Language of document : ECLI:EU:T:2014:774

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Κίνας – Καθεστώς επιχειρήσεως η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Προθεσμία για την έκδοση της αποφάσεως σχετικά με το ως άνω καθεστώς – Επιμελής και αμερόληπτη εξέταση – Δικαιώματα άμυνας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Βάρος αποδείξεως – Ζημία – Καθορισμός του περιθωρίου κέρδους – Ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος – Κοινοτική βιομηχανία – Αιτιώδης σύνδεσμος»

Στην υπόθεση T‑443/11,

Gold East Paper (Jiangsu) Co. Ltd, εδρεύουσα στην Jiangsu (Κίνα),

Gold Huasheng Paper (Suzhou Industrial Park) Co. Ltd, εδρεύουσα στην Jiangsu,

εκπροσωπούμενες από τους Β. Ακριτίδη και Y. Melin και την F. Crespo, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο αρχικώς από τους G. Berrisch και A. Polcyn, δικηγόρους, και την N. Chesaites, barrister, εν συνεχεία από τους B. O’Connor, solicitor, και S. Gubel, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. França και την A. Stobiecka-Kuik,

και από τους

Cepifine AISBL, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Sappi Europe SA, με έδρα τις Βρυξέλλες,

Burgo Group SpA, με έδρα την Altavilla Vicentina (Ιταλία),

Lecta SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

εκπροσωπούμενους από τους L. Ruessmann και W. Berg, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 451/2011 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 128, σ. 1), στο μέτρο που αφορά τις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Νοεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Το δίκαιο του ΠΟΕ

1        Το άρθρο VI.1 της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) ορίζει ότι «[τ]α συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι το ντάμπινγκ, στο πλαίσιο του οποίου τα προϊόντα εισάγονται στην αγορά άλλης χώρας σε τιμή κατώτερη από την κανονική αξία, είναι καταδικαστέο εφόσον προξενεί ή απειλεί να προξενήσει σοβαρή ζημία σε εγχώριο κλάδο παραγωγής ενός συμβαλλομένου μέρους ή εφόσον καθυστερεί σημαντικά τη δημιουργία εγχώριου κλάδου παραγωγής».

2        Η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της GATT (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ) περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (EE 1994, L 336, σ. 3).

3        Το άρθρο 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ έχει ως εξής:

«Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση στα απαραίτητα στοιχεία ή γενικά δεν προβαίνει στη γνωστοποίησή τους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό την έρευνα, είναι δυνατό να διατυπώνονται προκαταρκτικά και τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου τηρούνται οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ.»

4        Το παράρτημα II της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, που φέρει τον τίτλο «Η έννοια των “καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων” στο άρθρο 6 παράγραφος 8», ορίζει στην παράγραφό του 7:

«Όταν οι αρχές είναι υποχρεωμένες να στηρίξουν τα συμπεράσματά τους, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με την κανονική αξία, σε στοιχεία που έχουν προέλθει από κάποια [δευτερογενή] πηγή, όπως είναι τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αίτηση για την έναρξη της έρευνας, ενεργούν με ιδιαίτερη περίσκεψη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρχές οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να επαληθεύουν τα εν λόγω στοιχεία με βάση τα στοιχεία που διαθέτουν από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, τα επίσημα στοιχεία για τις εισαγωγές και τις τελωνειακές στατιστικές, καθώς και τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλοι ενδιαφερόμενοι κατά τη διάρκεια της έρευνας. Είναι πάντως σαφές ότι, αν κάποιος ενδιαφερόμενος αρνείται να συνεργασθεί, με αποτέλεσμα οι αρχές να στερούνται τη δυνατότητα πρόσβασης σε χρήσιμα στοιχεία, η κατάσταση αυτή ενδέχεται να συμβάλει στη διαμόρφωση κάποιου αποτελέσματος το οποίο θα ήταν περισσότερο ευνοϊκό για τη συγκεκριμένη πλευρά αν αυτή είχε επιδείξει διάθεση συνεργασίας.»

5        Το άρθρο 32, παράγραφος 1, της Συμφωνίας του ΠΟΕ, που φέρει τον τίτλο «Συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα» (EE 1994, L 336, σ. 156), ορίζει ότι «[δ]εν επιτρέπεται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων έναντι των επιδοτήσεων που παρέχει κάποιο άλλο μέλος παρά μόνο συμφώνως προς τις διατάξεις της GATT του 1994, όπως αυτές ερμηνεύονται από την παρούσα συμφωνία».

2.     Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

6        Η βασική νομοθεσία αντιντάμπινγκ συνίσταται στον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός), ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε.

7        Από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι «[σ]τις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Βιετνάμ και το Καζακστάν καθώς και από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γ), ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο α)».

8        Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Ένας ισχυρισμός κατά το στοιχείο β) γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

–        οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

–        οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

–        το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό,

[…]

Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότητα να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας.»

9        Το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2. Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο:

α)      του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και

β)      των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την κοινοτική βιομηχανία.

3. Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη, είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η κοινοτική βιομηχανία ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

4. Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές δεδομένου προϊόντος από περισσότερες της μίας χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι:

α)      το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζει το άρθρο 9 παράγραφος 3 και ότι ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέος, καθώς και ότι

β)      η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

5. Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία κοινοτική βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας· σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι [μια] βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις· το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας· παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

6. Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.

7. Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Κοινότητας και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας.

8. Οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται σε συνάρτηση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος από την κοινοτική βιομηχανία, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις των παραγωγών και τα κέρδη. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων που περιλαμβάνει το ομοειδές προϊόν και σε σχέση με την οποία ομάδα ή φάσμα προϊόντων είναι δυνατό να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες πληροφορίες.

9. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από το ντάμπινγκ πρέπει να είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

Όταν εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)      τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα ουσιώδους αύξησης των εισαγωγών·

β)      η ύπαρξη επαρκούς, ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητάς του, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

γ)      το κατά πόσον τα εισαγόμενα προϊόντα εισέρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σε σημαντικό βαθμό συμπίεση ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές· και

δ)      τα αποθέματα του υπό διε[ρεύνη]ση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν έχει κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και ότι είναι πιθανή η πρόκληση σημαντικής ζημίας αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.»

10      Το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού, για τον ορισμό της κοινοτικής βιομηχανίας, ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο όρος “κοινοτική βιομηχανία” θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)      όταν κάποιοι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που εικάζεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, ο όρος “κοινοτική βιομηχανία” είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνον τους υπόλοιπους παραγωγούς·

β)      σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Κοινότητας είναι δυνατό, σε ό,τι αφορά την υπό εξέταση παραγωγή, να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς είναι δυνατό να θεωρηθούν ως ξεχωριστή βιομηχανία, εφόσον:

i)      οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων του υπό εξέταση προϊόντος που παράγουν στη συγκεκριμένη αγορά και

ii)      η ζήτηση στη συγκεκριμένη αγορά δεν καλύπτεται υπολογίσιμα από παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος εγκατεστημένους σε διαφορετικό σημείο της Κοινότητας. Όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι προκαλείται ζημία ακόμη και αν μείζον μέρος του συνόλου της κοινοτικής βιομηχανίας δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι παρατηρείται συγκέντρωση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε μια τόσο απομονωμένη αγορά και επιπροσθέτως ότι οι επίμαχες εισαγωγές προξενούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής στη συγκεκριμένη αγορά.»

11      Το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού, σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας, ορίζει στην παράγραφό του 4 τα εξής:

«Η έναρξη έρευνας βάσει της παραγράφου 1 επιτρέπεται μόνον αφού έχει διαπιστωθεί, μετά από εξέταση του βαθμού στήριξης της καταγγελίας ή αντίθεσης προς αυτήν που έχουν εκφράσει οι κοινοτικοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της κοινοτικής βιομηχανίας. Γίνεται δεκτό ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της κοινοτικής βιομηχανίας, αν υποστηρίζεται από κοινοτικούς παραγωγούς των οποίων η αθροιστική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί εκείνο το τμήμα της κοινοτικής βιομηχανίας το οποίο είτε εκφράζει την υποστήριξή του προς την καταγγελία, είτε αντιτίθεται σε αυτήν. Εντούτοις, η έναρξη έρευνας δεν είναι δυνατή όταν οι κοινοτικοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί η κοινοτική βιομηχανία.»

12      Το άρθρο 9 του βασικού κανονισμού, που αφορά την περάτωση της διαδικασίας χωρίς τη λήψη μέτρων, ορίζει, στην παράγραφό του 4:

«Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός περιόδου ενός μηνός από την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή. Όταν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για οριστικά μέτρα το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη ισχύος αυτών των δασμών. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.»

13      Το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, σχετικά με την άρνηση συνεργασίας, έχει ως εξής:

«1. Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

[…]

3. Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

[…]

6. Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει και με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες, το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

14      Οι προσφεύγουσες, Gold East Paper (Jiangsu) Co. Ltd (στο εξής: GE) και Gold Huasheng Paper (Suzhou Industrial Park) Co. Ltd (στο εξής: GHS), είναι συνδεδεμένες εταιρίες του ομίλου Asia Pulp and Paper China (στο εξής: όμιλος APP) που παράγουν στην Κίνα επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας το οποίο εξάγουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

1.     Έρευνα

15      Το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας αποτέλεσε αντικείμενο δύο διαφορετικών ερευνών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν παραλλήλως. Πρώτον, μια έρευνα αντιντάμπινγκ κατέληξε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 451/2011 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 128, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Δεύτερον, μια έρευνα κατά των επιδοτήσεων κατέληξε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 452/2011 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού κατά των επιδοτήσεων στις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 128, σ. 18).

16      Στις 18 Φεβρουαρίου 2010, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE C 41, σ. 6) ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

17      Ως αρχική καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή παρατηρήσεων από τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το καθεστώς εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ) καθορίστηκε η 30ή Μαρτίου 2010. Στις 22 Μαρτίου 2010, κατόπιν αιτήσεως του ομίλου APP, η Επιτροπή παρέτεινε την ως άνω προθεσμία μέχρι τις 12 Απριλίου 2010.

18      Στις 12 Απριλίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αιτήσεις προκειμένου να αναγνωρισθεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό ΚΟΑ στις ίδιες και σε όλες τις συνδεδεμένες με αυτές εταιρίες που εμπλέκονταν στην παραγωγή και την πώληση επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας ή στην παραγωγή πρώτων υλών, όπως είχε ζητηθεί από την Επιτροπή.

19      Στις 16 Απριλίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρατηρήσεις ως προς ορισμένες πτυχές της έρευνας και ως προς την καταγγελία του Cepifine AISBL, ευρωπαϊκού συνδέσμου των παραγωγών χαρτιού υψηλής ποιότητας, η οποία έδωσε λαβή για την κίνηση της έρευνας αυτής.

20      Η Επιτροπή απέστειλε τέσσερα έγγραφα στον όμιλο APP ζητώντας να της προσκομίσει τα στοιχεία που ήταν κρίσιμα για την τεκμηρίωση της αιτήσεως αναγνωρίσεως του ΚΟΑ:

–        στο από 19 Μαΐου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή ζήτησε από την GE να συμπληρώσει το έντυπο το αργότερο μέχρι τις 21 Μαΐου 2010·

–        στο από 21 Μαΐου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή ζήτησε από την GE να της κοινοποιήσει τα παραρτήματα και τις προσήκουσες μεταφράσεις το αργότερο μέχρι την 1η Ιουνίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία η GE ζήτησε παράταση της προθεσμίας, την οποία η Επιτροπή τής χορήγησε καθορίζοντας ως νέα καταληκτική ημερομηνία την 4η Ιουνίου 2010·

–        στο από 27 Μαΐου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή ζήτησε από την GHS να θέσει στη διάθεση των υπαλλήλων της Επιτροπής τα ενδεδειγμένα παραρτήματα από την πρώτη ημέρα της επιτόπιας επαληθεύσεως·

–        στο από 2 Ιουνίου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή ζήτησε από τον όμιλο APP να συμπληρώσει ορισμένα τμήματα του εντύπου της αιτήσεως αναγνωρίσεως του ΚΟΑ και να παράσχει κάποιες διευκρινίσεις ως προς τα τμήματα αυτά.

21      Με έγγραφο της 8ης Ιουνίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις συνέπειες, για την αξιολόγηση των αιτήσεών τους περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ, της κινήσεως παράλληλης έρευνας στρεφόμενης κατά των επιδοτήσεων.

22      Μεταξύ 8 και 18 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή πραγματοποίησε μια αρχική επιτόπια επαλήθευση στις εγκαταστάσεις τεσσάρων παραγωγών‑εξαγωγέων που συνδέονταν με τον όμιλο APP, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες.

23      Η Επιτροπή προέβη, μεταξύ 23 Ιουνίου και 12 Ιουλίου 2010, σε δεύτερη επιτόπια επαλήθευση στις εγκαταστάσεις των προσφευγουσών, προκειμένου να επαληθεύσει τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο. Στις 9, 10 και 13 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή προέβη σε τρίτη επιτόπια επαλήθευση στις εγκαταστάσεις της APP Italy, που ήταν ο συνδεδεμένος με τις προσφεύγουσες έμπορος στην Ένωση.

24      Στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε πληροφοριακό έγγραφο για τις αιτήσεις αναγνωρίσεως του ΚΟΑ, στο οποίο διατύπωσε το προσωρινό συμπέρασμα ότι κανένας από τους τέσσερις παραγωγούς‑εξαγωγείς οι οποίοι συνδέονταν με τον όμιλο APP δεν πληρούσε το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο από τα απαιτούμενα κριτήρια για την αναγνώριση του ΚΟΑ. Η Επιτροπή έταξε στις προσφεύγουσες προθεσμία μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 2010 για την υποβολή των παρατηρήσεών τους.

25      Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απέστειλε στη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ αντίγραφο του εγγράφου εργασίας της που αφορούσε την πρότασή της για απόρριψη των αιτήσεων των προσφευγουσών περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ.

26      Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την παράταση μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 2010 της προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί του πληροφοριακού εγγράφου της Επιτροπής για το ΚΟΑ. Η Επιτροπή χορήγησε παράταση μόνο μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 2010. Πρότεινε επίσης τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, ζητώντας από τις προσφεύγουσες την επιβεβαίωση της ημερομηνίας αυτής εφόσον τις εξυπηρετούσε.

27      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, κατά τη διάρκεια της προβλεφθείσας συναντήσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ, εξετάσθηκε η πρόταση που αφορούσε την αίτηση των προσφευγουσών περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ.

28      Με ηλεκτρονική επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις τους ως προς το πληροφοριακό έγγραφο που αφορούσε τις αιτήσεις τους για την αναγνώριση του ΚΟΑ και διευκρίνισαν ότι επρόκειτο να προσκομίσουν συμπληρωμένη και αναθεωρημένη επιστολή μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2010.

29      Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε ακρόαση στην Επιτροπή.

30      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε στη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ συνοπτική έκθεση των παρατηρήσεων που είχαν διατυπώσει οι προσφεύγουσες επί του πληροφοριακού εγγράφου για το ΚΟΑ και καθόρισε την 24η Σεπτεμβρίου 2010 ως καταληκτική ημερομηνία για τη γνωμοδότηση της εν λόγω συμβουλευτικής επιτροπής.

31      Στις 12 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της σχετικά με τις αιτήσεις των προσφευγουσών περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ (στο εξής: απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ), στην οποία επιβεβαίωσε την απόρριψη των αιτήσεων αυτών.

32      Την ίδια ημέρα, οι προσφεύγουσες συνέταξαν επιστολή προς την Επιτροπή επικρίνοντάς την για το ότι εξέδωσε απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ πριν λάβει χώρα η ακροαματική διαδικασία παρουσία του συμβούλου ακροάσεων. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν επίσης συμπληρωματικές παρατηρήσεις όσον αφορά το ζήτημα της ζημίας.

33      Στις 13 Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν συνοπτική έκθεση των ερωτημάτων στα οποία επιθυμούσαν να δοθεί απάντηση από την Επιτροπή.

34      Στις 15 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή διεξήγαγε ακροαματική διαδικασία παρουσία του συμβούλου ακροάσεων. Στις 19 Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγουσες απέστειλαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις στις οποίες συνόψιζαν τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει κατά την ακροαματική διαδικασία. Στις 28 Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν νέες παρατηρήσεις επί του πληροφοριακού εγγράφου για το ΚΟΑ.

35      Στις 17 Νοεμβρίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες επιστολή που συνοδευόταν από αντίγραφο του κανονισμού (ΕΕ) 1042/2010 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2010, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 299, σ. 7, στο εξής: προσωρινός κανονισμός), από συνοπτική έκθεση της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ντάμπινγκ και των περιθωρίων ζημίας καθώς και από απάντηση στα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

36      Στις 13 και 17 Δεκεμβρίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν, σε τρεις επιστολές, παρατηρήσεις σχετικά με τα προσωρινά μέτρα.

37      Στις 16 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες πληροφοριακό έγγραφο στο οποίο διευκρίνιζε ότι σκόπευε να προτείνει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επί των εξαγωγών τους προς την ΕΕ. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 28 Μαρτίου 2011.

38      Στις 29 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες, κατ’ αίτηση του συμβούλου ακροάσεων, επικαιροποιημένο σημείωμα προς καταχώριση στον φάκελο, στο οποίο εξηγούσε τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του στοχευόμενου περιθωρίου κέρδους σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγές.

39      Στις 11 Απριλίου 2011, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους ως προς τη μεθοδολογία την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει το στοχευόμενο περιθώριο κέρδους.

2.     Προσβαλλόμενος κανονισμός

40      Στις 6 Μαΐου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

41      Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν χορηγήθηκε KOA στις προσφεύγουσες για τον λόγο, πρώτον, ότι ήταν μεταξύ άλλων αδύνατον να αποδειχθεί η ύπαρξη πληρωμών για τη μεταβίβαση μετοχών καθώς και το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρώτων υλών, δεύτερον, ότι, τόσο στους λογαριασμούς όσο και στον έλεγχό τους, δεν είχαν τηρηθεί οι θεμελιώδεις αρχές των διεθνών λογιστικών προτύπων, γεγονός που δημιουργούσε ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία των λογαριασμών των εταιριών, και, τρίτον, ότι υφίσταντο σοβαρές στρεβλώσεις ως προς τα δικαιώματα χρήσεως της γης τα οποία κατείχαν οι προσφεύγουσες.

42      Εξάλλου, τα ρολά χαρτιού που χρησιμοποιούνται από τα πιεστήρια ρολού δεν συμπεριλήφθηκαν στην οριοθέτηση του υπό εξέταση προϊόντος (αιτιολογικές σκέψεις 17 και 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Το κέρδος-στόχος 8 % θεωρείται ως το επίπεδο που θα μπορούσε να επιτύχει η βιομηχανία εφόσον δεν υπήρχαν εισαγωγές αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ (αιτιολογική σκέψη 158 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

43      Το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ 8 % επί των εισαγωγών στην Ένωση επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας που παράγεται από τις προσφεύγουσες. Δυνάμει της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου, από τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου συντελεστή 20 % του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ δεν συλλέγεται σε ό,τι αφορά τις προσφεύγουσες το 12 %, στον βαθμό που το αντίστοιχο ποσό εισπράττεται σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό 452/2011 (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

44      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Αυγούστου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

45      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου.

46      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Δεκεμβρίου 2011, οι Cepifine, Sappi Europe SA, Burgo Group SpA και Lecta SA (στο εξής: ιδιώτες παρεμβαίνοντες) ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου. Στις παρατηρήσεις του, τις οποίες κατέθεσε στις 24 Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο δεν προέβαλε αντιρρήσεις κατά της ως άνω παρεμβάσεως.

47      Με διάταξη της 23ης Ιανουαρίου 2012, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την άσκηση παρεμβάσεως από την Επιτροπή. Η τελευταία κατέθεσε το υπόμνημά της εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

48      Στις 8 Φεβρουαρίου 2012, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση έναντι των ιδιωτών παρεμβαινόντων ορισμένων απόρρητων στοιχείων που περιλαμβάνονταν στα υπομνήματα και στα παραρτήματά τους. Οι προσφεύγουσες προσκόμισαν μια μη εμπιστευτική εκδοχή των διαφόρων αυτών διαδικαστικών εγγράφων.

49      Με διάταξη της 8ης Μαρτίου 2012, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στους ιδιώτες παρεμβαίνοντες να παρέμβουν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση υπέρ του Συμβουλίου. Στην ίδια διάταξη, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος επιφυλάχθηκε αφενός ως προς το αν οι προσφεύγουσες θα ελάμβαναν την έκθεση ακροατηρίου προκειμένου να υποδείξουν τα στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως απόρρητα και, αφετέρου, ως προς το αν οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες θα ελάμβαναν μια προσωρινή μη εμπιστευτική εκδοχή της εκθέσεως ακροατηρίου ώστε να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

50      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από το Συμβούλιο να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Το Συμβούλιο ανταποκρίθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

51      Οι κύριοι διάδικοι, καθώς και οι παρεμβαίνοντες, αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2013.

52      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που τις αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

53      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

54      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

55      Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν τα αιτήματα του Συμβουλίου.

 Σκεπτικό

56      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν οκτώ λόγους ακυρώσεως. Οι λόγοι αυτοί δύνανται να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες.

57      Οι λόγοι της πρώτης κατηγορίας αφορούν τις αιτήσεις των προσφευγουσών περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ και αντλούνται:

–        ο πρώτος εξ αυτών, από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθόσον η απόφαση περί μη χορηγήσεως του ΚΟΑ στις προσφεύγουσες ελήφθη με βάση τα όσα γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με το αποτέλεσμα που θα είχε μια τέτοια απόρριψη επί του περιθωρίου τους ντάμπινγκ·

–        ο δεύτερος, από παράβαση ουσιώδους τύπου, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας·

–        ο τρίτος, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και από έλλειψη αιτιολογίας·

–        ο τέταρτος, από άδικη και μεροληπτική διεξαγωγή της έρευνας και από επιβολή υπερβολικού βάρους αποδείξεως.

58      Οι λόγοι της δεύτερης κατηγορίας αφορούν την εκτίμηση της ζημίας και αντλούνται:

–        ο πέμπτος, από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού·

–        ο έκτος, από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού·

–        ο έβδομος, από παράβαση του άρθρου 3, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού·

–        ο όγδοος, από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 7, του βασικού κανονισμού.

1.     Επί του περιεχομένου του ακυρωτικού αιτήματος

59      Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Κίνας.

60      Οι προσφεύγουσες ζητούν, στο πλαίσιο διαφόρων λόγων, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού στο σύνολό του. Στο αντικείμενο όμως της προσφυγής καθώς και στα αιτήματά τους, περιορίζονται σε αμφισβήτηση της νομιμότητας του δασμού αντιντάμπινγκ στο μέτρο που ο δασμός αυτός τους επιβλήθηκε και τις αφορά.

61      Πρέπει να θεωρηθεί, συναφώς, ότι η ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας του δασμού αυτού θα επηρέαζε τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνο κατά το μέτρο που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στις προσφεύγουσες. Αντιθέτως, δεν θα επηρέαζε τη νομιμότητα των λοιπών στοιχείων του προσβαλλομένου κανονισμού, ήτοι, μεταξύ άλλων, τoυς δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις λοιπές αποδέκτριες εταιρίες.

62      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, οσάκις κανονισμός περί θεσπίσεως δασμού αντιντάμπινγκ επιβάλλει διαφορετικούς δασμούς σε σειρά εταιριών, αφορούν ατομικά μια εταιρία μόνον εκείνες οι διατάξεις που της επιβάλλουν ειδικό δασμό αντιντάμπινγκ και καθορίζουν το ύψος του, και όχι εκείνες που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ σε άλλες εταιρίες, με συνέπεια η προσφυγή της εταιρίας αυτής να είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο που ζητεί την ακύρωση εκείνων των διατάξεων του κανονισμού που την αφορούν αποκλειστικώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C‑239/99, Nachi Europe, Συλλογή 2001, σ. I‑1197, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποβλέπει μόνο στη μερική ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά το μέτρο που με αυτόν επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις προσφεύγουσες.

2.     Επί των λόγων που αφορούν τις αιτήσεις των προσφευγουσών περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθόσον η απόφαση περί μη αναγνωρίσεως του ΚΟΑ στις προσφεύγουσες ελήφθη με βάση τα όσα γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με το αποτέλεσμα που θα είχε μια τέτοια απόρριψη επί του περιθωρίου τους ντάμπινγκ

64      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση με την οποία δεν τους αναγνωρίζεται το ΚΟΑ ελήφθη με βάση τα όσα γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με το αποτέλεσμα που θα είχε μια τέτοια απόρριψη επί του περιθωρίου τους ντάμπινγκ, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, όπως ερμηνεύθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις αποφάσεις του της 14ης Νοεμβρίου 2006, T‑138/02, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑4347, σκέψη 44), και της 18ης Μαρτίου 2009, T‑299/05, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑565, σκέψεις 127 και 138).

65      Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης «κατάφωρη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας», δεδομένου ότι η Επιτροπή «[κατέβαλε] κάθε δυνατή προσπάθεια […] ώστε να απορρίψει όλες ανεξαιρέτως τις διευκρινίσεις [που παρέσχαν] κατά την έρευνα προκειμένου να αποδείξουν ότι όντως πληρούσαν τα κριτήρια υπαγωγής στο ΚΟΑ».

66      Καταρχάς, όσον αφορά την υποτιθέμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Για τον λόγο αυτόν, το ως άνω δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68· της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψη 333, και της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑224/10, Association belge des consommateurs test‑achats κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7177, σκέψη 71). Εφόσον οι προσφεύγουσες ουδόλως αποσαφήνισαν την αιτίασή τους περί προσβολής των δικαιωμάτων τους άμυνας, έτσι ώστε να παράσχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να προσδιορίσει έστω το αντικείμενό της, η αιτίαση αυτή πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη.

67      Σε ό,τι αφορά την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της προτάσεως όσον αφορά το ΚΟΑ, η Επιτροπή διέθετε όλα τα αναλυτικά στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ των προσφευγουσών, με ή χωρίς υπαγωγή τους στο ΚΟΑ, στην Κίνα και στην ανάλογη χώρα.

68      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, κατόπιν ερωτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν τις απασχολούσε τόσο η τρίμηνη προθεσμία αυτή καθεαυτή, αλλά η προστασία των δικαιωμάτων των παραγωγών-εξαγωγέων.

69      Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η απόφαση για το αν ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς «θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότητα να λάβει θέση» και ότι «[η] απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας».

70      Παρά τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, στις αποφάσεις του Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 64 ανωτέρω, και της 8ης Νοεμβρίου 2011, T‑274/07, Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι βάσει της ratio legis του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δικαιολογείται η ακύρωση κανονισμού περί επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, ως προς μια επιχείρηση, οσάκις η Επιτροπή γνώριζε το αποτέλεσμα που θα είχε η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ της ως άνω επιχειρήσεως, απλώς και μόνο λόγω αυτής της γνώσεως κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως σχετικά με το ΚΟΑ. Επισημαίνεται ότι, όπως τονίζει και το Συμβούλιο, δεν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και της τυχόν γνώσεως από την Επιτροπή του αποτελέσματος που θα έχει απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ μιας επιχειρήσεως.

71      Εξάλλου, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει να ληφθεί η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή δεν είχε υπόψη της τα στοιχεία τα οποία θα της επέτρεπαν να γνωρίζει το αποτέλεσμα που θα είχε η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ μιας επιχειρήσεως. Συναφώς, δεν αποκλείεται, ακόμη και σε περίπτωση που δεν υφίσταται υπέρβαση της επίμαχης προθεσμίας κατά την έκδοση της αποφάσεως σχετικά με το ΚΟΑ, η Επιτροπή να λάβει τέτοια απόφαση ενώ είχε ήδη στη διάθεσή της τα πληροφοριακά στοιχεία που της επέτρεπαν να προβλέψει το αποτέλεσμα της αποφάσεώς της επί του περιθωρίου ντάμπινγκ της οικείας επιχειρήσεως.

72      Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑9147), προκύπτει ότι το Δικαστήριο, με βάση τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως και υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται από τον βασικό κανονισμό, προκρίνει μάλλον την ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού κριτηρίων ουσίας και όχι την ανάγκη αμετάκλητης αποφάσεως σχετικά με το ΚΟΑ ή ακόμη τη μη γνώση, κατά την έκδοση της αποφάσεως σχετικά με το ΚΟΑ, του αποτελέσματος που θα έχει η απόφαση αυτή επί του περιθωρίου ντάμπινγκ μιας επιχειρήσεως.

73      Όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφασή του Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 70 ανωτέρω (σκέψη 39), το Δικαστήριο πράγματι έκρινε στην απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, σκέψη 72 ανωτέρω, ότι, με γνώμονα τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο που να υποχρεώνει την Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο οριστικά μέτρα τα οποία θα διαιωνίζουν σε βάρος της οικείας επιχειρήσεως ένα σφάλμα το οποίο διαπράχθηκε κατά την αρχική εκτίμηση των κριτηρίων ουσίας που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη. Επομένως, σε περίπτωση που η Επιτροπή αντιληφθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας ότι, αντιθέτως προς την αρχική εκτίμησή της, μια επιχείρηση ικανοποιεί τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, οφείλει να συναγάγει τα κατάλληλα συμπεράσματα, τηρώντας παράλληλα τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει ο βασικός κανονισμός (απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψεις 111 και 112).

74      Βάσει των ανωτέρω αναπτύξεων, πρέπει να κριθεί ότι, μολονότι ασφαλώς καταρχήν κάθε απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ πρέπει, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, να λαμβάνεται εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας και να παραμένει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας αυτής, εντούτοις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης και σύμφωνα με την ερμηνεία της ως άνω διατάξεως από τον δικαστή της Ένωσης, της οποίας υπόμνηση γίνεται στις σκέψεις 70 και 73 ανωτέρω, αφενός, η έκδοση αποφάσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής δεν συνεπάγεται, εξ αυτού και μόνον του λόγου, την ακύρωση του κανονισμού περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να τροποποιηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αν προέκυπτε ο τυχόν εσφαλμένος χαρακτήρας της.

75      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η τελική απόφαση περί απορρίψεως των αιτήσεων των προσφευγουσών για αναγνώριση του ΚΟΑ δεν ελήφθη εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, η ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας έρευνας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 18 Φεβρουαρίου 2010. Όσον αφορά όμως την τελική απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αναγνωρίσεως του ΚΟΑ, η σχετική πρόταση υποβλήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, η δε απόφαση αυτή επικυρώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2010.

76      Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι απαντήσεις των προσφευγουσών στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ υποβλήθηκαν στην Επιτροπή αντιστοίχως στις 7 και 10 Μαΐου 2010 και ότι οι επιτόπιες επαληθεύσεις αντιντάμπινγκ έλαβαν χώρα μεταξύ 23ης Ιουνίου και 12ης Ιουλίου 2010. Οι επιτόπιες επαληθεύσεις στην ανάλογη χώρα πραγματοποιήθηκαν κατά την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου του 2010. Μόνον οι επιτόπιες επαληθεύσεις οι οποίες αφορούσαν τις εξαγωγικές πωλήσεις των προσφευγουσών μέσω της συνδεδεμένης με αυτές εταιρίας που εδρεύει στην Ένωση δεν είχαν ακόμη λάβει χώρα. Κατά τις προσφεύγουσες, από τη χρονολογική σειρά των πραγματικών περιστατικών που εκτέθησαν προκύπτει ότι, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή γνωστοποίησε την πρότασή της περί απορρίψεως των αιτήσεων των προσφευγουσών για αναγνώριση του ΚΟΑ, είχε στη διάθεσή της όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ των προσφευγουσών, τόσο σε περίπτωση υπαγωγής τους όσο και σε περίπτωση μη υπαγωγής τους στο ΚΟΑ.

77      Το επιχείρημα του Συμβουλίου, το οποίο υποστηρίζεται από την Επιτροπή, ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο κοινοποίησε στις προσφεύγουσες το πληροφοριακό έγγραφο για το ΚΟΑ, να καθορίσει το αποτέλεσμα που θα είχε η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ δεν μπορεί συνεπώς να ευδοκιμήσει.

78      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για να είναι δυνατόν να κριθεί το ζήτημα της υπαγωγής στο ΚΟΑ με βάση του αποτέλεσμά του επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, δεν χρειάζεται η γνώση του ακριβούς περιθωρίου ντάμπινγκ, υπολογιζόμενου βάσει πληροφοριακών στοιχείων όσον αφορά την κανονική αξία για τις προσφεύγουσες, αλλά απλώς η γνώση των πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η υπαγωγή στο ΚΟΑ επί του περιθωρίου αυτού σύμφωνα με τις δύο μεθόδους υπολογισμού που είναι δυνατές.

79      Βάσει των ανωτέρω αναπτύξεων, πρέπει να κριθεί ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι η γνώση εκ μέρους της Επιτροπής, λόγω της μη τηρήσεως της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, του αποτελέσματος της αποφάσεως σχετικά με την υπαγωγή των προσφευγουσών στο ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ αυτών μπορούσε να θεωρηθεί κρίσιμο στοιχείο, στο μέτρο που θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η Επιτροπή επηρεάσθηκε από τη γνώση των εν λόγω στοιχείων κατά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως, εντούτοις πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θα είχε ενδεχομένως διαφορετικό περιεχόμενο ελλείψει της πλημμέλειας με την οποία προβάλλεται ότι βαρύνεται η διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως σχετικά με το ΚΟΑ.

80      Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της αιτήσεώς τους για αναγνώριση του ΚΟΑ ελήφθη βάσει όσων γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με τον αντίκτυπο που θα είχε η απόφαση αυτή επί του περιθωρίου τους ντάμπινγκ και κατά συνέπεια η ως άνω απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο αν η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της τις πληροφορίες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

81      Ειδικότερα, απλώς και μόνον η γνώση του αποτελέσματος που θα έχει απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ επί του περιθωρίου ντάμπινγκ μιας επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η εν λόγω απόφαση –και, συνακόλουθα, ο κανονισμός που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ– θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο αν η απόφαση αυτή είχε ληφθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

82      Επισημαίνεται ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η Επιτροπή έχει υπόψη της στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ ενός παραγωγού κατά το χρονικό σημείο λήψεως της αποφάσεως σχετικά με την υπαγωγή του παραγωγού αυτού στο ΚΟΑ, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο η εν λόγω απόφαση καθώς και ο κανονισμός που επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ να μην μπορούσαν να έχουν άλλο περιεχόμενο.

83      Αυτό θα συνέβαινε αν ήταν πρόδηλο ότι ο εν λόγω παραγωγός δεν μπορούσε να υπαχθεί στο ΚΟΑ λόγω του ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει ότι ο παραγωγός αυτός δεν πληρούσε τα κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού κριτήρια υπαγωγής στο ΚΟΑ και ότι συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ.

84      Η εκτίμηση από την Επιτροπή του κατά πόσον πληρούνταν εν προκειμένω τα κριτήρια υπαγωγής στο ΚΟΑ θα εξετασθεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

85      Εν προκειμένω, αφενός, οι προσφεύγουσες απλώς υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή διέθετε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες βάσει των οποίων μπορούσε να υπολογίσει το περιθώριό τους ντάμπινγκ «δημιουργεί ερωτήματα ως προς τον αμερόληπτο χαρακτήρα της μεταγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ» και ότι «το γεγονός αυτό προκαλεί τουλάχιστον βάσιμες και εύλογες υπόνοιες ότι η Επιτροπή ενδεχομένως αποφάσισε να απορρίψει τις αιτήσεις των προσφευγουσών περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ όχι βάσει αντικειμενικής εξετάσεως των αιτήσεων αυτών επί της ουσίας, αλλά διότι προτίθετο να επιβάλει δασμούς αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών των προσφευγουσών».

86      Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν παρέχουν καμία ένδειξη ως προς τα στοιχεία της αποφάσεως σχετικά με το ΚΟΑ τα οποία, κατά τη γνώμη τους, θα μπορούσαν να έχουν εκτιμηθεί διαφορετικά σε περίπτωση που η σχετική απόφαση της Επιτροπής είχε ληφθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας ή χωρίς την υποτιθέμενη γνώση των συνεπειών της ως άνω αποφάσεως επί του περιθωρίου ντάμπινγκ.

87      Οι προσφεύγουσες απλώς υποστηρίζουν ότι «αν είχαν υπαχθεί στο ΚΟΑ […], το περιθώριό τους ντάμπινγκ –βάσει συγκρίσεως των εξαγωγικών τους πωλήσεων με τις υπαχθείσες στο ΚΟΑ εγχώριες πωλήσεις τους στην Κίνα– θα ανερχόταν στο 0,01 %, δηλαδή δεν θα υπερέβαινε το ελάχιστο όριο του 2 %», και ότι «[σ]υνεπώς, η Επιτροπή είχε πλήρη γνώση του αντικτύπου που θα είχε για το αποτέλεσμα της έρευνας η απόφασή της επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ, καθόσον η αναγνώριση του ΚΟΑ θα είχε ως συνέπεια την περάτωση της έρευνας, στο μέτρο που αυτή αφορούσε τις προσφεύγουσες».

88      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, «[α]ν, κατά την έκδοση της αποφάσεώς της επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ, η Επιτροπή αγνοούσε τον αμελητέο χαρακτήρα που θα είχε το περιθώριο ντάμπινγκ (σε περίπτωση χορηγήσεως του ΚΟΑ) ή το ιδιαιτέρως μεγάλο ύψος του περιθωρίου ντάμπινγκ συνεπεία της προσφυγής στην κανονική αξία για την ανάλογη χώρα (σε περίπτωση μη χορηγήσεως του ΚΟΑ), δεν αποκλείεται [η Επιτροπή] να είχε ασκήσει συναφώς την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο άσκησε την εξουσία αυτή κατά την έρευνα».

89      Οι προσφεύγουσες συνάγουν εξ αυτού ότι «πιθανώς η απόρριψη των αιτήσεών τους περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ να αποφασίστηκε εν προκειμένω “σε συνάρτηση με το αποτέλεσμά της επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ”».

90      Στο πλαίσιο αυτό, έστω και αν υποτεθεί ότι, προβάλλοντας τα επιχειρήματά τους, οι προσφεύγουσες προτίθεντο να αποδείξουν την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν. Κατά πάγια νομολογία, πράξη ή απόφαση οργάνου της Ένωσης έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από τους προβαλλόμενους (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1990, C‑323/88, Sermes, Συλλογή 1990, σ. I‑3027, σκέψη 33· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2589, σκέψη 66, και της 15ης Οκτωβρίου 1998, T‑2/95, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑3939, σκέψη 376). Οι προσφεύγουσες όμως δεν επικαλέστηκαν τέτοιες ενδείξεις.

91      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η συμπεριφορά τους δεν είχε παρελκυστικό αποτέλεσμα ως προς την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής επί των αιτήσεών τους για την αναγνώριση του ΚΟΑ, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, δεδομένου ότι η Επιτροπή επέμεινε ώστε οι σχετικές με το ντάμπινγκ πληροφορίες να υποβληθούν ακριβώς κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η ίδια εξέταζε τις αιτήσεις αναγνωρίσεως του ΚΟΑ και ζήτησε την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών.

92      Εν προκειμένω δεν προκύπτει όμως ότι ασκεί επιρροή το ζήτημα του καταλογισμού της ευθύνης για την ως άνω καθυστέρηση και κατά συνέπεια το ζήτημα αυτό δεν πρόκειται να εξετασθεί.

93      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθώς και των δικαιωμάτων άμυνας

94      Ο λόγος αυτός διαιρείται σε δύο σκέλη, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, τη διεξαγωγή πραγματικών διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τη διεξαγωγή πραγματικών διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ

95      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν κοινοποίησε «στη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ ορισμένα ουσιώδη στοιχεία» και ότι «παραπλάνησε την [τελευταία]» υποβάλλοντάς της πρόταση σχετικά με το ΚΟΑ η οποία βαρυνόταν με «σοβαρές ανακρίβειες και παραλείψεις» και παρουσιάζοντας κατά τρόπο εσφαλμένο τις παρατηρήσεις που είχαν διατυπωθεί από τις προσφεύγουσες επί της προτάσεως της Επιτροπής, πράγμα που στέρησε από τη συμβουλευτική επιτροπή τη δυνατότητα να εκδώσει γνωμοδότηση έχοντας πλήρη γνώση της καταστάσεως.

96      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C‑69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. I‑2069, σκέψεις 48 έως 51), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλεσθούν την παράβαση ρυθμίσεων που δεν αποβλέπουν στη διασφάλιση της προστασίας των ιδιωτών, αλλά έχουν σκοπό να διοργανώσουν την εσωτερική λειτουργία των υπηρεσιών προς εξασφάλιση χρηστής διοικήσεως, όπως οι ρυθμίσεις εκείνες οι οποίες αφορούν την τήρηση της προθεσμίας που προβλέπεται για την κατάρτιση της προσωρινής ημερήσιας διατάξεως μιας συνόδου του Συμβουλίου ή την απαίτηση να είναι διαθέσιμες όλες οι γλωσσικές αποδόσεις ενός κανονισμού την ημέρα της εκδόσεώς του.

97      Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ουδέποτε δύναται ο ιδιώτης να επικαλεσθεί λυσιτελώς την παράβαση ρυθμίσεως η οποία διέπει τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως που καταλήγει στην έκδοση πράξεως της Ένωσης. Ειδικότερα, μεταξύ των διατάξεων οι οποίες διέπουν τις εσωτερικές διαδικασίες ενός θεσμικού οργάνου, οι διατάξεις η παράβαση των οποίων δεν μπορεί να προβληθεί από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, διότι αφορούν μόνο τους κανόνες εσωτερικής λειτουργίας του θεσμικού οργάνου οι οποίοι δεν είναι ικανοί να επηρεάσουν τη νομική τους κατάσταση, πρέπει να διακρίνονται από τις διατάξεις εκείνες των οποίων η παράβαση μπορεί αντιθέτως να προβληθεί, εφόσον οι τελευταίες δημιουργούν δικαιώματα και αποτελούν παράγοντα ασφάλειας δικαίου για τα πρόσωπα αυτά.

98      Συνεπώς, η παράβαση κανόνα ο οποίος αφορά τη διαβούλευση με μια επιτροπή δεν είναι ικανή να καταστήσει παράνομη την τελική απόφαση του επίμαχου θεσμικού οργάνου παρά μόνον αν έχει αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα και επηρεάζει δυσμενώς τη νομική και πραγματική κατάσταση του διαδίκου που επικαλείται διαδικαστική πλημμέλεια.

99      Ειδικότερα, η διαβούλευση με μια επιτροπή συνιστά ουσιώδη τύπο η παράβαση του οποίου θίγει τη νομιμότητα της πράξεως που εκδίδεται κατόπιν της διαβουλεύσεως εφόσον αποδεικνύεται ότι η μη γνωστοποίηση ορισμένων ουσιωδών στοιχείων δεν επέτρεψε στην επιτροπή αυτή να εκδώσει τη γνωμοδότησή της έχοντας πλήρη γνώση της καταστάσεως, χωρίς δηλαδή να έχει παραπλανηθεί ως προς ουσιώδες ζήτημα από ανακρίβειες ή παραλείψεις (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 2011, T‑122/09, Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση που τα έγγραφα που δεν υποβλήθηκαν στην ως άνω επιτροπή ή υποβλήθηκαν σε αυτήν με καθυστέρηση δεν περιλαμβάνουν πληροφορίες που να είναι σημαντικές ή νέες σε σχέση με εκείνες που περιλαμβάνονταν στον φάκελο ο οποίος κοινοποιήθηκε στην ως άνω επιτροπή κατά τη σύγκλησή της. Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μη υποβολή ή καθυστερημένη υποβολή ενός εγγράφου από την Επιτροπή δεν έχει καμία σημασία για την έκβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεως.

101    Επομένως, η παράλειψη αυτή δεν είναι ικανή να καταστήσει ελαττωματική ολόκληρη τη διοικητική διαδικασία και να θίξει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη νομιμότητα της τελικής πράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

102    Εξάλλου, ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας της γνωμοδοτήσεως μιας επιτροπής δεν σημαίνει ότι η παράβαση των διατάξεων που διέπουν τη διαβούλευση με την επιτροπή αυτή δεν μπορεί να θίγει τη νομιμότητα της τελικώς εκδοθείσας πράξεως.

103    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι στις 2 Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή απέστειλε το προσωρινό πληροφοριακό της έγγραφο επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ ταυτοχρόνως στις προσφεύγουσες και στη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ. Έταξε στις προσφεύγουσες προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεών τους μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 2010. Κατόπιν σχετικού αιτήματος των προσφευγουσών, η Επιτροπή χορήγησε παράταση μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 2010. Η συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής αντιντάμπινγκ έλαβε χώρα στις 14 Σεπτεμβρίου 2010. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις τους σχετικά με το προσωρινό πληροφοριακό έγγραφο. Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε η ακροαματική διαδικασία. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε στη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ, αφού είχε αρχίσει την εξέταση και την πλήρη αξιολόγηση της αιτήσεως αναγνωρίσεως του ΚΟΑ, συνοπτική έκθεση των παρατηρήσεων που είχαν διατυπώσει οι προσφεύγουσες επί του πληροφοριακού εγγράφου για το ΚΟΑ και κατά την ακροαματική διαδικασία. Καθόρισε επίσης την 24η Σεπτεμβρίου 2010 ως καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία η συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ όφειλε να εκδώσει τη γνωμοδότησή της. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο διευκρίνισε, σε απάντηση ερωτήματος που του υποβλήθηκε συναφώς, ότι τα μέλη της εν λόγω συμβουλευτικής επιτροπής έχουν πρόσβαση στο φάκελο και ότι μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα. Κατά τις προσφεύγουσες, τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής λαμβάνουν μόνο τη συνοπτική έκθεση. Οι προσφεύγουσες τόνισαν ως εκ τούτου τη σπουδαιότητα αυτής της συνοπτικής εκθέσεως.

104    Διαπιστώνεται, όπως επισήμανε και το Συμβούλιο, ότι, πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή παραπλάνησε τη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ, δεύτερον, δεν προσδιορίζουν τις «σοβαρές ανακρίβειες και παραλείψεις» στις οποίες αναφέρονται, τρίτον, δεν διευκρινίζουν τον λόγο για τον οποίο η παρουσίαση των παρατηρήσεων των προσφευγουσών στην πρόταση σχετικά με το ΚΟΑ είναι εσφαλμένη και, τέταρτον, δεν διευκρινίζουν τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή «παρεμποδίστηκε ως προς τη δυνατότητά της να μεταβάλει την πρόταση βάσει των παρατηρήσεών τους».

105    Επισημαίνεται ότι από τον φάκελο προκύπτει, καταρχάς, ότι οι προσφεύγουσες δεν τήρησαν την παραταθείσα μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 2010 προθεσμία για την κοινοποίηση των παρατηρήσεών τους επί του πληροφοριακού εγγράφου για το ΚΟΑ (βλ. σκέψη 103 ανωτέρω). Έπειτα, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, στις παρατηρήσεις τους τις οποίες υπέβαλαν με ηλεκτρονική επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2010, ότι ανέλυαν στο πλαίσιο των εν λόγω παρατηρήσεων το σύνολο των όσων διατεινόταν η Επιτροπή και ότι «[σ]τις περιπτώσεις που οι αναγκαίες πληροφορίες για την απόδειξη της βασιμότητας των διευκρινίσεων τις οποίες παρέσχε [ο όμιλος] APP δεν ήταν διαθέσιμες κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο [ο όμιλος] APP ήταν υποχρεωμένος να κοινοποιήσει τις παρατηρήσεις του, [είχαν προβεί] σε σχετική επισήμανση» και ότι «θα [διαβίβαζαν] [ν]έα συμπληρωμένη και αναθεωρημένη επιστολή το αργότερο μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2010, όταν [θα διέθεταν] όλα τα αναγκαία έγγραφα». Τέλος, οι προσφεύγουσες δεν απέστειλαν τις συμπληρωμένες και αναθεωρημένες παρατηρήσεις παρά μόλις στις 28 Οκτωβρίου 2010.

106    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεσθούν, προκειμένου να προβάλουν παράβαση ουσιώδους τύπου προβλεπόμενου στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, η οποία θίγει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ανέμεινε τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού πληροφοριακού εγγράφου πριν ζητήσει τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής αντιντάμπινγκ ή ότι δεν ανέβαλε έστω τη συζήτηση επί της προτάσεως για μεταγενέστερη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής, μετά την παραλαβή και την εξέταση των εν λόγω παρατηρήσεων.

107    Επιπλέον, από την εξέταση των παρατηρήσεων των προσφευγουσών επί του πληροφοριακού εγγράφου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010 και του εγγράφου το οποίο απέστειλε στις 21 Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή στα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέβαλε στην εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή πρόταση σχετικά με το ΚΟΑ που να εμφανίζει «σοβαρές ανακρίβειες και παραλείψεις». Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή κατήρτισε συνοπτική έκθεση στην οποία συγκεφαλαίωνε τις παρατηρήσεις των προσφευγουσών όσον αφορά τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις χορηγήσεως του ΚΟΑ περιλαμβάνοντας τα στοιχεία που ήταν νέα σε σχέση με τα στοιχεία τα οποία περιείχε το προσωρινό πληροφοριακό έγγραφο της 2ας Σεπτεμβρίου 2010.

108    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι δεν υπήρξε παραπλάνηση της συμβουλευτικής επιτροπής αντιντάμπινγκ ως προς ουσιώδες ζήτημα από ανακρίβειες ή παραλείψεις και ότι η ως άνω συμβουλευτική επιτροπή ήταν σε θέση να εκδώσει τη γνωμοδότησή της έχοντας πλήρη γνώση της καταστάσεως.

109    Το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

110    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε νομότυπη διαδικασία στο μέτρο που η Επιτροπή απέστειλε ταυτοχρόνως, στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, αντίγραφο του εγγράφου εργασίας για την πρότασή της στη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ και το πληροφοριακό έγγραφο για το ΚΟΑ στις προσφεύγουσες.

111    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι, στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή είχε ήδη αποφασίσει να απορρίψει την αίτησή τους αναγνωρίσεως του ΚΟΑ και ότι δεν είχε καμία πρόθεση να εξετάσει τις παρατηρήσεις τους πριν καταλήξει σε μια τελική πρόταση την οποία θα υπέβαλλε για γνωμοδότηση στη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ και ότι επιπλέον «είχε αρνηθεί να διορθώσει το [προσωρινό] πληροφοριακό έγγραφο για το ΚΟΑ» κατόπιν των παρατηρήσεών τους της 16ης Σεπτεμβρίου 2010.

112    Κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός αυτό «πιθανότατα επηρέασε τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε [η Επιτροπή] από τις παρατηρήσεις αυτές».

113    Υπενθυμίζεται ότι, αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, μια τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας είναι ικανή να στοιχειοθετήσει πλημμέλεια της διοικητικής διαδικασίας. Κατά πάγια νομολογία όμως, μια διαδικαστική πλημμέλεια μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, της αποφάσεως μόνον αν αποδεικνύεται ότι, αν δεν υπήρχε αυτή η πλημμέλεια, η διοικητική διαδικασία μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Μαρτίου 2008, T‑345/03, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑341, σκέψη 147, και T‑332/03, European Service Network κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν όμως κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η προβαλλόμενη πλημμέλεια επηρέασε την εν λόγω απόφαση.

114    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

115    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και από έλλειψη αιτιολογίας

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

116    Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ενώσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται από τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2005, C‑17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4983, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Εξάλλου, εφόσον η γραμματική και η ιστορική ερμηνεία ενός κανονισμού και ιδίως μιας από τις διατάξεις του δεν καθιστούν δυνατό να εκτιμηθεί το ακριβές περιεχόμενό του, η επίμαχη ρύθμιση πρέπει να ερμηνευθεί βάσει τόσο του σκοπού όσο και της εν γένει οικονομίας της (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C‑68/94 και C‑30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 168, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1999, T‑102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑753, σκέψη 148).

118    Τέλος, υπενθυμίζεται ακόμη ότι το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, με βάση τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C‑355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι‑2549, σκέψη 21).

119    Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού έχει ως εξής:

«Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από τη[ν] [Κίνα], η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γ), ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο α).»

120    Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού διευκρινίζει ότι «[έ]νας ισχυρισμός κατά το [άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄,] γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι [μεταξύ άλλων] οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά».

121    Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο παραγωγός που επιθυμεί να υπαχθεί στο ΚΟΑ δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού. Επομένως, δεν απόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αποδείξουν ότι ο παραγωγός δεν πληροί τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, είναι έργο των ως άνω θεσμικών οργάνων να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληροί τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκειμένου να του αναγνωρισθεί το ΚΟΑ και του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει μήπως η εκτίμηση αυτή πάσχει πρόδηλη πλάνη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

122    Από τη νομολογία προκύπτει εξάλλου ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των νομικής και πολιτικής φύσεως πραγματικών καταστάσεων που εκδηλώνονται στη συγκεκριμένη χώρα, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ώστε να κρίνουν αν ο εισαγωγέας μπορεί να υπαχθεί στο ΚΟΑ. Επομένως, ο εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης έλεγχος των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, του ότι συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και του ότι δεν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123    Πάντως, επίσης κατά πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν τέτοια εξουσία, η τήρηση των εγγυήσεων με τις οποίες η έννομη τάξη της Ένωσης περιβάλλει τις διοικητικές διαδικασίες έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, μεταξύ δε των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται ιδίως η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, και απόφαση Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, σκέψη 73).

124    Εν προκειμένω, στις προσφεύγουσες δεν χορηγήθηκε το ΚΟΑ για τον λόγο ότι δεν είχαν αποδείξει ότι πληρούσαν τα τρία πρώτα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω), δηλαδή τα κριτήρια προκειμένου να διαπιστωθεί ότι:

–        οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά·

–        οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς·

–        το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό.

 Επί της προβαλλόμενης ελλείψεως αιτιολογίας

125    Από τον τίτλο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης έλλειψη αιτιολογίας στην οποία πάντως δεν αναφέρθηκαν κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η συνοπτική έκθεση των λόγων της προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν απαιτεί ειδικό τρόπο διατυπώσεώς τους. Κατά τη νομολογία, οι λόγοι που προβάλλει ο προσφεύγων πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την ουσία τους και όχι βάσει του χαρακτηρισμού τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1961, 19/60, 21/60, 2/61 και 3/61, Fives Lille Cail κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954‑1964, σ. 631). Διαπιστώνεται όμως ότι οι προσφεύγουσες δεν διατυπώνουν κατά τρόπο πρόδηλο και καταφανή επιχειρήματα όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας, οπότε δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί σχετική εξέταση. Κατά συνέπεια, πρέπει να υποβληθούν σε εξέταση μόνο τα επιχειρήματα που αντλούνται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

126    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού έχουν σωρευτικό χαρακτήρα, οπότε, όταν ένας παραγωγός δεν πληροί μία εκ των προϋποθέσεων αυτών, η αίτησή του περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ πρέπει να απορριφθεί (απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 54).

127    Πρέπει καταρχάς να εξετασθεί το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, που αφορά το τρίτο κριτήριο υπαγωγής στο ΚΟΑ.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αφορά το τρίτο κριτήριο υπαγωγής στο ΚΟΑ

128    Η αιτιολογική σκέψη 39 του προσωρινού κανονισμού έχει ως εξής:

«[Η] έρευνα έδειξε ότι υπήρχαν σημαντικές στρεβλώσεις σχετικά με τα δικαιώματα χρήσης γης (LUR) που αφορούν τους τέσσερις παραγωγούς‑εξαγωγείς. Από αυτές τις στρεβλώσεις συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα LUR δεν χορηγούνται και δεν διατηρούνται σύμφωνα με τους όρους της οικονομίας της αγοράς. Διαπιστώθηκε επίσης επιτόπου ότι υπάρχουν σημαντικές στρεβλώσεις στη χορήγηση δανείων στους τέσσερις συνδεμένους παραγωγούς‑εξαγωγείς από τον κινεζικό τραπεζικό/χρηματοοικονομικό τομέα. Τα περισσότερα δάνεια δόθηκαν από τράπεζες των οποίων σημαντικό μερίδιο των μετοχών κατέχει το κράτος ενώ υπάρχουν σαφείς δείκτες ότι οι γενικές κρατικές βιομηχανικές πολιτικές ελήφθησαν υπόψη από τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς κατά τον καθορισμό της πιστοληπτικής ικανότητας της ομάδας, που είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση δανείων σε εταιρείες που βρίσκονταν σε κακή οικονομική κατάσταση. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι οι τέσσερις συνδεδεμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν απέδειξαν ότι πληρούν το κριτήριο 3.»

–       Επί των δικαιωμάτων χρήσεως της γης

129    Η Επιτροπή έκρινε, στο πληροφοριακό της έγγραφο για το ΚΟΑ, ότι:

–        η απονομή των δικαιωμάτων χρήσεως της γης συναρτάται προς ρητή υπόσχεση επενδύσεως του μέρους στο οποίο απονέμονται τα δικαιώματα αυτά· αν δεν πραγματοποιηθεί η επένδυση εντός ορισμένης προθεσμίας, το Κινεζικό Δημόσιο δύναται να ανακτήσει τα οικόπεδα χωρίς να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση·

–        δεν προβλέπεται καμία αποζημίωση για τον επενδυτή/την εταιρία κατά την ημερομηνία τακτικής καταγγελίας της συμβάσεως που έχει ως αντικείμενο τα δικαιώματα χρήσεως της γης· στις περιπτώσεις αυτές δηλαδή το Κινεζικό Δημόσιο προσδοκεί ότι ο ιδιώτης επενδυτής θα πραγματοποιήσει τις επενδύσεις του, ήτοι θα κατασκευάσει το εργοστάσιο, και θα του παραδώσει δωρεάν όλα τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.) κατά τη λήξη του χρονικού διαστήματος της μισθώσεως·

–        τελικώς υπεύθυνοι για την έγκριση των παραχωρήσεων δικαιωμάτων χρήσεως της γης ήταν η Εθνική Επιτροπή Προγραμματισμού/το Υπουργείο Εμπορίου·

–        το Suzhou Industrial Park όρισε το τίμημα των δικαιωμάτων χρήσεως της γης σύμφωνα με τις σαφείς οδηγίες που παρέσχε το Συμβούλιο της Επικρατείας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως προς τις μεθόδους καθορισμού του τιμήματος των γαιών·

–        από τις ως άνω στρεβλώσεις συνάγεται ότι οι εν λόγω εταιρίες δεν απέκτησαν τα δικαιώματα χρήσεως της γης σύμφωνα με τις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς.

130    Από την αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι ο όμιλος APP, στον οποίον ανήκουν οι προσφεύγουσες, υποστήριξε ότι «στρεβλώσεις που διαπιστώθηκαν σχετικά με τη χορήγηση των LUR [δικαιωμάτων χρήσεως της γης] δεν υπάρχουν μόνο στην [Κίνα] αλλά και στην Ευρώπη επειδή οι περιορισμοί αυτοί επιβάλλονται από αρχές αρμόδιες να προσελκύουν επενδυτές και να εξασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πληρούν τις ισχύουσες κανονιστικές απαιτήσεις».

131    Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι οι επίμαχες προβαλλόμενες στρεβλώσεις είναι συνήθεις στις χώρες με οικονομία της αγοράς. Δεύτερον, φρονούν ότι οι τιμές των οικοπέδων τα οποία ευρίσκονται σε βιομηχανικές ζώνες καθορίζονται πάντοτε από τις αρχές σε όλες τις χώρες και ότι οι εν λόγω αρχές επιβάλλουν παντού περιορισμούς πριν εγκρίνουν βιομηχανικά σχέδια.

132    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες αρκούνται να παραπέμψουν στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν με τις από 28 Οκτωβρίου 2010 παρατηρήσεις τους επί των αιτήσεών τους για την αναγνώριση του ΚΟΑ και στα έγγραφα που έχουν επισυνάψει στο υπόμνημά τους απαντήσεως.

133    Διαπιστώνεται, όπως επισήμανε ορθώς το Συμβούλιο, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα συμπεράσματα της Επιτροπής κατά τα οποία, αφενός, τα δικαιώματα χρήσεως της γης τους παραχωρήθηκαν υπό όρους που δεν αντιστοιχούν στην αγοραία αξία και, αφετέρου, το Κινεζικό Δημόσιο παρεμβαίνει κατά τον καθορισμό του τιμήματος των δικαιωμάτων αυτών.

134    Δέχονται επίσης ρητώς ότι μια έρευνα σχετικά με το ΚΟΑ δεν έχει ως αντικείμενο να κριθεί αν οι στρεβλώσεις μπορούν να υπάρχουν και στην Ένωση, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού.

135    Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Η σχετική αναφορά πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή υπό το πρίσμα των εν λόγω διατάξεων, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το δικόγραφο αυτό καθεαυτό. Το σώμα του δικογράφου μπορεί μεν να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, ως προς ορισμένα σημεία, με παραπομπή σε αποσπάσματα εγγράφων που επισυνάπτονται, αλλά γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο, δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία, δυνάμει των ως άνω διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C‑347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1990, σ. Ι-4747, σκέψη 28, και της 31ης Μαρτίου 1992, C‑52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. Ι-2187, σκέψεις 17 έως 19). Πάντως, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο κατανοητό από τα δικόγραφά τους. Εφόσον οι προσφεύγουσες αρκούνται να υπερασπίζονται τις θέσεις τους μέσω παραπομπής σε παραρτήματα, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη.

–       Επί των δανείων

136    Από το πληροφοριακό έγγραφο για το ΚΟΑ προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε, κατόπιν ελέγχου της φερεγγυότητας των προσφευγουσών και του ομίλου APP, ότι ήταν δυσχερές να διαγνωσθεί βάσει ποιών στοιχείων οι ανήκουσες στο Δημόσιο κινεζικές τράπεζες αξιολόγησαν τη φερεγγυότητα του ομίλου APP, δεδομένου ότι οι εταιρίες του ομίλου αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα αποπληρωμής των δανείων τους, δεν ήταν σε θέση να τηρήσουν μέρος των υποχρεώσεών τους έναντι των εν λόγω τραπεζών και οι τελευταίες παρά ταύτα δεν αντιδρούσαν. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια παρά την ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων ρευστότητας και χρηματοδοτήσεως καθώς και δυσχερειών όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων. Γενικώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ανήκουσες στο Δημόσιο κινεζικές τράπεζες οι οποίες χρηματοδοτούσαν τον όμιλο APP δεν θεωρούσαν ότι η κρίσιμη οικονομική κατάσταση του ομίλου αποτελούσε πρόβλημα.

137    Η Επιτροπή εν συνεχεία συμπέρανε:

«Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι εν προκειμένω υφίστανται σοβαρές στρεβλώσεις σε ό,τι αφορά τα δάνεια που χορηγήθηκαν από τον κινεζικό τραπεζικό/οικονομικό τομέα. Εξάλλου, τα χορηγηθέντα βάσει μη εμπορικών κριτηρίων δάνεια έχουν σημαντικής εκτάσεως αποτελέσματα. Ειδικότερα, φαίνεται αμφίβολο κατά πόσον η εταιρία θα υπήρχε χωρίς τα δάνεια αυτά. Τα περισσότερα δάνεια χορηγήθηκαν από τράπεζες στις οποίες το Δημόσιο είχε σημαντική συμμετοχή. Αυτό το είδος στρεβλώσεων είναι ενδεικτικό συμπεριφοράς μη αντιστοιχούσας σε οικονομία της αγοράς, εξ αυτού δε προκύπτει σαφώς ότι η εταιρία δεν λαμβάνει τα δάνεια υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς αλλά βάσει των γενικών βιομηχανικών πολιτικών της Κυβερνήσεως.»

138    Κατά την αιτιολογική σκέψη 39 του προσωρινού κανονισμού, «[τ]α περισσότερα δάνεια δόθηκαν από τράπεζες των οποίων σημαντικό μερίδιο των μετοχών κατέχει το κράτος ενώ υπάρχουν σαφείς δείκτες ότι οι γενικές κρατικές βιομηχανικές πολιτικές ελήφθησαν υπόψη από τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς κατά τον καθορισμό της πιστοληπτικής ικανότητας της ομάδας που είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση δανείων σε εταιρείες που βρίσκονταν σε κακή οικονομική κατάσταση».

139    Στην αιτιολογική σκέψη 47 του προσωρινού κανονισμού τονίζεται εξάλλου ότι ο όμιλος APP, αφενός, «[δήλωσε] ότι τα πορίσματα της Επιτροπής αποτελούν εικασίες». Αφετέρου, «[υποστήριξε] ότι οι στρεβλώσεις που εντοπίστηκαν από την Επιτροπή μπορούν να είναι [το πολύ] επιδοτήσεις» και «[γ]ια τον λόγο αυτό διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι επειδή διεξάγεται παράλληλα έρευνα κατά των επιδοτήσεων, αυτές οι υποτιθέμενες επιδοτήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αιτία απόρριψης της ΚΟΑ».

140    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αρνούνται την ύπαρξη των στρεβλώσεων τις οποίες εντόπισε η Επιτροπή και δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των όσων υποστηρίζουν σχετικά με το ότι τα πορίσματα της Επιτροπής έχουν τον χαρακτήρα απλής εικασίας.

141    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι ως άνω στρεβλώσεις αποτελούν «προδήλως επιδοτήσεις» για τις οποίες μπορούν να επιβληθούν μόνο αντισταθμιστικοί δασμοί, από την αιτιολογική σκέψη 47 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή επισήμανε ότι «από την αξιολόγηση ΚΟΑ διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν στρεβλώσεις στη χορήγηση δανείων από τον κινεζικό τραπεζικό/χρηματοοικονομικό τομέα». Η Επιτροπή έκρινε συνεπώς ότι «[επρόκειτο] για στρέβλωση προερχόμενη από το σύστημα που δεν στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς και δεν συνδ[εόταν] με το αν οι συνέπειες αυτών των ενεργειών μπορούν να θεωρηθούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις».

142    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προβαίνουν σε γενική αναφορά στο έγγραφό τους της 8ης Ιουνίου 2010, στο οποίο υποστήριξαν, χωρίς να παράσχουν περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι οι επιδοτήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο απορρίψεως των αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ.

143    Από τις παρατηρήσεις του ομίλου APP οι οποίες παρατίθενται στο εν λόγω έγγραφο και συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη 48 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι, κατά τον όμιλο APP, «πρέπει να αναγνωριστεί ΚΟΑ στον όμιλο Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων έτσι ώστε να αποφευχθεί ο διπλός υπολογισμός με την παράλληλη έρευνα κατά των επιδοτήσεων». Ο όμιλος APP υποστήριζε ότι «οι κρατικές επιδοτήσεις αποτελούν μέρος της αξιολόγησης ΚΟΑ, έχουν αντίκτυπο στα πορίσματα σχετικά με το ΚΟΑ και επομένως θα αποτελέσουν αντικείμενο της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων». Ο όμιλος APP αναφέρθηκε επίσης στην αρχή της αναλογικότητας και στο δικαίωμα χρηστής διοικήσεως.

144    Η Επιτροπή απέρριψε τα ως άνω επιχειρήματα στην αιτιολογική σκέψη 49 του προσωρινού κανονισμού, πρώτον, διότι «[τ]ο γεγονός ότι διεξάγεται επί του παρόντος έρευνα κατά των επιδοτήσεων δεν απαλλάσσει την αρμόδια για την έρευνα αρχή από την υποχρέωσή της να εξασφαλίζει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση ΚΟΑ». Δεύτερον, «το θέμα του “διπλού υπολογισμού” του δασμού αντιντάμπινγκ και του αντισταθμιστικού δασμού ρυθμίζεται με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας της [Ένωσης], κυρίως με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού και το άρθρο 24 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της [Ένωσης], και δεν εξαρτάται από το αν αναγνωρίζεται ΚΟΑ στον εν λόγω εξαγωγέα», ενώ «[σ]ε κάθε περίπτωση, επειδή ο προτεινόμενος προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ για όλα τα συνεργαζόμενα μέρη στην Κίνα βασίζεται στο επίπεδο εξάλειψης της ζημίας και όχι στο περιθώριο ντάμπινγκ, κάθε [αιτίαση] για διπλό υπολογισμό είναι άκυρ[η]».

145    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τις ως άνω εκτιμήσεις.

146    Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι είχαν επίσης διευκρινίσει, στο έγγραφο της 8ης Ιουνίου 2010, ότι, κατά το δίκαιο του ΠΟΕ, και ειδικότερα κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα, υφίστανται μόνο δύο διορθωτικά μέτρα για την τακτοποίηση των επιδοτήσεων, δηλαδή, αφενός, η χρήση του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών στο πλαίσιο του ΠΟΕ και, αφετέρου, οι αντισταθμιστικοί δασμοί, οι οποίοι μπορούν να επιβάλλονται μόνον μετά τη διενέργεια έρευνας όσον αφορά τις επιχορηγήσεις. Κατά συνέπεια, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να επιβάλλουν μονομερώς κυρώσεις σε εταιρίες οι οποίες λαμβάνουν επιδοτήσεις, απορρίπτοντας, στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ, την αίτησή τους αναγνωρίσεως του ΚΟΑ, χωρίς να εκτιμήσουν αν οι ως άνω επιδοτήσεις είναι παράνομες ή επισύρουν αντισταθμιστικά μέτρα.

147    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι συμφωνίες ΠΟΕ, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται καταρχήν στους κανόνες βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1999, C‑149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I‑8395, σκέψη 47, και της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑76/00 P, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑79, σκέψη 53).

148    Εντούτοις, στην περίπτωση που η Ένωση προτίθεται να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση την οποία έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή σε περίπτωση που η πράξη της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, είναι έργο του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της επίμαχης πράξεως της Ένωσης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, σκέψη 147 ανωτέρω, σκέψη 49· Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 147 ανωτέρω, σκέψη 54, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 30).

149    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

150    Η απάντηση όμως στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι αρνητική.

151    Πρώτον, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού δεν συνιστά εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα.

152    Δεύτερον, ούτε η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, περιλαμβανομένης της Συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα.

153    Τρίτον, οι αποφάσεις σχετικά με το ΚΟΑ λαμβάνονται αφού έχει εξετασθεί αν πληρούνται τα κριτήρια υπαγωγής σε αυτό όπως τα κριτήρια αυτά προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Οι αποφάσεις αυτές δεν λαμβάνονται μετά τη διαπίστωση υπάρξεως ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων. Δεν συνδέονται άρρηκτα με τα συστατικά στοιχεία του ντάμπινγκ ή της επιδοτήσεως. Κατά συνέπεια, η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ δεν συνιστά συγκεκριμένο μέτρο κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα.

154    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες αβασίμως υποστηρίζουν ότι η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα.

155    Εξ αυτού συνάγεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού καθόσον έκριναν ότι οι προσφεύγουσες δεν πληρούν το τρίτο κριτήριο για την υπαγωγή τους στο ΚΟΑ.

156    Εφόσον οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού είναι σωρευτικές, δεν χρειάζεται να εξετασθεί το πρώτο και το δεύτερο κριτήριο υπαγωγής στο ΚΟΑ, από τη στιγμή που εν προκειμένω δεν πληρούται το τρίτο κριτήριο.

157    Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και κατά συνέπεια και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από άδικη και μεροληπτική διεξαγωγή της έρευνας και από επιβολή υπερβολικού βάρους αποδείξεως

158    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά προσβολή της αρχής της χρηστής διοικήσεως και το δεύτερο παράβαση του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 6, του βασικού κανονισμού.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

159    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, αφενός, επιβάλλοντάς τους υπερβολικό βάρος αποδείξεως κατά την εκτίμηση των αιτήσεων αναγνωρίσεως του ΚΟΑ και, αφετέρου, μεταβάλλοντας την αιτιολογία της όσον αφορά την υποχρέωση της εταιρίας να εξασφαλίσει ότι οι λογιστικές της εγγραφές συμπίπτουν με τις συναλλαγές της στην περίπτωση αμφισβητήσεώς τους. Επιπλέον, οι αιτήσεις αναγνωρίσεως του ΚΟΑ δεν εκτιμήθηκαν κατά τρόπο θεμιτό και αμερόληπτο.

160    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι αιτήσεις αναγνωρίσεως του ΚΟΑ δεν εκτιμήθηκαν κατά τρόπο θεμιτό και αμερόληπτο, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν ρητώς την αιτίασή τους, με συνέπεια να πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι διευκρινίσεις που παρεσχέθησαν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν είναι ικανοποιητικές ουδόλως αποδεικνύει ότι τα όργανα αυτά παρέβησαν το καθήκον τους επιμέλειας.

161    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες, τόσο με το πληροφοριακό έγγραφο για τις αιτήσεις αναγνωρίσεως του ΚΟΑ της 2ας Σεπτεμβρίου 2010 όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία της 17ης Σεπτεμβρίου 2010, να αποδείξουν ότι λειτουργούσαν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, χωρίς η ίδια να είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι οι προσφεύγουσες δεν πληρούσαν τα κριτήρια υπαγωγής τους στο ΚΟΑ.

162    Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και ειδικότερα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν. Επομένως, ο έλεγχος εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης των εκτιμήσεων των ως άνω θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητούμενης επιλογής, της απουσίας πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή της απουσίας καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου Ikea Wholesale, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψεις 40 και 41, και της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C‑191/09 P και C‑200/09 P, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, σκέψη 63).

163    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις νομικής και πολιτικής φύσεως πραγματικές καταστάσεις στην οικεία χώρα, τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να εκτιμήσουν προκειμένου να κρίνουν αν ένας εξαγωγέας ενεργεί υπό συνθήκες αγοράς χωρίς σημαντική κρατική επέμβαση και αν, κατά συνέπεια, μπορεί να του αναγνωρισθεί το καθεστώς των επιχειρήσεων που ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, Τ‑155/94, Climax Paper κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-873, σκέψη 98· Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 49, και Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 81).

164    Πάντως, μολονότι στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας και ειδικότερα των μέτρων αντιντάμπινγκ ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην επιφυλασσόμενη στις αρχές της Ένωσης εκτίμηση, εντούτοις οφείλει να εξακριβώσει αν τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη όλες τις ασκούσες επιρροή περιστάσεις και εκτίμησαν τα στοιχεία του φακέλου με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

165    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο παραγωγός ο οποίος επιθυμεί να υπαχθεί στο καθεστώς που αναγνωρίζεται στις επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, ο κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, αυτού ισχυρισμός υποβάλλεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Επομένως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν οφείλουν να αποδείξουν ότι ο παραγωγός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς. Στα εν λόγω θεσμικά όργανα απόκειται όμως να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον παραγωγό στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, ενώ στον δικαστή της Ένωσης απόκειται να εξετάσει μήπως τα ως άνω όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή [απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2012, C‑249/10 P, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 32· βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 53, και Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 83].

166    Εντούτοις, από την αρχή της χρηστής διοικήσεως που συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης συνάγεται ότι το βάρος αποδείξεως το οποίο επιβάλλουν τα θεσμικά όργανα στους παραγωγούς-εξαγωγείς που ζητούν την υπαγωγή τους στο ΚΟΑ δεν μπορεί να είναι υπέρμετρο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑221/05, Huvis κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 77).

167    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν μόνον το ότι έφεραν οι ίδιες το βάρος να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που πιστοποιούσαν ότι τα λογιστικά τους βιβλία απεικόνιζαν τις συναλλαγές τους, στο πλαίσιο της δεύτερης προϋποθέσεως για την υπαγωγή τους στο ΚΟΑ. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες θα όφειλαν να αποδείξουν το συσχετισμό μεταξύ των πληρωμών και των χρεώσεων, αφενός, και των λογιστικών τους εγγραφών, αφετέρου, όσον αφορά, πρώτον, τις εξαγωγές, δεύτερον, τις εγχώριες πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν με συνδεδεμένους συμβαλλόμενους και, τρίτον, τις αγορές πρώτων υλών από μη συνδεδεμένους προμηθευτές.

168    Ένα τέτοιο βάρος αποδείξεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρο.

169    Εξάλλου, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή μετέβαλε τη συλλογιστική της, όπως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, όσον αφορά την υποχρέωση των τελευταίων να εξασφαλίσουν ότι οι λογιστικές τους εγγραφές συμπίπτουν με τις συναλλαγές τους.

170    Εξ αυτού συνάγεται ότι το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, περί παραβάσεως του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 6, του βασικού κανονισμού.

171    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι από τα πραγματικά περιστατικά όπως εκτίθενται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν συνεργάσθηκε με τις ίδιες για την επίτευξη του κοινού σκοπού ο οποίος έγκειται στο να διαπιστωθεί αν οι πληροφορίες τις οποίες προσκόμισαν με τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως του ΚΟΑ ήταν ορθές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφοι 1, 3 και 6, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το φως των πορισμάτων του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ της 24ης Ιουλίου 2001 στην υπόθεση «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας» (WT/DS184/AB/R, παράγραφος 99). Κατά τις προσφεύγουσες, από τα εν λόγω πορίσματα προκύπτει ότι η Επιτροπή παραβαίνει το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού κάθε φορά που δεν συνεργάζεται με τα μέρη που αποτελούν αντικείμενο έρευνας για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού.

172    Πριν την εξέταση του δευτέρου σκέλους, πρέπει να προσδιορισθούν τα πραγματικά περιστατικά που έχουν εκτεθεί στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους και στα οποία αναφέρονται οι προσφεύγουσες. Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, στο σημείο 201 του δικογράφου της προσφυγής, ότι, αντί να ξεκινήσει διαδικασία συνεργασίας με τις ίδιες, η Επιτροπή «κατά την επαλήθευση συγκέντρωσε δυσμενή πραγματικά περιστατικά και δεν [τους] τα γνωστοποίησε […] παρά μόνον με τα πληροφοριακά έγγραφα για τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως του ΚΟΑ». Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, στο σημείο 204 του δικογράφου της προσφυγής, ότι «μοναδικό μέλημα και προτεραιότητα [της Επιτροπής] [κατά την επιτόπια επαλήθευση] ήταν να συσχετίσει τα κατ’ αποκοπήν ποσά που είχαν εισπραχθεί σε ανοιχθέντες λογαριασμούς με συγκεκριμένα τιμολόγια, βάσει εγγράφων που παρατίθεντο στα λογιστικά έγγραφα».

173    Διαπιστώνεται όμως ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των όσων διατείνονται, αλλά περιορίζονται στο να υποστηρίζουν απλώς τα ανωτέρω.

174    Εφόσον η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 6, του βασικού κανονισμού δεν συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των πραγματικών και νομικών επιχειρημάτων επί των οποίων θεμελιώνεται, πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

175    Εν πάση περιπτώσει, τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες διαψεύδονται από το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή επέδειξε πνεύμα συνεργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Πρώτον, κατόπιν ρητών αιτημάτων των προσφευγουσών, παρέτεινε κατ’ επανάληψη τις προθεσμίες που τους είχε χορηγήσει, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες. Δεύτερον, προχώρησε σε ακρόαση των προσφευγουσών λίγες ώρες αφότου της είχε υποβληθεί από τις προσφεύγουσες σχετικό αίτημα, πράγμα που επίσης δεν αμφισβητούν οι τελευταίες. Τρίτον, έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες σχετικά με το πληροφοριακό έγγραφο για το ΚΟΑ.

176    Εξ αυτού συνάγεται ότι το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

177    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

3.     Επί των λόγων που αφορούν την εκτίμηση της ζημίας

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού

178    Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη.

179    Το πρώτο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού καθόσον η Επιτροπή χωρίς καμιά δικαιολογία δεν συμπεριέλαβε στην εκτίμηση της ζημίας έναν από τους πέντε παραγωγούς της Ένωσης οι οποίοι συνεργάσθηκαν κατά την έρευνα.

180    Το δεύτερο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού καθόσον η Επιτροπή, όταν εκτίμησε τους αποκαλούμενους μικροοικονομικούς δείκτες, επικαλέσθηκε τα δεδομένα που υποβλήθηκαν από τέσσερις αντιπροσωπευτικούς παραγωγούς και όχι τα δεδομένα που αφορούσαν τη βιομηχανία της Ένωσης στο σύνολό της.

181    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, «[ο] προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την κοινοτική βιομηχανία».

182    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1983, 191/82, Fediol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2913, σκέψη 26· Ikea Wholesale, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 40· της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑7051, σκέψη 85, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑156/11, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 134].

183    Κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός της ζημίας προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως [απόφαση Nakajima κατά Συμβουλίου, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 86· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑2681, σκέψη 131· της 14ης Μαρτίου 2007, T‑107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II‑669, σκέψη 43, και Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 182 ανωτέρω, σκέψη 135].

184    Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει μόνον αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, αν συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Ferchimex κατά Συμβουλίου, σκέψη 183 ανωτέρω, σκέψη 67· της 28ης Οκτωβρίου 1999, T‑210/95, EFMA κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3291, σκέψη 57· Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 183 ανωτέρω, σκέψη 43, και Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 182 ανωτέρω, σκέψη 136].

185    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες φέρουν το βάρος να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αποτίμηση της ζημίας [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 119, και της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑300/03, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑3911, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 182 ανωτέρω, σκέψη 137].

 Επί του πρώτου σκέλους, περί του ότι δεν εκτέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους ένας Φινλανδός παραγωγός δεν συμπεριλήφθηκε στην εκτίμηση της ζημίας

186    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μολονότι δεν προέβη σε δειγματοληψία, η Επιτροπή περιόρισε την ανάλυση διαφόρων δεικτών ζημίας που χαρακτηρίσθηκαν ως μικροοικονομικοί, ελέγχοντας και θεωρώντας ως αντιπροσωπευτικούς της βιομηχανίας της Ένωσης μόνο τους τέσσερις καταγγέλλοντες. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε τον αποκλεισμό ενός Φινλανδού παραγωγού.

187    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μη λαμβάνοντας υπόψη κατά την εκτίμηση της ζημίας ένα εκ των παραγωγών της Ένωσης ο οποίος παρουσίαζε θετικές τάσεις και θεωρώντας ως αντιπροσωπευτικούς μόνο τους τέσσερις καταγγέλλοντες παραγωγούς, η Επιτροπή δεν προέβη σε «αντικειμενική εξέταση» των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη της κατά τον τρόπο που περιγράφεται από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ.

188    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αγνόησε τη συνεργασία του εν λόγω Φινλανδού παραγωγού εφόσον, ως προς μεν την ανάλυση των μικροοικονομικών δεικτών ζημίας, ο παραγωγός αυτός ουδέποτε κοινοποίησε τα απαραίτητα στοιχεία, ως προς δε την ανάλυση των μακροοικονομικών δεικτών ζημίας, τα στοιχεία που αφορούσαν τον εν λόγω παραγωγό καλύπτονταν από τις πληροφορίες τις οποίες κοινοποίησε ο Cepifine.

189    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η παραγωγή του εν λόγω Φινλανδού παραγωγού αντιπροσώπευε, το πολύ, μόλις το 1,4 % της παραγωγής της βιομηχανίας της Ένωσης και ότι τα αριθμητικά στοιχεία που κοινοποίησε υποδήλωναν μεν κάποια θετική τάση, αλλά δεν μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανάλυση της ζημίας ως προς το σύνολο των παραγωγών της Ένωσης.

190    Το Συμβούλιο επικαλείται το γεγονός ότι δειγματοληψία διενεργείται μόνον αν οι επιχειρήσεις που επέλεξαν να συνεργασθούν είναι τόσο πολυάριθμες ώστε να είναι αδύνατη η διεξαγωγή έρευνας στην καθεμία εξ αυτών. Εν πάση περιπτώσει, οι συνεργασθείσες επιχειρήσεις ήταν αντιπροσωπευτικές της βιομηχανίας της Ένωσης.

191    Υπό το φως των ανωτέρω, πρέπει να κριθεί αν, όπως υποστηρίζεται από τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή πράγματι δεν προέβη σε εξέταση της εκτιμήσεως της ζημίας βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον απέκλεισε ένα Φινλανδό παραγωγό της βιομηχανίας της Ένωσης ο οποίος παρουσίαζε θετικά στοιχεία.

192    Συναφώς, οι προσφεύγουσες προσκομίζουν έγγραφο το οποίο απεστάλη στις 18 Μαρτίου 2010 και με το οποίο η Επιτροπή ζήτησε από τον εν λόγω Φινλανδό παραγωγό να υποβάλει τις παρατηρήσεις του· ο τελευταίος απάντησε σε αυτό με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2010 από το οποίο προκύπτει ότι δεν υπέστη ζημία. Για τον λόγο αυτό, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν, κατά τη διάρκεια της έρευνας, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει, χωρίς σοβαρούς λόγους, τη συνεργασία του ως άνω παραγωγού.

193    Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των υποθέσεων αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την οικειοθελή συνεργασία των μερών όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών εντός των τασσομένων προθεσμιών (απόφαση EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 184 ανωτέρω, σκέψη 71).

194    Όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, στην αιτιολογική σκέψη 10 του προσωρινού κανονισμού τονίζεται ότι «[α]παντήσεις στα ερωτηματολόγια και άλλες παρατηρήσεις παρελήφθησαν από δύο ομάδες Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, τον [Cepifine], τους τέσσερις καταγγέλλοντες παραγωγούς της Ένωσης και έναν επιπλέον παραγωγό της Ένωσης, 16 μη συνδεδεμένους εισαγωγείς και εμπόρους, 17 χρήστες και 3 συνδέσμους τυπογραφικών εταιρειών και παραγωγών χαρτιού και από έναν παραγωγό στις ΗΠΑ οι οποίες εξετάστηκαν ως πιθανή ανάλογη χώρα».

195    Από την αιτιολογική σκέψη 29 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει όμως ότι μόνον τέσσερις παραγωγοί της Ένωσης αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που οριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

196    Από την αιτιολογική σκέψη 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι «[σ]την παρούσα έρευνα, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ορίστηκε σε επίπεδο παραγωγών της Ένωσης που αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενωσιακής παραγωγής […], ανεξάρτητα από το αν οι παραγωγοί υποστήριξαν την καταγγελία ή συνεργάστηκαν στην έρευνα».

197    Από την αιτιολογική σκέψη 77 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι «[κ]ατά τη διάρκεια της [περιόδου έρευνας], το ομοειδές προϊόν κατασκεύαζαν 14 γνωστοί παραγωγοί και ορισμένοι άλλοι πολύ μικροί παραγωγοί της Ένωσης» και ότι «[τ]α στοιχεία που παρέχει ο Cepifine εκτιμάται ότι καλύπτουν το 98 % της παραγωγής των παραγωγών της Ένωσης».

198    Δεδομένων των ανωτέρω, η κατάσταση του εν λόγω Φινλανδού παραγωγού ελήφθη υπόψη όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες εφόσον τα υποβληθέντα από τον Cepifine στοιχεία αντιπροσώπευαν το 98 % της παραγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων της Ένωσης.

199    Όσον αφορά όμως τους μικροοικονομικούς δείκτες, οι οποίοι δεν μπορούν να εκτιμηθούν παρά μόνο κατόπιν υποβολής των στοιχείων από τις επιμέρους επιχειρήσεις, διαπιστώνεται ότι ο εν λόγω Φινλανδός παραγωγός δεν απάντησε εντός της προθεσμίας που οριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

200    Συνεπώς, το γεγονός ότι ο Φινλανδός παραγωγός δεν απάντησε δεν μπορεί να αποτελέσει παράλειψη στο πλαίσιο συγκεκριμένης εξετάσεως βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων της εκτιμήσεως της ζημίας.

201    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

202    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα δεν ανταποκρίθηκαν στις σχετικές με την αιτιολογία απαιτήσεις υπό το πρίσμα του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

203    Το Συμβούλιο εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία περί ελλείψεως αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού.

204    Υπό το φως της εξετάσεως που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους, διαπιστώνεται ότι δεν παραβιάσθηκαν ούτε οι διατάξεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

205    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

206    Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά τους όρους διεξαγωγής της αξιολογήσεως των μικροοικονομικών δεικτών ζημίας βάσει των τεσσάρων αντιπροσωπευτικών παραγωγών της Ένωσης

207    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο οριοθέτησε τη βιομηχανία της Ένωσης ως αποτελούμενη από τα δεκατέσσερα μέλη του Cepifine ενώ η ανάλυση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της έρευνάς της, περιορίστηκε στην εκτίμηση της καταστάσεως των τεσσάρων αντιπροσωπευτικών παραγωγών σε ό,τι αφορά ορισμένους δείκτες ζημίας.

208    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ορισμένοι δείκτες ζημίας, συγκεκριμένα οι μικροοικονομικοί δείκτες, αφορούν περιορισμένο αριθμό παραγωγών, δηλαδή τους τέσσερις καταγγέλλοντες και τον συγκεκριμένο Φινλανδό παραγωγό, οι οποίοι είναι οι μόνοι που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο.

209    Κατά τις προσφεύγουσες, η ως άνω μεθοδολογία προκάλεσε διαστρεβλωμένη εικόνα της ζημίας καθόσον αυτή δεν αντιστοιχεί ούτε στην κατάσταση μιας υποομάδας παραγωγών, ούτε στην κατάσταση των δεκατεσσάρων μελών του Cepifine. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορεί να πραγματοποιεί εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης με κριτήριο κάποιους δείκτες, αφενός, και να περιορίζεται σε εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη μόνο ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των παραγωγών με κριτήριο άλλους δείκτες, αφετέρου.

210    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή για την κατάταξη των δεικτών ζημίας στην κατηγορία των μακροοικονομικών και στην κατηγορία των μικροοικονομικών δεικτών στερούνται λογικής. Υποστηρίζουν εξάλλου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν παρέχει συναφώς καμία αιτιολογία ή διευκρίνιση.

211    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η βιομηχανία της Ένωσης οριοθετήθηκε ως το σύνολο των παραγωγών της Ένωσης το οποίο αντιπροσωπεύει τη συνολική παραγωγή της Ένωσης και στο οποίο περιλαμβάνονται τα δεκατέσσερα μέλη του Cepifine.

212    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού δεν απαγορεύει να αναλύονται διαφορετικοί δείκτες ζημίας ως προς διαφορετικές υποομάδες παραγωγών της Ένωσης.

213    Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η ανάλυση πληροί τα κριτήρια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, τόσο ως προς τους μικροοικονομικούς όσο και ως προς τους μακροοικονομικούς δείκτες ζημίας.

214    Το Συμβούλιο κρίνει ότι η διάκριση μεταξύ των μακροοικονομικών και μικροοικονομικών κριτηρίων ζημίας είναι εύλογη και θεμελιώνεται σε πρακτικούς λόγους και ιδίως στη διαθεσιμότητα των δεδομένων.

215    Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε την καταλληλότητα των οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που χρησιμοποιήθηκαν από τα θεσμικά όργανα κατά την εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης ούτε την ανάλυση των εν λόγω παραγόντων και δεικτών από την Επιτροπή, όπως αυτή προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

216    Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την κατάταξη των δεικτών και τη μεθοδολογία την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

217    Το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία κοινοτική βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας· σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι [μια] βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις· το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας· παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.»

218    Όσον αφορά τους μακροοικονομικούς παράγοντες, στην αιτιολογική σκέψη 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού τονίζεται ότι «αποτελεί πρακτική της Επιτροπής να αξιολογεί μακροοικονομικούς παράγοντες για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης στο σύνολό του […], [εφόσον] ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ορίστηκε σε επίπεδο παραγωγών της Ένωσης που αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενωσιακής παραγωγής […], ανεξάρτητα από το αν οι παραγωγοί […] συνεργάστηκαν στην έρευνα».

219    Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 89 του προσωρινού κανονισμού τονίζεται ότι «[τ]α μακροοικονομικά στοιχεία (παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, όγκος πωλήσεων, μερίδιο αγοράς, ανάπτυξη και μέγεθος των περιθωρίων ντάμπινγκ) εκτιμήθηκαν στο επίπεδο ολόκληρης της ενωσιακής παραγωγής, με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλε ο Cepifine».

220    Όσον αφορά τους μικροοικονομικούς παράγοντες, στην αιτιολογική σκέψη 91 του προσβαλλόμενου κανονισμού τονίζεται ότι «οι μικροοικονομικοί παράγοντες αναλύονται στο επίπεδο των αντιπροσωπευτικών παραγωγών της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν υποστήριξαν την καταγγελία ή όχι».

221    Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 90 του προσωρινού κανονισμού τονίζεται ότι «[η] ανάλυση των μικροοικονομικών στοιχείων πραγματοποιήθηκε στο επίπεδο των παραγωγών της Ένωσης (μέσες τιμές μονάδας, απασχόληση, μισθοί, παραγωγικότητα, αποθέματα, αποδοτικότητα, ταμειακή ροή, επενδύσεις, απόδοση των επενδύσεων, ικανότητα άντλησης κεφαλαίων) με βάση τις πληροφορίες τους, επαληθευμένες δεόντως».

222    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο των υποθέσεων αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την οικειοθελή συνεργασία των μερών όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών εντός των τασσομένων προθεσμιών (βλ. σκέψη 193 ανωτέρω).

223    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση των διαφόρων κριτηρίων λαμβάνοντας υπόψη τη βιομηχανία της Ένωσης όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες και τις επιμέρους επιχειρήσεις όσον αφορά τους μικροοικονομικούς δείκτες.

224    Ειδικότερα, οι μακροοικονομικοί δείκτες εκτιμήθηκαν βάσει των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τον Cepifine, ο οποίος καλύπτει το 98 % της παραγωγής των παραγωγών της Ένωσης.

225    Εξάλλου, οι μικροοικονομικοί δείκτες, οι οποίοι προϋπέθεταν τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών τις οποίες γνωστοποιούσαν οι επιμέρους επιχειρήσεις, αξιολογήθηκαν βάσει των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τους τέσσερις αντιπροσωπευτικούς καταγγέλλοντες παραγωγούς, κατ’ αποκλεισμό του συγκεκριμένου Φινλανδού παραγωγού ο οποίος δεν αναγγέλθηκε εντός της προθεσμίας που είχε ορισθεί.

226    Στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει στα όργανα αυτά υποχρέωση για ορισμένη κατάταξη των μακροοικονομικών και μικροοικονομικών κριτηρίων ή απαγόρευση συστάσεως υποομάδων παραγωγών, εφόσον η Επιτροπή προβαίνει σε αντικειμενική εξέταση στηριζόμενη σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν και αυτά αντικειμενικό χαρακτήρα, όπως η πραγματοποιηθείσα εν προκειμένω.

227    Έτσι, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν, προς στήριξη της αιτιάσεώς τους, κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η κατάταξη των δεικτών ζημίας και η μεθοδολογία της Επιτροπής δεν επέτρεψαν την πραγματοποίηση συγκεκριμένης εξετάσεως βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων.

228    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

229    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε προχωρήσει σε δειγματοληψία.

230    Από την αιτιολογική σκέψη [27] του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι «[έ]χει σημασία να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψιών σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό συναλλασσομένων ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη ολοκλήρωση των ερευνών».

231    Όπως επισημαίνει όμως το Συμβούλιο, η Επιτροπή δεν υποχρεούτο στην υπό κρίση υπόθεση να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της δειγματοληψίας (βλ. σκέψη 190 ανωτέρω).

232    Ειδικότερα, δυνάμει του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, όπως αυτό αναγνωρίζεται από τη νομολογία, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως από τη στιγμή που στην έρευνα συνεισέφεραν μόνο τέσσερις αντιπροσωπευτικοί παραγωγοί.

233    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

234    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται να προβάλουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει έλλειψη αιτιολογίας χωρίς όμως να προσκομίζουν οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

235    Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

236    Επομένως, το δεύτερο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

237    Συνακόλουθα, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

1.     Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

238    Πρώτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι «[οι ίδιες] δεν έλαβαν γνώση της μεθοδολογίας την οποία είχε ακολουθήσει η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει σε στοχευόμενο περιθώριο κέρδους 8 % παρά σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας».

239    Από την αιτιολογική σκέψη 156 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι «[έ]νας όμιλος Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων ζήτησε περισσότερα στοιχεία για τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του κέρδους-στόχου 8 %, που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της μη ζημιογόνου τιμής [αναφερόμενος] στην καταγγελία, στην οποία το προτεινόμενο κέρδος-στόχος είναι χαμηλότερο».

240    Έστω και αν τούτο εκληφθεί ως επιχείρημα, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι αυτή η υποτιθέμενη καθυστέρηση προκάλεσε σε αυτές ζημία όσον αφορά τη δυνατότητά τους να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς τις απόψεις τους και έθιξε τα δικαιώματά τους άμυνας.

241    Συνεπώς, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες προτίθενται, κατ’ ουσίαν, να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

242    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού από τη στιγμή που καθόρισε κέρδος-στόχο 8 %.

243    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, «εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας».

244    Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «[τ]ο ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής».

245    Από την ανάγνωση των εν λόγω άρθρων προκύπτει ότι το περιθώριο κέρδους που πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο για τον υπολογισμό της τιμής στόχου που είναι ικανή να εξαλείψει την εν λόγω ζημία πρέπει να περιορίζεται στο περιθώριο κέρδους που η βιομηχανία της Ένωσης θα μπορούσε λογικώς να αναμένει υπό συνήθεις όρους ανταγωνισμού, αν δεν υπήρχαν οι αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγές. Θα αντέβαινε προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού το να παρασχεθεί στη βιομηχανία της Ένωσης περιθώριο κέρδους το οποίο η ίδια δεν θα μπορούσε να αναμένει σε περίπτωση που δεν υπήρχε ντάμπινγκ (απόφαση EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 184 ανωτέρω, σκέψη 60).

246    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το κέρδος-στόχος υπολογίσθηκε με βάση τα όσα κρίθηκαν ως επαρκής απόδοση του (επενδεδυμένου) κεφαλαίου για τη βιομηχανία χαρτοποιίας της Ένωσης και όχι με βάση το περιθώριο που όντως θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχαν εισαγωγές που να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεδομένου ότι το τελευταίο θα περιοριζόταν στο περιθώριο κέρδους το οποίο η βιομηχανία της Ένωσης θα μπορούσε λογικώς να αναμένει υπό συνήθεις όρους ανταγωνισμού.

247    Επίμαχο δεν είναι το ζήτημα αν στοχευόμενο περιθώριο κέρδους της τάξεως του 8 % αρκεί ώστε να καλύψει τις επενδύσεις και τους συναφείς κινδύνους, αλλά το αν ένα τέτοιο περιθώριο κέρδους μπορεί να επιτευχθεί ελλείψει των αποτελουσών αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγών. Το ως άνω επιχείρημα πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους.

248    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της επαρκούς αποδόσεως του κεφαλαίου ενός επιμέρους βιομηχανικού κλάδου και των κερδών που μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό κανονικές και όχι αλλοιωμένες συνθήκες αγοράς, καθόσον οι βιομηχανικοί τομείς εντάσεως κεφαλαίου, που απαιτούν αυξημένες αρχικές επενδύσεις, δεν επενδύουν παρά μόνον όταν μπορούν να αναμένουν επαρκή απόδοση.

249    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, σε ό,τι αφορά την εκτίμηση μιας σύνθετης οικονομικής καταστάσεως, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του κατάλληλου περιθωρίου κέρδους. Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει μόνον αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, αν συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 184 ανωτέρω, σκέψη 57, και Ferchimex κατά Συμβουλίου, σκέψη 183 ανωτέρω, σκέψη 67).

250    Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους.

251    Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες φέρουν το βάρος να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία που επιτρέπουν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την έννοια της νομολογίας (βλ. σκέψη 185 ανωτέρω).

252    Από την αιτιολογική σκέψη 158 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτουν τα ακόλουθα:

«Πρέπει να διασαφηνιστεί ότι το κέρδος-στόχος που προτάθηκε στην καταγγελία εξετάστηκε με βάση τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και τις επισκέψεις επαλήθευσης που πραγματοποιήθηκαν στους αντιπροσωπευτικούς παραγωγούς της Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, εξετάστηκε το κόστος της επένδυσης σε μηχανήματα. Το κέρδος‑στόχος που καθορίστηκε σε αυτή τη βάση κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει τις απαιτούμενες υψηλές αρχικές επενδύσεις και τον εγγενή κίνδυνο αυτού του κλάδου έντασης [κεφαλαίου], ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και/ή επιδοτήσεων. Επομένως, το κέρδος-στόχος 8 % θεωρείται το επίπεδο που θα μπορούσε να επιτύχει ο κλάδος παραγωγής ελλείψει των εισαγωγών με πρακτική ντάμπινγκ. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (86), για να εξασφαλιστεί ότι οι υπολογισμοί σχετικά με το ντάμπινγκ και τις χαμηλότερες τιμές ακολουθούν μια συνεπή προσέγγιση και για τους λόγους που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις (68) έως (71), ο υπολογισμός του ορίου εξάλειψης της ζημίας αναθεωρήθηκε ώστε να εξαιρεθούν οι εξαγωγικές πωλήσεις μιας εταιρείας του ομίλου των συνεργαζόμενων Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων.»

253    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες προβάλλουν αντιρρήσεις μόνον κατά του ότι η Επιτροπή ενσωμάτωσε στον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους παραμέτρους οι οποίες αφορούσαν την κάλυψη των επενδύσεων και των σχετικών κινδύνων.

254    Επισημαίνεται ότι τα θεσμικά όργανα, όταν χρησιμοποιούν το περιθώριο εκτιμήσεως που τους παρέχει ο βασικός κανονισμός, δεν είναι υποχρεωμένα να εξηγούν λεπτομερώς και εκ των προτέρων τα κριτήρια τα οποία σκοπεύουν να εφαρμόσουν σε κάθε κατάσταση, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εισάγουν νέες βασικές δυνατότητες επιλογής (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1998, T‑118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑32991, σκέψη 68· βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother Industries κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψεις 28 και 29, και Nakajima κατά Συμβουλίου, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 118).

255    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της διάφορα κριτήρια όπως είναι οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, το κόστος της επενδύσεως, οι σχετικοί κίνδυνοι, το γεγονός ότι η οικεία βιομηχανία έχει χαρακτήρα υψηλής εντάσεως κεφαλαίου και η εξαίρεση των εξαγωγικών πωλήσεων μιας εταιρίας υπαγόμενης σε συνεργασθέντα παραγωγό-εξαγωγέα.

256    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες «δεν υποστηρίζουν […] ότι κάποιος από τους ως άνω παράγοντες είναι εσφαλμένος ή αναξιόπιστος».

257    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι «σαφώς υπάρχει σχέση μεταξύ της επαρκούς αποδόσεως του κεφαλαίου ενός επιμέρους βιομηχανικού κλάδου και των κερδών που μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό κανονικές και όχι αλλοιωμένες συνθήκες αγοράς».

258    Υποστηρίζουν όμως ότι «σκοπός της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ δεν είναι η επαναφορά της τιμής σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο, αλλά η επαναφορά της στο επίπεδο που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί αν δεν υπήρχαν οι αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγές».

259    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στο παράρτημα A.28 του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο είναι υπόμνημα της Επιτροπής με ημερομηνία 29 Μαρτίου 2001, που περιλαμβάνει το αντικείμενο «Subject: Profitability in the absence of injurious dumping» (Θέμα: Κέρδος σε περίπτωση που δεν υπήρχε ζημιογόνος πρακτική ντάμπινγκ), στο πλαίσιο του οποίου γίνεται αναφορά στη μεθοδολογία που ακολούθησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους σε 8 %.

260    Από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή επεδίωξε την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ με σκοπό την επαναφορά της τιμής σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο.

261    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στο σημείο 356 της καταγγελίας για τις επιδοτήσεις, ο Cepifine δηλώνει ότι, αν δεν υπήρχαν οι αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγές, οι ανήκοντες σε αυτόν Ευρωπαίοι κατασκευαστές θα μπορούσαν να αναμένουν κέρδη της τάξεως του 5 %.

262    Δεν προκύπτει όμως ούτε από την ως άνω καταγγελία ότι η Επιτροπή επέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ προκειμένου να επαναφέρει μια τιμή σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο.

263    Στο πλαίσιο της εξουσίας τους εκτιμήσεως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έκριναν ότι αν δεν υπήρχαν οι αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγές μπορούσε να επιτευχθεί το περιθώριο κέρδους 8 %.

264    Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή κατέστησε σαφές ότι το κέρδος‑στόχος 8 % κρίθηκε ως το επίπεδο το οποίο θα μπορούσε να επιτύχει η βιομηχανία αν δεν υπήρχαν εισαγωγές που να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (βλ. σκέψη 252 ανωτέρω).

265    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες αρκούνται να παραπέμψουν στα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως και δεν προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει οποιαδήποτε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που να συνίσταται στο ότι επέβαλαν δασμούς αντιντάμπινγκ με μοναδικό σκοπό την επαναφορά μιας τιμής σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο.

266    Συνεπώς, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

267    Τρίτον, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το 2005, δηλαδή πριν την περίοδο έρευνας, το μέσο περιθώριο κέρδους των καταγγελλόντων ανερχόταν στο 2 %, ενώ το 2009, δηλαδή κατά την περίοδο έρευνας, το περιθώριο υπολογισμού του κέρδους-στόχου ανερχόταν στο 2,88 %.

268    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν στηρίχθηκαν στα κέρδη τα οποία πραγματοποίησε η βιομηχανία της Ένωσης κατά την υπό εξέταση περίοδο, διότι ο εν λόγω τομέας παρουσίαζε έκτακτες ζημίες εξαιτίας διαρθρωτικών προβλημάτων. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τις ως άνω εκτιμήσεις.

269    Στην αιτιολογική σκέψη 116 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρονται τα εξής:

«Οι αντιπροσωπευτικοί παραγωγοί της Ένωσης υπέστησαν απώλειες κατά την περίοδο από το 2006 έως το 2008 και η οικονομική κατάσταση έγινε και πάλι θετική μόλις το 2009, όταν η παγκόσμια τιμή πολτού, που είναι η κύρια πρώτη ύλη, μειώθηκε, κατ’ εξαίρεση, σημαντικά λόγω της οικονομικής ύφεσης. Η πτώση της τιμής του πολτού (-19 %) θεωρήθηκε ασυνήθιστα μεγάλη καθώς και ότι είχε άμεση συμβολή στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην ΠΕ [περίοδο έρευνας]. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι από την ΠΕ και μετά οι τιμές του πολτού επανήλθαν στα επίπεδα προ της ΠΕ.»

270    Στην αιτιολογική σκέψη 128 του προσωρινού κανονισμού αναφέρονται τα εξής:

«Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη απώλειες κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ιδίως το 2008, παρά την αναδιάρθρωση των παραγωγών, επειδή […] ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν ήταν ακόμη σε θέση να αυξήσει τις τιμές του σε επίπεδα άνω του κόστους. Αυτή η κατάσταση προκλήθηκε κυρίως από την πίεση που άσκησαν στις τιμές οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.»

271    Από την αιτιολογική σκέψη 117 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι «συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι η αύξηση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε χαμηλές τιμές από τη[ν] [Κίνα] είχε σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής».

272    Δεδομένων των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέσο ύψος του περιθωρίου κέρδους των καταγγελλόντων το 2005, το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν αρκεί αφεαυτού ώστε να αποδείξει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του περιθωρίου κέρδους που θα υφίστατο πριν την περίοδο έρευνας αν δεν υπήρχαν οι αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 184 ανωτέρω, σκέψη 89).

273    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

274    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

275    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι αφενός το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας το οποίο χρησιμοποιείται από τα μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και αφετέρου τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε πιεστήρια ρολού δεν είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους.

276    Επισημαίνεται ακόμη ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι τα ρολά που χρησιμοποιούνται από τα πιεστήρια ρολού δεν είναι εναλλάξιμα με τα ρολά τα κατάλληλα για χρήση σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα.

277    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε ότι τα ρολά για πιεστήρια ρολού μπορούν να χρησιμοποιούνται στα μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και τα οποία έχουν την τεχνολογία CutStar.

278    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος κατά το μέτρο που τα θεσμικά όργανα εξαίρεσαν τα ρολά για πιεστήρια ρολού και έκριναν ότι τα ρολά αυτά δεν ήταν εναλλάξιμα με τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (cutter rolls).

279    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα ρολά για πιεστήρια ρολού πρέπει να εξαιρεθούν από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, διότι τα διαφορετικά είδη χαρτιού έχουν διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά.

280    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα διαφορετικά είδη χαρτιού δεν είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους και ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όρισαν το υπό εξέταση προϊόν ως το χαρτί που χρησιμοποιείται σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για φύλλα χαρτιού ή για ρολά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τα μηχανήματα CutStar.

281    Έτσι, προς διαπίστωση της εναλλαξιμότητας μεταξύ των προϊόντων, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον αφενός τα ρολά για πιεστήρια ρολού μπορούν να χρησιμοποιούνται στα μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και τα οποία έχουν την τεχνολογία CutStar και αφετέρου τα ρολά τα κατάλληλα για χρήση σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα μπορούν να χρησιμοποιούνται σε πιεστήρια ρολού.

282    Από την αιτιολογική σκέψη 16 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι δεν υπήρχαν «ουσιαστικές διαφορές όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά ανάμεσα σε ΕΧΥΠ [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] σε φύλλα και σε ρολά κατάλληλα για χρήση σε εκτυπωτικά μηχανήματα που τροφοδοτούνται με φύλλα […] και ρολά κατάλληλα για χρήση σε πιεστήρια».

283    Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι προσκόμισαν συνημμένως στο δικόγραφο της προσφυγής «πειστικά αποδεικτικά στοιχεία εκ των οποίων προκύπτει ότι τα εξοπλισμένα με το σύστημα CutStar πιεστήρια μπορούν να χρησιμοποιούν και τα δύο είδη ρολών».

284    Η αιτιολογική σκέψη 15 του προσωρινού κανονισμού έχει ως εξής:

«Το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] είναι χαρτί και χαρτόνι υψηλής ποιότητας που χρησιμοποιούνται γενικά για την εκτύπωση αναγνωστικού υλικού όπως περιοδικά, κατάλογοι, ετήσιες εκθέσεις, επετηρίδες. Το υπό εξέταση προϊόν περιλαμβάνει φύλλα και ρολά κατάλληλα για χρήση σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα (cut star). Τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (cutter rolls) σχεδιάζονται για να κοπούν σε κομμάτια πριν από την εκτύπωση και, συνεπώς, θεωρείται ότι μπορούν να υποκατασταθούν και είναι άμεσα ανταγωνιστικά με τα φύλλα.»

285    Στην αιτιολογική σκέψη 16 του προσωρινού κανονισμού αναφέρεται ότι τα ρολά για πιεστήρια ρολού, τα οποία εξαιρούνται από το υπό εξέταση προϊόν, «τροφοδοτούν συνήθως άμεσα τα μηχανήματα εκτύπωσης και δεν κόβονται από πριν».

286    Διαπιστώνεται όμως ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται να υποστηρίξουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος χωρίς πάντως να προσκομίζουν στοιχεία προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους.

287    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας σε ρολά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιεστήρια ρολού, είτε βάσει των φυσικών ή των τεχνικών χαρακτηριστικών, όπως η αντίσταση στην απόσπαση, είτε βάσει της εναλλαξιμότητας από οικονομικής απόψεως.

288    Κατά πάγια νομολογία, ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ αποσκοπεί στο να διευκολυνθεί η κατάρτιση του καταλόγου των προϊόντων στα οποία πιθανώς θα επιβληθούν δασμοί αντιντάμπινγκ. Για τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να λάβουν υπόψη πολλές παραμέτρους, όπως είναι μεταξύ άλλων τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, η χρήση τους, η εναλλαξιμότητά τους, η αντίληψη που σχηματίζει γι’ αυτά ο καταναλωτής, οι δίαυλοι διανομής, η διαδικασία κατασκευής, το κόστος παραγωγής και η ποιότητα [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑314/06, Whirlpool Europe κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II‑5005, σκέψη 138· της 17ης Δεκεμβρίου 2010, T‑369/08, EWRIA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑6283, σκέψη 82, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, T‑172/09, Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, σκέψη 59].

289    Η αιτιολογική σκέψη 18 του προσωρινού κανονισμού έχει ως εξής:

«[Η] έρευνα επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν πράγματι [διαφορετικά] τεχνικά και φυσικά χαρακτηριστικά όπως η υγρασία και η σκληρότητα μεταξύ του χαρτιού που χρησιμοποιείται σε πιεστήρια ρολού και εκείνου που χρησιμοποιείται σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα. Η έρευνα επιβεβαίωσε περαιτέρω ότι τα τεχνικά χαρακτηριστικά που παρατίθενται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 16 είναι μοναδικά για τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε πιεστήρια ρολού. Λόγω αυτών των διαφορών το χαρτί που χρησιμοποιείται σε πιεστήρια ρολού ή εκείνο που χρησιμοποιείται σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον ίδιο τύπο μηχανήματος εκτύπωσης και δεν είναι συνεπώς εναλλάξιμα μεταξύ τους. Σημειώνεται ότι όλα τα μέρη συμφώνησαν ότι τα δύο είδη χαρτιού διακρίνονται μεταξύ τους όσον αφορά την επιφανειακή αντοχή και την αντοχή εφελκυσμού.»

290    Κατά την δε αιτιολογική σκέψη 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού «τα κριτήρια που ορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις (16) και (18) του προσωρινού κανονισμού […] δεν αμφισβητήθηκαν».

291    Εξάλλου επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 42 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις σχετικά με τον καθορισμό του ομοειδούς προϊόντος.

292    Συνεπώς, δεν υπήρξε παράβαση των διατάξεων του βασικού κανονισμού σχετικά με τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, οπότε η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

293    Όσον αφορά τον ορισμό της βιομηχανίας της Ένωσης και την ενεργητική νομιμοποίηση στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο εσφαλμένος ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό της βιομηχανίας της Ένωσης η οποία παράγει το ομοειδές προϊόν και για να εκτιμηθεί η ζημία την οποία υπέστη η βιομηχανία αυτή.

294    Στην αιτιολογική σκέψη 83 του προσβαλλόμενου κανονισμού τονίζεται ότι «[ε]λλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με την παραγωγή της Ένωσης, επιβεβαιώ[θηκαν] οι αιτιολογικές σκέψεις (77) έως (79) του προσωρινού κανονισμού».

295    Η αιτιολογική σκέψη 79 του προσωρινού κανονισμού έχει ως εξής:

«Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 17 […], ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] που είναι κατάλληλο για εκτύπωση με πιεστήρια ρολού θα πρέπει να είχε περιληφθεί στο φάσμα προϊόντων της παρούσας έρευνας. Επομένως, το μέρος ισχυρίστηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν έχει [ενεργητική νομιμοποίηση] στην παρούσα διαδικασία. Ωστόσο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 20 [και] 22 […], δηλαδή ότι το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] που είναι κατάλληλο για εκτύπωση με πιεστήρια ρολού και το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] για μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα είναι δύο διαφορετικά προϊόντα, αυτός ο ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί.»

296    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, εξέταση του λόγου αυτού ακυρώσεως θα χωρούσε μόνο σε περίπτωση που ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος ήταν εσφαλμένος.

297    Από τα ανωτέρω όμως προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

298    Δεν συντρέχει επομένως το προαπαιτούμενο της υπό κρίση αιτιάσεως.

299    Διαπιστώνεται εξάλλου ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται να υποστηρίξουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέβησαν το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 3 και το άρθρο 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, χωρίς όμως να προσκομίζουν στοιχεία προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους.

300    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

301    Σε ό,τι αφορά την παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους σχετικά με την αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού εφόσον η σιγή των εν λόγω θεσμικών οργάνων όσον αφορά την εναλλαξιμότητα των δύο επίμαχων προϊόντων, όταν χρησιμοποιούνται σε μηχανήματα τα οποία διαθέτουν εξοπλισμό του τύπου CutStar, δεν επέτρεψε στις προσφεύγουσες να υπερασπισθούν λυσιτελώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη θέση τους ότι το σύστημα CutStar καθιστά τα ρολά για πιεστήρια ρολού και τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (cutter rolls) εναλλάξιμα μεταξύ τους και να αμφισβητήσουν μια σημαντική απόφαση η οποία είχε βαρύνουσες συνέπειες για την ενεργητική νομιμοποίηση και την εκτίμηση της ζημίας καθώς και για το αποτέλεσμα της έρευνας.

302    Υπενθυμίζεται ότι η αιτιολόγηση την οποία επιτάσσει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και από αυτήν πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, έτσι ώστε να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑8947, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

303    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 302 ανωτέρω, σκέψη 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

304    Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο ατομικών αποφάσεων, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των ατομικών αποφάσεων έχει ως σκοπό να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση πάσχει ενδεχομένως ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (βλ. απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 302 ανωτέρω, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

305    Πρέπει να κριθεί ότι η αιτίαση που αντλείται από το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι αναιτιολόγητος ή ανεπαρκώς αιτιολογημένος λόγω ενδεχόμενης σιγής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ως προς το ζήτημα της εναλλαξιμότητας των επίμαχων προϊόντων δεν είναι βάσιμη.

306     Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν την παράμετρο που συνίστατο στο ότι το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας σε φύλλα ή σε ρολά για μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και τα ρολά για πιεστήρια ρολού αποτελούσαν διαφορετικές ομάδες και δεν ήταν εναλλάξιμα μεταξύ τους (αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού), τόσο από απόψεως των φυσικών και τεχνικών χαρακτηριστικών, δεδομένου ότι η αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού επιβεβαιώνει την αιτιολογική σκέψη 18 του προσωρινού κανονισμού η οποία παραπέμπει με τη σειρά της στην αιτιολογική σκέψη 16 του προσωρινού κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά την αντίσταση στην απόσπαση και τη σκληρότητα ως κατάλληλα κριτήρια διακρίσεως (αιτιολογικές σκέψεις 16 και 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού), όσο και από οικονομικής απόψεως, δεδομένου ότι η αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού επιβεβαιώνει την αιτιολογική σκέψη 20 του προσωρινού κανονισμού.

307    Έτσι, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν παρέβησαν το άρθρο 296 ΣΛΕΕ στο μέτρο που οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να εντοπίσουν σαφώς τα στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη στον προσβαλλόμενο κανονισμό προκειμένου να συναχθεί η μη εναλλαξιμότητα των ρολών των κατάλληλων για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (cutter rolls) με τα ρολά για πιεστήρια ρολού.

308    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

309    Ως εκ τούτου, από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 7, του βασικού κανονισμού

310    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δυνάμει της αρχής του μη καταλογισμού, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει έλλειψη αιτιολογίας εφόσον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν παρέσχαν κατάλληλες διευκρινίσεις ούτε επαρκή αιτιολογία περί του ότι η μη ζημιογόνος τιμή δεν υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο για την εξάλειψη της ζημίας η οποία προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

311    Επισημαίνεται όμως ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αιτιολόγησαν με σαφήνεια το αποτέλεσμα του ελέγχου περί του μη καταλογισμού δεδομένου ότι προέβησαν σε εκτίμηση της επιρροής την οποία ασκούν άλλοι παράγοντες επί της ζημίας, όπως η εξέλιξη της κατανάλωσης στην αγορά της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 137 και 138 του προσβαλλόμενου κανονισμού και 118 και 119 του προσωρινού κανονισμού), η τιμή των πρώτων υλών (αιτιολογική σκέψη 139 του προσβαλλόμενου κανονισμού και αιτιολογικές σκέψεις 120 έως 122 του προσωρινού κανονισμού), οι εξαγωγικές επιδόσεις της βιομηχανίας της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 140 έως 142 του προσβαλλόμενου κανονισμού και 123 και 124 του προσωρινού κανονισμού), οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες (αιτιολογική σκέψη 143 του προσβαλλόμενου κανονισμού και αιτιολογικές σκέψεις 125 έως 127 του προσωρινού κανονισμού) καθώς και η διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα (αιτιολογικές σκέψεις 144 και 145 του προσβαλλόμενου κανονισμού και αιτιολογική σκέψη 128 του προσωρινού κανονισμού).

312    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέσχαν σαφή αιτιολογία ως προς το ότι δεν ήταν δυνατό να καταλογισθεί στους άλλους παράγοντες η ζημία η οποία προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι, κατά συνέπεια, η μη ζημιογόνος τιμή είχε καθοριστεί έτσι ώστε να μην υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε από τις ως άνω εισαγωγές.

313    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν βεβαιώθηκαν ότι η ζημία η οποία προκλήθηκε από άλλους παράγοντες πλην του ντάμπινγκ δεν είχε συνεκτιμηθεί κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τους, ενώ τα εν λόγω θεσμικά όργανα φέρουν το βάρος να αποδείξουν ότι προέβησαν σε ανάλυση περί μη καταλογισμού.

314    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες απλώς επισημαίνουν ότι οι επιβληθέντες δασμοί ανέρχονται στο 20 % και ότι η μη ζημιογόνος τιμή επί τη βάσει της οποίας υπολογίσθηκε ο συντελεστής αυτός προέκυψε από την πρόσθεση στο κόστος παραγωγής περιθωρίου κέρδους 8 %.

315    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν επί της αρχής την επιλεγείσα από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προσέγγιση όσον αφορά το κέρδος-στόχο ούτε προβάλλουν αντιρρήσεις κατά του καθορισμού του κέρδους-στόχου στο ύψος το οποίο η βιομηχανία της Ένωσης θα μπορούσε να επιτύχει αν δεν υπήρχαν εισαγωγές που να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

316    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την αξιοπιστία των ως άνω στοιχείων.

317    Επισημαίνεται κατά συνέπεια ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν αντιρρήσεις κατά του ύψους των επιβληθέντων δασμών εφόσον αρκούνται να υπενθυμίσουν τον υπολογισμό του περιθωρίου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 165 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

318    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, τη σημασία των λοιπών γνωστών παραγόντων που θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης και διαπίστωσαν ότι κανείς εξ αυτών δεν ήταν ικανός να διακόψει τον διαπιστωθέντα αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών από την Κίνα που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 145 του προσβαλλόμενου κανονισμού και 118 έως 128 του προσωρινού κανονισμού). Έτσι, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκπλήρωσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

319    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

320    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης απέρριψαν με συνοπτικές διαδικασίες όλους τους άλλους, πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, λόγους ζημίας που τους είχαν προταθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας.

321    Συναφώς, οι προσφεύγουσες αρκούνται να υποστηρίξουν, παραδείγματος χάριν, ότι η προκληθείσα ζημία δεν μπορεί να καταλογισθεί καθ’ ολοκληρίαν στις εισαγωγές από την Κίνα εφόσον, δεδομένης της απώλειας ενός μεριδίου αγοράς 5 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν μόνο κατά 3 %, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος άλλος ανταγωνιστής κέρδισε μερίδιο αγοράς 2 % το οποίο απώλεσε η βιομηχανία της Ένωσης. Έτσι, οι προσφεύγουσες δεν είναι αποκλειστικώς υπεύθυνες για την απώλεια του μεριδίου αγοράς και τη συνακόλουθη ζημία.

322    Στο μέτρο που πρόκειται για επιχείρημα των προσφευγουσών, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν αν η ζημία την οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε εισαγωγές που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ και να αποκλείουν κάθε ζημία που προκύπτει από άλλους παράγοντες (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1992, C‑358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3813, σκέψη 16, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2011, T‑190/08, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. II‑7359, σκέψη 188).

323    Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, για να διαπιστωθεί αν άλλοι παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ συνέτειναν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, απαιτείται η εξέταση πολύπλοκων οικονομικών θεμάτων, για την οποία τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οπότε ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ασκήσει παρά περιορισμένο έλεγχο επί της εκτιμήσεως αυτής (απόφαση CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, σκέψη 322 ανωτέρω, σκέψη 189).

324    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες φέρουν το βάρος να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αποτίμηση της ζημίας [βλ. αποφάσεις Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 119, και Moser Baer India κατά Συμβουλίου, σκέψη 185 ανωτέρω, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 182 ανωτέρω, σκέψη 137].

325    Από την ως άνω νομολογία πρέπει να συναχθεί ότι στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ζημίας λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι που αφορούν τον καθορισμό της εν λόγω ζημίας, περιλαμβανομένου του αιτιώδους συνδέσμου.

326    Οι προσφεύγουσες όμως περιορίζονται σε απλές αναφορές, και μάλιστα εν είδει παραδείγματος.

327    Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του επιχείρηματός τους από τα οποία να προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του αιτιώδους συνδέσμου.

328    Επαλλήλως, όπως τονίζει το Συμβούλιο, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα συμπεράσματα που αντλούνται από τις αιτιολογικές σκέψεις 125 έως 127 του προσωρινού κανονισμού κατά τα οποία οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν συνέτειναν στη σημαντική ζημία την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης.

329    Τρίτον, σε ό,τι αφορά την κάμψη των εξαγωγικών επιδόσεων της βιομηχανίας της Ένωσης, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την επισήμανση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ότι η κάμψη αυτή δεν είναι το κύριο αίτιο της ζημίας την οποία υπέστησαν οι παραγωγοί και κατά συνέπεια δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο.

330    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι εξαγωγικές επιδόσεις της βιομηχανίας της Ένωσης μετρίασαν τις επιζήμιες συνέπειες των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

331    Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού, που επιβεβαιώθηκε από την αιτιολογική σκέψη 141 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τονίζονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Επειδή οι εξαγωγές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού σε υψηλά επίπεδα προκειμένου να καλυφθούν οι υψηλές πάγιες δαπάνες των επενδύσεων σε μηχανήματα, θεωρήθηκε ότι αν και οι εξαγωγικές επιδόσεις επιδεινώθηκαν, η επίδρασή τους ήταν γενικά θετική. Επομένως, θεωρείται ότι η μείωση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων μπορεί μεν να συντέλεσε [στη συνολική] επιδείνωση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, αλλά από την άλλη μετρίασαν τις απώλειες που υπέστη η αγορά της Ένωσης και έτσι δεν άλλαξε η σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη[ν] [Κίνα] και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.»

332    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του αιτιώδους συνδέσμου.

333    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

334    Εξ αυτού συνάγεται ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

335    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο, ο Cepifine, η Sappi Europe, η Burgo Group και η Lecta, σύμφωνα με το αίτημα των τελευταίων.

336    Η Επιτροπή θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Gold East Paper (Jiangsu) Co. Ltd και η Gold Huasheng Paper (Suzhou Industrial Park) Co. Ltd φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Cepifine AISBL, η Sappi Europe SA, η Burgo Group SpA και η Lecta SA.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

1.  Το δίκαιο του ΠΟΕ

2.  Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το ιστορικό της διαφοράς

1.  Έρευνα

2.  Προσβαλλόμενος κανονισμός

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του περιεχομένου του ακυρωτικού αιτήματος

2.  Επί των λόγων που αφορούν τις αιτήσεις των προσφευγουσών περί αναγνωρίσεως του ΚΟΑ

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθόσον η απόφαση περί μη αναγνωρίσεως του ΚΟΑ στις προσφεύγουσες ελήφθη με βάση τα όσα γνώριζε η Επιτροπή σχετικά με το αποτέλεσμα που θα είχε μια τέτοια απόρριψη επί του περιθωρίου τους ντάμπινγκ

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθώς και των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τη διεξαγωγή πραγματικών διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή αντιντάμπινγκ

Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και από έλλειψη αιτιολογίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί της προβαλλόμενης ελλείψεως αιτιολογίας

Επί του τρίτου σκέλους, που αφορά το τρίτο κριτήριο υπαγωγής στο ΚΟΑ

–  Επί των δικαιωμάτων χρήσεως της γης

–  Επί των δανείων

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από άδικη και μεροληπτική διεξαγωγή της έρευνας και από επιβολή υπερβολικού βάρους αποδείξεως

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

Επί του δευτέρου σκέλους, περί παραβάσεως του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 6, του βασικού κανονισμού.

3.  Επί των λόγων που αφορούν την εκτίμηση της ζημίας

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού

Επί του πρώτου σκέλους, περί του ότι δεν εκτέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους ένας Φινλανδός παραγωγός δεν συμπεριλήφθηκε στην εκτίμηση της ζημίας

Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά τους όρους διεξαγωγής της αξιολογήσεως των μικροοικονομικών δεικτών ζημίας βάσει των τεσσάρων αντιπροσωπευτικών παραγωγών της Ένωσης

1.  Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 7, του βασικού κανονισμού

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.