Language of document : ECLI:EU:T:2012:133

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 20ής Μαρτίου 2012

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑441/10 P έως T‑443/10 P

Christian Kurrer κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Κατάταξη σε βαθμό — Μεταβατικοί κανόνες κατατάξεως σε βαθμό κατά την πρόσληψη — Άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Αντικείμενο: Αιτήσεις αναιρέσεως ασκηθείσες κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2010, F‑126/06, Magazzu κατά Επιτροπής, F‑130/06, Sotgia κατά Επιτροπής, και F‑139/06, Kurrer κατά Επιτροπής.

Απόφαση: Οι αιτήσεις αναιρέσεως απορρίπτονται. Οι Christian Kurrer, Salvatore Magazzu και Stefano Sotgia φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Θέσπιση νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 31 § 1· παράρτημα XIII, άρθρο 5 § 4· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

2.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Θέσπιση νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 5 § 4· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Χρησιμοποίηση από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εμμέσως συναγόμενης αιτιολογίας — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

1.      Δυνάμει των ρητών και σαφών διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, τόσο ο διαγωνισμός για μετάβαση σε ανώτερη κατηγορία όσο και ο εσωτερικός διαγωνισμός πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή της δυνατότητας στους επιτυχόντες του διαγωνισμού αυτού να αλλάζουν κατηγορία, δυνατότητα που κανονικά δεν παρέχει η επιτυχία σε γενικό διαγωνισμό.

Συγκεκριμένα, αυστηρή γραμματική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως επιβάλλει ακριβώς να θεωρηθεί ότι, αφενός, η διάταξη αυτή δεν αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που έχουν επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό, καθόσον ένας τέτοιος διαγωνισμός δεν δύναται κανονικά να καταλήξει σε πρόσληψη με μετάβαση σε άλλη κατηγορία, και, αφετέρου, η διατύπωσή της δεν καταλείπει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στη Διοίκηση για την ερμηνεύσει και να την εφαρμόσει διαφορετικά.

Περαιτέρω, η τελεολογική και με βάση τα συμφραζόμενα ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως δεν καθιστά δυνατή την αναίρεση της εκτιμήσεως αυτής. Πράγματι, το γεγονός ότι αυτός ο εξαιρετικός μεταβατικός κανόνας εφαρμόζεται αποκλειστικά στους έκτακτους υπαλλήλους που έχουν επιτύχει σε διαγωνισμό για μετάβαση σε ανώτερη κατηγορία ή σε γενικό διαγωνισμό οφείλεται στο ότι αποσκοπεί στο να ενθαρρύνει τους υπαλλήλους αυτούς να μετάσχουν σε ένα τέτοιο διαγωνισμό για να επιτύχουν τη μονιμοποίησή τους σε συνδυασμό με τη μετάβαση σε άλλη κατηγορία. Αντιθέτως, στον γενικό διαγωνισμό μπορεί να μετάσχει το σύνολο των ενδιαφερομένων, ακόμη και αν δεν ανήκουν στα θεσμικά όργανα, και συνεπώς ο διαγωνισμός αυτός δεν έχει σχεδιασθεί για να συνδυάζει την πρόσληψη και τη μονιμοποίηση με μια τέτοια μετάβαση σε άλλη κατηγορία.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης θέλησε να επεκτείνει την εφαρμογή του καθεστώτος του άρθρου 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και στους έκτακτους υπαλλήλους που έχουν επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 46, 48 και 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 1974, 176/73, Van Belle κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 557, σκέψη 8

ΓΔΕΕ: 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑385 και IΙ‑1731, σκέψη 46

2.      Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στοιχειοθετείται όταν δύο κατηγορίες προσώπων των οποίων οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις δεν έχουν ουσιώδη διαφορά τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά πανομοιότυπο τρόπο. Συνεπώς, υπάλληλοι που τελούν σε πανομοιότυπες καταστάσεις πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες και ο νομοθέτης της Ένωσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αντικειμενικές διαφορές των συνθηκών ή των καταστάσεων στις οποίες τελούν οι ενδιαφερόμενοι. Επιπλέον, σε έναν τομέα που εμπίπτει στην άσκηση διακριτικής εξουσίας, όπως είναι η θέσπιση μεταβατικών κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της δίκαιης μεταβάσεως από ένα παλαιό υπηρεσιακό καθεστώς σε ένα νέο, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας όταν το οικείο θεσμικό όργανο προβαίνει σε διαφοροποίηση αυθαίρετη η προδήλως ακατάλληλη σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση.

Εν πάση περιπτώσει, ο έλεγχος της τηρήσεως της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνιστά νομικό ζήτημα, πράγμα που συνεπάγεται την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εξακριβώσει τη δυνατότητα συγκρίσεως των διαφόρων επίμαχων καταστάσεων. Συναφώς, για να καθοριστεί ορθώς η δυνατότητα συγκρίσεως των εν λόγω καταστάσεων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση.

Συναφώς, οι έκτακτοι υπάλληλοι που έχουν επιτύχει σε διαγωνισμό διοργανωθέντα για την πλήρωση θέσεων της κατηγορίας στην οποία ήδη υπηρετούν δεν τελούσαν στην ίδια κατάσταση με εκείνη των επιτυχόντων σε διαγωνισμό το αντικείμενο ή αποτέλεσμα του οποίου είναι η μεταφορά τους σε ανώτερη κατηγορία, ήτοι μια καθοριστική εξέλιξη στη σταδιοδρομία τους. Το γεγονός ότι με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ο νομοθέτης μερίμνησε ώστε οι εν λόγω έκτακτοι υπάλληλοι να μπορούν κατ’ εξαίρεση να προσληφθούν ως δόκιμοι υπάλληλοι στον βαθμό που κατείχαν στην παλαιά κατηγορία δεν συνεπαγόταν αυθαίρετη ή προδήλως ακατάλληλη, από πλευράς του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, διαφοροποίηση σε σχέση με τους έκτακτους υπαλλήλους που διορίσθηκαν κατόπιν γενικού διαγωνισμού ως μόνιμοι υπάλληλοι στην κατηγορία στην οποία υπάγονταν.

(βλ. σκέψεις 54 έως 56)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2007, C 227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I 6767, σκέψεις 64· 16 Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑9895, σκέψη 26· 12 Μαΐου 2011, C‑176/09, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. I‑3727, σκέψη 32

ΓΔΕΕ: 20 Φεβρουαρίου 2009, T‑359/07 P έως T‑361/07 P, Επιτροπή κατά Bertolete κ.λπ., Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑5 και II‑B‑1‑21, σκέψεις 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, 39, 43 επ.

3.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης από το άρθρο του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού αυτού δεν επιβάλλει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των επίμαχων μέτρων, στον δε δικάζοντα κατ’ αναίρεση δικαστή να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα επιχείρημα, ιδίως οσάκις πρόκειται για επιχειρήματα που δεν είναι αρκούντως σαφή και ακριβή και δεν στηρίζονται σε εμπεριστατωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψη 72)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Ιανουαρίου 2010, C‑150/09 P, Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42· 29 Μαρτίου 2011, C‑201/09 P και C‑216/09 P, ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. I‑2239, σκέψη 78

ΠΕΚ: 8 Ιουνίου 2009, T‑498/07 P, Krcova κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑35 και II‑B‑1‑197, σκέψη 34

ΓΔΕΕ: 2 Μαρτίου 2010, T‑248/08 P, Doktor κατά Συμβουλίου, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία