Language of document : ECLI:EU:T:2012:218

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2012 (*)

«Ντάμπινγκ — Εισαγωγές αιθανολαμινών καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών — Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ — Λήξη των μέτρων αντιντάμπινγκ — Επανεξέταση — Πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ — Άρθρο 11,  παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009»

Στην υπόθεση T‑158/10,

The Dow Chemical Company, με έδρα το Midland, Michigan (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J.-F. Bellis, R. Luff και V. Hahn, στη συνέχεια, από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους J.-P. Hix, R. Szostak και B. Driessen, επικουρούμενους από τους G. Berrisch, δικηγόρο, και N. Chesaites, barrister,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους H. van Vliet και M. França, στη συνέχεια, από τον França και την A. Stobiecka-Kuik,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα περί μερικής ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 54/2010 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2010, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές αιθανολαμινών, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 17, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Την 1η Φεβρουαρίου 1994 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 229/94, σχετικά με την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Κοινότητα αιθανολαμίνης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ (ΕΕ L 28, σ. 40).

2        Στις 20 Ιουλίου 2000, κατόπιν επανεξετάσεως δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22), στο εξής: βασικός κανονισμός ], και ειδικότερα βάσει του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 384/96 (νυν άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού), το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1603/2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές αιθανολαμινών, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 185, σ. 1). Ο δασμός αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές προϊόντων της προσφεύγουσας The Dow Chemical Company ορίστηκε σε 69,40 ευρώ ανά τόνο.

3        Στις 23 Οκτωβρίου 2006, κατόπιν επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 384/96, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1583/2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές αιθανολαμινών καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 294, σ. 2). Ο κανονισμός 1583/2006 ίσχυσε επί δύο έτη. Με αυτόν ο δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών προϊόντων της προσφεύγουσας ορίστηκε σε 59,25 ευρώ ανά τόνο.

4        Στις 18 Μαρτίου 2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 71, σ. 13) ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη των μέτρων αντιντάμπινγκ.

5        Στις 25 Ιουλίου 2008 παραγωγοί που εκπροσωπούσαν περισσότερο από το 50 % της συνολικής παραγωγής αιθανολαμινών στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπέβαλαν αίτημα επανεξετάσεως των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 384/96.

6        Στις 25 Οκτωβρίου 2008 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας επανεξετάσεως των μέτρων αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί στις εισαγωγές αιθανολαμινών καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΕΕ C 270, σ. 26).

7        Στις 22 Οκτωβρίου 2009 η Επιτροπή διαβίβασε στην αναιρεσείουσα ένα τελικό γενικό πληροφοριακό έγγραφο, καθώς και ένα ειδικό πληροφοριακό έγγραφο. Στα έγγραφα αυτά η Επιτροπή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι οι εισαγωγές προϊόντων της προσφεύγουσας δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ κατά το χρονικό διάστημα που ερευνήθηκε στο πλαίσιο της επανεξετάσεως και το οποίο εκτεινόταν από την 1η Οκτωβρίου 2007 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2008 (στο εξής: ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα). Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι το περιθώριο ντάμπινγκ του δεύτερου Αμερικανού παραγωγού, της Ineos Oxide LLC (στο εξής: Ineos), που συνεργάστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, ανερχόταν σε 11,9 %. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ίδιο περιθώριο ντάμπινγκ ίσχυε και για τους Αμερικανούς παραγωγούς που δεν συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Η Επιτροπή κατέληγε στην εκτίμηση ότι υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί η ζημία.

8        Στις 6 Νοεμβρίου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των πληροφοριακών εγγράφων που της είχε κοινοποιήσει η Επιτροπή.

9        Στις 19 Ιανουαρίου 2010 το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 54/2010, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές αιθανολαμινών καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 17, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Η διάρκεια ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίστηκε σε δύο έτη. Ο δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών προϊόντων της προσφεύγουσας ορίστηκε σε 59,25 ευρώ ανά τόνο. Το Συμβούλιο εκτίμησε ότι, αν καταργηθούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ, υπάρχει το ενδεχόμενο επανάληψης της ζημίας (αιτιολογική σκέψη 91 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Προς στήριξη της εκτιμήσεώς του αυτής, το Συμβούλιο επικαλείται, μεταξύ άλλων, τη συνέχιση της πρακτικής του ντάμπινγκ κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα, την αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα των Αμερικανών παραγωγών, τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στην Κίνα για το συγκεκριμένο προϊόν, τη ζήτηση του συγκεκριμένου προϊόντος στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις εξαγωγικές αγορές της χώρας αυτής, τη μετάβαση από την παραγωγή μονοαιθυλενογλυκόλης στην παραγωγή αιθανολαμινών και το γεγονός ότι οι εταιρίες που δεν συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξακολουθούσαν να έχουν συμφέρον να παραμείνουν στην αγορά της Ένωσης και να ενισχύσουν τις εξαγωγικές δραστηριότητές τους (αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Απριλίου 2010 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 2010 η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου. Με διάταξη της 23ης Αυγούστου 2010 ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση της Επιτροπής.

12      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

13      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ζήτησε από το Συμβούλιο να απαντήσει σε ορισμένα έγγραφα ερωτήματα. Το Συμβούλιο απάντησε στα ερωτήματα αυτά με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 2011.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011.

15      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Συμβούλιο δήλωσε ότι επιθυμεί να διορθώσει τις έγγραφες απαντήσεις που είχε καταθέσει στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 2011. Το Συμβούλιο κλήθηκε να υποβάλει τις διορθώσεις αυτές εγγράφως, πράγμα που έπραξε εμπρόθεσμα. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των διορθώσεων στις οποίες προέβη το Συμβούλιο, πράγμα που έπραξε εμπρόθεσμα.

16      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2011.

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό ως προς αυτή,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

18      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Η προσφυγή της προσφεύγουσας στηρίζεται σε ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε επτά σκέλη, με τα οποία προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την απόδειξη και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Το πρώτο σκέλος αφορά τη διαπίστωση ντάμπινγκ κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα. Το δεύτερο σκέλος αφορά την αύξηση του ντάμπινγκ μετά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα. Το τρίτο σκέλος σχετίζεται με την αναξιοποίητη ικανότητα παραγωγής αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το τέταρτο σκέλος αφορά τη μεταβολή στις εμπορικές ροές λόγω των επιβληθέντων στην Κίνα μέτρων αντιντάμπινγκ. Το πέμπτο σκέλος αφορά την εξέλιξη της ζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες αγορές. Το έκτο σκέλος αφορά τη μετάβαση από την παραγωγή μονοαιθυλενογλυκόλης στην παραγωγή αιθανολαμινών. Το έβδομο σκέλος αφορά τη σχέση μεταξύ των τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες και των τιμών στην Ένωση.

20      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αποφανθεί επί του πρώτου και του τρίτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως.

21      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I-7723, σκέψη 40, και της 11ης Φεβρουαρίου 2010, C‑373/08, Hoesch Metals and Alloys, Συλλογή 2010, σ. I‑951, σκέψη 61). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πιθανολόγηση της συνέχισης ή της επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ προϋποθέτει την εξέταση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων και ότι, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου έλεγχος της εν λόγω πιθανολογήσεως πρέπει να εξετάζεται μόνον αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή και αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 2001, T‑188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1757, σκέψεις 45 και 46).

22      Δεύτερον, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης, η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ όσο και τη ζημία, «εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος ενός μέτρου μετά την πενταετία είναι ο κανόνας, ενώ η διατήρησή του αποτελεί εξαίρεση. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η διατήρηση ενός μέτρου εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εκτιμήσεως των συνεπειών της λήξεως της ισχύος του, και επομένως από μια πρόβλεψη που στηρίζεται σε υποθέσεις ως προς μελλοντικές εξελίξεις της σχετικής αγοράς. Τέλος, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το απλό ενδεχόμενο να συνεχιστεί ή να επανεμφανιστεί η ζημία δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η διατήρηση ενός μέτρου, καθόσον η διατήρηση αυτή εξαρτάται από το να διαπιστωθεί με θετική απόφαση των αρμοδίων αρχών, κατόπιν έρευνας, η πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της ζημίας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Euroalliages κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψεις 41, 42 και 57, και της 8ης Ιουλίου 2003, T‑132/01, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2359, σκέψη 37).

 Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη διαπίστωση πρακτικής ντάμπινγκ κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Η προσφεύγουσα παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 80 του προσβαλλόμενου κανονισμού, επισημαίνοντας ότι η ύπαρξη ντάμπινγκ 11,9 % διαπιστώθηκε ρητώς ως προς μία και μόνον εταιρία, την Ineos. Οι εισαγωγές προϊόντων της εταιρίας αυτής, η οποία συνδέεται με έναν από τους καταγγέλλοντες, αποτελούσαν μικρό μόνο μέρος του συνόλου των εισαγωγών αιθανολαμινών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, οι εισαγωγές αυτές προέρχονταν, ως επί το πλείστον, δηλαδή σε ποσοστό άνω του 85 %, από την προσφεύγουσα. Πάντως, το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας ήταν ‑7 % (δηλαδή δεν υπήρχε ντάμπινγκ). Επομένως, η διαπίστωση πρακτικής ντάμπινγκ εκ μέρους της Ineos δεν έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα.

24      Εξάλλου, τα θεσμικά όργανα καταλόγισαν το περιθώριο ντάμπινγκ της Ineos σε άλλη αμερικανική εταιρία παραγωγής, αμελητέας σημασίας, η οποία δεν συνεργάστηκε κατά την έρευνα. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη θέση που διατυπώνει το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 116 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι ο συγκεκριμένος παραγωγός, για να επαναλάβει τις εξαγωγές προς την Ένωσης, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εφαρμόσει πρακτικές ντάμπινγκ.

25      Εν πάση περιπτώσει, το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ σε εθνικό επίπεδο για τις εισαγωγές αιθανολαμινών από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα ήταν ‑4,5 % (δηλαδή δεν υπήρχε ντάμπινγκ). Η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, άλλη υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή στήριξε τις διαπιστώσεις της σε ένα μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ σε εθνικό επίπεδο. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι δεν υποστηρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού έχει εφαρμογή στο πλαίσιο του άρθρου 11, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Επικαλείται την υπόθεση αυτή, προκειμένου να διευκρινίσει ότι η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ εκ μέρους ενός ή δύο εξαγωγέων δεν αναιρεί την ανυπαρξία ντάμπινγκ σε εθνικό επίπεδο. Η προσφεύγουσα τονίζει, επίσης, ότι, με τα δικόγραφά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο παραδέχεται ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε, στο πλαίσιο της επανεξετάσεως, να πραγματοποιήσουν ανάλυση όσον αφορά τη συγκεκριμένη εξαγωγική χώρα. Τούτο σημαίνει ότι το ντάμπινγκ έπρεπε να αξιολογηθεί συνολικά για τις εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο παραδέχεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν διαπίστωσαν ότι οι εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσαν στο σύνολό τους αντικείμενο ντάμπινγκ. Εξάλλου, το Συμβούλιο εκτίμησε επίσης ότι μπορεί να στηρίξει τη διαπίστωσή του ότι συνεχίστηκε η πρακτική ντάμπινγκ στην άσκηση τέτοιας πρακτικής, πραγματικού ή υποθετικού, εκ μέρους εισαγωγέων που αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10 % των επίμαχων εισαγωγών. Το Συμβούλιο αντιφάσκει, ωστόσο, διότι, κατά τη διαδικασία, τα θεσμικά όργανα υπεραμύνθηκαν της θέσεως ότι η επανεξέταση μέτρων των οποίων επίκειται η λήξη δεν αποτελεί έρευνα για τις εισαγωγές προϊόντων ενός μόνον εισαγωγέα. Τέλος, η έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), την οποία επικαλείται το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του, επιβεβαιώνει ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να προβούν σε εκτίμηση του περιθωρίου ντάμπινγκ «ανά προϊόν». Εν προκειμένω, το συγκεκριμένο περιθώριο ντάμπινγκ είναι αρνητικό.

26      Το Συμβούλιο προβάλλει ότι δεν είναι εσφαλμένο το συμπέρασμα που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 80 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Από τα ειδικότερα συμπεράσματα σχετικά με το ντάμπινγκ, τα οποία παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα δεν παρέλειψαν να προσδιορίσουν το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ των δύο Αμερικανών παραγωγών. Εξάλλου, όσον αφορά τη θέση της προσφεύγουσας ότι η διαπίστωση ντάμπινγκ εκ μέρους της Ineos δεν είναι αντιπροσωπευτική, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να αποδείξουν την ύπαρξη ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ατομικά, διότι τα περιθώρια ντάμπινγκ και οι αντίστοιχοι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας επανεξετάσεως. Το σημαντικό είναι να διαπιστωθεί αν συνεχίζεται η πρακτική ντάμπινγκ από τη συγκεκριμένη χώρα. Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνεται από έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ. Συναφώς, είναι εσφαλμένη η θέση της προσφεύγουσας ότι η εν λόγω έκθεση επιβεβαιώνει ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να προβούν σε εκτίμηση του περιθωρίου ντάμπινγκ «ανά προϊόν». Οι διαπιστώσεις του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ αφορούν το άρθρο 9.2 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3), το οποίο εφαρμόζεται στις αρχικές έρευνες, και δεν αφορούν το άρθρο 11.3 της εν λόγω συμφωνίας. Τέλος, η προσφεύγουσα δεν λαμβάνει υπόψη της το περιθώριο ντάμπινγκ που πρέπει να καταλογιστεί στον τρίτο Αμερικανό παραγωγό για τον οποίο κάνει λόγο η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της.

27      Όσον αφορά τον τρίτο Αμερικανό παραγωγό για τον οποίο κάνει λόγο η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της, το Συμβούλιο παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι ο εν λόγω παραγωγός δεν έχει αμελητέα σημασία.

28      Όσον αφορά τη θέση της προσφεύγουσας ότι το περιθώριο ντάμπινγκ για τις εισαγωγές του επίμαχου προϊόντος από τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ‑4,5 %, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα δεν διαπίστωσαν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι οι εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτέλεσαν στο σύνολό τους αντικείμενο ντάμπινγκ. Εξάλλου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να αποδεικνύουν την ύπαρξη ντάμπινγκ για κάθε επιχείρηση ατομικά, ούτε να υπολογίζουν περιθώριο ντάμπινγκ σε εθνικό επίπεδο. Η υπόθεση που επικαλείται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, διότι αφορούσε έρευνα που κινήθηκε βάσει του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού. Πάντως, οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού τρόποι περατώσεως δεν ισχύουν για έρευνες στο πλαίσιο επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

29      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το τμήμα Γ του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει τον τίτλο «Πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ». Στην αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι «εξετάστηκε αν υπήρχε πράγματι πρακτική ντάμπινγκ».

30      Στην αιτιολογική σκέψη 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο επισήμανε ότι από τη σύγκριση της σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με τις σταθμισμένες μέσες τιμές εξαγωγής «προέκυψε η ύπαρξη ντάμπινγκ». Συναφώς, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας ήταν 0 % (ενώ το πραγματικό περιθώριο υπολογίστηκε σε - 7 %) και ότι το περιθώριο ντάμπινγκ της Ineos ήταν 11,9 %. Το περιθώριο αυτό του 11,9 % αποδόθηκε και στους λοιπούς εξαγωγείς, οι οποίοι δεν συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

31      Στην αιτιολογική σκέψη 24 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο ανέφερε ότι, εκτός από την εξέταση «της ύπαρξης ντάμπινγκ» εξετάστηκε και η πιθανότητα «συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ».

32      Στην αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο πλαίσιο της αναλύσεως του επιπέδου ντάμπινγκ σε περίπτωση καταργήσεως των μέτρων, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, «[αν] οι τιμές εξαγωγής μειώνονταν κατά ποσοστό ίσο με το επίπεδο των δασμών αντιντάμπινγκ, τα περιθώρια ντάμπινγκ που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια [του ερευνηθέντος στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικού διαστήματος] θα ήταν 12 % για την [Ineos] και για τα μέρη που δεν συνεργάστηκαν (σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού), ενώ θα εξακολουθούσε να μην υπάρχει ντάμπινγκ για την [προσφεύγουσα]».

33      Κατόπιν της εξετάσεως που διενήργησε, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα «συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ» (αιτιολογική σκέψη 51 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

34      Στην αιτιολογική σκέψη 74 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο πλαίσιο της αναλύσεως της καταστάσεως της κοινοτικής βιομηχανίας, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η «πρακτική ντάμπινγκ συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια [του ερευνηθέντος στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικού διαστήματος]».

35      Στην αιτιολογική σκέψη 80 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο πλαίσιο της αναλύσεως της πιθανότητας επανάληψης της ζημίας, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «συνέχιση του ντάμπινγκ κατά [το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα] διαπιστώθηκε για δύο Αμερικανούς παραγωγούς-εξαγωγείς».

36      Τέλος, με τις αιτιολογικές σκέψεις 113 και 114 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «[από] την έρευνα προέκυψε ότι υπάρχει πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ (μάλιστα με πιθανή αύξηση του όγκου των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ), καθώς και πιθανότητα επανάληψης της ζημίας» και ότι, «[ακόμη] και εάν ληφθεί υπόψη ότι ο ένας από τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν δεν εφάρμοζε πρακτική ντάμπινγκ και (επομένως) υποθέτοντας ότι και στο μέλλον το δικό του μερίδιο εισαγωγών από τις ΗΠΑ δεν θα αποτελούσε αντικείμενο ντάμπινγκ, συντρέχουν οι συνθήκες για τη συνέχιση της επιβολής του δασμού βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2».

37      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η διαπίστωση του Συμβουλίου ότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν σε ισχύ τα μέτρα αντιντάμπινγκ στηρίχθηκε αποκλειστικά στην πιθανολόγηση της συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ. Το Συμβούλιο δεν επικαλέστηκε την πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ. Εξάλλου, το Συμβούλιο στήριξε το συμπέρασμά του ότι είναι πιθανή η συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η πρακτική αυτή συνεχίστηκε κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα. Τέλος, το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι η πρακτική ντάμπινγκ συνεχίστηκε κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα στηρίζεται στο γεγονός ότι δύο παραγωγοί-εξαγωγείς εφάρμοζαν πρακτικές ντάμπινγκ. Το Συμβούλιο δεν ανέφερε ότι η πρακτική ντάμπινγκ συνεχίστηκε εκ μέρους της προσφεύγουσας ούτε ότι ενδέχεται η πρακτική αυτή να επαναληφθεί. Προκύπτει επίσης, εμμέσως αλλά κατά λογική αναγκαιότητα, ότι το Συμβούλιο συνέδεσε την πρακτική ντάμπινγκ που εφάρμοσαν δύο παραγωγοί-εξαγωγείς κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα με την πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ σε περίπτωση καταργήσεως των μέτρων.

38      Η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο κακώς δεν έλαβε υπόψη του ότι δεν είχε ακολουθήσει πρακτικές ντάμπινγκ κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα.

39      Τονίζεται, πρώτον, ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε, εν προκειμένω, στην πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ, εκτιμώντας, μεταξύ άλλων, ότι η πρακτική ντάμπινγκ συνεχίστηκε κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα.

40      Δεύτερον, δεν υπάρχει ορισμός του όρου «ντάμπινγκ» στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας του βασικού κανονισμού και ελλείψει αντίθετης ενδείξεως, γίνεται δεκτό ότι ο όρος «ντάμπινγκ» στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού έχει την ίδια σημασία με τον όρο «ντάμπινγκ» στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τις «Αρχές».

41      Τρίτον, κατά το άρθρο 1 του βασικού κανονισμού, και ειδικότερα κατά τις παραγράφους 1 και 2 αυτού, το ντάμπινγκ αναφέρεται σε προϊόν το οποίο τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνον όταν το εν λόγω προϊόν αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, με συνέπεια να προκαλείται ζημία, μπορούν τα θεσμικά όργανα, εφόσον συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις, να επιβάλουν μέτρα αντιντάμπινγκ.

42      Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι οι διαδικασίες αντιντάμπινγκ αφορούν καταρχήν όλες τις εισαγωγές ορισμένης κατηγορίας προϊόντων από τρίτη χώρα και όχι τις εισαγωγές των προϊόντων ορισμένων επιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C‑216/91, Rima Eletrometalurgia κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I‑6303, σκέψη 17). Εξάλλου, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς διάκριση στις εισαγωγές ενός προϊόντος.

43      Σημειωτέον, πέμπτον, ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα δύνανται είτε να διατηρήσουν σε ισχύ τα μέτρα αντιντάμπινγκ είτε να αφήσουν να λήξει η ισχύς τους. Δεν μπορούν να τροποποιήσουν τα εν λόγω μέτρα, προκειμένου να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις δεν εφάρμοσαν πρακτικές ντάμπινγκ.

44      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο όρος «συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ» στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού καλύπτει την πρακτική ντάμπινγκ αντικείμενο της οποίας αποτελεί συγκεκριμένο προϊόν καταγωγής τρίτης χώρας και όχι μόνον την πρακτική ντάμπινγκ που εφαρμόζουν ορισμένες μόνον επιχειρήσεις, όπως άλλωστε παραδέχθηκε το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του.

45      Εν προκειμένω, αφενός, από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι εισαγωγές προϊόντων της προσφεύγουσας αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα, δηλαδή περισσότερο από το 85 % κατ’ όγκο, πράγμα που το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί. Αφετέρου, τα θεσμικά όργανα, αν είχαν ορθώς συνεκτιμήσει τις εισαγωγές προϊόντων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της αναλύσεώς τους, δεν θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η πρακτική ντάμπινγκ συνεχίστηκε ως προς το συγκεκριμένο εισαγόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες προϊόν κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, τα θεσμικά όργανα θα διαπίστωναν ότι οι εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν αποτελέσει, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 85 % κατ’ όγκο, αντικείμενο ντάμπινγκ. Θα διαπίστωναν έτσι ότι το μέσο σταθμισμένο περιθώριο για τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αρνητικό (δεν υπήρχε δηλαδή ντάμπινγκ), όπως προκύπτει από τους υπολογισμούς της προσφεύγουσας, τους οποίους το Συμβούλιο δεν αμφισβήτησε. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο δεν θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η πρακτική ντάμπινγκ συνεχίστηκε κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα και ότι υπήρχε πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής αυτής. Το Συμβούλιο θα έπρεπε τότε να αποδείξει ότι υπήρχε πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ.

46      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ο όρος «συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ» στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ερμηνευόταν κατά την έννοια ότι καλύπτει τις πρακτικές ντάμπινγκ μεμονωμένων επιχειρήσεων ή μιας ομάδας εξ αυτών, τονίζεται ότι, όσον αφορά την προσφεύγουσα, τα θεσμικά όργανα δεν θα μπορούσαν να διαπιστώσουν, και δεν διαπίστωσαν, τη συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ. Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση καταργήσεως των μέτρων, «θα εξακολουθούσε να μην υπάρχει ντάμπινγκ για την [προσφεύγουσα]». Υπό τις συνθήκες αυτές, τα θεσμικά όργανα θα έπρεπε, εκτός της πιθανότητας συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ (από τους δύο άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς), να αποδείξουν επιπλέον, όσον αφορά την προσφεύγουσα, ότι υπάρχει πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, όμως, δεν περιέχει κανένα σχετικό στοιχείο.

47      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, γίνεται δεκτό ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διαπιστώνοντας ότι η πρακτική ντάμπινγκ συνεχίστηκε κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα και, συνεπώς, δεχόμενο επί της βάσεως αυτής ότι είναι πιθανή η συνέχιση της πρακτικής αυτής. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως και να ακυρωθεί, ως εκ τούτου, ο προσβαλλόμενος κανονισμός ως προς την προσφεύγουσα.

 Επί του τρίτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την αναξιοποίητη ικανότητα παραγωγής αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Η προσφεύγουσα θεωρεί μη αιτιολογημένη τη θέση που διατυπώνει το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 28 του προσβαλλόμενου κανονισμού, όπου γίνεται λόγος για αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για ουσιώδες στοιχείο, στο οποίο στηρίζεται το συμπέρασμα των θεσμικών οργάνων ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ πρέπει να διατηρηθούν για δύο επιπλέον έτη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 117 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Η προσφεύγουσα επισήμανε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι η εκτίμηση των θεσμικών οργάνων (70 000 τόνοι) στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό, δεδομένου ότι συγκρίθηκε η μέγιστη δυνατή παραγωγή (δηλαδή η πραγματική ικανότητα της βιομηχανίας) με τη συνολική αμερικανική κατανάλωση, αντί να συγκριθεί με τη συνολική αμερικανική παραγωγή. Τα θεσμικά όργανα ανέφεραν ότι τροποποίησαν τη μέθοδο υπολογισμού μετά από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας. Ωστόσο, στην αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο παραθέτει στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε ο αρχικός υπολογισμός της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας. Στην πραγματικότητα, η οικονομική έκθεση για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμφαίνει ότι, αν συγκριθεί η παραγωγική ικανότητα με την πραγματική αμερικανική παραγωγή, δεν προκύπτει αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική βιομηχανία λειτουργεί με τη μέγιστη παραγωγική ικανότητα. Η προσφεύγουσα προβάλλει, επιπλέον, με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι το Συμβούλιο εξακολουθεί να συγχέει την αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα με την πλεονάζουσα προσφορά στην αμερικανική αγορά. Εξάλλου, όσον αφορά τη θέση του Συμβουλίου ότι η προσφεύγουσα λειτουργούσε με το 80 % της πλήρους ονομαστικής παραγωγικής ικανότητάς της, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι τυφώνες που έπληξαν τις Πολιτείες της Λουϊζιάνας και του Τέξας (Ηνωμένες Πολιτείες) κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα και προκάλεσαν το κλείσιμο εργοστασίων, όπως επιβεβαιώνει δημοσίευμα που παρατίθεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό. Στο πλαίσιο αυτό, μειώθηκε η πραγματική παραγωγική ικανότητα, η δε προσφεύγουσα χρησιμοποιούσε το 98,7 % της παραγωγικής ικανότητάς της.

49      Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, τα θεσμικά όργανα όντως τροποποίησαν τη μέθοδο υπολογισμού (καταλήγοντας εν τέλει ότι η αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα ανέρχεται σε 60 000 τόνους). Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι αφήνει να εννοηθεί η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, στον προσβαλλόμενο κανονισμό χρησιμοποιήθηκε η τροποποιημένη μέθοδος υπολογισμού και όχι η αρχική, η οποία, κατά την προσφεύγουσα, ήταν εσφαλμένη. Τούτο προκύπτει από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού και από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία. Το Συμβούλιο διευκρινίζει, συναφώς, ότι η αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα υπολογίστηκε με αφαίρεση του όγκου της πραγματικής παραγωγής από την πραγματική παραγωγική ικανότητα. Τα θεσμικά όργανα εκτίμησαν ότι η πραγματική παραγωγική ικανότητα αντιστοιχεί στο 90 % της συνολικής ονομαστικής παραγωγικής ικανότητας. Για τον προσδιορισμό του όγκου της πραγματικής παραγωγής τα θεσμικά όργανα στηρίχθηκαν σε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η προσφεύγουσα χρησιμοποιούσε το 80 % της πλήρους ονομαστικής παραγωγικής ικανότητάς της. Το ποσοστό αυτό ισχύει, κατά το Συμβούλιο, και για τον παραγωγό-εξαγωγέα που δεν συνεργάστηκε. Το γεγονός, εξάλλου, ότι στην ίδια αιτιολογική σκέψη το Συμβούλιο αναφέρεται στη σημαντική διαφορά μεταξύ της συνολικής ονομαστικής παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες και της ζήτησης στη χώρα αυτή ουδόλως αποδεικνύει ότι στήριξε τον υπολογισμό της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στη σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων.

50      Όσον αφορά τη θέση της προσφεύγουσας ότι η αμερικανική βιομηχανία λειτουργεί με τη μέγιστη παραγωγική ικανότητα, η θέση αυτή διαψεύδεται από τα στοιχεία που η ίδια η προσφεύγουσα προσκόμισε κατά τη διαδικασία, σχετικά με την αξιοποίηση της δικής της παραγωγική ικανότητα (σε ποσοστό 80 % κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα). Εξάλλου, τα στοιχεία που επικαλείται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, εξεταζόμενα στο αντίστοιχο πλαίσιο, δεν στηρίζουν το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η προσφεύγουσα. Επίσης, τα στοιχεία που προβάλλει η προσφεύγουσα σχετικά με τους τυφώνες που έπληξαν τις Πολιτείες της Λουϊζιάνας και του Τέξας κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα δεν τα είχε προσκομίσει κατά τη διοικητική διαδικασία. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τα στοιχεία αυτά προς στήριξη της θέσεώς της ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Επιπλέον, οι θέσεις της προσφεύγουσας δεν τεκμηριώνονται από αποδεικτικά στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμφαίνει ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη τους τις επιπτώσεις των τυφώνων που έπληξαν τις Πολιτείες της Λουϊζιάνας και του Τέξας κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα. Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει συναφώς αντιρρήσεις.

51      Όσον αφορά την οικονομική έκθεση για την οποία κάνει λόγο η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της και η οποία αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η έκθεση αυτή επιβεβαιώνει την ύπαρξη αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικότερα, από την έκθεση αυτή προκύπτει η ύπαρξη πλεονάζουσας προσφοράς στην αμερικανική αγορά. Η εν λόγω πλεονάζουσα προσφορά, πέραν της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας, επιβεβαιώνει την ύπαρξη αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας σε σχέση με την εσωτερική κατανάλωση. Τέλος, το Συμβούλιο τονίζει ότι η θέση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 117 του προσβαλλόμενου κανονισμού αιτιολογεί, κατ’ ουσίαν, τον «περιορισμό» της διατήρησης των μέτρων επί διετία, αντί πενταετία.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

52      Το Συμβούλιο επισημαίνει, στην αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η αναξιοποίητη ικανότητα παραγωγής αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες ανερχόταν σε 60 000 τόνους κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα.

53      Σημειωτέον, πρώτον, ότι από την αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτουν ασάφειες όσον αφορά τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για τον προσδιορισμό της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο, ενώ αναφέρει, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, ότι πραγματοποίησε τον υπολογισμό «με βάση τους όγκους που παρήγαγαν οι δύο συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς, το γεγονός ότι τα αναμενόμενα ποσοστά παραγωγής υπό κανονικές συνθήκες είναι περίπου 90 % της ονομαστικής παραγωγικής ικανότητας, την παραδοχή ότι οι πραγματικές αποδόσεις παραγωγής των Αμερικανών παραγωγών που δεν συνεργάστηκαν δεν θα ήταν κατώτερες του 80 % της ονομαστικής παραγωγικής ικανότητας, καθώς επίσης και με βάση τις πληροφορίες που ελήφθησαν από κορυφαία έντυπα της αγοράς», παραπέμπει επίσης, δύο φορές, σε μια εκτίμηση που στηρίχθηκε στην εσωτερική κατανάλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικότερα, πρώτον, το Συμβούλιο αναφέρει ότι, «[σε] σύγκριση με μια εκτιμώμενη συνολική ονομαστική παραγωγική ικανότητα 732 000 τόνων στις ΗΠΑ, η συνολική εκτιμώμενη ζήτηση, συμπεριλαμβανομένης της δεσμευμένης κατανάλωσης, ανερχόταν σε 588 000 τόνους» και ότι «[το] σχετικά χαμηλό ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας ήταν συνέπεια διαφόρων γεγονότων». Περαιτέρω, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι «[η] ύπαρξη δυνητικής αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του έτους 2007 και του έτους 2008, δηλαδή [εντός του ερευνηθέντος στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικού διαστήματος], επιβεβαιώθηκε, επίσης, από μια κορυφαία ετήσια έκδοση η οποία αναφέρεται στην αγορά των αιθανολαμινών» και ότι «[σύμφωνα] με τις εκτιμήσεις της έκδοσης αυτής για το 2007, η υπερπροσφορά στην αγορά των ΗΠΑ ήταν 65 000 τόνοι». Όπως, όμως, παραδέχεται, κατ’ ουσίαν, το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του, κατά τον υπολογισμό του ποσοστού αξιοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας δεν συνεκτιμήθηκε η εσωτερική κατανάλωση. Το Συμβούλιο ανέφερε, εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού μπορεί να χαρακτηριστεί ασαφής ως προς τη ζήτημα αυτό.

54      Δεύτερον, από τις έγγραφες απαντήσεις του Συμβουλίου στα ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η μέθοδος υπολογισμού της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι τεκμηριωμένη και δεν συμβαδίζει με τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Πρώτον, το Συμβούλιο, ενώ ανέφερε αρχικώς ότι αφαίρεσε την πραγματική παραγωγή της προσφεύγουσας και της Ineos από την πραγματική παραγωγική ικανότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, εν τέλει διευκρίνισε ότι αφαίρεσε την πραγματική παραγωγή της Ineos από τη συνολική ονομαστική παραγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες, προτού υπολογίσει την πραγματική παραγωγική ικανότητα στη χώρα αυτή. Περαιτέρω, ενώ η πραγματική παραγωγή της Ineos αφαιρέθηκε από τη συνολική ονομαστική παραγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πραγματική παραγωγή της προσφεύγουσας και των λοιπών παραγωγών, οι οποίοι δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, αφαιρέθηκαν, κατά το Συμβούλιο, από την πραγματική παραγωγική ικανότητα της χώρας αυτής. Δεν προσκομίστηκε, όμως, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να δικαιολογεί το γεγονός ότι η πραγματική παραγωγή ορισμένων από τις επιχειρήσεις αυτές αφαιρέθηκε από τη συνολική παραγωγική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ η πραγματική παραγωγή ορισμένων άλλων αφαιρέθηκε από την πραγματική παραγωγή της χώρας αυτής.

55      Τρίτον, η «κορυφαία ετήσια έκδοση η οποία αναφέρεται στην αγορά των αιθανολαμινών» (δηλαδή το Chemical Economics Handbook Product Review, «Ethanolamines», SRI Consulting, στο εξής: έκθεση SRI), την οποία επικαλείται το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού, διαψεύδει την ύπαρξη αναξιοποίητης ικανότητας παραγωγής 60 000 τόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συγκεκριμένα, βάσει των στοιχείων της εκθέσεως SRI και της μεθόδου που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο για τον προσδιορισμό της πραγματικής ικανότητας παραγωγής αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες (δηλαδή την εφαρμογή συντελεστή 90 % επί της ονομαστικής ικανότητας), η αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα στη χώρα αυτή ήταν 8 000 τόνοι τον Νοέμβριο του 2008 (δηλαδή ένα μήνα μετά το πέρας του ερευνηθέντος στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικού διαστήματος), όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, χωρίς να την αντικρούσει το Συμβούλιο. Ακόμη και αν η πραγματική ικανότητα παραγωγής υπολογιζόταν με συντελεστή 95 % —και υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η μεταβολή αυτή— το αποτέλεσμα θα ήταν 45 400 τόνοι, δηλαδή το ήμισυ περίπου των 85 000 τόνων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού και αντιστοιχεί σε υπολογισμό με βάση «πιο φιλόδοξα ποσοστά παραγωγής», ήτοι 95 %, όπως επιβεβαιώνει το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του. Εξάλλου, όσον αφορά το 2007 (το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα καλύπτει τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2007), από τα στοιχεία της εκθέσεως SRI προκύπτει ότι η αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα ανερχόταν το πολύ σε 5 650 τόνους.

56      Τέταρτον, στην προαναφερθείσα έκθεση SRI αναφέρεται επανειλημμένως ότι ο συντελεστής αξιοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολύ υψηλός.

57      Πέμπτον, τονίζεται ότι το ύψος της παραγωγής κατά το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα επηρεάστηκε από τους τυφώνες Gustav και Ike (τον Σεπτέμβριο του 2008), όπως ρητώς παραδέχεται το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Ειδικότερα, το Συμβούλιο αναφέρει ότι το σχετικά χαμηλό ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας ήταν συνέπεια διαφόρων γεγονότων που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια, όπως, μεταξύ άλλων, «[οι επιπτώσεις] από τους τυφώνες Gustav και Ike σε ορισμένες εγκαταστάσεις παραγωγής ή αντίστοιχα σε ορισμένες εγκαταστάσεις παραγωγής πρώτων υλών». Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι «[οι] επιπτώσεις από τους τυφώνες Ike και Gustav άγγιξαν και [το ερευνηθέν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως χρονικό διάστημα], αλλά μεταφέρθηκαν κυρίως μετά [από αυτό]. Περαιτέρω, το Συμβούλιο ανέφερε, επικαλούμενο έκδοση σχετική με τον συγκεκριμένο κλάδο, ότι οι «επιπτώσεις [των τυφώνων Ike και Gustav] σύμφωνα με τις εκτιμήσεις για το 2008 της PCI Consulting Group (PCI), ήταν 39 000 τόνοι χαμένης παραγωγής». Ωστόσο, από τον προσβαλλόμενο κανονισμό και ειδικότερα από την αιτιολογική σκέψη 26 προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας, συγκυριακά φαινόμενα και, ειδικότερα, τις επιπτώσεις των τυφώνων Ike και Gustav. Το Συμβούλιο διατείνεται, πάντως, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι «τα θεσμικά όργανα συνεκτίμησαν τις επιπτώσεις των τυφώνων Gustav και Ike στη συνολική αμερικανική παραγωγή, όταν υπολόγισαν το μέγεθος της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ότι στηρίχθηκαν στην εκτίμηση ότι η παραγωγή στη χώρα αυτή μειώθηκε κατά 39 000 τόνους». Δεν προσκομίστηκε, ωστόσο, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ποσότητα των 39 000 τόνων, για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού, όντως ενσωματώθηκε στον υπολογισμό της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο ανέφερε, πρώτον, ότι τα θεσμικά όργανα χρησιμοποίησαν για τον υπολογισμό τους την ονομαστική παραγωγική ικανότητα (ήτοι 732 000 τόνους) που αναφέρεται στην έκθεση SRI, για την οποία είχαν ληφθεί υπόψη οι επιπτώσεις των τυφώνων Gustav και Ike. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι η απάντησή του δεν ήταν ακριβής και ανέφερε ότι μόνον τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση SRI σχετικά με την πραγματική παραγωγική ικανότητα (και όχι τα σχετικά με την ονομαστική παραγωγική ικανότητα) αποτύπωναν τις επιπτώσεις των τυφώνων Gustav και Ike. Ωστόσο, το Συμβούλιο διευκρίνισε, επίσης, στο πλαίσιο των έγγραφων ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα θεσμικά όργανα δεν χρησιμοποίησαν τα στοιχεία της εκθέσεως SRI, εκτός των σχετικών με την ονομαστική παραγωγική ικανότητα. Είναι, λοιπόν, πρόδηλο ότι το Συμβούλιο δεν χρησιμοποίησε τα στοιχεία της εκθέσεως SRI σχετικά με την πραγματική παραγωγική ικανότητα. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι αφήνεται να εννοηθεί από την πρώτη απάντηση που έδωσε το Συμβούλιο, την οποία εν συνεχεία διόρθωσε, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα θεσμικά όργανα χρησιμοποίησαν στοιχεία που αποτύπωναν τις επιπτώσεις των τυφώνων Gustav και Ike στην παραγωγή αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες ή ότι οι επιπτώσεις αυτές συνεκτιμήθηκαν κατά τον υπολογισμό της αναξιοποίητης παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

58      Έκτον, δεν προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει την εκτίμηση που διατυπώνει το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, περί υπάρξεως αναξιοποίητης ικανότητας παραγωγής 60 000 αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των ασαφειών και των αντιφάσεων που προαναφέρθηκαν.

59      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε αναξιοποίητη δυνατότητα παραγωγής 60 000 τόνων αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες είτε είναι ασαφή είτε αντιφάσκουν προς τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Επομένως, το Συμβούλιο υπέπεσε, εν προκειμένω, σε πρόδηλη πλάνη, εκτιμώντας ότι η αναξιοποίητη ικανότητα παραγωγής αιθανολαμινών στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέρχεται σε 60 000 τόνους. Επιπλέον, η πλάνη αυτή θίγει το γενικό συμπέρασμα που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού, διότι, επί της βάσεως αυτής, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι «υπάρχει πιθανότητα να αυξηθούν οι αμερικανικές εξαγωγές και να καταλάβουν μεγάλο μέρος της αγοράς της Ένωσης».

60      Επομένως, πρέπει το τρίτο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως να γίνει δεκτό και να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός ως προς την προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

61      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

62      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Επιτροπή που παρέβη υπέρ του Συμβουλίου φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει ως προς τη The Dow Chemical Company τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 54/2010 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2010, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές αιθανολαμινών, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

2)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η The Dow Chemical Company.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Μαΐου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.