Language of document : ECLI:EU:T:1997:122

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Ιουλίου 1997 (1)

«Διαγωνισμός για τη δωρεάν προμήθεια ελαιολάδου στους πληθυσμούς της Γεωργίας και της Αρμενίας - Ζημία που υποστηρίζει ότι υπέστη ο ανάδοχος λόγω καθυστερήσεως στην παραλαβή του ελαιολάδου από τον μεταφορέα που είχε ορίσει η Επιτροπή - Προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να χορηγήσει αποζημίωση - Αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης - Συμβατικός χαρακτήρας της υποχρεώσεως της Επιτροπής επί της οποίας στηρίζεται η αγωγή - Έλλειψη ρήτρας διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 181 της Συνθήκης ΕΚ - Πρόδηλη αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου»

Στην υπόθεση T-44/96,

Oleifici Italiani SpA, εταιρία ιταλικού δικαίου, εδρεύουσα στο Ostuni (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους Antonio Tizzano και Gian Michele Roberti, δικηγόρους Νεαπόλεως, 36, place du Grand Sablon, Βρυξέλλες,

ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Eugenio de March, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Alberto Dal Ferro, δικηγόρο Vicenza, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

εναγομένης,

που έχει ως αντικείμενο αγωγή ασκουμένη βάσει των άρθρων 178 και 173 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται αφενός μεν η αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της καθυστερήσεως παραλαβής, από τον μεταφορέα που είχε ορίσει η Επιτροπή, του ελαιολάδου που είχε διαθέσει η ενάγουσα στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη δωρεάν προμήθεια του προϊόντος αυτού στους πληθυσμούς της Γεωργίας και της Αρμενίας, αφετέρου δε η ακύρωση της αρνήσεως της Επιτροπής να χορηγήσει αποζημίωση,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους B. Vesterdorf, Πρόεδρο, C. P. Briët και A. Potocki, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Νομικό πλαίσιο της διαφοράς

1.
    Το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1999/94, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με δράσεις δωρεάν χορήγησης γεωργικών προϊόντων για τους πληθυσμούς της Γεωργίας, της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν, της Κιργιζίας και του Τατζικιστάν (ΕΕ 1994, L 201, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1999/94), προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες εφοδιασμού των πληθυσμών αυτών.

2.
    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1999/94, οι δαπάνες της χορηγήσεως και ενδεχομένως της μεταποιήσεως καθορίζονται με διαδικασία διαγωνισμού. Το άρθρο 4 του κανονισμού 1999/94 αναθέτει στην Επιτροπή την εκτέλεση των δράσεων και τον έλεγχο των εργασιών παραδόσεως και την εξουσιοδοτεί να θεσπίσει τις αναγκαίες εκτελεστικές διατάξεις.

3.
    Ο κανονισμός (ΕΚ) 2065/94 της Επιτροπής, της 16ης Αυγούστου 1994, για τη θέσπιση διατάξεων που εφαρμόζονται για τη δωρεάν προμήθεια γεωργικών προϊόντων που κατέχονται στα αποθέματα παρέμβασης που προορίζονται για τη Γεωργία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, την Κιργιζία και το Τατζικιστάν, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1999/94 (ΕΕ 1994, L 213, σ. 3, στο εξής: κανονισμός 2065/94), θέσπισε τις κοινές προϋποθέσεις συμμετοχής στους διαγωνισμούς αναθέσεως των προμηθειών, καθώς και τις υποχρεώσεις των αναδόχων.

4.
    Ειδικότερα, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2065/94 προβλέπει ότι ο διαγωνισμός μπορεί να αφορά την ποσότητα των προϊόντων που θα αποληφθούν από τα αποθέματα παρεμβάσεως, ως πληρωμή της προμήθειας και των ενδεχομένων εξόδων μεταποιήσεως, συσκευασίας και σημάνσεως μιας ή περισσοτέρων παρτίδων. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, οι προσφορές αφορούν τις ποσότητες των προϊόντων που θα καταβληθούν ως πληρωμή.

5.
    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2065/94 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, για να είναι έγκυρη η προσφορά πρέπει να αναφέρει ακριβώς τον κανονισμό που προκηρύσσει τον συγκεκριμένο διαγωνισμό και να περιλαμβάνει, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 3, την ποσότητα των προτεινομένων προϊόντων, εκφρασμένη σε τόνους (καθαρό βάρος) αντί του καθαρού τόνου του τελικού προϊόντος. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, οι προσφορές που δεν έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή που περιλαμβάνουν όρους άλλους από αυτούς που καθορίζει ο κανονισμός θα απορριφθούν. Τέλος, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, η υποβληθείσα προσφορά δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή να αποσυρθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προσφορών.

    

6.
    Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2065/94 ορίζει ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις υποβληθείσες προσφορές, μπορεί να αποφασίσει για κάθε παρτίδα είτε να μην προβεί σε καμία ανάθεση, είτε να αναθέσει την προμήθεια με βάση την προσφερομένη τιμή ή τις προσφερόμενες ποσότητες και τα άλλα στοιχεία της προσφοράς που παρέχουν τις καλύτερες εγγυήσεις παραδόσεως υπό καλές συνθήκες, από τεχνική και υγειονομική πλευρά, και τηρήσεως των προθεσμιών. Το άρθρο 7, παράγραφος 3, ορίζει ότι η Επιτροπή κοινοποιεί στον ανάδοχο την υπέρ αυτού ανάθεση της προμήθειας.

7.
    Το άρθρο 10, παράγραφος 4, του κανονισμού 2065/94 προβλέπει ότι, εάν καθυστερήσει η ανάληψη κατά το στάδιο της παραδόσεως για λόγους που δεν καταλογίζονται στον ανάδοχο, τα πρόσθετα έξοδα μπορεί να καλυφθούν από την Επιτροπή βάσει αιτιολογικών εγγράφων.

8.
    Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2065/94 ορίζει ότι, πριν γίνει ανάληψη των προϊόντων, ο ανάδοχος συνιστά υπέρ του οργανισμού παρέμβασης ή της Επιτροπής, για τις ποσότητες που θα αναλάβει και για κάθε παρτίδα,εγγύηση που αντιστοιχεί στο ποσό ανά καθαρό τόνο που ορίζεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, προϋπόθεση για την αποδέσμευση της οποίας είναι, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 6, η απόδειξη από τον ανάδοχο της τηρήσεως των υποχρεώσεών του.

9.
    Με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2494/94 της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 1994, για τη χορήγηση ελαιολάδου στους πληθυσμούς της Γεωργίας και της Αρμενίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1999/94 (ΕΕ 1994, L 265, σ. 30, στο εξής: κανονισμός 2494/94), προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την προμήθεια 3 000 τόνων (καθαρό βάρος) ελαιολάδου, σε έξι παρτίδες των 500 τόνων, με τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό 2065/94. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2494/94, το προϊόν έπρεπε να είναι έτοιμο προς φόρτωση στο λιμάνι του Πειραιά, από τις 28 Νοεμβρίου 1994.

10.
    Το άρθρο 3 του κανονισμού 2494/94 ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι στις προσφορές αναφέρεται η ποσότητα ελαιολάδου (έξτρα παρθένο και μειονεκτικό) που παραλαμβάνεται, ως πληρωμή της προμήθειας, από τα αναφερόμενα στο παράρτημα II αποθέματα παρεμβάσεως και αρκεί για να καλυφθούν όλα τα έξοδα της προμήθειας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 μέχρι το στάδιο της προβλεπομένης παραδόσεως. Η προσφορά εκφράζεται σε τόνους ελαιολάδου (καθαρό βάρος) που αντιστοιχούν με έναν τόνο καθαρού βάρους τελικού προϊόντος.

11.
    Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 2494/94 καθορίζει την εγγύηση του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2065/94 σε 2 300 ECU ανά τόνο ελαιολάδου (τελικού προϊόντος), η δε παράγραφος 5 του άρθρου αυτού διευκρινίζει ότι η σύσταση των εγγυήσεων αυτών γίνεται σε εθνικό νόμισμα υπέρ της Επιτροπής.

12.
    Τέλος, με τον κανονισμό (ΕΚ) 2693/94, της 4ης Νοεμβρίου 1994 (ΕΕ L 286, σ. 16, στο εξής: κανονισμός 2693/94), η Επιτροπή προκήρυξε διαγωνισμό για τη μεταφορά προς δωρεάν προμήθεια των προοριζομένων για τη Γεωργία και την Αρμενία 3 000 τόνων ελαιολάδου. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο β´, η ποσότητα των 3 000 τόνων ελαιολάδου (στάδιο παράδοσης fob στοιβαγμένα επί πλοίου) έπρεπε να είναι διαθέσιμη στο λιμάνι της Αθήνας (στον Πειραιά), από τις 28 Νοεμβρίου 1994.

Ιστορικό της διαφοράς

13.
    Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή, στο πλαίσιο του διαγωνισμού τον οποίο προκήρυξε με τον κανονισμό 2494/94, κατακύρωσε στην Oleifici Italiani (στο εξής: Oleifici) την προμήθεια 1 500 τόνων ελαιολάδου, που αντιπροσώπευαν τις παρτίδες υπ' αριθ. 3, 4 και 6, των 500 τόνων την κάθε μία. Οι λοιπές τρεις παρτίδες κατακυρώθηκαν στην ελληνική εταιρία Nutria.

14.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 2494/94, η Oleifici συνέστησε υπέρ της Επιτροπής την κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2065/94 εγγύηση, ύψους 2 300 ECU ανά τόνο ελαιολάδου (τελικού προϊόντος), ήτοι συνολικού ύψους 8 072 896 500 ιταλικών λιρών (LIT).

15.
    Η Oleifici παρέλαβε τις καθορισθείσες ποσότητες ελαιολάδου από τον αρμόδιο οργανισμό παρεμβάσεως και προέβη στη συσκευασία τους στις εγκαταστάσεις της στο Bari. Η Oleifici ολοκλήρωσε τις εργασίες συσκευασίας σε δοχεία στις 25 Νοεμβρίου 1994, δηλώνοντας έτοιμη να προβεί στην παράδοση στο λιμάνι του Πειραιά εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας.

16.
    Στις 23 Νοεμβρίου 1994, η Επιτροπή κατακύρωσε στην εταιρία Calberson τη μεταφορά του προς προμήθεια προϊόντος, κατόπιν του διαγωνισμού που είχε προκηρυχθεί με τον κανονισμό 2693/94 και ενημέρωσε σχετικώς την Oleifici με υπηρεσιακό σημείωμα της 30ής Νοεμβρίου 1994.

17.
    Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 1994, η Επιτροπή διευκρίνισε στην Oleifici: «(...) εκτός απροόπτου της τελευταίας στιγμής, το πλοίο που θα παραλάβει το προϊόν θα βρίσκεται στο λιμάνι του Πειραιά στις 5 Δεκεμβρίου 1994.» Επίσης ζήτησε από την Oleifici, για την ομαλή διεκπεραίωση του έργου, να λάβει όλα τα μέτρα ώστε να τηρηθεί η εν λόγω ημερομηνία.

18.
    Στη συνέχεια, η παράδοση του ελαιολάδου καθυστέρησε επανειλημμένα, ιδίως λόγω του ότι κανένα πλοίο δεν ήταν διαθέσιμο, λόγω κακών καιρικών συνθηκών και λόγω ανεπάρκειας των εξοπλισμών στις χώρες προορισμού. Τελικά, ο μεταφορέας παρέλαβε το ελαιόλαδο σε δύο δόσεις των 750 τόνων, στις 5 και στις 26 Ιανουαρίου 1995, η δε εγγύηση που είχε συστήσει η Oleifici αποδεσμεύθηκε πλήρως τον Φεβρουάριο του 1995.

19.
    Η Oleifici επισήμανε στην Επιτροπή ότι οι διαδοχικές αναβολές της ημερομηνίας φορτώσεως του εμπορεύματος, κατόπιν μονομερών εντολών της Επιτροπής, της είχαν επιβαρύνει με σημαντικά έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως, αποθηκεύσεως, ασφαλίσεων και ακινητοποιήσεως των φορτηγών, ανερχόμενα, κατά τις εκτιμήσεις της, σε 562 880 215 LIT.

20.
    Η Oleifici υποστήριξε, περαιτέρω, ότι η καθυστέρηση της παραλαβής του προϊόντος είχε επίσης προκαλέσει καθυστέρηση στην ελευθέρωση των εγγυήσεων προμηθείας τις οποίες είχε συστήσει προς διασφάλιση της διεκπεραιώσεως του έργου. Η Oleifici στερήθηκε έτσι της δυνατότητας να χρησιμοποιήσει τα αντίστοιχα όρια πιστώσεως και περιήλθε σε αδυναμία να προβεί στις συνήθεις πράξεις αγοράς και μεταπωλήσεως ελαιολάδου. Η Oleifici εκτίμησε το συνακόλουθο διαφυγόν της κέρδος σε 500 000 000 LIT.

21.
    Κατόπιν αυτής της αιτήσεως αποζημιώσεως, η Oleifici έλαβε από την Επιτροπή, στις 29 Σεπτεμβρίου 1995, μέσω λογιστικής μεταφοράς, το ποσό των 444 908 307 LIT.

22.
    Με επιστολή της 16ης Ιανουαρίου 1996, η Επιτροπή διαβίβασε στην Oleifici, κατόπιν αιτήσεώς της, κατάλογο των εξόδων τα οποία είχε δεχθεί να καλύψει. Η Επιτροπή διευκρίνιζε ότι δεν παραδεχόταν το ποσό των 500 000 000 LIT, το οποίο απαιτούσε η Oleifici με την αιτιολογία της αδυναμίας χρήσεως ορίων πιστώσεως, «εφόσον η ΕΚ δεν μπορεί να ευθύνεται για τη ζημία την οποία επικαλείται μια επιχείρηση που δεν διαθέτει πιστοληπτική ικανότητα».

23.
    Με την από 31 Ιανουαρίου 1996 επιστολή της, η Oleifici αμφισβήτησε την άρνηση της Επιτροπής να καλύψει τα έξοδα, παρατηρώντας ότι η δυνατότητά της να λάβει πρόσθετες πιστώσεις για να υλοποιήσει άλλες εμπορικές συναλλαγές μειώθηκε σε βαθμό ανάλογο προς το ιδιαίτερα μεγάλο ύψος των ποσών τα οποία δέσμευσε για να συστήσει εγγύηση υπέρ της Κοινότητας. Η Oleifici ζητούσε, επομένως, από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τη στάση της και να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία υπέστη ως εκ της αδυναμίας στην οποία περιήλθε να χρησιμοποιήσει τα όρια τραπεζικής πιστώσεως τις οποίες είχε χρησιμοποιήσει για τη σύσταση εγγυήσεων υπέρ της Κοινότητας.

Ένδικη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24.
    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό, η Oleifici άσκησε την υπό κρίση αγωγή με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Μαρτίου 1996.

25.
    Η Oleifici ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να δεχθεί την προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως·

-    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη την προσφυγή και αγωγή την οποία άσκησε η ενάγουσα κατά τα άρθρα 173, 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ.

-     να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού της αγωγής

27.
    Βάσει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής, μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη. Εν προκειμένω, τοΠρωτοδικείο κρίνει ότι η δικογραφία παρέχει επαρκή στοιχεία και αποφασίζει να μη συνεχίσει τη διαδικασία.

Ως προς τη φύση της προβαλλομένης ευθύνης

28.
    Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι μια ενδεχομένη απόφαση περί πρόδηλης αναρμοδιότητας προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς εξαρτάται από την απάντηση στο προκριματικό ερώτημα μήπως η ευθύνη την οποία είναι δυνατό να υπέχει η Κοινότητα, λόγω της οργανώσεως των επιδίκων δράσεων για τη δωρεάν προμήθεια, είναι προδήλως συμβατική, αντίθετα προς την δικονομική στάση των διαδίκων.

29.
    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει σαφώς από το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς και από τα στοιχεία της δικογραφίας που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι επίδικες προμήθειες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συμβάσεων και η υποχρέωση της Επιτροπής επί της οποίας θεμελιώνεται η υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως είναι συμβατικής φύσεως, ενώ, εξ άλλου, δεν υποστηρίχθηκε κατά την έγγραφη διαδικασία ότι η Επιτροπή παρέβη ενδεχόμενες υποχρεώσεις εξωσυμβατικής φύσεως, διακριτές από τις συμβατικές σχέσεις που συνδέουν τους διαδίκους.

30.
    Συγκεκριμένα, ως ημερομηνία κατά την οποία η Oleifici έπρεπε να έχει διαθέσιμο το προϊόν καθορίστηκε, με τον κανονισμό 2494/94, η 28η Νοεμβρίου 1994, το στοιχείο δε αυτό της προσφοράς της Επιτροπής έγινε αποδεκτό από την Oleifici. Αντιστρόφως, η Oleifici προσδοκούσε από την Επιτροπή, όπως υποστηρίζει στην παράγραφο 17 του δικογράφου της αγωγής της, ότι η παραλαβή του ελαιολάδου θα γινόταν στις 28 Νοεμβρίου 1994.

31.
    Επομένως, η ημερομηνία της 28ης Νοεμβρίου 1994 που καθορίστηκε από τον κανονισμό 2494/94 και συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο διαδίκων, μέσω της προσφοράς της Oleifici και της αποδοχής της από την Επιτροπή, στη συνέχεια δε μετατέθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1994 από την Επιτροπή με τη σιωπηρή συμφωνία της Oleifici, είναι το σημείο αναφοράς βάσει του οποίου η τελευταία αφενός μεν επικαλείται τόσο την ύπαρξη όσο και την έκταση της σημειωθείσας καθυστερήσεως κατά την παραλαβή του ελαιολάδου από τον ορισθέντα από την Επιτροπή μεταφορέα, αφετέρου δε προβάλλει τη συνακόλουθη επέλευση ζημίας, την αποκατάσταση της οποίας ζητεί από την Επιτροπή.

32.
    Η Oleifici δηλαδή, υποστηρίζοντας, προς θεμελίωση της αγωγής αποζημιώσεως, ότι η Επιτροπή δεν ετήρησε την υποχρέωσή της να εξασφαλίσει χωρίς καθυστέρηση την παραλαβή του ελαιολάδου από τον μεταφορέα που είχε ορίσει και να αποδεσμεύσει, κατά συνέπεια, την εγγύηση, τοποθετεί την αντιδικία στο επίκεντρο ακριβώς των συμβατικών σχέσεων που συνδέουν τους διαδίκους.

33.
    Πρέπει να σημειωθεί ότι, με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1993, C-142/91, Cebag κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-553, σκέψεις 11 έως 13), το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3972/86 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με την πολιτική και τη διαχείριση της επισιτιστικής βοήθειας (ΕΕ 1986, L 370, σ. 1), η βοήθεια αυτή χορηγείται βάσει συμβατικώς αναλαμβανομένων υποχρεώσεων. Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, του κανονισμού 3972/86, η Επιτροπή αποφασίζει τους όρους για τη χορήγηση της βοήθειας και ιδίως τις γενικές ρήτρες που ισχύουν για τους δικαιούχους και την έναρξη των διαδικασιών συγκεντρώσεως και προμήθειας των προϊόντων καθώς και τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων.

34.
    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της Επιτροπής και των αναδόχων στο πλαίσιο των προμηθειών αυτών δεν καθορίζονται πλήρως από τους κοινοτικούς κανονισμούς, διότι ένα ουσιώδες στοιχείο των προμηθειών, δηλαδή η τιμή, εξαρτάται από την προσφορά των διαγωνιζομένων και από την αποδοχή της εκ μέρους της Επιτροπής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2200/87 της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 1987, για τις γενικές διατάξεις της συγκεντρώσεως στην Κοινότητα των προϊόντων που χορηγούνται ως κοινοτική επισιτιστική βοήθεια (ΕΕ 1987, L 204, σ. 1). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι εν λόγω προμήθειες είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συμβάσεων.

35.
    Από τα προαναφερθέντα, επομένως, προκύπτει σαφώς ότι η Oleifici επικαλείται, προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως, την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση μιας συμβατικής υποχρεώσεως και ότι συνεπώς η ασκηθείσα αγωγή στηρίζεται σε συμβατικό θεμέλιο.

Ως προς την αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου

36.
    Βάσει των διατάξεων της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1988, L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια, σε συνδυασμό προς το άρθρο 181 της Συνθήκης, το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται πρωτοδίκως επί των διαφορών συμβατικής φύσεως που φέρονται ενώπιόν του από φυσικά ή νομικά πρόσωπα παρά μόνο δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, που δεν υπάρχει εν προκειμένω.

37.
    Στην υπό κρίση διαφορά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή των διαδίκων στο Πρωτοδικείο μπορεί να θεωρηθεί ως η έκφραση της βουλήσεώς τους να απονείμουν στον κοινοτικό δικαστή αρμοδιότητα στον συμβατικό τομέα εφόσον, αντιθέτως, η Oleifici άσκησε την αγωγή της βάσει του άρθρου 178 της Συνθήκης.

38.
    Ελλείψει ρήτρας διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 181 της Συνθήκης, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί, οσάκις ασκείται ενώπιόν του αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 178 της Συνθήκης, να αποφαίνεται στην πραγματικότητα επίαιτήματος αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης. Στην αντίθετη περίπτωση, το Πρωτοδικείο θα επεξέτεινε την αρμοδιότητά του πέραν των διαφορών των οποίων την εκδίκαση του αναθέτει περιοριστικά το άρθρο 183 της Συνθήκης, το οποίο όμως, αντιθέτως, προβλέπει ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια κατά το κοινό δίκαιο για την εκδίκαση διαφορών στις οποίες είναι διάδικος η Κοινότητα (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 1987, 133/85, 134/85, 135/85 και 136/85, Rau κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 2289, σκέψη 10).

39.
    Απ' όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να εκδικάσει την ασκηθείσα αγωγή αποζημιώσεως, η οποία, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

Επί του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως

40.
    Αρκεί να υπομνησθεί ότι η διαφορά ανέκυψε από την άρνηση της Επιτροπής να αποκαταστήσει μέρος της ζημίας που η Oleifici ισχυρίστηκε ότι της είχε προξενήσει η Επιτροπή λόγω της καθυστερήσεως που εξ αμελείας της σημειώθηκε κατά την παραλαβή των παρτίδων ελαίου που είχαν κατακυρωθεί στην Oleifici βάσει του κανονισμού 2494/94.

41.
    Η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί, όμως, να αποχωριστεί από την φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως που υπείχε η Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι το διατεθέν από την Oleifici ελαιόλαδο θα παραλαμβανόταν εντός της συμβατικής προθεσμίας.

42.
    Αφενός μεν, οι λόγοι τους οποίους επικαλείται η Oleifici προς στήριξη του περί ακυρώσεως αιτήματός της δεν μπορούν να εξετασθούν πριν ερευνηθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συμβατικής ευθύνης την οποία ενδεχομένως υπέχει η Κοινότητα λόγω της καθυστερήσεως που σημειώθηκε κατά την παραλαβή του ελαιολάδου.

43.
    Αφετέρου δε, στην παράγραφο 12 του δικογράφου της αγωγής της, η ίδια η Oleifici παραπέμπει, κατά την ανάπτυξη των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει, στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε προς στήριξη του αιτήματός της περί αποζημιώσεως.

44.
    Υπ' αυτές τις συνθήκες, άπαξ έχει γίνει δεκτό ότι το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή αποζημιώσεως, η Oleifici δεν μπορεί να παρακάμψει μονομερώς την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Πρωτοδικείου και των εθνικών δικαστηρίων, προκαλώντας απόρριψη του περί αποζημιώσεως αιτήματός της από την Επιτροπή και χαρακτηρίζοντας, στη συνέχεια, την απόρριψη αυτή ως απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 43/84, Maag κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2581, σκέψη 26).

45.
    Επομένως, το περί ακυρώσεως αίτημα είναι επίσης προδήλως απαράδεκτο.

46.
    Από το σύνολο της προεκτεθείσας αναπτύξεως προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως προδήλως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

47.
    Βάσει το άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, η δε εναγομένη διατύπωσε σχετικό αίτημα, η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)    Απορρίπτει την αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)    Καταδικάζει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 18 Ιουλίου 1997.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.