αφορά, αφετέρου, τη γεωγραφική αγορά της λιανικής προμήθειας φυσικού αερίου, η Επιτροπή ανέλυσε την πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων στα σημεία 134 και 135 της προσβαλλόμενης απόφασης, την πρακτική της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων στο σημείο 136 της εν λόγω απόφασης και τις απόψεις των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στο σημείο 137 αυτής. Επιπλέον, προέβη σε συνολική εξέταση στα σημεία 138 έως 146 της προσβαλλόμενης απόφασης.

284    Όπως έπραξε και για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή, για τους σκοπούς της ανάλυσής της, δεν έλαβε υπόψη μόνο την άποψη των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, αλλά έλαβε επίσης υπόψη την προγενέστερη πρακτική της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων ως προς τη λήψη αποφάσεων (σημεία 138 και 139), τις πληροφορίες που προέρχονται από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων (σημεία 142 και 144), τις απαντήσεις των ανταγωνιστών στην πρώτη έρευνα αγοράς (σημεία 138 έως 143), τις δικές της αναλύσεις (σημείο 145) και τα εσωτερικά έγγραφα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων (σημείο 143). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως και για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή προέβη σε διασταύρωση των διαφόρων πηγών πληροφοριών κατά τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς της λιανικής προμήθειας φυσικού αερίου.

285    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στην ανεπάρκεια των ερευνών που διεξήγαγε η Επιτροπή στις γεωγραφικές αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

286    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, όπως και για άλλες πτυχές του ελέγχου της συγκέντρωσης ως προς τις οποίες η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν διεξήγαγε επαρκή έρευνα (βλ. σκέψη 251 ανωτέρω), αυτό που κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή είναι ότι δεν αξιολόγησε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία με τον ίδιο τρόπο όπως η ίδια και ότι δεν κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με εκείνη.

287    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δεν υπήρξε σχετική έρευνα ως προς το γεγονός ότι υφίστανται μόνο τοπικές προσφορές με διαφορετικές τιμές.

288    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τη μελέτη των πελατών βάσει του ταχυδρομικού τους κώδικα και της τοπικής εμβέλειας των προσφορών των προμηθευτών, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή κατέληξε, πράγματι, στο σημείο 73 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι, μολονότι υπήρχαν τοπικά στοιχεία ανταγωνισμού, η αγορά των ειδικών συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ήταν εθνική με τοπικά στοιχεία ανταγωνισμού. Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε, όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, ότι υπήρχε τάση αύξησης του αριθμού των προμηθευτών που δραστηριοποιούνταν σε κάθε ζώνη δικτύου (σημείο 74), ότι οι προμηθευτές είχαν την τάση να εφαρμόζουν παρόμοιες στρατηγικές πωλήσεων σε όλες τις περιοχές (σημείο 75), ότι το 65 % των προμηθευτών που απάντησαν στην πρώτη έρευνα αγοράς προσέφεραν την ίδια καθαρή τιμή σε ολόκληρη τη χώρα, πλην συγκεκριμένων περιπτώσεων (σημείο 76), ότι η δυνατότητα υποκατάστασης από πλευράς της προσφοράς ήταν σημαντική λόγω της δυνατότητας σχετικά εύκολης και συνήθους επέκτασης στις τοπικές ζώνες και ότι ο μέσος αριθμός προμηθευτών ανά ζώνη αυξήθηκε από 46 το 2008 σε 124 το 2017 (σημείο 80).

289    Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 142 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατά μέσο όρο, οι καταναλωτές φυσικού αερίου στη Γερμανία μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ σχεδόν 120 προμηθευτών στη ζώνη δικτύου τους και ότι περισσότεροι από 50 ανταγωνιστές δραστηριοποιούνταν σε όλη τη γερμανική επικράτεια. Στο σημείο 143 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι μόνο μια μειονότητα ανταγωνιστών είχε δηλώσει ότι οι καθαρές τιμές διέφεραν από περιοχή σε περιοχή για το σύνολο των προϊόντων ή για τα περισσότερα από αυτά, ότι τα εσωτερικά έγγραφα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων είχαν αποδείξει ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις παρακολουθούσαν τις δραστηριότητες των ανταγωνιστών σε ολόκληρη τη Γερμανία, χωρίς να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες περιοχές ή σε συγκεκριμένους ανταγωνιστές, δεδομένου ότι η εξέλιξη του ανταγωνισμού στον τομέα του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας παρακολουθούνταν και αξιολογούνταν κατά τον ίδιο τρόπο από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, ότι η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς ήταν σημαντική και ότι δεν είχε εντοπίσει σημαντικούς φραγμούς στην είσοδο ή στην επέκταση στην αγορά.

290    Επομένως, η Επιτροπή εξέτασε τη φύση και τα χαρακτηριστικά της ηλεκτρικής ενέργειας, την ύπαρξη εμποδίων εισόδου στην αγορά, τις προτιμήσεις των καταναλωτών, καθώς και τα επίπεδα τιμών στην περιοχή, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 7, του κανονισμού 139/2004. Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πελάτες με ειδικές συμβάσεις είχαν πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας με παρόμοιους όρους σε ολόκληρη τη Γερμανία.

291    Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων στην ερώτηση υπ’ αριθ. 12 της πρώτης έρευνας αγοράς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι περίπου τα δύο τρίτα των προμηθευτών προσέφεραν γενικώς ενιαία τιμολόγηση σε εθνικό επίπεδο, με την ίδια καθαρή τιμή. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τον αριθμό που καθορίστηκε από την Επιτροπή.

292    Όσον αφορά το φυσικό αέριο, οι απαντήσεις στην ερώτηση υπ’ αριθ. 80 της πρώτης έρευνας αγοράς αποτέλεσαν το έρεισμα της εκτίμησης της Επιτροπής ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων που απάντησαν ανέφερε ότι οι τιμές ήταν γενικά ίδιες σε όλη τη χώρα, αλλά ότι περιστασιακά διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν προέβη η ίδια σε έρευνα ως προς το κατά πόσον οι προσφερόμενες τιμές διέφεραν ανάλογα με τον ταχυδρομικό κώδικα, μέσω της μηχανής αναζήτησης Google και των ιστοτόπων σύγκρισης «Verivox» ή «Check24», γεγονός παραμένει ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να αξιολογήσει αν οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της επαρκούν προκειμένου να προβεί στην ανάλυσή της, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 192 και 262 ανωτέρω. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή διαπίστωσε κατά τρόπο επαρκή, μέσω της πρώτης έρευνας αγοράς, ότι η πλειονότητα των προμηθευτών προσέφερε συγκρίσιμες τιμές σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια. Ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια συμπληρωματικών σχετικών ερευνών στους προαναφερθέντες ιστοτόπους.

293    Εν πάση περιπτώσει, στα σημεία 81 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέλυσε κατ’ ουσίαν τις επικρίσεις της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη μελέτη LBD. Η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι σχετικά υψηλές τιμές που μπορούσαν να χρεώνουν οι τοπικοί προμηθευτές βασικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου για ειδικές συμβάσεις (σημεία 83 και 144) οφείλονταν στο πλεονέκτημα του κατεστημένου φορέα (σημείο 85). Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 84 της προσβαλλόμενης απόφασης, ένα μεθοδολογικό σφάλμα, ήτοι ότι η μελέτη LBD αντιμετώπισε τις διάφορες θυγατρικές των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων ως ανεξάρτητες οντότητες, γεγονός που θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα, εάν, για παράδειγμα, τα περιθώρια κέρδους ή οι στρατηγικές τιμολόγησης αναλύονταν σε μια περιοχή όπου μια εταιρία του ομίλου ήταν ο προμηθευτής βασικής παροχής και λαμβάνονταν υπόψη μόνον τα περιθώρια κέρδους ή οι τιμές της εν λόγω οντότητας στην περιοχή αυτή και όχι εκείνα των λοιπών εταιριών του ομίλου.

294    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής των όρων τιμολόγησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

295    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια ανάλυση όπως η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι προμηθευτές προσφέρουν διαφορετικά τιμολόγια και όρους ανάλογα με τον ταχυδρομικό κώδικα, αυτό θα αποτελούσε έναν μόνον από τους παράγοντες που σχετίζονται με την προσφορά κατά την έννοια του σημείου 30 της ανακοίνωσης για τον ορισμό της αγοράς. Πράγματι, είναι κρίσιμοι και άλλοι παράγοντες, όπως οι φραγμοί εισόδου στην αγορά. Συναφώς, κάθε προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας έχει τη δυνατότητα να προμηθεύει κάθε νοικοκυριό ή μικρή επιχείρηση στο σύνολο της εθνικής επικράτειας. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένων των μικρών δημοτικών επιχειρήσεων, προσπαθούν συχνά να αναπτυχθούν και να αυξήσουν τον ανταγωνισμό εκτός της ζώνης στην οποία δραστηριοποιούνται, ούτε ότι, κατά τα τελευταία δύο ή τρία έτη πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δύο νέοι επιχειρηματίες εισήλθαν σε ζώνη που αντιστοιχεί κατά προσέγγιση σε ένα συγκεκριμένο ταχυδρομικό κώδικα και γρήγορα κέρδισαν σημαντικά μερίδια της αγοράς (σημείο 79). Στην περίπτωση του φυσικού αερίου, ο υφιστάμενος ανταγωνισμός και η απειλή εισόδου ανταγωνιστών στην αγορά δημιουργούν πιέσεις στους τοπικούς κατεστημένους φορείς (σημείο 145). Κατά συνέπεια, είναι εύλογο να αναμένεται ότι, σε περίπτωση ύπαρξης περιθωρίων κέρδους υψηλότερων από αυτά που διαμορφώνονται σε συνθήκες ανταγωνισμού στις ζώνες που αντιστοιχούν σε ορισμένους ταχυδρομικούς κώδικες, και άλλοι προμηθευτές θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να καλύψουν τη ζήτηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ύπαρξη τοπικών τιμολογίων δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να δικαιολογήσει την τοπική εμβέλεια του ορισμού της γεωγραφικής αγοράς.

296    Εξάλλου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη σημασία του αριθμού και της ακτίνας δράσης των προμηθευτών για τον γεωγραφικό ορισμό της αγοράς. Εντούτοις, ο αριθμός των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας που εξυπηρετούν το σύνολο της εθνικής επικράτειας ή ζώνες ευρύτερες από τις περιφερειακές τους ζώνες αποτελεί έναν παράγοντα που συνδέεται με την προσφορά, κατά την έννοια του σημείου 30 της ανακοίνωσης για τον ορισμό της αγοράς. Πράγματι, σύμφωνα με το σημείο αυτό, η Επιτροπή μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να εξετάσει αν οι εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές περιοχές δεν αντιμετωπίζουν εμπόδια στην περίπτωση που επιθυμούν να αναπτύξουν τις πωλήσεις τους, με ανταγωνιστικούς όρους, στο σύνολο της γεωγραφικής αγοράς. Ο αριθμός και η ακτίνα δράσης των προμηθευτών αποτελεί ένδειξη εμποδίων τέτοιου είδους.

297    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η γεωγραφική αγορά είναι τοπική λόγω του ότι η θέση των πελατών βρίσκεται από τεχνικής απόψεως σε συγκεκριμένο τόπο, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι ο κρίσιμος παράγοντας είναι αν ο εφοδιασμός των καταναλωτών μπορεί να πραγματοποιείται από προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι σε άλλες ζώνες, και όχι αν οι καταναλωτές δύνανται να μετακινηθούν προκειμένου να προμηθευτούν ενέργεια από άλλους προμηθευτές.

298    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η διάρθρωση των τιμολογίων έχει τοπικό χαρακτήρα και ότι οι προμηθευτές προσαρμόζουν τη στρατηγική διανομής τους σε συνάρτηση με περιφερειακούς παράγοντες, η προσφεύγουσα στηρίζεται εν μέρει στις μελέτες BET και Innoplexia, η αποδεικτική αξία των οποίων είναι, ωστόσο, περιορισμένη, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 202 έως 210 ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, από το σημείο 81 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τους ισχυρισμούς αυτούς, αλλά ενέμεινε στην άποψή της ότι η γεωγραφική αγορά είχε εθνική διάσταση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφορές των προμηθευτών έχουν μία τοπική προοπτική, αυτό θα αποτελούσε απλώς ένδειξη ως προς την ύπαρξη μιας πιθανής τοπικής αγοράς συμβατή με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι υπάρχουν τοπικά στοιχεία στην εθνική αγορά. Πράγματι, δεν είναι απαραίτητο όλες οι παράμετροι του ανταγωνισμού να είναι πανομοιότυπες στο σύνολο της επικράτειας ενός κράτους μέλους προκειμένου να θεωρηθεί ότι υπάρχει εθνική αγορά.

299    Εξάλλου, από το σημείο 81 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις τοπικές τιμολογήσεις που πρότειναν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις και οι οποίες διαπιστώθηκαν στη μελέτη LBD.

300    Ομοίως, η Επιτροπή διεξήγαγε τη δική της έρευνα και εξέτασε το ενδεχόμενο μιας τοπικής τιμολογιακής πολιτικής εκ μέρους των προμηθευτών. Εξέτασε, επομένως, αν υφίστατο σχέση μεταξύ του περιθωρίου κέρδους ενός προμηθευτή και του μεριδίου του στον εφοδιασμό της ομάδας καταναλωτών που δεν έχουν ειδική σύμβαση με τον προμηθευτή βασικής παροχής. Συναφώς, πρόκειται για εύλογο σημείο εκκίνησης, δεδομένου ότι είναι αναμενόμενο μια επιχείρηση με ορισμένη ισχύ στην αγορά σε ορισμένο τομέα να διαθέτει ορισμένο περιθώριο ελιγμών για την αύξηση των τιμών και των περιθωρίων κέρδους. Από την εν λόγω ανάλυση της Επιτροπής προέκυψε, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίστατο, σε τοπικό επίπεδο, συσχέτιση μεταξύ περιθωρίων κέρδους και μεριδίων αγοράς όσον αφορά τις ειδικές συμβάσεις (σημεία 88 και 89 για την ηλεκτρική ενέργεια και 145 για το φυσικό αέριο). Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη συστηματικής σχέσης μεταξύ των περιθωρίων κέρδους και των μεριδίων αγοράς όσον αφορά τους πελάτες που βρίσκονταν σε διαδικασία αλλαγής ή επιθυμούσαν να αλλάξουν προμηθευτή, αποτελούσε ένδειξη ότι ο υφιστάμενος ανταγωνισμός και η απειλή εισόδου ανταγωνιστών στην αγορά ασκούσαν πιέσεις στους τοπικούς κατεστημένους φορείς, τουλάχιστον σε σχέση με αυτή την ομάδα πελατών, γεγονός που υποδείκνυε την ύπαρξη εθνικής αγοράς.

301    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στο μέτρο που δεν υιοθέτησε την άποψη των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων ότι η λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είχε τοπική εμβέλεια.

302    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε τη συνήθη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων, από τα προεκτεθέντα που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η καθιερωμένη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τους ορισμούς των γεωγραφικών αγορών που προτείνει η προσφεύγουσα. Πράγματι, σε προηγούμενες αποφάσεις της, η Επιτροπή άφησε ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της γεωγραφικής αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η Επιτροπή θεωρεί ότι ο εθνικός, περιφερειακός ή τοπικός ορισμός της αγοράς φυσικού αερίου πραγματοποιείται κατά περίπτωση.

303    Όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, η Επιτροπή επισήμανε στο σημείο 63 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι είχε γενικά ορίσει τις γεωγραφικές αγορές για τη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε τελικούς πελάτες ως εθνικές. Στην απόφασή της C(2009) 5111 της 22ας Ιουνίου 2009, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.5496 – Vattenfall/Nuon Energy), η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τη δυνατότητα στενότερου ορισμού της γεωγραφικής αγοράς σε επίπεδο δικτύου διανομής για τη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε μικρούς πελάτες για τη Γερμανία, μολονότι τελικά άφησε ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της αγοράς στην περίπτωση αυτή. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε, στα σημεία 64 και 65 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι από το 2009 η αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία έχει εξελιχθεί σημαντικά και το γεωγραφικό πεδίο του ανταγωνισμού έχει διευρυνθεί, γεγονός που έχει ήδη αποτυπωθεί στην απόφασή της C(2015) 9088 final, της 8ης Δεκεμβρίου 2015, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση M.7778 – Vattenfall/ENGIE/GASAG), στην οποία το θεσμικό αυτό όργανο εξέτασε τα εθνικά μερίδια της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στα νοικοκυριά γενικώς και στους πελάτες με ειδική σύμβαση ειδικώς, ενώ το ζήτημα του ορισμού της αγοράς έμεινε ανοικτό.

304    Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η Επιτροπή επισήμανε, στο σημείο 134 της προσβαλλόμενης απόφασης, παραπέμποντας στην απόφασή της C(2015) 9088 final, της 8ης Δεκεμβρίου 2015, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση M.7778 – Vattenfall/ENGIE/GASAG), στην απόφασή της C(2011) 2638 final, της 11ης Απριλίου 2011, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6068 – ENI/ACEGASAPS/JV), και στην απόφασή της C(2006) 5418 final, της 14ης Νοεμβρίου 2006, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.4180 – Gaz de France/Suez), ότι, σε προηγούμενες αποφάσεις της, έκρινε ότι η αγορά λιανικής προμήθειας φυσικού αερίου μπορούσε να έχει εμβέλεια εθνική, περιφερειακή ή τοπική, περιοριζόμενη στη ζώνη του δικτύου διανομής, αναλόγως των χαρακτηριστικών της αγοράς.

305    Είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα προβαίνει σε παραλληλισμό με την αγορά λιανικού εμπορίου τροφίμων, την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως τοπική παρά την παρουσία πολλών εθνικών προμηθευτών. Ωστόσο, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανέναν λόγο ικανό να δικαιολογήσει υποχρέωση της Επιτροπής να λάβει υπόψη την πρακτική ως προς τη λήψη αποφάσεων που έχει αναπτυχθεί σε άλλους τομείς. Επίσης, δεν εξηγεί σε ποιον βαθμό ο παραλληλισμός που επιχειρεί να κάνει είναι λυσιτελής. Εν πάση περιπτώσει, η πρακτική ως προς τη λήψη αποφάσεων στον τομέα αυτό δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, οι πελάτες δεν μπορούν να αλλάξουν τον τόπο προμήθειάς τους, αλλά μπορούν μόνο να συνάψουν συμβάσεις με προμηθευτές εγκατεστημένους σε άλλες ζώνες της εθνικής επικράτειας, πράγμα που δεν ισχύει στην περίπτωση του λιανικού εμπορίου τροφίμων, όπου η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να πραγματοποιήσουν ορισμένες επενδύσεις για να δραστηριοποιηθούν σε γεωγραφικές ζώνες στις οποίες δεν είναι ακόμη παρούσες και, αφετέρου, ότι ο πελάτης δεν είναι γενικά διατεθειμένος να διανύσει μεγάλες αποστάσεις για να αγοράσει τρόφιμα.

306    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, κατά την πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων, οι διαφορές μεταξύ των τιμών σε περιφερειακό επίπεδο τείνουν να καταδείξουν την ύπαρξη αγορών μικρότερου μεγέθους από τις εθνικές αγορές, η προσφεύγουσα παραθέτει ορισμένες υποθέσεις χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει με ποιον τρόπο αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πάγια πρακτική ή σε ποιον βαθμό τα συμπεράσματα των υποθέσεων αυτών θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην παρούσα υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι η πλειονότητα των προμηθευτών εφάρμοζε τα τιμολόγιά της σε εθνικό επίπεδο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 291 ανωτέρω.

307    Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν παρεξέκλινε από την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεων και ότι έλαβε υπόψη τις προηγούμενες εκτιμήσεις της ως κρίσιμο στοιχείο ανάλυσης.

308    Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις ως προς τις σχετικές αγορές στις οποίες προέβη σε προηγούμενες αποφάσεις της, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 277 ανωτέρω.

309    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καθόσον έκρινε, στα σημεία 91 και 147 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, για τους σκοπούς της προσβαλλόμενης απόφασης, η λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της βασικής παροχής είχε τοπική διάσταση, περιοριζόμενη στην οικεία ζώνη βασικής παροχής, και ότι η λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων είχε εθνική διάσταση με τοπικά στοιχεία.

310    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η πρώτη αιτίαση, η οποία αφορά τον εσφαλμένο ορισμό των αγορών λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τον ελλιπή ορισμό των αγορών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

311    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εσφαλμένα θεωρεί ότι μόνον οι αγορές εκμετάλλευσης των δικτύων μεταφοράς και των δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είναι σχετικές. Συναφώς, η Επιτροπή παρέλειψε να αναλύσει, αφενός, τον τομέα της προμήθειας εξοπλισμού δικτύου και υπηρεσιών κατασκευής, καθώς και τον τομέα των υπηρεσιών τεχνολογίας πληροφοριών, οι οποίοι επηρεάζονται από τη συγκέντρωση από την πλευρά της ζήτησης, και, αφετέρου, τον τομέα της παροχής υπηρεσιών για άλλους ΔΣΔ, ο οποίος επηρεάζεται από την πλευρά της προσφοράς. Κατά συνέπεια, η επακόλουθη ανάλυση των συνεπειών της συγκέντρωσης είναι ελλιπής.

312    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

313    Επισημαίνεται ότι, όταν προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη κάποιο ενδεχόμενο πρόβλημα σχετικά με τον ανταγωνισμό σε αγορές άλλες από αυτές στις οποίες ανέλυσε τον ανταγωνισμό, απόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει σοβαρές ενδείξεις προκειμένου να αποδειχθεί τεκμηριωμένα η ύπαρξη προβλήματος σχετικά με τον ανταγωνισμό το οποίο θα έπρεπε, λόγω της επιπτώσεώς του, να εξετασθεί από την Επιτροπή. Για να ικανοποιήσει την απαίτηση αυτή, ο προσφεύγων πρέπει να προσδιορίσει τις οικείες αγορές, να περιγράψει την κατάσταση του ανταγωνισμού αν δεν υπήρχε συγκέντρωση και να αναφέρει ποιες θα είναι οι πιθανές συνέπειες μιας συγκεντρώσεως όσον αφορά την κατάσταση του ανταγωνισμού στις αγορές αυτές (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Polskie Linie Lotnicze «LOT» κατά Επιτροπής, T‑240/18, EU:T:2021:723, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

314    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα απλώς προβάλλει αστήρικτους ισχυρισμούς και δεν υπέβαλε καμία σοβαρή πρόταση για τον ορισμό των σχετικών αγορών που φέρονται να επηρεάζονται, με αποτέλεσμα η παρούσα αιτίαση να πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τον εσφαλμένο ορισμό των αγορών των υπηρεσιών μέτρησης και της ηλεκτροκίνησης

315    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένο ορισμό των αγορών των υπηρεσιών μέτρησης και της ηλεκτροκίνησης λόγω σφαλμάτων κατά τη μελέτη της αγοράς. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβλεψε, μεταξύ άλλων, καθοριστικούς παράγοντες, όπως την αύξηση των οικονομιών κλίμακας, την οικονομική ισχύ, την πρόσβαση σε δεδομένα και τα δίκτυα συνεργασίας.

316    Πρώτον, όσον αφορά την αγορά των υπηρεσιών μέτρησης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προέβη, εσφαλμένως, σε διάκριση μεταξύ των κΔΣΜ, ήτοι, όπως υπενθυμίζεται, των κατά κανόνα αρμόδιων διαχειριστών σημείων μέτρησης, και των αΔΣΜ, ήτοι, όπως υπενθυμίζεται, των ανταγωνιστικών διαχειριστών σημείων μέτρησης. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι, από την άποψη του καταναλωτή, το γεγονός ότι οι υπηρεσίες μέτρησης παρέχονται από κΔΣΜ ή αΔΣΜ δεν έχει καμία σημασία. Κατά συνέπεια, υφίσταται μία μόνον αγορά υπηρεσιών μέτρησης.

317    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε επαρκώς τη γεωγραφική οριοθέτηση της αγοράς εγκατάστασης και εκμετάλλευσης δημοσίων σταθμών επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, η ημερήσια απόσταση που διανύει ένα ηλεκτρικό όχημα είναι μόνον 30 χιλιόμετρα και ότι μόνο λίγο περισσότερο από το 1 % των διαδρομών υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα. Επιπλέον, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εκτίμησε επαρκώς την οριοθέτηση της εκμετάλλευσης σταθμών επαναφόρτισης εκτός αυτοκινητοδρόμων.

318    Τρίτον, κατά την προσφεύγουσα, λόγω των δραστηριοτήτων τους στην αγορά των υπηρεσιών μέτρησης, οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις είναι σε θέση να συλλέγουν μεγάλο όγκο δεδομένων, τα οποία τους παρέχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν πλεονεκτήματα στην αγορά των λύσεων για τους πελάτες βάσει της αξιοποίησης δεδομένων. Η Επιτροπή όμως παρέλειψε να ορίσει την τελευταία αυτή αγορά.

319    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

1)      Επί των αγορών των υπηρεσιών μέτρησης

320    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, οι υπηρεσίες μέτρησης συνίστανται στη μέτρηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, νερού ή θερμότητας για σκοπούς τιμολόγησης, διαφάνειας και βελτιστοποίησης της κατανάλωσης.

321    Η Επιτροπή επισήμανε, στα σημεία 151 έως 153 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι στη Γερμανία η εκμετάλλευση των σημείων μέτρησης βρισκόταν στη σφαίρα ευθύνης του ΔΣΔ, μέχρι την απελευθέρωση του 2005. Ο Messstellenbetriebsgesetz (νόμος για τη διαχείριση των σημείων μέτρησης), της 1ης Σεπτεμβρίου 2016 (BGBl. I, σ. 2034), εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ της εκμετάλλευσης δικτύου και της εκμετάλλευσης των σημείων μέτρησης, δημιούργησε τους ρόλους των κΔΣΜ και αΔΣΜ και εισήγαγε:

–        πρώτον, την υποχρέωση, αποκλειστικά για τους κΔΣΜ, να αντικαταστήσουν όλους τους μετρητές ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία με σύγχρονους μετρητές μέχρι το 2032·

–        δεύτερον, την υποχρέωση των κΔΣΜ να αναπτύσσουν έξυπνα συστήματα μέτρησης με διαφορετικά ανώτατα όρια τιμών ανάλογα με το είδος των καταναλωτών και τα επίπεδα κατανάλωσης, εξυπακουομένου ότι το σύστημα αυτό θα έχει ωστόσο προαιρετικό χαρακτήρα για τους μικρούς πελάτες· η ίδια υποχρέωση ισχύει και για τους αΔΣΜ, αλλά χωρίς τα ανώτατα όρια·

–        τρίτον, τη γενική υποχρέωση αντικατάστασης των υφιστάμενων μετρητών με μετρητές φυσικού αερίου συμβατούς με έναν μηχανισμό επικοινωνίας υψηλής ασφάλειας, την πύλη έξυπνων μετρητών (υπηρεσία Smart Meter Gateway), η οποία θα καταστήσει δυνατή την κοινοποίηση δεδομένων μέτρησης στους εξουσιοδοτημένους παράγοντες της αγοράς.

322    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 169 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ήταν σκόπιμο να γίνει διάκριση μεταξύ των υπηρεσιών μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που παρέχουν οι κΔΣΜ και των υπηρεσιών μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που παρέχουν οι αΔΣΜ, για λόγους παρόμοιους με εκείνους που δικαιολογούσαν τη διάκριση μεταξύ συμβάσεων βασικής παροχής και ειδικών συμβάσεων, ήτοι, κατ’ αρχάς, διότι ο ανταγωνισμός υφίστατο κυρίως στην αγορά των αΔΣΜ, εν συνεχεία, διότι το ρυθμιστικό πλαίσιο για τη δράση των κΔΣΜ και των αΔΣΜ διέφερε, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό ανώτατων ορίων τιμών και τις υποχρεώσεις ανάπτυξης σύγχρονων και έξυπνων μετρητών, και, τέλος, διότι η είσοδος εξωτερικών φορέων στην εθνική αγορά στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η Deutsche Telekom ή η Deutsche Bahn, λάμβανε χώρα στην αγορά των αΔΣΜ. Ωστόσο, η Επιτροπή αποφάσισε τελικά ότι το ζήτημα εάν οι αγορές υπηρεσιών μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου πρέπει να υποδιαιρεθούν, μέσω διάκρισης μεταξύ κΔΣΜ και αΔΣΜ, μπορούσε, εν τέλει, να παραμείνει ανοικτό, δεδομένου ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε προβλήματα όσον αφορά τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, ανεξαρτήτως του καθορισμού των ευλόγων ορίων της σχετικής αγοράς.

323    Συναφώς, υπενθυμίζεται η νομολογία σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή μπορεί να αφήσει ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της επίμαχης αγοράς προϊόντος εφόσον προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από τους λόγους που εξέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι κανένας εκ των ορισμών της αγοράς δεν καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της ύπαρξης σημαντικού εμποδίου για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μετά τη συγκέντρωση (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, KPN κατά Επιτροπής, T‑394/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:756, σκέψη 60).

324    Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένο ορισμό της αγοράς προϊόντων διακρίνοντας μεταξύ κΔΣΜ και αΔΣΜ πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν τάχθηκε ρητώς υπέρ ενός τέτοιου στενότερου ορισμού, μολονότι υπονόησε ότι μια τέτοια διάκριση θα μπορούσε να είναι ενδεδειγμένη.

2)      Επί των αγορών εγκατάστασης και εκμετάλλευσης δημόσιων σταθμών επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων

325    Πρώτον, όσον αφορά τον γεωγραφικό ορισμό της αγοράς εγκατάστασης και εκμετάλλευσης δημόσιων σταθμών ταχείας επαναφόρτισης σε αυτοκινητοδρόμους, αφενός, και της αγοράς εγκατάστασης και εκμετάλλευσης δημόσιων σταθμών υπερταχείας επαναφόρτισης σε αυτοκινητοδρόμους, αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 197 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η απόσταση των 50 χιλιομέτρων αποτελούσε έναν αξιόπιστο δείκτη για τον προσδιορισμό των σταθμών μεταξύ των οποίων ενδέχεται να ασκηθεί σημαντική ανταγωνιστική πίεση. Εντούτοις, στα σημεία 200 και 218 της προσβαλλόμενης απόφασης, άφησε τελικά ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της γεωγραφικής αγοράς (μεταξύ τοπικής ή εθνικής με τοπικά ανταγωνιστικά στοιχεία), δεδομένου ότι εντόπισε σημαντικά εμπόδια στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ανεξαρτήτως του ορισμού της αγοράς που θα υιοθετούνταν.

326    Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε, στα σημεία 367 και 370 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, από κοινού, η E.ON και η innogy είχαν συνάψει συμβάσεις για την εγκατάσταση και εκμετάλλευση δημόσιων σταθμών ταχείας και υπερταχείας επαναφόρτισης για πάνω από το 60 έως 70 % των πρατηρίων καυσίμων στους σταθμούς εξυπηρέτησης σε αυτοκινητοδρόμους της εταιρίας Autobahn Tank & Rast, η οποία εκμεταλλευόταν πάνω από το 90 % των πρατηρίων καυσίμων στους αυτοκινητοδρόμους της Γερμανίας.

327    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή διαπίστωσε, στα σημεία 379 και 380 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, όταν η απόσταση μεταξύ των δημοσίων σταθμών επαναφόρτισης της E.ON και της innogy ήταν 50 χιλιόμετρα και δεν υπήρχαν μεταξύ τους δημόσιοι σταθμοί επαναφόρτισης άλλου ανταγωνιστή, η E.ON και η innogy βρίσκονταν σε κατάσταση πλέον άμεσου ανταγωνισμού μεταξύ τους.

328    Συνεπώς, ανεξάρτητα από τον γεωγραφικό ορισμό της αγοράς, είτε πρόκειται για τοπική αγορά είτε για εθνική αγορά με τοπικά στοιχεία ανταγωνισμού, η Επιτροπή καθόρισε την απόσταση των 50 χιλιομέτρων ως κρίσιμο στοιχείο για την ανάλυση της ύπαρξης αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.

329    Ομοίως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εφόσον η Επιτροπή μπορεί να αφήσει ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της σχετικής αγοράς σε περίπτωση που κανένας εκ των ορισμών της αγοράς δεν καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της ύπαρξης σημαντικού εμποδίου για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μετά τη συγκέντρωση, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 323 ανωτέρω, μπορεί επίσης να αφήσει ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της σχετικής αγοράς, εάν διαπιστώσει ότι υφίστανται αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα ανεξάρτητα από τον ορισμό που υιοθετείται, τούτο δε υπό την προϋπόθεση ότι, κατόπιν των τροποποιήσεων που επέφεραν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, η συγκέντρωση δεν είναι πλέον ικανή να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ανεξαρτήτως του ορισμού της σχετικής αγοράς.

330    Συνεπώς, η υιοθέτηση εκ μέρους της Επιτροπής ενός ανοικτού ορισμού της αγοράς υπό αυτές τις συνθήκες συνεπαγόταν ότι έπρεπε να αναλύσει κατά πόσον η εξάλειψη των επικαλύψεων μεταξύ των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων σε απόσταση 50 χιλιομέτρων είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής οριοθέτησης της αγοράς.

331    Συναφώς, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η απόσταση που θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη η Επιτροπή ήταν τα 30 χιλιόμετρα και όχι τα 50 χιλιόμετρα. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα πραγματικά στοιχεία που προβάλλει είναι ορθά, ήτοι ότι η ημερήσια απόσταση που διανύει ένα ηλεκτρικό όχημα είναι 30 χιλιόμετρα και ότι μόνο λίγο περισσότερο από το 1 % των διαδρομών υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα, τα στοιχεία αυτά είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την απόσταση των 50 χιλιομέτρων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή όσον αφορά την εγκατάσταση και εκμετάλλευση σταθμών ηλεκτρικής επαναφόρτισης σε αυτοκινητοδρόμους ή να τεκμηριώσουν την ύπαρξη οποιασδήποτε πρόδηλης πλάνης εκτίμησης.

332    Κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης αφήνοντας ανοικτό το ζήτημα του γεωγραφικού ορισμού της αγοράς εγκατάστασης και εκμετάλλευσης δημόσιων σταθμών ταχείας επαναφόρτισης σε αυτοκινητοδρόμους και της αγοράς εγκατάστασης και εκμετάλλευσης δημόσιων σταθμών υπερταχείας επαναφόρτισης σε αυτοκινητοδρόμους.

333    Δεύτερον, όσον αφορά την αγορά εγκατάστασης και εκμετάλλευσης σταθμών επαναφόρτισης εκτός αυτοκινητοδρόμων, η Επιτροπή, στο σημείο 203 της προσβαλλόμενης απόφασης, άφησε ανοικτό το ζήτημα του γεωγραφικού ορισμού της αγοράς, δεδομένου ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε προβλήματα ανεξαρτήτως οποιουδήποτε ευλογοφανούς ορισμού της αγοράς, λόγω του ότι, όπως αναφέρεται στα σημεία 381 έως 387 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις εκμεταλλεύονταν ελάχιστους σταθμούς υπερταχείας επαναφόρτισης και υπήρχε μεγάλος αριθμός ανταγωνιστών στην αγορά και αρκετοί άλλοι μεγάλοι ανταγωνιστές οι οποίοι σχεδίαζαν να επεκταθούν στην αγορά.

334    Επομένως, η Επιτροπή επισήμανε ρητώς ότι κανένας εκ των ορισμών της αγοράς δεν καθιστούσε δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη σημαντικού εμποδίου για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μετά τη συγκέντρωση. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 323 ανωτέρω, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης αφήνοντας ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της αγοράς όσον αφορά τους σταθμούς επαναφόρτισης εκτός αυτοκινητοδρόμων.

3)      Επί της αγοράς των λύσεων για τους πελάτες βάσει της αξιοποίησης δεδομένων

335    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη ορισμού της αγοράς των λύσεων για τους πελάτες βάσει της αξιοποίησης δεδομένων, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι είναι βεβαίως αληθές ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε τέτοιο ορισμό, μολονότι ανέλυσε τα πιθανά αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συγκέντρωσης στο τμήμα 7.4 της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο αφορά τις «Άλλες θεωρίες περί ζημίας».

336    Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 313 ανωτέρω, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί σε ποιον βαθμό υφίστατο στην αγορά αυτή πρόβλημα ανταγωνισμού το οποίο θα έπρεπε, λόγω των συνεπειών του, να εξεταστεί από την Επιτροπή. Πράγματι, η προσφεύγουσα αναφέρει απλώς ότι η Επιτροπή ανέλυσε τα πιθανά αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συγκέντρωσης, χωρίς να εξηγεί με ποιον τρόπο η ανάλυση αυτή συνεπαγόταν την υποχρέωση ορισμού μιας τέτοιας αγοράς.

337    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η τρίτη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται ότι ο ορισμός των αγορών των υπηρεσιών μέτρησης και της ηλεκτροκίνησης ήταν εσφαλμένος, πρέπει να απορριφθεί.

δ)      Συμπέρασμα επί του δευτέρου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

338    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που είχε στη διάθεσή της και ότι εντόπισε και όρισε τις σχετικές εν προκειμένω αγορές χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

339    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τον εσφαλμένο ορισμό των σχετικών αγορών, πρέπει να απορριφθεί.

5.      Επί του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης

α)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων στις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

340    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και ότι προέβη επίσης σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων αυτών.

341    Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθά την κατάσταση του ανταγωνισμού στον τομέα του εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής. Συναφώς, η Επιτροπή περιορίστηκε να εξετάσει σε ποιες ζώνες βασικής παροχής οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ήταν σε θέση να αντικαταστήσουν η μία την άλλη, ως προμηθευτής βασικής παροχής, πράγμα που συνιστά ελλιπή ανάλυση.

342    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διερευνήσει τον αντίκτυπο της ενοποίησης των πελατολογίων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων εντός των ζωνών βασικής παροχής σε σχέση με άλλους προμηθευτές, ιδίως στο πλαίσιο της αυξανόμενης ικανότητας της E.ON να αποκλείει από την αγορά ανταγωνιστές.

343    Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε επαρκώς τα αποτελέσματα της εξάλειψης του ανταγωνισμού μεταξύ της E.ON και της innogy.

344    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την αυξανόμενη οικονομική ισχύ της E.ON που της παρείχε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

345    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON, υποστηρίζει ότι εκτίμησε πλήρως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

346    Κατά πρώτον, διαπιστώνεται, όσον αφορά την προβαλλόμενη εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού στις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της βασικής παροχής, ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ήδη στο συμπέρασμα, στις σκέψεις 278 και 309 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όταν διαπίστωσε, στα σημεία 91 και 147 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο εφοδιασμός ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στο πλαίσιο της βασικής παροχής έπρεπε να θεωρηθεί ως χωριστή αγορά προϊόντων και ως τοπική αγορά, περιοριζόμενη στην οικεία ζώνη βασικής παροχής.

347    Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε επίσης, στα σημεία 265 και 331 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι μία μόνον επιχείρηση οριζόταν ως προμηθευτής βασικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε κάθε ζώνη βασικής παροχής που αποτελεί χωριστή αγορά, η επιχείρηση αυτή είχε, de facto στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας και de jure στην περίπτωση του φυσικού αερίου, μονοπωλιακή θέση στην περιοχή αυτή. Ως εκ τούτου, στα σημεία 265 και 331 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση θα είχε περιορισμένα άμεσα ή έμμεσα αποτελέσματα στις αγορές αυτές.

348    Πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι, λόγω του de jure μονοπωλίου που επηρεάζει τις ζώνες βασικής παροχής, δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων ζωνών βασικής παροχής και, ως εκ τούτου, πιθανά αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο το γεγονός ότι τα μερίδια αγοράς της E.ON μπορούν να ανέλθουν τοπικά στο 69 % στις ζώνες βασικής παροχής μπορεί, αυτό καθαυτό, να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην αγορά εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής ή ένδειξη ύπαρξης τέτοιου εμποδίου. Πράγματι, μετά τη συγκέντρωση, δεν αυξήθηκαν τα μερίδια αγοράς της E.ON σε μια αγορά ή σε μια ζώνη βασικής παροχής, αλλά ο αριθμός των ζωνών στις οποίες η E.ON διαδραματίζει τον ρόλο του προμηθευτή βασικής παροχής. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα άμεσα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στις εν λόγω αγορές θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένα.

349    Δεύτερον, όσον αφορά την ενδεχόμενη μειωμένη πιθανότητα για τους ανταγωνιστές να γίνουν προμηθευτές βασικής παροχής στο πλαίσιο του τριετούς ελέγχου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, παρά την απουσία ενδεχόμενου κινδύνου να επιφέρει η συγκέντρωση άμεσο ουσιαστικό αποτέλεσμα στις αγορές αυτές, η Επιτροπή αφιέρωσε εντούτοις μεγάλο μέρος του τμήματος 7.2.2.1 της προσβαλλόμενης απόφασης στην εξέταση πιθανών έμμεσων αποτελεσμάτων, ήτοι του ζητήματος κατά πόσον η συγκέντρωση θα μπορούσε να ενισχύσει την ικανότητα της E.ON να διατηρεί το καθεστώς του προμηθευτή βασικής παροχής σε ορισμένες τοπικές ζώνες και, κατά τον τρόπο αυτό, να μειώσει τα κίνητρα καθορισμού των τιμών των ειδικών συμβάσεων κατά τρόπο ανταγωνιστικό.

350    Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 266 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, πράγματι, η ιδιότητα του προμηθευτή βασικής παροχής καθοριζόταν ανά τριετία από τον αρμόδιο ΔΣΔ και απονεμόταν στον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας που είχε τους περισσότερους οικιακούς πελάτες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των πελατών με σύμβαση βασικής παροχής και των πελατών με ειδικές συμβάσεις και συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούνταν για θέρμανση. Συνεπώς, όπως επισήμανε η Επιτροπή στο ίδιο σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης, ο καθορισμός του εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής εξαρτάται από τον αριθμό των οικιακών πελατών με ειδικές συμβάσεις και οι στρατηγικές τιμολόγησης των ειδικών συμβάσεων μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην αγορά του εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής.

351    Ωστόσο, μολονότι, θεωρητικά, οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις μπορούν να συνδυάσουν τους οικιακούς τους πελάτες και τις μικρές επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες να διατηρήσουν ή να αποκτήσουν τον ρόλο του προμηθευτή βασικής παροχής, διαπιστώνεται ότι, όπως ανέφερε η Επιτροπή στο σημείο 268 της προσβαλλόμενης απόφασης, μόνον οι πελάτες μίας νομικής οντότητας λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής, σε αντιδιαστολή με τον συνδυασμό των πελατών όλων των οντοτήτων που ανήκουν στην ίδια μητρική εταιρία. Η Επιτροπή έκρινε, συναφώς, ότι, αν η στρατηγική αποστέρησης ορισμένων νομικών οντοτήτων από την πελατεία τους για την ενίσχυση της πελατείας άλλης οντότητας του ομίλου ή της συγκέντρωσης πελατών υπό μία και μόνη νομική οντότητα ήταν οικονομικά αποδοτική, οι επιχειρήσεις θα είχαν πιθανότατα ήδη προσπαθήσει να την εφαρμόσουν πριν από τη συγκέντρωση, πράγμα το οποίο δεν παρατηρήθηκε.

352    Συναφώς, η προσφεύγουσα περιορίζεται στην επίκληση αυτής της ενδεχόμενης θεωρίας περί ζημίας, χωρίς ωστόσο να προσκομίζει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, πράγματι, η στρατηγική αυτή είχε ήδη εφαρμοστεί από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, λόγω του αριθμού των εμπορικών σημάτων και των θυγατρικών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους πριν τη συγκέντρωση. Επισημαίνεται ότι, εάν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις είχαν πραγματικό κίνητρο να προσπαθήσουν να προστατεύσουν τις ζώνες βασικής παροχής τους ή να αποκτήσουν πρόσβαση σε νέες ζώνες, πιθανώς θα είχαν ήδη ενοποιήσει εμπορικά σήματα ή οντότητες, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις κατείχαν ήδη σημαντικό αριθμό εμπορικών σημάτων και θυγατρικών πριν τη συγκέντρωση. Η προσφεύγουσα δεν αναφέρει ούτε τους λόγους για τους οποίους ο κίνδυνος εφαρμογής της στρατηγικής αυτής θα αυξανόταν κατόπιν της συγκέντρωσης. Δεδομένης της έλλειψης ενδείξεων ως προς το υποστατό αυτής της θεωρίας περί ζημίας, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης διαπιστώνοντας ότι ο κίνδυνος ενός τέτοιου έμμεσου αποτελέσματος ήταν περιορισμένος.

353    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 269 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις σπάνια ήταν άμεσοι ανταγωνιστές μεταξύ τους και ότι, τις περισσότερες φορές, οι δημοτικές επιχειρήσεις αποτελούσαν τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή των νοικοκυριών, και, στο σημείο 270 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, σύμφωνα με τα εσωτερικά έγγραφα της E.ON, η επιχείρηση αυτή είχε θεωρήσει την innogy ως τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή μιας ζώνης μόνο μία φορά. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, στο σημείο 271 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι στις ζώνες όπου μία από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ήταν ο προμηθευτής βασικής παροχής, η άλλη επιχείρηση είχε κατά κανόνα μικρό μερίδιο πελατείας, ήτοι 5 % ή λιγότερο. Κατά συνέπεια, μολονότι η στρατηγική είναι θεωρητικώς δυνατή, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν θα ήταν σε θέση να επωφεληθούν ουσιαστικά από αυτήν, δεδομένης της περιορισμένης επικάλυψης των πελατών τους ανά περιοχή.

354    Τρίτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε τα αποτελέσματα που συνδέονται, αφενός, με την αδράνεια των πελατών ως προς την αλλαγή τοπικού προμηθευτή βασικής παροχής και, αφετέρου, με το γεγονός ότι ο προμηθευτής βασικής παροχής προμηθεύει την πλειονότητα των πελατών με ειδικές συμβάσεις εντός της οικείας ζώνης του. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα περιορίζεται, για ακόμη μια φορά, να υπογραμμίσει την παράλειψη της Επιτροπής να διενεργήσει έρευνα, αλλά δεν εξηγεί ποιο συμπέρασμα θα έπρεπε να έχει συναγάγει η Επιτροπή όσον αφορά τα αποτελέσματα επί των ζωνών βασικής παροχής. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι τα στοιχεία αυτά δεν ασκούν επιρροή, στο μέτρο που οι περιστάσεις που αφορούν τους πελάτες με ειδικές συμβάσεις οι οποίοι αποκτήθηκαν λόγω της ιδιότητας του προμηθευτή βασικής παροχής ή λόγω της αδράνειας των πελατών βασικής παροχής της innogy ή της E.ON δεν μεταβάλλονται λόγω της συγκέντρωσης. Τούτο αποκλείει την επέλευση άμεσου αποτελέσματος, στο μέτρο που, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 348 ανωτέρω, δεν υφίσταται άμεσος ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων ζωνών βασικής παροχής. Όσον αφορά τα έμμεσα αποτελέσματα, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί σε ποιον βαθμό οι παράγοντες αυτοί θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ικανότητας της E.ON να διατηρήσει ή να αποκτήσει την ιδιότητα του προμηθευτή βασικής παροχής σε ορισμένες ζώνες.

355    Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι η συγκέντρωση δεν θα παρεμπόδιζε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της βασικής παροχής στη Γερμανία.

356    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον αντίκτυπο της ενοποίησης των πελατολογίων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στην αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή συγκρίνει τις συνθήκες ανταγωνισμού που θα προκύψουν από την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση με εκείνες που θα επικρατούσαν χωρίς αυτήν (απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, KPN κατά Επιτροπής, T‑370/17, EU:T:2019:354, σκέψη 115).

357    Επισημαίνεται ότι η ύπαρξη μεριδίων αγοράς μεγάλου μεγέθους είναι πολύ σημαντική και η σχέση μεταξύ των μεριδίων αγοράς τα οποία κατέχουν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις και οι ανταγωνιστές τους, ειδικότερα εκείνοι που τις ακολουθούν άμεσα, συνιστά έγκυρη ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης. Επιπλέον, ένα ιδιαίτερα χαμηλό μερίδιο αγοράς το οποίο κατέχει μία εκ των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων μπορεί να υποδηλώνει, εκ πρώτης όψεως, την απουσία σημαντικής παρεμπόδισης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, ιδίως όταν οι λοιποί επιχειρηματίες στην αγορά κατέχουν πολύ πιο μεγάλα μερίδια αγοράς (πρβλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbouw Handel κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 201).

358    Από το σημείο 17 των κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση των οριζόντιων συγκεντρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 31, σ. 5, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) προκύπτει, αφενός, ότι μόνον τα πολύ μεγάλα μερίδια αγοράς ύψους 50 % και άνω μπορεί καθαυτά να μαρτυρούν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και, αφετέρου, ότι, αν μια πράξη συγκέντρωσης με μερίδιο αγοράς κάτω του 50 % μπορεί παρά ταύτα να δημιουργεί προβλήματα ανταγωνισμού, τούτο οφείλεται σε άλλους παράγοντες, μεταξύ άλλων στην ισχύ και τον αριθμό των ανταγωνιστών (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 59).

359    Επιπλέον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 139/2004 και το σημείο 18 των κατευθυντήριων γραμμών, οι συγκεντρώσεις οι οποίες, λόγω του περιορισμένου μεριδίου αγοράς των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, δεν μπορούν να παρακωλύσουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, μπορούν να θεωρούνται ότι είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά. Το τεκμήριο αυτό ισχύει ιδίως όταν το μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών επιχειρήσεων δεν υπερβαίνει το 25 % είτε στην εσωτερική αγορά είτε σε σημαντικό τμήμα αυτής.

360    Συνεπώς, υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη προβαίνοντας σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό των αποτελεσμάτων στην αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων λόγω της ενοποίησης των πελατολογίων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων.

361    Πρώτον, εν προκειμένω, από τα σημεία 274 και 333 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα μερίδια αγοράς της E.ON στις αγορές προμήθειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων στη Γερμανία είναι μεταξύ 5 % και 10 %, ήτοι [εμπιστευτικό] (2) για την ηλεκτρική ενέργεια, και μεταξύ 5 % και 10 %, ήτοι λιγότερο από [εμπιστευτικό] για το φυσικό αέριο. Τα μερίδια αγοράς της innogy κυμαίνονται μεταξύ 10 % και 20 %, δηλαδή [εμπιστευτικό] για την ηλεκτρική ενέργεια, και μεταξύ 5 % και 10 %, δηλαδή λιγότερο από [εμπιστευτικό] για το φυσικό αέριο.

362    Συναφώς, στην απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής (T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 61), το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές καθόσον έκρινε ότι το κοινό μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων ήταν «μέτριο» λαμβάνοντας υπόψη ένα κοινό μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων ύψους τόσο 35,1 όσο και 35,5 %.

363    Επομένως, τα συνολικά μερίδια αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 15 % και 30 %, ήτοι [εμπιστευτικό] για την ηλεκτρική ενέργεια, και μεταξύ 10 % και 20 %, ήτοι λιγότερο από [εμπιστευτικό] για το φυσικό αέριο, αποτελούν τουλάχιστον ισχυρή ένδειξη ότι η συγκέντρωση δεν είναι ικανή να παρακωλύσει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων στη Γερμανία.

364    Δεύτερον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη και άλλους παράγοντες. Η Επιτροπή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός ανταγωνιστών, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν ήταν άμεσοι ανταγωνιστές και ότι οι φραγμοί εισόδου στην αγορά ήταν σχετικά χαμηλοί και η ανταγωνιστική πίεση σημαντική.

365    Κατ’ αρχάς, από το σημείο 275 της προσβαλλόμενης απόφασης και από τη σελίδα 253 του εγγράφου της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συμπράξεων που παρατίθεται στην υποσημείωση 281 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων που προσκομίστηκαν από 808 ΔΣΔ σχετικά με τον αριθμό των προμηθευτών, σε άνω του 89 % των ζωνών δικτύου, δραστηριοποιούνταν περισσότεροι από 50 προμηθευτές και, στο 71 % των ζωνών δικτύου, δραστηριοποιούνταν περισσότεροι από 100 προμηθευτές το 2017, οπότε, κατά μέσο όρο, κάθε πελάτης μπορούσε να επιλέξει μεταξύ άνω των 120 προμηθευτών στη Γερμανία το 2017. Επιπλέον, στη Γερμανία δραστηριοποιούνται περισσότεροι από 1 000 προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ των οποίων οι EnBW και Vattenfall, που κατέχουν μεταξύ 5 και 10 % των μεριδίων της αγοράς η καθεμία, και οι EWE, Mainova και Stadtwerke München, που κατέχουν λιγότερο από 5 % η καθεμία. Η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης, στα σημεία 334 και 335 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατά μέσο όρο, οι καταναλωτές φυσικού αερίου στη Γερμανία μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ 116 περίπου προμηθευτών εντός της ζώνης δικτύου τους, ότι ο μέσος αριθμός προμηθευτών ανά ζώνη αυξανόταν διαρκώς κατά τα τελευταία έτη και ότι οι προμηθευτές προέρχονταν ενίοτε και εκτός του τομέα, όπως συνέβαινε, μεταξύ άλλων, με τη Shell. Επιπλέον, στη Γερμανία δραστηριοποιούνται περισσότεροι από 1 000 προμηθευτές φυσικού αερίου, μεταξύ των οποίων η EnBW, η οποία κατέχει μερίδιο αγοράς μεταξύ 5 και 10 %, και οι EWE, Mainova, Enercity και Rheinenergie, οι οποίες κατέχουν μερίδιο αγοράς μικρότερο του 5 % η καθεμία. Ομοίως, οι αγορές παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου θεωρούνται γενικά από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων ως ανταγωνιστικές, όπως προκύπτει από τα σημεία 276 και 336 της προσβαλλόμενης απόφασης.

366    Εν συνεχεία, η Επιτροπή διαπίστωσε, στα σημεία 277 και 337 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν ήταν ιδιαίτερα άμεσοι ανταγωνιστές στη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων. Πράγματι, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι πελάτες που απομακρύνθηκαν από την E.ON ή την innogy στις ζώνες στις οποίες ήταν αυτές εγκατεστημένες σπάνια στρέφονταν προς την innogy ή την E.ON αντίστοιχα. Το πολύ 20 % των πελατών επέλεγαν το άλλο μέρος της συγκέντρωσης. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι από τα εσωτερικά έγγραφα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων δεν προέκυπτε ότι παρακολουθούσαν η μία την άλλη στενότερα σε σχέση με τους λοιπούς προμηθευτές. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η E.ON και η innogy δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην άλλη συμμετέχουσα επιχείρηση κατά τις αποφάσεις τους σχετικά με την τιμολόγηση. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι η πλειονότητα των ανταγωνιστών που απάντησαν στην πρώτη έρευνα αγοράς ανέφεραν ότι ήταν σε θέση να προσελκύσουν πελάτες από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις. Ομοίως, από το σημείο 278 της προβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η πλειονότητα των επιχειρήσεων που απάντησαν ανέφεραν ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένο τμήμα της πελατείας επί του οποίου υφίστατο ιδιαίτερα έντονος ανταγωνισμός μεταξύ της Ε.ON και της innogy και για το οποίο υπήρχαν λίγες εναλλακτικές λύσεις πέρα από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων που απάντησαν, οι οποίες βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, ανέφεραν ότι ήταν σε θέση να προσελκύσουν πελάτες από το σύνολο της πελατείας των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων.

367    Επιπλέον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στα σημεία 279 και 338 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι φραγμοί ως προς την είσοδο και την επέκταση στην αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ήταν σχετικά χαμηλοί.

368    Τέλος, η Επιτροπή ανέλυσε, επικουρικώς, τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στις υποθετικές τοπικές αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις με ειδικές συμβάσεις, στα σημεία 281 έως 290 της προσβαλλόμενης απόφασης για την ηλεκτρική ενέργεια και στα σημεία 339 έως 350 της προσβαλλόμενης απόφασης για το φυσικό αέριο. Η ανάλυση αυτή ανταποκρίνεται στις ανησυχίες που είχαν εκφράσει οι δημοτικές επιχειρήσεις. Δεδομένου, όμως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 294, 301 και 310 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί στην ανάλυση αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε, επομένως, ως εκ περισσού.

369    Τρίτον, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι η E.ON και η RWE κατέχουν μειοψηφικές συμμετοχές σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας και προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν τις έλαβε υπόψη. Αφενός, διαπιστώνεται ότι η συγκέντρωση M.8870 που υπόκειται στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής αφορά την εξαγορά της innogy από την E.ON και ότι, ως εκ τούτου, η RWE δεν αποτελεί συμμετέχουσα στη συγκέντρωση επιχείρηση. Υπό την έννοια αυτή, οι μειοψηφικές συμμετοχές της RWE δεν ασκούν επιρροή στην ανάλυση των αποτελεσμάτων της παρούσας συγκέντρωσης. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν οι συμμετοχές αυτές στην ανάλυση των συνδεόμενων με τη συγκέντρωση εμποδίων στον ανταγωνισμό. Πράγματι, η προσφεύγουσα περιορίζεται στην αναφορά του αριθμού των συμμετοχών που κατέχουν η RWE και η E.ON σε άλλες επιχειρήσεις χωρίς να εξηγεί αν οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται στις σχετικές αγορές, ποιες θέσεις κατέχουν στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται, τον τρόπο με τον οποίο η σχέση τους με την RWE και την E.ON θα μπορούσε να δημιουργήσει εμπόδια στον ανταγωνισμό ή αν τα υποθετικά αυτά εμπόδια θα αποτελούσαν συνέπειες της συγκέντρωσης.

370    Εξάλλου, κατά την αξιολόγηση της συγκέντρωσης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων στο κεφάλαιο των οποίων η innogy και η E.ON κατείχαν συμμετοχές. Συναφώς, η Επιτροπή ανέφερε, στις υποσημειώσεις 280 και 367 της προσβαλλόμενης απόφασης, για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο αντιστοίχως, ότι, ακόμη και αν προστεθούν όλα τα μερίδια αγοράς των εταιριών στις οποίες οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις κατείχαν μειοψηφική συμμετοχή, τούτο θα συνεπαγόταν αύξηση του συνολικού μεριδίου των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατά λιγότερο από 5 %. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, δεδομένου ότι το ποσοστό αυτό ήταν χαμηλό και υπερεκτιμούσε την πραγματική οικονομική συμμετοχή των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στις εν λόγω εταιρίες, θεωρούσε ότι τα μειοψηφικά μερίδια των συμμετεχουσών επιχειρήσεων δεν θα μετέβαλαν ουσιωδώς τη θέση τους μετά τη συγκέντρωση και, ως εκ τούτου, την αξιολόγησή της σχετικά με τη συγκέντρωση αυτή.

371    Επιπλέον, από την παράγραφο 3 του σημείου 287 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, σύμφωνα με την ανάλυση της Επιτροπής, δεν υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ των περιθωρίων κέρδους της E.ON και της innogy επί των τιμολογίων που απευθύνονται σε πιο ενεργούς καταναλωτές και της θέσης της άλλης μετέχουσας στη συγκέντρωση επιχείρησης σε τοπικό επίπεδο, πράγμα που υποδεικνύει ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν είναι ιδιαίτερα άμεσοι ανταγωνιστές σε ορισμένες τοπικές περιοχές και ότι η συγκέντρωση δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση σημαντικής ανταγωνιστικής πίεσης σε τοπικό επίπεδο.

372    Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι η Επιτροπή ανέλυσε επαρκώς, και μάλιστα κατά τρόπο εξαντλητικό και εκτενή, και χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, τα αποτελέσματα στις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων.

373    Κατά τρίτον, όσον αφορά τα αποτελέσματα της εξάλειψης του ανταγωνισμού μεταξύ της E.ON και της innogy, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, μετά τη συγκέντρωση, η E.ON ήταν σε θέση να αποθαρρύνει την υφιστάμενη πελατεία της από το να αλλάξει προμηθευτή, να ανακτήσει πελάτες ή να επεκταθεί σε άλλες ζώνες.

374    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στις διαπιστώσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 364 επ., από τις οποίες προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι υφίστατο υγιής ανταγωνισμός, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν ήταν άμεσοι ανταγωνιστές και ότι οι φραγμοί εισόδου και επέκτασης στην αγορά ήταν χαμηλοί.

375    Κατά τέταρτον, όσον αφορά τη μεγαλύτερη οικονομική ισχύ της E.ON κατόπιν της συγκέντρωσης, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν ανέλυσε τα αποτελέσματα αποκλεισμού ανταγωνιστών από την αγορά υπό το πρίσμα της ενδεχόμενης επιθετικής τιμολόγησης που θα μπορούσε να εφαρμόσει η E.ON και της διαφημιστικής εκστρατείας που θα μπορούσε να υιοθετήσει. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ποιες αγορές αφορά η αιτίαση αυτή.

376    Διαπιστώνεται, εκ προοιμίου, ότι η Επιτροπή εξέτασε, στα σημεία 291 έως 299 της προσβαλλόμενης απόφασης, τις επιπλέον ανησυχίες που διατυπώθηκαν από τρίτους σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της συγκέντρωσης στη λιανική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία.

377    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον κίνδυνο διασταυρούμενων επιδοτήσεων από τις συμβάσεις βασικής παροχής προς τις ειδικές συμβάσεις, από το σημείο 292 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα σημαντικά κέρδη από την αγορά του εφοδιασμού στο πλαίσιο της βασικής παροχής προκειμένου να επιδοτήσουν και να στηρίξουν πολύ επιθετικές πολιτικές τιμών στην αγορά των ειδικών συμβάσεων. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η θεωρία αυτή περί ζημίας δεν ήταν ιδιαιτέρως πιθανή, διότι, αν οι στρατηγικές αυτές ήταν οικονομικά αποδοτικές, η E.ON και η innogy θα τις είχαν ήδη εφαρμόσει, δεδομένου ότι, πριν από τη συγκέντρωση, κατείχαν δύο από τα μεγαλύτερα πελατολόγια για τον εφοδιασμό στο πλαίσιο της βασικής παροχής. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν εντόπισε ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιας συμπεριφοράς κατά την πρώτη έρευνα αγοράς και διαπίστωσε ότι, σε ιστοτόπους σύγκρισης τιμών, ορισμένοι προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν εκπτώσεις και των δημοτικών επιχειρήσεων, χρέωναν συστηματικά ή περιστασιακά χαμηλότερες τιμές από τις τιμές των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της συνεχούς εισόδου και παρουσίας μεγάλου αριθμού νέων ανταγωνιστών, η Επιτροπή έκρινε ότι οι στρατηγικές αυτές δεν είχαν εφαρμοστεί και ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είχαν εφαρμοστεί, δεν είχαν καταστήσει δυνατό τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών ή την παρεμπόδιση της εισόδου τρίτων στην αγορά.

378    Ακολούθως, όσον αφορά τον ενδεχόμενο αποκλεισμό τρίτων από τον διαφημιστικό χώρο, η Επιτροπή ανέλυσε, στο σημείο 293 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά πόσον οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις θα μπορούσαν να καταλάβουν όλες τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη των ιστοτόπων σύγκρισης τιμών κατόπιν της συγκέντρωσης. Διαπίστωσε ότι, κατόπιν της συγκέντρωσης, η E.ON θα έπρεπε να μειώσει τις τιμές των εμπορικών σημάτων της κάτω από το βέλτιστο επίπεδο προκειμένου να εμφανίζονται στην πρώτη σελίδα του ιστοτόπου σύγκρισης τιμών, εκτοπίζοντας με τον τρόπο αυτόν τους ανταγωνιστές. Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι η E.ON είχε ήδη, πριν από τη συγκέντρωση, μεγάλο αριθμό εμπορικών σημάτων και σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Επομένως, μια τέτοια στρατηγική δεν αφορά ειδικά τη συγκέντρωση.

379    Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα πειστικό ότι η αυξημένη ανταγωνιστικότητα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στη γερμανική αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας θα προκαλούσε ζημία στους καταναλωτές (σημείο 297 της προσβαλλόμενης απόφασης), ιδίως λόγω του ότι η γερμανική αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας είχε προσελκύσει πολλές επιχειρήσεις και ήταν επί του παρόντος ιδιαίτερα κατακερματισμένη, με περισσότερους από 1 000 προμηθευτές (σημείο 298 της προσβαλλόμενης απόφασης), πράγμα που καθιστούσε εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο να είναι οικονομικά αποδοτική μια στρατηγική επιθετικής πολιτικής τιμών. Ομοίως, παρά τους σημαντικούς πόρους που διέθεταν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις πριν από τη συγκέντρωση, οι χαμηλότερες τιμές στην αγορά προσφέρονταν συχνά από μικρότερους και νεότερους ανταγωνιστές και όχι από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις (σημείο 299 της προσβαλλόμενης απόφασης).

380    Συναφώς, το μόνο κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι η μελέτη LBD. Μολονότι η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης τη μελέτη Innoplexia, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η σημασία και η αποδεικτική της αξία είναι περιορισμένες για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 210 ανωτέρω. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παραπέμπει στο εν λόγω παράρτημα χωρίς να προσδιορίζει επαρκώς το χωρίο που στηρίζει τους ισχυρισμούς της.

381    Υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αναζητεί και να εντοπίζει, στα παραρτήματα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι συνιστούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 97, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Honeywell κατά Επιτροπής, T‑209/01, EU:T:2005:455, σκέψη 57). Αυτή η αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία των παραρτημάτων συνεπάγεται ότι, οσάκις ένα τέτοιο έγγραφο περιέχει νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται ορισμένοι ισχυρισμοί που διατυπώνονται με το δικόγραφο της προσφυγής, τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο του υπομνήματος στο οποίο είναι συνημμένο το παράρτημα ή, τουλάχιστον, να προσδιορίζονται επαρκώς στο υπόμνημα αυτό (απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 61). Κατά συνέπεια, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τη μελέτη Innoplexia προκειμένου να εντοπίσει τα στοιχεία που στηρίζουν τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

382    Όσον αφορά τη μελέτη LBD, η μελέτη αυτή αναφέρει στο τμήμα 4.1 (σ. 9 επ.) ότι η E.ON επιδόθηκε σε αγώνα τιμών τον Φεβρουάριο του 2018. Κατά την προσφεύγουσα, τούτο αποδεικνύει ότι η E.ON είναι ικανή να επηρεάσει τη συνολική διάρθρωση των τιμών στην αγορά και ότι προτείνει τιμές με αρνητικά περιθώρια κέρδους τις οποίες δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει κανένας μικρότερος προμηθευτής. Όσον αφορά τις τιμές που χρεώνει η innogy, αυτές είναι τις περισσότερες φορές ακριβότερες από τις «top 5» και αυτή καταγράφει τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους.

383    Διαπιστώνεται ότι η μελέτη αυτή καταδεικνύει, πράγματι, την επίτευξη αρνητικών περιθωρίων κέρδους για τους περισσότερους προμηθευτές στην αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων. Ωστόσο, αφενός, από τη μελέτη δεν προκύπτει ότι, κατόπιν της συγκέντρωσης, η E.ON θα έχει αυξημένη ικανότητα να προσφέρει τιμές με αρνητικά περιθώρια κέρδους. Αφετέρου, η πρακτική τιμολόγησης με αρνητικά περιθώρια κέρδους από την πλειονότητα των ανταγωνιστών έχει νόημα, από οικονομικής απόψεως, μόνο σε μια κατάσταση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, όπου διατηρείται πόλεμος τιμών για την επιβολή πειθαρχίας στην αγορά προκειμένου να εκτοπιστούν οι λιγότερο αποτελεσματικοί ανταγωνιστές, και στη συνέχεια οι τιμές να αυξηθούν εκ νέου και να καταστήσουν δυνατή την αποκατάσταση των θετικών περιθωρίων κέρδους για εκείνους που παραμένουν στην αγορά. Εντούτοις, δεν έγινε επίκληση τέτοιων περιστάσεων.

384    Εξάλλου, η Επιτροπή εντοπίζει μεθοδολογικό σφάλμα στη μελέτη LBD, καθόσον η μελέτη αυτή μετακυλίει τα ασφάλιστρα για τη σύναψη συμβάσεων στο πρώτο έτος της παροχής και όχι σε όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, γεγονός που επηρεάζει άμεσα το επίπεδο των περιθωρίων κέρδους που εμφανίζονται κατά το πρώτο έτος της παροχής. Ερωτηθείσα σχετικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε λυσιτελώς τις επικρίσεις της Επιτροπής.

385    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά τη δημιουργία ικανότητας ή τη δημιουργία κινήτρων για μια ενδεχόμενη στρατηγική τιμών με αρνητικά περιθώρια κέρδους με στόχο τον αποκλεισμό των μικρών ανταγωνιστών από την αγορά ή την κατάληψη όλων των πρώτων θέσεων στην κατάταξη των ιστοτόπων σύγκρισης τιμών.

386    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ανέλυσε επαρκώς τις αγορές και κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι η συγκέντρωση δεν θα παρεμπόδιζε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο των ειδικών συμβάσεων στη Γερμανία.

387    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση, η οποία αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων στις αγορές λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις στη Γερμανία.

β)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων στις αγορές διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

388    Με τη δεύτερη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων στις αγορές διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν στις αγορές αυτές και προέβη επίσης προδήλως σε εσφαλμένη εκτίμησή τους.

389    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι διαπίστωσε και ανέλυσε τα πραγματικά περιστατικά χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτίμησης όσον αφορά τις αγορές διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

390    Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δύνανται να επηρεάσουν την ανάπτυξη τεχνικών και κανονιστικών προτύπων. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η εκτίμηση της Επιτροπής πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, πρώτον, όσον αφορά τις κανονιστικές διατάξεις της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δικτύων και, δεύτερον, όσον αφορά τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί από άλλους φορείς και ενώσεις.

391    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων πρέπει στο εξής να καθορίζει τις κανονιστικές απαιτήσεις κατά προτεραιότητα, αν όχι αποκλειστικά, βάσει των αναγκών της E.ON, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, εκ προοιμίου, ότι η Επιτροπή ανέλυσε την επιρροή της συγκέντρωσης στη ρυθμιστική αρμοδιότητα που ασκεί η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων στα σημεία 253 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης. Βάσει των ισχυρισμών της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δικτύων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δεν ήταν ιδιαίτερα πιθανό να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δικτύων όσον αφορά τη ρύθμιση των τιμολογίων δικτύου. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ούτε ως προς την επιρροή την οποία φέρεται ότι θα μπορούσε να ασκήσει η Ε.ΟΝ και την οποία, εξάλλου, η ίδια η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων διαψεύδει, ούτε ως προς τον τρόπο με τον οποίο μια τέτοια επιρροή θα μπορούσε να αποτελέσει, αυτή καθαυτή, ένδειξη σημαντικού εμποδίου στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.

392    Δεύτερον, όσον αφορά την επιρροή στο εσωτερικό σημαντικών φορέων και ενώσεων που καθορίζουν τα πρότυπα, η Επιτροπή ανέλυσε, στα σημεία 246 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης, την επιρροή που η E.ON φέρεται ότι θα μπορούσε να ασκήσει στους ρυθμιστικούς φορείς και στις ενώσεις τυποποίησης, ιδίως όσον αφορά το τεχνικό φόρουμ και την εκμετάλλευση των δικτύων της Verband der Elektrotechnik Elektronik Informationstechnik e.V. (Ένωσης Ηλεκτροτεχνικής, Ηλεκτρονικής και Τεχνολογιών της Πληροφορικής, Γερμανία) (στο εξής: VDE). Λαμβανομένων υπόψη των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ της Επιτροπής και της VDE της 17ης Μαΐου και της 24ης Ιουλίου 2019 (υποσημειώσεις 257 και 260 της προσβαλλόμενης απόφασης) και των παρατηρήσεων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων της 25ης και της 29ης Ιουλίου 2019 (υποσημειώσεις 258 και 259 της προσβαλλόμενης απόφασης), η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 252 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ήταν μάλλον απίθανο η συγκέντρωση να παράσχει στην E.ON τη δυνατότητα να επηρεάσει αθέμιτα τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της VDE, όσον αφορά τον καθορισμό τεχνικών προτύπων. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα σημεία 248 και 249 της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά τη συγκέντρωση, η E.ON δεν θα κατείχε την πλειοψηφία σε κανένα από τα διάφορα διοικητικά συμβούλια που είναι αρμόδια για τον διορισμό των μελών των ομάδων εργασίας οι οποίες είναι υπεύθυνες για κάθε τεχνικό πρότυπο και θα είχε δυνητικώς την πλειοψηφία μόνο σε μία από αυτές τις ομάδες εργασίας.

393    Είναι αληθές ότι η ένωση αυτή είναι μία από εκείνες που παραθέτει η προσφεύγουσα και ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη δυναμική της συγκεκριμένης αυτής ένωσης ως παράδειγμα.

394    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει στο πλαίσιο του ελέγχου του, αν οι παραλείψεις στην ανάλυση της Επιτροπής μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμά της ότι η υπό κρίση συγκέντρωση δεν δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό της με την εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2007, Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑282/06, EU:T:2007:203, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

395    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της ότι η E.ON διαθέτει την πλειοψηφία στις επιτροπές άλλων ενώσεων μετά τη συγκέντρωση. Συναφώς, τα έγγραφα του παραρτήματος A.19 που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της ύπαρξης τέτοιας πλειοψηφίας απλώς αναφέρουν την παρουσία της E.ON και της RWE σε ορισμένες ενώσεις στη Γερμανία, αλλά δεν αποδεικνύουν ότι η E.ON διαθέτει τέτοια πλειοψηφία. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει με ποιον τρόπο η ενδεχόμενη κατοχή της πλειοψηφίας εκ μέρους της E.ON σε έναν από τους εν λόγω φορείς θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικό εμπόδιο στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.

396    Συνεπώς, το επιχείρημα περί επιρροής στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων και σε άλλους φορείς και ενώσεις πρέπει να απορριφθεί.

397    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατόπιν της συγκέντρωσης, η E.ON θα επιτύχει ευνοϊκότερους όρους όσον αφορά τον εξοπλισμό δικτύου, τις υπηρεσίες κατασκευής και σχεδιασμού και τα λογισμικά δικτύου λόγω της αυξημένης αγοραστικής της ισχύος.

398    Η Επιτροπή ανέλυσε το ζήτημα αυτό στα σημεία 262 και 263 της προσβαλλόμενης απόφασης. Αφενός, όσον αφορά το πλεονέκτημα σε σχέση με τους μικρούς ΔΣΔ λόγω του ότι η E.ON θα έχει προτεραιότητα ως προς τη λήψη υπηρεσιών δικτύου από παρόχους υπηρεσιών, των οποίων η ικανότητα ως προς την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών θα ήταν περιορισμένη, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία έλλειψη στην παροχή υπηρεσιών δικτύου. Εν πάση περιπτώσει, διαπίστωσε, στα σημεία 234 και 235 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η E.ON και η innogy είχαν ήδη μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με την πλειονότητα των λοιπών ΔΣΔ πριν από τη συγκέντρωση.

399    Αφετέρου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αποκλεισμός από την πρόσβαση σε πελάτες στο πλαίσιο παροχής των υπηρεσιών δικτύου των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων δεν ήταν ιδιαιτέρως πιθανός, λόγω του ότι οι περισσότερες υπηρεσίες δικτύου παρέχονταν κατά κύριο λόγο και αγοράζονταν σε τοπικό επίπεδο, δεδομένου ότι, καθόσον η συγκέντρωση είχε συμπληρωματικό χαρακτήρα από γεωγραφική άποψη, ήταν μάλλον απίθανο να επιφέρει σημαντική αύξηση του όγκου των αγορών σε τοπικό επίπεδο. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι οι υπηρεσίες προς τους ΔΣΔ αποτελούσαν ένα μόνο μέρος της ζήτησης που διατίθεται στους προμηθευτές που δραστηριοποιούνται σε προηγούμενο στάδιο.

400    Επομένως, συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον τοπικό χαρακτήρα αυτού του είδους των υπηρεσιών. Λαμβανομένης υπόψη της λεπτομερούς ανάλυσης της Επιτροπής εν γένει και της ανάλυσης του συνόλου των προβληματισμών σχετικά με τις υπηρεσίες που συνδέονται με το δίκτυο, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν διερεύνησε επαρκώς το ζήτημα. Στην πραγματικότητα, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή μάλλον ότι δεν κατέληξε σε διαφορετικά συμπεράσματα από τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε.

401    Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έπρεπε να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, πρώτον, ότι η E.ON θα επιτύγχανε ευνοϊκότερες τιμές και όρους, δεύτερον, ότι οι προμηθευτές χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας θα προσαρμόζονταν στις ανάγκες της E.ON, τρίτον, ότι οι πάροχοι υπηρεσιών θα έδιναν προτεραιότητα στην E.ON και, τέταρτον, ότι οι ανταγωνιστές δεν θα ήταν σε θέση να παράσχουν τις απαιτούμενες υπηρεσίες υποστήριξης. Ωστόσο, όλοι οι προβληματισμοί της προσφεύγουσας αποτελούν απλώς εικασίες. Η προσφεύγουσα δεν παρέχει καμία σοβαρή ένδειξη ως προς τον ευλογοφανή χαρακτήρα τέτοιων σεναρίων ούτε ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα σενάρια αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντική παρεμπόδιση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

402    Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό πλεονεκτήματα που θα αποκτούσε η E.ON όσον αφορά τις υπηρεσίες δικτύου πρέπει να απορριφθεί.

403    Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διερεύνησε ανεπαρκώς και εκτίμησε εσφαλμένα τις παραχωρήσεις δικαιωμάτων χρήσης των γραμμών για την κατασκευή και την εκμετάλλευση δικτύων.

404    Συναφώς, η Επιτροπή ανέλυσε, στα σημεία 224 έως 236 της προσβαλλόμενης απόφασης, ορισμένα υποθετικά σενάρια στα οποία η συγκέντρωση θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία στους καταναλωτές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, περιλαμβανομένης της μείωσης του ανταγωνισμού στους διαγωνισμούς παραχώρησης. Δεν αμφισβητείται ότι, στη Γερμανία, οι δήμοι οργανώνουν την εκμετάλλευση των δικτύων διανομής, χορηγώντας παραχωρήσεις στους ΔΣΔ μέσω διαγωνισμού για την εγκατάσταση και εκμετάλλευση των δικτύων διανομής φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στην επικράτειά τους επί 15 έως 20 έτη κατά μέσο όρο (σημεία 224 και 225 της προσβαλλόμενης απόφασης).

405    Η προσφεύγουσα προβάλλει μια σειρά από επιχειρήματα σχετικά με τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συγκέντρωσης επί των εν λόγω παραχωρήσεων.

406    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της μια περίοδο ανάλυσης 20 ετών πριν από τη συγκέντρωση, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλύσει ορθώς τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στον τομέα των συμβάσεων παραχώρησης.

407    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει, στο σημείο 224 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η μέση διάρκεια των συμβάσεων παραχώρησης είναι 15 έως 20 έτη. Παρά ταύτα, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν επαρκής για την ανάλυσή της η εξέταση των παραχωρήσεων που χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου πέντε ετών πριν από τη συγκέντρωση. Η επιλογή αυτής της περιόδου κατέστησε δυνατό στην Επιτροπή να εξετάσει περισσότερες από 1 000 διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η αξία των δεδομένων μειώνεται με την πάροδο του χρόνου όσον αφορά τις τρέχουσες και μελλοντικές συνθήκες της αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή, περιορίζοντας την ανάλυσή της σε μια περίοδο περίπου πέντε ετών πριν από τη συγκέντρωση, ανέλυσε επαρκώς την κατάσταση ανταγωνισμού όσον αφορά τις συμβάσεις παραχώρησης και, ως εκ τούτου, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

408    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει τη δυνατότητα της E.ON να υποβάλλει καλύτερες προσφορές για την παραχώρηση δικαιωμάτων λόγω της οικονομικής της ισχύος, της εμπειρίας της και των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων συνέργειας.

409    Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 231 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις έχαναν κατά κύριο λόγο τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών από τις δημοτικές επιχειρήσεις. Τουλάχιστον το 90 % των συμβάσεων παραχώρησης ηλεκτρικής ενέργειας που έχασε η E.ON ανατέθηκε σε δημόσιες ή ημικρατικές εταιρίες, ενώ τουλάχιστον το 80 % των συμβάσεων παραχώρησης που έχασε η innogy ανατέθηκε σε δημοτικές επιχειρήσεις. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η κατάσταση όσον αφορά το φυσικό αέριο ήταν παρόμοια.

410    Εξάλλου, όσον αφορά τα πιθανά πλεονεκτήματα από την αύξηση των οικονομιών κλίμακας, η Επιτροπή σημείωσε στο σημείο 235 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, πριν από τη συγκέντρωση, οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την πλειονότητα των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, ιδίως με τις δημοτικές επιχειρήσεις. Συναφώς, οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις κατάφερναν κυρίως να κερδίσουν διαγωνισμούς όταν είχαν ήδη τον ρόλο του κατεστημένου φορέα, αλλά είχαν περιορισμένη επιτυχία στην απόκτηση νέων παραχωρήσεων.

411    Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν εύλογο να συναχθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις έχαναν νέες παραχωρήσεις από τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι τυχόν οικονομίες κλίμακας ή προηγούμενη εμπειρία συμμετοχής σε τέτοιους διαγωνισμούς θα παρείχαν στην E.ON αντίθετο προς τον ανταγωνισμό πλεονέκτημα κατόπιν της συγκέντρωσης.

412    Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει υποθετικά σενάρια χωρίς να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία υφιστάμενα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, η προσφεύγουσα στηρίζεται στη μελέτη BET για να τεκμηριώσει τα επιχειρήματά της. Η έρευνα αυτή, όμως, έχει περιορισμένη σημασία και αποδεικτική αξία για την αξιολόγηση της κατάστασης του ανταγωνισμού κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 205 ανωτέρω. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παραπέμπει στις σελίδες 48 επ. της εν λόγω μελέτης και μνημονεύει ρητώς στο δικόγραφο της προσφυγής τις ερωτήσεις υπ’ αριθ. 39, 42 και 44 έως 47b. Απαντώντας στην ερώτηση υπ’ αριθ. 39, το 80 % εκ των 87 επιχειρήσεων που απάντησαν δήλωσαν ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αναπτύξουν συνέργειες. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που απάντησαν στη μελέτη BET θεωρούσαν ότι οι συνέργειες αυτές δημιουργούσαν σημαντικό εμπόδιο στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Όσον αφορά την ερώτηση υπ’ αριθ. 42, η διατύπωση της εν λόγω ερώτησης περιέχει την παραδοχή ότι οι συνέργειες θα συνεπάγονταν υψηλότερες απαιτήσεις αποτελεσματικότητας. Εντούτοις, η μελέτη δεν παρέχει καμία απόδειξη για το γεγονός αυτό. Επί της βάσης αυτής, το 71 % εκ των επιχειρήσεων που απάντησαν αντιλαμβάνεται ότι δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτές. Εντούτοις, δεν προκύπτει σαφώς από τη μελέτη κατά πόσον γνώριζαν αν θα πραγματοποιηθούν οι εν λόγω απαιτήσεις. Αρκεί να σημειωθεί ότι, συνολικά, περισσότερα από τα δύο τρίτα των επιχειρήσεων που απάντησαν επιβεβαιώνουν, απαντώντας στην ερώτηση υπ’ αριθ. 43, ότι οι συμβάσεις παραχώρησης που τους ανατέθηκαν δεν έχουν αμφισβητηθεί από την E.ON ή την innogy. Τούτο επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της Επιτροπής ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στον τομέα των παραχωρήσεων είναι πολύ περιορισμένος.

413    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα επαρκές κρίσιμο στοιχείο, ικανό να αποδείξει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εκ μέρους της Επιτροπής, βάσει του οποίου να μπορεί να υποστηριχθεί ότι, κατόπιν της συγκέντρωσης, η E.ON θα ήταν σε θέση να προτείνει καλύτερες προσφορές για τις παραχωρήσεις, πολλώ δε μάλλον ότι, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τούτο θα μπορούσε να είναι αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, αν η συγκέντρωση παρείχε στην E.ON τη δυνατότητα να υποβάλει καλύτερες προσφορές, τούτο θα μπορούσε να είναι θετικό για τον ανταγωνισμό. Βλαπτικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα θα μπορούσαν, θεωρητικά, να επέλθουν μόνο εάν, μακροπρόθεσμα, οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ήταν σε θέση να μονοπωλήσουν την αγορά, δεδομένου ότι κανένας ανταγωνιστής δεν θα ήταν σε θέση να ευθυγραμμιστεί με τη διάρθρωση του κόστους των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, όπως ορθά επισήμανε η Επιτροπή στο σημείο 234 της προσβαλλόμενης απόφασης.

414    Τρίτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ήταν άμεσοι ανταγωνιστές λόγω του ότι ανταγωνίστηκαν για περισσότερες από 100 παραχωρήσεις μεταξύ 2010 και 2015. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, εξετάζοντας περισσότερες από 1 000 διαδικασίες παραχώρησης που έλαβαν χώρα μεταξύ 2013 και 2017, διαπίστωσε, στα σημεία 228 και 229 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν τελούσαν σε άμεσο ανταγωνισμό, δεδομένου ότι είχαν συμμετάσχει στις ίδιες προσκλήσεις υποβολής προσφορών σε λιγότερο από το 5 % των περιπτώσεων. Από την υποσημείωση 244 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις συμμετείχαν στις διαδικασίες αυτές μέσω επιχειρήσεων στις οποίες κατείχαν μειοψηφικές συμμετοχές. Συνεπώς, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς ότι δεν υπάρχει σημαντική επικάλυψη μεταξύ των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στις διάφορες διαδικασίες παραχώρησης.

415    Τέταρτον, όσον αφορά την παρουσία της E.ON σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια, πράγμα που θα μπορούσε να παράσχει πλεονέκτημα στην E.ON ώστε να επεκταθεί σε περιοχές γειτονικές με εκείνες στις οποίες ήδη δραστηριοποιείται, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 230 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διαγωνισμοί στους οποίους συμμετείχαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις μεταξύ 2013 και 2017 δεν αφορούσαν μια συγκεκριμένη περιοχή και δεν βρίσκονταν πάντοτε κοντά στα όρια των ζωνών ΔΣΔ της E.ON και της innogy. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, στο σημείο 231 της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 409 ανωτέρω, τη σημαντική ανταγωνιστική πίεση που ασκούσαν οι δημοτικές επιχειρήσεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέλυσε επαρκώς την εγγύτητα του ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων και την ανταγωνιστική πίεση που ασκούσαν οι δημοτικές επιχειρήσεις.

416    Πέμπτον, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι υπάρχει τάση επαναφοράς προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Από τα σημεία 232 και 233 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις και πολλοί από όσους απάντησαν στην πρώτη έρευνα αγοράς διαπίστωσαν τάση επαναφοράς των δικτύων προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Εντούτοις, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι υφίσταται κίνδυνος αποδυνάμωσης της εν λόγω τάσης στο εγγύς μέλλον λόγω ενδεχόμενων στοχευμένων στρατηγικών αποθάρρυνσης εκ μέρους της E.ON. Συναφώς, η Επιτροπή ανέλυσε, στο σημείο 236 της προσβαλλόμενης απόφασης, τις πιθανές τακτικές με τις οποίες θα μπορούσε να επιδιωχθεί σε δικαστικό επίπεδο η εσκεμμένη καθυστέρηση της μεταβίβασης των παραχωρήσεων που έχασαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις (sham litigation).

417    Επί του ζητήματος αυτού, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να επισημάνει ότι η άσκηση ενδίκου βοηθήματος μπορεί ενίοτε να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Προς τούτο, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, είναι αναγκαίο το ένδικο βοήθημα να μην μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι αποβλέπει στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, να στοχεύει μόνο στην παρενόχληση του αντιδίκου. Δεύτερον, το ένδικο βοήθημα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο σχεδίου με σκοπό την κατάργηση του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, Protégé International κατά Επιτροπής, T‑119/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:421, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

418    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα, στο σημείο 236 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι τακτικές αυτές δεν μπορούσαν να αποδοθούν στη συγκέντρωση, υπό την έννοια ότι η συγκέντρωση δεν δύναται να αυξήσει τα κίνητρα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων ώστε να ακολουθήσουν στρατηγικές αυτού του είδους. Επισημαίνεται συναφώς ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιων τακτικών, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο θα αυξάνονταν τα κίνητρα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων για την υιοθέτηση τέτοιων τακτικών κατόπιν της συγκέντρωσης αυτής και, ως εκ τούτου, δεν απέδειξε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εκ μέρους της Επιτροπής.

419    Έκτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν οι δήμοι κατά την παραχώρηση δικαιωμάτων. Πράγματι, η Ε.ΟΝ υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι οι δήμοι διέθεταν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή, τη στάθμιση και τη διαμόρφωση των κριτηρίων ανάθεσης, ιδίως όσον αφορά τη συνεκτίμηση των δημοτικών συμφερόντων (σημείο 226 της προσβαλλόμενης απόφασης). Δεν αμφισβητείται, συναφώς, ότι ο δήμος καθορίζει τα κριτήρια ανάθεσης. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι ο δήμος διαθέτει περιθώριο ως προς την επιλογή, τη στάθμιση και τη διαμόρφωση των κριτηρίων αυτών. Ωστόσο, αν ήταν αληθές, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ότι οι δήμοι δεν διέθεταν κανέναν περιθώριο ελιγμού ως προς την επιλογή και ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ήταν πιο αποτελεσματικές και επωφελούνταν από την οικονομική τους ισχύ, τις οικονομίες κλίμακας και την εμπειρία τους στις παραχωρήσεις, οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις θα έπρεπε ήδη να έχουν κερδίσει σημαντικό αριθμό παραχωρήσεων εις βάρος των μικρότερων ανταγωνιστών, πράγμα που δεν ισχύει, όπως αναφέρεται, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 411 ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένης υπόψη της μη προσκόμισης συγκεκριμένων στοιχείων εκ μέρους της προσφεύγουσας και της κανονικής διεξαγωγής των διαδικασιών παραχώρησης, δεν παρίσταται εύλογο να υποστηρίζεται ότι οι δήμοι δεν διαθέτουν επαρκές περιθώριο ελιγμών, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι ορισμένα από τα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι υποκειμενικά. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους διαγωνισμούς παραχώρησης, που εφαρμόστηκε το 2017, εισήγαγε τη «συνεκτίμηση των δημοτικών συμφερόντων» ως νόμιμο κριτήριο στους διαγωνισμούς παραχώρησης, όπως διαπιστώνει η Επιτροπή στο σημείο 232 της προσβαλλόμενης απόφασης.

420    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η Επιτροπή ανέλυσε όλους τους προβληματισμούς της προσφεύγουσας και δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά τις παραχωρήσεις.

421    Κατά τέταρτον, όσον αφορά τη δυνατότητα προσφοράς πακέτων παροχών υπό την ιδιότητα του ΔΣΔ, η προσφεύγουσα δεν τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της και δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι, μετά τη συγκέντρωση, η E.ON θα έχει αυξημένες δυνατότητες να προτείνει πακέτα παροχών. Πρόκειται απλώς για εικασίες επί υποθετικών σεναρίων. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δεν διαθέτουν ήδη τέτοιες δυνατότητες, ενώ είναι ήδη φορείς εκμετάλλευσης δικτύου που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας, ή τον λόγο για τον οποίο οι ανταγωνιστές δεν είναι επίσης σε θέση να προτείνουν τέτοιες προσφορές και, ενδεχομένως, τα αντίθετα προς το ανταγωνισμό αναμενόμενα αποτελέσματα.

422    Συναφώς, όσον αφορά τη δυνατότητα προσφοράς πακέτων παροχών, η Επιτροπή επισημαίνει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η εκμετάλλευση του δικτύου είναι, πράγματι, ανεξάρτητη από τους άλλους τομείς δραστηριότητας των επιχειρήσεων παροχής ενέργειας λόγω νομικών απαιτήσεων. Εν πάση περιπτώσει, η E.ON διέθετε ήδη, πριν από τη συγκέντρωση, οικονομική ισχύ και είχε ήδη τη δυνατότητα να προτείνει πακέτα παροχών, οπότε μια τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ειδικά τη συγκέντρωση.

423    Κατά πέμπτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, χωρίς να τεκμηριώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον ισχυρισμό της, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις αλληλεπιδράσεις που απορρέουν από τα αποτελέσματα υποκατάστασης, από τα αλυσιδωτά αποτελέσματα και από τα αποτελέσματα ντόμινο σε γειτονικές γεωγραφικά περιορισμένες αγορές. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί για ποιον λόγο οι παράγοντες αυτοί είναι κρίσιμοι ούτε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να συναχθεί από αυτούς η ύπαρξη σημαντικού εμποδίου στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.

424    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση, που αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων στις αγορές διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

γ)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων στις αγορές των υπηρεσιών μέτρησης και της ηλεκτροκίνησης

425    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε κατά τρόπο επαρκή και ορθό τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στις αγορές των υπηρεσιών μέτρησης και της ηλεκτροκίνησης.

426    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

1)      Επί των αγορών των υπηρεσιών μέτρησης

427    Όσον αφορά τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στην αγορά των υπηρεσιών μέτρησης, επισημαίνεται ότι, στο σημείο 355 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αγορά των υπηρεσιών μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου των κΔΣΜ και οι δυνητικές επιμέρους αγορές ανάλογα με το μετρούμενο προϊόν είχαν επίσης μονοπωλιακό χαρακτήρα σε επίπεδο ζώνης δικτύου, δεδομένου ότι ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου ήταν ο μόνος εξουσιοδοτημένος φορέας εκμετάλλευσης σημείων μέτρησης. Εξάλλου, η Επιτροπή ανέφερε στο σημείο 356 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η αγορά των υπηρεσιών μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου των αΔΣΜ ήταν μια αναδυόμενη αγορά στη Γερμανία και ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στη Γερμανία ήταν μικρότερο από 5 %, ακόμη και αν οι επιμέρους αγορές διαιρούνταν περαιτέρω. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αγορές αυτές δεν επηρεάζονταν από τη συγκέντρωση.

428    Η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα σχετικά με τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συγκέντρωσης στις αγορές υπηρεσιών μέτρησης.

429    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τα αποτελέσματα υποκατάστασης, τα αλυσιδωτά αποτελέσματα και τα αποτελέσματα ντόμινο τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργηθούν λόγω της θέσης της E.ON ως κΔΣΜ στους δήμους στους οποίους είναι δικαιούχος της παραχώρησης εκμετάλλευσης του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 423 ανωτέρω.

430    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή επισήμανε, στα σημεία 406 έως 409 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η συγκέντρωση δεν θα δημιουργούσε σημαντικό εμπόδιο στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό λόγω των μη συντονισμένων αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τους κάθετους δεσμούς μεταξύ των αγορών προηγούμενου σταδίου των δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που εκμεταλλεύονται οι ΔΣΔ και των αγορών επόμενων σταδίων των υπηρεσιών μέτρησης των αΔΣΜ στη Γερμανία. Πράγματι, επισήμανε ότι η συγκέντρωση δεν επηρέαζε την ικανότητα της E.ON να αποκλείσει τους ανταγωνιστές αΔΣΜ, καθώς οι ΔΣΔ αποτελούσαν τοπικά μονοπώλια πριν και μετά τη συγκέντρωση. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι τα κίνητρα αποκλεισμού ήταν ισχνά και δεν αυξάνονταν σημαντικά λόγω της συγκέντρωσης, δεδομένου ότι, πρώτον, το συνολικό μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στη Γερμανία στην αναδυόμενη αγορά των υπηρεσιών μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου των αΔΣΜ ήταν μικρότερο από 5 %, δεύτερον, η αγορά βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο και η ανάπτυξη ήταν συνολικά ακόμη πολύ χαμηλή, τρίτον, υπήρχαν νεοεισερχόμενοι στην αγορά και από άλλους τομείς, και, τέταρτον, η νομοθεσία υποχρέωνε τους ΔΣΔ να διασφαλίζουν τη σύνδεση με το δίκτυο και τη χρήση του δικτύου χωρίς διακρίσεις. Επομένως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή ανέλυσε τα κάθετα αποτελέσματα μεταξύ των δύο αυτών αγορών.

431    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατόπιν της συγκέντρωσης, η E.ON καθίσταται ο πρώτος ανταγωνιστής με το 41 % των σημείων δειγματοληψίας ως κΔΣΜ και κατέχει μερίδιο αγοράς τουλάχιστον 44,14 %, αν ληφθεί υπόψη το μήκος του δικτύου, ή άνω του 50 %, αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός των εξυπηρετούμενων δήμων.

432    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς των υπηρεσιών μέτρησης, όπως αποδείχθηκε στη σκέψη 337 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, τα μερίδια αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων ως κΔΣΜ δεν ασκούν επιρροή στην ανάλυση της αγοράς των υπηρεσιών μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου των αΔΣΜ.

433    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα περιορίζεται στη χρήση των δικών της στοιχείων χωρίς να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν είναι ορθά.

434    Δεν αρκεί, όμως, η προσφεύγουσα να χρησιμοποιεί στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να αποδείξει την πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία φέρεται να υπέπεσε η Επιτροπή, χωρίς να προσκομίζει οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να καταδείξει ότι η συνεκτίμηση των στοιχείων στην προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εκ μέρους της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 156).

435    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή και τα οποία ήταν κρίσιμα για τον υπολογισμό των μεριδίων αγοράς ήταν εσφαλμένα. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι οι αγορές των κΔΣΜ και των αΔΣΜ δεν επηρεάζονταν από τη συγκέντρωση.

436    Τρίτον, όσον αφορά την ικανότητα απόδοσης που απαιτείται για την κάλυψη των απαιτήσεων σε ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους στις υπηρεσίες μέτρησης και την εθνική παρουσία της E.ON, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή προέβη σε πλείονες εκτιμήσεις σχετικά με την παρουσία παρόχων υπηρεσιών λευκής ετικέτας που θα ήταν διαθέσιμοι για τη διαχείριση των σταθμών μέτρησης.

437    Όσον αφορά έναν πιθανό ορισμό της αγοράς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στο σημείο 358 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η συγκέντρωση δεν συνεπαγόταν τη δημιουργία μιας επηρεαζόμενης αγοράς για τις υπηρεσίες λευκής ετικέτας ή τη δημιουργία δυνητικών επιμέρους αγορών. Συναφώς, από την υποσημείωση 180 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι υπηρεσίες λευκής ετικέτας, τουλάχιστον κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και στο εγγύς μέλλον, ήταν πιθανότερο να διαδραματίσουν ορισμένο ρόλο στις αγορές στις οποίες υφίστατο υποχρέωση παροχής ορισμένων υπηρεσιών, οι οποίες μπορούσαν στη συνέχεια να ανατεθούν σε τρίτους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι η αγορά των υπηρεσιών λευκής ετικέτας για τη μέτρηση φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούσε αγορά αΔΣΜ, δεδομένου ότι η αγορά αΔΣΜ βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο και μόνον οι επιχειρήσεις που διέθεταν αυτόνομη παραγωγική ικανότητα ήταν σε θέση να ασκήσουν αυτή τη δραστηριότητα. Στο σημείο 178 και στην υποσημείωση 186 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι θεωρούσε ότι οι υπηρεσίες λευκής ετικέτας στους κΔΣΜ και αΔΣΜ μπορούσαν να έχουν εθνική εμβέλεια, δεδομένου ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι κΔΣΜ και αΔΣΜ, εξακολουθούσαν να αποτελούν τοπικά μονοπώλια και ότι, προκειμένου η πελατειακή τους βάση να είναι ορισμένου μεγέθους, έπρεπε η γεωγραφική τους κάλυψη να είναι ευρύτερη. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 359 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων δεν υπερέβαινε το 5 % σε μια δυνητική επιμέρους αγορά λευκής ετικέτας για υπηρεσίες μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

438    Η Επιτροπή αξιολόγησε επίσης τα κάθετα αποτελέσματα μεταξύ της αγοράς επόμενου σταδίου των κΔΣΜ και των υπηρεσιών λευκής ετικέτας προηγούμενου σταδίου, στα σημεία 414 έως 417 της προσβαλλόμενης απόφασης. Αφενός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δεν θα παρεμπόδιζε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό λόγω των μη συντονισμένων αποτελεσμάτων που προέκυπταν από τους κάθετους δεσμούς μεταξύ των δύο αυτών αγορών, δεδομένου ότι, σε επόμενο στάδιο, οι κΔΣΜ αποτελούσαν τοπικά μονοπώλια και, επομένως, δεν υπήρχε ανταγωνισμός, και ότι το μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στις υπηρεσίες λευκής ετικέτας ήταν μικρότερο του 5 %. Αφετέρου, σε προηγούμενο στάδιο, η συγκέντρωση δεν μετέβαλλε ούτε την ικανότητα αποκλεισμού των παρόχων υπηρεσιών λευκής ετικέτας, διότι οι κΔΣΜ αποτελούσαν ήδη τοπικά μονοπώλια, ούτε τα κίνητρα αποκλεισμού πρόσβασης, τα οποία δεν αυξάνονταν σημαντικά, λαμβανομένης υπόψη της πολύ περιορισμένης θέσης των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στην αγορά των υπηρεσιών λευκής ετικέτας σε προηγούμενο στάδιο και της μικρής αύξησης που οφειλόταν στη συγκέντρωση.

439    Ομοίως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στα σημεία 178 και 407 της προσβαλλόμενης απόφασης, την ύπαρξη εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά και την απουσία φραγμών εισόδου στην αγορά. Επομένως, δεν υφίστατο κάποιο εμφανές εμπόδιο που να περιορίζει την προσφορά των υπηρεσιών αυτών σε ορισμένη περιοχή, δεδομένου ότι η πλειονότητα των κΔΣΜ και αΔΣΜ παρείχαν επίσης τέτοιες υπηρεσίες λευκής ετικέτας και οι νεοεισερχόμενοι, όπως η Telefónica ή η Deutsche Telekom, που δεν ανήκαν στον τομέα, εισέρχονταν στην εθνική αγορά.

440    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τους παρόχους υπηρεσιών λευκής ετικέτας, οι οποίοι, κατά την Επιτροπή, θα ήταν διαθέσιμοι για την κάλυψη των αναγκών των κΔΣΜ και αΔΣΜ που δεν διέθεταν τις αναγκαίες ικανότητες για την ορθή λειτουργία των μετρητών.

441    Όσον αφορά το γεγονός ότι, λόγω του καθεστώτος τους ή της γερμανικής νομοθεσίας περί τοπικής αυτοδιοίκησης, ορισμένοι δυνητικοί δημοτικοί ανταγωνιστές μπορούν να δραστηριοποιούνται μόνο σε τοπικό επίπεδο, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι αυτό είχε δευτερεύουσα μόνον σημασία για τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι τέτοιες απόλυτες απαγορεύσεις αφορούσαν μόνον ορισμένες ελάχιστες επιχειρήσεις.

442    Τέταρτον, όσον αφορά τα προβαλλόμενα οφέλη από τις οικονομίες κλίμακας και την αγοραστική δύναμη ως κΔΣΜ, η Επιτροπή διαπίστωσε, στα σημεία 362 και 363 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ορισμένες παραδοχές, ιδίως όσον αφορά το κόστος και τις οικονομίες κλίμακας για την E.ON και την innogy και άλλες επιχειρήσεις, δεν είχαν δικαιολογηθεί. Προς στήριξη αυτής της θεωρίας περί ζημίας, η προσφεύγουσα επικαλείται τη μελέτη LBD και τη μελέτη BET.

443    Το γράφημα 7, στη σελίδα 17 της μελέτης LBD, στο οποίο παραπέμπει η προσφεύγουσα, δείχνει την τιμολόγηση των εμπορικών σημάτων της innogy στη ζώνη βασικής παροχής της LSW Energie GmbH & Co. KG, αλλά η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο αυτό το γράφημα δύναται να τεκμηριώσει την ύπαρξη πλεονεκτημάτων από οικονομίες κλίμακας και από την αγοραστική δύναμη κατόπιν της συγκέντρωσης.

444    Στηριζόμενη στη μελέτη BET, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις που απάντησαν στην έρευνα αναμένουν ότι η αγορά θα είναι κλειστή στην εμφάνιση νέων επιχειρηματιών. Ωστόσο, η εν λόγω έρευνα έχει περιορισμένη σημασία και αποδεικτική αξία για την εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 205 ανωτέρω. Εξάλλου, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις υπ’ αριθ. 62, 63, 65 και 71 δεν είναι ικανές να αντικρούσουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, όπως αναφέρονται στη σκέψη 439 ανωτέρω, όσον αφορά την απουσία φραγμών εισόδου και την άφιξη νέων ανταγωνιστών στην αγορά.

445    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο η μελέτη LBD και η μελέτη BET είναι ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά την έλλειψη επηρεασμού των αγορών υπηρεσιών μέτρησης και, κυρίως, την έλλειψη ευλογοφανούς χαρακτήρα των ισχυρισμών σχετικά με τις οικονομίες κλίμακας. Πράγματι, η Επιτροπή αμφισβήτησε, στο σημείο 363 της προσβαλλόμενης απόφασης, τον ισχυρισμό ότι μόνον ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις δύνανται να παρέχουν υπηρεσίες εκμετάλλευσης έξυπνων μετρητών κατά τρόπο οικονομικά αποδοτικό. Η Επιτροπή διαπίστωσε, συναφώς, ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν μάλλον απίθανο, διότι, κατ’ αρχάς, ο εξοπλισμός των πυλών έξυπνων μετρητών και η αναγκαία υποδομή παρέχονταν από διάφορους ανεξάρτητους προμηθευτές, περαιτέρω, για την εμπορική εκμετάλλευση χρειάζονταν τουλάχιστον 100 000 έως 300 000 έξυπνοι μετρητές, αριθμός που αντιπροσώπευε μικρό ποσοστό του συνολικού αριθμού των μετρητών, επιπλέον, οι προμηθευτές με λιγότερους μετρητές μπορούσαν πάντοτε να επιδιώξουν συνεργασίες προκειμένου να επιτύχουν μεγαλύτερες κλίμακες και, τέλος, η είσοδος στην αγορά μεγάλων επιχειρήσεων εκτός του ενεργειακού τομέα έδειχνε ότι η είσοδος στην αγορά και, ως εκ τούτου, ο ανταγωνισμός ήταν δυνατοί.

446    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την αγορά των υπηρεσιών μέτρησης.

2)      Επί της αγοράς της ηλεκτροκίνησης

447    Όσον αφορά την αγορά της ηλεκτροκίνησης, κατά πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού εκτός αυτοκινητοδρόμων σε τοπικό επίπεδο.

448    Συναφώς, κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 381 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων όσον αφορά τους σταθμούς επαναφόρτισης για τα ηλεκτρικά οχήματα εκτός αυτοκινητοδρόμων στη Γερμανία ήταν μικρότερο του 20 %, τούτο δε ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται χωριστή αγορά για τους σταθμούς κανονικής επαναφόρτισης και τους σταθμούς ταχείας επαναφόρτισης. Εν συνεχεία, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 384 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις εκμεταλλεύονταν πολύ λίγους δημόσιους σταθμούς υπερταχείας επαναφόρτισης εκτός αυτοκινητοδρόμων και ότι πολλοί σημαντικοί ανταγωνιστές, όπως η Allego, η EnBW ή η IONITY, σχεδίαζαν να επεκταθούν στους σταθμούς υπερταχείας επαναφόρτισης, με μέγεθος παρόμοιο ή μεγαλύτερο εκείνου των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο σημείο 385 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, σε εθνική κλίμακα, υπήρχαν πολλοί ανταγωνιστές υφιστάμενοι και μελλοντικοί, όπως η Deutsche Telekom ή η Volkswagen, και ότι η τελευταία είχε επίσης ανακοινώσει την πρόθεσή της να εισέλθει στην αγορά της ηλεκτροκίνησης και σχεδίαζε να κατασκευάσει δημόσιους σταθμούς επαναφόρτισης για ηλεκτρικά οχήματα στις εγκαταστάσεις των 4 000 συνεργαζόμενων αντιπροσωπειών αυτοκινήτων και πρατηρίων καυσίμων στην Ευρώπη. Τέλος, στο σημείο 386 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, ακόμη και στις 16 τοπικές ζώνες εκτός αυτοκινητοδρόμων που είχε προσδιορίσει, στις οποίες το συνολικό μερίδιο αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων υπερέβαινε το 25 % ή το δέλτα του δείκτη Herfindahl-Hirschman ήταν άνω του 150, η συγκέντρωση δεν ήταν ικανή να παρεμποδίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι, πρώτον, άλλοι ανταγωνιστές, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που ειδικεύονται στην ηλεκτροκίνηση και των δημοτικών επιχειρήσεων, ήταν παρόντες σε αυτές, δεύτερον, σε ορισμένες από τις περιοχές αυτές, οι ανταγωνιστές είχαν ανακοινώσει ότι σχεδίαζαν να επεκταθούν, τρίτον, η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας που συνδέεται με τη συγκέντρωση ήταν συχνά χαμηλότερη του 10 % των μεριδίων αγοράς και, τέταρτον, σε ορισμένες από τις ζώνες οι οποίες βρίσκονταν σε άμεση γειτνίαση με μεγάλες πόλεις ή άλλους δήμους υφίστατο, εξ αυτού του γεγονότος, ανταγωνιστική πίεση.

449    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε συνεκτική και ολοκληρωμένη ανάλυση των στοιχείων ανταγωνισμού από τη σκοπιά της μικρότερης δυνατής αγοράς, ιδίως υπό το πρίσμα των μεριδίων αγοράς των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, της ανταγωνιστικής τους εγγύτητας, της δομής της αγοράς και των φραγμών εισόδου στην αγορά, συμπεριλαμβάνοντας στην ανάλυσή της και την περίπτωση των σταθμών επαναφόρτισης εκτός αυτοκινητοδρόμων.

450    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα σχετικά με τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συγκέντρωσης στην αγορά της ηλεκτροκίνησης. Για παράδειγμα, βάσει της μελέτης BET, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι οι μικροί προμηθευτές δεν θα είναι σε θέση να αναπτύξουν ένα εθνικό δίκτυο επαναφόρτισης, δεύτερον, ότι οι οικονομίες κλίμακας που επιτυγχάνει η E.ON λόγω της συγκέντρωσης θα επιφέρουν αποτέλεσμα αποκλεισμού ανταγωνιστών από την αγορά και, τρίτον, ότι η εξαφάνιση της innogy εξαλείφει το μεγαλύτερο μέρος του ανταγωνισμού.

451    Συναφώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δεν θα παρεμπόδιζε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό λόγω οριζόντιων μη συντονισμένων αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τις αλληλεπικαλύψεις των δραστηριοτήτων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στις αγορές εγκατάστασης και εκμετάλλευσης σταθμών επαναφόρτισης εκτός αυτοκινητοδρόμων στη Γερμανία, ιδίως για τους λόγους που εκτίθενται λεπτομερώς στη σκέψη 448 ανωτέρω.

452    Ως προς τις διαπιστώσεις της προσφεύγουσας που στηρίζονται στη μελέτη ΒΕΤ, πέραν της περιορισμένης σημασίας και αποδεικτικής αξίας της μελέτης αυτής (βλ. σκέψη 205 ανωτέρω), πρέπει να προστεθεί ότι η μελέτη δεν είναι επαρκώς αντιπροσωπευτική της κατάστασης του ανταγωνισμού στην αγορά της ηλεκτροκίνησης, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες είναι μόνον επιχειρήσεις παροχής ενέργειας και ΔΣΔ, ενώ στον τομέα αυτό δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις που προέρχονται από άλλους τομείς, όπως η Deutsche Telekom, η Volkswagen, η Ionity, η Shell και η BP, καθώς και επιχειρήσεις που ειδικεύονται στην ηλεκτροκίνηση, όπως οι Fastned, eLoaded, ChargePoint και Allego.

453    Η προσφεύγουσα αναφέρει επίσης ότι, σύμφωνα με τη σελίδα 19 της παρουσίασης της LBD Beratungsgesellschaft που αποτυπώνει την κατάσταση της αγοράς στις 9 Ιανουαρίου 2019, το μερίδιο αγοράς της E.ON μετά τη συγκέντρωση ανέρχεται ήδη σε 33 %. Από την παρουσίαση αυτή προκύπτει ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς της E.ON και της innogy είναι μάλλον 21,2 %. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί από πού προκύπτει η διαφορά του 12 %. Εξάλλου, η παρουσίαση αυτή στην οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα δείχνει επίσης την παρουσία πολλών ανταγωνιστών με σημαντικά μερίδια αγοράς, όπως η [εμπιστευτικό]. Τα ποσοστά αυτά βρίσκονται εντός του εύρους των εκτιμήσεων της Επιτροπής και συνάδουν με τα συμπεράσματα της Επιτροπής, η οποία θεωρεί ότι τα μερίδια αγοράς της E.ON μετά τη συγκέντρωση δεν θα υπερβούν το 20 % και ότι υπάρχουν αρκετοί ανταγωνιστές στην αγορά.

454    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα απλώς χρησιμοποιεί τα δικά της στοιχεία χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν είναι ορθά. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 434 ανωτέρω, δεν αρκεί η προσφεύγουσα να χρησιμοποιεί στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να αποδείξει την πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία φέρεται να υπέπεσε η Επιτροπή, χωρίς να προσκομίζει οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να καταδείξει ότι η συνεκτίμηση των στοιχείων στην προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εκ μέρους της Επιτροπής. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή ήταν εσφαλμένα.

455    Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η Monopolkommission (Επιτροπή Μονοπωλίων, Γερμανία) επισήμανε, στο πλαίσιο της έβδομης τομεακής έκθεσής της για την ενέργεια για το 2019, ανησυχητικές περιφερειακές συγκεντρώσεις και έλλειψη ανταγωνισμού σε τοπικό επίπεδο. Επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι η έκθεση εκδόθηκε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορούσε να βρίσκεται στη διάθεση της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, δεν ασκεί επιρροή στην αξιολόγηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 194 ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, η επισκόπηση της αγοράς που αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη έκθεση δεν θέτει σε καμία περίπτωση υπό αμφισβήτηση την ανάλυση των τοπικών παραγόντων όπως αυτή περιγράφεται λεπτομερώς στη σκέψη 448 ανωτέρω. Το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι, από τις σελίδες 96 επ. της έκθεσης αυτής, προκύπτει ότι η αγορά της ηλεκτροκίνησης είναι αναδυόμενη αγορά. Ειδικότερα, από το σημείο 244 της έκθεσης προκύπτει ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, «είναι βεβαίως αδύνατο να προβλεφθεί η μελλοντική εξέλιξη της ηλεκτρικής κινητικότητας». Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει ποια συγκεκριμένα στοιχεία του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκ μέρους της Επιτροπής.

456    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά την αγορά της ηλεκτροκίνησης.

457    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η τρίτη αιτίαση, που αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων επί της αγοράς των υπηρεσιών μέτρησης και της ηλεκτροκίνησης.

δ)      Επί της τέταρτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων των λύσεων για τους πελάτες βάσει των δεδομένων των πελατών

458    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τις λύσεις για τους πελάτες βάσει των δεδομένων στον τομέα της ενέργειας παρά μόνον κατά τρόπο πολύ συνοπτικό, ιδίως όσον αφορά τα μεγάλα σύνολα δεδομένων, καθώς και τα πρωτοποριακά πακέτα προϊόντων, στα σημεία 428 έως 432 της προσβαλλόμενης απόφασης.

459    Πρώτον, όσον αφορά τα μεγάλα δεδομένα, η βελτίωση της πρόσβασης σε ένα ευρύ φάσμα δεδομένων, ιδίως στο πλαίσιο του πολλαπλασιασμού των έξυπνων μετρητών και της δημιουργίας μιας αγοράς αΔΣΜ, αποτελεί ουσιώδη παράγοντα ανταγωνιστικότητας, στο μέτρο που τα δεδομένα αυτά διευκολύνουν την κατανόηση των αναγκών των καταναλωτών και την καλύτερη προσαρμογή των προϊόντων και των υπηρεσιών στους πελάτες. Συναφώς, η E.ON έχει μεγαλύτερη γνώση όσον αφορά τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, τη συμπεριφορά των χρηστών ως προς τη χρήση και επαναφόρτιση των υποδομών επαναφόρτισης και την ανταγωνιστική διαχείριση των σταθμών μέτρησης. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς τα ζητήματα αυτά.

460    Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, η E.ON έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όσον αφορά τις πρωτοποριακές λύσεις και τα πακέτα παροχών.

461    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ισχυρή παρουσία των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων στην αγορά μετά τη συγκέντρωση θα διευκολύνει τις διασταυρούμενες πωλήσεις.

462    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON, προβάλλει ότι εξέτασε επαρκώς τα αποτελέσματα των λύσεων για τους πελάτες βάσει των δεδομένων των πελατών χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτίμησης.

463    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ανέλυσε άλλες θεωρίες περί ζημίας στο σημείο 7.4 της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Επιτροπή ανέλυσε, μεταξύ άλλων, τις θεωρίες περί ζημίας που συνδέονται με την πρόσβαση στα δεδομένα πελατών στα σημεία 422 έως 427 και τα πακέτα παροχών που συνδέονται με την ενέργεια στα σημεία 428 έως 435.

464    Πρώτον, όσον αφορά την πρόσβαση σε δεδομένα, η Επιτροπή διαπίστωσε, στη σκέψη 423 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η E.ON δεν θα είχε πρόσβαση, κατόπιν της συγκέντρωσης, σε περισσότερα διαφορετικά είδη δεδομένων σε σχέση με τα δεδομένα που καθεμία από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις είχε ήδη στη διάθεσή της πριν τη συγκέντρωση, αλλά ότι θα είχε πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες του ίδιου είδους. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι το γεγονός ότι θα είχε στη διάθεσή της περισσότερες πληροφορίες του ίδιου είδους δεν είχε κατ’ ανάγκην προστιθέμενη αξία και ότι οι οικονομίες κλίμακας που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις εν λόγω πληροφορίες θα ήταν περιορισμένες. Ομοίως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στα σημεία 424 και 425 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η πρώτη έρευνα αγοράς κατέδειξε ότι υπήρχε σημαντική αβεβαιότητα ως προς την ελάχιστη ποσότητα και το είδος δεδομένων που απαιτούνται για την ανάπτυξη νέων ενεργειακών λύσεων. Εξάλλου, η Επιτροπή ανέλυσε τον κίνδυνο αποκλεισμού από την αγορά και διαπίστωσε ότι από την πρώτη έρευνα αγοράς προέκυπτε ότι αρκετοί ανταγωνιστές, συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών επιχειρήσεων, προσέφεραν ή ανέπτυσσαν ήδη διαφόρων ειδών λύσεις επί τη βάσει των δεδομένων, είτε μόνοι τους είτε σε συνεργασία με άλλους φορείς. Επίσης, από την πρώτη έρευνα αγοράς και από τα εσωτερικά έγγραφα των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων προέκυπτε ότι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Google, η Amazon, η Samsung, η Bosch, η Phillips, προσέφεραν ήδη, επίσης σε συνεργασία με μικρούς παρόχους λιανικής προμήθειας ενέργειας, υπηρεσίες ή προϊόντα που συνδέονται με το έξυπνο σπίτι και τα δεδομένα, ή εξέταζαν το ενδεχόμενο να το πράξουν. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε, στο σημείο 427 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο της συλλογής και χρήσης δεδομένων θα έπρεπε να μειώσει τον κίνδυνο καταχρηστικής συμπεριφοράς ή συμπεριφοράς που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις εκ μέρους κάθετα ολοκληρωμένων επιχειρήσεων.

465    Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε επαρκώς την πρόσβαση σε δεδομένα πελατών, αλλά δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η E.ON θα ήταν σε θέση να ενεργεί διαφορετικά μετά τη συγκέντρωση σε σχέση με το διάστημα πριν τη συγκέντρωση, δεδομένης της ήδη εκτεταμένης πρόσβασής της σε δεδομένα πελατών. Η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει, επίσης, αποδεικτικά στοιχεία ως προς την πραγματική ζημία που θα προέκυπτε από προσφορές καλύτερα προσαρμοσμένες στους πελάτες. Εξάλλου, η παροχή καλύτερα προσαρμοσμένων προσφορών θα μπορούσε, αφ’ εαυτής, να είναι επωφελής για τους καταναλωτές, υπό την προϋπόθεση ότι δεν οδηγεί σε μονοπώληση της αγοράς με τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Κατά συνέπεια, ελλείψει αποδείξεων περί ενδεχόμενων αποτελεσμάτων αποκλεισμού, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

466    Δεύτερον, όσον αφορά τις πρωτοποριακές λύσεις και τα πακέτα παροχών, η Επιτροπή επισήμανε, στα σημεία 432 έως 435 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι πολλοί ανταγωνιστές, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μικρών επιχειρήσεων, προσέφεραν ή ανέπτυσσαν ήδη επί του παρόντος πακέτα παροχών, δεδομένου ότι η έννοια της ομαδοποίησης προϊόντων είναι συνήθης στον τομέα. Επισήμανε ότι οι εν λόγω ανταγωνιστές προσέφεραν αυτά τα πακέτα παροχών μόνοι τους ή σε συνεργασία με άλλους, ότι ορισμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις έδειχναν ενδιαφέρον για τα πακέτα παροχών και τις ενεργειακές πλατφόρμες και ότι ήταν πιθανό ότι διέθεταν ικανότητα για τη διενέργεια διασταυρούμενων πωλήσεων και οικονομικούς πόρους συγκρίσιμους με εκείνους των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων. Τέλος, επισήμανε ότι ορισμένες από τις επιχειρήσεις αυτές ήταν μεγάλες, οικονομικά ισχυρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν ήδη στις λεγόμενες αγορές «Business-to-Consumer» (B2C), δηλαδή επιχειρήσεις που απευθύνονται σε μεμονωμένους καταναλωτές σε άλλες αγορές, και ως εκ τούτου διέθεταν ήδη μεγάλη πελατειακή βάση η οποία θα μπορούσε να είναι αποδέκτης διασταυρούμενων πωλήσεων.

467    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν παρέχει καμία ένδειξη σχετικά με τις πληροφορίες που θεωρεί ότι είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και από τις οποίες θα ήταν δυνατό να συναχθεί ότι η οικονομική ισχύς της E.ON, οι ομαδοποιημένες ή οι διασταυρούμενες πωλήσεις ή, γενικότερα, οι πρωτοποριακές λύσεις που θα προέκυπταν από τη συγκέντρωση θα μπορούσαν να έχουν αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Επίσης, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να διαψεύσει την παρουσία και είσοδο στην αγορά ανταγωνιστών ικανών να ασκήσουν ανταγωνιστική πίεση στις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ή την απουσία αποδεικτικών στοιχείων περί ύπαρξης εμποδίων στην είσοδο ή στην επέκταση στην αγορά. Η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι, μετά τη συγκέντρωση, το χαρτοφυλάκιο της E.ON θα διευρυνόταν λόγω της απόκτησης μη διαθέσιμων έως τότε ικανοτήτων. Αντιθέτως, υπήρχε γεωγραφική συμπληρωματικότητα των χαρτοφυλακίων της E.ON και της innogy πριν από τη συγκέντρωση, με αποτέλεσμα, μετά τη συγκέντρωση, η E.ON να έχει την ίδια παραγωγική ικανότητα, αλλά σε περισσότερες τοποθεσίες. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας συνιστούν ατεκμηρίωτες υποθέσεις που δεν πληρούν τις απαιτήσεις περί του απαιτούμενου επιπέδου απόδειξης.

468    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η τέταρτη αιτίαση, που αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων των λύσεων για τους πελάτες βάσει των δεδομένων των πελατών.

ε)      Επί της πέμπτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την κατανομή των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας που αποφάσισαν η RWE και η E.ON

469    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η κατανομή, μεταξύ της E.ON και της RWE, των σταδίων της αλυσίδας αξίας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά απαγορευμένο περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

470    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την RWE, ισχυρίζεται ότι δεν διέθετε καμία ένδειξη περί παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

471    Όσον αφορά την προβαλλόμενη κατανομή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που απορρέει από τη συνολική πράξη συγκέντρωσης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, με την πράξη αυτή, η RWE και η E.ON κατένειμαν πλήρως την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπερ συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

472    Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, ο κανονισμός αυτός είναι ο μόνος που εφαρμόζεται στις συγκεντρώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 αυτού, για τις οποίες ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), δεν τυγχάνει, κατ’ αρχήν, εφαρμογής. Αντιθέτως, ο κανονισμός 1/2003 έχει εφαρμογή στη συμπεριφορά επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια του κανονισμού 139/2004, μπορεί όμως να καταλήξει σε μεταξύ τους συντονισμό αντίθετο προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και η οποία, εξ αυτού του λόγου, υπόκειται στον έλεγχο της Επιτροπής ή των εθνικών αρχών ανταγωνισμού (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Austria Asphalt, C‑248/16, EU:C:2017:643, σκέψεις 32 και 33).

473    Το γεγονός ότι το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αφορά πράξη συγκέντρωσης δεν αμφισβητείται. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ είναι αλυσιτελής.

στ)    Επί της έκτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των δεσμεύσεων

474    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι δεσμεύσεις που πρότεινε η E.ON και οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές από την Επιτροπή περιορίζονται, όσον αφορά τη Γερμανία, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση και στην αγορά σταθμών επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων στους αυτοκινητοδρόμους και ότι δεν είναι ικανές να άρουν τις υφιστάμενες αμφιβολίες ως προς τον ανταγωνισμό.

475    Πρώτον, η μεταβίβαση περίπου 260 000 πελατών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση αφορά μια αγορά διαφορετική από την αγορά λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, στην οποία η συγκέντρωση φέρεται να προκαλεί ζημία στον ανταγωνισμό.

476    Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, η παύση εκμετάλλευσης 34 σταθμών επαναφόρτισης σε αυτοκινητοδρόμους, επί συνόλου 11 000 σταθμών και άνω που κατείχε η E.ON πριν από τη συγκέντρωση, δεν έχει κανένα προστατευτικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα.

477    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη διότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ποιες θα ήταν οι αναγκαίες υποχρεώσεις. Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν απαιτούνταν πρόσθετες υποχρεώσεις.

478    Πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά την οποία η εν λόγω αιτίαση είναι απαράδεκτη διότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ποιες θα ήταν οι αναγκαίες υποχρεώσεις.

479    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει για ποιον λόγο οι εκτιμήσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένες (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, T‑251/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:296, σκέψη 438).

480    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Η έκθεση των ισχυρισμών πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής προκειμένου να παρέχει τη δυνατότητα στον μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Ως εκ τούτου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, με αποτέλεσμα η αφηρημένη επίκληση του λόγου αυτού να μην αρκεί για την πλήρωση των επιταγών του Κανονισμού Διαδικασίας. Ανάλογα στοιχεία απαιτούνται οσάκις προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, T‑251/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:296, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

481    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται απλώς ότι οι δεσμεύσεις δεν επιλύουν τα προβλήματα ανταγωνισμού, αλλά δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι αυτό συμβαίνει και δεν παρέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι δεσμεύσεις δεν επαρκούν για την άμεση και αποτελεσματική επίλυση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν κατά τη διαδικασία ελέγχου της συγκέντρωσης, χωρίς να είναι αναγκαία η αποστολή κοινοποίησης αιτιάσεων.

482    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι δεσμεύσεις που πρότεινε η E.ON ήταν τέτοιες ώστε να καθιστούν τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά. Συνεπώς, δεν κατέστησε δυνατό στην Επιτροπή να προετοιμάσει επαρκώς την άμυνά της, ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την ανάλυση των δεσμεύσεων που πρότεινε η E.ON.

483    Συνεπώς, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

ζ)      Συμπέρασμα επί του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

484    Δεδομένου ότι όλες οι αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν, το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

6.      Συμπέρασμα

485    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των τελικών δεσμεύσεων, η συγκέντρωση δεν ήγειρε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004.

486    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η EVH GmbH φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η E.ON SE και η RWE AG.

van der Woude

Svenningsen

Mac Eochaidh

Martín y Pérez de Nanclares

 

      Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.


2      Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.