Language of document : ECLI:EU:C:2018:193

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 20ής Μαρτίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/6/ΕΚ – Χειραγώγηση της αγοράς – Κυρώσεις – Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα διοικητική κύρωση και ποινική κύρωση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 50 – Αρχή ne bis in idem – Ποινικός χαρακτήρας της διοικητικής κυρώσεως – Ύπαρξη μίας και της αυτής παραβάσεως – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Περιορισμοί στην αρχή ne bis in idem – Προϋποθέσεις»

Στην υπόθεση C-537/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Garlsson Real Estate SA, υπό εκκαθάριση,

Stefano Ricucci,

Magiste International SA

κατά

Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (Consob),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, T. von Danwitz (εισηγητή), A. Rosas και E. Levits, προέδρους τμήματος, E. Juhász, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, S. Rodin, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Μαΐου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Garlsson Real Estate SA, υπό εκκαθάριση, o S. Ricucci καθώς και η Magiste International SA, εκπροσωπούμενοι από τον M. Canfora, avvocato,

–        η Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (Consob), εκπροσωπούμενη από τους A. Valente, S. Providenti και P. Palmisano, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. Galluzzo και τον P. Gentili, avvocati dello Stato,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και D. Klebs,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, R. Troosters και T. Scharf,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Garlsson Real Estate SA, υπό εκκαθάριση, του Stefano Ricucci καθώς και της Magiste International SA και, αφετέρου, της Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (εθνικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς, Ιταλία) (στο εξής: Consob), με αντικείμενο τη νομιμότητα διοικητικού προστίμου που τους επιβλήθηκε για παραβάσεις της νομοθεσίας περί χειραγωγήσεως της αγοράς.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η ΕΣΔΑ

3        Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα», ορίζει τα εξής:

«1.      Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού.

2.      Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.

3.      Καμιά απόκλιση από αυτό το άρθρο δεν επιτρέπεται με βάση το άρθρο 15 της Σύμβασης.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

4        Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ 2003, L 96, σ. 16), τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε κάθε πρόσωπο να προβαίνει σε χειραγώγηση της αγοράς. Οι συμπεριφορές που στοιχειοθετούν χειραγώγηση της αγοράς προσδιορίζονται στο άρθρο 1, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας.

5        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα αυτά να είναι αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά.»

 Το ιταλικό δίκαιο

6        Το άρθρο 185 του decreto legislativo n. 58 – Testo unico delle disposizioni in materia di intermediazione finanziaria, ai sensi degli articoli 8 e 21 della legge 6 febbraio 1996, n. 52 (νομοθετικού διατάγματος 58, ενιαίο κείμενο των διατάξεων σχετικά με τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, κατά την έννοια των άρθρων 8 και 21 του νόμου της 6ης Φεβρουαρίου 1996, n° 52), της 24ης Φεβρουαρίου 1998 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 71, της 26ης Μαρτίου 1998), όπως τροποποιήθηκε με τον legge n. 62 – Disposizioni per l’adempimento di obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia alle Comunità europee. Legge comunitaria 2004 (νόμο 62 περί διατάξεων σχετικών με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν για την Ιταλία από το γεγονός ότι ανήκει στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Κοινοτικός νόμος του 2004), της 18ης Απριλίου 2005 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 76, της 27ης Απριλίου 2005) (στο εξής: TUF), που επιγράφεται «Χειραγώγηση της αγοράς», ορίζει τα εξής:

«1.      Τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έως έξι ετών και με πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες ευρώ έως πέντε εκατομμύρια ευρώ όποιος διαδίδει ψευδή στοιχεία ή προβαίνει σε εικονικές συναλλαγές ή άλλες παράτυπες ενέργειες δυνάμενες να προκαλέσουν ουσιώδη μεταβολή της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων.

2.      Το δικαστήριο δύναται να αυξήσει το ύψος του προστίμου έως το τριπλάσιο του [προβλεπόμενου ποσού] ή έως και το δεκαπλάσιο της αξίας του αντληθέντος από την παράβαση προϊόντος ή ωφελήματος, όταν, λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας της παραβατικής συμπεριφοράς, των προσωπικών χαρακτηριστικών του παραβάτη ή της αξίας του αντληθέντος προϊόντος ή ωφελήματος, το ύψος του προστίμου δεν θα ήταν επαρκές έστω και αν επιβαλλόταν το ανώτατο ποσό.»

7        Το άρθρο 187ter του TUF, που επιγράφεται «Χειραγώγηση της αγοράς», έχει ως εξής:

«1.      Υπό την επιφύλαξη των ποινικών κυρώσεων, όταν η πράξη συνιστά ποινικό αδίκημα, τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες ευρώ έως πέντε εκατομμύρια ευρώ όποιος, διά των μέσων μαζικής ενημερώσεως, περιλαμβανομένου του Διαδικτύου, ή με οιοδήποτε άλλο μέσο, διαδίδει πληροφορίες, φήμες ή ψευδείς ή παραπλανητικές ειδήσεις παρέχουσες ή δυνάμενες να παράσχουν ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα.»

[…]

3.      Υπό την επιφύλαξη των ποινικών κυρώσεων, όταν η πράξη συνιστά ποινικό αδίκημα, τιμωρείται με το διοικητικό πρόστιμο που προβλέπεται στο εδάφιο 1 οποιοσδήποτε προβαίνει σε:

[…]

c)      συναλλαγές ή εντολές αγοραπωλησίας μετερχόμενος τεχνάσματα ή κάθε άλλου είδους παραπλανητική μεθόδευση ή μέσο:

[…]

5.      Τα διοικητικά πρόστιμα που προβλέπουν οι προηγούμενες παράγραφοι επαυξάνονται έως το τριπλάσιο του [προβλεπόμενου ποσού] ή έως και το δεκαπλάσιο της αξίας του αντληθέντος από την παράβαση προϊόντος ή ωφελήματος, όταν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του παραβάτη ή της αξίας του αντληθέντος προϊόντος ή ωφελήματος ή λόγω επιπτώσεων της παραβάσεως στην αγορά, οι κυρώσεις δεν θα ήταν επαρκείς έστω και αν επιβαλλόταν το ανώτατο ποσό.

[…]»

8        Το άρθρο 187decies του TUF, που επιγράφεται «Σχέσεις με τη δικαιοσύνη», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Ευθύς ως λάβει γνώση κάποιας από τις παραβάσεις του κεφαλαίου II, η εισαγγελική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον πρόεδρο της [Consob].

2.      Ο πρόεδρος της [Consob] διαβιβάζει στην εισαγγελική αρχή, με αιτιολογημένη έκθεση, τα αποδεικτικά έγγραφα που συνέλεξε στο πλαίσιο της έρευνάς του στην περίπτωση που αποκαλυφθούν στοιχεία από τα οποία εικάζεται η ύπαρξη παραβάσεως. Ο φάκελος διαβιβάζεται στην εισαγγελική αρχή το αργότερο έως το πέρας της έρευνας για τη διαπίστωση των παραβάσεων περί των οποίων διαλαμβάνουν οι διατάξεις του κεφαλαίου III του παρόντος τίτλου.

3.      Η [Consob] και η δικαστική αρχή συνεργάζονται μεταξύ τους, και δια της ανταλλαγής πληροφοριών, με σκοπό να καταστεί ευχερέστερη η διαπίστωση των παραβάσεων του παρόντος τίτλου, ακόμη και όταν οι παραβάσεις αυτές δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα. […]»

9        Το άρθρο 187duodecies, παράγραφος 1, του TUF, που επιγράφεται «Σχέσεις μεταξύ της ποινικής διαδικασίας και των διαδικασιών διοικητικού χαρακτήρα και ανακοπής», ορίζει τα εξής:

«Η διοικητική διαδικασία ελέγχου και η διαδικασία ανακοπής […] δεν δύνανται να ανασταλούν εκκρεμούσης της ποινικής διαδικασίας η οποία έχει ως αντικείμενο τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή περιστατικά από τη διαπίστωση των οποίων εξαρτάται ο χαρακτηρισμός της πράξεως.»

10      Το άρθρο 187terdecies του TUF, που επιγράφεται «Εκτέλεση προστίμων και χρηματικών ποινών στην ποινική δίκη», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όταν για την ίδια πράξη επιβλήθηκε κατά του αυτουργού ή του νομικού προσώπου διοικητικό πρόστιμο […] το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω του ποινικού αδικήματος εισπράττεται μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό που εισπράχθηκε από τη διοικητική αρχή.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2007, η Consob επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους 10,2 εκατομμυρίων ευρώ στον S. Ricucci καθώς και στη Magiste International και την Garlsson Real Estate, ως εις ολόκληρον ευθυνόμενους για την καταβολή του ποσού αυτού.

12      Κατά την απόφαση αυτή, ο S. Ricucci προέβη, κατά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίοδο, σε χειρισμούς με σκοπό να ελκύσει την προσοχή στους τίτλους της RCS MediaGroup SpA και, με τον τρόπο αυτόν, να στηρίξει την τιμή των τίτλων αυτών προς ίδιον όφελος. Η Consob θεώρησε ότι οι ενέργειες αυτές είχαν ως συνέπεια την αφύσικη εξέλιξη των εν λόγω τίτλων και ότι, ως εκ τούτου, συνιστούσαν χειραγώγηση της αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 187ter, παράγραφος 3, στοιχείο c, του TUF.

13      Το επίμαχο στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης διοικητικό πρόστιμο προσβλήθηκε από τον S. Ricucci καθώς και από τις Magiste International και Garlsson Real Estate ενώπιον του Corte d’appello di Roma (εφετείου Ρώμης, Ιταλία). Με απόφαση της 2ας Ιανουαρίου 2009, το δικαστήριο αυτό έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή μειώνοντας το εν λόγω διοικητικό πρόστιμο στα 5 εκατομμύρια ευρώ. Άπαντες οι διάδικοι της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία).

14      Για τις ενέργειες που περιγράφονται στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως ασκήθηκαν επίσης ποινικές διώξεις κατά του S. Ricucci, που είχαν ως αποτέλεσμα την καταδίκη του, με απόφαση του Corte di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης, Ιταλία) της 10ης Δεκεμβρίου 2008, κατά τη διαδικασία συμβιβασμού, σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών και έξι μηνών επί τη βάσει του άρθρου 185 του TUF. Η ποινή αυτή μειώθηκε εν συνεχεία στα τρία έτη, αργότερα δε ήρθη λόγω αμνηστίας. Η εν λόγω δικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη.

15      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, στην ιταλική έννομη τάξη, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ ποινικών και διοικητικών κυρώσεων.

16      Το δικαστήριο αυτό διατηρεί εντούτοις αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα, μετά από την απόφαση του Corte di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης) της 10ης Δεκεμβρίου 2008, της διαδικασίας για την επιβολή του επίμαχου στο πλαίσιο της κύριας δίκης διοικητικού προστίμου με το άρθρο 50 του Χάρτη, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ.

17      Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, ενώ η απόφαση αυτή εξομοιώνεται, στην ιταλική έννομη τάξη, με ποινική καταδικαστική απόφαση, το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 187ter του TUF είναι ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την απόφασή του της 4ης Μαρτίου 2014, Grande Stevens κ.λπ. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2014:0304JUD001864010). Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι οι προσαπτόμενες στον S. Ricucci ενέργειες στο πλαίσιο αυτής της διοικητικής διαδικασίας είναι οι ίδιες με αυτές επί τη βάσει των οποίων του επιβλήθηκε η ποινική κύρωση.

18      Εκτιμώντας ότι η εφαρμογή του άρθρου 187ter του TUF στο πλαίσιο της διαφοράς στην κύρια δίκη εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας της διατάξεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο απηύθυνε ερώτημα στο Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία).

19      Με απόφαση της 12ης Μαΐου 2016, το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε απαράδεκτο το ερώτημα περί συνταγματικότητας, για τον λόγο ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είχε διευκρινίσει, προηγουμένως, τις σχέσεις μεταξύ της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και της ιδίας αυτής αρχής όπως αυτή εφαρμόζεται στο πλαίσιο των καταχρήσεων αγοράς δυνάμει του δικαίου της Ένωσης. Περαιτέρω, θεώρησε ότι τίθεται το ζήτημα κατά πόσον η αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης, τυγχάνει ευθέως εφαρμοστέα στο εσωτερικό νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της εθνικής νομοθεσίας, η δυνατότητα κινήσεως διοικητικής διαδικασίας με αντικείμενο πράξη (παράνομη συμπεριφορά χειραγωγήσεως της αγοράς) για την οποία υπάρχει ήδη αμετάκλητη ποινική καταδίκη σε βάρος του ιδίου προσώπου;

2)      Δύναται εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει ευθέως τις αρχές του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την αρχή “ne bis in idem” βάσει του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της εθνικής νομοθεσίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

21      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 50 του Χάρτη, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου κατά προσώπου λόγω παράνομης συμπεριφοράς χειραγωγήσεως της αγοράς για την οποία υπάρχει ήδη αμετάκλητη ποινική καταδίκη σε βάρος του.

22      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, τα κράτη μέλη επιβάλλουν, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να επιβάλουν ποινικές κυρώσεις, διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις με αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα κατά των προσώπων που ευθύνονται για χειραγώγηση της αγοράς.

23      Από τα στοιχεία που περιέχει η διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 187ter του TUF θεσπίστηκε προκειμένου να μεταφερθούν στο ιταλικό δίκαιο αυτές οι διατάξεις της οδηγίας 2003/6. Συνεπώς, η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης διοικητική διαδικασία και το προβλεπόμενο στο εν λόγω άρθρο 187ter διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε στον S. Ricucci συνιστούν εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, πρέπει μεταξύ άλλων να σέβονται το θεμελιώδες δικαίωμα ενός προσώπου να μην δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια για την ίδια παράβαση, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη.

24      Περαιτέρω, καίτοι, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές και μολονότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η Σύμβαση, η ΕΣΔΑ δεν συνιστά εντούτοις, ενόσω η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 44, καθώς και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 52 του Χάρτη, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ του Χάρτη και της ΕΣΔΑ «χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 47, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, K., C-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Ως εκ τούτου, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη και, ιδίως, του άρθρου του 50 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Orsi και Baldetti, C-217/15 και C-350/15, EU:C:2017:264, σκέψη 15 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Το άρθρο 50 του Χάρτη ορίζει ότι «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο». Συνεπώς, η αρχή ne bis in idem απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου αυτού για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά του αυτού προσώπου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 34).

 Επί του ποινικού χαρακτήρα των διώξεων και των κυρώσεων

28      Όσον αφορά την εκτίμηση του ποινικού χαρακτήρα των διώξεων και των κυρώσεων, όπως είναι οι επίμαχες στην κύρια δίκη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τρία κριτήρια είναι κρίσιμα. Το πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παραβάσεως κατά το εθνικό δίκαιο, το δεύτερο είναι η ίδια η φύση της παραβάσεως και το τρίτο είναι ο βαθμός αυστηρότητας της κυρώσεως η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Bonda, C-489/10, EU:C:2012:319, σκέψη 37, και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 35).

29      Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των κριτηρίων αυτών, εάν οι επίμαχες στο πλαίσιο της κύριας δίκης διώξεις και ποινικές και διοικητικές κυρώσεις έχουν ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, εντούτοις το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινισθεί ότι ο ποινικός χαρακτηρισμός, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, των ποινικών διώξεων και της ποινής φυλακίσεως, που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, εις βάρος του S. Ricucci, δεν αμφισβητείται. Το ζήτημα που τίθεται, αντιθέτως, είναι κατά πόσον το διοικητικό πρόστιμο και η διοικητική διαδικασία που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης έχουν, ή όχι, ποινικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη.

31      Συναφώς, όσον αφορά το πρώτο κριτήριο που υπομνήσθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, από τη δικογραφία την οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο συνάγεται ότι το εθνικό δίκαιο χαρακτηρίζει τη διαδικασία που κατέληξε στην επιβολή της τελευταίας αυτής κυρώσεως ως διοικητική διαδικασία.

32      Εντούτοις, η εφαρμογή του άρθρου 50 του Χάρτη δεν περιορίζεται μόνο στις διώξεις και τις κυρώσεις που χαρακτηρίζονται ως «ποινικές» από το εθνικό δίκαιο, αλλά εκτείνεται –ανεξαρτήτως ενός τέτοιου χαρακτηρισμού– σε διώξεις και σε κυρώσεις οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως έχουσες ποινικό χαρακτήρα βάσει των δύο λοιπών κριτηρίων που μνημονεύθηκαν στην εν λόγω σκέψη 28.

33      Ως προς το δεύτερο κριτήριο, που αφορά αυτή καθαυτήν τη φύση της παραβάσεως, η εφαρμογή του απαιτεί να εξακριβωθεί εάν η επίμαχη κύρωση επιδιώκει, μεταξύ άλλων, κατασταλτικό σκοπό (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Bonda, C-489/10, EU:C:2012:319, σκέψη 39). Εντεύθεν συνάγεται ότι κύρωση που επιδιώκει κατασταλτικό σκοπό έχει ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη και ότι το γεγονός και μόνον ότι επιδιώκει και προληπτικό σκοπό δεν δύναται να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό της ως ποινικής κυρώσεως. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, εκ της φύσεώς τους, οι ποινικές κυρώσεις σκοπούν τόσο στην καταστολή όσο και στην πρόληψη παράνομων συμπεριφορών. Αντιθέτως, ένα μέτρο που περιορίζεται στην επανόρθωση της ζημίας την οποία προκάλεσε η οικεία παράβαση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα.

34      Εν προκειμένω, το άρθρο 187ter του TUF προβλέπει ότι οποιοσδήποτε διέπραξε χειραγώγηση αγοράς τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες ευρώ έως πέντε εκατομμύρια ευρώ, αυτή δε η κύρωση μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, όπως προκύπτει από την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, να αυξηθεί έως το τριπλάσιο του προβλεπόμενου ποσού ή έως και το δεκαπλάσιο της αξίας του αντληθέντος από την παράβαση προϊόντος ή ωφελήματος. Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρίνισε, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, ότι η εφαρμογή της κυρώσεως αυτής συνεπάγεται πάντοτε την κατάσχεση του αντληθέντος από την παράβαση προϊόντος ή ωφελήματος και των αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξή της. Φαίνεται συνεπώς ότι η εν λόγω κύρωση δεν σκοπεί μόνο στην επανόρθωση της ζημίας την οποία προκάλεσε η παράβαση, αλλά επιδιώκει και κατασταλτικό σκοπό –πράγμα που ανταποκρίνεται εξάλλου στην εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου– και έχει, ως εκ τούτου, ποινικό χαρακτήρα.

35      Όσον αφορά το τρίτο κριτήριο, πρέπει να σημειωθεί ότι διοικητικό πρόστιμο δυνάμενο να ανέλθει έως και το δεκαπλάσιο της αξίας του αντληθέντος από τη χειραγώγηση της αγοράς προϊόντος ή ωφελήματος ενέχει αυξημένο βαθμό αυστηρότητας ο οποίος δύναται να συνηγορεί υπέρ της εκτιμήσεως ότι η κύρωση αυτή είναι ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, πράγμα που εναπόκειται, εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί της υπάρξεως μίας και της αυτής παραβάσεως

36      Από το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη συνάγεται ότι αυτό απαγορεύει την άσκηση ποινικής διώξεως ή την επιβολή ποινικής κυρώσεως εις βάρος του ίδιου προσώπου περισσότερες από μία φορές, για την ίδια παράβαση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Orsi και Baldetti, C-217/15 και C‑350/15, EU:C:2017:264, σκέψη 18). Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, οι διάφορες διώξεις και κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης αφορούν το ίδιο πρόσωπο, ήτοι τον S. Ricucci.

37      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη μίας και της αυτής παραβάσεως είναι αυτό της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια ότι πρόκειται για σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή ή την αμετάκλητη καταδίκη του συγκεκριμένου προσώπου (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Kraaijenbrink, C-367/05, EU:C:2007:444, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello, C-261/09, EU:C:2010:683, σκέψεις 39 και 40). Έτσι, το άρθρο 50 του Χάρτη απαγορεύει την επιβολή, βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών, πλειόνων κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά το πέρας των διαφόρων διαδικασιών οι οποίες κινούνται για τον σκοπό αυτόν.

38      Περαιτέρω, ο νομικός χαρακτηρισμός, στο εθνικό δίκαιο, των πραγματικών περιστατικών και το προστατευόμενο έννομο συμφέρον είναι άνευ σημασίας για τη διαπίστωση περί υπάρξεως μίας και της αυτής παραβάσεως, στον βαθμό που το περιεχόμενο της προστασίας που παρέχει το άρθρο 50 του Χάρτη δεν μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών.

39      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι οι ίδιες ενέργειες, συνιστάμενες στη χειραγώγηση της προσοχής του κοινού στους τίτλους της RCS MediaGroup, οι οποίες προσήφθησαν στον S. Ricucci τόσο στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας που οδήγησε στην αμετάκλητη ποινική καταδίκη του όσο και στο πλαίσιο της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα.

40      Μολονότι, όπως υποστηρίζει η Consob με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η επιβολή ποινικής κυρώσεως κατόπιν ποινικής διαδικασίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, απαιτεί, εν αντιθέσει προς το εν λόγω διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα, ένα υποκειμενικό στοιχείο, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι η επιβολή της εν λόγω ποινικής κυρώσεως εξαρτάται από ένα πρόσθετο συστατικό στοιχείο σε σχέση προς το διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα δεν δύναται, αφ’ εαυτού, να θέσει εν αμφιβόλω την ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών. Υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, το διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα και η ποινική διαδικασία που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης φαίνεται, συνεπώς, ότι έχουν ως αντικείμενο την ίδια παράβαση.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση επιτρέπει την εξακολούθηση της διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη κατά ενός προσώπου, όπως o S. Ricucci, λόγω παράνομων ενεργειών που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς και για τις οποίες υπάρχει ήδη αμετάκλητη ποινική καταδίκη εις βάρος του. Όμως, μια τέτοια σώρευση διώξεων και κυρώσεων συνιστά περιορισμό του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο 50.

 Επί της αιτιολογίας του περιορισμού του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη

42      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση της 27ης Μαΐου 2014, Spasic (C‑129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψεις 55 και 56), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τυχόν περιορισμός της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη μπορεί να είναι δικαιολογημένος βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

43      Συμφώνως προς το άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται με τον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων. Κατά τη δεύτερη περίοδο της εν λόγω παραγράφου, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται στα εν λόγω δικαιώματα και ελευθερίες μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

44      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η δυνατότητα σωρεύσεως διώξεων και ποινικών κυρώσεων καθώς και διώξεων και διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα προβλέπεται από τον νόμο.

45      Περαιτέρω, εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σέβεται το βασικό περιεχόμενο του άρθρου 50 του Χάρτη, δεδομένου ότι επιτρέπει μια τέτοια σώρευση διώξεων και κυρώσεων μόνον υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται περιοριστικώς, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το εν λόγω άρθρο 50 δεν αναιρείται ως προς την ουσία του.

46      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον ο περιορισμός της αρχής ne bis in idem που είναι απόρροια εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος, από τη δικογραφία την οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο συνάγεται ότι αυτή η κανονιστική ρύθμιση αποβλέπει στην προστασία της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης και της εμπιστοσύνης του κοινού στα χρηματοπιστωτικά μέσα. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που προσδίδει η νομολογία του Δικαστηρίου, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, στην καταπολέμηση των παραβάσεων της απαγορεύσεως χειραγωγήσεως της αγοράς (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Spector Photo Group και Van Raemdonck, C-45/08, EU:C:2009:806, σκέψεις 37 και 42), τυχόν σώρευση διώξεων και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα μπορεί να είναι δικαιολογημένη οσάκις αυτές οι διώξεις και αυτές οι κυρώσεις επιδιώκουν, για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, πρόσθετους σκοπούς που έχουν ως αντικείμενο, ενδεχομένως, διαφορετικές πλευρές της αυτής επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

47      Συναφώς, όσον αφορά τις παραβάσεις οι οποίες συνδέονται με τη χειραγώγηση της αγοράς, είναι θεμιτό ένα κράτος μέλος να επιδιώκει, αφενός, να αποτρέψει και να καταστείλει κάθε παράβαση –είτε εκ προθέσεως είτε όχι– της απαγορεύσεως χειραγωγήσεως της αγοράς επιβάλλοντας διοικητικές κυρώσεις οριζόμενες, ενδεχομένως, κατ’ αποκοπήν και, αφετέρου, να αποτρέψει και να καταστείλει σοβαρές παραβάσεις μιας τέτοιας απαγορεύσεως, που είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για την κοινωνία και οι οποίες δικαιολογούν την επιβολή αυστηρότερων ποινικών κυρώσεων.

48      Ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αυτή απαιτεί η σώρευση διώξεων και κυρώσεων την οποία προβλέπει μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκονται από τη ρύθμιση αυτή, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα προξενούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Müller Fleisch, C-562/08, EU:C:2010:93, σκέψη 43, της 9ης Μαρτίου 2010, ERG κ.λπ., C-379/08 και C-380/08, EU:C:2010:127, σκέψη 86, καθώς και της 19ης Οκτωβρίου 2016, EL-EM-2001, C-501/14, EU:C:2016:777, σκέψεις 37 και 39 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, τα κράτη μέλη διαθέτουν ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που πρέπει να επιβάλλονται κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη χειραγώγηση της αγοράς (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Spector Photo Group και Van Raemdonck, C-45/08, EU:C:2009:806, σκέψεις 71 και 72). Ελλείψει εναρμονίσεως του δικαίου της Ένωσης στον τομέα αυτόν, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να θεσπίσουν τόσο ένα καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου οι παραβάσεις της απαγορεύσεως χειραγωγήσεως της αγοράς να μη μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διώξεων και κυρώσεων παρά μόνον άπαξ, όσο και ένα καθεστώς το οποίο να επιτρέπει τη σώρευση διώξεων και κυρώσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναλογικότητα μιας εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν αναιρείται από το γεγονός και μόνον ότι το οικείο κράτος μέλος επέλεξε να προβλέψει τη δυνατότητα μιας τέτοιας σωρεύσεως, άλλως το κράτος μέλος αυτό στερείται αυτή την ελευθερία επιλογής.

50      Κατόπιν αυτής της διευκρινίσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει μια τέτοια δυνατότητα σωρεύσεως είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού που αναφέρθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως.

51      Ως προς τον χαρακτήρα της ως απολύτως αναγκαίας, μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει, κατ’ αρχάς, να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να παρέχουν στον πολίτη τη δυνατότητα να προβλέψει ποιες πράξεις και ποιες παραλείψεις δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας τέτοιας σωρεύσεως διώξεων και κυρώσεων.

52      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία την οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, μεταξύ άλλων, το άρθρο 187ter του TUF, προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η διάδοση ψευδών πληροφοριών και η εκτέλεση εικονικών συναλλαγών, δυνάμενων να παράσχουν ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα, μπορούν να επισύρουν την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα. Συμφώνως προς αυτό το άρθρο 187ter και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 185 του TUF, τέτοιες ενέργειες μπορούν επίσης, οσάκις δύνανται πράγματι να προκαλέσουν ουσιώδη μεταβολή της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων, να επισύρουν ποινή φυλακίσεως και χρηματική ποινή.

53      Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση προβλέπει, με σαφή και ακριβή τρόπο, υπό ποιες περιστάσεις η χειραγώγηση της αγοράς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σωρεύσεως διώξεων και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα.

54      Περαιτέρω, μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει να διασφαλίζει ότι οι επιβαρύνσεις που απορρέουν, για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, από μια τέτοια σώρευση περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που εκτίθεται στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως.

55      Όσον αφορά, αφενός, τη σώρευση διαδικασιών ποινικού χαρακτήρα οι οποίες, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, διεξάγονται κατά τρόπο ανεξάρτητο, η απαίτηση που υπενθυμίστηκε στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέτει την ύπαρξη κανόνων οι οποίοι να διασφαλίζουν κάποιον συντονισμό προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται αυτή η σώρευση για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

56      Αφετέρου, η σώρευση κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα πρέπει να συνοδεύεται από κανόνες που να εξασφαλίζουν ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια απαίτηση απορρέει όχι μόνον από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, αλλά και από την αρχή της αναλογικότητας των ποινών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να προβλέπουν την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών, σε περίπτωση επιβολής δεύτερης κυρώσεως, να μεριμνούν ούτως ώστε η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων να μην υπερβαίνει τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως.

57      Εν προκειμένω, βεβαίως, η υποχρέωση συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ της εισαγγελική αρχής και της Consob που προβλέπει το άρθρο 187decies του TUF δύναται να μειώσει την επιβάρυνση που απορρέει, για το εμπλεκόμενο πρόσωπο, από τη σώρευση μιας διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα και μιας ποινικής διαδικασίας λόγω παράνομων ενεργειών που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι, στην περίπτωση που έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση δυνάμει του άρθρου 185 του TUF κατόπιν ποινικής διαδικασίας, η εξακολούθηση της διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που αναφέρθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, στον βαθμό που αυτή η ποινική καταδίκη δύναται να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό.

58      Συναφώς, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και τα οποία εκτίθενται συνοπτικώς στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, συνάγεται ότι η δυνάμενη να επισύρει ποινική καταδίκη δυνάμει του άρθρου 185 του TUF χειραγώγηση της αγοράς πρέπει να εμφανίζει μια ορισμένη βαρύτητα και ότι οι δυνάμενες να επιβληθούν βάσει της διατάξεως αυτής ποινές περιλαμβάνουν μια ποινή φυλακίσεως καθώς και μια χρηματική ποινή βάσει κλίμακας η οποία αντιστοιχεί σε αυτήν που προβλέπεται για το διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα του άρθρου 187ter του TUF.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι η εξακολούθηση μιας διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα βάσει αυτού του άρθρου 187ter βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που εκτίθεται στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, στον βαθμό που η αμετάκλητη ποινική καταδίκη θα μπορούσε, λαμβανομένης υπόψη της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία από τη διαπραχθείσα παράβαση, να καταστείλει αυτήν την παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

60      Πρέπει να προστεθεί, όσον αφορά τη σώρευση κυρώσεων την οποία επιτρέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, ότι αυτή φαίνεται να προβλέπει απλώς στο άρθρο 187terdecies του TUF ότι, οσάκις, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει επιβληθεί χρηματική ποινή και διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα, η είσπραξη της πρώτης περιορίζεται στο ποσό που υπερβαίνει το ύψος του δεύτερου. Εν προκειμένω, στον βαθμό που αυτό το άρθρο 187terdecies φαίνεται να αφορά μόνον τη σώρευση χρηματικών ποινών και όχι τη σώρευση διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα και ποινής φυλακίσεως, το εν λόγω άρθρο δεν φαίνεται να διασφαλίζει ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλόμενων κυρώσεων περιορίζεται εντός των απολύτως αναγκαίων ορίων σε σχέση προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

61      Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει, μετά από αμετάκλητη ποινική καταδίκη, υπό τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, την εξακολούθηση της διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που εκτίθεται στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, πράγμα που εναπόκειται εντούτοις στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

62      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η αμετακλήτως καταγνωσθείσα ποινή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 185 του TUF μπορεί, ενδεχομένως, να αρθεί εκ των υστέρων κατόπιν αμνηστίας, όπως τούτο φαίνεται να συνέβη στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης. Πράγματι, από το άρθρο 50 του Χάρτη συνάγεται ότι η παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία πρέπει να ωφελεί τους ήδη απαλλαγέντες ή τους καταδικασθέντες με αμετάκλητη ποινική απόφαση, περιλαμβανομένων, κατά συνέπεια, των προσώπων στα οποία επιβλήθηκε, με μια τέτοια απόφαση, ποινική κύρωση η οποία ήρθη εκ των υστέρων κατόπιν αμνηστίας. Ως εκ τούτου, η περίσταση αυτή είναι άνευ σημασίας προκειμένου να εκτιμηθεί ο χαρακτήρας μιας εθνικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη ως απολύτως αναγκαίας.

63      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την εξακολούθηση διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα λόγω παράνομων ενεργειών που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς κατά προσώπου εις βάρος του οποίου υπάρχει ήδη αμετάκλητη ποινική καταδίκη, στον βαθμό που η καταδίκη αυτή μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία από τη διαπραχθείσα παράβαση, να καταστείλει αυτήν την παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

64      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη απονέμει στους ιδιώτες ένα απευθείας εφαρμοστέο δικαίωμα στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης.

65      Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου οι οποίες επιβάλλουν σαφείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις, που δεν απαιτούν, για την εφαρμογή τους, καμία μεταγενέστερη παρέμβαση των αρχών της Ένωσης ή των εθνικών αρχών, γεννούν απευθείας δικαιώματα υπέρ των πολιτών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1969, Brachfeld και Chougol Diamond, 2/69 και 3/69, EU:C:1969:30, σκέψεις 22 και 23, καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Banks, C-390/98, EU:C:2001:456, σκέψη 91).

66      Εν προκειμένω, το δικαίωμα που το εν λόγω άρθρο 50 απονέμει στους ιδιώτες δεν συνοδεύεται, κατά το γράμμα του, από καμία προϋπόθεση και, επομένως, είναι απευθείας εφαρμοστέο στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης.

67      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 50 του Χάρτη αποφαινόμενο, στη σκέψη 45 της αποφάσεως της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C-617/10, EU:C:2013:105), ότι, κατά την εξέταση της συμβατότητας διατάξεων εσωτερικού δικαίου με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης, το εθνικό δικαστήριο το οποίο καλείται, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, να εφαρμόσει διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας.

68      Ως εκ τούτου, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη απονέμει στους ιδιώτες ένα απευθείας εφαρμοστέο δικαίωμα στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την εξακολούθηση διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα λόγω παράνομων ενεργειών που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς κατά προσώπου εις βάρος του οποίου υπάρχει ήδη αμετάκλητη ποινική καταδίκη, στον βαθμό που η καταδίκη αυτή μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία από τη διαπραχθείσα παράβαση, να καταστείλει αυτήν την παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό.

2)      Η αρχή nebisinidem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη απονέμει στους ιδιώτες ένα απευθείας εφαρμοστέο δικαίωμα στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.