Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (Ουγγαρία) στις 12 Απριλίου 2024 – Pegazus Busz Fuvarozó Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

(Υπόθεση C-262/24, Pegazus Busz)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Fővárosi Törvényszék

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Pegazus Busz Fuvarozó Kft.

Καθής: Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

Προδικαστικά ερωτήματα

Είναι σύμφωνη με τα άρθρα 167, 168, στοιχείο α΄, και 178, στοιχείο α΄, της οδηγίας ΦΠΑ 1 , καθώς και με το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο κατοχυρώνεται ως γενική αρχή του δικαίου στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), σε συνδυασμό με τις θεμελιώδεις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου η πρακτική της φορολογικής αρχής, σύμφωνα με την οποία:

α)    παρά την αναγνώριση της πραγματοποιήσεως της οικονομικής συναλλαγής που απεικονίζεται στο τιμολόγιο, το δικαίωμα του υποκειμένου στον φόρο για έκπτωση αποκλείεται για τον λόγο ότι, βάσει όλων των περιστάσεων που θεωρούνται συναφείς –όπως η συμμετοχή προστηθέντων προσώπων, οι προσωπικοί, οργανωτικοί και ιδιοκτησιακοί δεσμοί που διαπιστώθηκαν, η σχέση που διατηρεί με τους εργαζομένους το πρόσωπο που ορίζεται στην κύρια σύμβαση μεταξύ του πελάτη και της προσφεύγουσας ως υπεύθυνο για την καθημερινή επικοινωνία και το γεγονός ότι οι όροι εργασίας των εργαζομένων με τους διαδοχικούς προστηθέντες παρέμειναν αμετάβλητοι–, συνάγεται ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας δεν συνιστά νόμιμη άσκηση δικαιώματος, με συνέπεια η οικονομική δραστηριότητα να θεωρείται πλασματική και λαμβάνουσα χώρα με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος αντίθετου προς τον σκοπό της νομοθεσίας περί ΦΠΑ, μολονότι οι επίμαχες περιστάσεις απορρέουν αναπόδραστα από την ελευθερία των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, καθώς και από την αστική, εργατική και φορολογική νομοθεσία που διέπει τις συμβάσεις αυτές, και δεν συνδέονται αιτιωδώς με το δικαίωμα του υποκειμένου στον φόρο για έκπτωση του ΦΠΑ;

β)    συνιστά φοροαποφυγή το γεγονός ότι ο εκδότης του τιμολογίου καθυστερεί την καταβολή των δηλωθέντων φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, παρά το γεγονός ότι η φορολογική αρχή του παρέχει τη δυνατότητα τμηματικής καταβολής τους προς τον σκοπό ρυθμίσεως της οφειλής και εισπράττει τελικώς το οφειλόμενο ποσό στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του προστηθέντος, με αποτέλεσμα να μην υποστεί ζημία το δημόσιο, ή στοιχειοθετεί δόλια συμπεριφορά αποκλειστικά και μόνον η απόκρυψη του φόρου από τη φορολογική αρχή, ήτοι η παράλειψη υποβολής δηλώσεως και καταβολής του φόρου;

γ)    η φορολογική αρχή, επικαλούμενη το φορολογικό απόρρητο, δεν γνωστοποιεί στον υποκείμενο στον φόρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τις πράξεις που συνιστούν την προβαλλόμενη φοροαποφυγή –δηλαδή τη φύση της παραβάσεως της υποχρεώσεως καταβολής φόρων και εισφορών– και, κατά συνέπεια, δεν προσδιορίζει τον προστηθέντα στο πρόσωπο του οποίου καταλογίζεται η συγκεκριμένη παράβαση, ούτε το είδος του φόρου (ή της ασφαλιστικής εισφοράς), ούτε την έκταση και τη χρονική διάρκεια της παραβάσεως, αλλά περιορίζεται σε γενικές αναφορές επί των ανωτέρω ζητημάτων;

δ)    η φορολογική αρχή, επικαλούμενη αποκλειστικά και μόνον την ύπαρξη προσωπικών και οργανωτικών δεσμών μεταξύ του υποκειμένου στον φόρο και του προστηθέντος, όχι μόνον επιβάλλει στον υποκείμενο στον φόρο, ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως, την υποχρέωση ελέγχου (τυχόν φορολογικής οφειλής του προστηθέντος από αυτόν προσώπου), καίτοι ο υποκείμενος στον φόρο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση ούτε έχει τη σχετική δυνατότητα, αλλά, αποκλειστικά βάσει της περιστάσεως αυτής, τεκμαίρει ότι ο υποκείμενος στον φόρο γνωρίζει τη φορολογική οφειλή του προστηθέντος, χωρίς να εξετάζει επί της ουσίας το στοιχείο της γνώσεως εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο και το κατά πόσον η γνώση αυτή μπορεί να αποκτηθεί με νόμιμο (λαμβανομένου υπόψη του φορολογικού απορρήτου), πρακτικό και ορθολογικό τρόπο; Το γεγονός ότι οι προσωπικοί και οργανωτικοί δεσμοί έχουν δημιουργηθεί από ιδιώτες έχει κάποια σημασία για να θεωρηθεί η γνώση αυτή αποδεδειγμένη;

ε)    η φορολογική αρχή, χωρίς να προβεί σε ενδελεχή εξέταση της σχετικής νομικής βάσης, δεν προσδιορίζει το πρόσωπο του εργοδότη με τον οποίον ο εργαζόμενος διατηρεί σχέση εργασίας λαμβάνοντας υπόψη τη σύμβαση εργασίας που θεμελιώνει την εργασιακή σχέση, τα στοιχεία του προσώπου που καταγράφει τις εργασιακές σχέσεις ή την κοινή δήλωση εργοδοτών και εργαζομένων –η οποία επιβεβαιώνει τα έγγραφα–, αλλά με βάση την περί του αντιθέτου δήλωση δύο εργαζομένων (και ήδη πλέον μόνον ενός), τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν οι σχέσεις εργασίας με τους προηγούμενους προστηθέντες, τις ομοιότητες των συνθηκών εργασίας και τη συμπεριφορά του ασκούντος διευθυντικά καθήκοντα στον πρώτο εργοδότη, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και ο υπεύθυνος επικοινωνίας στο πλαίσιο της κύριας συμβάσεως;

στ)    η εν λόγω φορολογική αρχή εφαρμόζει κατά γράμμα τα πορίσματά της από προηγούμενες περιόδους σε μεταγενέστερες περιόδους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις μεταβολές των κρίσιμων περιστάσεων εκάστης περιόδου, και ειδικότερα την εξάλειψη των προσωπικών και οργανωτικών δεσμών, και, παρά τις εν λόγω μεταβολές, δεν εξετάζει κατά πόσον οι τελευταίες επηρέασαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα την εκτίμηση της φορολογικής αρχής ως προς την ύπαρξη καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, τον πλασματικό χαρακτήρα της οικονομικής δραστηριότητας, την ύπαρξη δόλιας συμπεριφοράς ή το στοιχείο της γνώσεως εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο;

Υπό το πρίσμα της απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, αντίκειται στα προαναφερθέντα άρθρα της οδηγίας ΦΠΑ και, ιδίως, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου νομολογία σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση διαπιστώσεως προσωπικής σχέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος και των εκδοτών των τιμολογίων, η οποία μπορεί να επηρεάσει και την εκτέλεση της τιμολογηθείσας οικονομικής συναλλαγής, μπορεί να συναχθεί, χωρίς περαιτέρω εξέταση του στοιχείου της γνώσεως εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο, ότι ο τελευταίος έχει γνώση της φοροαποφυγής που λαμβάνει χώρα ως αποτέλεσμα μη καταβολής του φόρου;

Συνάδει η προαναφερθείσα πρακτική της φορολογικής αρχής στο σύνολό της με την υποχρέωση της αρχής αυτής να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον τις αντικειμενικές περιστάσεις που σχετίζονται με την έκπτωση του ΦΠΑ ή συνάγεται ότι η εκτίμησή της βασίζεται σε τεκμήρια και υποθέσεις, λαμβανομένης επίσης υπόψη της αρχής που έχει καθιερώσει το Δικαστήριο, βάσει της οποίας οι κανόνες του εθνικού δικαίου περί αποδείξεων δεν μπορούν να υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης;

Αντιβαίνει προς το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη:

το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού, επικαλούμενο την ύπαρξη διαφορετικών πραγματικών περιστάσεων, δεν εφαρμόζει την απόφαση του Δικαστηρίου, για τον λόγο ότι το αντικείμενο της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του τελευταίου αφορούσε παράδοση αγαθών, ενώ το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς αφορά παροχή υπηρεσιών, ή για τον λόγο ότι η αντικειμενική περίσταση που προβάλλεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι μία μόνο από τις αντικειμενικές περιστάσεις που αξιολογήθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, μόνο ένα μέρος της αποφάσεως εκείνης θα μπορούσε να είναι κρίσιμο για την υπό κρίση υπόθεση;

το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού, στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας, παρεκκλίνει από την απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ως άνω υπόθεση κατόπιν υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και εκδίδει αντίθετη απόφαση, χωρίς να κινήσει το ίδιο διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και παρά τις αντιφατικές ερμηνείες του δικαίου της Ένωσης που εκτίθενται στην απόφασή του;

Λαμβανομένου υπόψη του απαραίτητου σεβασμού των δικαιωμάτων και των αρχών που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, καθώς και της υποχρεώσεως μη εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας που αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης, μπορεί δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο διατάσσεται από το δικαστήριο τελευταίου βαθμού να επαναλάβει τη διαδικασία, να παρεκκλίνει, στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής διαδικασίας, από τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει καθορίσει το δικαστήριο τελευταίου βαθμού –το οποίο πάντως δεν έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα– σε περίπτωση που κρίνει ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης, ή σε περίπτωση που, μετά την έκδοση της διατάξεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση επί του ίδιου νομικού ζητήματος σε υπόθεση με παρόμοια πραγματικά περιστατικά, η οποία είναι αντίθετη προς τη νομική ερμηνεία βάσει της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη της διαδικασίας, ή υποχρεούται το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί εκ νέου η διαδικασία να υποβάλει απαραιτήτως προδικαστικό ερώτημα στο πλαίσιο της νέας διαδικασίας, προκειμένου να παρεκκλίνει από την υποχρέωση που επιβάλλει το εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού και να εφαρμόσει τη μεταγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου;

____________

1 Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).