Language of document : ECLI:EU:T:2012:452

Υπόθεση T‑154/10

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Ενίσχυση που φέρεται να εφαρμόζει η Γαλλία υπό τη μορφή έμμεσης απεριόριστης εγγυήσεως υπέρ της La Poste η οποία απορρέει από τη νομική μορφή αυτής ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ειδικού σκοπού — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά — Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Παραδεκτό — Βάρος αποδείξεως της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως — Πλεονέκτημα»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 20ής Σεπτεμβρίου 2012

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή κρατών μελών — Προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία κρατική ενίσχυση κρίνεται ασύμβατη με την κοινή αγορά — Παραδεκτό μη εξαρτώμενο από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία κρατική ενίσχυση κρίνεται ασύμβατη με την κοινή αγορά — Πράξη δυνάμενη να προσβληθεί — Κατάργηση από το κράτος μέλος του μέτρου που χαρακτηρίσθηκε υφιστάμενη ενίσχυση με απόφαση της Επιτροπής αρκετούς μήνες πριν την έκδοση αυτής — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1 και 48 § 2)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Νομικός χαρακτήρας — Ερμηνεία βάσει αντικειμενικών στοιχείων — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής — Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των διαθέσιμων πληροφοριακών στοιχείων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Ελεύθερη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων

7.      Εθνικό δίκαιο — Γαλλικό δίκαιο — Απεριόριστη εγγύηση από το Δημόσιο των οφειλών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ειδικού σκοπού

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Ενίσχυση χορηγούμενη υπό τη μορφή εγγυήσεως — Παραπομπή στις βαθμολογήσεις οργανισμών αξιολογήσεως για την απόδειξη της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής — Ανάγκη διασφαλίσεως μιας επαρκούς βάσεως πληροφοριών προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος το οποίο συνιστά κρατική ενίσχυση

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 36-37)

2.      Απόφαση της Επιτροπής που καταλήγει στην ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ επιχειρήσεως υπό τη μορφή απεριόριστης εγγυήσεως και την κηρύσσει ασύμβατη με την κοινή αγορά προορίζεται εκ των πραγμάτων στο να παράγει έννομα αποτελέσματα και συνιστά πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, μολονότι ένα κράτος μέλος αποφάσισε, για τους δικούς της λόγους και χωρίς να του έχει επιβάλει οποιοδήποτε περιορισμό η Επιτροπή, να καταργήσει το μέτρο που χαρακτηρίσθηκε υφιστάμενη ενίσχυση από την προσβαλλόμενη απόφαση αρκετούς μήνες πριν την έκδοση αυτής, εντούτοις, το κράτος μέλος υποχρεούνταν νομικώς να εκτελέσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Το ενδεχόμενο να υπάρξει, κατά την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύγκλιση των συμφερόντων της Επιτροπής με τα συμφέροντα του κράτους μέλους δεν την εμποδίζει να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Πράγματι, τέτοιου είδους προσέγγιση, η οποία συνεπάγεται τον κολασμό των κρατών μελών αναλόγως του αν συμμορφώθηκαν με απόφαση της Επιτροπής λόγω ιδίου συμφέροντος, έχει χαρακτήρα προεχόντως υποκειμενικό. Η εξέταση του ζητήματος αν δεδομένη πράξη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, καθόσον παράγει έννομα αποτελέσματα ή αποβλέπει στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων ικανών να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενική εκτίμηση της ουσίας της εν λόγω πράξεως.

(βλ. σκέψεις 38,40)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 54-56)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 58)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 59)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 65)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 66, 76, 78, 83-84, 87, 90-91, 94, 96, 98)

8.      Η χορήγηση εγγυήσεως υπό όρους που δεν αντιστοιχούν σε αυτούς της αγοράς, όπως είναι η χορηγηθείσα άνευ αντιπαροχής απεριόριστη εγγύηση, είναι, γενικώς, σε θέση να παράσχει πλεονέκτημα στο πρόσωπο που επωφελείται αυτού, υπό την έννοια ότι έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της οικονομικής θέσεως του δικαιούχου μέσω της μειώσεως των επιβαρύνσεων που φυσιολογικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό του. Συναφώς, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από εκείνη της επιδοτήσεως διότι δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν κανονικώς τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι της ιδίας φύσεως ή συνεπάγονται τα ίδια αποτελέσματα. Για την εκτίμηση του αν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

Απεριόριστη κρατική εγγύηση επιτρέπει, μεταξύ άλλων, στον δικαιούχο αυτής να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους δανεισμού σε σχέση με αυτούς που θα ελάμβανε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και, επομένως, να μειώσει την πίεση που ασκείται στον προϋπολογισμό της. Προκειμένου να αποδείξει ότι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ειδικού σκοπού εξασφάλισε ευνοϊκότερους όρους πιστώσεως και ότι, επομένως, άντλησε οικονομικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή μπορεί να παραπέμπει στις θέσεις των οργανισμών αξιολογήσεως και, ειδικότερα, των σημαντικότερων εξ αυτών. Ειδικότερα, στον βαθμό που αποδεικνύεται ότι η αγορά λαμβάνει υπόψη τις αξιολογήσεις των οργανισμών αξιολογήσεως, προκειμένου να αποφασίσει πόση πίστωση θα χορηγήσει σε μια επιχείρηση, τυχόν καλύτερη αξιολόγηση από αυτούς τους οργανισμούς σε σχέση με αυτήν που θα λάμβανε ελλείψει της εγγυήσεως είναι ικανή να αποφέρει πλεονέκτημα στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ειδικού σκοπού, το οποίο αυτή δεν θα είχε υπό τις φυσιολογικές συνθήκες της αγοράς.

(βλ. σκέψεις 106-109)

9.      Η Επιτροπή δεν δύναται να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια επιχείρηση επωφελήθηκε πλεονεκτήματος το οποίο συνιστά κρατική ενίσχυση στηριζόμενη απλώς σε αρνητικό τεκμήριο, θεμελιούμενο στην έλλειψη πληροφοριών ικανών να στηρίξουν αντίθετο συμπέρασμα, στην περίπτωση που δεν υφίστανται άλλα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει καταφατικώς η ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονεκτήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποχρεούται τουλάχιστον να διασφαλίζει ότι τα διαθέσιμα στοιχεία, καίτοι ελλιπή και αποσπασματικά, συνιστούν επαρκή βάση προς συναγωγή του συμπεράσματος ότι επιχείρηση επωφελήθηκε πλεονεκτήματος το οποίο συνιστά κρατική ενίσχυση.

Συναφώς, η φύση των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίσει η Επιτροπή εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη φύση του σχεδιαζόμενου κρατικού μέτρου. Όσον αφορά, συγκεκριμένα, την απόδειξη της υπάρξεως έμμεσης κρατικής εγγυήσεως, αυτή μπορεί να συναχθεί από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων αδιαμφισβήτητης αξιοπιστίας και συνοχής, τα οποία προκύπτουν ιδίως από ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας και, συγκεκριμένα, από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από το νομικό καθεστώς της δικαιούχου επιχειρήσεως. Συναφώς, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το Δημόσιο παρέχει έμμεση οικονομική εγγύηση, μη προβλεπόμενη εξ ορισμού ρητώς από την εθνική νομοθεσία, σε επιχείρηση διεπόμενη από ειδικό νομικό καθεστώς, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπηρεσιακά έγγραφα και ερμηνευτικές εγκύκλιοι έχουν αποφασιστική σημασία.

Όσον αφορά την απόδειξη των πραγματικών συνεπειών του επίμαχου μέτρου, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί στην απόδειξη αυτή όσον αφορά ήδη χορηγηθείσες ενισχύσεις. Δεν είναι σκόπιμο, συναφώς, να γίνει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υφιστάμενων ενισχύσεων και των παράνομων ενισχύσεων. Εξάλλου, ευλόγως τεκμαίρονται οι πραγματικές συνέπειες του πλεονεκτήματος που συνεπάγεται η εγγύηση του Δημοσίου. Τέτοιου είδους εγγύηση παρέχει στον δανειζόμενο τη δυνατότητα να εξασφαλίζει χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού ή να παράσχει λιγότερες ασφάλειες. Ακόμη και πλεονέκτημα το οποίο χορηγείται μέσω δυνητικής πρόσθετης επιβαρύνσεως του Δημοσίου θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση. Στην περίπτωση αυτή εμπίπτουν κατά κανόνα οι εγγυήσεις που σχετίζονται γενικώς με δάνειο ή άλλου είδους υποχρέωση οικονομικής φύσεως που συνομολογείται μεταξύ δανειζόμενου και δανειστή.

(βλ. σκέψεις 119-120, 123-124)