Language of document : ECLI:EU:T:2012:105

Υπόθεση T‑230/10

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«ΕΓΤΠΕ — Τμήμα Εγγυήσεων — Δαπάνες που εξαιρούνται από τη χρηματοδότηση — Οπωροκηπευτικά — Υποχρέωση αιτιολογήσεως των δαπανών — Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως των οργανώσεων παραγωγών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Οπωροκηπευτικά — Οργανώσεις παραγωγών —Χρηματοδότηση από το ΕΓΤΠΕ — Προϋπόθεση — Αποδείξεις σχετικά με την ανάληψη των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν

(Κανονισμός 2200/96 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 5, εδ. 1· κανονισμός 1433/2003 της Επιτροπής, άρθρο 18 § 2, στοιχείο γ΄)

2.      Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Οπωροκηπευτικά — Οργανώσεις παραγωγών —Χρηματοδότηση από το ΕΓΤΠΕ — Αναγνώριση των οργανώσεων αυτών από τις εθνικές αρχές — Προϋπόθεση — Δημοκρατική λειτουργία

(Κανονισμός 2200/96 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 1, στοιχείο δ΄· κανονισμός 1432/2003 της Επιτροπής, άρθρα 4, 13 § 2, στοιχείο β΄, και 14 § 2)

1.      Από το άρθρο 15, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2200/96 για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών σε συνδυασμό με το άρθρο 18, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1433/2003 σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2200/96 όσον αφορά τα επιχειρησιακά ταμεία, τα επιχειρησιακά προγράμματα και τη χρηματοδοτική ενίσχυση προκύπτει ότι μια χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης μπορεί να χορηγηθεί σε οργάνωση παραγωγών, βάσει επιχειρησιακού προγράμματος, μόνον εφόσον προσκομίζονται αποδείξεις σχετικά με την ανάληψη των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν βάσει του εν λόγω προγράμματος.

Ο κανόνας αυτός δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση των δαπανών που απορρέουν από την περιβαλλοντική διαχείριση συσκευασιών, όταν οι εν λόγω δαπάνες βαρύνουν αμέσως τους διανομείς και εμμέσως τις οργανώσεις παραγωγών. Πράγματι, απαιτείται μόνον η απόδειξη ότι οι επίμαχες δαπάνες βαρύνουν αμέσως ή εμμέσως τις οργανώσεις παραγωγών.

(βλ. σκέψεις 19-20, 22)

2.      Η νομοθεσία της Ένωσης περί οργανώσεων παραγωγών σκοπεί να διασφαλίσει τη δημοκρατική λειτουργία τους βάσει δύο αρχών. Αφενός, οι παραγωγοί μέλη της οργανώσεως παραγωγών οφείλουν να ελέγχουν την οργάνωσή τους και τις αποφάσεις της. Αφετέρου, μεταξύ των μελών μιας οργανώσεως παραγωγών πρέπει να συγκαταλέγονται τουλάχιστον πέντε παραγωγοί και κανένα από τα εν λόγω μέλη δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να διαθέτει άνω του 20 % των δικαιωμάτων ψήφου.

Για να διασφαλιστεί η δημοκρατική λειτουργία των οργανώσεων παραγωγών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ταυτότητα των φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν το κεφάλαιο των μελών των οργανώσεων παραγωγών. Πράγματι, αν δεν διενεργηθεί ο έλεγχος αυτός, είναι δυνατό να αποκρύβεται πίσω από τα εν λόγω μέλη ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο κατέχει μεγάλο μέρος ή ενδεχομένως το σύνολο του κεφαλαίου πολλών μελών μιας οργανώσεως παραγωγών, με αποτέλεσμα να τα ελέγχει, ιδίως δε να ελέγχει τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών τους. Υπό τις περιστάσεις αυτές, υφίσταται κίνδυνος καταστρατηγήσεως της ανωτέρω δεύτερης αρχής, στο μέτρο που ο εμφανής αριθμός των μελών μιας οργανώσεως παραγωγών δεν αντιπροσωπεύει τον αριθμό των μελών της που είναι όντως ανεξάρτητα.

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1432/2003 σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού 2200/96 όσον αφορά την αναγνώριση των οργανώσεων παραγωγών και την προαναγνώριση των ομάδων παραγωγών, η εκ μέρους του κράτους μέλους αύξηση του ανώτατου ποσοστού του 20 % των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτει ένα μόνο μέλος πρέπει να τελεί σε αναλογία προς τη συμμετοχή του εν λόγω μέλους στη διαμόρφωση της αξίας της παραγωγής που διατίθεται στο εμπόριο από την οργάνωση παραγωγών. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος οφείλει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποτρέψει το ενδεχόμενο ένα μόνο μέλος να ελέγχει πλέον του 20 % των δικαιωμάτων ψήφου εντός της οργανώσεως παραγωγών.

(βλ. σκέψεις 47-51, 53, 57, 59)