Language of document : ECLI:EU:T:2011:45

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος F 1-LIVE – Προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα, προγενέστερα λεκτικά εθνικά σήματα και προγενέστερο λεκτικό διεθνές σήμα F 1 και F 1 Formula 1 – Απόρριψη της ανακοπής από το τμήμα προσφυγών – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Στην υπόθεση T‑10/09,

Formula One Licensing BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους B. Klingberg και K. Sandberg, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στην οποία επιτράπηκε να υπεισέλθει στη θέση της Racing-Live SAS, και αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ,

Global Sports Media Ltd, με έδρα το Hamilton (Βερμούδες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους T. de Haan και J.-J. Evrard και, εν συνεχεία, από τον T. de Haan, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 16ης Οκτωβρίου 2008 (υπόθεση R 7/2008‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Racing-Live SAS και Formula One Licensing BV,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και N. Wahl (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2009,

το απαντητικό υπόμνημα του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαρτίου 2009,

το απαντητικό υπόμνημα της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Απριλίου 2009,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 10ης Ιουνίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 13 Απριλίου 2004, η Racing-Live SAS υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής και επίμαχο σήμα) είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 16, 38 και 41 του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση των σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 16: «Περιοδικά, φυλλάδια, βιβλία[,] με το σύνολο των προϊόντων αυτών να σχετίζεται με τη Φόρμουλα 1»·

–        κλάση 38: «Επικοινωνίες και διανομή βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων μέσω τερματικών ηλεκτρονικών υπολογιστών[,] με το σύνολο των προϊόντων αυτών να σχετίζεται με τη Φόρμουλα 1»·

–        κλάση 41: «Ηλεκτρονική δημοσίευση βιβλίων, περιοδικών και περιοδικών εκδόσεων· πληροφόρηση σχετικά με την ψυχαγωγία· διοργάνωση διαγωνισμών στο διαδίκτυο· κρατήσεις θέσεων για θεάματα· παίγνια [on-line,] με το σύνολο των υπηρεσιών αυτών να σχετίζεται με τη Φόρμουλα 1».

4        Αυτή η αίτηση καταχωρίσεως δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 5/2005, της 31ης Ιανουαρίου 2005.

5        Στις 2 Μαΐου 2005, η προσφεύγουσα, Formula One Licensing BV, άσκησε ανακοπή δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, προβάλλοντας την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5, του κανονισμού 207/2009).

6        Η ανακοπή στηριζόταν, συγκεκριμένα, στις ακόλουθες προγενέστερες καταχωρίσεις:

–        τρεις καταχωρίσεις του λεκτικού σημείου F 1: το σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο της διεθνούς καταχωρίσεως αριθ. 732134, της 20ής Δεκεμβρίου 1999, η οποία παράγει αποτελέσματα στη Δανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ουγγαρία, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 16, 38 και 41 που καλύπτουν κατ’ ουσία τα αντίστοιχα της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, της γερμανικής καταχωρίσεως αριθ. 30007412, της 10ης Μαΐου 2000, για υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 41 και αντιστοιχούν στην περιγραφή: «διοργάνωση αθλητικών εκδηλώσεων», και της καταχωρίσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο αριθ. 2277746D, της 13ης Αυγούστου 2001, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 16 («χαρτί, κάρτες, χαρτόνι, εξοπλισμός εκτυπώσεως, ζωγραφικής και σχεδίου· κατάλογοι») και 38 («υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών· ηλεκτρονική διαβίβαση δεδομένων, εικόνες και ήχοι μέσω τερματικών και δικτύων πληροφορικής»)·

–        καταχώριση αριθ. 631531 του κάτωθι αναπαριστώμενου εικονιστικού κοινοτικού σήματος, της 19ης Μαΐου 2003, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 16, 38 και 41 που αφορούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τα οποία προσδιορίζει το επίμαχο σήμα:

Image not found

7        Η ανακοπή στηριζόταν στο σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών που κάλυπταν τα προγενέστερα σήματα και στρεφόταν κατά του συνόλου των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος.

8        Η προσφεύγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί ότι όλα τα σήματα των οποίων είναι δικαιούχος έχουν ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα λόγω της από μακρού χρόνου χρήσεώς τους σε σχέση με ποικίλα προϊόντα και υπηρεσίες.

9        Με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2007, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, στηριζόμενο αποκλειστικώς στην προγενέστερη διεθνή καταχώριση αριθ. 732134. Διαπίστωσε ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσδιορίζουν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι παρόμοια ή πανομοιότυπα και ότι υπάρχει ένας μεσαίος βαθμός ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, οπότε συντρέχει κίνδυνος συγχύσεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

10      Στις 14 Δεκεμβρίου 2007, η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009) κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Έκρινε ότι, ακόμη και αν τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες ήσαν πανομοιότυπα ή παρόμοια, δεν συνέτρεχε κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, του επίμαχου σήματος με τα σήματα των οποίων δικαιούχος είναι η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι υπάρχουν εμφανείς διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Επιπλέον, κατά την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, το ενδιαφερόμενο κοινό το οποίο αποτελείται από συνήθεις καταναλωτές και επαγγελματίες χρήστες θα αντιλαμβανόταν τον συνδυασμό του γράμματος «f» και του ψηφίου «1» ως την ονομασία γένους μιας κατηγορίας αγωνιστικών αυτοκινήτων και, κατ’ επέκταση, των αγώνων με τέτοια αυτοκίνητα. Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φήμη των προγενέστερων σημάτων αφορούσε αποκλειστικώς και μόνον το στοιχείο «f 1» του καταχωρισμένου υπ’ αριθ. 631531 σήματος.

12      Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, μολονότι το προγενέστερο εικονιστικό σήμα μπορεί να είναι εννοιολογικά φορτισμένο, καθόσον προκαλεί συνειρμούς σχετικούς με τεχνολογία αιχμής, αποκλειστικότητα και πολυτέλεια, εντούτοις μοναδικός φορέας του μηνύματος αυτού είναι το στοιχείο «f 1» ως λογότυπος. Πάντως, λίγοι καταναλωτές θα απέδιδαν διακριτικό χαρακτήρα στη σύντμηση «F 1», αν δεν συνοδευόταν από τον ως άνω λογότυπο. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι κανένα στοιχείο του επίμαχου σήματος δεν θυμίζει στο κοινό τον λογότυπο αυτόν και ότι, ως εκ τούτου, το επίμαχο σήμα δεν θα παρασιτούσε εις βάρος των προγενέστερων σημάτων, ούτε θα έβλαπτε τη φήμη τους, ούτε θα παρείχε στον δικαιούχο του τη δυνατότητα να αντλήσει αθέμιτο όφελος από τη θετική τους εικόνα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα·

–        να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ.

15      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Με τηλεομοιοτυπία της 8ης Ιουνίου 2010, η Racing-Live και η Global Sports Media Ltd ενημέρωσαν το Γενικό Δικαστήριο ότι η πρώτη μεταβίβασε στη δεύτερη τα δικαιώματά της επί του επίμαχου σήματος και ζήτησαν να επιτραπεί στην Global Sports Media, ως νέα δικαιούχο του εν λόγω σήματος, να υπεισέλθει στη θέση της αρχικής δικαιούχου στην παρούσα διαδικασία. Καθόσον το ΓΕΕΑ δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν έχει συναφώς αντιρρήσεις, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το σχετικό αίτημα, όπως σημειώθηκε και στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

 Σκεπτικό

 1.     Επί του παραδεκτού των εγγράφων που προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

17      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι τα παραρτήματα A 6 έως A 10 του δικογράφου της προσφυγής δεν προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ, οπότε πρέπει να κριθούν απαράδεκτα.

18      Κατά πάγια νομολογία, η προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έχει ως σκοπό να ελεγχθεί η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών κατά το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65 του κανονισμού 207/2009), οπότε έργου του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το φως εγγράφων τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του. Πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς να έχουν προηγουμένως προβληθεί ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ μπορούν να θίξουν τη νομιμότητα μιας τέτοιας αποφάσεως μόνον αν το ΓΕΕΑ όφειλε να τα λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2004, T‑115/03, Samar κατά ΓΕΕΑ – Grotto (GAS STATION), Συλλογή 2004, σ. II‑2939, σκέψη 13, και της 24ης Νοεμβρίου 2005, T‑346/04, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), Συλλογή 2005, σ. II‑4891, σκέψη 19].

19      Εν προκειμένω, τα παραρτήματα A 6 έως A 10 συνιστούν στοιχεία τα οποία ουδέποτε προσκομίστηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ και πρέπει, κατά συνέπεια, να κριθούν απαράδεκτα, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αποδεικτική τους ισχύς, ούτε να αναπτύξουν οι διάδικοι περαιτέρω παρατηρήσεις συναφώς (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση ARTHUR ET FELICIE, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 2.     Επί της ουσίας

20      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως που αφορούν, αντιστοίχως, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του επίμαχου σήματος με τα προγενέστερα σήματα, τα οποία χαίρουν πολύ μεγάλης φήμης.

22      Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες ήσαν, στην πλειονότητά τους, πανομοιότυπα και, κατά τα λοιπά, εξαιρετικά όμοια. Ακολούθως, το τμήμα προσφυγών κακώς εκτίμησε ότι ο συνδυασμός του γράμματος «f» και του ψηφίου «1» με εντελώς κοινά τυπογραφικά στοιχεία δεν θα γινόταν αντιληπτός από το κοινό ως εμπορικό σήμα λόγω της φερόμενης ως γενικής και περιγραφικής του φύσεως και της υποτιθέμενης ελλείψεως οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα. Επιπλέον, δεδομένου ότι το στοιχείο «F 1» είναι το κυρίαρχο στο επίμαχο σήμα, υπάρχει μεγάλη ομοιότητα σε οπτικό, φωνητικό και εννοιολογικό επίπεδο μεταξύ των προγενέστερων λεκτικών σημάτων και του σήματος αυτού και, επομένως, συντρέχει κίνδυνος συγχύσεως, ακόμη και αν τα προγενέστερα λεκτικά σήματα δεν διέθεταν παρά μόνον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Τέλος, υφίσταται επίσης, κατά την άποψή της, κίνδυνος συγχύσεως του επίμαχου σήματος με το εικονιστικό κοινοτικό σήμα F 1 Formula 1, καθόσον αυτό έχει ιδιαιτέρως ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα.

23      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

24      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, δεν γίνεται δεκτή η καταχώριση του σήματος αν, λόγω της ταυτότητας ή ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και λόγω της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής εντός της οποίας προστατεύεται το προγενέστερο σήμα.

25      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από επιχειρήσεις οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως εκτιμάται σφαιρικά, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα σημεία όσο και τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

26      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει τόσο ταυτότητα ή ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων όσο και ταυτότητα ή ομοιότητα των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Πρόκειται δηλαδή για σωρευτικές προϋποθέσεις [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 2009, T‑316/07, Commercy κατά ΓΕΕΑ – easyGroup IP Licensing (easyHotel), Συλλογή 2009, σ. II‑43, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

27      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών κατέληξε, με τη σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι ο κίνδυνος συγχύσεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων έπρεπε, επομένως, να εξεταστεί σε σχέση με αυτό το κοινό. Το ως άνω συμπέρασμα, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε εξάλλου ούτε από τους διαδίκους, πρέπει να γίνει δεκτό, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως.

28      Ακολούθως, όσον αφορά την ομοιότητα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, αρκεί η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δραστηριότητες της παρεμβαίνουσας σχετικά με την πώληση έντυπου υλικού και με την επικοινωνία μέσω διαδικτύου (ήτοι με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των κλάσεων 16 και 38), ήσαν ίδιες με τις αντίστοιχες της προσφεύγουσας και ότι οι υπηρεσίες δημοσιεύσεως και ψυχαγωγίας on-line στον τομέα της φόρμουλα 1 (ήτοι οι υπηρεσίες της κλάσεως 41) ήσαν όλως παρεμφερείς με εκείνες που παρέχει η προσφεύγουσα.

29      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν παρέλειψε να εκτιμήσει τον βαθμό ομοιότητας των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η αιτίαση που προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

30      Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι δεν υφίσταται ούτε έντονη ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων ούτε κίνδυνος συγχύσεως.

–       Επί της συγκρίσεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων και του τρόπου με τον οποίο τα αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό

31      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σημεία αυτά, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των προεχόντων και κυρίαρχων στοιχείων τους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Κατά την εκτίμηση της ομοιότητας δύο σημάτων δεν είναι δυνατό να λαμβάνεται απλώς και μόνον υπόψη ένα από τα στοιχεία σύνθετου σήματος και να γίνεται σύγκρισή του με άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση αυτή, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως σύνολο, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στη συνολική εντύπωση που προκαλεί σύνθετο σήμα στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού να κυριαρχούν ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που το απαρτίζουν (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το κυρίαρχο στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα συνθετικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα (προαναφερθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 42, και απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42). Τούτο μπορεί να συμβαίνει ιδίως όταν το ως άνω στοιχείο είναι ικανό να κυριαρχεί, αυτό καθαυτό, στην εικόνα του σήματος την οποία συγκρατεί στη μνήμη του το ενδιαφερόμενο κοινό, κατά τρόπον ώστε όλα τα υπόλοιπα συνθετικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα για τη συνολική εντύπωση που προκαλεί το εν λόγω σήμα (προαναφερθείσα απόφαση Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 43).

33      Πάντως, πέραν της συνήθους περιπτώσεως κατά την οποία ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται το σήμα ως σύνολο και παρά το γεγονός ότι στη συνολική εντύπωση μπορεί να κυριαρχεί ένα ή περισσότερα από τα επιμέρους στοιχεία σύνθετου σήματος, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ένα προγενέστερο σήμα που χρησιμοποιείται από τρίτον σε σύνθετο σημείο το οποίο περιλαμβάνει την επωνυμία της επιχειρήσεως του τρίτου να διατηρεί αυτοτελή διακριτική δύναμη εντός του σύνθετου αυτού σημείου, χωρίς όμως να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του. Σε μια τέτοια περίπτωση, η συνολική εντύπωση που προκαλεί το σύνθετο σημείο μπορεί να οδηγήσει το κοινό την πεποίθηση ότι τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται τουλάχιστον από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2005, C‑120/04, Medion, Συλλογή 2005, σ. I‑8551, σκέψεις 30 και 31).

34      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο σήμα είναι σύνθετο, καθόσον απαρτίζεται, αφενός, από δύο λεκτικά στοιχεία, το «f 1» και το «live», τα οποία χωρίζονται με μια παύλα, και, αφετέρου, από ορισμένα εικονιστικά στοιχεία. Τα δύο λεκτικά στοιχεία πλαισιώνονται από σκούρο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ένα κυκλικό σχήμα σαν δακτύλιος όπου το λευκό χρώμα συναντά τελικά το μαύρο καθώς σκιάζεται προοδευτικά. Το στοιχείο «f 1» αναγράφεται με λευκά γράμματα στο άνω αριστερό τμήμα του ορθογωνίου παραλληλογράμμου, ενώ το στοιχείο «live» στη μέση και δεξιά, με μαύρους χαρακτήρες οι οποίοι έχουν λευκό περίγραμμα.

35      Τα προγενέστερα σήματα στα οποία στηρίχθηκε η ανακοπή είναι το εικονιστικό κοινοτικό σήμα F 1 Formula 1, καθώς και τα λεκτικά εθνικά σήματα και το λεκτικό διεθνές σήμα F 1.

36      Ως προς τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, η προσφεύγουσα προέβαλε διάφορα επιχειρήματα με σκοπό να αναγνωριστεί ότι το στοιχείο «F 1» είναι το κυρίαρχο στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Υπενθύμισε επίσης ότι η σύντμηση F 1, με κοινά τυπογραφικά στοιχεία, έχει καταχωριστεί σε πλείονες χώρες. Επιπλέον, αμφισβήτησε την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι η εν λόγω σύντμηση δεν έχει παρά ασθενή διακριτικό χαρακτήρα και ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο ο συνδυασμός του γράμματος «f» και του ψηφίου «1» να γίνει αντιληπτός από το ενδιαφερόμενο κοινό ως εμπορικό σήμα.

37      Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει το ζήτημα του κυρίαρχου στοιχείου για την εκτίμηση της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν πριν από τη σύγκριση των ως άνω σημάτων.

38      Διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών κατέληξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, πρώτον, το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιλαμβανόταν τον συνδυασμό του γράμματος «f» και του ψηφίου «1» ως σύντμηση του όρου φόρμουλα 1, ο οποίος υποδηλώνει γενικώς μια κατηγορία αγωνιστικών αυτοκινήτων και, κατ’ επέκταση, τους αγώνες με τέτοια αυτοκίνητα (σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεύτερον, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα μπορούσε να αντιληφθεί το στοιχείο «f 1» του καταχωρισμένου υπ’ αριθ. 631531 κοινοτικού σήματος ως το σήμα το οποίο χρησιμοποιεί η προσφεύγουσα για τις εμπορικές της δραστηριότητες στον τομέα των αγώνων με αυτοκίνητα της φόρμουλα 1 (σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το τμήμα προσφυγών συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ του στοιχείου «f 1» ως απλού συνδυασμού ενός γράμματος και ενός ψηφίου και του λογοτύπου F 1 (σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

39      Το συμπέρασμα αυτό πρέπει να γίνει δεκτό.

40      Πρώτον, από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχει η δικογραφία προκύπτει ότι η στρατηγική της προσφεύγουσας στον τομέα της προωθήσεως κατά τα δέκα τελευταία έτη αφορά αποκλειστικώς και μόνο τον λογότυπο F 1, ήτοι το υπ’ αριθ. 631531 εικονιστικό κοινοτικό σήμα, και ότι, στο πλαίσιο χορηγήσεως αδειών εκμεταλλεύσεως, έχει δώσει έμφαση στον λογότυπο αυτόν, επιβάλλοντας την τήρηση κατευθυντήριων γραμμών καθώς και οδηγιών σχεδιασμού, προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιόμορφη χρήση των ως άνω σημάτων.

41      Μέσω της εφαρμογής των αυστηρών αυτών κανόνων η προσφεύγουσα μπόρεσε να εξασφαλίσει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται παγίως το στοιχείο «f 1» ως αναπαράσταση του λογοτύπου F 1.

42      Διαπιστώνεται, πάντως, ότι η προσφεύγουσα δεν έχει επιβάλει την τήρηση κανόνων όσον αφορά ενδεχόμενες λοιπές χρήσεις του στοιχείου «f 1», πέραν του λογοτύπου F 1, όπως στην περίπτωση της διεθνούς καταχωρίσεως αριθ. 732134. Δεν αμφισβητείται, ούτως ή άλλως, ότι το στοιχείο «f 1» χρησιμοποιείται πάντοτε, είτε από την προσφεύγουσα είτε από τους δικαιούχους αδειών, σε συνδυασμό με τον λογότυπο F 1 (πλην των περιπτώσεων στις οποίες ο λογότυπος είναι αδύνατο να αναπαραχθεί λόγω της ίδιας της φύσεως του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας).

43      Δεύτερον, από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα, ιδίως δε από τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεως που διεξήχθη στη Γερμανία και από τη δήλωση ενός μάρτυρα, προκύπτει ότι το ευρύ κοινό γνωρίζει ότι «F 1» είναι η σύντμηση που χρησιμοποιείται συνήθως στην πράξη για τον όρο «φόρμουλα 1», ο οποίος υποδηλώνει μια κατηγορία αγωνιστικών αυτοκινήτων και, κατ’ επέκταση, τους αγώνες με τέτοια αυτοκίνητα. Επιπλέον, ο όρος «φόρμουλα 1» αποτελεί γενική ονομασία ενός αθλήματος με αγωνιστικά αυτοκίνητα και το κοινό δεν συσχετίζει τον ως άνω όρο συγκεκριμένα με τους αγώνες που διοργανώνει ο όμιλος στον οποίο ανήκει η προσφεύγουσα, αλλά, γενικώς, με την ανώτατη κατηγορία οποιωνδήποτε αγώνων ταχύτητας με αυτοκίνητα. Μάλιστα, δεν υφίσταται άλλη λέξη ή έκφραση κατάλληλη να προσδιορίσει αυτό το είδος αθλητικής δραστηριότητας.

44      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν βάλλει κατά της διαπιστώσεως του τμήματος προσφυγών ότι ο όρος «φόρμουλα 1» αποτελεί τη συνήθη έκφραση που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να υποδηλώσει τα αγωνιστικά αυτοκίνητα και, κατ’ επέκταση, τους αγώνες με τέτοια αυτοκίνητα και ότι F 1 είναι η ευρέως γνωστή σύντμηση της ως άνω εκφράσεως. Επιπροσθέτως, τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία, ιδίως δε τα έγγραφα που είχε επισυνάψει στην προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη δήλωση του μάρτυρα, καταδεικνύουν επίσης ότι η σύντμηση F 1 μπορεί να χρησιμοποιηθεί περιγραφικώς. Συνεπώς, η σύντμηση F 1 συνιστά ονομασία γένους, όπως ακριβώς και ο όρος «φόρμουλα 1».

45      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το κοινό δεν θα θεωρήσει, κατά κανόνα, τυχόν περιγραφικό στοιχείο το οποίο αποτελεί τμήμα ενός σύνθετου σήματος ως το διακριτικό και κυρίαρχο στοιχείο στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το εν λόγω σήμα [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2007, T‑434/05, Gateway κατά ΓΕΕΑ – Fujitsu Siemens Computers (ACTIVY Media Gateway), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

46      Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα έχει καταχωριστεί ως εθνικό ή διεθνές σήμα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να είναι εν πολλοίς περιγραφικό ή, με άλλα λόγια, να διαθέτει εγγενώς ασθενή μόνο διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Οκτωβρίου 2009, T‑146/08, Deutsche Rockwool Mineralwoll κατά ΓΕΕΑ – Redrock Construction (REDROCK), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

47      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το κύρος διεθνούς ή εθνικού σήματος, εν προκειμένω των σημάτων της προσφεύγουσας, δεν είναι δυνατό να προσβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, αλλά μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, η οποία έχει κινηθεί στο οικείο κράτος μέλος [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Νοεμβρίου 2008, T‑7/04, Shaker κατά ΓΕΕΑ – Limiñana y Botella (Limoncello della Costiera Amalfitana shaker), Συλλογή 2008, σ. II‑3085, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

48      Εντούτοις, το ΓΕΕΑ όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να εξετάσει με ποιον τρόπο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το στοιχείο «f 1» στο πλαίσιο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

49      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων και λαμβανομένων υπόψη των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν αντιλαμβάνεται το στοιχείο «f 1», όπως απαντά στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ως διακριτικό στοιχείο, αλλά ως στοιχείο που χρησιμοποιείται για περιγραφικούς σκοπούς.

50      Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι το στοιχείο «f 1», με κοινά τυπογραφικά στοιχεία, έχει ασθενή μόνο διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες και ότι η ενδεχόμενη φήμη του χρησιμοποιούμενου εντός της Ένωσης εικονιστικού κοινοτικού σήματος συνδέεται, κατ’ ουσία, με τον ίδιο τον λογότυπο.

51      Η προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 33 απόφαση Medion, την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Εν προκειμένω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το σημείο F 1 δεν διατηρεί αυτοτελή διακριτική δύναμη εντός του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, δεδομένου ότι, όπως ήδη διαπιστώθηκε, το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το «f 1» ως περιγραφικό στοιχείο του εν λόγω σήματος.

52      Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι το στοιχείο «F 1» έχει ιδιαιτέρως ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα και ότι, ακόμη και με κοινά τυπογραφικά στοιχεία, χαίρει εξίσου μεγάλης φήμης με τον λογότυπο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ομοίως, η ουσιαστική χρήση των προγενέστερων λεκτικών εθνικών σημάτων και του προγενέστερου διεθνούς λεκτικού σήματος δεν συνάγεται, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τα σχετικά με τον λογότυπο F 1 προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

–       Επί της συγκρίσεως του επίμαχου σήματος με τα προγενέστερα εθνικά λεκτικά σήματα και το προγενέστερο διεθνές λεκτικό σήμα F 1

53      Εν προκειμένω, τα προγενέστερα εθνικά σήματα και το προγενέστερο διεθνές σήμα είναι λεκτικά και αποτελούνται από το στοιχείο «f 1», ενώ το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι σύνθετο (βλ. ανωτέρω σκέψη 34).

54      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων λόγω του κοινού τους στοιχείου «f 1». Διαφέρουν όμως, από οπτικής απόψεως, λόγω του μεγέθους τους, της παρουσίας της λέξεως «live» και του γεγονότος ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιλαμβάνει και εικονιστικό στοιχείο.

55      Από φωνητικής απόψεως, επισημαίνεται ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελείται από δύο λέξεις ενώ τα προγενέστερα σήματα από μία. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ύπαρξη μίας επιπλέον λέξεως, η οποία προφέρεται, εντός του επίμαχου σήματος αντισταθμίζει ως έναν βαθμό το κοινό στοιχείο «f 1». Ωστόσο, στο μέτρο που τα αντιπαρατιθέμενα σήματα περιέχουν αμφότερα το στοιχείο «f 1», το οποίο είναι και το πρώτο που προφέρεται εντός του επίμαχου σήματος, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι υφίσταται ορισμένος βαθμός ομοιότητας από φωνητικής απόψεως.

56      Από εννοιολογικής απόψεως, πρέπει να τονιστεί ότι το προγενέστερο σήμα υποδηλώνει ένα συγκεκριμένο είδος αγωνιστικών αυτοκινήτων, ήτοι τα αυτοκίνητα της φόρμουλα 1, και μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι αναφέρεται εμμέσως και στους αγώνες ταχύτητας της φόρμουλα 1. Το επίμαχο σήμα φέρει το ίδιο μήνυμα, όμως η προσθήκη της λέξεως «live», η οποία παραπέμπει στη ζωντανή κάλυψη ή την απευθείας αναμετάδοση γεγονότος, το καθιστά εννοιολογικώς πλουσιότερο από το προγενέστερο σήμα. Επομένως, μολονότι η ύπαρξη του κοινού λεκτικού στοιχείου «f 1» συνεπάγεται ότι τα αντιπαρατιθέμενα σήματα ομοιάζουν ως προς κάποια σημεία σε εννοιολογικό επίπεδο, εντούτοις αυτός ο βαθμός ομοιότητας παραμένει μικρός.

57      Κατά την άποψη του τμήματος προσφυγών, δεδομένου ότι οι καταναλωτές, αφενός, δεν πρόκειται να συνδέσουν το επιμέρους στοιχείο «f 1» του επίμαχου σήματος με την προσφεύγουσα, καθόσον το μοναδικό σημείο το οποίο έχουν μάθει να συσχετίζουν με την προσφεύγουσα είναι ο λογότυπος του σήματος F 1 Formula 1, και όχι ο αναπαριστώμενος με κοινά τυπογραφικά στοιχεία, και, αφετέρου, θα θεωρήσουν το σημείο F 1 με τα κοινά τυπογραφικά στοιχεία ως σύντμηση του όρου «formule 1», ήτοι ως περιγραφική ένδειξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγχύσεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

58      Επομένως, πρέπει ακολούθως να γίνει σύγκριση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση με το εικονιστικό κοινοτικό σήμα F 1 Formula 1 της προσφεύγουσας.

–       Επί της συγκρίσεως του επίμαχου σήματος με το προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα F 1 Formula 1

59      Όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση έχει σαφείς διαφορές με το προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα F 1 Formula 1 ως προς τη γενική τους διάταξη. Στο επίμαχο σήμα το «f» και το «1» είναι όρθια και χωριστά, ενώ στο εν λόγω προγενέστερο σήμα τα στοιχεία αυτά κλίνουν προς τα δεξιά και είναι γραμμένα ώστε στο μεταξύ τους διάστημα να σχηματίζεται η μορφή του αριθμητικού ψηφίου. Επιπλέον, τα δύο αυτά στοιχεία προβάλλουν μέσα από έντονη χρωματική αντίθεση. Στο δεξί τμήμα του σήματος υπάρχουν αχνές ευθείες γραμμές ως αναπαράσταση, κατά πάσα πιθανότητα, της ταχύτητας. Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, από οπτικής απόψεως, ουδεμία ομοιότητα υπάρχει μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

60      Από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως, τα αποτελέσματα της σχετικής εξέτασης ταυτίζονται με εκείνα της αναλύσεως του στοιχείου F 1 ως λεκτικού σημείου (βλ. ανωτέρω σκέψεις 55 και 56), οπότε υφίσταται συναφώς ορισμένος βαθμός ομοιότητας.

61      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, λόγω της ελλείψεως οπτικής ομοιότητας και του γεγονότος ότι η ομοιότητα τόσο από φωνητικής όσο και από εννοιολογικής απόψεως είναι περιορισμένη, αρκεί η διαπίστωση ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι δεν συνέτρεχε κίνδυνος συγχύσεως των επίδικων σημάτων, διότι δεν τίθεται, για το ενδιαφερόμενο κοινό, ζήτημα συγχύσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση με το σήμα της προσφεύγουσας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καθόσον στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού το σημείο F 1 έχει τον χαρακτήρα έννοιας γένους, το κοινό αυτό θα θεωρήσει μεν οπωσδήποτε ότι το επίμαχο σήμα σχετίζεται με τη φόρμουλα 1, πλην όμως, λόγω της εντελώς διαφορετικής διατάξεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, δεν θα το συνδέσει με τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας.

62      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε το επιχείρημά της ότι το κοινό στοιχείο, δηλαδή το «F 1», αρκεί για να θεμελιωθεί στην αντίληψη του κοινού ένας σύνδεσμος μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε επίσης να εξετάσει αν η χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα μπορούσε να προσπορίσει αθέμιτο όφελος από τη φήμη και τον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων και να ζημιώσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον δικαιούχο τους.

64      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

65      Από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι η εφαρμογή του εξαρτάται από τις τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα πρέπει να είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια, δεύτερον, το προγενέστερο σήμα στο οποίο στηρίζεται η ανακοπή πρέπει να χαίρει φήμης του και, τρίτον, πρέπει να υπάρχει κίνδυνος είτε αντλήσεως αθέμιτου οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος είτε προκλήσεως βλάβης στα στοιχεία αυτά από τη χωρίς εύλογη αιτία χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές, η δε απουσία μίας από αυτές αρκεί για να καταστεί η εν λόγω διάταξη ανεφάρμοστη [απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαΐου 2005, T‑67/04, Spa Monopole κατά ΓΕΕΑ – Spa-Finders Travel Arrangements (SPA‑FINDERS), Συλλογή 2005, σ. II‑1825, σκέψη 30].

66      Πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οι περιπτώσεις προσβολών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, οσάκις συντρέχουν, συνιστούν επακόλουθο της υπάρξεως ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, λόγω της οποίας το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει τα σήματα αυτά, δηλαδή τα συνδέει μεταξύ τους, χωρίς κατ’ ανάγκην να τα συγχέει (βλ. κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, C‑252/07, Intel Corporation, Συλλογή 2008, σ. I‑8823, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Όπως προκύπτει από το σημείο 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το σημείο σε σχέση με το οποίο η προσφεύγουσα απέδειξε την ύπαρξη χρήσεως και, ενδεχομένως, φήμης είναι αποκλειστικώς εκείνο που έχει αποτελέσει αντικείμενο της υπ’ αριθ. 631531 κοινοτικής καταχωρίσεως, ήτοι ο λογότυπος. Επομένως, τίθεται, πρώτον, το ζήτημα αν τα αντιπαρατιθέμενα εικονιστικά σήματα είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια. Συγκεκριμένα, ο διακριτικός χαρακτήρας και η φήμη του προγενέστερου σημείου στηρίζονται στην πλασματική σύντηξη του γράμματος «f» και του ψηφίου «1», όπως αναπαριστώνται σε έντονη χρωματική αντίθεση. Η παρουσία του γράμματος «f» και του ψηφίου «1» εντός του επίμαχου σήματος δεν αρκεί αυτή καθαυτή, δεδομένου ότι στερείται παντελώς διακριτικού χαρακτήρα, για να στηρίξει το συμπέρασμα ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Κατά συνέπεια, παρά την ύπαρξη ορισμένης ομοιότητας τόσο από φωνητικής όσο και από εννοιολογικής απόψεως, πρέπει να γίνει δεκτό το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι κανένα στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν θυμίζει στο κοινό τον λογότυπο F 1, εφόσον τα αντιπαρατιθέμενα σήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν παρόμοια.

68      Δεδομένου ότι μία από τις προαναφερθείσες στην ανωτέρω σκέψη 65 σωρευτικές προϋποθέσεις δεν πληρούται, παρέλκει η απόφανση επί του ζητήματος αν συντρέχει εν προκειμένω η τρίτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

69      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι επίσης απορριπτέος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Formula One Licensing BV στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Παπασάββας

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.