Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Rejonowy we Włocławku (Πολωνία) στις 17 Αυγούστου 2023 – Ποινική διαδικασία κατά Κ.Ρ.

(Υπόθεση C-530/23, Barało 1 )

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Rejonowy we Włocławku

Ποινική διαδικασία/δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Κ.Ρ.

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης 1 , λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και γ΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας (ΕΕ) 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας2 , ερμηνευόμενα κατά την έννοια των σημείων 6, 7, 11 και 13 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών3 , την έννοια ότι εισάγουν άμεσα αποτελεσματικό και δεσμευτικό κανόνα που καθιστά απαράδεκτη τη διενέργεια πράξεως ανακρίσεως ευάλωτου προσώπου ή προσώπου που βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση χωρίς τη συμμετοχή συνηγόρου υπεράσπισης, σε περίπτωση που συντρέχουν αντικειμενικοί πραγματικοί λόγοι για τη χορήγηση δικαστικής αρωγής, όταν, ταυτόχρονα, η ανακριτική αρχή δεν χορηγεί αυτεπαγγέλτως δικαστική αρωγή (συμπεριλαμβανομένης της έκτακτης ή προσωρινής) αμελλητί και πριν λάβει χώρα εξέταση του ενδιαφερομένου [ευάλωτου προσώπου in concreto] από την αστυνομία, από άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή από δικαστική αρχή ή πριν από τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων ή πράξεων συλλογής αποδεικτικών στοιχείων;

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ερμηνευόμενα κατά την έννοια των σημείων 6, 7, 11 και 13 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών μολονότι συντρέχουν πραγματικοί λόγου για τη διενέργεια προσδιορισμού αμελλητί, την έννοια ότι η παράλειψη προσδιορισμού ενός δυνητικά ευάλωτου προσώπου ή η μη θεώρηση του προσώπου αυτού ως ευάλωτου καθώς και η απουσία της δυνατότητας αμφισβήτησης της εκτίμησης περί της ενδεχόμενης ευάλωτης κατάστασής του και η μη χορήγηση στο εν λόγω πρόσωπο συνηγόρου αμελλητί δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση στην περίπτωση αξιόποινων πράξεων που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή, οι δε περιστάσεις του μη προσδιορισμού και της μη χορήγησης συνηγόρου πρέπει να αναφέρονται ρητά στην απόφαση, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν σε αμφισβήτηση, προκειμένου να μπορεί να διενεργηθεί η ακροαματική διαδικασία χωρίς τη συμμετοχή συνηγόρου;

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ερμηνευόμενα κατά την έννοια των διατάξεων του τμήματος 3, σημείο 7, της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την έννοια ότι η παράλειψη κράτους μέλους να εισαγάγει τεκμήριο ευάλωτης κατάστασης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει τον ύποπτο να επωφεληθεί από τον εγγυητικό χαρακτήρα του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ερμηνευόμενο κατά την έννοια του σημείου 11 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, και, κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση οι δικαστικές αρχές υποχρεούνται να εφαρμόζουν άμεσα τις διατάξεις της οδηγίας;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε ένα τουλάχιστον από τα ερωτήματα των σημείων 1, 2 και 3, έχουν οι διατάξεις των δύο οδηγιών που μνημονεύονται στα εν λόγω ερωτήματα την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως:

α)    το άρθρο 301, δεύτερη περίπτωση, του [πολωνικού] κώδικα ποινικής δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο η εξέταση του υπόπτου πραγματοποιείται με τη συμμετοχή του διορισμένου συνηγόρου υπεράσπισης μόνον κατόπιν αιτήματος του υπόπτου, η δε μη εμφάνιση του συνηγόρου υπεράσπισης κατά την εξέταση του υπόπτου δεν παρακωλύει την εξέταση;

β)    το άρθρο 79, παράγραφος 1, σημεία 3 και 4, του [πολωνικού] κώδικα ποινικής δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο, σε ποινική διαδικασία, ο κατηγορούμενος (ύποπτος) πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης, εάν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς το εάν η ικανότητά του να κατανοεί τη σημασία της πράξης ή να ελέγχει τη συμπεριφορά του είχε, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, υποβαθμισθεί ή περιορισθεί σημαντικά, και εάν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς το εάν η κατάσταση της ψυχικής του υγείας του επιτρέπει να συμμετέχει στη διαδικασία ή να διεξάγει την υπεράσπισή του κατά τρόπο ανεξάρτητο και εύλογο;

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας (ΕΕ) 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, υπό το πρίσμα της αρχής της υπεροχής και του αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών, την έννοια ότι υποχρεώνει τις ανακριτικές αρχές, τα δικαστήρια και κάθε κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο ερώτημα 4, και, κατά συνέπεια, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες αμέσου αποτελέσματος της οδηγίας;

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, την έννοια ότι ελλείψει αποφάσεως για τη χορήγηση ή σε περίπτωση μη χορήγησης, αυτεπαγγέλτως, δικαστικής αρωγής σε ευάλωτο πρόσωπο ή σε πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση, κατά την έννοια του τμήματος 3, σημείο 7, της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (2013/C 378/02), και εν συνεχεία, ενόψει της εκτέλεσης ανακριτικών μέτρων με τη συμμετοχή του εν λόγω προσώπου εκ μέρους αστυνομικής ή άλλης αρχής επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που δεν μπορούν να επαναληφθούν ενώπιον του Δικαστηρίου, υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης, καθώς και κάθε άλλη κρατική αρχή που συμμετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένης, ως εκ τούτου, της ανακριτικής αρχής) να μην εφαρμόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο ερώτημα 4, και, κατά συνέπεια, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες αμέσου αποτελέσματος της οδηγίας, ακόμη και όταν, μετά την περάτωση της έρευνας (ή της ανακρίσεως) και τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο εκ μέρους της εισαγγελικής αρχής, το εν λόγω πρόσωπο διόρισε συνήγορο υπεράσπισης της επιλογής του;

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ερμηνευόμενα κατά την έννοια των σημείων 6, 7, 11 και 13 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες που τεκμαίρεται ότι βρίσκονται σε ευάλωτη κατάσταση ή είναι ευάλωτοι προσδιορίζονται ταχέως και αναγνωρίζονται ως τέτοιοι και ότι τους χορηγείται αυτεπαγγέλτως δικαστική αρωγή, περαιτέρω δε ότι η εν λόγω αρωγή είναι υποχρεωτική ακόμη και όταν η αρμόδια αρχή δεν έχει ζητήσει από ανεξάρτητο πραγματογνώμονα να εξετάσει τον βαθμό της ευάλωτης καταστάσεως, τις ανάγκες του ευάλωτου προσώπου και την καταλληλότητα των μέτρων που λαμβάνονται ή προβλέπονται κατά του ευάλωτου προσώπου, έως ότου ο ανεξάρτητος πραγματογνώμονας προβεί στην προσήκουσα αξιολόγηση;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα του σημείου 7, έχουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας και της συστάσεως της Επιτροπής την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 79, παράγραφος 1, σημεία 3 και 4, του [πολωνικού] κώδικα ποινικής δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης μόνο εάν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς το αν η ικανότητά του να κατανοεί τη σημασία της πράξης ή να ελέγχει τη συμπεριφορά του είχε, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, υποβαθμισθεί ή περιορισθεί σημαντικά, και εάν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς το εάν η κατάσταση της ψυχικής του υγείας του επιτρέπει να συμμετέχει στη διαδικασία ή να διεξάγει την υπεράσπισή του κατά τρόπο ανεξάρτητο και εύλογο;

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ερμηνευόμενα κατά την έννοια των σημείων 6, 7, 11 και 13 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής του τεκμηρίου ευάλωτης κατάστασης, την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές (εισαγγελική αρχή, αστυνομία), το αργότερο πριν από την πρώτη ανάκριση του υπόπτου από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, πρέπει να προβαίνουν αμέσως σε δικονομικό προσδιορισμό και αναγνώριση της ευάλωτης καταστάσεως του υπόπτου στην ποινική διαδικασία και να εγγυώνται τη χορήγηση δικαστικής αρωγής ή έκτακτης (προσωρινής) αρωγής και να απέχουν από την εξέταση του υπόπτου έως ότου του χορηγηθεί αυτεπαγγέλτως δικαστική αρωγή ή έκτακτη (προσωρινή) συνδρομή;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα του σημείου 9, έχουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ερμηνευόμενα κατά την έννοια των σημείων 6, 7, 11 και 13 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την έννοια ότι επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προσδιορίζουν, στο εθνικό τους δίκαιο, τους λόγους και τα κριτήρια για τις τυχόν παρεκκλίσεις από τον άμεσο προσδιορισμό και την αναγνώριση της ευάλωτης κατάστασης υπόπτου σε ποινική διαδικασία και να διασφαλίζουν τη χορήγηση δικαστικής αρωγής ή έκτακτης (προσωρινής) αρωγής στον εν λόγω ύποπτο, και οι όποιες παρεκκλίσεις, εάν υπάρχουν, θα πρέπει να είναι αναλογικές, χρονικά περιορισμένες και να μην θίγουν την αρχή της δίκαιης δίκης, και θα πρέπει να λαμβάνουν τη μορφή διαδικαστικής αποφάσεως που επιτρέπει προσωρινή παρέκκλιση, η οποία θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να παρέχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να ζητήσει την επανεξέταση της αποφάσεως από δικαστήριο;

Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας (ΕΕ) 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, και την αιτιολογική σκέψη 27 καθώς και με το άρθρο 8 της οδηγίας 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, την έννοια ότι, ελλείψει εξειδικευμένης αιτιολογήσεως εκ μέρους της αρχής διεξαγωγής της διαδικασίας των λόγων για τους οποίους αποφασίζει να μην χορηγήσει αυτεπαγγέλτως δικαστική αρωγή σε πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση ή/και είναι ευάλωτο (κατά τα οριζόμενα στα σημεία 7 και 11 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών), το εν λόγω πρόσωπο έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, και ως τέτοια πρέπει να θεωρηθεί ο θεσμός του εθνικού δικονομικού δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 344a του [πολωνικού] κώδικα ποινικής δικονομίας, που επιτάσσει την αναπομπή της υπόθεσης στην εισαγγελική αρχή με σκοπό:

(α) τον προσδιορισμό και την αναγνώριση, εκ μέρους της ανακριτικής αρχής, της ευάλωτης κατάστασης του υπόπτου στην ποινική διαδικασία·

(β) την παροχή στον ύποπτο της δυνατότητας να συμβουλευτεί τον δικηγόρο του πριν από τη συνέχιση της ανακρίσεως·

(γ) τη διενέργεια της ανακρίσεως του υπόπτου παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης με καταγραφή της ανακρίσεως αυτής καθαυτής με οπτικοακουστικά μέσα·

(δ) την παροχή στον συνήγορο υπεράσπισης της δυνατότητας να λάβει γνώση της δικογραφίας και την παροχή στο ευάλωτο πρόσωπο και στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο ή τον δικηγόρο που διορίζεται από τον ύποπτο της δυνατότητας να υποβάλλει τυχόν αιτήματα για την παροχή αποδεικτικών στοιχείων;

Έχει το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, όπως τροποποιήθηκε εν συνεχεία με τα πρωτόκολλα αριθ. 3, 5 και 8 και συμπληρώθηκε με το πρωτόκολλο αριθ. 2 σε σχέση με το τεκμήριο ευάλωτης κατάστασης, κατά την έννοια του σημείου 7 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την έννοια ότι η εξέταση υπόπτου από αστυνομικό ή άλλο αρμόδιο για τη διενέργεια ανακριτικού μέτρου πρόσωπο σε περιβάλλον ψυχιατρικής κλινικής, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση ανασφάλειας και υπό συνθήκες ιδιαίτερα περιορισμένης ελευθερίας έκφρασης και ιδιαίτερης ψυχικής ευαλωτότητας και χωρίς τη συμμετοχή δικηγόρου, συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση και, ως εκ τούτου, αποκλείουν μια τέτοια διαδικαστική πράξη ανακρίσεως εν γένει, ως αντίθετη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα του σημείου 12, έχουν οι διατάξεις που απαριθμούνται στο εν λόγω ερώτημα την έννοια ότι εξουσιοδοτούν (ή υποχρεώνουν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης –η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σε συνδυασμό με το σημείο 7 της συστάσεως της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, και στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας– καθώς και κάθε άλλη αρχή της ποινικής διαδικασίας που λαμβάνει διαδικαστικά μέτρα στην υπόθεση, να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του άρθρου 168a του [πολωνικού] κώδικα ποινικής δικονομίας, και, κατά συνέπεια, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες αμέσου αποτελέσματος της οδηγίας, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου, μετά την περάτωση της έρευνας (ή της ανακρίσεως) και τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο εκ μέρους της εισαγγελικής αρχής, ο ενδιαφερόμενος διόρισε συνήγορο υπεράσπισης της επιλογής του;

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 4, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 9, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19, 24 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας (ΕΕ) 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ΣΕΕ και με την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, την έννοια ότι ο εισαγγελέας, όταν ενεργεί κατά το στάδιο της προδικασίας στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης, υποχρεούται να ενεργεί με πλήρη σεβασμό των απαιτήσεων της οδηγίας 2016/1919 που αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, να διασφαλίζει ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος που προστατεύεται δυνάμει της προαναφερθείσας οδηγίας απολαύει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αποτελεσματική δικαστική προστασία οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:

α)    προτού εξεταστεί από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

β)    κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013·

γ)    χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας (όρος στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραμονή σε ψυχιατρική κλινική) και, εάν είναι απαραίτητο, υποχρεούται να μη συμμορφωθεί με τυχόν εντολές ανώτερων εισαγγελικών αρχών, εάν είναι πεπεισμένος ότι η συμμόρφωση προς αυτές θα έθιγε την αποτελεσματική προστασία του υπόπτου που τεκμαίρεται ότι είναι ευάλωτος και σε ευάλωτη κατάσταση, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη ή οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος που του αναγνωρίζεται δυνάμει της οδηγίας 2016/1919 σε συνδυασμό με την οδηγία 2013/48/ΕΕ;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα του σημείου 14, έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, που καθιερώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως σε συνδυασμό με την αρχή του σεβασμού του κράτους δικαίου, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2019 στην υπόθεση C-508/18), καθώς και η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juizes Portugueses, C-64/16, EU:C:2018:117), την έννοια ότι οι αρχές αυτές, λόγω της δυνατότητας του Γενικού Εισαγγελέα ή των ανώτερων εισαγγελικών αρχών να δίνουν δεσμευτικές εντολές στους ιεραρχικώς κατώτερους εισαγγελείς, με τις οποίες διατάσσουν τους τελευταίους να μην εφαρμόζουν κανόνες αμέσου αποτελέσματος της Ένωσης ή εμποδίζουν την εφαρμογή τους, αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία από την οποία προκύπτει εξάρτηση της εισαγγελίας από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και επίσης αποκλείουν την ύπαρξη εθνικής νομοθεσίας που περιορίζει την ανεξαρτησία του εισαγγελέα κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε:

α) του άρθρου 1, παράγραφος 2, του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημεία 1 και 3, και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 6 και παράγραφος 8, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του ustawa z dnia 28 stycznia 2016 roku Prawo o prokuraturze (νόμου της 28ης Ιανουαρίου 2016 περί εισαγγελικών λειτουργών), από τις διατάξεις του οποίου προκύπτει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι συγχρόνως Γενικός Εισαγγελέας και ανώτατη εισαγγελική αρχή, έχει την εξουσία να εκδίδει εντολές δεσμευτικές για τους ιεραρχικά κατώτερους εισαγγελείς ακόμη και σε βαθμό που να περιορίζεται ή να εμποδίζεται η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης;

____________

1 Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου..

1 ΕΕ 2017, L 91, σ. 40.

1 ΕΕ 2013, L 294, σ. 1.

1 ΕΕ 2013, C 378, σ. 8.