Language of document : ECLI:EU:C:2023:894

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C671/22

T GmbH

κατά

Bezirkshauptmannschaft Spittal an der Drau

[Αίτηση του Verwaltungsgerichtshof
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Πολιτική της Ένωσης στον τομέα των υδάτων – Οδηγία 2000/60/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ– Περιβαλλοντικοί στόχοι για τα επιφανειακά ύδατα – Υποχρέωση των κρατών μελών να μην εγκρίνουν έργο ικανό να προκαλέσει υποβάθμιση της κατάστασης υδατικού συστήματος – Παράρτημα V, σημείο 1.2.2 – Ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης του βιολογικού ποιοτικού στοιχείου “ιχθυοπανίδα”»






 Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία), το οποίο επιλήφθηκε αναιρέσεως που άσκησε η εταιρία T GmbH (στο εξής: αναιρεσείουσα), στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς με αντικείμενο την απόφαση να απορριφθεί η αίτησή της για τη χορήγηση άδειας ανέγερσης λεμβοστασίου σε λίμνη εντός του ομόσπονδου κράτους της Καρινθίας (Αυστρία), με την αιτιολογία ότι η κατάσταση των υδάτων της λίμνης αυτής δεν φαίνεται να πληροί τους όρους που θέτει το δίκαιο της Ένωσης, λόγω κακής διαχείρισης των αλιευτικών πόρων.

2.        Στην υπό κρίση υπόθεση ζητούμενο είναι να διαπιστωθεί αν ο καθορισμός της οικολογικής κατάστασης μιας λίμνης σύμφωνα με τα κριτήρια του πίνακα 1.2.2 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (2) πρέπει να γίνεται αποκλειστικώς βάσει των «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία», χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες ανθρωπογενείς επιπτώσεις.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπόγειων υδάτων, το οποίο:

α)      να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, να προστατεύει και να βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες τους σε νερό·

[…]».

4.        Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “Επιφανειακά ύδατα”: τα εσωτερικά ύδατα, εκτός των υπόγειων υδάτων· τα μεταβατικά και τα παράκτια ύδατα, εκτός εάν πρόκειται για τη χημική τους κατάσταση, οπότε περιλαμβάνουν και τα χωρικά ύδατα.

[…]

10)      “Σύστημα επιφανειακών υδάτων”: διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων, όπως π.χ. μια λίμνη, ένας ταμιευτήρας, ένα ρεύμα, ένας ποταμός ή μια διώρυγα, ένα τμήμα ρεύματος, ποταμού ή διώρυγας, μεταβατικά ύδατα ή ένα τμήμα παράκτιων υδάτων.

[…]

17)      “Κατάσταση επιφανειακών υδάτων”: η συνολική έκφραση της κατάστασης ενός επιφανειακού υδατικού συστήματος, που καθορίζεται από τις χαμηλότερες τιμές της οικολογικής και της χημικής του κατάστασης.

18)      “Καλή κατάσταση επιφανειακών υδάτων”: η κατάσταση επιφανειακού υδατικού συστήματος που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον “καλή”, τόσο από οικολογική όσο και από χημική άποψη.

[…]

21)      “Οικολογική κατάσταση”: η ποιοτική έκφραση της διάρθρωσης και της λειτουργίας υδάτινων οικοσυστημάτων που συνδέονται με επιφανειακά ύδατα, η οποία ταξινομείται σύμφωνα με το παράρτημα V.

22)      “Καλή οικολογική κατάσταση”: η κατάσταση ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων το οποίο ταξινομείται κατ’ αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με το παράρτημα V.

[…]»

5.        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιβαλλοντικοί στόχοι», ορίζει τα εξής:

«1.      Προκειμένου να καταστούν λειτουργικά τα προγράμματα για τη λήψη μέτρων που καθορίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού:

α)      για τα επιφανειακά ύδατα

i)      τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

ii)      τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του σημείου iii) για τα τεχνητά, και ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα, με σκοπό την επίτευξη μιας καλής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

[…]».

6.        Το σημείο 1.2 του παραρτήματος V της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κανονιστικοί ορισμοί για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης», ορίζει τα ακόλουθα:

«Πίνακας 1.2.            Γενικοί ορισμοί για τους ποταμούς, τις λίμνες, τα μεταβατικά ύδατα και τα παράκτια ύδατα

Στο κείμενο που ακολουθεί, δίδεται γενικός ορισμός της οικολογικής ποιότητας. Για τους σκοπούς της ταξινόμησης, οι τιμές των ποιοτικών στοιχείων της οικολογικής κατάστασης κάθε κατηγορίας επιφανειακών υδάτων είναι οι τιμές των κατωτέρω πινάκων 1.2.1. ‑ 1.2.4.

Στοιχείο

Υψηλή κατάσταση

Καλή κατάσταση

Μέτρια κατάσταση

Γενικά

Έλλειψη, ή ήσσονος μόνον σημασίας ανθρωπογενείς μεταβολές των τιμών των φυσικοχημικών και των υδρομορφολογικών ποιοτικών στοιχείων του τυπικού συστήματος επιφανειακών υδάτων σε σχέση με εκείνα που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά τον τύπο αυτόν υπό μη διαταραγμένες συνθήκες.

Οι τιμές των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων του συστήματος επιφανειακών υδάτων αντικατοπτρίζουν εκείνες που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά τον τύπο αυτόν υπό μη διαταραγμένες συνθήκες.

Υπάρχουν τυποχαρακτηριστικές συνθήκες και κοινότητες.

Οι τιμές των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων του συστήματος επιφανειακών υδάτων εμφανίζουν χαμηλού επιπέδου αλλοιώσεις λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων αλλά παραλλάσσουν μόνον ελαφρώς από τις τιμές που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά το τυπικό σύστημα επιφανειακών υδάτων υπό μη διαταραγμένες συνθήκες.

Οι τιμές των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων του συστήματος επιφανειακών υδάτων παραλλάσσουν μετρίως από τις τιμές που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά το τυπικό σύστημα επιφανειακών υδάτων υπό μη διαταραγμένες συνθήκες. Οι τιμές εμφανίζουν μέτριες αλλοιώσεις λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων και είναι σημαντικά πιο διαταραγμένες από ό,τι υπό τις συνθήκες καλής κατάστασης.


Τα ύδατα κατάστασης κάτω της μέτριας ταξινομούνται ως ελλιπούς ή κακής κατάστασης:

Τα ύδατα τα οποία εμφανίζουν ενδείξεις σημαντικών αλλοιώσεων των τιμών των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων του τυπικού συστήματος επιφανειακών υδάτων και στα οποία οι σχετικές βιολογικές κοινότητες διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνες που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά το τυπικό σύστημα επιφανειακών υδάτων υπό μη διαταραγμένες συνθήκες, ταξινομούνται ως ελλιπούς κατάστασης.

Τα ύδατα τα οποία εμφανίζουν ενδείξεις σοβαρών αλλοιώσεων των τιμών των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων του τυπικού συστήματος επιφανειακών υδάτων και από τα οποία απουσιάζει μεγάλο μέρος των σχετικών βιολογικών κοινοτήτων που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά το τυπικό σύστημα επιφανειακών υδάτων υπό μη διαταραγμένες συνθήκες, ταξινομούνται ως κακής κατάστασης.»

7.        Σε συνέχεια του ως άνω γενικού ορισμού στο σημείο 1.2 της οδηγίας 2000/60 προβλέπονται ειδικοί ορισμοί για την «οικολογική κατάσταση ποταμών» (σημείο 1.2.1), «λιμνών» (σημείο 1.2.2), «μεταβατικών υδάτων» (σημείο 1.2.3) και «παράκτιων υδάτων» (3). Σε καθεμιά από τις τέσσερις αυτές κατηγορίες, η αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης βασίζεται σε τρία στοιχεία, ήτοι σε βιολογικά ποιοτικά στοιχεία, σε υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία και σε φυσικοχημικά ποιοτικά στοιχεία, καθένα δε από τα εν λόγω ποιοτικά στοιχεία περιλαμβάνει εκτενή κατάλογο παραμέτρων.

8.        Όσον αφορά ειδικότερα τις λίμνες, ο πίνακας 1.2.2 του παραρτήματος V της ως άνω οδηγίας, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Ορισμοί της υψηλής, της καλής και της μέτριας οικολογικής κατάστασης λιμνών», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Βιολογικά ποιοτικά στοιχεία

Στοιχείο

Υψηλή κατάσταση

Καλή κατάσταση

Μέτρια κατάσταση

[…]

[…]

[…]

[…]

Ιχθυοπανίδα

Η σύνθεση και η αφθονία των ειδών αντιστοιχούν πλήρως ή σχεδόν πλήρως προς τις μη διαταραγμένες συνθήκες.

Παρουσία όλων των τυποχαρακτηριστικών ειδών που είναι ευαίσθητα στη διατάραξη.

Η κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων δεν παρουσιάζει ενδείξεις ανθρωπογενούς διατάραξης, ούτε ενδείξεις για αδυναμία αναπαραγωγής ή ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου είδους.

Ελαφρές αλλαγές της σύνθεσης και της αφθονίας των ειδών σε σχέση με τις τυποχαρακτηριστικές κοινότητες, λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία.

Η κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων παρουσιάζει ενδείξεις διατάραξης λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία, και, σε μερικές περιπτώσεις, ενδείξεις για αδυναμία αναπαραγωγής ή ανάπτυξης ορισμένων ειδών, στο μέτρο που ενδέχεται να απουσιάζουν ορισμένες κατηγορίες ηλικίας.

Η σύνθεση και η αφθονία των ειδών ιχθύων διαφέρουν μετρίως από τις τυποχαρακτηριστικές κοινότητες λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία.

Η κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων παρουσιάζει σημαντικές ενδείξεις διατάραξης λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία, στο μέτρο που ένα μέτριο ποσοστό τυποχαρακτηριστικών ειδών απουσιάζει ή απαντά με πολύ χαμηλή αφθονία.

[…]

[…]

[…]

[…]


Υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία

Στοιχείο

Υψηλή κατάσταση

Καλή κατάσταση

Μέτρια κατάσταση

[…]

[…]

[…]

[…]


Φυσικοχημικά ποιοτικά στοιχεία

Στοιχείο

Υψηλή κατάσταση

Καλή κατάσταση

Μέτρια κατάσταση

[…]

[…]

[…]

[…]


[…]»

 Το αυστριακό δίκαιο

9.        Το άρθρο 30a, παράγραφος 1, του Wasserrechtsgesetz 1959 (νόμου περί προστασίας των υδάτων του 1959), της 16ης Οκτωβρίου 1959 (4), ως ίσχυε στις 22 Νοεμβρίου 2018 (5), ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα επιφανειακά ύδατα προστατεύονται, βελτιώνονται και αποκαθίστανται για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασής τους. Η κατάσταση-στόχος στα επιφανειακά ύδατα επιτυγχάνεται όταν το σύστημα επιφανειακών υδάτων βρίσκεται τουλάχιστον σε καλή οικολογική κατάσταση και καλή χημική κατάσταση.

10.      Το άρθρο 104a, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο b, του WRG προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι τα έργα ως προς τα οποία, λόγω αλλαγών στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων ή λόγω μεταβολών της στάθμης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων, πιθανολογείται η επιδείνωση της κατάστασης ενός συστήματος επιφανειακών ή υπόγειων υδάτων, είναι σε κάθε περίπτωση έργα που αναμένεται να έχουν επιπτώσεις σε πτυχή δημοσίου συμφέροντος.

11.      Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του WRG ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι αίτηση για την αδειοδότηση έργου μπορεί να απορριφθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ιδίως εάν υπάρχει κίνδυνος σημαντικής υποβάθμισης της οικολογικής κατάστασης των υδάτων ή επηρεάζονται ουσιωδώς οι στόχοι που θέτουν άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12.      Στις 7 Νοεμβρίου 2013 η αναιρεσείουσα υπέβαλε στην Bezirkshauptmannshaft Spittal an der Drau (διοικητική αρχή της περιφέρειας Spittal an der Drau, Αυστρία) αίτηση χορηγήσεως άδειας για την ανέγερση λεμβοστασίου (στο εξής: έργο) στη λίμνη Weißensee, η οποία είναι ένα σύστημα στάσιμων υδάτων φυσικής προέλευσης με έκταση 6,53 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ευρισκόμενο εντός του ομόσπονδου κράτους της Καρινθίας (Αυστρία) (στο εξής: λίμνη).

13.      Κατόπιν της απορρίψεως της ως άνω αιτήσεως με απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Landesverwaltungsgericht Kärnten (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Καρινθίας, Αυστρία) το οποίο, με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2020, επικύρωσε την απορριπτική απόφαση. Κατά το ως άνω δικαστήριο, η ποιότητα της ιχθυοπανίδας και, κατά συνέπεια, η γενική κατάσταση των επιφανειακών υδάτων της λίμνης είναι «ελλιπής» λόγω κακής διαχείρισης των αλιευτικών πόρων (6). Συνεπώς, το έργο έπρεπε να απαγορευθεί, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που υπέχει το οικείο κράτος μέλος, δυνάμει της οδηγίας 2000/60, να θεσπίζει μέτρα για την επίτευξη μιας «καλής κατάστασης» των επιφανειακών υδάτων και να απαγορεύει κάθε μέτρο ικανό να παρεμποδίσει την επίτευξη τέτοιας κατάστασης ή το οποίο δεν έχει ως στόχο να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας των επιφανειακών υδάτων (7).

14.      Το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου άσκησε αναίρεση η αναιρεσείουσα, κρίνει ότι η οδηγία 2000/60 δεν επιβάλλει την απόρριψη της αίτησης χορηγήσεως άδειας για «ουδέτερα» έργα –ήτοι για έργα που δεν συμβάλλουν στην επίτευξη μιας καλής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, καίτοι δεν προκαλούν υποβάθμιση της κατάστασης των υδατικών συστημάτων– αλλά επιβάλλει μόνον την απόρριψη της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας για έργα με σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των οικείων υδατικών συστημάτων.

15.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί αν το έργο επηρεάζει σημαντικά τα μέτρα τα οποία έχουν θεσπιστεί ή απαιτούνται για την επίτευξη μιας καλής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων (8) και, επομένως, τίθεται το ζήτημα αν η οικολογική κατάσταση της λίμνης πρέπει να καταταγεί σε κατηγορία χαμηλότερη της «καλής κατάστασης», οπότε θα ενεργοποιούνταν η υποχρέωση βελτίωσης κατά την έννοια της οδηγίας 2000/60. Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει, κατ’ ουσίαν, αν η διατάραξη της ιχθυοπανίδας που οφείλεται αποκλειστικώς σε μέτρα διαχείρισης της αλιείας και όχι σε ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία, επηρεάζει την ταξινόμηση της κατάστασης του βιολογικού ποιοτικού στοιχείου «ιχθυοπανίδα», στο σημείο 1.2.2 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, ως «υψηλής», αφενός, και ως «καλής» ή «μέτριας», αφετέρου.

16.      Στο πλαίσιο αυτό, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το σημείο 1.2.2 του παραρτήματος V (Ορισμοί της υψηλής, της καλής και της μέτριας οικολογικής κατάστασης λιμνών) της [οδηγίας 2000/60] την έννοια ότι οι “διαταραγμένες συνθήκες” που περιλαμβάνονται στον πίνακα “Βιολογικά ποιοτικά στοιχεία”, στη γραμμή “ιχθυοπανίδα”, στη στήλη “Υψηλή κατάσταση” αφορούν αποκλειστικά τις ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)      Έχει η ανωτέρω διάταξη την έννοια ότι απόκλιση του βιολογικού ποιοτικού στοιχείου “ιχθυοπανίδα” από την υψηλή κατάσταση λόγω διαταραγμένων συνθηκών που δεν οφείλονται σε ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία, έχει ως αποτέλεσμα το βιολογικό ποιοτικό στοιχείο “ιχθυοπανίδα” να μην μπορεί να καταταχθεί ούτε στην “καλή κατάσταση” ούτε στη “μέτρια κατάσταση”;»

17.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου η αναιρεσείουσα, η Αυστριακή και η Ιρλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 Ανάλυση

18.      Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο ορισμός της οικολογικής κατάστασης μιας λίμνης (ως «υψηλής», «καλής» και «μέτριας») ως προς το βιολογικό ποιοτικό στοιχείο «ιχθυοπανίδα» το οποίο προβλέπεται στο παράρτημα V, πίνακας 1.2.2, της οδηγίας 2000/60 (στο εξής: ορισμός των οικολογικών καταστάσεων της ιχθυοπανίδας) πρέπει να γίνεται αποκλειστικώς λαμβανομένων υπόψη των «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία», χωρίς να συνεκτιμώνται άλλες ανθρωπογενείς επιπτώσεις, όπως εκείνες που προκαλούνται από τα μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων (9).

19.      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου εδράζονται στο γεγονός ότι στον ορισμό της υψηλής οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ο ως άνω πίνακας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην απουσία ενδείξεων ανθρωπογενούς διατάραξης χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, ενώ, στον ορισμό της καλής και της μέτριας οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ο εν λόγω πίνακας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην παρουσία, σημαντικών ή μη, ενδείξεων διατάραξης λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία.

20.      Στα σημεία που ακολουθούν, αφού προβώ σε ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις ως προς το λυσιτελές των προδικαστικών ερωτημάτων, θα εξετάσω το περιεχόμενο των επίμαχων διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο το γράμμα τους όσο και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος και, εν προκειμένω, το ιστορικό θεσπίσεως της ρυθμίσεως αυτής (10).

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

21.      Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι επιπτώσεις των μέτρων διαχείρισης των αλιευτικών πόρων, όπως η ανανέωση του πληθυσμού μιας λίμνης με μη αυτόχθονα είδη ιχθύων, αποτελούν «ανθρωπογενείς επιπτώσεις», ήτοι επιπτώσεις που οφείλονται σε ανθρώπινη δραστηριότητα (11).

22.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τα επίμαχα μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων, μολονότι αποτελούν μέτρα με ανθρωπογενείς επιπτώσεις, δεν συνιστούν μέτρα που έχουν τέτοιες επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία (12). Με την άποψη αυτή συντάσσονται η αναιρεσείουσα, καθώς και η Αυστριακή και η Ιρλανδική Κυβέρνηση (13), ενώ, κατά την Επιτροπή, τα μέτρα για τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων θα μπορούσαν να έχουν ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία (14).

23.      Συμφωνώ με τη θέση της Επιτροπής. Ειδικότερα, κατ’ εμέ, ήδη από την ετυμολογία του προκύπτει ότι ο όρος «υδρομορφολογικός» περικλείει κάθε μέτρο που αποσκοπεί να επηρεάσει την κατάσταση των υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων (15). Πιο συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι η διατάραξη της ιχθυοπανίδας έχει εξ ορισμού αποτελέσματα τα οποία διαταράσσουν τα στοιχεία φυσικοχημικού και υδρομορφολογικού χαρακτήρα ενός υδατικού συστήματος (16).

24.      Εάν όμως το Δικαστήριο δεχθεί την ερμηνεία αυτή, τα προδικαστικά ερωτήματα καθίστανται άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων θα συνιστούν, σε κάθε περίπτωση, μέτρα τα οποία έχουν ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας της λίμνης.

25.      Τούτων δοθέντων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομοθετικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη (17) και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, τεκμαίρονται λυσιτελή (18).

26.      Ως εκ τούτου, στα κατωτέρω σημεία θα προτείνω απάντηση επί των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν, το κατά πόσον οι ανθρωπογενείς επιπτώσεις σε στοιχεία άλλα πλην των φυσικοχημικών και υδρομορφολογικών ποιοτικών στοιχείων είναι εξίσου κρίσιμες για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης μιας λίμνης ως προς το βιολογικό ποιοτικό στοιχείο «ιχθυοπανίδα», σύμφωνα με τον ορισμό των οικολογικών καταστάσεων της ιχθυοπανίδας.

 Επί της γραμματικής ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων

27.      Ο ορισμός της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες («υψηλή», «καλή» και «μέτρια»), τα κριτήρια των οποίων έχουν διατυπωθεί με περίπλοκο, ή ακόμη και ασυνεπή, τρόπο.

28.      Αφενός, για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «υψηλής» απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων τριών προϋποθέσεων:

–        κατά την πρώτη προϋπόθεση, απαιτείται η σύνθεση και η αφθονία των ειδών να αντιστοιχούν πλήρως ή σχεδόν πλήρως προς τις «μη διαταραγμένες συνθήκες»·

–        κατά τη δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει να υπάρχει παρουσία όλων των τυποχαρακτηριστικών ειδών που είναι ευαίσθητα στη διατάραξη (19

–        κατά την τρίτη προϋπόθεση, απαιτείται η κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων να μην παρουσιάζει ενδείξεις (εν γένει) «ανθρωπογενούς διατάραξης», ούτε ενδείξεις για αδυναμία αναπαραγωγής ή ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου είδους (20).

29.      Αφετέρου, για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «καλής» και «μέτριας» γίνεται αναφορά σε δύο προϋποθέσεις, οι οποίες συμπίπτουν μεν με την πρώτη και την τρίτη προϋπόθεση της «υψηλής κατάστασης», ορίζονται όμως εντελώς διαφορετικά, ήτοι:

–        κατά την πρώτη προϋπόθεση, η σύνθεση και η αφθονία των ειδών ιχθύων πρέπει να παρουσιάζουν ελαφρές αλλαγές σε σχέση με τις τυποχαρακτηριστικές κοινότητες («καλή κατάσταση») ή να διαφέρουν μετρίως από τις τυποχαρακτηριστικές κοινότητες («μέτρια κατάσταση») λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία·

–        κατά τη δεύτερη προϋπόθεση, η κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων πρέπει να παρουσιάζει είτε ενδείξεις διατάραξης λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία και, σε μερικές περιπτώσεις, ενδείξεις για αδυναμία αναπαραγωγής ή ανάπτυξης ορισμένων ειδών, στο μέτρο που ενδέχεται να απουσιάζουν ορισμένες κατηγορίες ηλικίας («καλή κατάσταση»), είτε σημαντικές ενδείξεις διατάραξης λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία, στο μέτρο που ένα μέτριο ποσοστό τυποχαρακτηριστικών ειδών απουσιάζει ή απαντά με πολύ χαμηλή αφθονία («μέτρια κατάσταση») (21).

30.      Επομένως, σύμφωνα με το γράμμα των κρίσιμων διατάξεων, στα δύο προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «υψηλής» δεν συνδέεται μόνον με διατάραξη λόγω «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία» και ότι η ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «καλής» ή «μέτριας» αφορά μόνον διατάραξη λόγω «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία» (22).

31.      Ωστόσο, η περίπλοκη, ασαφής και αντιφατική διατύπωση των εξεταζόμενων ορισμών καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και συνεπάγεται την ανάγκη υπέρβασης των δυσχερειών αυτών μέσω της συστηματικής και της τελολογικής ερμηνείας, λαμβανομένου παράλληλα υπόψη του ιστορικού θεσπίσεως των εν λόγω διατάξεων.

 Επί της συστηματικής ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων

32.      Ο ορισμός των οικολογικών καταστάσεων της ιχθυοπανίδας περιλαμβάνεται στο σημείο 1.2 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κανονιστικοί ορισμοί για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης».

33.      Ο πίνακας 1.2 του ως άνω παραρτήματος, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Γενικοί ορισμοί για τους ποταμούς, τις λίμνες, τα μεταβατικά ύδατα και τα παράκτια ύδατα» (στο εξής: γενικός ορισμός της οικολογικής ποιότητας), παρέχει, μεταξύ άλλων, τον γενικό ορισμό της οικολογικής ποιότητας για τους ποταμούς, τις λίμνες, τα μεταβατικά ύδατα και τα παράκτια ύδατα, και στη συνέχεια ειδικούς ορισμούς της οικολογικής κατάστασης για τους ποταμούς (σημείο 1.2.1), τις λίμνες (σημείο 1.2.2), τα μεταβατικά ύδατα (σημείο 1.2.3) και τα παράκτια ύδατα (σημείο 1.2.4) (23). Σε καθεμιά από τις ως άνω κατηγορίες επιφανειακών υδάτων, τα κράτη μέλη, για να προβούν σε αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης, πρέπει να στηριχθούν σε τρεις κατηγορίες ποιοτικών στοιχείων, ήτοι στα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία, στα φυσικοχημικά ποιοτικά στοιχεία και στα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει συγκεκριμένες παραμέτρους (24).

34.      Ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν, η οικολογική κατάσταση των τριών ως άνω ποιοτικών στοιχείων ορίζεται αυτοτελώς, η δε ιχθυοπανίδα αναλύεται στο πλαίσιο των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων και όχι στο πλαίσιο των υδρομορφολογικών και των φυσικοχημικών ποιοτικών στοιχείων. Εντούτοις, ο ορισμός της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας, καίτοι εντάσσεται στο πλαίσιο των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων, παραπέμπει, με τη σειρά του, για τις κατηγορίες «καλή κατάσταση» και «μέτρια κατάσταση» (όχι όμως και για την κατηγορία «υψηλή κατάσταση»), σε φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία (25).

35.      Στο πλαίσιο αυτό, κρίνω σκόπιμο ο ορισμός των οικολογικών καταστάσεων της ιχθυοπανίδας να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του γενικού ορισμού της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών υδάτων.

36.      Όσον αφορά την κατηγορία «υψηλή κατάσταση», ο γενικός ορισμός της οικολογικής κατάστασης αναφέρεται στο γεγονός ότι «[ο]ι τιμές των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων του συστήματος επιφανειακών υδάτων αντικατοπτρίζουν εκείνες που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά τον τύπο αυτόν υπό μη διαταραγμένες συνθήκες» και διευκρινίζει ότι «[υ]πάρχουν τυποχαρακτηριστικές συνθήκες και κοινότητες» (26). Κατά συνέπεια, όσον αφορά τα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία, ο ορισμός αυτός δεν αναφέρεται στις ανθρωπογενείς αλλοιώσεις των τιμών των φυσικοχημικών και υδρομορφολογικών ποιοτικών στοιχείων.

37.      Όσον αφορά τις κατηγορίες «καλή κατάσταση» και «μέτρια κατάσταση», ο ως άνω ορισμός προβλέπει, αντιστοίχως, ότι «[ο]ι τιμές των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων του συστήματος επιφανειακών υδάτων εμφανίζουν χαμηλού επιπέδου αλλοιώσεις λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων αλλά παραλλάσσουν μόνον ελαφρώς από τις τιμές που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά το τυπικό σύστημα επιφανειακών υδάτων υπό μη διαταραγμένες συνθήκες» (κατηγορία «καλή κατάσταση») και ότι οι τιμές αυτές «παραλλάσσουν μετρίως από τις τιμές που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά το τυπικό σύστημα επιφανειακών υδάτων υπό μη διαταραγμένες συνθήκες» και ότι «εμφανίζουν μέτριες αλλοιώσεις λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων και είναι σημαντικά πιο διαταραγμένες από ό,τι υπό τις συνθήκες καλής κατάστασης» (κατηγορία «μέτρια κατάσταση»).

38.      Ως εκ τούτου, ο γενικός ορισμός της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών υδάτων δεν αναφέρεται σε διαταράξεις που σχετίζονται με συγκεκριμένα αίτια, όπως οι ανθρωπογενείς μεταβολές των τιμών των φυσικοχημικών και υδρομορφολογικών ποιοτικών στοιχείων (27).

39.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, όσον αφορά, κατά πρώτον, την κατηγορία «υψηλή κατάσταση», φρονώ ότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται τόσο στον γενικό ορισμό της οικολογικής ποιότητας όσο και στον ορισμό της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας δεν παρέχει τη δυνατότητα να περιοριστεί η αξιολόγηση σε διαταράξεις ή αλλοιώσεις φυσικοχημικής και υδρομορφολογικής φύσεως(28).

40.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις κατηγορίες «καλή κατάσταση» και «μέτρια κατάσταση», επισημαίνω αρχικώς ότι στον γενικό ορισμό της οικολογικής ποιότητας και στον ορισμό της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας γίνεται αναφορά, κατά τρόπο, κατά τη γνώμη μου, αόριστο και τυχαίο, είτε στην ύπαρξη «ανθρωπογενών επιπτώσεων» ή «αλλοιώσ[εων] λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων» είτε στην ύπαρξη «διατάραξης» ή «αλλοιώσεων» εν γένει (μη σχετιζόμενων, κατ’ αρχήν, με ανθρώπινες δραστηριότητες). Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη τη δυσχέρεια ερμηνείας του ως άνω ασαφούς και αντιφατικού γράμματος, είμαι της γνώμης, κατ’ αρχάς, ότι αν όλες αυτές οι διατάξεις αναφέρονται (ρητώς ή σιωπηρώς) σε ανθρώπινη παρέμβαση (29), τούτο οφείλεται στο ότι, κατά κανόνα, οι επίμαχες διαταράξεις προκαλούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες και όχι στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να περιορίσει την αξιολόγηση σε ανθρώπινες παρεμβάσεις. Εν συνεχεία, εκτιμώ ότι οι ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία μνημονεύονται, ενδεικτικώς, ώστε να συμπεριλαμβάνεται οποιαδήποτε ανθρώπινη παρέμβαση, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, σε αυτές τις επιπτώσεις (φυσικοχημικού και υδρομορφολογικού χαρακτήρα) οφείλονται οι μεταβολές των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων και, επομένως, της ιχθυοπανίδας (30). Τέλος, δεδομένου ότι η «καλή κατάσταση» και η «μέτρια κατάσταση» ορίζονται βάσει των ίδιων δεικτών με την «υψηλή κατάσταση» (σε συνάρτηση με τη διαφοροποίηση που διαπιστώνεται), είμαι της γνώμης ότι θα ήταν αντιφατικό κατά την αξιολόγηση της υψηλής κατάστασης να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε διατάραξη και να μη λαμβάνονται υπόψη ορισμένες από τις ως άνω διαταράξεις κατά την αξιολόγηση της διαφοροποίησης μεταξύ της «υψηλής κατάστασης» και της «καλής κατάστασης» ή της «μέτριας κατάστασης».

41.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων φρονώ ότι στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι για τον ορισμό της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάθε ανθρωπογενής διατάραξη ή αλλοίωση.

 Επί του ιστορικού θεσπίσεως των κρίσιμων διατάξεων

42.      Όσον αφορά το ιστορικό θεσπίσεως των κρίσιμων διατάξεων, επισημαίνω ότι η διατύπωση της οδηγίας 2000/60, και ειδικότερα του παραρτήματος V, είχε αποτελέσει αντικείμενο εκτενών συζητήσεων.

43.      Ειδικότερα, στις αρχικές προτάσεις οδηγίας της Επιτροπής(31)οι ορισμοί της οικολογικής κατάστασης στηρίζονταν σε περιγραφικά στοιχεία, χωρίς να απαιτούνται συγκεκριμένες επιπτώσεις (32). Η μνεία των «ανθρωπογενών επιπτώσεων» και, πιο συγκεκριμένα, των «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία» εισήχθη κατά τη νομοθετική διαδικασία (33). Εντούτοις, καθόσον ο λόγος για τον οποίο επήλθαν οι ως άνω τροποποιήσεις δεν αναφέρεται ρητώς, είμαι της γνώμης ότι δεν μπορούν να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα από την περίσταση αυτή (34).

44.      Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι η εξέταση του ιστορικού θεσπίσεως των κρίσιμων διατάξεων δεν παρέχει χρήσιμες ενδείξεις για την απάντηση των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

 Επί της τελολογικής ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων

45.      Η οδηγία 2000/60 αποτελεί οδηγία-πλαίσιο η οποία έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρου 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ). H εν λόγω οδηγία καθιερώνει κοινές αρχές και ένα συνολικό πλαίσιο δράσεως για την προστασία των υδάτων και εξασφαλίζει τον συντονισμό, την ενσωμάτωση και, πιο μακροπρόθεσμα, την ανάπτυξη γενικών αρχών και δομών που θα καθιστούν δυνατή την προστασία και τη βιώσιμη χρήση των υδάτων εντός της Ένωσης. Οι κοινές αρχές και το συνολικό πλαίσιο δράσεως που θέτει η εν λόγω οδηγία πρέπει να αναπτυχθούν εν συνεχεία από τα κράτη μέλη, τα οποία καλούνται να λάβουν σειρά ειδικών μέτρων εντός των οριζόμενων από την οδηγία προθεσμιών. Εντούτοις, η οδηγία δεν έχει ως σκοπό την πλήρη εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα του ύδατος (35).

46.      Κατά το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, σκοπός της είναι η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπόγειων υδάτων, το οποίο να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, να προστατεύει και να βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες τους σε νερό(36).

47.      Οι περιβαλλοντικοί στόχοι τους οποίους οφείλουν να επιτύχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τα επιφανειακά ύδατα καθορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/60, διάταξη η οποία, όπως έχει διευκρινίσει η νομολογία του Δικαστηρίου, θέτει δύο διακριτούς, καίτοι άρρηκτα συνδεδεμένους, στόχους. Αφενός, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων επιφανειακών υδάτων (υποχρέωση προς πρόληψη της υποβάθμισης). Αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημεία ii και iii, της οδηγίας, τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα επιφανειακών υδάτων με σκοπό την επίτευξη μιας καλής κατάστασης το αργότερο έως το τέλος του έτους 2015 (υποχρέωση βελτίωσης)(37). Τόσο η υποχρέωση βελτίωσης όσο και η υποχρέωση προς πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης των υδατικών συστημάτων αποσκοπούν στην επίτευξη ποιοτικών στόχων τους οποίους έχει θέσει ο νομοθέτης της Ένωσης, και συγκεκριμένα στη διατήρηση ή στην αποκατάσταση της καλής κατάστασης, του καλού οικολογικού δυναμικού και της καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων (38).

48.      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/60 δεν καθορίζει μόνο, υπό μορφή προγραμματικής εξαγγελίας, απλούς στόχους διαχειριστικού σχεδιασμού, αλλά παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα, αφότου καθορισθεί η οικολογική κατάσταση του οικείου υδατικού συστήματος, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία. Η διάταξη αυτή δεν περιέχει επομένως μόνον γενικές υποχρεώσεις, αλλά αφορά και συγκεκριμένα έργα(39).

49.      Κατά τη διαδικασία έγκρισης ενός σχεδίου ή έργου, και επομένως, πριν από τη λήψη απόφασης, οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, να εξακριβώνουν αν το σχέδιο ή έργο μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τα ύδατα οι οποίες αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις πρόληψης της υποβάθμισης και βελτίωσης της κατάστασης των συστημάτων επιφανειακών και υπόγειων υδάτων (40).

50.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι, όπως προβάλλει η Επιτροπή, θα ήταν τουλάχιστον δυσχερές να διασφαλιστεί η πλήρης προστασία (διατήρηση και βελτίωση) της κατάστασης των υδάτινων οικοσυστημάτων, εάν, κατά την αξιολόγηση της κατάστασης της ιχθυοπανίδας των λιμνών, δεν λαμβάνονταν υπόψη οι ανθρωπογενείς διαταράξεις (στη σύνθεση και την αφθονία των ειδών ιχθύων ή άλλου είδους) που δεν οφείλονται σε μεταβολή των φυσικοχημικών και υδρομορφολογικών ποιοτικών στοιχείων(41).

51.      Άλλωστε, όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, μια στενή ερμηνεία κατά την οποία για τον ορισμό της «υψηλής κατάστασης» που εφαρμόζεται στην οικολογική κατάσταση της ιχθυοπανίδας δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες ανθρωπογενείς αλλοιώσεις, καθιστά άνευ σημασίας αυτό καθεαυτό το στοιχείο της «ιχθυοπανίδας» (42). Ειδικότερα, υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας 2000/60, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι κάποιες περιπτώσεις υποβάθμισης της ιχθυοπανίδας (όπως, ενδεχομένως, η υποβάθμιση των αποθεμάτων ιχθύων) δεν επηρεάζουν την ταξινόμηση της ποιότητας της ιχθυοπανίδας βάσει των σχετικών διατάξεων του παραρτήματος V της οδηγίας.

52.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η τελολογική ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων επιβεβαιώνει ότι για τον ορισμό των οικολογικών καταστάσεων της ιχθυοπανίδας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι διαταράξεις στη σύνθεση και την αφθονία των ειδών ιχθύων και στην κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων.

 Τελικές σκέψεις

53.      Επαναλαμβάνω τη γνώμη μου ότι τα μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων πρέπει να χαρακτηρίζονται ως μέτρα με ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία. Βάσει της ερμηνείας αυτής, τα προδικαστικά ερωτήματα καθίστανται άνευ αντικειμένου, στον βαθμό που τα μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων εμπίπτουν σε κάθε περίπτωση στον ορισμό των «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία» και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον ορισμό όλων των οικολογικών καταστάσεων της ιχθυοπανίδας.

54.      Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής και καταλείποντας στο αιτούν δικαστήριο τη μέριμνα για τον καθορισμό του κρίσιμου πραγματικού πλαισίου, ασχολήθηκα με το γενικότερο ζήτημα του αν για τον ορισμό των οικολογικών καταστάσεων της ιχθυοπανίδας απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε μέτρο με ανθρωπογενείς επιπτώσεις, δεδομένου ότι η αναφορά στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι περιορίζει την κρισιμότητα οποιουδήποτε άλλου μέτρου με ανθρωπογενείς επιπτώσεις.

55.      Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα να δοθεί η απάντηση ότι ο ορισμός της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «υψηλής», «καλής» και «μέτριας» έχει την έννοια ότι ως «ανθρωπογενής διατάραξη» νοείται κάθε διατάραξη που οφείλεται σε ανθρώπινη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης κάθε μεταβολής ικανής να επηρεάσει τη σύνθεση και την αφθονία των ειδών ιχθύων.

 Πρόταση

56.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

Ο ορισμός της οικολογικής κατάστασης του βιολογικού ποιοτικού στοιχείου «ιχθυοπανίδα» ως «υψηλής», «καλής» και «μέτριας», όπως προβλέπεται στο παράρτημα V, πίνακας 1.2.2, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων,

έχει την έννοια ότι:

ως «ανθρωπογενής διατάραξη» νοείται κάθε διατάραξη που οφείλεται σε ανθρώπινη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης κάθε μεταβολής ικανής να επηρεάσει τη σύνθεση και την αφθονία των ειδών ιχθύων.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ 2000, L 327, σ. 1).


3      Τέλος, μια ειδική κατηγορία (σημείο 1.2.5) αφορά τα «ιδιαίτερα τροποποιημένα ή τεχνητά υδατικά συστήματα».


4      BGBl. 215/1959.


5      BGBl. I, 73/2018 (στο εξής: WRG).


6      Πιο συγκεκριμένα, η κατάσταση του βιολογικού ποιοτικού στοιχείου «ιχθυοπανίδα» της λίμνης πρέπει να χαρακτηριστεί «ελλιπής», διότι η σύνθεση και η αφθονία των ειδών ιχθύων της λίμνης διαφέρουν από τις τυποχαρακτηριστικές κοινότητες. Μόνον έξι από τα οκτώ αρχικά είδη ιχθύων εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ έχουν προστεθεί εννέα ξένα είδη ιχθύων, λόγω κακής διαχείρισης των αλιευτικών πόρων.


7      Η ανέγερση του λεμβοστασίου δεν θα επέφερε μεταβολή της γενικής κατάστασης της λίμνης, ούτε όμως θα συνεπαγόταν βελτίωση της κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, στον βαθμό που μια τέτοια εγκατάσταση στην όχθη της λίμνης θα εκτόπιζε τους τόπους αναπαραγωγής των ιχθύων.


8      Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, η εκτίμηση των μέτρων αυτών απόκειται στο Landesverwaltungsgericht Kärnten (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Καρινθίας).


9      Στα μέτρα αυτά οφείλεται, εν προκειμένω, η υποβάθμιση της ιχθυοπανίδας της λίμνης.


10      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Πράγματι, στο κείμενο της οδηγίας στις περισσότερες γλώσσες γίνεται χρήση όρων οι οποίοι υποδηλώνουν, κατά γενικό τρόπο, αιτία αναγόμενη σε οποιαδήποτε αδιακρίτως ανθρώπινη επέμβαση, όπως τα επίθετα «antropogen» στο γερμανικό κείμενο και «anthropogénique» στο γαλλικό κείμενο, τα οποία αποτελούνται από τις ελληνικές λέξεις «άνθρωπος» και «γένος».


12      Με άλλα λόγια, η γενική κατηγορία των μέτρων με ανθρωπογενείς επιπτώσεις εμπεριέχει, αφενός, μέτρα που έχουν επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία και, αφετέρου, μέτρα που έχουν άλλες επιπτώσεις, όπως τα μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων.


13      Οι ως άνω μετέχουσες στη διαδικασία εκφράζουν, ωστόσο, διαφορετικές απόψεις ως προς το κατά πόσον οι ανθρωπογενείς επιπτώσεις που δεν αφορούν τα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην ταξινόμηση της κατάστασης του βιολογικού ποιοτικού στοιχείου «ιχθυοπανίδα», με τη μεν Αυστριακή Κυβέρνηση να προτείνει καταφατική απάντηση, ενώ η αναιρεσείουσα και η Ιρλανδική Κυβέρνηση προτείνουν αρνητική απάντηση.


14      Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή μνημονεύει διάφορες επιστημονικές μελέτες.


15      Επισημαίνω ότι ο όρος «υδρομορφολογικός» αφορά τη διαμόρφωση των υδατικών συστημάτων, αποτελούμενος από τα συνθετικά «ύδωρ», «μορφή» και «λόγος» (μελέτη). Όπως προκύπτει από τον ιστότοπο «WISE-Freshwater», που φιλοξενείται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), «hydromorphology refers to the hydrological, morphological and river continuity conditions of rivers, lakes, estuaries and coastal waters in undisturbed state». Το ως άνω έγγραφο μπορεί να αναζητηθεί (μόνο στην αγγλική γλώσσα) στην ακόλουθη διεύθυνση: https://water.europa.eu/freshwater/europe-freshwater/freshwater-themes/hydromorphology.


16      Ειδικότερα, είμαι της γνώμης ότι εάν ο πληθυσμός των ιχθύων μεταβάλλεται ουσιωδώς όσον αφορά τον αριθμό τους, την ηλικία τους και τα είδη που υπάρχουν σε ένα υδατικό σύστημα, τούτο αναπόφευκτα επιφέρει μεταβολές στα στοιχεία φυσικοχημικού και υδρομορφολογικού χαρακτήρα του εν λόγω υδατικού συστήματος. Η μεταβολή αυτή επηρεάζει, τουλάχιστον, τις πηγές τροφής των ιχθύων, το φυτοπλαγκτόν, το φυτοβένθος και τη βενθική πανίδα, με αντίκτυπο στην ποιότητα των υδάτων, ακόμη και όταν οι μεταβολές δεν οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα αλλά σε φυσικά αίτια, όπως για παράδειγμα σε ασθένειες των ιχθύων.


17      Ειδικότερα, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, απόκειται να εξετάσει κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων μπορούν να θεωρηθούν (ανθρωπογενή) μέτρα με επιπτώσεις στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto» (Νυχτερινή εργασία), C‑529/21 έως C‑536/21 και C‑732/21 έως C‑738/21, EU:C:2023:374, σκέψη 57].


18      Πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Ferrovienord (C‑363/21 και C‑364/21, EU:C:2023:563, σκέψεις 52 έως 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης αποκλειστικώς και μόνον βάσει της πραγματικής και νομικής κατάστασης που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, χωρίς να μπορεί να την αμφισβητήσει ή να ελέγξει την ακρίβειά της, το δε Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα.


19      Επιπλέον, χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά την εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων στην υπό κρίση υπόθεση, διερωτώμαι μήπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη μέτρα διαχείρισης των αλιευτικών πόρων εμπίπτουν στις δύο ως άνω προϋποθέσεις. Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, τα μέτρα αυτά θα είχαν σημασία για την ταξινόμηση της ιχθυοπανίδας ως ευρισκόμενης σε «υψηλή κατάσταση», ανεξαρτήτως του αν εντάσσονται στο πλαίσιο των ανθρωπογενών διαταράξεων και, ειδικότερα, των ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία.


20      Φρονώ ότι, κατ’ ουσίαν, οι δύο πρώτες προϋποθέσεις («σύνθεση, αφθονία και παρουσία ειδών») σχετίζονται με την ποσότητα των ειδών που υπάρχουν και η τρίτη προϋπόθεση («κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων») με την ποιότητά τους.


21      Το αιτούν δικαστήριο και οι ενδιαφερόμενοι δίνουν μια απλούστερη μεν, πλην όμως ασαφή, ερμηνεία των ορισμών της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας, διακρίνοντας μεταξύ, αφενός, της ταξινόμησης της κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «υψηλής» με βάση την απουσία «ανθρωπογενούς διατάραξης» (εν γένει) και, αφετέρου, της ταξινόμησης της κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «καλής» και «μέτριας» με βάση την ύπαρξη «διατάραξης λόγω ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία».


22      Ωστόσο, αν μείνουμε προσηλωμένοι στο γράμμα των ορισμών, η λύση καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκη. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, η ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «υψηλής» δεν συσχετίζεται μόνον με διατάραξη λόγω «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία», αλλά και με άλλου είδους «διατάραξη» (εν γένει) όσον αφορά τη σύνθεση και την αφθονία των ειδών και με άλλου είδους «ανθρωπογενή διατάραξη» όσον αφορά την κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων. Εν συνεχεία, για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «καλής» προβλέπεται διατάραξη λόγω «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία» όσον αφορά είτε τη σύνθεση και την αφθονία των ειδών είτε την κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων (στην τελευταία δε περίπτωση, προβλέπει επίσης την αδυναμία αναπαραγωγής ή ανάπτυξης ορισμένων ειδών). Τέλος, για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας ως «μέτριας» προβλέπεται διατάραξη λόγω «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία» τόσο ως προς τη σύνθεση και την αφθονία των ειδών όσο και ως προς την κατανομή κατά ηλικίες των ιχθυοκοινοτήτων.


23      Τέλος, μια ειδική κατηγορία (σημείο 1.2.5) αφορά τα ιδιαίτερα τροποποιημένα ή τεχνητά υδατικά συστήματα για τα οποία ακολουθείται παρεμφερής, αλλά όχι πανομοιότυπη προσέγγιση.


24      Για παράδειγμα, όσον αφορά τα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία, αξιολογούνται το φυτοπλαγκτόν, τα μακρόφυτα και το φυτοβένθος, η πανίδα βενθικών ασπονδύλων και η ιχθυοπανίδα. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen στις προτάσεις του στην υπόθεση Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2014:2324, σημείο 47), η οικολογική κατάσταση ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων προκύπτει από την αξιολόγηση της δομής και της λειτουργίας των υδάτινων οικοσυστημάτων που συνδέονται με το εν λόγω υδατικό σύστημα. Η οικολογική κατάσταση προσδιορίζεται με τη βοήθεια ενός μηχανισμού επιστημονικής φύσεως ο οποίος βασίζεται στα ποιοτικά στοιχεία, ήτοι σε βιολογικά (φυτικά είδη και ζώα), υδρομορφολογικά και φυσικοχημικά στοιχεία, τα οποία αξιολογούνται σε συνάρτηση με δείκτες (επί παραδείγματι, η παρουσία ασπονδύλων ή ιχθύων σε υδάτινο ρεύμα).


25      Τούτου λεχθέντος και χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, φρονώ ότι δύσκολα θα μπορούσε να νοηθεί ανθρωπογενής διατάραξη της οικολογικής ποιότητας μιας λίμνης (μεταξύ άλλων, της ιχθυοπανίδας) μη έχουσα φυσικοχημικό ή υδρομορφολογικό χαρακτήρα. Επιπλέον, οι ορισμοί των υδρομορφολογικών και φυσικοχημικών ποιοτικών στοιχείων παραπέμπουν, με τη σειρά τους, επανειλημμένως στις «οριζόμεν[ες] τιμ[ές] […] για τα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία», γεγονός που καταδεικνύει ότι τα στοιχεία αυτά σε ορισμένο βαθμό αλληλεπικαλύπτονται.


26      Ο γενικός ορισμός της οικολογικής ποιότητας μνημονεύει επίσης την έλλειψη ή την ύπαρξη ήσσονος μόνον σημασίας «ανθρωπογεν[ών] μεταβολ[ών] των τιμών των φυσικοχημικών και υδρομορφολογικών ποιοτικών στοιχείων του τυπικού συστήματος επιφανειακών υδάτων σε σχέση με εκείνα που χαρακτηρίζουν φυσιολογικά τον τύπο αυτόν υπό μη διαταραγμένες συνθήκες». Η ως άνω μνεία, ωστόσο, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι αναφέρεται σαφώς, κατά τη γνώμη μου, στα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς σε συγκεκριμένα τμήματα του πίνακα 1.2.2 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60 και δεν αφορούν τον ορισμό της «ιχθυοπανίδας» ο οποίος περιέχεται στο σχετικό με το βιολογικό ποιοτικό στοιχείο τμήμα του ως άνω πίνακα.


27      Επισημαίνω ότι η αναφορά σε ανθρωπογενείς μεταβολές των τιμών των φυσικοχημικών και υδρομορφολογικών ποιοτικών στοιχείων απουσιάζει και στις κατηγορίες της «ελλιπούς» και της «κακής» κατάστασης. Οι κατηγορίες αυτές προσδιορίζονται μόνον στον γενικό ορισμό της οικολογικής ποιότητας και απουσιάζουν από τον ορισμό της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον ορισμό της ιχθυοπανίδας, οι ορισμοί για τα λοιπά βιολογικά ποιοτικά στοιχεία των λιμνών (όπως για το φυτοπλαγκτόν, τα μακρόφυτα, το φυτοβένθος και την πανίδα βενθικών ασπονδύλων) δεν περιέχουν περιορισμούς ως προς το είδος των εξεταζόμενων αιτίων (για παράδειγμα, τις ανθρωπογενείς μεταβολές). Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν ασκεί επιρροή στον ορισμό της ιχθυοπανίδας, καθόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καθιερώσει διάκριση μεταξύ της ιχθυοπανίδας και των λοιπών βιολογικών ποιοτικών στοιχείων.


28      Απεναντίας, φρονώ ότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε αμφότερους τους ορισμούς μπορεί να ερμηνευθεί ως υπερβαίνουσα και τις «ανθρωπογενείς» διαταράξεις, ώστε να συμπεριλαμβάνει οποιαδήποτε διατάραξη, πράγμα που όμως δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον δεν χωρεί καμία αμφιβολία για τον ανθρωπογενή χαρακτήρα των μέτρων διαχείρισης των αλιευτικών πόρων.


29      Ειδικότερα, ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται οι όροι «διατάραξη» ή «αλλοιώσεις» χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, φρονώ ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν ο συσχετισμός με ανθρώπινες παρεμβάσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, στις παρεμβάσεις αυτές οφείλεται η υποβάθμιση της οικολογικής ποιότητας των λιμνών.


30      Γενικότερα, είναι, κατ’ εμέ, εμφανές ότι τα επιμέρους ποιοτικά στοιχεία αλληλεπιδρούν στο υδατικό οικοσύστημα. Τούτο καθίσταται εμφανέστερο εάν ληφθεί υπόψη ότι οι (ειδικοί) πίνακες του σημείου 1.2.2 του παραρτήματος V σχετικά με τα φυσικοχημικά και τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία (ήτοι στοιχεία άλλα πλην του βιολογικού στοιχείου) παραπέμπουν, με τη σειρά τους, σε πλείονες περιπτώσεις, στις οριζόμενες τιμές για τα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία (βλ. επίσης υποσημείωση 25 των παρουσών προτάσεων).


31      Βλ. πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί θεσπίσεως πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής υδάτων [COM(97) 49 τελικό (ΕΕ 1997, C 184, σ. 20)]· τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής υδάτων [COM(97) 614 τελικό (ΕΕ 1998, C 16, σ. 14)] και τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί θεσπίσεως πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής υδάτων [COM(98) 76 τελικό (ΕΕ 1998, C 108, σ. 94)].


32      Βλ., μεταξύ άλλων, για τις λίμνες, τον ορισμό της οικολογικής κατάστασης της ιχθυοπανίδας («υψηλή», «καλή» και «μέτρια») στον πίνακα 1.1.2.2 του παραρτήματος V της τροποποιημένης πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου περί θεσπίσεως πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής υδάτων [COM(98) 76 τελικό].


33      Εάν δεν απατώμαι, η μνεία των «ανθρωπογενών επιπτώσεων» και των «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη γνωμοδότηση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της Συνθήκης ΕΚ, επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην κοινή θέση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων [COM(2000) 219 τελικό].


34      Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, φρονώ ότι δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αποφευχθεί αντίθεση με την αλιευτική πολιτική, όπως εκτιμά το αιτούν δικαστήριο και υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Πράγματι, και η αλιευτική πολιτική, για την οποία, άλλωστε, δεν γίνεται μνεία ότι υπαγόρευσε την ως άνω διατύπωση, πρέπει, με τη σειρά της, να υπόκειται στους περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την προστασία του περιβάλλοντος και των αλιευτικών πόρων. Ως προς το ζήτημα αυτό, δεν αρκεί η γενική αναφορά της αιτιολογικής σκέψης 16 της οδηγίας 2000/60 στην ανάγκη περαιτέρω ενσωμάτωσης της προστασίας και της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων σε άλλους τομείς της κοινοτικής πολιτικής, όπως, μεταξύ άλλων, στην αλιευτική πολιτική. Εάν αυτή ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, αυτή δεν επιτεύχθηκε, λόγω του αμελητέου χαρακτήρα της διαφοροποίησης που εισάγεται μεταξύ, αφενός, των «ανθρωπογενών επιπτώσεων» εν γένει και, αφετέρου, των «ανθρωπογενών επιπτώσεων στα φυσικοχημικά ή τα υδρομορφολογικά ποιοτικά στοιχεία».


35      Βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Υποβάθμιση της φυσικής περιοχής Doñana) (C‑559/19, EU:C:2021:512, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen, στις προτάσεις του στην υπόθεση Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2014:2324, σημείο 39), επισήμανε ότι απώτατος σκοπός της οδηγίας 2000/60 είναι η επίτευξη για το σύνολο των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων της Ένωσης της «καλής καταστάσεως» έως το έτος 2015 (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας).


37      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 39). Στην απόφαση αυτή (σκέψη 40) το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι ο καθορισμός των δύο αυτών στόχων ανάγεται στις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2000/60. Όσον αφορά, ιδίως, την υποχρέωση προς πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, οι επίμαχες διατάξεις, στην αρχική τους μορφή, μπορούσαν να έχουν την έννοια ότι, μετά τη θέσπιση της οδηγίας 2000/60, τα υδατικά συστήματα που κατατάχθηκαν σε κατηγορία ανώτερη της κατηγορίας «καλή κατάσταση» μπορούσαν να υποβαθμισθούν σε σημείο ώστε να καταταγούν στην τελευταία αυτή κατηγορία. Για τον λόγο αυτόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε τροπολογία η οποία καθιστούσε δυνατή τη διάκριση μεταξύ της υποχρέωσης επίτευξης «καλής κατάστασης» και της υποχρέωσης πρόληψης οποιασδήποτε υποβάθμισης, με την εισαγωγή στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας-πλαισίου νέου σημείου, το οποίο προέβλεπε χωριστά την εν λόγω υποχρέωση πρόληψης.


38      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland (C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 41), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση Sweetman (C‑301/22, EU:C:2023:697, σημείο 52).


39      Βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Association France Nature Environnement (Προσωρινές επιπτώσεις στα επιφανειακά ύδατα) (C‑525/20, EU:C:2022:350, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Association France Nature Environnement (Προσωρινές επιπτώσεις στα επιφανειακά ύδατα) (C‑525/20, EU:C:2022:350, σκέψη 26). Επιπλέον, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα, όταν αξιολογούν τη συμβατότητα συγκεκριμένου προγράμματος ή σχεδίου προς τον στόχο της πρόληψης της υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων, να λαμβάνουν υπόψη τις προσωρινές επιπτώσεις μικρής διάρκειας, ελλείψει μακροπρόθεσμων συνεπειών στα ύδατα, εκτός εάν είναι πρόδηλο ότι τέτοιες επιπτώσεις επηρεάζουν, ως εκ της φύσεώς τους, ελάχιστα την κατάσταση των οικείων υδατικών συστημάτων και ότι δεν μπορούν να προκαλέσουν την «υποβάθμισή» τους, κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60. Όταν, στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης προγράμματος ή σχεδίου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαπιστώνουν ότι το εν λόγω πρόγραμμα ή σχέδιο είναι ικανό να προκαλέσει, έστω και προσωρινή, υποβάθμιση, το πρόγραμμα ή το σχέδιο είναι δυνατόν να εγκριθεί μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 7, της ως άνω οδηγίας [βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Association France Nature Environnement (Προσωρινές επιπτώσεις στα επιφανειακά ύδατα), C‑525/20, EU:C:2022:350, σκέψη 45]. Υποβάθμιση ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων υφίσταται όταν η κατάσταση τουλάχιστον ενός από τα ποιοτικά στοιχεία κατά την έννοια του παραρτήματος V υποβαθμίζεται κατά μία κλάση, ακόμη και αν η υποβάθμιση αυτή του ποιοτικού στοιχείου δεν συνεπάγεται την επί τα χείρω τροποποίηση της ταξινόμησης του συστήματος επιφανειακών υδάτων στο σύνολό του. Πάντως, αν το οικείο ποιοτικό στοιχείο κατά την έννοια του παραρτήματος αυτού εντάσσεται ήδη στη χαμηλότερη κλάση, οποιαδήποτε υποβάθμιση του εν λόγω στοιχείου συνιστά «υποβάθμιση της κατάστασης» συστήματος επιφανειακών υδάτων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της εν λόγω οδηγίας (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, C‑461/13, EU:C:2015:433, σκέψη 69).


41      Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η υποχρέωση πρόληψης της υποβάθμισης της κατάστασης ενός υδατικού συστήματος διατηρεί εξ ολοκλήρου την πρακτική αποτελεσματικότητά της, υπό την προϋπόθεση ότι καλύπτει οποιαδήποτε μεταβολή ικανή να διακυβεύσει την επίτευξη του κύριου σκοπού της οδηγίας 2000/60 (βλ. απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, Land Nordrhein-Westfalen, C‑535/18, EU:C:2020:391, σκέψη 100).


42      Στο κείμενο της οδηγίας στις περισσότερες γλώσσες χρησιμοποιούνται όροι οι οποίοι αναφέρονται στο σύνολο των ιχθύων ενός υδατικού συστήματος, όπως οι όροι «Fischfauna» στο γερμανικό κείμενο και «ichtyofaune» στο γαλλικό κείμενο.