Language of document : ECLI:EU:T:2021:284

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 19ης Μαΐου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά των αεροπορικών μεταφορών της Πορτογαλίας – Ενίσχυση χορηγηθείσα από την Πορτογαλία στην TAP στο πλαίσιο της πανδημίας της νόσου COVID-19 – Κρατικό δάνειο – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων – Εταιρία ανήκουσα σε όμιλο – Εγγενείς δυσχέρειες που δεν προέκυψαν από αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου – Δυσχέρειες τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Διατήρηση των αποτελεσμάτων της απόφασης»

Στην υπόθεση T-465/20,

Ryanair DAC, με έδρα το Swords (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους E. Vahida, F.-C. Laprévote, S. Rating, Ι. Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη και τη V. Blanc, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn, V. Bottka και S. Noë,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον P. Dodeller και την E. de Moustier,

από

τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

και από

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes, την P. Barros da Costa και την S. Jaulino, επικουρούμενους από τον N. Mimoso Ruiz, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2020) 3989 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.57369 (2020/N) – COVID-19 – Πορτογαλία – Ενίσχυση χορηγηθείσα στην TAP,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg, K. Kowalik-Bańczyk και G. Hesse (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 9 Ιουνίου 2020, η Πορτογαλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο ενίσχυσης υπό τη μορφή είτε κρατικού δανείου είτε συνδυασμού τέτοιου δανείου με εγγύηση του Δημοσίου, ύψους κατ’ ανώτατο όριο 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: επίμαχο μέτρο), το οποίο προοριζόταν για την Transportes Aéreos Portugueses SGPS SA (στο εξής: δικαιούχος), σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

2        Σκοπός του επίμαχου μέτρου είναι η διατήρηση της δικαιούχου, μητρικής εταιρίας και μετόχου κατέχουσας το 100 % της Transportes Aéreos Portugueses SA (στο εξής: TAP Air Portugal), σε δραστηριότητα για διάστημα έξι μηνών, από τον Ιούλιο του 2020 έως τον Δεκέμβριο του 2020. Κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης, το ήμισυ των μετοχών της δικαιούχου κατείχε η Participações Públicas SGPS SA (στο εξής: Parpública), η οποία διαχειριζόταν τις συμμετοχές του Πορτογαλικού Δημοσίου. Η Atlantic Gateway SGPS Lda (στο εξής: AGW) κατείχε το 45 % των μετοχών της δικαιούχου, το δε 5 % των μετοχών κατείχαν άλλοι μέτοχοι. Το επίμαχο μέτρο αφορά σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ, ειδικότερα, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας ως δανειστή, της TAP Air Portugal ως δανειολήπτη και της δικαιούχου ως εγγυητή. Η AGW και η Parpública μπορούν επίσης να μετέχουν στη δανειακή σύμβαση, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων της δικαιούχου.

3        Στις 10 Ιουνίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 3989 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.57369 (2020/N) – COVID-19 – Πορτογαλία – Ενίσχυση χορηγηθείσα στην TAP (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εκτίμησε τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, ειδικότερα υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2014, C 249, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Η Επιτροπή κήρυξε το επίμαχο μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

4        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2020, η προσφεύγουσα, Ryanair DAC, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε να εκδικασθεί η υπό κρίση προσφυγή με την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 151 και 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) έκανε δεκτή την αίτηση για εκδίκαση της προσφυγής με την ταχεία διαδικασία.

6        Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Αυγούστου 2020.

7        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα ζήτησε με αιτιολογημένη αίτηση, στις 31 Αυγούστου 2020, τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

8        Κατόπιν πρότασης του δεκάτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

9        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21 Οκτωβρίου 2020 και στις 22 Οκτωβρίου 2020 αντιστοίχως, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2020 και της 3ης Νοεμβρίου 2020, ο πρόεδρος του δεκάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε τις παρεμβάσεις αυτές.

10      Με μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 13ης Οκτωβρίου 2020 και της 4ης Νοεμβρίου 2020, επετράπη στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Γαλλική Δημοκρατία και στη Δημοκρατία της Πολωνίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 154, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταθέσουν υπόμνημα παρεμβάσεως.

11      Η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως, η μεν πρώτη στις 28 Οκτωβρίου 2020, η δε δεύτερη και η τρίτη στις 19 Νοεμβρίου 2020.

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή, καθόσον με αυτήν αμφισβητείται το βάσιμο της προσβαλλομένης απόφασης, και να απορριφθεί επί της ουσίας κατά τα λοιπά. Επικουρικώς, ζητεί την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.

15      Η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία ζητούν, όπως και η Επιτροπή, να απορριφθεί η προσφυγή ως αβάσιμη.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

16      Στα σημεία 33 και 34 του συντομευμένου δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς ως «ενδιαφερόμενη» και ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον το οποίο απορρέει από την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων των οποίων απολαύει υπό την ίδια ιδιότητα δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

17      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι είναι «ενδιαφερόμενη» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), διότι, δεδομένου ότι είναι ανταγωνίστρια της TAP Air Portugal, τα συμφέροντά της θίγονται λόγω της χορήγησης κρατικού δανείου στη μητρική εταιρία της TAP Air Portugal. Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στη δικαιούχο παρέχει στην TAP Air Portugal τη δυνατότητα να παραμείνει στην αγορά ως επιδοτούμενος ανταγωνιστής της προσφεύγουσας. Σε αντίθεση με την TAP Air Portugal, η προσφεύγουσα, η οποία είναι ο κύριος ανταγωνιστής της στην Πορτογαλία, δεν λαμβάνει κρατικό δάνειο. Επομένως, υφίσταται δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά τη χορήγηση δανείων και τους όρους που διέπουν τα δάνεια, ιδίως όσον αφορά το επιτόκιό τους.

18      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δικαιούται, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά απόφασης κηρύσσουσας την επίμαχη ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά η οποία ελήφθη χωρίς να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση.

19      Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής.

20      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής δεν αμφισβητείται στο μέτρο που, με την προσφυγή αυτή, η προσφεύγουσα επιδιώκει να αποδείξει ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

21      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ διαδικασίας ελέγχου, πρέπει να διακρίνονται δύο στάδια. Αφενός, το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης ενίσχυσης. Αφετέρου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας, η οποία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτιστεί πλήρως επί των στοιχείων της υπόθεσης. Μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής η Συνθήκη ΛΕΕ προβλέπει υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, Cook κατά Επιτροπής, C-198/91, EU:C:1993:197, σκέψη 22, της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C-225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 16, και της 15ης Οκτωβρίου 2018, Vereniging Gelijkberechtiging Grondbezitters κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-79/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:680, σκέψη 46).

22      Εάν δεν κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας, τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία θα μπορούσαν να καταθέσουν παρατηρήσεις κατά το ως άνω δεύτερο στάδιο, στερούνται τη δυνατότητα αυτή. Προς επανόρθωση της κατάστασης αυτής, αναγνωρίζεται στα ενδιαφερόμενα μέρη το δικαίωμα να προσβάλουν, ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την απόφαση της Επιτροπής να μην κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας. Επομένως, προσφυγή για την ακύρωση απόφασης βασιζομένης στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, την οποία ασκεί ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη (βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C-322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή δεν κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας και η προσφεύγουσα προβάλλει, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της. Με γνώμονα το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, επιχείρηση η οποία είναι ανταγωνίστρια του δικαιούχου μέτρου ενίσχυσης περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα μεταξύ των «ενδιαφερομένων μερών», κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 59, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 50).

24      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι υφίσταται ανταγωνιστική σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και της TAP Air Portugal. Συνακόλουθα, η προσφεύγουσα υποστήριξε, χωρίς να αντικρουστεί επ’ αυτού, ότι συμβάλλει στην αεροπορική συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση της Πορτογαλίας από το 2003 και ότι το 2019 διακίνησε 10,9 εκατομμύρια επιβάτες στις πορτογαλικές γραμμές. Εξάλλου, δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η προσφεύγουσα ήταν η σημαντικότερη ανταγωνίστρια της TAP Air Portugal και ότι οι δύο εταιρίες βρίσκονταν σε άμεσο ανταγωνισμό σε 32 γραμμές το 2019. Η προσφεύγουσα τόνισε επίσης ότι το πρόγραμμά της πτήσεων για το καλοκαίρι του 2020, το οποίο καταρτίστηκε πριν από την υγειονομική κρίση, περιελάμβανε 126 γραμμές με αφετηρία 5 αερολιμένες στην Πορτογαλία. Επομένως, η προσφεύγουσα είναι ενδιαφερόμενο μέρος που έχει συμφέρον να προασπίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

25      Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή καθόσον η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

26      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, ο πρώτος, από εσφαλμένη εφαρμογή των σημείων 8 και 22 των κατευθυντήριων γραμμών, ο δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, ο τρίτος, από παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ο τέταρτος, από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, ο πέμπτος, από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

27      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο ζητείται ρητώς να γίνουν σεβαστά τα διαδικαστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας, είναι παραδεκτός δεδομένης της ιδιότητάς της ως ενδιαφερόμενου μέρους. Πράγματι, η προσφεύγουσα δύναται να προβάλει, για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που της αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, λόγους ικανούς να αποδείξουν ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 81, της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C-319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 35, και της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής, Τ-135/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:287, σκέψη 73).

28      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα δικαιούται, προκειμένου να αποδείξει προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της λόγω των αμφιβολιών που θα έπρεπε να εγείρει το επίμαχο μέτρο ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά, να προβάλει επιχειρήματα ώστε να αποδείξει ότι η διαπίστωση περί συμβατότητας του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά στην οποία κατέληξε η Επιτροπή ήταν εσφαλμένη, όπερ, κατά μείζονα λόγο, είναι ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει αμφιβολίες κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει τα επί της ουσίας επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα, προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτά είναι ικανά να ενισχύσουν τον λόγο που η τελευταία ρητώς προέβαλε σε σχέση με την ύπαρξη αμφιβολιών που δικαιολογούν την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής, C-287/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:395, σκέψεις 57 έως 60, και της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής, T-135/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:287, σκέψη 77).

29      Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας που καθιστά πλημμελή την προσβαλλόμενη απόφαση, υπογραμμίζεται ότι η παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίον ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και ο οποίος δεν σχετίζεται με την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C-367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψεις 67 έως 72).

 Επί της ουσίας

30      Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας που καθιστά πλημμελή την προσβαλλόμενη απόφαση

31      Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ενέχει διάφορες πλημμέλειες.

32      Με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε αν οι δυσχέρειες της δικαιούχου ήταν τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι δυσχέρειες της δικαιούχου ήταν εγγενείς και δεν είχαν προκύψει από αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης. Η προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι, αφενός, η δικαιούχος είχε αρνητικά ίδια κεφάλαια και, αφετέρου, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της TAP Air Portugal ήταν σημαντικά χαμηλότερη λόγω της υγειονομικής κρίσης. Εντούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει αν η αυθαίρετη κατανομή των δαπανών εντός του ομίλου είχε συμβάλει στο αποτέλεσμα αυτό. Η προσφεύγουσα επισημαίνει συναφώς ότι οι δύο μέτοχοι που συμμετέχουν στην κοινοπραξία AGW δραστηριοποιούνται επίσης στον τομέα των μεταφορών μέσω των δικών τους επιχειρήσεων και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ευνοήθηκαν οι επιχειρήσεις αυτές εις βάρος της χρηματοοικονομικής θέσης της TAP Air Portugal.

33      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης απόφασης, ότι η Επιτροπή, χωρίς να προβεί στη σχετική απόδειξη, περιορίστηκε, ως προς την επιλεξιμότητα της δικαιούχου ενίσχυσης διάσωσης, στη διαπίστωση ότι «[μ]ολονότι η δικαιούχος ελέγχεται από άλλους μετόχους [αιτιολογική σκέψη 3], οι δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει είναι εγγενείς και τόσο σοβαρές ώστε να μην μπορούν να επιλυθούν από τους πλειοψηφούντες μετόχους της ή από άλλους μετόχους και δεν έχουν προκύψει από αυθαίρετη κατανομή των δαπανών υπέρ των μετόχων της ή άλλων θυγατρικών, όπως καταδεικνύουν οι αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 9».

34      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέλειψε εντελώς να αιτιολογήσει, έστω και συνοπτικά, την υποτιθέμενη αδυναμία των μετόχων να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες της δικαιούχου. Ομοίως, η Επιτροπή ουδόλως αξιολόγησε την κατανομή των δαπανών εντός του ομίλου ούτε το ζήτημα αν επρόκειτο για εγγενείς δυσχέρειες της δικαιούχου.

35      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Πολωνίας και την Πορτογαλική Δημοκρατία, αμφισβητεί την ορθότητα των ως άνω επιχειρημάτων.

36      Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξης και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες, ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση περί μη κίνησης της προβλεπόμενης στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημης διαδικασίας έρευνας πρέπει μόνο να περιέχει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή φρονεί ότι δεν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της συμβατότητας της οικείας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά και η έστω και συνοπτική αιτιολογία της απόφασης αυτής πρέπει να θεωρηθεί επαρκής με γνώμονα την απαίτηση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, εφόσον από αυτή προκύπτουν με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες δυσχέρειες, αφού το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας αυτής δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω απαίτηση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψεις 65, 70 και 71, της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C-47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 111, και της 12ης Μαΐου 2016, Hamr – Sport κατά Επιτροπής, T‑693/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:292, σκέψη 54).

38      Όσον αφορά τη μομφή της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους, αφενός, οι δυσχέρειες της δικαιούχου ήταν εγγενείς και δεν είχαν προκύψει από αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου και, αφετέρου, οι δυσχέρειες της δικαιούχου ήταν τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο στον οποίο αυτή ανήκε, κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών, υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο αυτό, «[μ]ια επιχείρηση που ανήκει ή έχει εξαγορασθεί από ευρύτερο επιχειρηματικό όμιλο δεν είναι καταρχήν επιλέξιμη για ενισχύσεις δυνάμει των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η εταιρεία έχει εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν έχουν προκύψει από την αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου και ότι οι δυσχέρειες αυτές είναι τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο».

39      Σκοπός της απαγόρευσης αυτής είναι, επομένως, να εμποδίσει όμιλο επιχειρήσεων να μετακυλήσει στο Δημόσιο τα έξοδα εγχειρήματος διάσωσης μίας από τις επιχειρήσεις που τον αποτελούν, όταν η επιχείρηση αυτή είναι προβληματική και οι δυσχέρειές της οφείλονται στον ίδιο τον όμιλο ή ο όμιλος έχει τα μέσα να τις αντιμετωπίσει μόνος του (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής, T-511/09, EU:T:2015:284, σκέψη 159).

40      Ως εκ τούτου, το σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών θέτει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά ενίσχυση που χορηγείται σε εταιρία ανήκουσα σε όμιλο. Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει, πρώτον, αν ο δικαιούχος της ενίσχυσης ανήκει σε όμιλο και, ενδεχομένως, τη σύνθεση του τελευταίου, δεύτερον, αν οι δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει ο δικαιούχος είναι εγγενείς και δεν οφείλονται σε αυθαίρετη κατανομή των δαπανών εντός του ομίλου και, τρίτον, αν οι δυσχέρειες αυτές είναι τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο.

41      Στην αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης απόφασης η Επιτροπή αναφέρει τα εξής:

«Μολονότι η δικαιούχος ελέγχεται από άλλους μετόχους [αιτιολογική σκέψη 3], οι δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει είναι εγγενείς και τόσο σοβαρές ώστε να μην μπορούν να επιλυθούν από τους πλειοψηφούντες μετόχους της ή από άλλους μετόχους και δεν έχουν προκύψει από αυθαίρετη κατανομή των δαπανών υπέρ των μετόχων της ή άλλων θυγατρικών, όπως καταδεικνύουν οι αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 9. Όσον αφορά [τη δικαιούχο], είναι προφανές ότι οι συγκεκριμένες δυσχέρειες επιδεινώθηκαν από τα άνευ προηγουμένου κρατικά μέτρα σε σχέση με τις αερομεταφορές τα οποία είχαν λάβει η Πορτογαλία και άλλες χώρες.»

42      Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν η δικαιούχος ανήκει σε όμιλο επιχειρήσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ούτε διαπίστωσε ούτε διευκρίνισε εκ των προτέρων αν η δικαιούχος ανήκε σε τέτοιο όμιλο. Πράγματι, από κανένα στοιχείο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε τέτοια ανάλυση. Επομένως, η αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης απόφασης μπορεί να ερμηνευθεί είτε υπό την έννοια ότι δεν περιέχει καμία θέση της Επιτροπής επί του ζητήματος αυτού είτε υπό την έννοια ότι αφήνει να εννοηθεί ότι η Επιτροπή είχε στηριχθεί πιθανώς στην παραδοχή, χωρίς ωστόσο να την εξηγήσει, ότι η δικαιούχος ανήκε σε όμιλο κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών. Πράγματι, αν δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, δεν θα χρειαζόταν να εξετάσει η Επιτροπή τις δύο άλλες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών. Επιπλέον, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εξέτασης των ως άνω προβλεπομένων προϋποθέσεων, η Επιτροπή επισήμανε ότι η δικαιούχος «ελ[εγχόταν] από άλλους μετόχους» και παρέπεμψε συναφώς στην αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης απόφασης, όπου απαριθμούνται οι εταιρίες που είναι μέτοχοι της δικαιούχου, μεταξύ των οποίων και η AGW.

43      Κατά τα λοιπά, μολονότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε την ίδια διατύπωση με εκείνη του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών για να περιγράψει τις δύο εξαιρέσεις από την απαγόρευση χορήγησης μέτρου ενίσχυσης βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σε εταιρία ανήκουσα σε όμιλο, η απλή επανάληψη της διατύπωσης του εν λόγω σημείου 22 δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εξέταση περί ύπαρξης ομίλου.

44      Συναφώς, από τα υπομνήματα των κύριων διαδίκων και από τις αγορεύσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι κύριοι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν η δικαιούχος και οι μέτοχοί της, ιδίως η κοινοπραξία AGW, ανήκαν σε όμιλο κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών. Επ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η Parpública κατείχε το 50 % των μετοχών της δικαιούχου, η AGW το 45 % και το υπόλοιπο 5 % των μετοχών ανήκε σε τρίτους.

45      Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε στο δικόγραφο της προσφυγής και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης, η δικαιούχος συναποτελούσε όμιλο με την κοινοπραξία AGW, συμπεριλαμβανομένων των δύο μετόχων της τελευταίας, ήτοι των εταιριών HPGB SGPS SA και DGN Corporation. Κατά την άποψή της, είχε αποδειχθεί ότι η AGW και οι δύο τελευταίες εταιρίες ασκούσαν από κοινού πραγματικό έλεγχο επί της δικαιούχου.

46      Με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αρνήθηκε την ύπαρξη ομίλου, κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών, στον οποίο ανήκουν η AGW και η δικαιούχος. Κατά την άποψή της, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι πρόκειται για όμιλο στον οποίο ανήκαν η δικαιούχος και η AGW. Η AGW είναι κοινοπραξία που κατέχει στην πραγματικότητα τις μετοχές δύο φυσικών προσώπων και δεν αποτελεί αφ’ εαυτής επιχείρηση.

47      Εντούτοις, τέτοια διαπίστωση δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, ούτε στην αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης απόφασης ούτε σε κάποιο άλλο σημείο της περιέχεται διαπίστωση ή ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη ή μη ομίλου επιχειρήσεων, κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών, και ακόμη λιγότερο σχετικά με τη σύνθεση ενός τέτοιου ομίλου επιχειρήσεων. Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στο να παράσχει, με την αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης απόφασης, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις εταιρίες που ελέγχονταν από τη δικαιούχο. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει πληροφορίες αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ της εν λόγω δικαιούχου και των μετόχων εταιριών περί των οποίων γίνεται λόγος στο σημείο 3 της προσβαλλομένης απόφασης, ιδίως της AGW.

48      Ειδικότερα, επισημαίνεται συναφώς ότι, όσον αφορά την έννοια του «ευρύτερου επιχειρηματικού ομίλου», το σημείο 21, στοιχείο βʹ, των κατευθυντήριων γραμμών παραπέμπει στο παράρτημα της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ 2003, L 124, σ. 36). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την υποσημείωση 28 των κατευθυντήριων γραμμών, «[γ]ια να καθοριστεί εάν μια επιχείρηση είναι ανεξάρτητη ή αποτελεί μέρος ομίλου, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια του παραρτήματος I της σύστασης 2003/361/ΕΚ».

49      Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη σκέψη 47 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει κατά πόσον η Επιτροπή είχε εξετάσει αν, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των κριτηρίων του εν λόγω παραρτήματος, η δικαιούχος και οι εταιρίες που κατείχαν μετοχές σε αυτήν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως όμιλος κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει αν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση.

50      Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία δεν μπορεί να διασαφηνίζεται a posteriori και για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, T‑461/08, EU:T:2011:494, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά τις οποίες η δικαιούχος δεν ανήκε σε όμιλο, δεν μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης κατά τη διάρκεια της δίκης.

51      Δεύτερον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης απόφασης πρέπει να ερμηνευθεί ως στηριζόμενη στη σιωπηρή παραδοχή ότι η δικαιούχος και οι μέτοχοί της ανήκαν στον ίδιο όμιλο (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω), αντιθέτως δηλαδή προς ό,τι ισχυρίσθηκε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς γιατί θεωρούσε ότι πληρούνταν η δεύτερη και η τρίτη προϋπόθεση οι οποίες προβλέπονται στο σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 38 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης απόφασης η Επιτροπή περιορίστηκε συναφώς στο να αναφέρει, αντιστοίχως, ότι οι δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπιζε η δικαιούχος ήταν εγγενείς και «δεν [είχαν] προκύψει από αυθαίρετη κατανομή των δαπανών υπέρ των μετόχων της ή άλλων θυγατρικών» και ότι οι εν λόγω δυσχέρειες ήταν «τόσο σοβαρές ώστε να μην μπορούν να επιλυθούν από τους πλειοψηφούντες μετόχους της ή από άλλους μετόχους», χωρίς ωστόσο να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς αυτούς καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

52      Συγκεκριμένα, μολονότι στην αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης απόφασης η Επιτροπή παρέπεμψε στις αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 9 και 11 έως 13 της ίδιας απόφασης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 9 της προσβαλλομένης απόφασης, η Επιτροπή περιορίστηκε στην παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση της δικαιούχου και σχετικά με τις δυσχέρειες που προκάλεσε η πανδημία της COVID-19. Ομοίως, στις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 της προσβαλλομένης απόφασης εκτίθεται ο αντίκτυπος τον οποίον είχαν οι προκληθείσες από την εν λόγω πανδημία διαταραχές στα επιχειρησιακά αποτελέσματα της TAP Air Portugal και στην ταμειακή της κατάσταση. Επομένως, στις προμνησθείσες αιτιολογικές σκέψεις ουδόλως διευκρινίζεται αν οι δυσχέρειες της δικαιούχου ήταν εγγενείς και δεν είχαν προκύψει από αυθαίρετη κατανομή των δαπανών εντός του ομίλου τον οποίο φέρονται ότι συναποτελούν η εν λόγω δικαιούχος και οι μέτοχοί της. Δεν εκτίθενται εξάλλου η χρηματοοικονομική κατάσταση των εταιριών που είναι μέτοχοι της δικαιούχου ούτε η ενδεχόμενη ικανότητά τους να επιλύσουν, έστω και εν μέρει, τις δυσχέρειες της τελευταίας. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμο των προπαρατεθέντων ισχυρισμών.

53      Κατά συνέπεια, είναι αδύνατον για το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του σημείου 22 των κατευθυντήριων γραμμών και αν αυτές αντιτίθενται στην επιλεξιμότητα του δικαιούχου για τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν βρισκόταν ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της συμβατότητας της οικείας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 37 ανωτέρω.

54      Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος και δεν χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά σκέλη του.

55      Η ανεπαρκής αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης συνεπάγεται την ακύρωσή της. Συγκεκριμένα, το σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ενίσχυση διάσωσης χορηγηθείσα σε εταιρία ανήκουσα σε όμιλο μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ελλείψει, όμως, επαρκούς σχετικής αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει αν η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι δεν βρισκόταν ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της συμβατότητας της οικείας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί της διατήρησης των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας απόφασης

56      Πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία, όταν επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας δικαίου το δικαιολογούν, ο δικαστής της Ένωσης διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξουσία εκτίμησης προκειμένου να προσδιορίζει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τα αποτελέσματα της οικείας πράξης που θεωρείται ότι διατηρούν την ισχύ τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει επομένως ότι, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να περιορίσει το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασής του (πρβλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Κοινοβούλιο και Δανία κατά Επιτροπής, C-14/06 και C-295/06, EU:C:2008:176, σκέψη 85).

58      Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, το Δικαστήριο έχει κάνει χρήση της δυνατότητας να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της διαπίστωσης του ανίσχυρου ρύθμισης της Ένωσης οσάκις επιτακτικές ανάγκες ασφάλειας δικαίου αναγόμενες στο σύνολο των συμφερόντων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημοσίων, που διακυβεύονταν στις σχετικές υποθέσεις εμπόδιζαν να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της είσπραξης ή της καταβολής χρηματικών ποσών που είχε γίνει βάσει της ρύθμισης αυτής πριν από την ημερομηνία της απόφασής του (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 122).

59      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας δικαίου που δικαιολογούν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο χορηγήθηκε για αρχική περίοδο έξι μηνών, η οποία έχει ήδη παρέλθει, μετά την οποία η Πορτογαλική Δημοκρατία όφειλε να διαβιβάσει στην Επιτροπή, σύμφωνα με το σημείο 55, στοιχείο δʹ, των κατευθυντήριων γραμμών, είτε την απόδειξη ότι το δάνειο είχε αποπληρωθεί ολοσχερώς είτε σχέδιο αναδιάρθρωσης είτε σχέδιο ρευστοποίησης. Εξάλλου, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, σε περίπτωση υποβολής σχεδίου αναδιάρθρωσης, η έγκριση της ενίσχυσης διάσωσης παρατείνεται αυτόματα έως ότου η Επιτροπή εκδώσει την τελική της απόφαση σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, εκτός εάν η Επιτροπή αποφασίσει ότι αυτή η παράταση δεν είναι δικαιολογημένη ή ότι πρέπει να περιοριστεί ως προς τον χρόνο και το πεδίο εφαρμογής.

60      Στο πλαίσιο αυτό, όπου η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης εντάσσεται σε διαδικασία η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και αποτελείται από διάφορα διαδοχικά στάδια, η αμφισβήτηση στο παρόν στάδιο της νομιμότητας της είσπραξης των χρηματικών ποσών που προβλέπει το επίμαχο μέτρο ενίσχυσης θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για ένα σύνολο συμφερόντων, τόσο δημοσίων όσο και ιδιωτικών. Ειδικότερα, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιζήμιες συνέπειες των διαταράξεων που προκάλεσε η πανδημία της COVID-19 στην αεροπορική συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση και στην οικονομία της Πορτογαλίας και η σημασία της TAP Air Portugal για την εξυπηρέτηση αυτή και για την οικονομία του εν λόγω κράτους μέλους. Τέλος, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η διαπιστωθείσα έλλειψη νομιμότητας συνίσταται σε έλλειψη αιτιολογίας και όχι σε σφάλμα ουσίας. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης της προσβαλλομένης απόφασης.

61      Δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, η οποία εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη, οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της παρούσας απόφασης.

62      Ως εκ τούτου, πρέπει να ανασταλούν τα αποτελέσματα της ακύρωσης της προσβαλλομένης απόφασης έως ότου η Επιτροπή εκδώσει νέα απόφαση. Δεδομένης της ταχύτητας με την οποία η Επιτροπή αντέδρασε από το στάδιο προ της κοινοποιήσεως και από την κοινοποίηση του επίμαχου μέτρου, τα εν λόγω αποτελέσματα αναστέλλονται για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να εκδώσει τη νέα απόφαση στο πλαίσιο του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, περαιτέρω, για εύλογο χρόνο αν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 126).

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και εκείνα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

64      Εξάλλου, βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2020) 3989 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.57369 (2020/N) – COVID-19 – Πορτογαλία – Ενίσχυση χορηγηθείσα στην TAP.

2)      Αναστέλλει τα αποτελέσματα της ακύρωσης της προμνησθείσας απόφασης έως ότου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδώσει νέα απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Τα αποτελέσματα αυτά αναστέλλονται για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να εκδώσει τη νέα απόφαση στο πλαίσιο του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, περαιτέρω, για εύλογο χρόνο αν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ryanair DAC.

4)      Η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Van der Woude

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

 

      Hesse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Μαΐου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.