Language of document : ECLI:EU:T:2019:191

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Μαρτίου 2019 (*)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Ελλάδα – Εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις – Πολλαπλή συμμόρφωση – Έλεγχος των κανονιστικών απαιτήσεων διαχειρίσεως – Ανάλυση κινδύνου – Εκτίμηση της οικονομικής ζημίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T-480/17,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο και την Α.‑Ευ. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και A. Sauka,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1144 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2017, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2017, L 165, σ. 37), κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή επιβάλλονται στην Ελληνική Δημοκρατία, κατόπιν της έρευνας αριθ. ΧC/2014/002/GR, εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις συνολικού ύψους 1 182 054,17 ευρώ λόγω αδυναμιών ως προς την εφαρμογή της πολλαπλής συμμορφώσεως (ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, F. Schalin και M. J. Costeira (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Ε. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Από τις 13 έως τις 17 Οκτωβρίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενήργησε την έρευνα αριθ. XC/2014/002/GR, σχετικά με τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του καθεστώτος της πολλαπλής συμμορφώσεως.

2        Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία. Η δεύτερη απάντησε στο έγγραφο αυτό στις 18 Φεβρουαρίου 2015.

3        Στις 25 Ιουνίου 2015 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη, η δε Επιτροπή, με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2015, απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία τα συμπεράσματα της συσκέψεως αυτής, στα οποία το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε με έγγραφα της 17ης Ιουλίου και της 15ης Σεπτεμβρίου 2015.

4        Με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την πρότασή της περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ποσό ύψους 1 182 054,17 ευρώ διότι η εφαρμογή του συστήματος πολλαπλής συμμορφώσεως δεν ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της Ένωσης κατά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012, 2013 και 2014.

5        Ειδικότερα, η πρόταση αυτή της Επιτροπής στηριζόταν σε τέσσερις διαπιστώσεις περί πλημμελειών. Οι τρεις πρώτες διαπιστώσεις αφορούσαν τους «βασικούς ελέγχους», ενώ η τελευταία αφορούσε τους «επικουρικούς ελέγχους», κατά την έννοια του εγγράφου VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97).

6        Πρώτον, η Επιτροπή διαπίστωσε έλλειψη ορισμένων στοιχείων κατά τους επιτόπιους ελέγχους που αφορούσαν την κανονιστική απαίτηση διαχειρίσεως (στο εξής: ΚΑΔ) για τη διατήρηση των αγρίων πτηνών, η οποία παρατίθεται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 247/2006, (ΕΚ) 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16, στο εξής: ΚΑΔ 1). Η Επιτροπή επισήμανε ειδικότερα ότι τα σημεία ελέγχου της ΚΑΔ 1 με τίτλο «Μη ενσωμάτωση αγροχημικών σε κοκκώδη μορφή στο έδαφος» και «Καταστροφή της φυσικής βλάστησης στα όρια μεταξύ αγροτεμαχίων και υδατικών συστημάτων ή οδών» πληρούσαν μόνον εν μέρει και εμμέσως τις απαιτήσεις που έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο ελέγχων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Τούτο συνιστούσε, κατά την Επιτροπή, παράβαση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1122/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 73/2009 όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ 2009, L 316, σ. 65).

7        Δεύτερον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ουδόλως προέκυπτε ότι οι απαιτήσεις αυτές ελέγχθηκαν κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Η Επιτροπή επισήμανε ειδικότερα ότι, όσον αφορά το εν λόγω έτος υποβολής αιτήσεων, ουδόλως αναφέρθηκαν έλεγχοι, οι διαδικασίες ελέγχου και η εθνική νομοθεσία δεν προέβλεπαν σχετικές διατάξεις και τα υποδείγματα εκθέσεων ελέγχου δεν προέβλεπαν σημεία ελέγχου, παρά την υποχρέωση των δικαιούχων γεωργοπεριβαλλοντικών ενισχύσεων να τηρούν τις απαιτήσεις αυτές σε ολόκληρη την εκμετάλλευσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1). Τούτο συνιστούσε, κατά την Επιτροπή, παράβαση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009.

8        Τρίτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο πίνακας αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου δεν κατέλειπε εναλλακτικές επιλογές στον επιθεωρητή όσον αφορά τη διαφοροποίηση των κυρώσεων αναλόγως της σοβαρότητας, της εκτάσεως και του διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012, 2013 και 2014. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, όσον αφορά ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με την αμειψισπορά, την ασφάλεια τροφίμων και το μητρώο αναγνωρίσεως βοοειδών και αιγοπροβάτων, οι παραβάσεις θεωρούνταν αυτοδικαίως ήσσονος σημασίας, συνεπαγόμενες την εφαρμογή κυρώσεως σε ποσοστό μόλις 1 %, αντί του συνήθους 3 %, χωρίς οι επιθεωρητές να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, όπως είναι η σοβαρότητα, η έκταση και ο διαρκής χαρακτήρας της παραβάσεως. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, το σύστημα κυρώσεων χαρακτηριζόταν από επιείκεια ως προς τις τρεις αυτές απαιτήσεις και, συνεπώς, δεν ήταν σύμφωνο με το άρθρο 24 του κανονισμού 73/2009 και τα άρθρα 47 και 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009.

9        Τέταρτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, όσον αφορά το δείγμα ελέγχου που επέλεξε ο οργανισμός πληρωμών το 2012, τα κριτήρια αναλύσεως κινδύνου δεν ήταν κατάλληλα, δεδομένου ότι δεν ήταν αρκούντως συγκεκριμένα και δεν κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των οικείων απαιτήσεων και προτύπων. Επιπλέον, το ποσοστό μη συμμορφώσεως που διαπιστώθηκε στο δείγμα ελέγχου βάσει της αναλύσεως κινδύνου δεν ήταν υψηλότερο εκείνου που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του τυχαίου δείγματος, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνει την ανεπάρκεια της αναλύσεως κινδύνου και τον αντίκτυπό της στον αριθμό των κυρώσεων που επιβλήθηκαν. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η ανάλυση κινδύνου δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, στοιχείο που ενείχε κίνδυνο για τα γεωργικά ταμεία όσον αφορά το έτος 2012.

10      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την πρακτική που διαλαμβάνεται στο έγγραφό της AGRI-2005-64043, της 9ης Ιουνίου 2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το πώς σκοπεύει η Επιτροπή να χειριστεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων, τις ανεπάρκειες στα συστήματα ελέγχου πολλαπλής συμμόρφωσης που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη» (στο εξής: έγγραφο AGRI-2005-64043), η Επιτροπή πρότεινε, στο από 25 Ιανουαρίου 2016 έγγραφό της, κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % για τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των «βασικών ελέγχων» του έτους υποβολής αιτήσεων 2012, καθώς και εφάπαξ διόρθωση ύψους 149 585,87 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 και 161 979,04 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το ύψος της προταθείσας διορθώσεως για τους «βασικούς ελέγχους» κάλυπτε και τον κίνδυνο λόγω της διαπιστωθείσας πλημμέλειας ως προς την ανάλυση κινδύνου για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, ως στοιχείο «επικουρικού ελέγχου». Η κατ’ αποκοπήν αυτή διόρθωση ύψους 2 % έχει εφαρμογή, κατά την Επιτροπή, στο 10 % των οικείων ενισχύσεων, με συνέπεια το συνολικό ποσό της διορθώσεως για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 να ανέρχεται σε 870 489,26 ευρώ.

11      Διευκρινίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε την πρόταση υπολογισμού, την οποία είχε διαβιβάσει η Ελληνική Δημοκρατία με το από 15 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφο, η οποία κατέληγε στο ποσό των 147 626,69 ευρώ και αντιστοιχούσε στον μέγιστο πραγματικό κίνδυνο για τα γεωργικά ταμεία όσον αφορά τα έτη 2012, 2013 και 2014, σχετικά με την παρατεθείσα στη σκέψη 8 ανωτέρω τρίτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, η οποία αφορούσε την επιείκεια του κράτους αυτού ως προς τον πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου. Ο υπολογισμός αυτός στηριζόταν στο ότι το σύνολο των φακέλων στις περιπτώσεις των οποίων είχε επιβληθεί κύρωση ύψους 1 % θα έπρεπε να έχει αποτελέσει το αντικείμενο επιβολής κυρώσεως ύψους 3 %, με συνέπεια ο υπολογισμός του κινδύνου να ανέρχεται, κατά την Επιτροπή, σε 429 390,86 ευρώ, δηλαδή 117 825,95 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, 149 585,87 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 και 161 979,04 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014. Στο δεύτερος μέρος του υπολογισμού, η Ελληνική Δημοκρατία μείωσε τον υπολογιζόμενο κίνδυνο αναλόγως του αριθμού των απαιτήσεων ανά ΚΑΔ οι οποίες, σύμφωνα με νέα εκτίμηση περί της σοβαρότητας, της εκτάσεως και της χρονικής διάρκειάς τους, δεν δικαιολογούσαν μείωση κατά 3 %, με συνέπεια, κατά το εν λόγω κράτος, ο τελικός κίνδυνος να ανέρχεται σε 147 626,69 ευρώ. Η Επιτροπή έκρινε ότι με το πρώτο μέρος του υπολογισμού αυτού προσδιοριζόταν επακριβώς ο μέγιστος κίνδυνος για τα Ταμεία, λαμβανομένων υπόψη των συναφών κινδύνων, όπως είναι ο αντίκτυπος επαναλήψεως κατά τα επόμενα έτη. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, το δεύτερο μέρος του υπολογισμού στηριζόταν σε συντελεστή εφαρμοζόμενο άνευ ουδεμίας συνδέσεως με τους συγκεκριμένους φακέλους. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το τελικό ποσό που πρότεινε η Ελληνική Δημοκρατία βασιζόταν σε μη επαληθεύσιμες παραδοχές, η Επιτροπή έκρινε ότι αδυνατούσε να αποδεχθεί τη συγκεκριμένη εκτίμηση κινδύνου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το ποσό των 429 390,86 ευρώ για τον υπολογισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως όσον αφορά την τρίτη αυτή διαπίστωση περί πλημμέλειας.

12      Στις 4 Μαρτίου 2016, η Ελληνική Δημοκρατία και ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ελλάδα, στο εξής: ΟΠΕΚΕΠΕ) παρέπεμψαν την υπόθεση στο Όργανο Συμβιβασμού προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία ως προς τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Ζήτησαν να μην επιβληθεί καμία από τις προταθείσες διορθώσεις, διότι δεν ήταν δικαιολογημένες, ή, επικουρικώς, να περιορισθούν οι διορθώσεις αυτές σε εφάπαξ ποσό 260 277,64 ευρώ για τις πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 και σε εφάπαξ ποσό 147 626,69 ευρώ που αντικατοπτρίζει τον μέγιστο δυνητικό κίνδυνο για τα Γεωργικά Ταμεία, όσον αφορά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012 έως 2014, λόγω των φερομένων ως επιεικών εκθέσεων ελέγχου.

13      Στις 15 Δεκεμβρίου 2016, το Όργανο Συμβιβασμού εξέδωσε τη γνώμη του. Επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη διαπίστωση περί πλημμελειών στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή για να προτείνει την επίμαχη διόρθωση φαινόταν ότι αφορούσαν ορισμένες κατηγορίες δικαιούχων των οικείων ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, κάλεσε τις υπηρεσίες της Επιτροπής να ελέγξουν εκ νέου κατά πόσον η προτεινόμενη διόρθωση θα μπορούσε να περιορισθεί σε ορισμένους δικαιούχους. Το εν λόγω όργανο διατύπωσε την αυτή παρατήρηση όσον αφορά την τρίτη διαπίστωση περί πλημμέλειας που επισήμανε η Επιτροπή.

14      Στις 20 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε την τελική θέση της. Αφού επισήμανε ότι τα συμπεράσματα του Οργάνου Συμβιβασμού δεν αφορούσαν επί της ουσίας τις διαπιστώσεις της περί πλημμελειών, αλλά μάλλον τις κατηγορίες των δικαιούχων των ενισχύσεων στην περίπτωση των οποίων έχουν εφαρμογή οι επίμαχες δημοσιονομικές διορθώσεις, η Επιτροπή ενέμεινε στην αρχική θέση της, όπως αυτή είχε εκτεθεί στο από 25 Ιανουαρίου 2016 έγγραφο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρότεινε τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, βάσει της διορθώσεως που επιβλήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τελικού ποσού δαπανών συνολικού ύψους 1 182 054,17 ευρώ.

15      Στις 26 Ιουνίου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2017/1144, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2017, L 165, σ. 37, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένες δαπάνες τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ. Όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή εφήρμοσε, ως προς την πολλαπλή συμμόρφωση, κατ’ αποκοπήν διορθώσεις για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 και εφάπαξ διορθώσεις για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2013 και 2014, συνολικού ύψους 1 182 054,17 ευρώ.

16      Οι λόγοι για τους οποίους επιβλήθηκαν οι δημοσιονομικές διορθώσεις και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχονται στη συνοπτική έκθεση που κατήρτισε η Επιτροπή στις 16 Μαΐου 2017 (στο εξής: συνοπτική έκθεση). Όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, οι λόγοι αυτοί είναι πανομοιότυποι με εκείνους που είχε εκθέσει η Επιτροπή στο από 25 Ιανουαρίου 2016 έγγραφό της.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2017, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2017.

19      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Νοεμβρίου 2017.

20      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2017.

21      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο αποκλείονται από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες συνολικού ύψους 1 182 054,17 ευρώ που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως προς συμμόρφωση, συνεπεία επιβολής εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων λόγω αδυναμιών αποδιδόμενων στην εφαρμογή της πολλαπλής συμμορφώσεως στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012, 2013 και 2014·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την επιβολή των επίμαχων δημοσιονομικών διορθώσεων, προβάλλεται, πρώτον, παράβαση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 51, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού 1122/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), και με το άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 352/78, (ΕΚ) 165/94, (ΕΚ) 2799/98, (ΕΚ) 814/2000, (ΕΚ) 1290/2005 και (ΕΚ) 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), τρίτον, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, πρώτον, πλάνη όσον αφορά τον υπολογισμό του δημοσιονομικού αντίκτυπου των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν, δεύτερον, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, τρίτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, κατά τον υπολογισμό της οικονομικής ζημίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

24      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση λόγω ανεπαρκούς ελέγχου της ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών) και λόγω ελλείψεως ελέγχου των ελαχίστων απαιτήσεων ως προς τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Το δεύτερο σκέλος αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση λόγω αδυναμιών στην ανάλυση κινδύνου.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση λόγω ανεπαρκούς ελέγχου της ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών) και λόγω ελλείψεως ελέγχου των ελαχίστων απαιτήσεων ως προς τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα

25      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί, κατά πρώτον, την παρατεθείσα στη σκέψη 6 ανωτέρω πρώτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, κατά την οποία τα σημεία ελέγχου της ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών) με τίτλο «Μη ενσωμάτωση αγροχημικών σε κοκκώδη μορφή στο έδαφος» και «Καταστροφή της φυσικής βλάστησης στα όρια μεταξύ αγροτεμαχίων και υδατικών συστημάτων ή οδών» πληρούσαν μόνον εν μέρει και εμμέσως τις απαιτήσεις που έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο ελέγχων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012.

26      Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είχε επισημάνει στην Επιτροπή, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι ορισμένες από τις υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1, οι οποίες σχετίζονται με τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), ελέγχονταν, κατά το έτος 2012, μέσω της ΚΑΔ η οποία αφορά τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και η οποία παρατίθεται στο παράρτημα II του κανονισμού 73/2009 (στο εξής: ΚΑΔ 5), ιδίως όσον αφορά τη θήρα, οπότε οι υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1 καλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό από τις υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 5. Η Επιτροπή, όμως, ουδόλως εκτίμησε τα στοιχεία αυτά και ενέμεινε στην επιβολή διορθώσεως με την προσβαλλόμενη απόφαση, με συνέπεια η εν λόγω απόφαση να αντιβαίνει στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, καθόσον δεν περιλαμβάνει καμία εκτίμηση περί της αποτελεσματικότητας του ελέγχου τον οποίο πράγματι διενήργησαν οι ελληνικές αρχές όσον αφορά τον προσδιορισμό του πληθυσμού και ο οποίος πρέπει να διενεργείται κατ’ εφαρμογήν της ΚΑΔ 1, μέσω των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων.

27      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία αιτιολογία προς αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλαν συναφώς οι ελληνικές αρχές κατά τη διοικητική διαδικασία, με συνέπεια η εν λόγω απόφαση να αντιβαίνει, ως προς το ζήτημα αυτό, στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

28      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η δημοσιονομική διόρθωση που επιβλήθηκε βάσει της πρώτης αυτής διαπιστώσεως περί πλημμέλειας, όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, είναι δυσανάλογη. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατόπιν της λήψεως διορθωτικών μέτρων βάσει σχεδίου δράσεως το οποίο είχε δεσμευθεί το 2013 να τηρήσει, διαπιστώθηκαν επί του συνόλου των δικαιούχων που ελέγχθηκαν για το έτος 2013, μόνο δύο περιπτώσεις μη συμμορφώσεως και ότι τα αποτελέσματα του ελέγχου δεν διέφεραν ουσιωδώς από εκείνα του ελέγχου του έτους 2012. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση της Επιτροπής ότι κατά το έτος 2012 τα σημεία ελέγχου της ΚΑΔ 1, από τις 18 συνολικά κανονιστικές απαιτήσεις διαχειρίσεως που παρατίθενται στο παράρτημα II του κανονισμού 73/2009, ήταν σε τέτοιο βαθμό ανεπαρκή ώστε να δικαιολογείται η επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως αντιβαίνει, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, στην αρχή της αναλογικότητας.

29      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την παρατεθείσα στη σκέψη 7 ανωτέρω δεύτερη διαπίστωση περί πλημμέλειας, κατά την οποία, ως προς τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ουδόλως συνάγεται ότι οι απαιτήσεις αυτές ελέγχθηκαν κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012.

30      Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία, παραπέμποντας στη θέση που διατύπωσε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, υποστηρίζει ότι η εθνική νομοθεσία τόσο περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων όσο και περί λιπασμάτων δεν προέβλεπε, έως το 2012, καμία πρόσθετη απαίτηση, πέραν εκείνων που αντιστοιχούν στις ΚΑΔ, οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα II του κανονισμού 73/2009 και οι οποίες αφορούν την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προελεύσεως (στο εξής: ΚΑΔ 4), την προστασία των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (στο εξής: ΚΑΔ 2) και τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στο εμπόριο (στο εξής: ΚΑΔ 9), πρόκειται δε για απαιτήσεις οι οποίες προβλέπονται στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως και για τον έλεγχο των οποίων δεν υπήρξε εν προκειμένω καμία παρατήρηση εκ μέρους της Επιτροπής. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, επομένως, ότι, κατά το επίμαχο έτος 2012, δεν υπήρχε καμία αντίστοιχη απαίτηση για τους γεωργούς των οποίων η εκμετάλλευση βρισκόταν εκτός των ευπρόσβλητων στη νιτρορρύπανση ζωνών. Εν πάση περιπτώσει, οι οικείες απαιτήσεις ελέγχονται, κατά την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως, τόσο για τους δικαιούχους των γεωργοπεριβαλλοντικών ενισχύσεων όσο και για τους λοιπούς δικαιούχους ενισχύσεων.

31      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή ουδόλως εκτίμησε τα στοιχεία αυτά, εμμένουσα στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, με συνέπεια η απόφαση αυτή να αντιβαίνει στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη το ακριβές ουσιαστικό περιεχόμενο εκάστης ΚΑΔ, όπως αυτό διαμορφώνεται βάσει της οικείας εθνικής νομοθεσίας, μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης κατέλιπε στον εθνικό νομοθέτη τον καθορισμό του ειδικού περιεχομένου εκάστης ΚΑΔ οσάκις το περιεχόμενο αυτό προσδιορίζεται διά παραπομπής στις οδηγίες, των οποίων οι λεπτομερείς όροι εφαρμογής καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Ομοίως, η απόφαση αυτή ουδόλως λαμβάνει υπόψη, κατά την προσφεύγουσα, το κρίσιμο, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, εθνικό νομικό πλαίσιο, ιδίως δε την τροποποίηση της νομοθεσίας το 2013, βάσει της οποίας επιβλήθηκαν νέες απαιτήσεις για τη χρήση των λιπασμάτων και των φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

32      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει κάποια αιτιολογία προς αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλαν συναφώς οι ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα η εν λόγω απόφαση να αντιβαίνει, ως προς το ζήτημα αυτό, στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή απλώς μνημόνευσε, στη συνοπτική έκθεσή της, ότι οι γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις συνδέονταν με ελάχιστες απαιτήσεις, χωρίς ωστόσο να αντικρούσει τα επιχειρήματα αυτά.

33      Περαιτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η δημοσιονομική διόρθωση που επιβλήθηκε βάσει της δεύτερης διαπιστώσεως περί πλημμέλειας, όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, στερείται αναλογικού χαρακτήρα. Η προσφεύγουσα παραπέμπει συναφώς στο έγγραφο VI/5330/97, υπενθυμίζοντας ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τις βελτιώσεις που επέφεραν τα κράτη μέλη στο σύστημά τους ελέγχου και ότι η δημοσιονομική διόρθωση πρέπει να έχει αποτρεπτικό και διορθωτικό χαρακτήρα και όχι να συνιστά μέσο επιβολής κυρώσεως. Η επίμαχη διόρθωση, όμως, δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι, προς αιτιολόγηση τη διορθώσεως αυτής, η ίδια η Επιτροπή στηρίζεται στις βελτιώσεις που επήλθαν κατόπιν της εφαρμογής του σχεδίου δράσεως στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως, σχέδιο για την εφαρμογή του οποίου δεσμεύθηκε ειδικώς.

34      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμο.

35      Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, τα κράτη μέλη διενεργούν επιτόπιους ελέγχους προκειμένου να διακριβώνουν αν ο γεωργός τηρεί τις υποχρεώσεις όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, ιδίως δε τις ΚΑΔ. Συναφώς, με το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009 διευκρινίζεται ότι οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική διακρίβωση της τηρήσεως των προϋποθέσεων για τη χορήγηση των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση.

36      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το ΕΓΤΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Συναφώς, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποχρεούται να δικαιολογεί την απόφασή της με την οποία διαπιστώνει την έλλειψη ελέγχων ή τις πλημμέλειες των ελέγχων που διενεργεί το οικείο κράτος μέλος (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Εντούτοις, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει ενδελεχώς την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικήσεις ελέγχων ή τον παράτυπο χαρακτήρα των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της έναντι των συγκεκριμένων ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Η ελάφρυνση αυτή του βάρους αποδείξεως που υπέχει η Επιτροπή εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι αυτό που βρίσκεται στην πλέον κατάλληλη θέση για να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ δεδομένα και, κατά συνέπεια, σ’ αυτό απόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των όσων προβάλλει η Επιτροπή (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Εξάλλου, το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να αντικρούσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, χωρίς να τεκμηριώνει τις δικές του αιτιάσεις σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία δυνάμενα να προκαλέσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συστήματος μέτρων εποπτείας και ελέγχου (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Επιπλέον, στο παράρτημα II του κανονισμού 73/2009 καθορίζεται το περιεχόμενο των υποχρεώσεων εκ της ΚΑΔ 1, περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, διά παραπομπής σε ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202), και, ειδικότερα, στο άρθρο της 5, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, που κωδικοποιήθηκαν με την οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7). Η διάταξη αυτή προβλέπει, αντιστοίχως, την υποχρέωση των κρατών μελών να απαγορεύουν τον εκ προθέσεως φόνο ή την εκ προθέσεως σύλληψη πτηνών, την εκ προθέσεως καταστροφή ή βλάβη των φωλιών και των αυγών, καθώς και την αφαίρεση των φωλιών και τη σκόπιμη ενόχληση των πτηνών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως.

41      Οι δύο αιτιάσεις τις οποίες προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν με γνώμονα το σύνολο των ως άνω στοιχείων.

42      Πρώτον, όσον αφορά την παρατεθείσα στη σκέψη 6 ανωτέρω πρώτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, κατά την οποία δύο εκ των σημείων ελέγχου της ΚΑΔ 1, συγκεκριμένα δε τα σημεία με τίτλο «Μη ενσωμάτωση αγροχημικών σε κοκκώδη μορφή στο έδαφος» και «Καταστροφή της φυσικής βλάστησης στα όρια μεταξύ αγροτεμαχίων και υδατικών συστημάτων και οδών», πληρούσαν μόνον εν μέρει και εμμέσως τις απαιτήσεις που έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο ελέγχου για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ίδια Ελληνική Δημοκρατία αναγνώρισε ότι δεν είχαν ελεγχθεί όλες οι υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1, των οποίων των περιεχόμενο προκύπτει διά της παραπομπής στις οικείες διατάξεις, ιδίως δε στο άρθρο 5, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας 79/409.

43      Πράγματι, όπως ρητώς προκύπτει από το σημείο 3 του από 18 Φεβρουαρίου 2015 εγγράφου της (παράρτημα Α.4 του δικογράφου της προσφυγής), η Ελληνική Δημοκρατία επισήμανε ότι ορισμένες από τις υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1 είχαν ελεγχθεί, κατά το έτος 2012, μέσω της ΚΑΔ 1, ιδίως όσον αφορά τη θήρα, οπότε οι υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1 καλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό από εκείνες της ΚΑΔ 5. Όπως, όμως, ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το γεγονός ότι «ορισμένες» από τις υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1 είχαν ελεγχθεί μέσω της ΚΑΔ 5 σημαίνει ακριβώς ότι δεν είχαν ελεγχθεί όλες οι υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1. Επιπροσθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι συνέβαινε το αντίθετο. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία διενεργείται ο έλεγχος της τηρήσεως των απαιτήσεων περί πολλαπλής συμμορφώσεως, πλην όμως είναι ατελής, τούτο καταδεικνύει ότι ο έλεγχος ενέχει ανεπάρκειες ή, τουλάχιστον, ότι είναι βάσιμο να υφίσταται σοβαρή και εύλογη αμφιβολία ως προς την αποτελεσματικότητα του ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009.

44      Επιπλέον, από το σημείο 2.3 του από 6 Ιουλίου 2015 εγγράφου της Επιτροπής (παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής) προκύπτει σαφώς ότι το θεσμικό όργανο αυτό υπενθύμισε επακριβώς στην Ελληνική Δημοκρατία τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας 79/409. Οι υποχρεώσεις αυτές εκ της ΚΑΔ 1 οι οποίες έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο ελέγχων ήταν, επομένως, ιδιαιτέρως ακριβείς. Στο ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή διαπίστωνε ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν είχαν εντούτοις ελεγχθεί, στο πλαίσιο των ελέγχων περί πολλαπλής συμμορφώσεως οι οποίοι προβλέπονται εκ της ΚΑΔ 1, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, με συνέπεια τα δύο σημεία ελέγχου της ΚΑΔ 1 που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 42 ανωτέρω, όπως εφαρμόζονταν στην Ελλάδα κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, να πληρούν εν μέρει μόνον τις προς έλεγχο απαιτήσεις εκ της ΚΑΔ 1, στοιχείο που θα συνιστούσε αφεαυτού έλλειψη «βασικού ελέγχου» συνεπαγόμενη την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως.

45      Εάν η Ελληνική Δημοκρατία θεωρούσε συναφώς ότι οι υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 1 κάλυπταν και εκείνες εκ της ΚΑΔ 5 που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας 79/409, θα έπρεπε να τεκμηριώσει την αιτίαση αυτή προσκομίζοντας εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη του υποστατού των οικείων ελέγχων, αντί απλώς να μνημονεύει τον ταυτόχρονο περιορισμό της θήρας. Πράγματι, σε περίπτωση σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας εκ μέρους της Επιτροπής ως προς την αποτελεσματικότητα του επίμαχου ελέγχου, απόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει ότι οι λοιποί έλεγχοι τους οποίους διατείνεται ότι διενήργησε ήταν ισοδύναμοι εκείνων που επιτάσσει η νομοθεσία την οποία επικαλείται η Επιτροπή, εν προκειμένω των ελέγχων που αφορούν τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 5 της οδηγίας 79/409 υποχρεώσεις (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑502/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:730, σκέψεις 51 και 52). Η Ελληνική Δημοκρατία, όμως, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο για να αποδείξει ότι η αποτελεσματικότητα των ελέγχων που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο των υποχρεώσεων εκ της ΚΑΔ 5 μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον ισοδύναμη εκείνης των ελέγχων οι οποίοι αφορούσαν τις υποχρεώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 79/409. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ανακριβείς, οι εν λόγω διαπιστώσεις συνιστούν στοιχεία δυνάμενα να προκαλέσουν σοβαρές αμφιβολίες περί πλημμελούς και, ως εκ τούτου, μη αποτελεσματικού χαρακτήρα των επίμαχων ελέγχων.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι οι επίμαχοι έλεγχοι δεν ήταν αποτελεσματικοί όσον αφορά τη διακρίβωση της τηρήσεως όλων των υποχρεώσεων εκ της ΚΑΔ 1. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να της προσαφθεί ότι παρέβη το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009.

47      Επιπλέον, όσον αφορά την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας με την οποία προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή απάντησε, εμμέσως πλην σαφώς, στα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τις υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 5, τα οποία εκτέθηκαν στο σημείο 3 του από 18 Φεβρουαρίου 2015 εγγράφου της (παράρτημα A.4 του δικογράφου της προσφυγής) (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015, Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου, T-563/12, EU:T:2015:187, σκέψη 77). Πράγματι, από το σημείο 1.3 του εγγράφου της 13ης Απριλίου 2015 (παράρτημα A.5 του δικογράφου της προσφυγής) και από το σημείο 2.3 του εγγράφου της 6ης Ιουλίου 2015 (παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής) προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε λεπτομερώς τις υποχρεώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας 79/409 και ότι διευκρίνισε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε αποδείξει ότι τα οικεία σημεία ελέγχου κάλυπταν απολύτως τις υποχρεώσεις αυτές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, προβαίνοντας στις ως άνω διευκρινίσεις, απάντησε σαφώς, όσον αφορά τα επιχειρήματα του κράτους αυτού σχετικά με τις υποχρεώσεις εκ της ΚΑΔ 5, ότι δεν μπορούσαν να αποδείξουν την τήρηση όλων των υποχρεώσεων εκ της ΚΑΔ 1. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

48      Εξάλλου, όσον αφορά την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής δεν αφορούν την αναλογικότητα, αλλά περισσότερο την προσήκουσα εκτίμηση του κινδύνου για τα Γεωργικά Ταμεία ως προς το επίμαχο έτος. Δεδομένου, όμως, ότι η εκπλήρωση των διαφόρων υποχρεώσεων μπορεί να διαφέρει από το ένα έτος στο άλλο, δεν είναι δυνατόν να συναχθούν ουσιώδη συμπεράσματα για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 βάσει των αποτελεσμάτων ελέγχων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, στο πλαίσιο αναδρομικής παρεκτάσεως, κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, εν τω μεταξύ, δηλαδή για το έτος 2013, η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε διορθωτικά μέτρα.

49      Δεύτερον, όσον αφορά την παρατεθείσα στη σκέψη 7 ανωτέρω δεύτερη διαπίστωση περί πλημμέλειας, κατά την οποία ουδόλως προκύπτει ότι οι ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων είχαν ελεγχθεί κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η διαπίστωση ότι η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία αναγνώρισε ότι, κατά το έτος αυτό, η εθνική νομοθεσία της δεν προέβλεπε, για τους γεωργούς των οποίων η εκμετάλλευση βρισκόταν εκτός των ευπρόσβλητων στη νιτρορρύπανση ζωνών, καμία απαίτηση αντίστοιχη εκείνων που απορρέουν από τις ΚΑΔ και περιγράφονται στο παράρτημα II του κανονισμού 73/2009, σχετικά με την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προελεύσεως (ΚΑΔ 4), την προστασία των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (ΚΑΔ 2) και τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στο εμπόριο (ΚΑΔ 9), διατεινόμενη συναφώς ότι, για τους γεωργούς αυτούς, δεν υφίστατο υποχρέωση να τηρούν αυτές τις ελάχιστες απαιτήσεις.

50      Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 254 έως 266 της αποφάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T-506/15, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2018:53), έχει κριθεί ότι υφίστατο υποχρέωση τηρήσεως των ελάχιστων απαιτήσεων για τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων εκτός των ευπρόσβλητων από τη νιτρορρύπανση ζωνών.

51      Πράγματι, βάσει του άρθρου 39, παράγραφος 3, του κανονισμού 1698/2005, οι διαλαμβανόμενες στο άρθρο 39, στοιχείο αʹ, περίπτωση iv, του κανονισμού αυτού γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις αφορούν, εκτός από τις δεσμεύσεις εκείνες που υπερβαίνουν τα σχετικά υποχρεωτικά πρότυπα τα οποία θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 και το παράρτημα II του κανονισμού 73/2009, και τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων καθώς και τις λοιπές σχετικές υποχρεωτικές απαιτήσεις που θεσπίζονται από την εθνική νομοθεσία και προσδιορίζονται στο πρόγραμμα. Συναφώς, στο σημείο 5.3.2.1 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1974/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 (ΕΕ 2006, L 368, σ. 15), το οποίο αφορά τα απαιτούμενα ειδικά στοιχεία, διευκρινίζονται τα εξής:

«Μέτρα που στοχεύουν στην αειφορική χρήση της γεωργικής γης

Στοιχεία κοινά για ορισμένα μέτρα

Αναλυτική περιγραφή της εθνικής εφαρμογής:

για τους συγκεκριμένους σκοπούς του άρθρου 39, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005, οι ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων και άλλες υποχρεωτικές απαιτήσεις· οι ελάχιστες απαιτήσεις για τα λιπάσματα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους κώδικες ορθής πρακτικής που θεσπίζονται για γεωργικές εκμεταλλεύσεις εκτός των ευπρόσβλητων από νιτρικά ιόντα ζωνών στο πλαίσιο της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ 1991, L 375, σ. 1)], και απαιτήσεις σχετικά με τη ρύπανση από φώσφορο· οι ελάχιστες απαιτήσεις για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις ως προς την απόκτηση άδειας χρήσης των προϊόντων και την τήρηση των υποχρεώσεων κατάρτισης, απαιτήσεις σχετικά με την ασφαλή αποθήκευση, τον έλεγχο των μηχανημάτων εφαρμογής και κανόνες σχετικά με τη χρήση παρασιτοκτόνων κοντά σε νερό και άλλες ευαίσθητες τοποθεσίες, όπως αυτές οι απαιτήσεις ορίζονται από [την] εθνική νομοθεσία·

[...]».

52      Συνεπώς, δεδομένου ότι οι γεωργοί, περιλαμβανομένων αυτών των οποίων η εκμετάλλευση βρισκόταν εκτός των ευπρόσβλητων στη νιτρορρύπανση ζωνών, ετύγχαναν γεωργοπεριβαλλοντικών ενισχύσεων, υπείχαν υποχρέωση να τηρούν πρόσθετες απαιτήσεις πέραν εκείνων που υπείχαν ιδίως εκ της οδηγίας 91/676, στις οποίες προσετίθεντο οι ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων, όπως διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στο σημείο 5.3.2.1 του παραρτήματος II του κανονισμού 1974/2006.

53      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία δεν δύναται να προβάλει την έλλειψη διατάξεων στην εθνική νομοθεσία της προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση τηρήσεως των ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων, οι οποίες καθορίζονται επακριβώς στο δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων στο σημείο 5.3.2.1 του παραρτήματος II του κανονισμού 1974/2006, το οποίο παραπέμπει το ίδιο στις απαιτήσεις που διατυπώνονται σαφώς ιδίως στην οδηγία 91/676. Ομοίως, δεν δύναται να προβάλει την έλλειψη αυτή προκειμένου να δικαιολογήσει την έλλειψη σχετικών ελέγχων των οποίων η διενέργεια επιβάλλεται βάσει του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση υποχρεώσεως που υπέχει από τη σχετική με το ΕΓΤΠΕ νομοθεσία της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 189 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η Ελληνική Δημοκρατία, επομένως, όφειλε, και στην περίπτωση των γεωργών των οποίων η εκμετάλλευση βρισκόταν εκτός των ευπρόσβλητων στη νιτρορρύπανση ζωνών, να μεταφέρει, προσηκόντως και πλήρως, στην εσωτερική έννομη τάξη της τις υποχρεώσεις περί τηρήσεως των εν λόγω ελάχιστων απαιτήσεων οι οποίες διαλαμβάνονται στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε εκείνες που διατυπώνονται σαφώς στην εν λόγω οδηγία.

54      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι η αποτελεσματικότητα των ελέγχων που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο των υποχρεώσεων εκ της ΚΑΔ 4, της ΚΑΔ 2 και της ΚΑΔ 9 μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον ισοδύναμη εκείνης των ελέγχων που αφορούν την εκ μέρους των γεωργών των οποίων η εκμετάλλευση βρισκόταν εκτός των ευπρόσβλητων στη νιτρορρύπανση ζωνών τήρηση των ελαχίστων απαιτήσεων σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το ακριβές ουσιαστικό περιεχόμενο των ΚΑΔ αυτών, όπως προκύπτει από την εθνική νομοθεσία. Επιπροσθέτως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε και η προβαλλόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία τροποποίηση της νομοθεσίας κατά το έτος 2013, δεδομένου ότι οι επίμαχοι έλεγχοι αφορούν το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι οι εκ μέρους της Επιτροπής διαπιστώσεις περί πλημμέλειας ήταν ανακριβείς, αυτές αποτελούν στοιχεία δυνάμενα να προκαλέσουν σοβαρές αμφιβολίες περί πλημμελούς και, ως εκ τούτου, αναποτελεσματικού χαρακτήρα των επίμαχων ελέγχων.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι η τήρηση των ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων δεν αποτέλεσε στην Ελλάδα, κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, το αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου και, ως εκ τούτου, επέβαλε διόρθωση βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1698/2005. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της μνημονευθείσας στις ανωτέρω σκέψεις 36 έως 39 νομολογίας, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 και του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009.

56      Όσον αφορά, εξάλλου, την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή απάντησε εμμέσως, πλην σαφώς, στα επιχειρήματα της πρώτης που προβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία προς αμφισβήτηση της πλημμέλειας αυτής η οποία αφορά τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Πράγματι, από το σημείο 1.6 του εγγράφου της 13ης Απριλίου 2015 (παράρτημα A.5 του δικογράφου της προσφυγής), από το σημείο 2.5 του εγγράφου της 6ης Ιουλίου 2015 (παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής) και από το σημείο 1.1.2 του εγγράφου της 25ης Ιανουαρίου 2016 (παράρτημα A.10 του δικογράφου της προσφυγής) προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα αυτά, παραπέμποντας ρητώς στο σημείο 6 του από 18 Φεβρουαρίου 2015 εγγράφου του κράτους μέλους αυτού (παράρτημα A.4 του δικογράφου της προσφυγής) και ότι επισήμανε ιδίως ότι το κράτος αυτό δεν απέδειξε ότι είχαν ελεγχθεί οι εν λόγω ελάχιστες απαιτήσεις κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012.

57      Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη πάγιας νομολογίας κατά την οποία η αιτιολογία πράξεως συμπληρώνεται και από το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, συγκεκριμένα δε από τις προγενέστερες της εκδόσεως της πράξεως επαφές εκ των οποίων συνάγεται η στενή συνεργασία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής δημοσιονομικής διορθώσεως (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-550/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:835, σκέψεις 84 και 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η Επιτροπή, προβαίνοντας στις διευκρινίσεις αυτές στο πλαίσιο των κατά τη διοικητική διαδικασία προγενέστερων επαφών, σαφώς απάντησε στα ως άνω επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία δέχθηκε η ίδια την ύπαρξη κινδύνου για τα Γεωργικά Ταμεία. Συνεπώς, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν δύναται να ευδοκιμήσει.

58      Επιπλέον, όσον αφορά την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον η προσφεύγουσα απλώς επικαλείται τον αποτρεπτικό και μη κυρωτικό χαρακτήρα της εκκαθαρίσεως προς συμμόρφωση στηριζόμενη αποκλειστικώς και μόνον στο έγγραφο VI/5330/97, το οποίο προβλέπει, άλλωστε, συντελεστή διορθώσεως ύψους 5 % για τους «βασικούς ελέγχους», η δε Επιτροπή εφήρμοσε μειωμένο συντελεστή διορθώσεως ύψους 2 %, κατώτερο του 5 % που προβλέπει ως κανόνα το εν λόγω έγγραφο, η επίμαχη διόρθωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δυσανάλογη, η δε αιτίαση πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

59      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Ως εκ τούτου, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση λόγω αδυναμιών στην ανάλυση κινδύνου

60      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την παρατεθείσα στη σκέψη 9 ανωτέρω τέταρτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, σχετικά με αδυναμίες στην ανάλυση κινδύνου όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Υπενθυμίζει τη διαπίστωση της Επιτροπής, κατά την οποία το ποσοστό μη συμμορφώσεως το οποίο διαπιστώθηκε επί του δείγματος ελέγχου που επελέγη βάσει αναλύσεως κινδύνου δεν ήταν υψηλότερο εκείνου το οποίο διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του τυχαίου δείγματος. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι από τα αναλυτικά στοιχεία εκ των επιτόπιων ελέγχων, τα οποία διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, προκύπτει ότι στο δείγμα ελέγχου βάσει αναλύσεως κινδύνου διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση των γεωργών σε ποσοστό 32,83 %, ενώ στο τυχαίο δείγμα το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 32,54 %. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η ελάχιστη αυτή διαφορά δεν μπορεί παρά να αποδίδεται σε μεμονωμένο γεγονός, προσάπτει δε στην Επιτροπή ότι ενέμεινε στη θέση της περί επιβολής διορθώσεως λόγω αδυναμίας στην ανάλυση κινδύνου.

61      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 και το άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013, καθώς και από την παράλειψη εκδόσεως εκ μέρους της Επιτροπής κατευθυντηρίων γραμμών περί του προσδιορισμού των μεθοδολογικών παραμέτρων της αναλύσεως κινδύνου, προκύπτει ότι η επιβολή διορθώσεως δικαιολογείται μόνον στην περίπτωση κατά την οποία το ποσοστό μη συμμορφώσεως που διαπιστώνεται σε τυχαίο δείγμα είναι αισθητά υψηλότερο του ποσοστού που διαπιστώνεται σε δείγμα επιλεγέν βάσει αναλύσεως κινδύνου. Αντιθέτως, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει βασίμως εκ του νόμου διόρθωση σε περίπτωση κατά την οποία από το τυχαίο δείγμα προέκυψε ποσοστό μη συμμορφώσεως ελαφρώς υψηλότερο εκείνου που διαπιστώθηκε στο δείγμα που επελέγη βάσει αναλύσεως κινδύνου, ενώ η απόκλιση αυτή μειώθηκε αισθητά κατά τα επόμενα έτη. Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται συναφώς τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο έχει κρίνει ότι ελάχιστη διαφορά ύψους 0,07 μεταξύ των δύο αυτών ποσοστών δεν δικαιολογεί την επιβολή διορθώσεως, για να επισημάνει ότι η σαφώς υψηλότερη διαφορά ύψους 0,29 που διαπιστώνεται εν προκειμένω δεν δικαιολογεί τέτοια επιβολή διορθώσεως. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές.

62      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αόριστη και μη αιτιολογημένη ως προς το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν επισήμανε, αντιθέτως προς ό,τι της είχε ζητηθεί στο πλαίσιο της αιτήσεως συμβιβασμού, ποιες ήταν οι απαιτήσεις και τα πρότυπα που δεν καλύπτονταν από την ανάλυση κινδύνου και ποιο ποσοστό αποτελούσαν οι απαιτήσεις και τα πρότυπα αυτά σε σχέση με το σύνολο των παραμέτρων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την εν λόγω ανάλυση, έτσι ώστε να τεκμηριώνεται ο λόγος για τον οποίο η ανάλυση αυτή δεν κρινόταν κατάλληλη. Κατά τον τρόπο αυτό, όμως, η Επιτροπή στέρησε από την προσφεύγουσα, όπως η δεύτερη υποστηρίζει, το δικαίωμά της απαντήσεως.

63      Η Ελληνική Δημοκρατία, εξάλλου, φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, δεδομένου ότι απέδειξε ότι σε ορισμένους γεωργούς που ελέγχθηκαν στο πλαίσιο του επιλεγέντος βάσει αναλύσεως κινδύνου δείγματος επιβλήθηκε ποσό κυρώσεως δεκαπενταπλάσιο εκείνου που επιβλήθηκε στους γεωργούς οι οποίοι ελέγχθηκαν στο πλαίσιο του τυχαίου δείγματος, συγκεκριμένα δε ποσό 866 918,38 ευρώ, έναντι ποσού 55 356,26 ευρώ, είναι πρόδηλο ότι η επιβολή διορθώσεως είναι απολύτως δυσανάλογη.

64      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμο.

65      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνονται πλείονες πλημμέλειες στο ίδιο σύστημα, οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις δεν είναι σωρευτικές, αλλά λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότερη πλημμέλεια ως ενδεικτική των κινδύνων που ενέχει το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του.

66      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβη σε τρεις διαπιστώσεις περί πλημμέλειας όσον αφορά τους «βασικούς ελέγχους». Οι διαπιστώσεις αυτές αφορούν, πρώτον, τον ανεπαρκή έλεγχο ως προς την ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών), δεύτερον, την έλλειψη ελέγχου των ελαχίστων απαιτήσεων όσον αφορά τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και, τρίτον, τον επιεική χαρακτήρα του συστήματος κυρώσεων στον πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου. Οι δύο πρώτες διαπιστώσεις αποτέλεσαν αντικείμενο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κρίθηκε δε ότι ήταν δικαιολογημένες, με συνέπεια το πρώτο αυτό σκέλος να πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

67      Δεδομένου, όμως, ότι, βάσει του εγγράφου VI/5330/97, η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 %, η οποία επιβλήθηκε βάσει των διαπιστώσεων περί πλημμέλειας που αφορούν «βασικούς ελέγχους», μεταξύ των οποίων καταλέγονται και οι δύο πρώτες διαπιστώσεις που κρίθηκαν δικαιολογημένες, καλύπτει ήδη το ποσοστό της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως η οποία επιβλήθηκε βάσει της τέταρτης διαπιστώσεως περί πλημμέλειας που αφορά τους «επικουρικούς ελέγχους», σχετικά με αδυναμίες στην ανάλυση κινδύνου, και αντιστοιχεί στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το σκέλος αυτό πρέπει να κριθεί αλυσιτελές. Πράγματι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι δεν διαπιστώθηκε καμία αδυναμία όσον αφορά την ανάλυση κινδύνου στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η δημοσιονομική διόρθωση ύψους 2 % εξακολουθεί, πάντως, να έχει εφαρμογή λαμβανομένων υπόψη των ελλείψεων ως προς τους «βασικούς ελέγχους» (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-26/16, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2017:752, σκέψεις 69 και 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί και το σκέλος αυτό και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

69      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία αποτελείται από τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά πλάνη ως προς την απόρριψη του υπολογισμού της δημοσιονομικής επιπτώσεως των διαπιστωθεισών πλημμελειών. Το δεύτερο σκέλος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Με το τρίτο σκέλος προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται πλάνη ως προς την απόρριψη του υπολογισμού της δημοσιονομικής επιπτώσεως των διαπιστωθεισών πλημμελειών

70      Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνει τέσσερις αιτιάσεις. Η πρώτη αιτίαση αφορά τη δημοσιονομική επίπτωση του επιεικούς χαρακτήρα του συστήματος κυρώσεων στον πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου. Η δεύτερη αιτίαση αφορά τη δημοσιονομική επίπτωση του ανεπαρκούς ελέγχου ως προς την ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών). Η τρίτη αιτίαση αφορά τη δημοσιονομική επίπτωση της παραλείψεως διενέργειας ελέγχου των ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Η τέταρτη αιτίαση σχετίζεται με τη δημοσιονομική επίπτωση των αδυναμιών στην ανάλυση κινδύνου.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με τη δημοσιονομική επίπτωση του επιεικούς χαρακτήρα του συστήματος κυρώσεων στον πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου

71      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι πρότεινε, κατά τη διοικητική διαδικασία, πλήρη και συγκεκριμένο υπολογισμό των δημοσιονομικών συνεπειών που ενδέχεται να έχει η παρατεθείσα στη σκέψη 8 ανωτέρω τρίτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, η οποία αφορά την επιείκεια που διακρίνει το σύστημα κυρώσεων του πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου και η οποία προσάπτεται στο κράτος αυτό όσον αφορά τα έτη 2012, 2013 και 2014. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η επιείκεια αυτή δεν αφορά ούτε όλα τα σημεία ελέγχου που εξετάζονται στο πλαίσιο κάθε απαιτήσεως ούτε και όλους τους βαθμούς βαρύτητας των διαφόρων παραβάσεων που μπορεί να εντοπιστούν μέσω ενός ορισμένου σημείου ελέγχου.

72      Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι παρέθεσε, στο από 15 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφό της, αναλυτικό πίνακα συνοδευόμενο από λεπτομερείς εξηγήσεις ως προς τις παραδοχές που ελήφθησαν υπόψη και ότι υπέβαλε πρόταση υπολογισμού της ενδεχόμενης εφάπαξ διορθώσεως η οποία θα ανερχόταν σε ποσό ύψους 147 626,69 ευρώ, προβάλλοντας μεταξύ άλλων διάφορα επιχειρήματα. Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η διαφορά εκ της αμειψισποράς κατά το ήμισυ (50 %), δεδομένου ότι μέρος μόνον των παραβατών δεν καλλιεργούσε καθόλου ψυχανθή, ενώ αρκετοί εξ αυτών καλλιεργούσαν, όχι όμως σε ποσοστό 20 %. Δεύτερον, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η διαφορά εκ των αιγοπροβάτων σε ποσοστό 10 %, διότι πέντε σημεία ελέγχου ή παραβάσεις στο υπόδειγμα 2 της εκθέσεως ελέγχου χαρακτηρίζονται ως μη μόνιμα, μικρής βαρύτητας και εκτάσεως χωρίς αποτέλεσμα, τα οποία δεν δικαιολογούν, επομένως, μείωση ύψους 1 %, ενώ ένα εκ των σημείων αυτών αντιστοιχούσε στην περίπτωση των ζώων που φέρουν ενώτιο, δηλαδή το 1/5 των παραβάσεων, εκ των οποίων το ήμισυ (1/2) αφορούσε πολύ μεγάλο αριθμό ζώων φερόντων ενώτιο, ώστε να δικαιολογεί την αύξηση της μειώσεως σε 3 %. Τρίτον, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η διαφορά εκ των βοοειδών κατά το ήμισυ 50 %, διότι μόνον ένα σημείο ελέγχου ή μόνον μία παράβαση του υποδείγματος 2 της εκθέσεως ελέγχου μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει μόνιμο χαρακτήρα, είναι μικρής βαρύτητας και εκτάσεως χωρίς αποτέλεσμα, ώστε να μη δικαιολογείται μείωση ύψους 1 %, είναι δε πιθανό το ήμισυ των παραβάσεων αυτών να οφείλεται σε πολύ μεγάλο αριθμό ζώων φερόντων ενώτιο, ώστε να δικαιολογείται αύξηση της μειώσεως στο 3 %. Τέταρτον, έπρεπε, κατά την προσφεύγουσα, η διαφορά που προέρχεται από την ασφάλεια τροφίμων να ληφθεί υπόψη σε ποσοστό 25 %, διότι υπάρχουν οκτώ σημεία ελέγχου ή παραβάσεις στο υπόδειγμα της εκθέσεως ελέγχου τα οποία χαρακτηρίζονται ως μη μόνιμου χαρακτήρα, μικρής βαρύτητας και εκτάσεως χωρίς αποτέλεσμα, ώστε να δικαιολογούν μείωση ύψους 1 %, μεταξύ δε των σημείων αυτών μόνον δύο επηρεάζουν άμεσα την ιχνηλασιμότητα των τροφίμων, με συνέπεια τα 2/8 των παραβάσεων να συνηγορούν υπέρ του περιορισμού της διαφοράς, για την απαίτηση αυτή, στο 25 %.

73      Η Ελληνική Δημοκρατία επικρίνει την Επιτροπή διότι απέρριψε, με το από 25 Ιανουαρίου 2016 έγγραφό της, αυτόν τον πλήρη και εξαιρετικά ενδελεχή υπολογισμό, μολονότι είχε προγενέστερα δεχθεί το πρώτο μέρος του υπολογισμού, στο οποίο ο μέγιστος κίνδυνος για τα Γεωργικά Ταμεία υπολογιζόταν σε 429 390,86 ευρώ, αιτιολογώντας την απόρριψη αυτή βάσει της διαπιστώσεως ότι το δεύτερο μέρος του υπολογισμού στηριζόταν σε συντελεστή ο οποίος εφαρμοζόταν χωρίς καμία σύνδεση με συγκεκριμένους φακέλους και, ως εκ τούτου, βασιζόταν σε μη επαληθεύσιμες παραδοχές.

74      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι το Όργανο Συμβιβασμού, στη γνώμη που εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 2016, ζήτησε από την Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω υπολογισμού, να ελέγξει εκ νέου τις επισφαλείς δαπάνες, δεδομένου ότι η προσαπτόμενη στο κράτος αυτό επιεικής αντιμετώπιση παρατηρήθηκε μόνον σε σχέση με ορισμένες ΚΑΔ και ορισμένες καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές καταστάσεις, οι οποίες περιγράφονται στο παράρτημα III του κανονισμού 73/2009. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει συναφώς ότι η Επιτροπή, στην από 20 Φεβρουαρίου 2017 τελική θέση της, απλώς υπενθύμισε ότι είχε αποδεχθεί την εκτίμηση κινδύνου που προκύπτει από το πρώτο στάδιο του υπολογισμού και τόνισε ότι ο εν λόγω υπολογισμός ανταποκρινόταν στις ανησυχίες του Οργάνου Συμβιβασμού ως προς το ότι η διόρθωση συνδέεται με τις επισφαλείς δαπάνες.

75      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμη.

76      Επισημαίνεται συναφώς ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση λαμβάνονται βάσει της συνοπτικής εκθέσεως, καθώς και της αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Στο ιδιάζον πλαίσιο της επεξεργασίας των αποφάσεων περί συμμορφώσεως, η υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει την εκ μέρους της απόρριψη της εκτιμήσεως περί της δημοσιονομικής επιπτώσεως των διαπιστωθεισών ελλείψεων την οποία πρότεινε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τους αναπτυχθέντες ισχυρισμούς και την εξέλιξη της επιχειρηματολογίας των μερών, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας η οποία προηγείται της εκδόσεως της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής και της οποίας σκοπός είναι να επιτευχθεί, με βάση τις πληροφορίες που έχει προσκομίσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, συμφωνία επί του συντελεστή δημοσιονομικής διορθώσεως ή, ελλείψει συμφωνίας, να υπάρξει συμβιβασμός των αντίστοιχων θέσεων των εν λόγω μερών, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 1306/2013 (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψεις 45 και 46).

77      Εξάλλου, μολονότι απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης, εφόσον αποδεικνύεται η ως άνω παράβαση, απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη ως προς τις εξ αυτού δυνάμενες να συναχθούν δημοσιονομικές συνέπειες. Επομένως, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να προσκομίσει την κατά το δυνατόν πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το υποστατό των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Η κατανομή αυτή του βάρους αποδείξεως σχετικά με τις δημοσιονομικές συνέπειες από τις διαπιστωθείσες ελλείψεις οφείλεται στο γεγονός ότι η διαχείριση της χρηματοδοτήσεως από το ΕΓΤΕ και το ΕΓΤΑΑ απόκειται κυρίως στις εθνικές διοικητικές αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί η μέριμνα για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης. Μόνον το κράτος μέλος είναι σε θέση να γνωρίζει και να καθορίζει με ακρίβεια τα αναγκαία για την κατάρτιση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ στοιχεία, ενώ η Επιτροπή δεν έχει την απαιτούμενη εγγύτητα ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται από τους οικονομικούς φορείς (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Διαπιστώνεται επίσης ότι η αρχή της Ένωσης, εν προκειμένω η Επιτροπή, οφείλει να απαντήσει ρητώς στα ακριβή και λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία που προσκομίζει το κράτος μέλος το οποίο, κατά τη διοικητική διαδικασία, επιδιώκει να ανταποκριθεί στο βάρος του αποδείξεως ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειες των διαπιστωθεισών ελλείψεων, αναπτύσσοντας προς τον σκοπό αυτό διάλογο με την Επιτροπή ώστε να ανευρεθεί η πλέον σύμφωνη με τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας λύση (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 50).

80      Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τα συμπεράσματα του Οργάνου Συμβιβασμού κατά την έκδοση της αποφάσεώς της (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής, T-486/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:465, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Οι αιτιάσεις σχετικά με την απόρριψη της προτάσεως υπολογισμού που υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία, όσον αφορά τις ενδεχόμενες δημοσιονομικές συνέπειες εκ της τρίτης διαπιστώσεως περί πλημμέλειας, πρέπει να εξετασθούν με γνώμονα τις ως άνω αρχές.

82      Συναφώς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 77 και 78 ανωτέρω, στο οικείο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει την κατά το δυνατόν πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το υποστατό των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής.

83      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί εάν, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε την κατά το δυνατόν πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το υποστατό των αριθμητικών στοιχείων και εάν προσκόμισε, συναφώς, επαρκώς ακριβή στοιχεία εκτιμήσεως δυνάμενα να καταδείξουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη ως προς την απόρριψη του υπολογισμού της δημοσιονομικής επιπτώσεως λόγω της επιείκειας που διακρίνει το σύστημα κυρώσεων στον πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου.

84      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με το από 15 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφό της, προέβαλε σειρά ισχυρισμών προς στήριξη της εκ μέρους της προτάσεως υπολογισμού, προκειμένου να μειωθεί η διόρθωση που μπορούσε να επιβληθεί λόγω της επιείκειας του συστήματος κυρώσεων του πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου, η οποία προσάπτεται στο οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τα έτη από το 2012 έως και το 2014. Ως εκ τούτου, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι ορισμένες διαφορές έπρεπε να ληφθούν υπόψη μόνον «κατά το ήμισυ», δεδομένου ότι «μέρος» μόνον των παραβατών δεν καλλιεργούσε καθόλου ψυχανθή, ενώ «αρκετοί [εξ αυτών]» καλλιεργούσαν. Πρότεινε επίσης να ληφθεί υπόψη η διαφορά που προερχόταν από τα αιγοπρόβατα «κατά [ποσοστό] 10 %», διότι πέντε σημεία ελέγχου ή παραβάσεις «αξιολογούνται» ως μη μόνιμου χαρακτήρα, «μικρής σοβαρότητας» και «έκτασης χωρίς αποτέλεσμα». Ομοίως, όσον αφορά τα φέροντα ενώτιο ζώα, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι «θεωρ[ούσε]» πιθανό ότι το «ήμισυ (1/2)» αφορούσε «πολύ μεγάλο αριθμό ζώων» φερόντων ενώτιο. Επισήμανε επίσης ότι η διαφορά που προερχόταν από τα βοοειδή μπορούσε να «αξιολογηθεί» ως μη μόνιμη και «μικρής σοβαρότητας» και ότι ήταν «πιθανό» το «ήμισυ» των παραβάσεων αυτών να οφείλεται σε «πολύ μεγάλο αριθμό ζώων» με ένα ενώτιο.

85      Συναφώς, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2016 και από τη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή δεν δέχθηκε την πρόταση αυτή υπολογισμού την οποία υπέβαλαν οι ελληνικές αρχές. Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 11 ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, δεδομένου ότι η τελική εκτίμηση που πρότειναν οι αρχές αυτές στηριζόταν σε μη επαληθεύσιμες παραδοχές, αδυνατούσε να δεχθεί αυτή την εκτίμηση κινδύνου.

86      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μνημονευθέντες στη σκέψη 84 ανωτέρω ισχυρισμοί είναι ιδιαιτέρως αόριστοι και ασαφείς και δεν καθιστούν δυνατή τη σύνδεση με την πραγματικότητα. Πράγματι, τα προβληθέντα από την Ελληνική Δημοκρατία στοιχεία εκτιμήσεως που περιέχουν όρους όπως αυτοί που μνημονεύθηκαν στην εν λόγω σκέψη, συγκεκριμένα δε τις λέξεις «μέρος», «αρκετοί» και «πιθανό», δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αρκούντως ακριβή.

87      Επομένως, δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές πρότειναν μειώσεις βασιζόμενες σε υποθετικά και μη τεκμηριωμένα επιχειρήματα και δεν προσκόμισαν συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή δεν υποχρεούτο να τις λάβει υπόψη, διότι η διόρθωση πρέπει να αντιστοιχεί στον πραγματικό κίνδυνο απώλειας για τα Γεωργικά Ταμεία και όχι σε υποθετικώς μειωμένο κίνδυνο.

88      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που διατυπώθηκαν με τη μνημονευθείσα στις σκέψεις 76 έως 79 ανωτέρω νομολογία, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έκρινε τους ισχυρισμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας ως μη επαληθεύσιμες παραδοχές και ότι, ως εκ τούτου, απέρριψε την πρόταση υπολογισμού που βασιζόταν σε αυτές.

89      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή ακολούθησε τη σύσταση του Οργάνου Συμβιβασμού να ελέγξει τις επισφαλείς δαπάνες, διότι η επιείκεια του επίμαχου συστήματος επιβολής κυρώσεων αφορούσε μόνον ορισμένες από αυτές. Πράγματι, η Επιτροπή περιόρισε την επίμαχη διόρθωση μόνο στις περιπτώσεις που είχαν τύχει επιεικούς αντιμετωπίσεως, συγκεκριμένα δε εκείνες στις οποίες είχε επιβληθεί κύρωση με συντελεστή 1 %, ενώ θα έπρεπε να επιβληθεί η γενική κύρωση ύψους 3 %. Επιπροσθέτως, συναφώς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον ορισμένες δαπάνες για τον υπολογισμό της διορθώσεως, στηριζόμενη στην εκτίμηση κινδύνου που είχαν υποβάλει οι ελληνικές αρχές, εφόσον επρόκειτο περί ακριβούς υπολογισμού. Επομένως, η Επιτροπή ακολούθησε την εν λόγω σύσταση και υιοθέτησε τον υπολογισμό των αρχών αυτών, στο μέτρο, πάντως, που ο υπολογισμός αντιστοιχούσε σε ακριβή υπολογισμό βασιζόμενο σε καταχωρισθέντα και επαληθεύσιμα στοιχεία ελέγχου.

90      Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της δευτέρας αιτιάσεως, η οποία αφορά τη δημοσιονομική επίπτωση του ανεπαρκούς ελέγχου ως προς την ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών)

91      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι πρότεινε, κατά τη διοικητική διαδικασία, υπολογισμό των δημοσιονομικών συνεπειών που ενδέχεται να έχει η παρατεθείσα στη σκέψη 6 ανωτέρω πρώτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, η οποία αφορά ανεπαρκή έλεγχο ως προς την ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών) και η οποία προσάπτεται στο κράτος αυτό όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Διευκρινίζει ότι, με το από 15 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφό της, προσδιόρισε εφάπαξ ποσό αποκλεισμού ύψους 497,84 ευρώ, βάσει των παραβάσεων που εντοπίστηκαν κατόπιν της υιοθετήσεως των σχετικών σημείων ελέγχου στο υπόδειγμα εκθέσεως για τα έτη 2013 και 2014, σε συνδυασμό με το ποσό που δικαιούνταν οι ελεγχθέντες γεωργοί για το έτος 2012. Το ποσό αυτό απεικονίζει με τον ασφαλέστερο δυνατό τρόπο τον πραγματικό κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκαν τα Γεωργικά Ταμεία εξαιτίας της ελλείψεως ελάχιστων σημείων όσον αφορά την ΚΑΔ 1.

92      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κλήθηκε από το Όργανο Συμβιβασμού να ελέγξει εκ νέου κατά πόσον η εφαρμογή της διορθώσεως μπορούσε να περιορισθεί σε ορισμένους υποπληθυσμούς. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει συναφώς ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εντούτοις έκρινε, αφενός, ότι η επίμαχη διόρθωση δεν μπορούσε να επανεξετασθεί βάσει διακρίσεως μεταξύ των δικαιούχων και, αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να δεχθεί διάκριση με βάση υποπληθυσμούς για τους οποίους διαπιστώθηκε παράβαση ως προς ένα έτος υποβολής αιτήσεων όταν το σύνολο των στοιχείων ελέγχου της ΚΑΔ 1 είχαν πράγματι ελεγχθεί, δηλαδή μια αναδρομική παρέκταση.

93      Η Ελληνική Δημοκρατία, όμως, υποστηρίζει ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής περί του υπολογισμού των δημοσιονομικών διορθώσεων προκύπτει ότι επιβολή διορθώσεως που αντιστοιχεί σε κατ’ αποκοπήν ποσοστό επί του συνόλου των δαπανών χωρεί μόνον επικουρικώς και μόνον στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατός ο επακριβής προσδιορισμός του ποσού της διορθώσεως. Ωστόσο, εν προκειμένω, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή επέβαλε τελικώς διόρθωση ίση όχι με τον πραγματικό κίνδυνο, αλλά με τον μέγιστο δυνητικό κίνδυνο. Επιπλέον, δεν προέβαλε κανένα βάσιμο επιχείρημα προς απόρριψη του εκ μέρους του κράτους αυτού υπολογισμού ή προς απόδειξη του ότι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος. Αντιθέτως και κατά τρόπο ενέχοντα αντίφαση, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υποστήριξε, προκειμένου να μην προβεί εκ νέου σε εκτίμηση της μεθόδου υπολογισμού, ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα του ελέγχου που διενεργήθηκε το 2013, χρόνο κατά τον οποίο, κατά την Επιτροπή, είχε αρθεί η παράβαση, προκειμένου να εκτιμήσει τον πραγματικό κίνδυνο που θα μπορούσαν να διατρέχουν τα Ταμεία κατά το έτος διαπιστώσεως της παραβάσεως από την Επιτροπή.

94      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμη.

95      Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι, με το από 15 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφό της, η Ελληνική Δημοκρατία πρότεινε υπολογισμό ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα εφάπαξ ποσό αποκλεισμού ύψους 497,84 ευρώ, προκειμένου να μειωθεί η δυνάμενη να επιβληθεί διόρθωση λόγω ανεπαρκών ελέγχων ως προς την ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών), οι οποίοι της προσάπτονταν για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Η εκτίμησή της αυτή στηρίχθηκε στις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατόπιν της υιοθετήσεως των σχετικών σημείων ελέγχου στο υπόδειγμα εκθέσεως για τα έτη 2013 και 2014, σε συνδυασμό με το ποσό που δικαιούνταν οι ελεγχθέντες γεωργοί για το έτος 2012.

96      Εν συνεχεία, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή απέρριψε την εκτίμηση που πρότεινε η Ελληνική Δημοκρατία. Ειδικότερα, η Επιτροπή εξηγεί ότι οι έλεγχοι διενεργούνται για την εκάστοτε υπό έλεγχο χρονική περίοδο και ότι, επειδή το ύψος των κυρώσεων όσον αφορά παράβαση συγκεκριμένης απαιτήσεως ποικίλλει σημαντικά από το ένα έτος στο άλλο, το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις βασίζονται στα στοιχεία του έτους 2013 δεν διασφαλίζει ότι το προταθέν ποσό καλύπτει πλήρως τον κίνδυνο για τα Γεωργικά Ταμεία. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι οι έλεγχοι αυτοί έπρεπε να διενεργούνται κάθε έτος, δεν ήταν προσήκον απλώς να παρεκταθούν τα αποτελέσματα των ελέγχων άλλου έτους.

97      Επισημαίνεται συναφώς ότι η εξήγηση αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία, κατά την οποία μέθοδος παρεκτάσεως διά προβολής στηριζόμενη στις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια μεταγενέστερου έτους δεν δύναται να αποτελέσει ασφαλή βάση υπολογισμού (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-675/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:123, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η μέθοδος υπολογισμού διά παρεκτάσεως η οποία εξετάζεται στο έγγραφο AGRI‑2005-64043, και η οποία θα έπρεπε να εφαρμοσθεί κατά προτεραιότητα όσον αφορά τη μέθοδο του κατ’ αποκοπήν υπολογισμού, διαφέρει ως προς τον χαρακτήρα της από τη μέθοδο υπολογισμού που πρότεινε η Ελληνική Δημοκρατία, δεδομένου ότι το κράτος μέλος αυτό στηρίζεται στην αναδρομική παρέκταση των στοιχείων, δηλαδή στην εφαρμογή των συμπερασμάτων που αφορούν το έτος 2013 στην περίπτωση του έτους 2012, ενδεχόμενο που ακριβώς απορρίπτει η νομολογία. Ως εκ τούτου, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις σχετικά με τα δύο έτη έπρεπε να είναι όμοιες, δεν μπορούσε να προβεί σε παρέκταση διά προβολής λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις του έτους 2013 προκειμένου να καθορίσει εκείνες του έτους 2012, οπότε η Επιτροπή μπορούσε να απορρίψει τον υπολογισμό εφάπαξ ποσού τον οποίο πρότεινε το εν λόγω κράτος για το 2012.

98      Επιπλέον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή εξηγεί ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει τη γνώμη του Οργάνου Συμβιβασμού για περιορισμό της βάσεως εφαρμογής της διορθώσεως σε ορισμένους υποπληθυσμούς, διότι, καθόσον όλοι οι δικαιούχοι που υπόκεινται στις απαιτήσεις πολλαπλής συμμορφώσεως και, ως εκ τούτου, όλοι οι δικαιούχοι του δείγματος ελέγχου υπόκεινται στην ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών), δεν ήταν δυνατό να περιορισθεί ο πληθυσμός τους όσον αφορά την επιβολή της διορθώσεως. Επισημαίνεται συναφώς ότι η εξήγηση αυτή είναι σύμφωνη με το έγγραφο AGRI-2005-64043, το οποίο προβλέπει την επιβολή κατ’ αποκοπήν διορθώσεων οσάκις δεν είναι δυνατός ο καθορισμός του ακριβούς εφάπαξ ποσού, οπότε η Επιτροπή επέβαλε βασίμως κατά νόμον κατ’ αποκοπήν διόρθωση στο σύνολο του οικείου πληθυσμού.

99      Ως εκ τούτου, καθόσον δεν ήταν δυνατός εν προκειμένω ο καθορισμός του ακριβούς ποσού της διορθώσεως, ορθώς επέβαλε η Επιτροπή κατ’ αποκοπήν διόρθωση στο σύνολο του οικείου πληθυσμού, μειωμένη, πάντως, λαμβανομένων υπόψη ελαφρυντικών περιστάσεων, σε ποσοστό ύψους 2 %, αντί του 5 % που προβλέπεται για τους βασικούς ελέγχους.

100    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν δέχθηκε τον υπολογισμό διά παρεκτάσεως που πρότεινε η Ελληνική Δημοκρατία, όσον αφορά τους ανεπαρκείς ελέγχους ως προς την ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών).

101    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη δημοσιονομική επίπτωση της παραλείψεως διενέργειας ελέγχου των ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα

102    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού, προσκόμισε εξειδικευμένο υπολογισμό των δημοσιονομικών συνεπειών που ενδέχεται να έχει η παρατεθείσα στη σκέψη 7 ανωτέρω δεύτερη διαπίστωση περί πλημμέλειας, σχετικά με την παράλειψη διενέργειας ελέγχου των ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η οποία της προσάπτεται όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι προσκόμισε αναλυτικό πίνακα υπολογισμού της δημοσιονομικής επιπτώσεως της εν λόγω διαπιστώσεως, σε περίπτωση κατά την οποία η διαπίστωση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί.

103    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, παρά τη σχετική σύσταση του Οργάνου Συμβιβασμού, η Επιτροπή δεν προέβη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε αξιολόγηση του εκ μέρους του κράτους αυτού ακριβούς υπολογισμού. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, προκειμένου να δικαιολογήσει την παράλειψη αυτή, η Επιτροπή ανέφερε ότι η πρόταση του Οργάνου Συμβιβασμού για περαιτέρω μείωση του πληθυσμού δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, αλλά ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η υπό κρίση πλημμέλεια ως προς τη λειτουργία «βασικού ελέγχου» ήταν το ένα μόνον από τα στοιχεία βάσει των οποίων επεβλήθη δημοσιονομική διόρθωση, με συνέπεια η ίδια διόρθωση με εκείνη που επεβλήθη βάσει της πρώτης διαπιστώσεως περί πλημμέλειας, αφορώσας ανεπαρκή έλεγχο ως προς την ΚΑΔ 1, να έχει εφαρμογή στο σύνολο του πληθυσμού, δεδομένου ότι η τελευταία κατ’ αποκοπήν διόρθωση απορροφά την προηγούμενη. Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι απέσχε πλήρως από οποιαδήποτε ουσιαστική αξιολόγηση των στοιχείων υπολογισμού που παρέσχε η προσφεύγουσα.

104    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμη η τρίτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

105    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού, η Ελληνική Δημοκρατία πρότεινε υπολογισμό ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα ποσό αποκλεισμού ύψους 259 779, 80 ευρώ, προκειμένου να μειωθεί η διόρθωση που μπορούσε να επιβληθεί λόγω της παραλείψεως διενέργειας ελέγχου των ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η οποία της προσάπτεται για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Διαπιστώνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα, προς στήριξη του υπολογισμού αυτού, προσκόμισε στο Όργανο Συμβιβασμού απλώς πίνακα που περιείχε αριθμητικά στοιχεία μειώσεων, χωρίς να τεκμηριώσει τις μειώσεις αυτές.

106    Εν συνεχεία, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή απέρριψε τον προταθέντα από την Ελληνική Δημοκρατία υπολογισμό και ότι έλαβε θέση επί του πίνακα μειώσεων. Ειδικότερα, η Επιτροπή εξηγεί στην έκθεση αυτή ότι η επίμαχη διόρθωση έχει εφαρμογή αποκλειστικώς στην περίπτωση των δικαιούχων γεωργοπεριβαλλοντικών ενισχύσεων εκ μέρους του ΕΓΤΑΑ και ότι, κατά συνέπεια, δεν χωρούσε περαιτέρω μείωση του πληθυσμού. Η Επιτροπή εξηγεί επίσης ότι η επίμαχη αδυναμία ως προς τη λειτουργία «βασικού ελέγχου» είναι ένα μόνον από τα στοιχεία που οδήγησαν στην επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως και ότι, ακόμη και αν η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % περιοριζόταν πράγματι στους «δικαιούχους του ΕΓΤΑΑ», η ίδια κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % είχε ήδη επιβληθεί, όσον αφορά το έτος 2012, στο σύνολο του πληθυσμού των δικαιούχων στο πλαίσιο της διορθώσεως που επεβλήθη λόγω ανεπαρκών ελέγχων ως προς την ΚΑΔ 1, με συνέπεια να μην είναι, εν πάση περιπτώσει, δυνατή η προσθήκη ενός επιπλέον ποσοστού 2 % στον υποπληθυσμό των «δικαιούχων του ΕΓΤΑΑ», λόγω της απαγορεύσεως σωρεύσεως των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97.

107    Ως εκ τούτου, ορθώς επέβαλε η Επιτροπή κατ’ αποκοπήν διόρθωση στο σύνολο του οικείου πληθυσμού, μειωμένη, πάντως, λαμβανομένων υπόψη ελαφρυντικών περιστάσεων, σε ποσοστό ύψους 2 %, αντί του 5 % που προβλέπεται για τους βασικούς ελέγχους. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τη μνημονευθείσα στις σκέψεις 76 έως 79 νομολογία, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή ενδελεχέστερη εξέταση των μειώσεων οι οποίες περιέχονται σε έναν απλό πίνακα με αριθμητικά στοιχεία και οι οποίες, άλλωστε, δεν ήταν καν τεκμηριωμένες.

108    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι απέρριψε τον προταθέντα από την Ελληνική Δημοκρατία υπολογισμό, κατά το μέτρο που αφορούσε την παράλειψη διενέργειας ελέγχου των ελαχίστων απαιτήσεων σχετικά με τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

109    Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της τετάρτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη δημοσιονομική επίπτωση των αδυναμιών στην ανάλυση κινδύνου

110    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την παρατεθείσα στη σκέψη 9 ανωτέρω τέταρτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, σχετικά με τις αδυναμίες στην ανάλυση κινδύνου για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, είχε επισημάνει, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ότι το ανερχόμενο στα 866 918,38 ευρώ ποσό των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στους γεωργούς οι οποίοι ελέγχθηκαν στο πλαίσιο του δείγματος ελέγχου που επιλέχθηκε βάσει αναλύσεως κινδύνου ήταν δεκαπέντε φορές μεγαλύτερο του ανερχόμενου συγκεκριμένα στα 55 356,26 ευρώ ποσού των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στους γεωργούς οι οποίοι ελέγχθηκαν στο πλαίσιο του τυχαίου δείγματος. Τούτο καταδεικνύει, κατά την προσφεύγουσα, ότι δεν υπήρξε κίνδυνος για τα γεωργικά ταμεία λόγω των σχετικών με την ανάλυση κινδύνου ελλείψεων.

111    Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι το Όργανο Συμβιβασμού διαπίστωσε ότι και η ανάλυση κινδύνου θα μπορούσε να αφορά ορισμένους υποπληθυσμούς και κάλεσε την Επιτροπή να ελέγξει εκ νέου το σχετικό συμπέρασμά της. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, εντούτοις, η Επιτροπή ουδόλως έλαβε υπόψη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την υπόδειξη του εν λόγω οργάνου, κρίνοντας ότι το οικείο κράτος δεν είχε προσκομίσει νέα στοιχεία.

112    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμη η τέταρτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

113    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι, στο από 19 Δεκεμβρίου 2014 έγγραφό της, η Επιτροπή επισήμανε ότι, όσον αφορά το δείγμα που επέλεξε ο οργανισμός πληρωμών το 2012, τα κριτήρια αναλύσεως κινδύνου δεν ήταν κατάλληλα, δεδομένου ότι δεν ήταν αρκούντως συγκεκριμένα και δεν κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των οικείων απαιτήσεων και προτύπων. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, επιπροσθέτως, από τα ετήσια στατιστικά στοιχεία ελέγχου προέκυπτε ότι το ποσοστό μη συμμορφώσεως που διαπιστώθηκε κατόπιν επιτόπιων ελέγχων στο δείγμα ελέγχου βάσει της αναλύσεως κινδύνου δεν ήταν υψηλότερο εκείνου που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του τυχαίου δείγματος, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνει την ανεπάρκεια της αναλύσεως κινδύνου και τον αντίκτυπό της στον αριθμό των κυρώσεων που επιβλήθηκαν.

114    Στο από 15 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφό της απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε, όσον αφορά τις αδυναμίες στην ανάλυση κινδύνου, ότι η ελάχιστη διαφορά που διαπιστώθηκε για το έτος 2012 μεταξύ των αποτελεσμάτων επί του δείγματος που επελέγη βάσει αναλύσεως κινδύνου και εκείνων του τυχαίου δείγματος αποτελούσε απλώς μεμονωμένο γεγονός και ότι δεν έπρεπε να έχει ως συνέπεια την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως για το συγκεκριμένο έτος.

115    Εν συνεχεία, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή, στο από 25 Ιανουαρίου 2016 έγγραφό της, ενέμεινε στη θέση της ότι, καθόσον ορισμένα κριτήρια αναλύσεως κινδύνου δεν κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των οικείων απαιτήσεων και προτύπων, η ανάλυση κινδύνου δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, στοιχείο που ενείχε κίνδυνο για τα Γεωργικά Ταμεία όσον αφορά το έτος 2012. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του εγγράφου AGRI-2005-64043, έπρεπε να προταθεί διόρθωση ύψους 2 % η οποία έπρεπε να εφαρμοσθεί στο σύνολο των αιτούντων την καταβολή άμεσων ενισχύσεων και ενισχύσεων αγροτικής αναπτύξεως, πλην όμως το ύψος της διορθώσεως που είχε προταθεί για τους «βασικούς ελέγχους» κάλυπτε ήδη τον κίνδυνο αυτό.

116    Ενώπιον του Οργάνου Συμβιβασμού, η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για την προβαλλόμενη ακαταλληλότητα των κριτηρίων αναλύσεως κινδύνου που είχε χρησιμοποιήσει η προσφεύγουσα. Υποστήριξε επίσης ότι η αιτίαση της Επιτροπής περί του ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009 ήταν αόριστη. Προέβαλε, εξάλλου, ότι τα στατιστικά στοιχεία δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να δικαιολογήσουν τις παρατυπίες αυτές, κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι είχε επισημάνει ότι η στατιστική διαφορά που διαπιστώθηκε όσον αφορά το έτος 2012 συνιστούσε μεμονωμένο γεγονός. Ως εκ τούτου, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η προταθείσα από την Επιτροπή διόρθωση ήταν αδικαιολόγητη και έπρεπε να ακυρωθεί.

117    Το Όργανο Συμβιβασμού επισήμανε, στη γνώμη του, ότι η έλλειψη απαιτήσεων και προτύπων όσον αφορά την ανάλυση κινδύνου θα μπορούσε να αφορά και ορισμένους επακριβώς καθοριζόμενους υποπληθυσμούς. Κάλεσε, επομένως, την Επιτροπή να ελέγξει εκ νέου κατά πόσον η επιβολή της διορθώσεως θα μπορούσε να περιορισθεί σε συγκεκριμένους πληθυσμούς.

118    Στην τελική θέση της, η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψή της συναφώς, αναφέροντας ότι δεν είχε προσκομισθεί κανένα νέο στοιχείο το οποίο θα της παρείχε τη δυνατότητα να περιορίσει τον πληθυσμό επί του οποίου εφαρμόζεται η διόρθωση.

119    Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε, κατά τη διοικητική διαδικασία, αρκούντως ακριβή στοιχεία δυνάμενα να θέσουν εν αμφιβόλω τη διόρθωση που πρότεινε η Επιτροπή, καταδεικνύοντας ότι η δεύτερη υπέπεσε σε πλάνη ως προς το ζήτημα αυτό, μολονότι το οικείο κράτος μέλος έφερε το βάρος αποδείξεως. Επιπλέον, παρατηρείται ότι δεν προβλήθηκε κανένα νέο επιχείρημα κατά τη διαδικασία συμβιβασμού, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του οικείου πληθυσμού.

120    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις συστάσεις του Οργάνου Συμβιβασμού κατά την έκδοση της αποφάσεώς της, κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, με τη γνώμη του, το όργανο αυτό απλώς την «κάλεσε» να «ελέγξει εκ νέου κατά πόσον» η εφαρμογή της διορθώσεως μπορούσε να περιορισθεί σε ορισμένους πληθυσμούς.

121    Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που διατυπώθηκαν με τη μνημονευθείσα στις ανωτέρω σκέψεις 76 έως 79 νομολογία, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση λόγω αδυναμιών στην ανάλυση κινδύνου για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Κατά συνέπεια, η τέταρτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

122    Εν πάση περιπτώσει, τονίζεται ότι η τέταρτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως είναι αλυσιτελής για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εξετέθησαν στις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω.

123    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πλάνη ως προς την απόρριψη του υπολογισμού της δημοσιονομικής επιπτώσεως των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

124    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Όργανο Συμβιβασμού, στη γνώμη που εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 2016, ζήτησε από την Επιτροπή, η οποία είχε απορρίψει την υποβληθείσα από την προσφεύγουσα πρόταση υπολογισμού, να ελέγξει εκ νέου τις επισφαλείς δαπάνες οι οποίες μπορούσαν να οφείλονται στην παρατεθείσα στη σκέψη 8 ανωτέρω τρίτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, δεδομένου ότι, κατά τα φαινόμενα, ο προσαπτόμενος στο κράτος αυτό επιεικής χαρακτήρας του συστήματος κυρώσεων παρατηρήθηκε μόνον σε σχέση με ορισμένες ΚΑΔ και ορισμένες καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές καταστάσεις, οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα III του κανονισμού 73/2009. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει συναφώς ότι η Επιτροπή, στην από 20 Φεβρουαρίου 2017 τελική θέση της, απλώς υπενθύμισε ότι είχε αποδεχθεί την εκτίμηση κινδύνου που προκύπτει από το πρώτο στάδιο του υπολογισμού και τόνισε ότι ο εν λόγω υπολογισμός ανταποκρινόταν στις ανησυχίες του Οργάνου Συμβιβασμού ως προς το ότι η διόρθωση συνδέεται με τις επισφαλείς δαπάνες.

125    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού, προσκόμισε εξειδικευμένο υπολογισμό των δημοσιονομικών συνεπειών που ενδέχεται να έχει η παρατεθείσα στη σκέψη 7 ανωτέρω δεύτερη διαπίστωση περί πλημμέλειας, σχετικά με την παράλειψη διενέργειας ελέγχου των ελάχιστων απαιτήσεων όσον αφορά τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η οποία της προσάπτεται για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, παρά τη σχετική σύσταση του Οργάνου Συμβιβασμού, η Επιτροπή δεν προέβη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε αξιολόγηση του εκ μέρους του κράτους αυτού ακριβούς υπολογισμού. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, προκειμένου να δικαιολογήσει την παράλειψη αυτή, η Επιτροπή ανέφερε ότι η πρόταση του Οργάνου Συμβιβασμού για περαιτέρω μείωση του πληθυσμού δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, αλλά ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η υπό κρίση πλημμέλεια ως προς τη λειτουργία «βασικού ελέγχου» ήταν το ένα μόνον από τα στοιχεία βάσει των οποίων επεβλήθη δημοσιονομική διόρθωση, με συνέπεια η ίδια διόρθωση με εκείνη που επεβλήθη βάσει της πρώτης διαπιστώσεως περί πλημμέλειας, αφορώσας ανεπαρκή έλεγχο ως προς την ΚΑΔ 1, να έχει εφαρμογή στο σύνολο του πληθυσμού, δεδομένου ότι η τελευταία κατ’ αποκοπήν διόρθωση απορροφά την προηγούμενη.

126    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, τρίτον, ότι είχε προτείνει, κατά τη διοικητική διαδικασία, υπολογισμό των δημοσιονομικών συνεπειών που ενδέχεται να έχει η παρατεθείσα στη σκέψη 6 ανωτέρω πρώτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, σχετικά με ανεπαρκή έλεγχο της ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών), η οποία της προσάπτεται για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι το Όργανο Συμβιβασμού κάλεσε την Επιτροπή να ελέγξει εκ νέου κατά πόσον η επιβολή της διορθώσεως μπορούσε να περιορισθεί σε ορισμένους υποπληθυσμούς. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει συναφώς ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι η επίμαχη διόρθωση δεν μπορούσε να επανεξετασθεί βάσει διακρίσεως μεταξύ των δικαιούχων και, αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να δεχθεί διάκριση με βάση υποπληθυσμούς για τους οποίους διαπιστώθηκε παράβαση ως προς ένα έτος υποβολής αιτήσεων, όταν το σύνολο των στοιχείων ελέγχου της ΚΑΔ 1 είχαν πράγματι ελεγχθεί, δηλαδή μια αναδρομική παρέκταση.

127    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, τέταρτον, ότι, όσον αφορά την παρατεθείσα στη σκέψη 9 ανωτέρω τέταρτη διαπίστωση περί πλημμέλειας, σχετικά με αδυναμίες στην ανάλυση κινδύνου κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, είχε αποδείξει, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι δεν υπήρξε κίνδυνος για τα Γεωργικά Ταμεία λόγω των σχετικών με την ανάλυση κινδύνου ελλείψεων. Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι το Όργανο Συμβιβασμού διαπίστωσε ότι και η ανάλυση κινδύνου θα μπορούσε να αφορά ορισμένους υποπληθυσμούς και κάλεσε την Επιτροπή να ελέγξει εκ νέου το σχετικό συμπέρασμά της. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, εντούτοις, η Επιτροπή ουδόλως έλαβε υπόψη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την υπόδειξη του εν λόγω οργάνου, κρίνοντας ότι το οικείο κράτος δεν είχε προσκομίσει νέα στοιχεία.

128    Η Ελληνική Δημοκρατία, όμως, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τα τέσσερα αυτά ζητήματα, τα οποία μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 124 έως 127 ανωτέρω, δεν πληροί, αφενός, τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και τα κριτήρια που διατυπώθηκαν συναφώς από τη νομολογία και, αφετέρου, ότι αντιβαίνει στο γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 1306/2013, κατά το οποίο, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συστάσεις του Οργάνου Συμβιβασμού, πρέπει να αιτιολογεί την επιλογή της αυτή.

129    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

130    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως. Υπό το πρίσμα αυτό, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και από αυτήν πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο το σκεπτικό του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

131    Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής πράξεως, η οποία συνιστά αναγκαία συνέπεια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό να παράσχει, αφενός, στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως ενέχει πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

132    Ωστόσο, η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα αν η αιτιολογία αποφάσεως πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 130 και 131 ανωτέρω πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Επιπλέον, σε περίπτωση κατά την οποία απόφαση εκδίδεται εντός πλαισίου σαφώς γνωστού στον ενδιαφερόμενο, τότε μπορεί να αιτιολογείται και συνοπτικώς (απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T-267/08 και T‑279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 44· πρβλ., επίσης, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-301/96, EU:C:2003:509, σκέψεις 89 και 92).

134    Επισημαίνεται συναφώς ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση λαμβάνονται βάσει της συνοπτικής εκθέσεως, καθώς και της αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Στο ιδιάζον αυτό πλαίσιο της επεξεργασίας των αποφάσεων περί συμμορφώσεως, η υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει την εκ μέρους της απόρριψη της εκτιμήσεως περί της δημοσιονομικής επιπτώσεως των διαπιστωθεισών ελλείψεων την οποία πρότεινε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τους αναπτυχθέντες ισχυρισμούς και την εξέλιξη της επιχειρηματολογίας των μερών, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας η οποία προηγείται της εκδόσεως της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής και της οποίας σκοπός είναι να επιτευχθεί, με βάση τις πληροφορίες που έχει προσκομίσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, συμφωνία επί του συντελεστή δημοσιονομικής διορθώσεως ή, ελλείψει συμφωνίας, να υπάρξει συμβιβασμός των αντίστοιχων θέσεων των εν λόγω μερών, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 1306/2013 (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψεις 45 και 46).

135    Η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον το κράτος αποδέκτης συνεργάσθηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει τα οικεία Ταμεία με τα επίμαχα ποσά (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

136    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογήσει μόνον την απόρριψη των αρκούντως ακριβών στοιχείων αξιολογήσεως που πρότειναν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, μολονότι απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης, εφόσον αποδεικνύεται η ως άνω παράβαση, απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη ως προς τις εξ αυτού δυνάμενες να συναχθούν δημοσιονομικές συνέπειες. Επομένως, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να προσκομίσει την κατά το δυνατόν πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το υποστατό των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T-145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

137    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 1306/2013 ορίζει ότι, εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει να μην ακολουθήσει τις συστάσεις του Οργάνου Συμβιβασμού, πρέπει να αιτιολογήσει την απόφασή της αυτή. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τα συμπεράσματα του Οργάνου Συμβιβασμού κατά την έκδοση της αποφάσεώς της (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής, T-486/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:465, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

138    Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα το σύνολο των αρχών αυτών.

139    Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 134 έως 136 ανωτέρω, στο οικείο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει την κατά το δυνατόν πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το υποστατό των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής. Επιπλέον, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογεί την εκ μέρους της απόρριψη της εκτιμήσεως περί της δημοσιονομικής επιπτώσεως των διαπιστωθεισών ελλείψεων την οποία πρότεινε το κράτος μέλος αυτό πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τους αναπτυχθέντες ισχυρισμούς και την εξέλιξη της επιχειρηματολογίας των μερών, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς, η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογήσει μόνον την απόρριψη των αρκούντως ακριβών στοιχείων αξιολογήσεως που προέβαλε το εν λόγω κράτος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

140    Εν συνεχεία, πρέπει να διατυπωθούν διάφορες διαπιστώσεις, όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που ενδέχεται να έχουν οι επίμαχες πλημμέλειες.

141    Πρώτον, όσον αφορά την ενδεχόμενη δημοσιονομική επίπτωση εκ του επιεικούς χαρακτήρα του συστήματος κυρώσεων του πίνακα αξιολογήσεως της εκθέσεως ελέγχου, ως προς την οποία η σχετική επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας παρατίθεται στη σκέψη 124 ανωτέρω, διαπιστώνεται, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 84 έως 87 ανωτέρω, ότι η Ελληνική Δημοκρατία απλώς προέβαλε συναφώς αόριστους και ασαφείς ισχυρισμούς οι οποίοι δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκούντως ακριβείς. Πράγματι, το κράτος αυτό δεν προσκόμισε την κατά το δυνατόν πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη περί του υποστατού των αριθμητικών στοιχείων και δεν προσκόμισε αρκούντως ακριβή στοιχεία εκτιμήσεως, με συνέπεια να μην μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή η παράθεση πιο εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

142    Δεύτερον, όσον αφορά την ενδεχόμενη δημοσιονομική επίπτωση εκ της παραλείψεως της διενέργειας ελέγχου των ελαχίστων απαιτήσεων σχετικά με τα λιπάσματα και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ως προς την οποία η σχετική επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας παρατίθεται στη σκέψη 125 ανωτέρω, διαπιστώνεται επίσης, όπως προκύπτει από τη σκέψη 105 ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία πρότεινε υπολογισμό στηριζόμενη απλώς σε πίνακα περιέχοντα αριθμητικά στοιχεία περί μειώσεων, οι οποίες, άλλωστε, δεν ήταν καν τεκμηριωμένες. Πράγματι, το κράτος αυτό εκ νέου δεν προσκόμισε την κατά το δυνατόν πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη περί του υποστατού των αριθμητικών στοιχείων και δεν προσκόμισε, συναφώς, αρκούντως ακριβή στοιχεία εκτιμήσεως, με συνέπεια να μην μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή η παράθεση πιο εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εν πάση περιπτώσει, παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 106 και 107 ανωτέρω, η Επιτροπή εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την εκτίμηση που είχαν προτείνει οι ελληνικές αρχές.

143    Τρίτον, όσον αφορά την ενδεχόμενη δημοσιονομική επίπτωση εκ του ανεπαρκούς ελέγχου όσον αφορά την ΚΑΔ 1 (διατήρηση των αγρίων πτηνών), ως προς την οποία η σχετική επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας παρατίθεται στη σκέψη 126 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 96 έως 98 ανωτέρω, η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αδυνατούσε να δεχθεί τον υπολογισμό διά παρεκτάσεως που πρότεινε η Ελληνική Δημοκρατία, συγκεκριμένα δε, ιδίως, επειδή το αποτέλεσμα των ελέγχων διέφερε ουσιωδώς από το ένα έτος στο άλλο και επειδή δεν ήταν προσήκον απλώς να παρεκταθούν τα αποτελέσματα των ελέγχων άλλου έτους.

144    Τέταρτον, όσον αφορά την ενδεχόμενη δημοσιονομική επίπτωση εκ των αδυναμιών στην ανάλυση κινδύνου, ως προς την οποία η σχετική επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας παρατίθεται στη σκέψη 127 ανωτέρω, διαπιστώνεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 113 έως 118 ανωτέρω, η Επιτροπή εξήγησε τον λόγο για τον οποίο, αφενός, έκρινε ότι η ανάλυση κινδύνου δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009 και, αφετέρου, ενέμεινε στη θέση της, επισημαίνοντας ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προσκομίσει κανένα νέο στοιχείο το οποίο θα της παρείχε τη δυνατότητα να περιορίσει τον πληθυσμό επί του οποίου εφαρμόζεται η διόρθωση.

145    Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι, εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία συνεργάσθηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της προσβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και ότι γνώριζε, επομένως, επαρκώς τους λόγους στους οποίους στηριζόταν η απόφαση αυτή, στην οποία μνημονεύεται ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει τα Γεωργικά Ταμεία με τα επίμαχα ποσά.

146    Επιπλέον, διευκρινίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις συστάσεις του Οργάνου Συμβιβασμού κατά την έκδοση της αποφάσεώς της, κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, με την από 15 Δεκεμβρίου 2016 γνώμη του, το όργανο αυτό απλώς την «κάλεσε» να «ελέγξει εκ νέου κατά πόσον» η εφαρμογή της διορθώσεως μπορούσε να περιορισθεί σε ορισμένους πληθυσμούς. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην ακολουθήσει τις συστάσεις του Οργάνου Συμβιβασμού. Πράγματι, όπως προκύπτει από την από 20 Φεβρουαρίου 2017 τελική θέση της, η οποία παρατίθεται στη συνοπτική έκθεση (παράρτημα A.2 του δικογράφου της προσφυγής), η Επιτροπή διευκρίνισε συναφώς ότι δεν είχε προσκομισθεί κανένα νέο στοιχείο το οποίο θα της παρείχε τη δυνατότητα να περιορίσει τον πληθυσμό επί του οποίου εφαρμόζεται η διόρθωση.

147    Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που διατυπώθηκαν με τη νομολογία η οποία μνημονεύθηκε στις σκέψεις 130 έως 137 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εκθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία όσον αφορά την απόρριψη των προτάσεων υπολογισμού και των στοιχείων εκτιμήσεως που προσκόμισαν οι ελληνικές αρχές, ούτε και του καθορισμού πιο περιορισμένου πληθυσμού στην περίπτωση του οποίου επιβάλλεται η διόρθωση.

148    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο κατά την έννοια του άρθρου 296 ΣΛΕΕ όσο και του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 1306/2013.

149    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

150    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η επίμαχη δημοσιονομική διόρθωση αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι πολύ μεγάλος αριθμός δικαιούχων ενισχύσεων οφείλει εν προκειμένω να τηρεί τους κανόνες της πολλαπλής συμμορφώσεως, οποιαδήποτε διαπιστούμενη πλημμέλεια έχει ως συνέπεια την επιβολή κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως και την εφαρμογή του σχετικού ποσοστού σε αυτόν τον πολύ μεγάλο αριθμό. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η Επιτροπή διευκρίνισε, με το έγγραφο AGRI-2005-64043, τους ειδικούς κανόνες περί επιβολής οικονομικών κυρώσεων σε περίπτωση αδυναμιών των συστημάτων ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως. Ωστόσο, εξ αυτού συνάγεται ότι, εξαιτίας των ιδιαιτέρως επαχθών δημοσιονομικών συνεπειών συναφώς, η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη κάθε προσπάθειας του κράτους μέλους να συγκεκριμενοποιήσει τις εφάπαξ δημοσιονομικές συνέπειες των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν, χωρίς να προβεί σε δική της αντιπρόταση συγκεκριμένου υπολογισμού, αλλά απλώς με χρήση κατ’ αποκοπήν διορθώσεως, έχει ως αποτέλεσμα, κατά την προσφεύγουσα, διόρθωση αντιβαίνουσα στην αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, πρόκειται, κατά την προσφεύγουσα, για τη μέγιστη δυνατή διόρθωση και όχι για διόρθωση αντίστοιχη του πραγματικού κινδύνου που διατρέχουν τα Γεωργικά Ταμεία.

151    Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι επέδειξε εν προκειμένω τη μέγιστη δυνατή αυστηρότητα, η οποία επιφέρει δυσανάλογα επαχθείς συνέπειες για την προσφεύγουσα, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη γνώμη του Οργάνου Συμβιβασμού. Κατά την προσφεύγουσα, το επίμαχο ποσό επιβλήθηκε, επομένως, καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, κατά παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως.

152    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμο το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

153    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το προσήκον και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2017, Εσθονία κατά Επιτροπής, T-157/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:483, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, οσάκις υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκαλούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-675/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:123, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

154    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η χρήση κατ’ αποκοπήν διορθώσεως έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή διορθώσεως αντίθετης προς την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, πρόκειται για τη μέγιστη δυνατή διόρθωση και όχι για διόρθωση αντίστοιχη του πραγματικού κινδύνου που διατρέχουν τα Γεωργικά Ταμεία. Επομένως, η επιβολή του επίμαχου ποσού υπερβαίνει, κατά το κράτος μέλος αυτό, τα όρια της εκ μέρους της Επιτροπής εξουσίας εκτιμήσεως.

155    Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή περί της αρχής της αναλογικότητας αφορά, στην πράξη, την αρχή της επιβολής των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων.

156    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, ως εκ της φύσεώς της, η κατ’ αποκοπήν διόρθωση δεν αντιστοιχεί σε ακριβή υπολογισμό του κινδύνου. Όπως, όμως, έχει διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο, η μέθοδος της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μηχανισμός ο οποίος αντιβαίνει, αφεαυτού, στην αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, η δυνατότητα χρήσεως της μεθόδου αυτής, σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η ακριβής εκτίμηση των ζημιών που υφίσταται η Ένωση, όπως έχει καθιερωθεί με τις κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες έχει εκδώσει η Επιτροπή στον τομέα αυτό, επικυρώθηκε από τη νομολογία (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-675/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:123, σκέψη 54).

157    Υπενθυμίζεται επίσης ότι διόρθωση επιβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες έχει εκδώσει στον τομέα αυτό κατατείνει στην αποτροπή του ενδεχομένου να επιβαρυνθούν τα Γεωργικά Ταμεία με ποσά που δεν χρησίμευσαν στη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από την επίμαχη ρύθμιση της Ένωσης και δεν συνιστά κύρωση (βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-214/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:130, σκέψη 136 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η νομολογία έχει, επομένως, δεχθεί ότι οι συντελεστές των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων που έχουν καθορισθεί με τις κατευθυντήριες γραμμές καθιστούν δυνατή τόσο την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και τη χρηστή διαχείριση των πόρων της Ένωσης όσο και την αποτροπή του ενδεχομένου να ασκεί η Επιτροπή τη διακριτική ευχέρειά της επιβάλλοντας στα κράτη μέλη υπέρμετρες και δυσανάλογες διορθώσεις (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-181/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:331, σκέψη 234).

158    Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι μια κατ’ αποκοπήν διόρθωση στηρίζεται, ως εκ της φύσεώς της, στο συνολικό ποσό των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, περιλαμβανομένων και εκείνων που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες.

159    Οι διαπιστωθείσες εν προκειμένω ελλείψεις, όμως, είχαν επιπτώσεις στο σύνολο των αιτούντων επιδοτήσεις. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι ορισμένες εκμεταλλεύσεις δεν υπέκειντο σε καμία από τις υποχρεώσεις ως προς τις οποίες εντοπίσθηκαν οι ελλείψεις αυτές. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία της δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπερέβη το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού της προστασίας των Γεωργικών Ταμείων. Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιόρισε την κατ’ αποκοπήν διόρθωση επιλέγοντας τον ελάχιστο συντελεστή που προβλέπεται για τέτοιες περιπτώσεις στις κατευθυντήριες γραμμές της, συγκεκριμένα δε σε ποσοστό ύψους 2 %.

160    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, και το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

161    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως, κατά συνέπεια, και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

162    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

163    Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Schalin

Costeira

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Μαρτίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. Prek      


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.