Language of document : ECLI:EU:T:2012:142

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑439/10 και T‑440/10

Fulmen και Mahmoudian

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν με σκοπό να εμποδιστεί η διάδοση των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Προσφυγή ακυρώσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Εσφαλμένη εκτίμηση — Βάρος και βαθμός της αποδείξεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία — Απόφαση ή κανονισμός που αντικαθιστά την προσβαλλομένη πράξη κατά την εκκρεμοδικία — Νέο στοιχείο — Επέκταση των αρχικών αιτημάτων και ισχυρισμών

2.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν — Δέσμευση κεφαλαίων προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που μετέχουν ή στηρίζουν τη διάδοση πυρηνικών όπλων — Ελάχιστες απαιτήσεις

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Συμβουλίου 423/2007, άρθρο 15 § 3, και 961/2010, άρθρα 16 § 2, και 36 § 3· απόφαση 2010/413 του Συμβουλίου, άρθρο 24 § 3)

3.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν — Δέσμευση κεφαλαίων προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που μετέχουν ή στηρίζουν τη διάδοση πυρηνικών όπλων — Υποχρέωση κοινοποιήσεως των ατομικών και συγκεκριμένων λόγων που δικαιολογούν τις ληφθείσες αποφάσεις — Περιεχόμενο

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 423/2007, άρθρα 7 § 2, και 15 § 3, και 668/2010· απόφαση 2010/413 του Συμβουλίου, άρθρο 24 § 3)

4.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Δικαστικός έλεγχος

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 423/2007, άρθρο 15 § 3, και 961/2010, άρθρο 36 §§ 3 και 4· απόφαση 2010/413 του Συμβουλίου, άρθρο 24 §§ 3 και 4)

5.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν — Δέσμευση κεφαλαίων προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που μετέχουν ή στηρίζουν τη διάδοση πυρηνικών όπλων — Υποχρέωση κοινοποιήσεως επιβαρυντικών στοιχείων — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 668/2010 του Συμβουλίου· απόφαση 2010/413 του Συμβουλίου)

6.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας —Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν — Δέσμευση κεφαλαίων προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που μετέχουν ή στηρίζουν τη διάδοση πυρηνικών όπλων — Υποχρέωση κοινοποιήσεως των λόγων λήψεως περιοριστικών μέτρων — Περιεχόμενο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 668/2010 του Συμβουλίου· απόφαση 2010/413 του Συμβουλίου)

7.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν — Απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων — Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 668/2010 του Συμβουλίου· απόφαση 2010/413 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

8.      Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Μερική ακύρωση κανονισμού και αποφάσεως περί της λήψεως περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν — Λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της ακυρώσεως του κανονισμού από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή της απορρίψεως της αναιρέσεως — Εφαρμογή της προθεσμίας αυτής κατά την ημερομηνία παραγωγής αποτελεσμάτων της ακυρώσεως της αποφάσεως

(Άρθρα 264, εδ. 2, ΣΛΕΕ και 280 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 56, εδ. 1, και 60, εδ. 2· κανονισμός 961/2010 του Συμβουλίου· απόφαση 2010/413 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644)

1.      Όταν μια απόφαση ή ένας κανονισμός που αφορά άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη αντικαθίσταται, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, από πράξη με το ίδιο αντικείμενο, η πράξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της δίκης να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού κοινοτικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του κοινοτικού δικαστή ασκηθείσα προσφυγή κατά αποφάσεως, να προσαρμόζει την προσβαλλομένη απόφαση ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται κατά τη δίκη αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να εκτείνει τα αρχικά του αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως στη μεταγενέστερη απόφαση ή να αναπτύξει συμπληρωματικά αιτήματα και λόγους κατά της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψη 37)

2.      Εκτός εάν επιτακτικοί λόγοι αφορώντες την ασφάλεια της Ένωσης ή των κρατών μελών της ή τον χειρισμό των διεθνών σχέσεών τους αντίκεινται στην κοινοποίηση ορισμένων στοιχείων, το Συμβούλιο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, και του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007, να γνωστοποιεί στην οντότητα την οποία αφορά μέτρο εκδιδόμενο, αναλόγως της περιπτώσεως, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007 ή του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η σχετική ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στον ενδιαφερόμενο. Επομένως, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση της αποφάσεώς του και τις σκέψεις που το οδήγησαν να λάβει την απόφαση αυτή.

Περαιτέρω, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου στο οποίο αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου.

(βλ. σκέψεις 49-50)

3.      Το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007, επιβάλλει στο Συμβούλιο να προσδιορίζει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τις αποφάσεις που λαμβάνει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού και να τους γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς. Ανάλογη διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν.

Μολονότι, κατ’ αρχήν, το Συμβούλιο υποχρεούνταν να πληροί την υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007 με ατομική κοινοποίηση, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει άλλη υποχρέωση πλην της υποχρεώσεως «να γνωστοποιεί» στον ενδιαφερόμενο τους λόγους εγγραφής του στους επίδικους καταλόγους. Αναλόγως, το άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 απλώς προβλέπει ότι το Συμβούλιο «κοινοποιεί την απόφασή του». Υπό τις περιστάσεις αυτές, έχει σημασία η πρακτική αποτελεσματικότητα των εν λόγω διατάξεων.

Περί αυτού πρόκειται όταν, παρά την παράλειψη ατομικής κοινοποιήσεως, ο αποδέκτης είχε τη δυνατότητα να κοινοποιήσει στο Συμβούλιο τις παρατηρήσεις του επί της λήψεως των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του, εντός της συναφώς ταχθείσας προθεσμίας και να ασκήσει επίσης, εμπροθέσμως, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων.

(βλ. σκέψεις 64-66, 68)

4.      Το άρθρο 24, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2010/413, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, και το άρθρο 36, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 961/2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007, προβλέπουν διατάξεις διασφαλίζουσες τα δικαιώματα άμυνας των οντοτήτων τις οποίες αφορούν περιοριστικά μέτρα λαμβανόμενα δυνάμει των νομοθετικών αυτών πράξεων. Η τήρηση των εν λόγω δικαιωμάτων αποτελεί το αντικείμενο ελέγχου του δικαστή της Ένωσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, συνάγεται ότι, εν προκειμένω, οι εν λόγω οντότητες προσφεύγοντες μπορούν να επικαλεστούν την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο προσφυγής με σκοπό την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων.

(βλ. σκέψεις 77-78)

5.      Όσον αφορά την πρώτη πράξη με την οποία δεσμεύονται τα κεφάλαια μιας οντότητας, όπως η απόφαση 2010/413, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, και ο κανονισμός 668/2010 για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007, η κοινοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων πρέπει να λάβει χώρα ταυτόχρονα με την έκδοση της οικείας πράξεως, είτε το συντομότερο δυνατό μετά την έκδοσή της. Κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης οντότητας, η οντότητα αυτή δικαιούται επίσης να εκφράσει την άποψή της σε σχέση με τα στοιχεία αυτά αφού εκδοθεί η πράξη.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της κοινοποιήσεως των επιβαρυντικών στοιχείων, όταν το Συμβούλιο αναφέρει, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης οντότητας, ότι κανένα άλλο στοιχείο δεν υπάρχει στον φάκελό του, πλην των εκτεθέντων με τις προσβαλλόμενες πράξεις, το στοιχείο αυτό δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο δεν κατέστησε δυσχερέστερη την άμυνα της ενδιαφερόμενης οντότητας αποκρύπτοντας την ύπαρξη ή το περιεχόμενο στοιχείων επί των οποίων βασίζονται οι ισχυρισμοί του. Αντιθέτως, το Συμβούλιο, δεχόμενο ότι κανένα πρόσθετο λυσιτελές στοιχείο δεν υπάρχει στον φάκελό του, έδωσε στην εν λόγω οντότητα τη δυνατότητα να προβάλει το ζήτημα αυτό προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων.

(βλ. σκέψεις 80, 82-84)

6.      Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου συνεπάγεται ότι η οικεία αρχή της Ένωσης οφείλει να γνωστοποιήσει στην οικεία οντότητα τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη περιοριστικών μέτρων, όπως η απόφαση 2010/413, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, και ο κανονισμός 668/2010 για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί αναγραφής του ονόματός τους στον κατάλογο είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά τη λήψη αυτής της αποφάσεως, ώστε να παρασχεθεί στην ενδιαφερόμενη οντότητα η δυνατότητα να ασκήσει, εμπροθέσμως, το δικαίωμά της για προσφυγή. Η τήρηση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των λόγων αυτών είναι, πράγματι, αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στους αποδέκτες των περιοριστικών μέτρων η δυνατότητα να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγουν στον δικαστή της Ένωσης, αλλά και προκειμένου να παρασχεθεί στον εν λόγω δικαστή πλήρως η δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της οικείας κοινοτικής πράξεως, τον οποίο υπέχει.

(βλ. σκέψη 87)

7.      Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας πράξεως με την οποία ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα εις βάρος οντότητας εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η πράξη, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόκειται στο Συμβούλιο να προσκομίζει τα στοιχεία αυτά για να ελεγχθούν από τον δικαστή της Ένωσης. Επομένως, ο έλεγχος της νομιμότητας που πρέπει να ασκηθεί εν προκειμένω δεν περιορίζεται στην εξακρίβωση της αόριστης «αληθοφάνειας» των προβαλλόμενων λόγων, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει το ζήτημα του κατά πόσον οι λόγοι αυτοί τεκμηριώνονται, επαρκώς κατά νόμο, από συγκεκριμένα αποδεικτικά και πληροφοριακά στοιχεία.

Συναφώς, η προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα κατόπιν προτάσεως κράτους μέλους, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2010/413, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, είναι πράξη του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο οφείλει να διασφαλίζει ότι η έκδοσή τους δικαιολογείται, ενδεχομένως ζητώντας από το οικείο κράτος μέλος να του προσκομίσει τα αναγκαία συναφώς αποδεικτικά και πληροφοριακά στοιχεία.

Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους ρόλου του δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο της λήψεως περιοριστικών μέτρων, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα και τη βασιμότητα των μέτρων αυτών, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο. Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν δικαιούνταν να θεμελιώσει απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε πληροφορίες ή στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως που κοινοποίησε άλλο κράτος μέλος, αν το κράτος μέλος αυτό δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει την κοινοποίησή τους στο δικαστήριο της Ένωσης που ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

Τέλος, κακώς το Συμβούλιο διατείνεται ότι δεν μπορεί να του απαιτηθεί η προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων της εμπλοκής οντότητας στη διάδοση πυρηνικών όπλων, λαμβανομένης υπόψη της μυστικότητας της οικείας συμπεριφοράς. Αφενός, το γεγονός και μόνον ότι η λήψη περιοριστικών μέτρων προτείνεται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2010/413 προϋποθέτει ότι το οικείο κράτος μέλος ή ο υψηλά ιστάμενος εκπρόσωπος της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας, αναλόγως της περιπτώσεως, διαθέτει αποδεικτικά ή πληροφοριακά στοιχεία αποδεικνύοντα, κατά την άποψή του, ότι η οικεία οντότητα εμπλέκεται στη διάδοση πυρηνικών όπλων. Αφετέρου, οι δυσχέρειες που τυχόν αντιμετωπίζει το Συμβούλιο όταν προσπαθεί να αποδείξει την εμπλοκή αυτή δύνανται, ενδεχομένως, να έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο αποδείξεως που απαιτείται από το Συμβούλιο. Αντιθέτως, δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια την πλήρη απαλλαγή του από το βάρος αποδείξεως το οποίο υπέχει.

(βλ. σκέψεις 96-97, 99-101)

8.      Δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της. Επομένως, το Συμβούλιο διαθέτει δίμηνη προθεσμία, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, από της κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως, για να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις λαμβάνοντας, ενδεχομένως, νέο περιοριστικό μέτρο έναντι της προσφεύγουσας. Ωστόσο, ο κίνδυνος να θιγεί κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο κανονισμός 961/2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των σημαντικών συνεπειών που επάγονται τα μέτρα αυτά επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών της προσφεύγουσας, προφανώς δεν είναι τόσο υψηλός ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση των εννόμων συνεπειών του εν λόγω κανονισμού για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου χρόνο.

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να επισημάνει ποια από τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης πράξεως πρέπει να θεωρηθούν οριστικά. Ωστόσο, η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση του κανονισμού 961/2010 και η ακύρωση της αποφάσεως 2010/413, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, δύναται να συνεπάγεται σοβαρή προσβολή στην ασφάλεια δικαίου, εφόσον οι δύο αυτές πράξεις επιβάλλουν στους προσφεύγοντες παρεμφερή μέτρα. Επομένως, τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να διατηρηθούν όσον αφορά τους προσφεύγοντες έως ότου η ακύρωση του κανονισμού 961/2010 αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της.

(βλ. σκέψεις 106-107)